Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

ΜΉΛΟ Ή ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ;

 


 

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε το μήλο, λιγότερο το πορτοκάλι. Το μήλο ήταν η ποίηση. Το ξινό πορτοκάλι, αγουροπράσινο στις αρχές του Φθινοπώρου, μου έτσουζε τα μάτια με δυσκόλευε να διαλέξω: να γράφω ή να μη γράφω; Και για ποιόν; Είχαμε δυο πορτοκαλιές στην άκρη στο περιβόλι. Το νερό ποτέ δεν τους έφτανε παρ ότι ο πατέρας έκανε τα πάντα για να καρποφορήσουν, μόνο κάτι μικρά πορτοκάλια έβγαζαν που δεν τρώγονταν. Τόσο στιφός και πικρός γινόταν ο χυμός τους, τόσο δύσκολος, στριφνός κι αδυσώπητος ο δρόμος της γραφής, της ζωγραφικής, της δημιουργίας και πάντα εκείνο το ανελέητο για ποιόν; γιατί; Αξίζει;
Κι έπειτα τα μήλα ήταν στον κάμπο, σε ένα άλλο χωράφι που δεν ήταν δικό μας. Ξένο. Δε μ ένοιαζε, περνούσα από εκεί, έκοβα δυο τρία, τα άγουρα μου άρεσαν περισσότερο. Τα τραγανούσα, πέταγα τις φλούδες μακριά , έφτυνα το άχρηστο. Ήταν πολύ νόστιμα, σαν τα άγουρα στήθη της Τασίας που μου λεγε μη γράφεις, μη ζωγραφίζεις. Αργότερα τ αγαπούσε και τα δυο. Εγώ ακόμα δεν ξέρω αν τ αγαπώ. "Όχι ψέμματα, φίλε!" λέω στον εαυτό μου. "Σου άρεσαν και τα δυο και τα μήλα και τα πορτοκάλια, όμως η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη. Η πίκρα αχώνευτη."
Τα μήλα και τα πορτοκάλια με τα άπειρα κουκούτσια τους. Μαύρα των μήλων σαν γραμματάκια στη σειρά. Των πορτοκαλιών, γλυφά, καλλυμένα με υγρό, πετάγονταν απ΄τα χείλη πιο εύκολα. Μα τίποτε δεν είναι εύκολο. Αν πεις γράφεις για τον εαυτό σου, θα πουν εγωϊστής, δεν αξίζει , αν πεις ζωγραφίζεις για τον κόσμο, θα πουν και ποιος είσαι εσύ; ποιος σου είπε πως θέλουμε να ζωγραφίζεις για μας;
Μαύρα μήλα κι μπλέ πορτοκάλια.

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΑΝΆΛΥΣΗ

 

 


Ανάλυση για ένα έργο μου, στην πραγματικότητα σημαίνει πολλά. εδώ ο κλονισμός του ανθρώπου είναι γυναίκειος-θα μπορούσε να είναι άντρας, έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα; ο κλονισμός της ανθρώπινης ουσίας, ο άνθρωπος μόνος που συναντάει ντουβάρια, είναι τόσο απλό να το δείξεις;. η άλλη αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν τον τρόμο του σεισμού και της φυλακής γι αυτό έφτιαξα το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα στο βάθος. φαντάζεσαι να είσαι μόνος με τα ντουβάρια; ζωγραφίζω με μια ιδέα όχι πως θα καλυτερεύω τον κόσμο, ούτε πως θα αφήσω ένα μήνυμα, χτες ο άλλος μου είπε πως δεν είμαστε φίλοι και το τόνισε τρεις φορές, όντως δεν είμαστε φίλοι αλλά γι αυτόν τον πίνακα μπορώ να πω πολλά ή όπως μου ζητάτε να μην πω τίποτε και να αφήσω να μιλάει ο πίνακας και έχετε δίκιο-πάντα οι άλλοι έχουν δίκιο και να σου πω μια άλλη αλήθεια για αυτό το έργο; παρ ότι είναι μελαγχολικό και απόμερο εκπέμπει μια τρύπια αισιοδοξία [η ζωγραφική δεν είναι παίξε γέλασε, είναι αγώνας μεταξύ δούλων και αφεντικών, όπου ο ζωγράφος οφείλει να είναι ο Σπάρτακος] και άρα, πίσω από κάθε έργο πρέπει να υπάρχει ένα αποτέλεσμα, αλλιώς δεν έχει νόημα η ζωγραφική, εκτός αν πρόκειται για ένα πορτρέτο αλλά και εκεί δεικνύεται η δεινότητα του ζωγράφου που έχει επίγνωση. τώρα γιατί σας τα λέω αυτά; έχουν νόημα οι επεξηγήσεις πάνω στα έργα; το πιθανότερο τον πολύ κόσμο να μη τον ενδιαφέρουν καθόλου αλλά για μας έχουν ιδιαίτερη αξία και εννοώ τους ζωγράφους, τους δημιουργούς που κάθονται και μελετούν την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

ΠΆΝΤΑ Ή ΠΟΤΈ

 

 


Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ

 


 

Όταν καμιά φορά
το δειλινό σε θυμάμαι
-λινά φορέματα
που ο αγέρας τα φυσά και φαίνεται το ξέκωλο-
πόσο δε θα ξανάθελα ν αγκαλιαστούμε
γιατί ποτέ δεν ξέχασα το ξέμουνο σου.
Κι όταν πολλές φορές, το σχισμένο τζιν
άφηνε επίτηδες, εκεί ανάμεσα
τη λεπτή ισορροπία σάρκας και ιδέας
θυμάμαι πως δε σ ένοιαζε!
Γελούσες που το βλέμμα κοίταζε εκεί
που οι σχισμές ανοίγουν για ν ανταμώσουν τους κόσμους
Στο ξέμουνο.
[Αυτή η ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ τους
δεν άφηνε περιθώρια για λάθη και εντροπές.]
ποιήμΑτα Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

ΔΕ ΜΕΤΑΝΙΏΝΩ

 


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Δε θεωρώ τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" κανένα αριστούργημα.
 Ούτε φυσικά τον Τσιτσάνη μεγάλο δημιουργό.
 Γενικά το ρεμπέτικο τραγούδι, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων δε νομίζω πως προσφέρει 
κάτι στον σύγχρονο Έλληνα.

Και θα διαφωνήσω με όλους όσους ύμνησαν 
αυτά τα 
σαχλοτράγουδα,[ Η.Πετρόπουλος και σία.
 Μεγάλος συγγραφέας 
ο Ηλίας αλλά στα συγκεκριμένα ατύχησε.] τα "φτιαγμένα" 
άσματα που γαλούχησαν μια ολόκληρη γενιά με ιδανικά του
 τύπου είμαι μάγκας και νταής, δέρνω τη γυναίκα μου, θα κάνω 
ντου βρε πονηρή, και χιλιάδες λέξεις και σχεδιάσματα του
 πεζοδρομίου που πολλοί φαντασμένοι του λαού θεώρησαν φοβερά σπουδαία τη γνώση του πεζοδρομίου, εγώ σπούδασα στο 
πεζοδρόμιο, λένε με καμάρι τα σκεπάρνια και μετέδωσαν σ αυτούς 
τους αχαΐρευτους ρεμπέτες μια αίγλη με σκοπό να αποχαυνώσουν 
τον Ελληνικό λαό στη σούρα και τη μαστούρα. Και φυσικά ο κάθε χασικλής έχει να παινεύεται γι αυτή του την κατάντια, τους 
ναργιλέδες και όλη αυτή τη βρώμα της Ανατολίτικης χαμέρπειας, 
τους οντάδες και τους σελέμηδες. Κι έπειτα πιστεύει πως τον
 έκαναν Ευρωπαίο ο βλάκας ο Έλληνας.

 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΊΣΘΗΣΗ ΜΙΑς ΩΡΑΊΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΆΣ.

 

 


Από μικρό παΐδι, θυμάμαι, πολύ μικρός, με μπέρδευαν η όσφρηση και η γεύση. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι οσφραινόμουν και τι γευόμουν. Αργά αλλά σταθερά κατάλαβα πως όσφρηση, γίνεται με τη μύτη. Η γεύση με την γλώσσα; Οσφραίνομαι από μακριά τις αναποδιές έλεγε ο πατέρας. Γεύομαι ένα ποτήρι κρασί-τότε δε μου άρεσε ούτε η μυρωδιά του ούτε η ξινοπικράδα του. Σκεφτόμουν, αν οσφραινόμουν ή γευόμουν ένα μήλο. Ή και τα δύο; Όπως, αν μύριζα τον αέρα, το άρωμα μιας γυναίκας, του σώματος την όσφρηση, του έρωτα τη μυρωδιά και την γεύση. Όπως την μπόχα μιας υπονόμου ή την αίσθηση μιας ωραίας ζωγραφιάς που την έτρωγα με τα μάτια μου.



ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;

Πάντα είχαμε στο μυαλό μας να γίνουμε ή να μείνουμε αθάνατοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν αυτό; Και γιατί θέλουν να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων; τι είναι τόσο ελκυστικό, τόσο ηδονικό στην κατά κάποιο τρόπο αθανασία ενός ονόματος; Υπάρχει κανείς απο σας που δεν θέλει να τον θυμούνται οι άνθρωποι; Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Ρεαλιστικά, κανείς δεν είναι αθάνατος. Αν υπάρχει ενας τρόπος και ίσως μοναδικός είναι ν αφήσει έργο: Να, λένε αυτό το έκανε ο Λαβουαζιέ,[νόμος της αφθαρσίας της ύλης] ή ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε ο μεγαλύτερος επαναστάτης ή ακόμα-για να μην αδικήσουμε τας γυναίκας- η μανταμ Κιουρί ανακάλυψε το ράδιο. Αθάνατος γίνεται κανείς με τα έργα του αυτήν την εκατομμυριοστή επιστρoφή.

Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.

.

Κάνει πολύ ζέστη. Κουφόβραση.  Οι άθρωποι δεν κοιμούντται. Κανένας ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω στους δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε άλλους, γίναμε πολλοί. Πολλοί που ξέρουν τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η  τσέπη μου έγινε στενή  λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου  και γεμίζουυν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν. Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε; Έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε εμείς  κι από παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου χιμήξουν. Γιατί το έγραψα αυτό; ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας με κατατρέχει από παλιά. Από τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν  και ίσως γιατί  κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες,  να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν και κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι κι αντί να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.α πίσω που να θυμίζει  τον καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα,  δεν χωράμε να περάσουμε ένας  με έναν,  τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας,  κάνε παρά πέρα ρε μαύρε,  με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το  μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος πάντων αυτή η ζωή  μας, δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό το μικρό φύλλο που τσαλάκωσες το μεσημέρι, ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν τις ξαναδιαβάσεις,  τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν έχουν  αξία  οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα γίνονται. Και παρ όλα αυτά, φοβάμαι το ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτα. Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι από χτες;




 

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΜΟΥ ΈΛΕΙΠΑΝ ΤΑ ΛΊΓΑ

 

 

 
Πάντα σου έλειπαν τα λίγα
Το κωλόχαρτο για να πιάσεις δουλειά
Το κρασί λίγο, το ψωμί λίγο
Το χαρτί στην τουαλέτα, το κρεμμύδι για τη σαλάτα
Οι φωνές για την τρελή, δίπλα στη μοναξιά
-η μοναξιά ήταν πολλή.
Α, ρε Γιάννη κι εσύ!
Οι γρίλιες μικρές για να κοιτάξεις έξω
το νερό που κυλούσε στο ρυάκι
ποτέ δε γινόταν κρασί.
Το κωλόχαρτο τέλειωνε, η φυλακή μίκραινε
δεν έβγαινες ποτέ απο εκεί. Εκεί!
Πίσω απ τα σίδερα- μέσα απ΄τα σίδερα
Άσε, από αγάπη πάντα είχαμε λίγη
με το χιλιοστόγραμμο, στάχτη από καμένα κορμιά
χόβολη από αλισβερίσια-το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο! Το κωλόχαρτο...
Ναι, το ψέμα ήταν πολύ
Χόρταινες από το βλέμμα του ψεύτη
που είχε πολύ ψωμί, πολύ τυρί, πολύ αγάπη.
Εμεις δεν είχαμε τίποτε
Ψίχουλα έπεφταν καταγής, έχεις φάει ποτέ τη μπουκιά που σου πεσε;
Α, ρε Γιάννη κι εσύ...Πάντα έλειπε το κωλόχαρτο.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ

 





ΆΤΡΩΤΗ ΦΤΈΡΝΑ

 


Η ΦΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια, ήταν μια φράση ειπωμένη το χίλια εννιακόσια εβδομήντα δυο, όταν η Άννυ είχε γεννηθεί, μικρούλα και οι άνθρωποι είχαν πει πως δε θα μπορούσε να ζήσει στον επιβλητικό κόσμο των αναμνήσεων.
Εκείνο το Καλοκαίρι είχε πάει διακοπές στο αόριστο νησί των εξελίξεων, χωρίς να τη νοιάζει αν έπρεπε να ζει ή να πεθαίνει και σκεφτόταν πως κανείς δεν ξέρει γιατί ήρθε σ αυτόν τον κόσμο και γιατί θα έφευγε από αυτόν τον δυστυχισμένο κόσμο, χαράζοντας ένα χαμόγελο, μια αισιοδοξία στον παρατατικό και φτάνοντας στο παραλιακό μαγαζί, κάθισε να πιει ένα ποτό μόνη της. Ανάμεσα από τα σκέλια της κάτι την έκαιγε ήθελε να ξεφτιλίσει αυτόν τον κόσμο με ένα μαχαίρι κοφτερό σαν την όψη να γελάσει μαζί του, τόσο όμορφη ήταν η Άννυ, ο κόσμος μια σταλιά, πίσω από τη σχιζοφρένεια φαινόταν η αλήθεια, τα μάτια που έκαιγαν, ο Καζαντζάκης πουριτανός και ανηλεής, ο Κούντερα μηδαμινός και ο πεσιμισμός του Σοπενάουερ ή μιας ανάλογης συνέργειας την εξωθούσαν να γελάσει μ αυτόν τον κόσμο! Τι ωραίο θα ήταν να την βλέπουν όλοι να οργιάζετε! Η σάρκα μας χρειάζεται έρωτα, το αίμα! η Αννυ τα ήξερε όλα αυτά και περιγελούσε τον κόσμο των καταπατήσεων.
-Τζον μια μέρα θα φύγω να μη με περιμένεις.
-Που θα πας; ρωτούσε με αγωνία.
Η Άννυ είχε πάει με πολλούς άντρες. Ο Τζον ήταν αφελής. Σκληρή πραγματικότητα ζώντων οργανισμών αλλά τι νόημα θα είχε αν, χωρίς να λάβουμε υπ όψιν μας ένα έργο που παίζεται στο σινεμά μιας παρακείμενης συνοικίας; Κάτι πρέπει να πούνε εδώ για την νομιμότητα αυτών των δυο ανθρώπων, οι χαρακτήρες τους είναι απόμακροι. Ποια είναι η Άννυ; Και τι κάνει ο Τζον;
Ο Τζον είπε μια μέρα πως δε σε θέλω πια έτσι. Είσαι ένα σκουπίδι. Άσχημη λέξη.
Η Άννυ σκουπίζοντας ένα ξένο πεζοδρόμιο κοίταζε πέρα τον ορίζοντα.
Το μαγαζί ήταν άδειο, νωρίς ακόμα όπως είπε ο μαγαζάτορας που την κοίταξε όπως την κοίταξε, που την είδε όμορφη και η Άννυ φρόντισε να κρύψει τα λευκά της πόδια πίσω από ένα κατάλευκο φουστάνι, μελέτησε πως δεν την ένοιαζε ότι και να έλεγαν γι αυτήν, καθώς ο σερβιτόρος της έφερνε το ποτό της, τζιν ή βότκα που τα αγαπούσε όπως και οΤζον, ένας άντρας που την είχε αγαπήσει περισσότερο απ τη ζωή του, και που τώρα αυτή τον είχε εγκαταλείψει θεωρώντας πως δεν είχε τίποτε άλλο να της προσφέρει μετά από πέντε χρόνια γάμου, που φυσικά την άφησε ανικανοποίητη, γιατί ο θρόνος της ήταν πιο ψηλά, γιατί, πίνοντας την πρώτη γουλιά απ το ποτήρι της άφησε να της ξεφύγει ένας ερωτικός αναστεναγμός που ήχησε στο άδειο μαγαζί όπως μια άρια της Μαρίας Κάλλας, έτσι που οι σερβιτόροι, οι μάγειροι, τα αφεντικά έτρεξαν από πάνω της.
-Α, δεν τρέχει τίποτε καλέ! Τους πέταξε με το ανάλαφρο ύφος της. Τρέχει τίποτε; Έσμιξε τα φρύδια της κατά πρόσωπο του αφεντικού, φάτσα με φάτσα, θυμό με θυμό, όχι, γαλήνεψε αυτός κι αργά χάθηκαν όλοι στο βάθος, στις δουλειές τους να κόψουν κρεμμύδια, να πλύνουν τις λάντζες να σιδερώσουν τις άσπρες ποδιές τους, οι άνθρωποι αυτοί ήτανε ξένοι, το μεροκάματο τους ήθελαν να βγάλουν και η Άννυ ένιωσε μια λαχτάρα για τον Τζον γελώντας στον Παρακείμενο.
-Θα πας μόνη σου όπου θες; Μα εγώ σου προσφέρω τα πάντα! Δεν μπορώ να σε καταλάβω Άννυ!
-Ούτε εγώ Τζον. Είμαστε δυο γέφυρες που δεν ενώθηκαν ποτέ. Δυο φυτά που ξεφύτρωσαν σε έρημο, εμένα ο κόσμος μου είναι κάτω απ τα σκέλια μου και χάιδεψε ξανθιές αφέλειες σκεφτόμενη πως έπρεπε να βγάλει την άσπρη κυλόττα της, τι στο διάολο τις ήθελαν οι άνθρωποι τις κυλόττες; Αναλογίστηκε σκίζοντας την κατάχαμα, κάτω απ το τραπέζι, έτσι που να την βλέπουν όλοι όσοι άρχισαν να μπαίνουν στο μαγαζί κι αυτή, η Άννυ να περιφέρει την οξύτητα της στον ραγισμένο καθρέφτη του πρώτου τυχόντα εραστή, των πρώτων τυχόντων επιβητόρων που όντως είχαν αρχίσει να κάθονται στα τραπέζια τους, να παραγγέλλουν, να τρώνε, να συζητάνε ενοχλημένοι απ την πολιτική κατάσταση του τόπου αλλά ταυτόχρονα να κοιτάνε τη σχισμένη κυλόττα της κάτω απ το τραπέζι της , έτσι που η Άννυ να μεγαλώνει τους αναστεναγμούς, να τρίβεται πίσω απ το τραπεζομάντηλο, να ερεθίζεται, να αρχίζει να χάνεται στον κόσμο της ηδονής, ααα, τι ωραίο ήταν που την έβλεπαν όλοι τρώγοντας το φαί τους και ξύνοντας ανέμελα τους κροτάφους οι άντρες, ενώ οι γυναίκες ενοχλούνταν από την χαλαρότητα του πνεύματος, από την μη οξυδέρκεια των ιθυνόντων, δεν ήταν για καθώς πρέπει πελάτες αυτό το μαγαζί, έπρεπε να φύγουν και να μη ξανάρθουν αλλά η Άννυ, ω αυτή Άννυ που δεν έπρεπε να γεννηθεί, άρχισε να φωνάζει, γες, ναι, έλα! σηκωνόταν στα πίσω πόδια της καρέκλας, ένιωθε μόνη σε ένα κρεβάτι, χωρίς εραστή μόνη με τα ανοιχτά της πόδια, ο κόσμος όλος είναι μια ηδονή, το γέλιο της σκόρπισε τους πελάτες, εκμηδένισε την πραγματικότητα, έφυγαν όλοι ντροπιασμένοι από μια αδιάντροπη ηρεμία, όταν την πλησίασαν απειλητικά τα αφεντικά με τα μαχαίρια της κουζίνας ξυραφισμένα στα ασπρισμένα από μίσος χείλια τους.
Το βλέμμα πάγωσε.
-Τζον αυτός ο κόσμος δεν είναι για μας.
-Γιατί το λες αυτό Άννυ; Μίλησε ο Τζον
-Εμένα δε με χωράει ανθρώπου νους.
Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια! Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια! Ούρλιαξε.
Ήταν μια φράση που έλεγε στον Ενεστώτα η Άννυ που δεν έπρεπε να γεννηθεί.
Από τα μικρα μου διηγήματα

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

ΣΑΔΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ

 


 

Δεν υπάρχει κάτι μοναδικό στην ανθρώπινη ζωή-όλα είναι μια σαδιστική επανάληψη. Σήμερα κερδίζω εγώ, αύριο χάνεις εσύ. Στην πραγματικότητα χαμένος πάντα μέσα σε μια δίνη καταστάσεων, η ιστορία αποδεικνύει την επαναλαμβανόμενη κίνηση του εκκρεμές, κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη μέγγενη. Το σφίξιμο είναι αργό, βασανιστικό, το καταλαβαίνεις αρκετά μεγάλος για να σοφιστείς πως να προλάβεις να ξεγελάσεις την ύπαρξη, για να ξεγελάσεις τον μεγάλο νικητή που είναι ο θάνατος μιας παράξενης ουτοπίας: πως είναι δυνατόν να ζεις για πάντα; ο τρόπος μιας καθημερινής πραγματικότητας που την μεγαλώνουν τα γεγονότα, ένας σκύλος έφαγε έναν άνθρωπο, μια κότα γέννησε ένα αυγό, ο Αντεντοκούμπο ανανέωσε το συμβόλαιο του έναντι πεντακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, κάποιος φτωχός ποιητής αυτοκτόνησε. Βέβαια, όλα αυτά για να τα καταλάβεις είναι απεριόριστα δύσκολο, οι περισσότεροι των ανθρώπων αντιλαμβάνονται μόνο μια κίνηση: πως υπάρχουν για να βγάζουν χρήματα, να παράγουν δηλαδή μια ενέργεια εργοστασίου, ενός φουγάρου εργοταξίου που όταν κινδυνεύουν να πεθάνουν θυμούνται πως αυτό ρυπαίνει το περιβάλλον. Υποστηρίζω πως η ύπαρξη είναι τρομακτικά αδύναμη, μέσα σ έναν τόσο ανόητο κόσμο. 

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

εφ όπλου λόγχης

 

 


Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος είναι ο φονικότερος που έγινε πάνω στη γη. Πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Η Ελλάδα είχε περίπου 80.000 νεκρούς σε αντιστοιχία η Ρωσία πάνω από δέκα εκατομμύρια. Τριάντα χώρες ενεπλάκησαν με πρώτους τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Ρώσους, τους Άγγλους κι αργότερα τους Αμερικάνους.
Έχουν περάσει περίπου 80 χρόνια από την έναρξη αυτής της παγκόσμιας τραγωδίας κι εμείς, οι επόμενες γενιές που έζησαν μόνο τον απόηχο του, έληξε με την ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με νικητές τους Αμερικάνους και τους Ρώσους με τους λεγόμενους συμμάχους. Φυσικά αν δεν είχαμε τη ρίψη των πυρινικών ίσως να πολεμούσαμε ακόμα. Έκανε δηλαδή κάποιο μεγάλο καλό μετά το μεγάλο κακό η ανακάλυψη της ατομικής βόμβας από τον Αινστάιν, τον Οπενχάιμερ και τον Μπράουν που βασικά ο πρώτος φοβόταν απόλυτα για αυτή του τη συμμετοχή.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Αυτό το ΟΧΙ που φέρεται να είπε ο Μεταξάς, κατ εμένα τον είπε δια μέσου των συμφερόντων της αποικιοκρατικής δύναμης που λέγεται Αγγλία αλλά και πάλι έχει την αξία του. Οι Έλληνες πολέμησαν με την πλευρά των συμμάχων, νίκησαν την Ιταλία, υπέκυψαν στην σιδερόφραχτη Γερμανία, πολέμησαν σαν ήρωες, είπε και ο Τσώρτσιλ αυτό το γνωστό οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, για να αποδώσει τιμή σε μας αλλά αμέσως μετά δημιούργησε τον Ελληνικό εμφύλιο με όλα τα κακά συνακόλουθα του.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ καλός. Οι άνθρωποι όμως συνεχίζουν να πολεμάνε αδιάκοπα και, όσο και αντιμιλιταριστικό να είναι αυτό το κείμενο, όσο αντιπολεμικά άρθρα κι αν έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται, οι άνθρωποι θα πολεμάνε αδιάκοπα. Ποια είναι η βασικότερη αιτία ενός πολέμου; χρειάζεται μόνο ένας Χίτλερ για να ματοκυλήσει την ανθρωπότητα και γιατί η δύναμη των λαών δεν μπορεί ν αποτρέψει τα σχέδια ενός παράφρονα κατά πολλούς ή μιας ιδιοφυίας από άλλους; Νομίζω πως ο κόσμος είναι αδύναμος και η λεγόμενη μάζα συμπαρασύρεται από λίγους που διοικούν αυτόν τον κόσμο. Αν πας στρατιώτης κι αρνηθείς να πολεμήσεις θα σε σκοτώσουν οι συνστρατιώτες σου. Θα σε πουν δειλό επειδή δε θέλεις να σκοτώσεις! η τέλεια παραλογία. Κατά βάση δε θα πολεμούσα ποτέ. Αυτά τα χτισμένα ιδανικά των εκάστοτε αρχηγών δε με αφορούν. Υποστηρικτικά, λένε πως αφού ο άλλος έρχεται να σου πάρει το σπίτι, πρέπει ν αμυνθείς και αφού αμύνεσαι, έχει αρχίσει ο πόλεμος για σένα. Λογικά εκεί σηκώνεις τα όπλα. Για το σπίτι, την οικογένεια, την πατρίδα. Και αντε πάλι από την αρχή. Μπορεί όμως ένας πόλεμος να είναι δίκαιος; στην ουσία όσοι το λένε εξαπατούνται, όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικό κίνητρο και ως εκ τούτου και ο Δεύτερος παγκόσμιος. Η μισαλοδοξία των ηγετών παίζει το ρόλο της αλλά όχι τον πρώτο αφού άμα δε συμφωνήσουν οι ακολουθοι τίποτε δεν πρόκειται να γίνει απ όσα ευελπιστεί ο κάθε ηγέτης.
Γιορτάζω το τέλος του πολέμου, όχι την αρχή. Βέβαια, εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ένας πόλεμος, τον γνωρίζουμε από τα βιβλία, από την τηλεόραση και δεν ξέρουμε ή δεν αισθανθήκαμε ποτέ τι είναι να σφυρίζουν οι σφαίρες γύρω σου, να πέφτουν οι χειροβομβίδες, να βουτάνε τ αεροπλάνα πάνω απ το κεφάλι σου, να βλέπεις τους συνάδελφους ακρωτηριασμένους, τους φίλους να πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί κι έτσι ομιλούμε εκ του ασφαλούς χωρίς να υπολογίζουμε την στυγνή πραγματικότητα ενός πολέμου, ενός όχι ή ενός ναι, στον εχθρό, σ αυτή την ανόητη έλευση του πολέμου, όπως όλοι παραδεχόμαστε αλλά αρνούμαστε να μη συμμετέχουμε, να μη συνεχίζουμε αυτή την μωρή πραγματικότητα ενός πολέμου.

 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ ΎΨΟΥΣ

 

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά. 

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΜΕ. [ΌΠΩς ΛΈΜΕ...ΔΟΞΆΣΤΕ ΜΕ]

 


 


 

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

μισόν αιώνα

 


 

Πέρναγε κάποιος που έπαιρνε
τα μέτρα για τους άστεγους
επειδή ο κόσμος τελείωνε για μερικούς
αυτός δήλωνε μαζί με τους απεργούς
πως τα μέτρα δεν επαρκούσαν
Επειδή όμως το έπακρον της νιότης
διαρκούσε μόνο μισόν αιώνα
ο πράσινος κώλος της διπλανης κυρίας
δεν αρκούσε στον επελαύνοντα νεανία

 

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

ΝΑ Σ ΈΛΕΓΑΝ ΜΑΡΊΑ

 

 


Καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία
Στο πρωινό υπόγειο
Ξεπερνώντας τον καιρό
Στα ανθρώπινα όρια
Γιατί έτσι σου είπαν πως ήταν καλύτερα
Μη φοβάσαι οι άλλοι πέθαναν στη μάχη
με μια σφαίρα καρφωμένη στο μυαλό
-όχι δεν θα φύγουμε από εδώ έτσι τυχαία
Θα το παλέψουμε παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Βασίλη
Τις νύχτες να μην τριγύρναγες
Με σωθικά κλεμμένα
Έχει ένα όριο η ζωή δεν το καταλαβαίνεις;
έχει σημασία αν είναι βράδυ ή πρωί
Έτσι όρισαν οι άνθρωποι
Να το παλέψουμε πριν νικηθούμε
Ένα κομμάτι ψωμί κι θάνατος παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Ανθούλα
Πρέπει να φτιάξουμε τη ζωή απ την αρχή
Αν τύχει και στον πόλεμο βρεθούμε
τη σάρκα μας να κάψουν στην πυρά
άνθρωποι ευτραφείς, μην πούνε
λύγισε μοναχός του στη θλιβή.
Καλύτερα να σ έλεγαν Βασίλη
Θα χες του κόσμου όλες τις χαρές
μια γυναικούλα το πρωί στο παραθύρι
κι ένα παιδί να κλαίει που γένηκε χτες
Άσπρο πουλί, μικρό πουλί, της νιότης
το χατίρι.
Καλύτερα να σ έλεγαν Ανθούλα
θα ήσουν μάνα, φίλη κι αδερφός
Θα το παλέψουμε δε φεύγουμε τυχαία
έχει σημασία αν είναι βράδυ ή πρωί
ξεχνάς τον δρόμο που ήρθες να με βρεις
παρέα.
Καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία
Στα σκοτεινά υπόγεια να τριγυρνάς
Έχει σημασία να μην νικηθούμε
Σ αυτές του ορίου τις φυλακές
γιατί, ο κόσμος τι θα πει για μας;
Ήταν ανόητοι και καλά έπαθαν όσα έπαθαν.
ΠΟΙΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ

    Τα συμπεράσματα σου γι αυτή τη ζωή όσο εξαίσια κι αν σου φαινόταν, δεν ήταν. Μια απρόοπτη κατάσταση είναι το πέρασμα απ τη μια στιγμή στ...