Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

ΧΕΙΜΏΝΕς 3

 


Κάθομαι εδώ, απέναντι με τον Χειμώνα που άρχισε επιτέλους να δείξει τα δόντια του. Για να πω την αλήθεια μου, ο Χειμώνας μου άρεσε και μου αρέσει καλύτερα από το Καλοκαίρι. Το κρύο από τη ζέστη.
Τα δέντρα έξω από το ανοιχτό παραθύρι μου στο λόφο του Στρέφη, στάζουν υδάτινους τόνους, ίδιους με τα γράμματα που έμαθα: τη δασεία και την υπογεγραμμένη. Δε φοβάμαι μη μου την κλέψουν, δε φοβάμαι μη μου κλέψουν τίποτα, σε αντίθεση με τους εκκολαπτόμενους συγγραφείς, που μου λένε συνέχεια πως φοβούνται μη τους κλέψουν τα περίφημα γραφτά τους- εμένα, ας μου κλέψουν το κατηγόρημα. Θα είμαι περήφανος που κάποιοι θέλησαν να με αντιγράψουν. Να αντιγράψουν έναν πίνακα ζωγραφιάς μου ή ένα χειρόγραφο που θα το οικειοποιηθούν.. Να κλέψουν δηλαδή τη χαρά μου, αυτή που γίνεται ένα με αυτή τη γη, την Ελληνική γη ή ένα από τα ευγενικά πεύκα.
Απέναντι μου ο Χειμώνας κλαίει και θα μπορούσα αιώνες να κάθομαι εδώ για να τον βλέπω. Να θυμάμαι τα ξεροβόρια της παιδικής μου ηλικίας, να σκέφτομαι πως έφτασα ως εδώ. «Όμως για να το αντιληφτεί αυτό κανείς, πρέπει να έχει περάσει απ όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει, που κείται το καίριο.» Ελύτης
Να, λοιπόν που μπορώ να κλέβω. Να κλέβω κάτι που αξίζει. Να έχεις δηλαδή κάποια διαμάντια, κρυμμένα στα ντουλάπια σου και δικαίως να φοβάσαι για την τύχη τους. Εγώ δεν έχω τέτοια κι αν είχα, είναι απλωμένα στον κόσμο, έτσι που να μη χρειάζεται να τα κλέψεις, αφού είναι κοινά. Η τέχνη δεν κλέβεται, παραδίδεται στον κόσμο, άρα πώς να κλέψεις τη Τζοκόντα; Όλος ο κόσμος την ξέρει τη Τζοκόντα, όπως και την Αφροδίτη της Μήλου.
Για να κλέψεις πρέπει να ξέρεις. Που σημαίνει πως είσαι έξυπνος, πώς να το διαπράξεις και πως το πιο σπουδαίο, είναι να γνωρίζεις πως θα διαφυλάξεις το κλοπιμαίο.
Απέναντι ο Χειμώνας συνεχίζει το βιολί του. Περνούν γυναίκες με τις κομψές ομπρέλες των. Να είχα κι εγώ μια τέτοια ομπρέλα! Να μη βρέχομαι αφουγκράζοντας την οσμή των δέντρων!
Με θαυμαστικά όμως δε γίνεται δουλειά, οι λέξεις, οι πινελιές, τα βλέμματα των ανθρώπων, η ωραία νοσταλγία για τη ζωή, τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της Ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς να τα φορτώσεις στον κόκορα. Η βροχή λιγόστεψε, τα δέντρα λουσμένα τη γυαλιστερή άχνα του πράσινου που ανακατεύεται με το μαύρο, το οποίο κυκλώνει το σκοτεινό μέρος της νόησης, να μια ωραία εικόνα καταδικιά μου, την ώρα που βλέπω το σκοτάδι να πέφτει, την ώρα που οι άνθρωποι πενθούν για τα διαμάντια και τον χρυσό. Τον χρυσό μιας περισπωμένης, μιας θλίψης που κανείς δεν την ήθελε και κανείς δεν μπορούσε να τη διώξει απ το μυαλό μας.
Ο Χειμώνας αυτός, μπορεί να είναι ο τελευταίος μας. Σκεφτείτε πως ο Χειμώνας αντιπροσωπεύει το δύσκολο μέρος της ζωής, έτσι όπως μας το μετέφεραν στα βιβλία, σπουδαίοι λογοτέχνες, επειδή βυθίζεται πιο γρήγορα στο σκοτάδι και στο κρύο, σε αντίθεση με την Άνοιξη που η γη βοά την ανθοσπορία κι όλος ο κόσμος κρύβεται στο κίτρινο, στο κόκκινο των λουλουδιών, με τις λευκές πεταλούδες που κι αυτές θα ζήσουν μόνο μια Άνοιξη.
Απέναντι μου ο Χειμώνας. Βαρύς, γκρίζος, ερμητικά μονότονος όπως το σιγανό πέσιμο της βροχής. Σταλάζει στο πεζοδρόμιο το χιόνι, λευκότερο από ποτέ, τα ξεροβόρια της παιδικής ηλικίας όταν οι άνεμοι σφύριζαν από παντού στη χαλικόστρωτη πλατεία του χωριού, όταν τα δέντρα έσκυβαν στη γη-τόσοι μεγάλοι άνεμοι δεν είχαν περάσει ποτέ- η εικόνα των ανθρώπων που ήθελαν να τα κλέψουν και τότε και τώρα δεν μου άλλαξε τη σκέψη πως οι άνθρωποι μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.

 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η ΚΑΚΊΑΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ

 


να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
άρχεται η συνεδρίασις εις δίκην της συνειδήσεως Η αυτού μεγαλειότης θ απονείμει δικαιοσύνη εις τα ζώα. Θα δοθούν δωρεάν νομικές και ιατρικές συμβουλές [δεν πιστεύω πως μπορούσα να ξεφύγω και να μη σας πως την αλήθεια] Ούτω, άπαντες είναι αποδεκτοί ασμένως.
Ερώτηση: τι να κάμω με τις φοβίες και τις αρνήσεις μου;
Απάντηση: να τις καταπνίξεις φίλε μου.
Μα πρόκειται περί επαναληφθέντων κατά συρροήν εγκλημάτων εις βάρος του λαού με τρομοκρατικές ενέργειες και εάν εν μέτρον αποτυγχάνει, αποσύρεται επεί, μάλλον βλάπτειν τους ένοικους! [δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχω σαν νομοταγής πολίτης αλλά ενίσταμαι και εξοργίζομαι. ξεκίνησα να εμβολιαστώ αλλά η συνεχιζόμενη ανόητη πολιτική με ανάγκασε σε δρόμους άλλους]
Ερώτηση: ποία είναι η μετάλλαξις της ελλειπτικής τροχιάς του Αλδεβαράν; και γιατί δεν φοράτε μάσκαν;
Αποφεύγω να σας πιστεύω επειδή το παρελθόν σας δεν είναι έντιμο κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι και ως εκ τούτου αν ένα πανί μπορεί να με προφυλάξει από τον ιο, παρεμπιπτόντως οι ιοί είναι αόρατοι δια γυμνού οφθαλμού και άρα διαπερνούν ανά πάσα στιγμή τον χώρο και τον χρόνο, υποστηρίζω πως με υποχρεώνετε σεις, να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
Διαφωνείτε πως υπάρχει ιός; αυτό είναι ανήκουστο, μας θεωρείτε απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου;
Απάντηση! μάλιστα. τοιούτοι υπάρχετε, σεις που [με έξαψη] διάγετε βιολογικούς πολέμους, σεις που δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσετε, σεις ερχόσαστε σαν λυτρωτές μου; αρνούμαι να σας πιστέψω και γι αυτό δεν εμβολιάζομαι είσαστε υπότροποι και πρέπει να δικαστείτε και να καταδικαστείτε δια τούτο.
Πολύ θα ήθελα αδελφοί, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και έτεροι, να μην ακολουθήσετε την χυδαία υποκριτική στάση της παγκόσμιας κοινότητας
Εαν δεν μπορείτε να αντεπεξέλθετε παραιτηθείτε των καθηκόντων σας άρχοντες, διότι αυτό που προσπαθείτε να με πείσετε πρόκειται περί μιας βδελυρής αστειότητας. η ζωή δεν μπορεί να κλεισθεί σε κουτί όσοι κι αν πεθάνουν. το ξέρετε πως καταντήσατε σεις την διάσπασιν του κοινωνικού ιστού; γνωρίζετε πως σκοτώνονται αδέρφια, πως χωρίζουν ανδρόγυνα, πως νέοι άνθρωποι χώνονται στις ψυχιατρικές κλινικές; και συνεχίζετε την ανόητη επανάληψη μέτρων που αποδείχτηκαν ανεπιτυχή;
το δις και τρις επαναλαμβανόμενο λάθος σημαίνει πως είσαι ηλίθιος αδερφέ επεί, ο εγκλεισμός, αι μάσκαι, το εμβόλιον, απεδείχθησαν μέτρα ανεπαρκή εναντίον του υποτιθέμενου ιού και συ συνεχίζεις να επιβάλλεις άλλους νόμους όπως οι περιορισμοί στις εισόδους σε κέντρα, σε καταστήματα, σε χώρους όπου σε λίγο δε θα επιτρέπεις σε κανέναν να υπάρχει!
η λήξις αυτής της συνεδρίασης συνειδήσεως ουδόλως εύκολη εστί και είναι πρόδηλον πως σεις θα συνεχίσετε όπως και εγώ θα συνεχίσω να μη σας έχω εμπιστοσύνη και ούτω θα καταλήξουμε σε μια διαμάχη διαρκείας.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

οπισθοφυλλο παραμέτρου

 

Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΑΪΝ


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ



Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε, είναι από τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε τ’ αγαπούσε, ούτε τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος δε μισούσε τίποτε. Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους: τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια, όλα τα δέντρα. Ακόμα κι όσα είχαν αγκάθια για να προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.

Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών. Έλεγε ότι τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και πως καμία φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες.

Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος. Δεν ήξερε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το έβλεπε, το ζούσε: άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων τους ως θυσία σε θεούς˙ άλλοι τους τηγάνιζαν σε καυτό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δεν χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις γι’ αυτό.

«Η ζωή είναι ωραία», απαντούσε ο Μάικ.

Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο ισχυρά δεσμά.




Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΕΦΉΜΕΡΟ

 


Πέρναγε κάθε βδομάδα έξω από το μαγαζί μου η Αντωνία, και με ρωτούσε χαμογελαστή: τι κάνει ο Γιάννης; Στεκόταν στην πόρτα μπροστά στη βιτρίνα, έκανε βήμα μέσα και μετά πάλι έξω, έβγαζε τα τσιγάρα με τα πιπάκια κι άναβε. Διατηρούσα ένα παπουτσάδικο, επιδιορθώσεις, τακούνια και λοιπά, στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου, χρόνια τώρα αλλά ποτέ δεν έμαθα, ούτε ρώτησα, γιατί είχαν βάλει αυτά τα ονόματα σ αυτούς τους δρόμους. Εξ άλλου τι μ ένοιαζε; χρόνια τσαγκάρης τώρα- μη νομίζετε πως είμαι και μεγάλος, πλησιάζω τα σαράντα πέντε- μια χαρά ήμουν, τίποτα δε μου έλειψε κι ας φαίνεται παρακατιανό το επάγγελμά μου. Το μόνο που μου έλλειπε τελευταία ήταν η συντροφιά μιας γυναίκας, μια και είχα χωρίσει με την δικιά μου μερικούς μήνες πριν, οριστικά. Έτσι, αμυδρά μες το μυαλό μου έπαιζε και η Αντωνία σαν μια υποψήφια. Ομορφούλα ήταν, χήρα με ένα γιο αλλά δεν πείραζε κι γω είχα ένα κορίτσι. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μου έλεγε καλημέρα, εκτός κι αν της το υπενθύμιζα, με κοίταζε όμως στα μάτια όταν άναβε την πίπα της και επαναλάμβανε αν πέρασε ο Γιάννης. Αν της απαντούσα όχι, σα να την πείραζε. Θα κοιμάται, έλεγε. Μπα, μου είπε πως έχει δουλειές. Χα! ο Γιάννης δουλειές, στράβωνε τα χείλη. Τι δουλειές να έχει αυτός; άιντε πάω να φύγω, αν τον δεις πες του χαιρετίσματα. Κι έφευγε σε πέντε -δέκα λεπτά. Έβγαινα στην πόρτα να την παρακολουθήσω πως περπατούσε, δε γύριζε πίσω- ίσια μπροστά κοιτούσε μήπως χύσει τον τραχανά. Αμάν ρε Αντωνία, της είπα μια μέρα. Γύρνα και λίγο το κεφάλι όταν περπατάς. Πότε; που; ζωντάνεψε. Προχθές σε φώναζα στην Ιπποκράτους... Αααα, δε θα σε είδα. Πέρασε ο Γιάννης; Τι κάνει ο Γιαννούλης; Πάλι τα ίδια, σκέφτηκα. Την επόμενη φορά που θα ερχόταν εκτός από την πρόταση που θα της έκανα να βγούμε θα την ρωτούσα πρώτα αν τα είχε ποτέ με το Γιάννη και μετά αν ήθελε να τα φτιάξουμε. Φυσικά εγώ δεν ήξερα κανέναν τέτοιον Γιάννη, απλά στην αρχή το είχα πάρει για παιχνίδι και το συνέχιζα γιατί έπιανα λίγο κουβέντα μαζί της, αφού τίποτε άλλο δε λέγαμε. Αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισα να ξεδιαλύνω το πράγμα. Μόλις την είδα και είπαμε τα σχετικά, την πέρασα μέσα, στο μικρό σαλόνι σχεδόν με το ζόρι. Έλα, να τα πούμε λίγο, της είπα. Τι στέκεσαι όλο στην πόρτα. Εντάξει, είπε κι άναψε τσιγάρο. Άναψα κι εγώ που έψαχνα τα μάτια της αλλά δεν μου τα δινε, τα χαμήλωνε. Τι κάνει ο Γιάννης; τον είδες; άρχισε. Όχι, δεν τον είδα, άστον τον Γιάννη τώρα, τι να της έλεγα πως δεν γνώριζα κανέναν τέτοιον Γιάννη; Μπα, θα την έχανα. Λοιπόν Αντωνία, κοίτα εμένα μου αρέσεις, τόλμησα. Θέλω να γνωριστούμε καλύτερα, μιλάω σοβαρά. Η Αντωνία σήκωσε τα μάτια, τράβηξε μια γερή τζούρα από την πίπα της, την φύσηξε στο ταβάνι. Έσιαξε τη φούστα της κι ενώ εγώ την κοιτούσα με αγωνία, σηκώθηκε, περπάτησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε, γύρισε με κοίταξε γλυκά στα μάτια και μου είπε. Άμα δεις το Γιάννη, πες του χαιρετίσματα.
απ τα μικρά διηγήματα μου

 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ

 

 


Τα κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά! σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΌΜΙΟς

  

 


Τώρα, να είσαι 91 χρονών και να τερματίζεις στον Μαραθώνιο... τι να πεις. Εντάξει, εμένα αυτή η μαραθωνειάδα, η μαραθωνοπληξία μου φαίνεται κάπως παράλογη, κάπως υπερ-φορτωμένη [εδώ άλλοι δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους στα σαράντα!] και εντάξει ο αθλητισμός κι εμένα είναι στα φόρτε μου αλλά ρε μπαγάσα μη το παρατραβάς το σχοινί, κόψε κάτι, Παρεμπιπτόντως έχω και ένα φίλο 93 χρονών, τον μπάρμπα Κώστα στου Γκύζη που είναι πρωταθλητής στο τσίπουρο! ναι, έτσι που στα λέω αλευροπίτουρα, δέκα τσίπουρα την ημέρα ο μπάρμπα Κώστας άειντε να τα πιει ο μαραθωνοδρόμος Στέλιος. Τι να πει κανείς για την ανθρώπινη παραδοξολογία, για τον κόσμο που υπάρχει γύρω μας, πάντως εγώ δεν διάλεξα ποτέ να τρέχω άσκοπα, μια θορά γυμνασιόπαις έτρεξα μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων και έκτοτε έκανα πρωταθλητισμό στα εκατό μέτρα, 11, 10 ρεκόρ στους πανστρατιωτικούς. Αυτά. Έκτοτε κάνω πρωταθλητισμό με τον συνονόματο μπάρμπα Κώστα στα ...τσίπουρα

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ο ΣΚΎΛΟΣ ΚΙ Η ΒΡΟΧΉ

 


Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΊ σε λίγες μέρες το νέο μου βιβλίο.
«Η παράμετρος του Αϊνστάιν», μυθιστόρημα, άνεμος εκδοτική.
⭐️ Οπισθόφυλλο
Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε, είναι από τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε τ’ αγαπούσε, ούτε τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος δε μισούσε τίποτε. Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους: τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια, όλα τα δέντρα. Ακόμα κι όσα είχαν αγκάθια για να προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.
Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών. Έλεγε ότι τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και πως καμία φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος. Δεν ήξερε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το έβλεπε, το ζούσε: άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων τους ως θυσία σε θεούς˙ άλλοι τους τηγάνιζαν σε καυτό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δεν χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις γι’ αυτό.
«Η ζωή είναι ωραία», απαντούσε ο Μάικ.
Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο ισχυρά δεσμά.
⭐️ Βιογραφικό
Ο Κώστας Πλιάτσικας γεννήθηκε το 1954 στη Θεσπρωτία και ζει στην Αθήνα. Είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος και συγγραφέας. Έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις και αρκετά έργα του κοσμούν σπίτια και δρόμους ανά την Ελλάδα. Διατηρεί εργαστήρι ζωγραφικής στην οδό Μαυρομιχάλη 102, στα Εξάρχεια.
Εργάστηκε σε εφημερίδες, στο σκίτσο και στη γελοιογραφία. Άρθρα, διηγήματα και γελοιογραφίες του έχουν φιλοξενηθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξέδιδε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Δρόμος», αργότερα το «ΔΙΑΣΧΊΖΩ», το οποίο συνεχίζει την πορεία του ηλεκτρονικά. Έχει καταπιαστεί σχεδόν με όλα τα είδη λόγου: σενάριο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο.
Εργογραφία:
«Ικέτες της αλήθειας», μυθιστόρημα, 1981.
«Όλα μοιάζουν καλά», θεατρικό, 1982.
«Νέον έργον: Η ιστορία ενός τρομοκράτη», μυθιστόρημα, 1989.
«Δέκατη τρίτη ώρα», μυθιστόρημα, 2013. Δείτε λιγότερα

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

ΕΠΙΘΥΜΊΑ ΚΑΙ ΔΎΝΑΜΗ

 


Τράβηξα την κουρτίνα να δω τον κόσμο.
Και πίσω απ την κουρτίνα άνοιξε μια άλλη. Μια άλλη. Πειθαρχώ. Φτιάχνω ισοζύγιο μεταξύ επιθυμίας και δύναμης.
Άνοιξα την κουρτίνα με απείθεια. Ποια είναι η ουσία αυτού του κόσμου;
Να υποτάξεις την ύλη.
Πολύ δύσκολο για μένα,που κινούμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάποιες στιγμές νομίζω πως είμαι θεός και κάποιες άλλες φύλλο τρεμάμενο.
Πάνω απ όλα όμως στέκει η αρετή και η πειθαρχία, που μαζί με τη γενναιότητα στέκουν τεράστια εμπόδια στην καθυπόταξη της ύλης. Να σκεφτώ καλύτερα από τους προγόνους, να ξεπεράσω το νου του ανθρώπου που μπορεί να συλλαμβάνει μονάχα τα φαινόμενα.
Ανοίγω την κουρτίνα, στέκομαι πίσω απ το παράθυρο. Βλέπω τον κόσμο, είναι ένα φως απέραντο-παρ όλα αυτά εγώ βρίσκομαι σε μια άβυσσο. Εδώ έρχεται η αβεβαιότητα, δε στηρίζομαι πουθενά, το περβάζι είναι έτοιμο να πέσει, τρέμουν συνθέμελα οι νόμοι και οι εξουσίες μου. Άραγε ότι έφτιαξα ήταν μηδαμινό, πίσω απ την κουρτίνα, κρύβεται η ολιγότητα της ύπαρξης, ο χρόνος που δε φτάνει να εξηγήσω μόνος μου τον κόσμο. Η σκληρότητα του απάνθρωπου ποτίζει τον νωτιαίο μυαλό, η ανάγκη γίνεται πιο αισχρή απ την αγάπη, απ την ελευθερία. Δεν είμαι ελεύθερος. Ανεξάρτητος να κάνω ότι θέλω. Αισθάνομαι συνέχεια πεινασμένος σαν τον Τάνταλο, κουρασμένος σαν τον Σίσυφο, ανήμπορος να συλλάβω την αλήθεια. Την αλήθεια που θα εκφράζει το απόλυτο. Ήρθα εδώ από ένα απόλυτο σκοτάδι. Θα καταλήξω σε ένα εξ ίσου απόλυτο σκοτάδι.
Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες του ανθρώπου. Η ακεραιότητα αυτής της συνύπαρξης δεν μπορεί να ελευθερώσει τον νου.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τίτλο Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΛΑΙΚΑΤΖΉΔΕΣ

 




Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για αβγά. Τι να κανα; Ό μως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε. Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ ...;Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουροντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια. Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ! Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΉΣ 2

 


Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κριτικές για μικρές θεατρικές παραστάσεις ή μιλώντας από καθέδρας για την τοπική αθλητική ομάδα. Κάποιοι προχειρογράφοντας, έχουν αποκτήσει σπίτι στην Καραϊβική, αφήνοντας καθ οδόν πίσω τους, επιρρήματα που σφύζουν από ενέργεια, ξύλινους χαραχτήρες και ελεεινές προτάσεις στην παθητική φωνή. Άλλοι απεραντολογούν σε ποιητικές βραδιές με ελεύθερη συμμετοχή, φορώντας μαύρο ζιβάγκο και τσαλακωμένο χακί παντελόνι. Εκστομίζουν στιχουργήματα για τα «οργισμένα λεσβιακά μου στήθη» και το «γερτό στενοσόκακο που κραύγασα τα όνομα της μητέρας μου».
Τάδε έφη ο Στίβεν Κινγκ στο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗς-ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑς ΤΕΧΝΗς,που είναι όντως ένα ωραίο βιβλίο, χρήσιμο, ιδιαίτερα για Νεοέλληνες συγγραφείς και συγγραφάρες γυναίκες.
Αυτά πέρα από την Αμερική και μάλιστα από έναν συγγραφέα που δεν τον έχουν και σε καμιά περίοπτη θέση οι Έλληνες κουλτουριάρηδες. [Τελικά αυτή η ατέλειωτη Σαββοπουλοκουλτούρα δε λέει να τελειώσει στην Ελλάδα]. Μίλησα σε κάποιον φίλο με τέτοια χαρακτηριστικά και πέταξε τα χείλη του έξω, αντίθετα με μένα, που σαφώς είμαι σκληρότατος στις κριτικές μου, που βρήκα καταπληκτικό το συγκεκριμένο βιβλίο του. Είναι ένα δείγμα πως μπορεί να γράφει κανείς μεγάλα νοήματα χωρίς να χάνεται σε αοριστολογίες, με απλές, κατανοητές λέξεις. Να λέει δηλαδή τα πράγματα με τα όνομα τους στην τέχνη του γραψίματος. Αυτό, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς το καταφέρνουν σήμερα. Να γράφουν απλά αλλά χωρίς να μπουρδολογούν. Θα μου πεις, βέβαια, ποιοι Έλληνες συγγραφείς και σε ποιο κοινό αναφέρεσαι και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί συγγραφείς στη σημερινή Ελλάδα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι θα έχεις δίκιο.Ούτε συγγραφείς έχουμε, ούτε αναγνωστικό κοινό. Εδώ έχουμε μεγάλο συγγραφέα τον Τατσόπουλο και την Λένα Μαντά και μ αυτούς πρέπει ν ασχολούμαστε. [Λογικά θα υπάρχουν κάποιοι «κρυμμένοι» με βάση το νόμο των πιθανοτήτων που θα τους «ανακαλύψουμε» αργότερα-όταν θα έχουν σβήσει την άθλια ζωή τους.]
Αλλά παραδεχόμαστε πως όντως υπάρχουν κακοί συγγραφείς που αποτελούν τη βάση στη σχετική πυραμίδα που ισχύει σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο, σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω απ όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, ο Φόκνερ, οι Γέιτς, ο Μπέρναντ Σο. [Σημειώνει μόνο αγγλόφωνες μεγαλοφυΐες!] Είναι οι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που για να τον κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να τον κατακτήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητες μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή [τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο] συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν με το πρότυπο μιας εποχής.
Φυσικά και δε συμφωνώ σε πολλά με τον Κινγκ,-ας πούμε δε θεωρώ τον Φόκνερ μεγάλο συγγραφέα- τα περισσότερα όμως είναι σαφέστατα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου με δύο θέσεις που και οι δύο είναι απλές. Η πρώτη είναι ότι το καλό γράψιμο συνίσταται στο να κατέχεις τέλεια τα βασικά [λεξιλόγιο, γραμματική, στοιχεία ύφους] και κατόπιν να γεμίσεις το τρίτο επίπεδο της εργαλειοθήκης σου με τα κατάλληλα εργαλεία. Η δεύτερη είναι ότι, ενώ είναι αδύνατον ένας κακός συγγραφέας να γίνει επαρκής κι ενώ είναι εξ ίσου αδύνατον ένας καλός συγγραφέας να γίνει σπουδαίος, είναι δυνατόν, με πολλή σκληρή δουλειά, αφοσίωση και έγκαιρη βοήθεια, ένας απλώς επαρκής συγγραφέας να γίνει καλός.
Όπως έχουμε αντιληφθεί ο Κίνγκ ξεχωρίζει τους συγγραφείς σε κακούς, καλούς και μεγαλοφυΐες.
Στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους μεγαλοφυΐες και ξεχνούν πως οι μεγαλοφυΐες το αγνοούν.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΝΟΈΜΒΡΗ ΜΉΝΑ

  


 

Νοέμβρης μήνας, ωραίος, παράξενος μήνας.
Σα να μην ξέρεις που να πας.
Ένα ταξίδι στα κίτρινα φύλλα
και πάντα με το τρένο
μέχρι τη μέση του Βορρά.

 

 


Σκόρπιες σημερινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων.] Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του, θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Κια τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ 2

 


Κάτι θέλω να πω σήμερα για το γράψιμο. Παλιά άμα έλεγες πως είσαι συγγραφέας σε κοίταζαν τουλάχιστον με μισό μάτι.[σήμερα έχει ξεπεραστεί αυτό κατά πολύ, ως προς το χειρότερο]. Το γράψιμο όμως, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Για μένα είναι στάση ζωής-ίσως ένα από τα τόσα πολλά πράγματα που αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλο. Σήμερα που γράφω ένα καινούργιο μυθιστόρημα, νιώθω μια ωραία ευθύνη απέναντι στη ζωή, απέναντι σ αυτό που λέμε χάρισμα. Δεν έγινα ένας διάσημος συγγραφέας, δεν το κατάφερα, ο φανατικότερος αναγνώστης μου είμαι εγώ ο ίδιος. Αγαπώ τα γραπτά μου, παθιάζομαι μαζί τους, τα ξαναδιαβάζω, τα μελετώ και κάθε φορά μου φαίνονται σαν καινούρια!. [Απογοητεύομαι όταν με κρίνουν κάποιοι χωρίς να με διαβάσουν, πρόχειρα- δεν μ αρέσει ούτε η κολακεία- ο υπερβολικός θαυμασμός, μ αρέσουν αυτοί που καταλαβαίνουν, που βάζουν μια λογική στην κριτική, μια αξία που έχουν τα πράγματα, καλή ή κακή]. Επίσης δε μ αρέσει να με συγκρίνουν με κάποιους που έγραψαν ένα βιβλίο, πιθανώς την ιστορία της ζωής τους, αρκετοί απ αυτούς το σημειώνουν και στην ταυτότητα τους : επάγγελμα συγγραφέας! Για μένα ο συγγραφέας είναι αυτός που έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου. Μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, ποίηση, θέατρο, σενάριο-άσχετο αν θα αναγνωριστεί περισσότερο σ έναν απ αυτούς τους τομείς.. Μπορεί να φαίνονται υπερβολικά μερικά από αυτά που σημειώνω αλλά η υπερβολή είναι ένα μέτρο που το χρησιμοποιούν σε υπέρτατο βαθμό όλοι οι γράφοντες.. Διάλεξα να πω μερικά πράγματα απρόσκλητος, πιθανώς μόνο για μένα και δεν ξέρω αν έχουν αξία για σας που θα με διαβάσετε.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ... ΎΨΟΥΣ

 


Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΆΚΙ ΜΕ ΤΈΤΟΙΟΝ ΚΑΙΡΌ...

    ΕΙΧΕς ΣΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΝΑ Μ΄ΑΦΗΣΕΙς Την Κυριακή μες την Αθήνα θέριζε ένας θεός την πείνα Κι έρχονταν ο Λυκαβηττός όρθιο, παλιό βουνό, όμοια ω...