Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΑΪΝ
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε, είναι από τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε τ’ αγαπούσε, ούτε τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος δε μισούσε τίποτε. Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους: τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια, όλα τα δέντρα. Ακόμα κι όσα είχαν αγκάθια για να προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.
Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών. Έλεγε ότι τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και πως καμία φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος. Δεν ήξερε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το έβλεπε, το ζούσε: άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων τους ως θυσία σε θεούς˙ άλλοι τους τηγάνιζαν σε καυτό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δεν χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις γι’ αυτό.
«Η ζωή είναι ωραία», απαντούσε ο Μάικ.
Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο ισχυρά δεσμά.
Τα
κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να
ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι
φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από
εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί
απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα
σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της
γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά!
σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που
μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε
χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα
κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο
οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα
μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να
φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν
μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε
βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το
τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει
το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο
κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι
θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή
η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας
που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική
αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από
λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη
που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας
πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο
που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε
τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού
του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι
πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.
Τώρα, να είσαι 91 χρονών και να τερματίζεις στον Μαραθώνιο... τι να πεις. Εντάξει, εμένα αυτή η μαραθωνειάδα, η μαραθωνοπληξία μου φαίνεται κάπως παράλογη, κάπως υπερ-φορτωμένη [εδώ άλλοι δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους στα σαράντα!] και εντάξει ο αθλητισμός κι εμένα είναι στα φόρτε μου αλλά ρε μπαγάσα μη το παρατραβάς το σχοινί, κόψε κάτι, Παρεμπιπτόντως έχω και ένα φίλο 93 χρονών, τον μπάρμπα Κώστα στου Γκύζη που είναι πρωταθλητής στο τσίπουρο! ναι, έτσι που στα λέω αλευροπίτουρα, δέκα τσίπουρα την ημέρα ο μπάρμπα Κώστας άειντε να τα πιει ο μαραθωνοδρόμος Στέλιος. Τι να πει κανείς για την ανθρώπινη παραδοξολογία, για τον κόσμο που υπάρχει γύρω μας, πάντως εγώ δεν διάλεξα ποτέ να τρέχω άσκοπα, μια θορά γυμνασιόπαις έτρεξα μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων και έκτοτε έκανα πρωταθλητισμό στα εκατό μέτρα, 11, 10 ρεκόρ στους πανστρατιωτικούς. Αυτά. Έκτοτε κάνω πρωταθλητισμό με τον συνονόματο μπάρμπα Κώστα στα ...τσίπουρα
Σκόρπιες σημερινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων.] Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του, θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Κια τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.
Κάτι
θέλω να πω σήμερα για το γράψιμο. Παλιά άμα έλεγες πως είσαι συγγραφέας
σε κοίταζαν τουλάχιστον με μισό μάτι.[σήμερα έχει ξεπεραστεί αυτό κατά
πολύ, ως προς το χειρότερο]. Το γράψιμο όμως, δεν είναι καθόλου απλή
υπόθεση. Για μένα είναι στάση ζωής-ίσως ένα από τα τόσα πολλά πράγματα
που αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλο. Σήμερα που γράφω ένα καινούργιο
μυθιστόρημα, νιώθω μια ωραία ευθύνη απέναντι στη ζωή, απέναντι σ αυτό
που λέμε χάρισμα. Δεν έγινα ένας διάσημος συγγραφέας,
δεν το κατάφερα, ο φανατικότερος αναγνώστης μου είμαι εγώ ο ίδιος.
Αγαπώ τα γραπτά μου, παθιάζομαι μαζί τους, τα ξαναδιαβάζω, τα μελετώ
και κάθε φορά μου φαίνονται σαν καινούρια!. [Απογοητεύομαι όταν με
κρίνουν κάποιοι χωρίς να με διαβάσουν, πρόχειρα- δεν μ αρέσει ούτε η
κολακεία- ο υπερβολικός θαυμασμός, μ αρέσουν αυτοί που καταλαβαίνουν,
που βάζουν μια λογική στην κριτική, μια αξία που έχουν τα πράγματα, καλή
ή κακή]. Επίσης δε μ αρέσει να με συγκρίνουν με κάποιους που έγραψαν
ένα βιβλίο, πιθανώς την ιστορία της ζωής τους, αρκετοί απ αυτούς το
σημειώνουν και στην ταυτότητα τους : επάγγελμα συγγραφέας! Για μένα ο
συγγραφέας είναι αυτός που έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του
λόγου. Μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, ποίηση, θέατρο, σενάριο-άσχετο αν
θα αναγνωριστεί περισσότερο σ έναν απ αυτούς τους τομείς.. Μπορεί να
φαίνονται υπερβολικά μερικά από αυτά που σημειώνω αλλά η υπερβολή είναι
ένα μέτρο που το χρησιμοποιούν σε υπέρτατο βαθμό όλοι οι γράφοντες..
Διάλεξα να πω μερικά πράγματα απρόσκλητος, πιθανώς μόνο για μένα και δεν
ξέρω αν έχουν αξία για σας που θα με διαβάσετε.
Όλοι
οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ
αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που
ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε
καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών
ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν
ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους
ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα
και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο,
πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ
όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή
θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον
οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που
έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι
είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και
τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι
κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον
Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο
φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που
όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και
να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η
ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του
κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει
ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ
και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να
μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων
φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός
κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο
Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο
σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος
Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και
Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που
έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε
άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές
περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη
του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια
και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό
απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με
την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι
για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει
για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα
αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά
του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι
ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι
καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο
παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν
έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι
τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν
απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια
αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους
ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους
παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή
άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το
ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους
παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον
απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η
μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ
ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς,
εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που
είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην
πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι
ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί,
όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ
και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω
ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική
είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε
σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους
ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να
ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα,
μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα
μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν
Ζωγραφιά.
ΕΙΧΕς ΣΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΝΑ Μ΄ΑΦΗΣΕΙς Την Κυριακή μες την Αθήνα θέριζε ένας θεός την πείνα Κι έρχονταν ο Λυκαβηττός όρθιο, παλιό βουνό, όμοια ω...