Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΛΑΙΚΑΤΖΉΔΕΣ

 




Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για αβγά. Τι να κανα; Ό μως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε. Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ ...;Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουροντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια. Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ! Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΙΚΑΤΖΉΔΕΣ

  Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Να...