Κάθομαι εδώ, απέναντι με τον Χειμώνα που άρχισε επιτέλους να δείξει τα δόντια του. Για να πω την αλήθεια μου, ο Χειμώνας μου άρεσε και μου αρέσει καλύτερα από το Καλοκαίρι. Το κρύο από τη ζέστη.
Τα δέντρα έξω από το ανοιχτό παραθύρι μου στο λόφο του Στρέφη, στάζουν υδάτινους τόνους, ίδιους με τα γράμματα που έμαθα: τη δασεία και την υπογεγραμμένη. Δε φοβάμαι μη μου την κλέψουν, δε φοβάμαι μη μου κλέψουν τίποτα, σε αντίθεση με τους εκκολαπτόμενους συγγραφείς, που μου λένε συνέχεια πως φοβούνται μη τους κλέψουν τα περίφημα γραφτά τους- εμένα, ας μου κλέψουν το κατηγόρημα. Θα είμαι περήφανος που κάποιοι θέλησαν να με αντιγράψουν. Να αντιγράψουν έναν πίνακα ζωγραφιάς μου ή ένα χειρόγραφο που θα το οικειοποιηθούν.. Να κλέψουν δηλαδή τη χαρά μου, αυτή που γίνεται ένα με αυτή τη γη, την Ελληνική γη ή ένα από τα ευγενικά πεύκα.
Απέναντι μου ο Χειμώνας κλαίει και θα μπορούσα αιώνες να κάθομαι εδώ για να τον βλέπω. Να θυμάμαι τα ξεροβόρια της παιδικής μου ηλικίας, να σκέφτομαι πως έφτασα ως εδώ. «Όμως για να το αντιληφτεί αυτό κανείς, πρέπει να έχει περάσει απ όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει, που κείται το καίριο.» Ελύτης
Να, λοιπόν που μπορώ να κλέβω. Να κλέβω κάτι που αξίζει. Να έχεις δηλαδή κάποια διαμάντια, κρυμμένα στα ντουλάπια σου και δικαίως να φοβάσαι για την τύχη τους. Εγώ δεν έχω τέτοια κι αν είχα, είναι απλωμένα στον κόσμο, έτσι που να μη χρειάζεται να τα κλέψεις, αφού είναι κοινά. Η τέχνη δεν κλέβεται, παραδίδεται στον κόσμο, άρα πώς να κλέψεις τη Τζοκόντα; Όλος ο κόσμος την ξέρει τη Τζοκόντα, όπως και την Αφροδίτη της Μήλου.
Για να κλέψεις πρέπει να ξέρεις. Που σημαίνει πως είσαι έξυπνος, πώς να το διαπράξεις και πως το πιο σπουδαίο, είναι να γνωρίζεις πως θα διαφυλάξεις το κλοπιμαίο.
Απέναντι ο Χειμώνας συνεχίζει το βιολί του. Περνούν γυναίκες με τις κομψές ομπρέλες των. Να είχα κι εγώ μια τέτοια ομπρέλα! Να μη βρέχομαι αφουγκράζοντας την οσμή των δέντρων!
Με θαυμαστικά όμως δε γίνεται δουλειά, οι λέξεις, οι πινελιές, τα βλέμματα των ανθρώπων, η ωραία νοσταλγία για τη ζωή, τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της Ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς να τα φορτώσεις στον κόκορα. Η βροχή λιγόστεψε, τα δέντρα λουσμένα τη γυαλιστερή άχνα του πράσινου που ανακατεύεται με το μαύρο, το οποίο κυκλώνει το σκοτεινό μέρος της νόησης, να μια ωραία εικόνα καταδικιά μου, την ώρα που βλέπω το σκοτάδι να πέφτει, την ώρα που οι άνθρωποι πενθούν για τα διαμάντια και τον χρυσό. Τον χρυσό μιας περισπωμένης, μιας θλίψης που κανείς δεν την ήθελε και κανείς δεν μπορούσε να τη διώξει απ το μυαλό μας.
Ο Χειμώνας αυτός, μπορεί να είναι ο τελευταίος μας. Σκεφτείτε πως ο Χειμώνας αντιπροσωπεύει το δύσκολο μέρος της ζωής, έτσι όπως μας το μετέφεραν στα βιβλία, σπουδαίοι λογοτέχνες, επειδή βυθίζεται πιο γρήγορα στο σκοτάδι και στο κρύο, σε αντίθεση με την Άνοιξη που η γη βοά την ανθοσπορία κι όλος ο κόσμος κρύβεται στο κίτρινο, στο κόκκινο των λουλουδιών, με τις λευκές πεταλούδες που κι αυτές θα ζήσουν μόνο μια Άνοιξη.
Απέναντι μου ο Χειμώνας. Βαρύς, γκρίζος, ερμητικά μονότονος όπως το σιγανό πέσιμο της βροχής. Σταλάζει στο πεζοδρόμιο το χιόνι, λευκότερο από ποτέ, τα ξεροβόρια της παιδικής ηλικίας όταν οι άνεμοι σφύριζαν από παντού στη χαλικόστρωτη πλατεία του χωριού, όταν τα δέντρα έσκυβαν στη γη-τόσοι μεγάλοι άνεμοι δεν είχαν περάσει ποτέ- η εικόνα των ανθρώπων που ήθελαν να τα κλέψουν και τότε και τώρα δεν μου άλλαξε τη σκέψη πως οι άνθρωποι μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου