ΜΕΤΑΞΥ ΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ
-Κατάλαβες ψυχάκια;
-Εμένα μιλάς;
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ;[κοιταζω γύρω, κοιτάζει κι αυτός]
-Βλέπεις τίποτα άλλο; Γιατί εσύ όλο κατι περίεργο θα δεις..
-Βλέπω την ψυχολογία της μάζας πεσμένη.
-Εγώ την πούτσα σου βλέπω πεσμένη, ο άλλος.
-Τι άλλο θα βλεπες εσύ! Τι σχέση έχει η φούτσα με την ψυχολογία της μάζας, [με ψάχνει ερευνητικά]
-Άκου μπακαλόμαγκα: Εγω, τα ξέρω όλα και μην μου κάνεις κήρυγμά. Η ψυχολογία της μάζας έχει να κάνει με την ελπίδα, με το όνειρο. Αυτη την ώρα ο Έλληνας δεν μπορεί να ονειρευτεί..
-Γιατί;[τον κόβω] Μήπως και πριν που ονειρευόταν του βγαιναν τα όνειρα;
-Δεν έχει σημασία αυτό μαλάκα. Σημασία έχει πως ο κάθε μικροαστός φτιάχνεται με την ελπίδα πως κάποτε θα κάνει το πέρασμα στην ανωτέρα τάξη. Ο Κάθε μικρέμπορας, ψιλικατζής ονειρεύεται να φτιάξει σουπερ μάρκετ..
-Και ο κάθε ταρίφαρμαν ελπίζει να φτιάξει στόλο! τον ξανακόβω.
-Ταρίφαρμαν; ψιλομπερδεύεται, ξύνει την κεφάλα του.Πετάει έξω τα χείλια του. Τέλος πάντων εσυ μια ζωή πετάγεσαι σαν πούτσα..
-Α, για να σου πώ! σηκώνω το χέρι μου και του καταφέρνω μια καραγκιοζίδικη φάπα. Δεν ουρλιάζει.
-Ενταξει ρε! κατάλαβα, εννοείς τους ταξιτζήδες. Για βλάκα με περνάς; Εχουν κι απεργία μέρες τώρα...Ε, ναι ο καπιταλισμός επιτρέπει στην μάζα το όνειρο, της δίνει κίνητρο πως θα καταφέρει το όνειρο. Κι επειδη μερικοί το καταφέρνουν...
-Ενας στο εκατομμύριο; στρίβω το μούτρο μου.
-Μπορεί και λιγώτερο.
-Δε βλέπουν πως οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί;
-Δεν βλέπουν τέτοια αυτοί.Επανέρχομαι στην ψυχολογία της μάζας. Να τώρα οι ιδιοκτήτες ταρίφαρμαν που λες εσύ, ξεκινούν απ όλα τα μέρη να έρθουν στην Αθήνα. Κα κάνουν την ήδη κολασμένη ζωή μας χειρότερη. Εσύ θα συμφωνήσεις γι αυτό το κομβόι;
-Εγω δεν είμαι ταρίφας.
-Αν ήσουν ρε πούστη μου![νευριάζει, του ξαναχώνω σφαλιάρα, κάθεται στ΄αυγά του]
-Οχι, δεν θα πήγαινα ρε. Γιατι εγω δεν είμαι μάζα..
-Και τι είσαι συ; μου λέει και τρέχει παραπέρα κοιτάζοντας με λυκίσιο μάτι.
-Εγω είμαι η μονάδα. Ξεχωρίζω. Δεν γίνομαι μπάζο.
-Και νομίζεις ότι αυτα που λες και γράφεις πως ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο, την μάζα;
-Ε, ναι..ανοίγω τα μάτια μου και του απαντάω φυσικά.
-Ε, πάρτες! κι μου ορμάει ο τρισάθλιος και με κάνει μαύρον στις μπουνιές.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Ο ΚΏΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ είναι ζωγράφος και συγγραφέας. Είναι αυτοδίδακτος. Οι σπουδές του είναι προσωπικές, μελέτησε και μελετά Ιστορία Τέχνης όπως και παγκόσμια σπουδή λογοτεχνίας, ποίησης, θεάτρου.
ΒΙΟΓΡΑΦΊΑ
Γεννήθηκε το 1954 στην Θεσπρωτία, όπου και φοίτησε στα τοπικά Λύκεια αλλά δεν ολοκλήρωσε τις Λυκειακές σπουδές αφού αποβλήθηκε απ όλα τα σχολεία της χώρας, επειδή γρονθοκόπησε χουντικό καθηγητή. Έκτοτε αφού έκανε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα, σερβιτόρος, οικοδόμος, επιγραφέας, βιβλιοπώλης, ασχολήθηκε ουσιαστικά με τη ζωγραφική και το γράψιμο. Από το 1970 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι αυτοδίδακτος κι αυτό το θεωρεί μεγάλο προσόν επειδή τώρα που διδάσκει ζωγραφική γνωρίζει καλύτερα τι σημαίνει να μην έχεις δάσκαλο. Έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις, και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές, αν αυτό λέει κάτι, και αρκετά έργα του κοσμούν τα σπίτια και τους δρόμους ανά την Ελλάδα. Ζωγράφισε επίσης πολλές τοιχογραφίες στους δρόμους της Αθήνας. Κατά καιρούς εξέδωσε δυο περιοδικά.Τον ΔΡΟΜΟ και τελευταία το ΔΙΑΣΧΙΖΩ με περιεχόμενο που αφορούσε τις τέχνες και τα γράμματα. Έχει ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου, σενάριο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο. Κατά καιρούς εργάστηκε σε εφημερίδες στο σκίτσο και την γελοιογραφία. Διατηρεί εργαστήρι ζωγραφικής στην οδό Μαυρομιχάλη 102 στα Εξάρχεια. Έχoυν εκδοθεί τέσσερα έργα του: Ικέτες της Αλήθειας (Μυθιστόρημα, 1981) Όλα μοιάζουν καλά (Θεατρικό, 1982) Νέον Έργον: Η Ιστορία ενός Τρομοκράτη (Μυθιστόρημα, 1989) Δεκάτη Τρίτη ώρα. Μυθιστόρημα 2013 για το οποίο ο Γιώργος Σταματόπουλος, στην εφημερίδα των ΣΥΝΤΑΚΤΏΝ, σημειώνει στην κριτική του μεταξύ άλλων:
"Γνωρίζω
τον Κώστα Πλιάτσικα, περίπου 35 χρόνια,
τώρα. Ανήσυχος πάντα, ατίθασος και
επιθετικά παρεμβατικός από τότε που
εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό
«ΔΡΟΜΟΣ».
Εριστικός τις περισσότερες
φορές, έβαλλε κατά πάντων, με μια
ενθουσιώδη αυθάδεια. Θα έλεγα.
Έχω
διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του και
έχω δει την εξέλιξη στο ζωγραφικό του
έργο. Αντιλαμβάνομαι, ότι παρά τις
εμμονές του, έχει κατακτήσει και εικαστική
και λογοτεχνική ωριμότητα.
Εν
κατακλείδι: η απροσδόκητη πλοκή της
αφήγησης, ο ρεαλισμός και το αναπάντεχο,
η σκληρότητα και η τρυφερότητα, καθιστούν
ελκυστική την αφήγηση και συνθέτουν
ένα διαφορετικό λογοτεχνικό αφήγημα,
μια μικρή λογοτεχνική εξέγερση. Επίσης
δε θεωρώ τυχαίο ότι ένας από τους ήρωες
είναι αλλοδαπός και οι υπόλοιποι
κατάγονται από την επαρχία, που, όμως,
δρουν σε αστικό περιβάλλον. Είναι ένα
μικρό κλειδί- νομίζω- για την ανάγνωση
Η
χοάνη της λογοτεχνίας εντός της οποίας
αλέθεται η αγωνία του συγγραφέα και της
κοινωνίας: ο πολύπλαγκτος, πολύπαθος
αλλά όρθιος άνθρωπος."
Εξέδιδε και διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Δρόμος, όπως και αργότερα το ΔΙΑΣΧΙΖΩ που συνεχίζει την πορεία του ηλεκτρονικά. Άρθρα του, διηγήματα και γελοιογραφίες έχουν φιλοξενηθεί, κατά καιρούς, σε εφημερίδες και περιοδικά.
ΈΡΓΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ που έχουν εκδοθεί
ΙΚΈΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ Αφήγημα γύρω από την στρατιωτική θητεία.
ΝΕΟΝ ΈΡΓΟΝ Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΌΣ ΤΡΟΜΟΚΡΆΤΗ Μυθιστόρημα
ΌΛΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΚΑΛΆ Θεατρικό
ΔΈΚΑΤΗ ΤΡΊΤΗ ΏΡΑ Μυθιστόρημα
Ανακάλυψα αυτή τη δημοσίευση, πριν λίγο..ας πούμε πως έχει κάποιο ενδιαφέρον.
Έντυπη Έκδοση
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010
Το χειροποίητο περιοδικό
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΟΥΤΣΩΝΗ ΦΩΤ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Το περιοδικό «ΔΙΑΣΧΙΖΩ» συνιστά ξεχωριστή περίπτωση. Είναι φτιαγμένο στο χέρι, με τον γραφικό χαρακτήρα του εκάστοτε υπογράφοντα να καθορίζει την αισθητική του, με την μπλε πλαστική ταινία να επισφραγίζει το χειροποίητο δέσιμο, ενώ ελάχιστα μόνον άρθρα του είναι γραμμένα στην τυπογραφική μηχανή.
Η γραφή, η εικονογράφηση (ακόμη και των διαφημίσεων!), η σελιδοποίηση, το μοντάζ, η βιβλιοδεσία, γίνονται στο χέρι! Μόνον η ανατύπωση σχετίζεται με νεότερες τεχνολογίες. «Ενα περιοδικό χειροποίητο εμπεριέχει την έννοια του δημιουργού του», λέει ο εκδότης και βασικός αρθρογράφος του «ΔΙΑΣΧΙΖΩ», συγγραφέας και ζωγράφος Κώστας Πλιάτσικας. «Δίνει το βήμα σε ανθρώπους που θέλουν να βγάλουν τη φωνή τους προς τα έξω και να πουν όχι μόνον αυτό που θίγει, αλλά και αυτό που σχεδόν απαγορεύεται», προσθέτει.
Το «ΔΙΑΣΧΙΖΩ» ξεκίνησε προ διετίας στην Ηγουμενίτσα και γρήγορα απέκτησε φανατικό κοινό 500 περίπου συνδρομητών. Η θεματολογία του καλύπτει το θέατρο, την πολιτική, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες. Το πνεύμα του, έντονα σατιρικό. «Το υλικό τυπώνεται αυτούσιο, ακατέργαστο, γκροτέσκο», επισημαίνει ο Κ. Πλιάτσικας, καθώς «μόνο σατιρίζοντας κανείς θα πει τα πράγματα με τ' όνομά τους».
Οσο για την ανταπόκριση από το κοινό; «Οι άνθρωποι αγαπάμε ό,τι γίνεται με μεράκι, και με το «ΔΙΑΣΧΙΖΩ» αυτή η αγάπη εκδηλώθηκε με τρόπο υπερβολικό τα περισσότερα τεύχη θεωρούνται ήδη συλλεκτικά», καταλήγει ο Κ. Πλιάτσικας που ετοιμάζει αφιέρωμα στον Ασιμο στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Μερικά έργα σε οδηγούν όπου θέλουν. Άλλα γίνονται από μια παράξενη σύμπτωση και χρειάζονται τύχη για να υπάρξουν, να βγουν στην επιφάνεια, να τ ανακαλύψουν οι άνθρωποι και να μεγαλώσουν μαζί τους. Με τη Τζοκόντα και της Κοπέλες της Αβινιόν δεν έχουμε μεγαλώσει τόσες γενιές;
Παράξενη σύμπτωση είναι και το ΚΟΡΙΤΣΙ της εικόνας που άλλο ήταν και άλλο έγινε αφού το ξαναδούλεψα. Άρα; κανείς δε θα θυμάται το πριν [του] εκτός από μένα!
Οι πραγματικά σπουδαίοι δεν αρνούνται να παραδεχτουν την ανωτερότητα κάποιων άλλων.
Το να πεις ποιητικά λόγια για ένα τοπίο δε λέει. Καλύτερα να είσαι εκεί και να το βλέπεις.
Η ζωή διαφέρει από την τέχνη όπως και να το κάνουμε. Η τέχνη οφείλει να προηγείται και να μην αντιγράφει τη ζωή, μόνον έτσι, ρεαλιστικά μπορεί να προσφέρει στη ζωή.
Είναι ένα στενό αδιέξοδο κάπου στα Εξάρχεια με ομπρέλλες. Έχουν ενδιαφέρον τα αδιέξοδα, ξέρεις πάντα που τελειώνουν.
Η τέχνη είναι μοναξιά. Όμως ποτέ δεν ξέχασα τον εαυτό μου σε ένα λιμάνι.
Ο καπιταλισμός αποσκοπεί στην ισοπέδωση και την τελική καταστροφή του αδύναμου που, ως παράγοντας, μειώνει το κέρδος! Καταλαβαίνετε αγαπητοί μου σε τι λούμπα έχουμε πέσει; Το κυνήγι του πλουτισμού τείνει να εξαφανίσει κάθε είδος ανθρωπισμού. Το καπιταλ κοντρόλ εξουθενώνει τον κόσμο και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να συνέλθουμε χωρίς την αναίρεση του. Ελεύθερη οικονομία ναι, αλλά όχι με τους νόμους που γουστάρουν αυτά τα αρχίδια! γιατί, τότε η δημοκρατία τους γίνεται χειρότερη από την δικτακτορία.
Τι με κοιτάς απορημένος ρε καραγκιόζη; Έμεινες κάγκελο με ανοιχτά τα μάτια; Δεν την ξέρεις την παγκόσμια ημέρα της φτώχειας; Θα σου την πω εγώ στατιστικά. Ένα παιδί πεθαίνει κάθε τρία δευτερόλεπτα από την πείνα. Ένα δις άνθρωποι ζουν σε βαθιά φτώχεια παγκόσμια, δηλαδή ο ένας στους τρεις. Απόλυτη φτώχεια ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό δολαρίων την ημέρα. Ιδανικό ποσοστό της απόλυτης φτώχειας το 0%. Ο δείκτης της φτώχειας ορίζεται κάτω από τα 5000 ευρώ το χρόνο. Το επίπεδο της ανεργίας είναι σχετικό με τον δείχτη της φτώχειας. Στην Ελλάδα η επίσημη ανεργία αγγίζει το 30%. Ανεπίσημα το 50%. Το 1/3 των Ελλήνων ζει με λιγότερο από 300 ευρώ το μήμα και το 60% ζει με το φόβο πως θα ξυπνήσουν μια μέρα φτωχοί.
Αυτά είναι μια πολύ μικρή σταχυολόγηση αριθμών για να καταλάβεις απορημένε σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι, για να καταλάβεις πως κάποιος πρέπει να υποφέρει για να περνάμε εμείς καλά!
Η πιο θανατηφόρα μορφή βίας είναι η φτώχεια, είπε ο Γκάντι. Εγώ λέω πως αν συνεχιστεί η αύξηση των φτωχών στην Ελλάδα ο κίνδυνος για απειλή της κοινωνικής συνοχής είναι εμφανής, που σημαίνει μουρόχαβλε πως θα γίνει πόλεμος. Πόλεμος που θα τον επιδιώξουν οι φτωχοί. Αυτή είναι η βία που φέρνει η φτώχεια και επισήμανε ο μεγάλος Γκάντι που δυστυχώς δεν μπόρεσε να σώσει την Ινδία από την απόλυτη φτώχεια. Στην Αμερική δεν υπάρχει φτωχός με την παγκόσμια έννοια του όρου, η Κίνα ανεβαίνει επίπεδα ιλιγγιωδώς, στη Σουηδία οι φτωχοί παίρνουν το ίδιο εισόδημα με τις ΗΠΑ, όλα αυτά είναι κουραφέξαλα για τους φτωχούς όλου του κόσμου που ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.
Αυτά είναι μερικά συμπεράσματα για την παγκόσμια φτώχεια μας. Καλημέρα πλούσιοι όλου του κόσμου.
Τώρα αν με ρωτήσετε αν είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή που κάνω, το σκέφτομαι αυτό χιλιάδες φορές, τις ατέλειωτες ώρες που ζωγραφίζω και γράφω, πάντα με ένα μπουκάλι αλκοόλ εκεί γύρω μου, θα απαντούσα συγχισμένα κατ άλλους, ξεκάθαρα για μένα. Αν η υπερηφάνεια είναι μέρος της ευτυχίας μου, αυτό το νιώθω από παιδί, ότι δηλαδή ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου, για το γέλιο μου, για τον τρόπο να μεταδίδω στον κόσμο μια χαρά και κατά βάθος υπεροπτικά, σέβομαι τη φύση που με γέννησε αυτόν που είμαι και όχι κάποιον άλλον. Αυτό είναι μια γενική μορφή της ευτυχίας μου που πλησιάζει επικίνδυνα στη δυστυχία, τόσες φορές που γινόμουν σκνίπα με τους φίλους, με τα αδέρφια, με τις κοπέλες, τόσες φορές που ερωτευόμουν κι άλλες τόσες που χώριζα από έναν άνθρωπο, από έναν φίλο γιατί έτσι τα έφερε η ζωή.
Λέει μεταξύ άλλων ο Τ.Σ. Ελιοτ στα ΕΠΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εντύπωση μου κάνει που ξεχωρίζει τον ποιητή όχι μόνο από τους λοιπούς ανθρώπους αλλά και από τους άλλους ποιητές!
Ωστόσο αυτή τη σύγκριση μεταξύ συγγραφέα και ποιητή τη θεωρώ άκυρη και άτοπη. Και ο συγγραφέας έχει ανάλογες συνειδητές εμπειρίες.
Όλοι οι άνθρωποι ευχαριστιούνται να ακούνε καλά λόγια για τη δουλειά τους, για την ομορφιά τους και για το χαραχτήρα τους. Γενικά τα επαινετικά λόγια, επιδρούν στον ψυχικό κόσμο μας σαν βάλσαμο και κατα κάποιο τρόπο αναζωογονούν την φιλαρέσκεια μας. Όμως να πεις φερ ειπείν κι ένα "κακό" λόγο στην κριτική σου δε χάλασε ο κόσμος! Δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια πάνω μας! στην εργασία μας! Ίσα-ίσα! Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι στραβομουτσουνιάζουν και είναι έτοιμοι να σε διαγράψουν αν πεις πως δε σου αρέσει η ποίηση τους ρε αδερφέ! Προσωπικά μια κακή κριτική για το έργο μου με εξιτάρει περισσότερο και φυσικά κουβεντιάζω για τα λάθη που βλέπει ο συνομιλητής μου.
Υπάρχει μια ακινησία εδώ, ενώ έξω φυσά τουμποφόρ. Πως λέμε τουμποφλόκ; Λέω να πάω για ένα ποτό δίπλα, στο Φαεινόν αλλά δεν έχω παρέα, αλλά πάλι δεν πειράζει, θα έχω παρέα τον άνεμο. Τι ωραία! έχετε πιει ποτό παρέα με τον άνεμο;
Κακά τα ψέματα. Το οικονομικό για τον σύγχρονο άνθρωπο έχει καταντήσει μάστιγα-τα πάντα γίνονται με το χρήμα και δυστυχώς αυτό επηρεάζει όλες μας τις κινήσεις. Εξ αιτίας της ανέχειας χάνουμε τις παρέες, τους φίλους, την ξεγνοιασιά και την αλήθεια πως άλλοτε όλα ήταν καλύτερα.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι απλά, χαρούμενος στη σημερινή κατάσταση, όταν βλέπει γύρω του τη φτώχεια, την απελπισία, τη μοναξιά και τη φρίκη που αποφέρει ο οικονομικός πόλεμος. [Εκτός απ τα γουρούνια.] Η δε απελπισία, είναι ο χειρότερος σύμβουλος για να πάρεις αποφάσεις σημαντικές για τη ζωή σου και για τη ζωή των άλλων. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα κάνεις λάθος. Αυτό το γνωρίζουν οι κυβερνώντες και γι αυτό οδηγούν τις μάζες στην εξαθλίωση με μαθηματική ακρίβεια.
Πριν από λίγο πέρασα απ την Ομόνοια με έναν φίλο. Είχα καιρό να περάσω. Έπαθα πλάκα. Λες κι έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε που πίναμε καφέ στο ΝΈΟΝ. Κι ο αιώνιος φίλος μου από δίπλα να λέει γελώντας, πως σε λίγο εδώ θα σταυρώνουν τους μαύρους...
Και
στα πλατάνια, βασίλευε ο Βελλεροφόντης
με τον Πήγασο, το νερό τελείωνε στο
πηγάδι, η μητέρα φώναζε που δεν την
βοηθούσα όσο έπρεπε κι εγώ έγραφα τον
κόσμο στα παλιά μου τα παπούτσια και
πήγα πέρα, μακριά σε κάποιον μυστηριώδη
παππού που κυβερνούσε ένα μεγάλο κοπάδι
από γίδια, ενώ γύρω του κι ολούθε έτρεχαν
σκυλιά, πολλά σκυλιά, που τα φοβόμουν
αλλά όταν έφτανε η ώρα να με δαγκώσουν
ημέρευα κι εγώ κι αυτά, ενώ ο μυστηριώδης
παππούς έβγαζε μια μεγάλη
φωνή:
-Εεεεεε.έεεεεειιιιιιιιιι! και
το κοπάδι άκουγε τις προσταγές του,
λούφαζε κάτω από τις γκορτζιές, έλιωναν
οι φτέρες κάτω από την φοβερή ζέστη του
ήλιου, κάτω από τις μουστάκες του Θωμά
Τάτση, αυτός ήταν ο μυστηριώδης παππούς,
αγράμματος, στουρνάρι απελέκητο, φορούσε
κάπες μάλλινες Χειμώνα - Καλοκαίρι, δεν
ίδρωνε, δεν σκεφτόταν τίποτε, δεν ήξερε
τίποτε, παρ ότι έμοιαζε ή νόμιζες πως
ήξερε.
-Αν βαρέθηκες κυρία φύγε ήσυχη
ξανά! Τραγουδούσα εγώ κι εκείνος με
κοίταζε, μέσα στη ντάλα του μεσημεριού.
-Ποιο
τραί σου αρέσει περισσότερο; Τον
ρώτησα.
-Το γκιοσέμι, μου απάντησε,
αυτός είναι ο αρχηγός, είναι ο
Κολοκοτρώνης.
-Αν βαρέθηκες κυρία
φύγε ήσυχη ξανά
τη μικρή μας ιστορία
δεν την είπα πουθενά.
Συνέχιζα το
λαϊκό άσμα. Και τον κοίταζα στα μάτια,
που ήταν πολύ ήρεμα, σα να μην έτρεχε
τίποτα, σαν ο κόσμος να ήταν μόνο το
κοπάδι του, τα πουρνάρια και το κλαρί
που έπρεπε να φάνε και πέταγε που και
που κανένα κομμάτι στα σκυλιά που
αλυχτούσαν ολούθε.
-Ο λύκος που είδες
στον κάμπο, δεν είναι δικός σου, μου
είπε.
-Ο άσπρος λύκος; Και που τον
ξέρεις εσύ; απόρεσα.
-Χρόνια κάνουμε
παρέα!
-Αλλά αυτός είναι νέος!
-Μου
έφαγε δέκα κατσίκια και μου τα χρωστάει,
θα του τα πάρω πίσω! Άκουσες; Και σήκωνε
την γκλίτσα.
-Ο άσπρος λύκος σου
χρωστάει δέκα κατσίκια! Ο άσπρος λύκος
είναι στον κάμπο! Αναφώνησα. Κι έφυγα.
Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν άνθρωπος.
Κατέβηκα στον κάμπο να συναντήσω τον
λύκο.
Τον βρήκα καθισμένον δίπλα στην
πηγή. Μόνος του να κοιτάζει με τα γκρίζα
μάτια του το γαλάζιο του ουρανού και το
άχρωμο του νερού.
Απ τη ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ
Καθόμουν
εκεί στη σκιά των βράχων, μέρα, μεσημέρι
ήταν που δεν είχα τι να κάνω, δεκαεξι-
δεκαεφτά χρονών παληκάρι. Ο ήλιος χτύπαγε
πάνω από σαράντα βαθμούς Κελσίου, ο
ιδρώς έσταζε από μόνος του στο στέρνο
μου. Από τότε την κουβαλούσα την απελπισία
των πραγμάτων κι ένα ποτάμι που έτρεχε
τα γαλάζια του νερά- το φοβόμουν το νερό-
ποτέ δεν ήθελα να πνιγώ, κάπως αλλιώς
ήθελα να πέθαινα, σε αντίθεση με τον
αδερφό μου μου έκοβε στην μέση το ποτάμι,
διάβαινε, πήγαινε πέρα, αντίπερα. Έλα
και εσύ, μου φώναζε αλλά εγώ καθόμουν
στα αβγά μου. Θυμάμαι όλα αυτά που έκανα
τότε κι ανατριχιάζω, λες και τα έκανε
κάποιος άλλος! Το χωριό ήταν μικρό, οι
γυναίκες λίγες κι εγώ είχα επιθυμίσει
σφόδρα μια θειά μου, όμορφη σαν τα κρύα
τα νερά. Ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι
μας να κουβεντιάσει με τη μάνα και τότε
με φιλούσε, τάχα συγγενικά αλλά εγώ
καταλάβαινα αλλιώς τα χείλη της στα
μάγουλά μου. Η Αντιγόνη, ήταν ολόασπρη
σαν το κρίνο κι εγω την σκεφτόμουν γυμνη
στο κρεββάτι. Σα να ντρεπόμουν λίγο,
τότε που έκανα τέτοιε σκέψεις, ένιωθα
όμως μια κάψα γι αυτή τη γυναίκα, την
είχα ποθήσει από πιο μικρός μα δεν ήξερα
αν επρεπε να της φανερώσω τον ερωτα μου.
Φοβόμουν πως θα με απόπαιρνε και τότε
θα ρεζιλευόμουν στα μάτια της. Όποτε
έκανα αυτές τις σκέψεις, λιποψυχούσα.
Φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν αποτυχημένο
εραστή και μου κόβονταν τα γόνατα.
Εκείνο
το μεσημέρι όμως που καθόμουν στη σκιά
των βράχων, το είχα πάρει απόφαση: Θα
της το λεγα. Και δε με ενοιαζε πως πως
θα το έπαιρνε αφού είχα καταλάβει πως
κι εκείνη με ήθελε. Τι θεία και ξεθεία,
σκέφτηκα, μια γυναίκα ήταν που την είχε
παντρευτεί ένας πρώτος ξάδερφος του
πατέρα και που τώρα ήταν μετανάστης
στην Αμερική και η Αντιγόνη έλειωνε,
περνούσε τα καλύτερα της χρόνια αγάμητη,
κρίμα δεν ήταν; Αλλά πάλι…αν δεν ήταν
έτσι τα πράγματα και το έλεγε στη μάνα
μου; Δε θα ρεζιλευόμουν σ όλο το χωριό;
Σε όλη την κοινωνία. Κι έπειτα τι γύρευα
εγω με μια γυναίκα σαράντα χρονών; Πω,
πω! κρύος ιδρώτας με έλουσε, μετάνιωσα
παρευθύς, κόλωσα. Έλα όμως που η Αντιγόνη
φάνηκε κείνη τη στιγμή στη βρύση στα
Τσερίτσανα τη βαρέλα να γεμίσει; Και
όλες οι αντιρρήσεις μου πήγανε περίπατο.
Με αγκάλιασε αυτή την αγκάλιασα κι εγω
κι έγινε ότι έγινε. Εκεί, ανάμεσα από
κάτι πουρνάρια και σχίνα κάψαμε πολλές
φορές τον έρωτα μας. Έναν έρωτα κρυφό.
Σαν κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Και το
κρατούσα μυστικό ως τα τώρα που η θεία
Αντιγόνη δεν υπάρχει πια.
Ο ΜΟΝΟς
Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.
Και η φυσική επιλογή του Τέσλα [Να ζηλεύεις κάτι καλύτερο.] Να ζωγραφίσουμε ένα πέος δηλαδή ή πολλά. Πέη. Δεν είναι και τόσο εύηχη λέξη,...