Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

η συνείδηση του άλλου

 


 

Αυτοί πιστεύουν πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει. Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Κόβοντας κάποια τέτοια κεφάλια θα κάνουμε τους υπόλοιπους να φοβούνται, να τρέμουν για τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. Είμαστε λίγοι εναντίον πολλών.
Κάποια λόγια συγκρατούνται πιο εύκολα στο νου όταν λέγονται από σημαντικά άτομα και όταν πρεσβεύουν αυτόν που τα ακούει.
Ο Νίκος Καζάρμας είχε ακούσει αυτά τα λόγια  στις συγκεντρώσεις της ομάδας, πολλές φορές, από τότε που οι εκτελέσεις αυτών των προσώπων, έγιναν πράξη. Στην ομάδα ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ δεν υπήρχε αρχηγός, όλοι δρούσαν ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητες, μετά από συνδυασμένες ενέργειες όλων των μελών και συνήθως μόνο αυτών που εμπλέκονταν στην κάθε υπόθεση. Οι εκτελεστές της ομάδας ήταν τέσσερις, με τον θάνατο του Μπέρη, έμειναν τρεις και μετά την ανακάλυψη της γιάφκας, η ομάδα έλαβε εντολές για πλήρη αποχή από τα γεγονότα μέχρι νεωτέρας.
Σχεδόν στρατιωτικό ανακοινωθέν που αποφάσισαν όλοι μαζί δι ανατάσεως του χεριού.
Ο Καζάρμας στην ουσία δεν γνώριζε προσωπικά, κανέναν απ αυτούς που είχε συντρόφους στην ομάδα. Και ούτε τον ενδιέφερε.
Γνώριζε πως ήταν μπλεγμένος σε ένα τεράστιο παιχνίδι που αφορούσε κυριολεκτικά όλο του το είναι κι αυτό που τον ένοιαζε μόνο, ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Και αφού έβλεπε πως η δικαστικές αρχές ήταν δούλες της αστυνομίας και η αστυνομίες όλου του κόσμου υποταγμένες στους εισαγγελείς, ο μόνος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη ήταν η αυτοδικία. Επίσης σκεφτόταν πως κάποια στιγμή, ίσως πολύ σύντομα, να τον συνελάμβαναν ή να σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή.
Το σκίτσο που του είχαν φιλοτεχνήσει οι ζωγράφοι της αστυνομίας δεν ήταν και τόσο κοντινό, στην ουσία δεν έμοιαζε καθόλου μ αυτόν και μόνο κάποιο άτομο που τον γνώριζε καλά θα μπορούσε να υποψιαστεί πως μπορεί να ήταν ο ίδιος ένα και το αυτό πρόσωπο με τον εκτελεστή.
Αυτό το άτομο ήταν ο ανακριτής Ιωάννης Εξαδάκτυλος. Ο Νίκος ήξερε πως κάποτε θα έρχονταν αντιμέτωποι οι δυο τους, αλλά αυτό φαινόταν αρκετά μακρινό, έτσι πίστευε ταξιδεύοντας γι άλλη μια φορά προς την Κηφισιά, έχοντας κατά νου να μπορέσει να εξακριβώσει τι ήταν εκείνη η νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει ο πατέρας του.
Είχε έρθει το Καλοκαίρι, ο ήλιος βασάνιζε τα μυαλά και το δέρμα των ανθρώπων, λίγο πριν την άφιξη της ηλεκτρονικής εποχής, των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών που θα άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία του καινούργιου κόσμου.  Είχε προμηθευτεί και ο ίδιος ένα από τα πρώτα και προσπαθούσε να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία, όπως και με το διαδίκτυο. Το ιντερνέτ αυτή την φοβερή ανακάλυψη των Εγγλέζων που έβαλε τον κόσμο σε μια εντελώς άλλη πραγματικότητα που ναι με αναμενόταν αλλά είχε εμφανιστεί πιο γρήγορα κι αυτό δημιουργούσε πρόβλημα και στις κυβερνήσεις των κρατών που έπρεπε να προσαρμοστούν τάχιστα.
Φτάνοντας εκείνο το βράδυ, έξω από το σπίτι που διέμενε η Πέτρα Σμίθ, πάρκαρε το αυτοκίνητο και κατέβηκε. Ήταν ντυμένος στο τσακ. Ξυρισμένος. Κοντό, κουρεμένο μαλλί, άνετο στυλ. Διάβαινε και τον κοιτούσαν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανεξαρτήτου ηλικίας. ήταν ένας τύπος που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Είχε συνηθίσει σ αυτό, δεν τον πείραζε, ίσα-ίσα μερικές φορές το διασκέδαζε κιόλας.
Είδε την Πέτρα να διαβαίνει ανάμεσα από το πλήθος κι αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη, και να κατευθύνεται προς ένα από τα καλύτερα μπαρ της Κηφισιάς. Την ακολούθησε. Στα σκαλιά προς την είσοδο γύρισε και τα μάτια τους ανταμώθηκαν. Της χαμογέλασε. Εκείνη του ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τότε που την είχε παρακολουθήσει για ν ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω από τη σχέση της με τον πατέρα του που πραγματικά δεν μπορούσε να εξακριβώσει και ούτε να φανταστεί τι ακριβώς συνέβαινε. Απόψε πίστευε να εξακρίβωνε μερικά προσπαθώντας να την γνωρίσει.
Πήγε στη μπάρα, παράγγειλε το ποτό του, η Πέτρα στην άλλη πλευρά έκαμε το ίδιο. Ξανακοιτάχτηκαν σα να ήταν μόνοι σ αυτό το μπαρ, σ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς χρονοτριβή ο Καζάρμας έφτασε κοντά της.
-Γειάσου, της είπε ανάμεσα από τον θόρυβο της μουσικής και κάθησε απέναντι της. Είμαι ο Νίκος.
-Γειάσου κι εσένα! του χαμογέλασε και της άρεσε αυτός ο άντρας που την είχε πλησιάσει τόσο αυθόρμητα. Είμαι η Πέτρα.
συνεχίζεται

Κανένας δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη  φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί. Αυτό που περνούσε από το μυαλό του πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν να το εξακριβώσει.
-Δε μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να του μιλάει και γύρισε στα μάτια της.
Φαινόταν έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη, αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή. Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει τόσο αναπάντεχα. 
Κάθισαν σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της μουσικής που ερχόταν απαλά να τους συντροφεύει.
-Λοιπόν; αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε κοιτάζοντας την έντονα.
Η Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι...
-Ναι, αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να συνομιλώ.
Η Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει. Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
-Δε μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου. Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.

 Από τον ΘΕΌ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

η συνείδηση του άλλου

    Αυτοί πιστεύουν πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει. Εμεί...