Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

ΠΑΛΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΏΤΗΣ

 


 

Ήμουν σε ένα δωμάτιο με έναν αδερφό και μια γυναίκα. Ύστερα έφυγα. Βρέθηκα κάπου με πέντε τραπουλόχαρτα στο χέρι, τσαλακωμένα, παλιά. Τα κοίταζα κι έλεγα τι τα χρειαζόμουν. Έφτασα αλλού, σε ένα μαγαζί. Είπα στον χοντρό που μέτραγε κέρματα να του τα δώσω και περίμενα. Τα πήρε κι αφού με κοίταξε με αγαθή υποψία, του είπα πως κάνουν πέντε ευρώ. Μόνο; με ρώτησε. Γιατί πέντε; πάρε ένα χιλιάρικο δραχμές. Ήταν πολύ πρωί, έξι η ώρα, μόλις χάραζε, έφυγα πάλι. Με κυνηγούσε μια χοντρή, που ύστερα μιλούσε με κάποιον στις σκάλες. Προσπάθησα να περάσω ανάμεσα τους ν ανέβω στο κατάστημα, σουπερ μάρκετ ή κάτι τέτοιο παλιό. Έψαχνα κάτι εκεί μέσα μα δεν το βρισκα. Ξανακατέβηκα τις σκάλες που ήταν γεμάτες χαρτιά και γλιστρούσαν, πιάστηκα στα σκουριασμένα κάγκελα να μην πέσω. Στο στενό διάβα, η χοντρή παραμέρησε να περάσω. Πήγε από δίπλα, χωράω κι από εδώ, μου είπε. Διάβηκα στο χάραμα, νεκρός διαβάτης του απείρου.
Όσος δρόμος και να υπήρχε ακόμα, δε θα τέλειωνε πουθενά.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι αμετάπειστοι για το σπάνιο είδος των πουλιών που πετάνε ελεύθερα και δεν τους νοιάζει ευθύβολα για τα τόξα των κυνηγών.
Μπορετοί, χωρίς φόβο για το μέλλον. Ένα χαμόγελο χαράζει συνέχεια, μια δύναμη απελπισίας, σκαλώνει την ελαφρότητα του είναι. Το χρώμα παιδεύει τον χρόνο, οι ιδέες εκρήγνυνται εν είδει αδένων.
Ποτέ δεν ήμασταν μόνοι σου λένε. Σου λέει.
Περιμένουν απάντηση από τον ανθρωπάκο που πήγε μετανάστης στην χώρα της άμμου, και τον έχωσαν χρόνια κάτω απ΄αυτήν στα ορυχεία, να τους εξηγήσει την κατάσταση. Είναι να μην βαρας το κεφάλι σου στον τοίχο;.
Ο θάνατος δεν είναι ότι χειρότερο για τους θνητούς. Ότι πολύ αγαπήσαμε τη ζωή και μισήσαμε τον λόγο πως κάποτε θα φύγουμε από εδώ και δεν θα γεννηθεί κανείς αθάνατος. Θα ψάχνουμε όμως εμείς πάντα το ελιξήριο [ λίθος της γνώσης ] της αθανασίας κι ας ξέραμε πως όταν γεννηθήκαμε δε μας ρώτησε κανείς.
Βγήκα μια βόλτα στην πλατεία Εξαρχείων. Η ώρα πλησιάζει δυο. Κόσμος πολύς, γεμάτη. Μου άρεσε. Μερικοί ερωτευμένοι, χαιδεύονταν, φιλιούνταν. Ωραία ήταν, είχε μια ζωντάνια. Εμείς κλεισμένοι πίσω απ τα κομπιούτερς δακτυλογραφούμε κάνοντας πράξεις σε χοντρά, λογιστικά βιβλία. Και νομίζουμε πως ο κόσμος καίγεται.
Ήμουν ατίθασος, υπερόπτης χωρίς να το ξέρω. Πολλές φορές βίαιος, επαναστατικός. Με ζήμιωσε αυτή μου η "αυθάδεια' προς τη ζωή. Αν ξεκινούσα πάλι θα σεβόμουν περισσότερο τις αξίες της ζωής.
Πολλοί άνθρωποι θα λέγανε εύκολα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Με κουράζει αυτό στη ζωή. Κι αν δεν αξίζαμε δε θα το ξέραμε μονάχοι; Υπήρξαμε τόσο ηλίθιοι όσο αυτοί νόμιζαν; Κι έπειτα εμείς δεν το είπαμε αυτό σε κανέναν κατάμουτρα; δεν αξίζει να ζεις. Είχαμε το σθένος της ολιγάκειας μας.
Ωραίοι!
Όσοι δε μετάνιωσαν για τίποτα
Ποτέ μη πενθούντες για το αύριο
βεβαιωθέντες για τον θάνατο της αλωπεκούς.
Ο Πλιάτσικας γράφει Δημοτικό τραγούδι;
Μια μέρα ήταν η χαρά
και δεκαοχτώ οι λύπες[δις]
Είπες δε με ξεχνάς ποτέ
και μ έξι άλλους βγήκες.[τρις]
Χάρισα ενα πίνακα μου, σε δυο άγνωστους. Περνούσαν τυχαία απο το χώρο μου. Ενα ζευγάρι. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι που τους αγάπησα για τόσο λίγο. Ξέρω πως θα το αγαπάνε για πάντα. Δεν είχα τι άλλο να τους δωσω. Μετάνιωσα γιατί αγάπησα τόσο πολύ τους ανθρώπους. Είμαι ένα μικρό πράγμα από σας.
Υπάρχουν και οι φίλοι, τα νυχτερινά τρένα που κυλάνε συνέχεια στις ραγες τους. Γι αυτούς οι νύχτες δεν πεθαίνουν. Το σκοτάδι τους αγαπάει πιο πολύ και οι έννοιες πως θα ζήσουν λιγότερο αν κοιμηθούν δεν τους αφήνει ήσυχους. Αυτά τα βραδυνά τρένα τα αγαπάω μερικές φορές πιο πολύ.
σημειώσεις στις άκρες των βιβλίων.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...