Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Η ΘΕΙΑ ΑΝΤΙΓΌΝΗ

 


Καθόμουν εκεί στη σκιά των βράχων, μέρα, μεσημέρι ήταν που δεν είχα τι να κάνω, δεκαεξι- δεκαεφτά χρονών παληκάρι. Ο ήλιος χτύπαγε πάνω από σαράντα βαθμούς Κελσίου, ο ιδρώς έσταζε από μόνος του στο στέρνο μου. Από τότε την κουβαλούσα την απελπισία των πραγμάτων κι ένα ποτάμι που έτρεχε τα γαλάζια του νερά- το φοβόμουν το νερό- ποτέ δεν ήθελα να πνιγώ, κάπως αλλιώς ήθελα να πέθαινα, σε αντίθεση με τον αδερφό μου μου έκοβε στην μέση το ποτάμι, διάβαινε, πήγαινε πέρα, αντίπερα. Έλα και εσύ, μου φώναζε αλλά εγώ καθόμουν στα αβγά μου. Θυμάμαι όλα αυτά που έκανα τότε κι ανατριχιάζω, λες και τα έκανε κάποιος άλλος! Το χωριό ήταν μικρό, οι γυναίκες λίγες κι εγώ είχα επιθυμίσει σφόδρα μια θειά μου, όμορφη σαν τα κρύα τα νερά. Ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι μας να κουβεντιάσει με τη μάνα και τότε με φιλούσε, τάχα συγγενικά αλλά εγώ καταλάβαινα αλλιώς τα χείλη της στα μάγουλά μου. Η Αντιγόνη, ήταν ολόασπρη σαν το κρίνο κι εγω την σκεφτόμουν γυμνη στο κρεββάτι. Σα να ντρεπόμουν λίγο, τότε που έκανα τέτοιε σκέψεις, ένιωθα όμως μια κάψα γι αυτή τη γυναίκα, την είχα ποθήσει από πιο μικρός μα δεν ήξερα αν επρεπε να της φανερώσω τον ερωτα μου. Φοβόμουν πως θα με απόπαιρνε και τότε θα ρεζιλευόμουν στα μάτια της. Όποτε έκανα αυτές τις σκέψεις, λιποψυχούσα. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν αποτυχημένο εραστή και μου κόβονταν τα γόνατα.
Εκείνο το μεσημέρι όμως που καθόμουν στη σκιά των βράχων, το είχα πάρει απόφαση: Θα της το λεγα. Και δε με ενοιαζε πως πως θα το έπαιρνε αφού είχα καταλάβει πως κι εκείνη με ήθελε. Τι θεία και ξεθεία, σκέφτηκα, μια γυναίκα ήταν που την είχε παντρευτεί ένας πρώτος ξάδερφος του πατέρα και που τώρα ήταν μετανάστης στην Αμερική και η Αντιγόνη έλειωνε, περνούσε τα καλύτερα της χρόνια αγάμητη, κρίμα δεν ήταν; Αλλά πάλι…αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα και το έλεγε στη μάνα μου; Δε θα ρεζιλευόμουν σ όλο το χωριό; Σε όλη την κοινωνία. Κι έπειτα τι γύρευα εγω με μια γυναίκα σαράντα χρονών; Πω, πω! κρύος ιδρώτας με έλουσε, μετάνιωσα παρευθύς, κόλωσα. Έλα όμως που η Αντιγόνη φάνηκε κείνη τη στιγμή στη βρύση στα Τσερίτσανα τη βαρέλα να γεμίσει; Και όλες οι αντιρρήσεις μου πήγανε περίπατο. Με αγκάλιασε αυτή την αγκάλιασα κι εγω κι έγινε ότι έγινε. Εκεί, ανάμεσα από κάτι πουρνάρια και σχίνα κάψαμε πολλές φορές τον έρωτα μας. Έναν έρωτα κρυφό. Σαν κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Και το κρατούσα μυστικό ως τα τώρα που η θεία Αντιγόνη δεν υπάρχει πια.





Ο ΜΟΝΟς



Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε  είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...