Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΓΈΛΙΟ

 


 

Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κριώνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.

ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΆΝΟΥΜΕ ΠΑΡΈΑ

 


ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ ΕΜΕΙΣ.

Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα
δεν θα φεύγαμε ποτέ  εκείνο το πρωινό του Ιουλίου το 1974
Δεν είχαμε λόγους ν αρνηθούμε την ύπαρξη μας
Να αρνηθούμε τους δρόμους που περπατήσαμε μαζί 
και
κλέψαμε ότι είχε απομείνει
Ένα κλωνί σπίρτο, μια θάλασσα τρικυμισμένη
ένα σάπιο λιόσπορο 
και
το πάτημα του δάσκαλου στα ίδια βήματα 
σε έναν κόσμο που δεν τον φοβηθήκαμε όταν έπρεπε
κι άλλοι δεν τον πίστεψαν ποτέ
-αυτοί καλά έκαναν-μα εμείς! ω, εμείς
μαγεμένα ανθρωπάκια, στρατιώτες άγνωστοι
της Ελλάδας
πιστοί σύντροφοι μέχρι θανάτου

Υπερασπιστήκαμε το χρέος της Γηραιάς κυρίας
το χρέος του Σαίξπηρ.

 Δεθήκαμε στο άρμα με ηνιόχους ανάξιους
στο λέγειν και ειπείν

Μα δεν το γνωρίζαμε
Ο τόπος μας ήταν ποιητικός γεμάτος παλιές παγίδες δόξας 
Οι νέοι άνθρωποι των πεδιάδων ούτε που ήθελαν ν ακούσουν
 Μόνο μερικά συνθήματα
Ερωτικά, Ζήτω η επανάσταση
Με τον Τσε θα κάνουμε παρέα, εμείς! 

ώ εμείς οι Έλληνες
Απόγονοι σπουδαίων ποταμών τε και λιμνών.
Και με τον Ντύλαν Τόμας στο πλευρό κινήσαμε εκείνο το πρωινό το 1974
Να πάμε στα νησιά, να περπατήσουμε νύχτα βόρεια της Λήμνου
κάθετα στης Σαντορίνης την μαύρη άμμο
ν απλώσουμε την σκέπη μας
να μην φοβόμαστε πια
που είχαμε μια πατρίδα σκλαβωμένη
Που δεν είχαμε πατρίδα-σε κάποιους άρεσε καλύτερα έτσι
Μπορεί να είχαν δίκιο μα εμείς! 
ώ εμείς!
Ποτέ
δεν λησμονήσαμε πως είμαστε έλληνες.





 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΚΥΝΉΓΙ ΤΗΣ ΜΟΊΡΑΣ.

 


 

Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.

Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

Απ το μυθιστόρημα μου Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

ΥΠΟΨΊΑ

 


 

Είναι πολύ δύσκολο να είσαι καλός με όλους. Αν το προσπαθήσεις θα είναι εν μέρει υποκρισία και τότε πρέπει να γίνεις πρώτα ηθοποιός. Απορρίπτεται, δηλαδή η υποψία πως ο κόσμος μας είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Υπερισχύει σαφώς το δεύτερο με βάση όσα γνωρίζουμε και όσα γίνονται ή έγιναν στο παρελθόν.
Θα είσαι καλός όταν μπορείς να κάνεις τα χατίρια όλων όσων είναι γύρω σου και νομίζεις πως σε αγαπάνε ανιδιοτελώς. Αυτό δε συμβαίνει παρά μόνο για ένα τοις χιλίοις και πολύ είπα. Αυτά για την ανθρώπινη συμπεριφορά ιδιαίτερα αυτής που βασίζεται στους λόγους και τις υποσχέσεις που ξεχνιούνται και αλλάζουν πάραυτα, σύμφωνα με τα συμφέροντα του υποτιθέμενου γύρω σου ανθρώπινου δυναμικού πως υποστηρίζει ότι θα πέσει στη φωτιά για σένα και αντ αυτού ξεχνάει και αναποδογυρίζει τα πάντα υπέρ του εαυτούλη του! Αυτά για τους μικρούς ανθρώπους. Τους παραδόπιστους λυκόφιλους που συνεχίζουν αδιάντροπα να παραποιούν την αλήθεια παρουσιάζοντας έναν εαυτό ακραιφνή, αντίθετα με σένα που έχεις γίνει κακός, μισερός και γενικά ότι δεν έχει αξία στη ζωή. Ούτε εσύ, ούτε η εργασία σου.
Το χειρότερο είναι σ αυτές τις περιπτώσεις να σε κατακλίσει ο θυμός και ν αντιδράσεις άμεσα, οπότε μάλλον θα χάσεις κι εσύ τις αξίες σου. Νομίζω πως, τελικά η καλύτερη αντίδραση είναι η χαμηλή αδιαφορία. Θα την έλεγα ευγενική αδιαφορία. Γιατί αν συνεχίσεις τον διάλογο θα χάσεις εκτός από την ηρεμία σου και περισσότερα.

 

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

 

 


Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την κατάσταση που θα ζητηθεί να βιώσουμε εμείς, και οι αμέσως επόμενοι με πρώτους τα παιδιά μας, είναι αναντίρρητα ζοφερή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να άρχισε όταν γιγαντώθηκαν οι τεχνολογικές εταιρείες, facebook, Google, twiter, κλπ και είναι η πρώτη φορά με βάση παγκόσμιες εκτιμήσεις που επηρεάζουν από το καλύτερο στο χειρότερο τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δυόμισι δισεκατομμύρια το facebook, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που σύμφωνα, πάλι με διεθνείς μετρήσεις μας έκανε όλους-μα όλους! αλγοριθμικές μαριονέτες. Μας έκανε να νιώθουμε πιο μόνοι, αντί να μας φέρει πιο κοντά, αντίθετα μας απομονώνει, μας απομακρύνει και μεγαλώνει τη μοναξιά μας.
Όλα αυτά που νιώθω είναι φανερά η αβεβαιότητα μετά από δεκαπέντε χρόνια και πλέον χρήστης αυτών των συστημάτων, διαβάζοντας και μελετώντας, άρθρα, συζητήσεις, κείμενα, σοβαρών, σπουδαίων επιστημόνων, υπευθύνων, συγγραφέων, αλλά και του απλού κόσμου που η γνώμη του βαραίνει ουσιαστικά αλλά που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, μόλις τώρα μου καρφώθηκε η ιδέα, πως από εδώ και πέρα θα είναι ανέφικτη οποιαδήποτε συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα πως φαίνεται για πρώτη φορά στο παγκόσμιο στερέωμα μια τεράστια απειλή για τη δημοκρατία κι αυτή εκφράζεται -η απειλή- από ανθρώπους που ελέγχουν αυτούς τους γίγαντες, όπως ο Ζακενμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος που μερικοί θέλουν να τον κάνουν Έλληνα, λες και έχει καμιά σημασία πια αυτό, ανέκαθεν το χρήμα δεν έχει πατρίδα,- η Μακέντζι Σκοτ η συγγραφέας και φιλάνθρωπος και τέλος πάντων οι περίπου πεντακόσιοι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτού του καιρού έγιναν πιο πλούσιοι, δηλαδή αύξησαν την περιουσία τους τον καιρό της πανδημίας, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο. Και φυσικά όλοι αυτοί έγιναν μέσω του χρήματος και του τέρατος της τεχνολογίας, φασίστες παντός είδους και είναι όλοι πανομοιότυποι, λες και βγήκαν από κάποιο μαγικό καλούπι. Τα δε ΜΜΕ τους ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, τους διαφημίζουν, γράφουν με στομφώδη λόγια την βιογραφία τους και πως απέκτησαν τα πλούτη με έναν θαυμασμό που προκαλεί και προσκαλεί τον κάθε επίδοξο ηλίθιο να προσπαθήσει ν ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Όλα τα μέσα τους λιβανίζουν. Λιβανίζουν με στόχο να εκμαιεύσουν και να καρπωθούν υλικά.
από δοκίμιο μου

 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

 


διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντας το πρώτο να το πίνει ο εκάστοτε άνομος εραστής της καθώς ο Χένρι της έλεγε για πολλοστή φορά πως την αγαπούσε και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα, κατακόκκινα, όπως είναι τα μάτια των ερωτευμένων.
-Και θα ζήσουμε για πάντα μαζί; τον ειρωνεύτηκε η πουτάνα Πόπη.
-Ναι, την επιβεβαίωσε φτύνοντας μια ροχάλα φτηνό αίμα και ρίχνοντας της μια στριφνή σφαλιάρα στο δρόμο προς την ισότητα των δυο φύλων.
-Φύγε ρε καριόλη! του σφύριξε αυτή από κατάχαμα.
Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι από πανάρχαια εχθρικά, στιγμιαία, πολλοί θα με κατηγορήσουν για όλα αυτά τα ρήματα, είναι εύκολο να σου ρίξουν στάχτη στα μάτια, είπε ο Χένρι, μπορούν να σε πουν ξεδιάντροπο μη γνωρίζοντας πόσην ξετσιποσύνη κουβαλούν οι ίδιοι μέσα στην άχαρη ζωή τους όπως ισχυρίζεται ο άλλος των ποιητών Κώστας Καρυωτάκης, αν και οι άνθρωποι μισούνται ή σκοτώνονται, αυτή είναι η μοίρα των ανόητων που κάποτε σαν θεατές κοιτούν κατάματα στον καθρέπτη την αλήθεια που δεν μπορούν να παραδεχτούν και για αυτό ο Χένρι προσπάθησε να δεχτεί την πραγματικότητα όπως είναι, δηλαδή ότι είναι Φθινόπωρο και βρέχει και πως το σπέρμα μπορεί να είναι χρήσιμο στα μούτρα μιας γυναίκας, αφού έτσι τα έφτιαξε ένας θεός που δεν ήξερε ή δε χρειαζόταν να λέει τη λέξη θεός αλλά αφού την χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο για να μην ξεχωρίζει από τον όχλο.
Η Πόπη σηκώθηκε απ το κατάχαμα, απ το κάτω του πεζοδρομίου, άναψε ένα τσιγάρο, ο Χένρι συνέχιζε να φτύνει την υπόληψή του, ο όχλος τους κοίταζε με συμπόνια, άλλο κι αυτό! Να σε κοιτάζει ο όχλος με λύπηση και παρ όλα αυτά ο Χένρι, μαζεύω τις λέξεις όπως μου γουστάρει, όχι όπως θέλετε εσείς, παρ όλα αυτά ο Χένρι ήταν συμπαθής, το ίδιο και η Πόπη, που σε λίγο τον αγκάλιασε και προχώρησαν κοιτάζοντας τον όχλο απορημένοι επειδή δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να πάρουν δρόμο και να μην ασχολούνται για το τι θα γίνει η αγάπη τους κι αν θα ζούσαν μαζί τα επόμενα χρόνια τους.
απόσπασμα από το διήγημα μου ΜΙΑ ΜΈΡΑ.

 

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΜΊ

 


Ουδέν. Είμαι έξω από τα γεγονότα της ζωής-ούτε καν στο τρένο που εκτροχιάστηκε κάπου στην Αμερική και επέζησε κάποιος Κασελάκης. Έξω απ τον χρόνο. Αλλού γεννάν οι κότες. Ανίκανος ειμί.
Ας το θυμηθώ:
Ειμί
ει
εστί
Εσμέν
εστέ
εισίν.

 

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

ΛΑΤΡΕΎΩ.

 

 


Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.
Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σού ρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΗΛΙΚΊΑ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ

 


 

 οϊμέ τοις υπάρχουσι-φοβερή η λαϊκή ρήση: αφού γεννήθηκες θα υπάρχεις τραγωδός.

 

 

με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι γύρευα

στίχοι του Ελύτη απ τους οποίους εμπνεύστηκα τον πίνακα


 
 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΕΜΝΟ ΚΑΙ ΆΣΕΜΝΟ

 

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
 
Υπάρχει χυδαίο στην τέχνη; Όπως υπάρχει στη ζωή, έτσι και στην τέχνη. Ζωγραφίζοντας αυτό το γυμνό, κάποιοι είπαν, σίγουρα, πως είναι σεμνό και δεν προσβάλλει. Εγώ τους κοίταζα με μισό μάτι, το άλλο μισό είχε φύγει ταξίδι για τον κόσμο της ευτυχίας. Εκεί πουν δεν υπάρχει σεμνό και άσεμνο.

 


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΕΝΝΙΆΜΕΡΑ

 

 


Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε τη γκόμενα
που κλαίει στη γωνία;
Όχι, ο Γιάγκος Δράκος μίλησε
ο Γιάγκος Δράκος είπε:
Μέριασε Κιμούλη να διαβώ!
Κι η Δανδουλάκη έκλαιγε
προχτές το μεσημέρι
στον καναπέ του ΕΡΤ 1
μισούνται οι ηθοποιοί
κλαίει η μάνα Ελλάδα
χαιρέτα με κι εμένα
Έγινε φασαρία, έπεσε κανας βράχος;
ή κάποιος ενοστάλγησε
να γίνει πάλι βλάχος;
Ο Φιλιππίδης μίλησε
γι αυτόν ο Γιάγκος Δράκος
που χρόνια ταλαιπώρησε
να μη γίνει φωνογράφος
του Φώσκολου
και τώρα καρποφόρησε
το μίσος για τον σενιαρίστα
όταν πεθάνει ο γάιδαρος
μη του κοιτάς του κώλου
τα εννιάμερα
Έγινε σαματάς; ή μήπως ο Λιγνάδης
εφούσκωσε τη γκόμενα
που κλαίει στην οθόνη;
κι απόμεινε η άμοιρη
να τρώει άσπρη σκόνη;
Τίποτα απ όλα αυτά δεν έγινε
το χρήμα ήταν ωραίο
που παίρναν απ την Λάμψη
μα τώρα που λογάριασε
την άγρια του κόσμου όψη
είπε θα πάω στην ερημιά
εκεί θα πάω, το χρήμα δε με νοιάζει
όλοι ακόμη και ο Μιχαλόπουλος
πήγε στην ερημιά να γίνει ένα τσακάλι
κι απέμεινε μόνος ο γερόλυκος
ο Γιάννης Βογιατζής, παλικαρόπουλος
να βγάζει τα σύκα απ το τσουκάλι
γιατί όλοι σύκα ήταν αυτοί
που όταν πεθάναν οι Μινωτές
ξεφούλκησαν
να πάρουν το μερίδι
οι ήρωες ηθοποιοί
να σώσουν την Ελλάδα
Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε αφού ένιωσε
του κόσμου την ανία;
Όχι, φώναξε ο Χρήστο Πολίτη
ο Χρίστο Γιάγκος είπε:
Τον Φώσκολο εμίσησα αυτόνε τον αλήτη
κι έβγαλε όλα τ άπλυτα στη φόρα
Πως λεν καμιά φορά
καλύτερα να μη μιλάς;
έτσι βγαίνουν και μερικοί δε λεω
ανώδυνοι, επώνυμοι που τους είχες ξεχάσει
να ρίξουν λάδι στη φωτιά
θα μου πεις αυτό αφορά
την περασμένη μας γενιά
ποιος νοιάζεται και ποιος πονά από τη νεολαία;
αν έκλαψε ο Νίτσε;
χαιρέτα μας τον πλάτανο
κι από τίτλο σκίζουν
αλλά μια ατάκα να πετάξουν δεν μπορούν
όλοι αυτοί οι τεράστιοι ηθοποιοί
που σαν τη Τζοις Ευήδη
θέλουν να κλέψουν τη δόξα
κάποιου Τριανταφιλλίδη Χάρη
κατά κόσμον Χάρη Κλιν
που δεν μπορούν
ούτε τα πόδια του να πλυν
Έγινε φασαρία; για κάνε μας τη χάρη!
εδώ άνεμος και φλόγα θα περνά
θα ουρλιάζει η Καραμπέτη
αυτή η θεία γκόμενα που κλαίει στη γωνία
δε λέω καλή
αλλά να ξύνεται με τόση φαντασία
σαν η Κυβέλη;
δε λέω καλή
μα δεν μπορεί κι αυτή να μου ξεφύγει
απ τα δικά μου βέλη
συνεχίζεται

 

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΚΟΥΡΑ ΚΑΠΑΡΝΤΊΝΑ

 

 


Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντό, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαμπό. Μόνος μου.
μικρά διηγήματα Κ.Π

 


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΝΟΜΊΑ

 


Κοιτάχτηκαν στα μάτια βαθιά. Έψαχνε ο ένας τον άλλον. Ο νόμος και η παρανομία.
-Λοιπόν; το πήρες απόφαση να ομολογήσεις ή θέλεις να συνεχίσουμε τα ίδια;
-Εσύ τι λες; μίλησε ο Γιάννης
-Εγώ λέω να ομολογήσεις.
-Δώσε μου ένα τσιγάρο, είπε και το πήρε απ το χέρι του. Το άναψε, τράβηξε δυο ρουφηξιές ενώ ο Αστυνόμος τον έψαχνε ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε να σπάσει τόσο εύκολα.
-Δεν έσπασα Αστυνόμε θα μπορούσα να σε παιδεύω μια ζωή και να μην ομολογήσω ποτέ αλλά δεν θέλω να σε βλέπω! δε θέλω να ξαναδώ τη φάτσα σου ποτέ! μου προξενείς αηδία. Ναι, εγώ έκλεψα τα λεφτά του φούρναρη. Θέλω όμως μια χάρη Αστυνόμε...
Ο άλλος τον κοίταξε ερωτηματικά.
-Να μου δώσεις δυο ώρες άδεια προτού με κλείσεις μέσα.
-Από μένα ζητάς άδεια; και τι θα κάνεις αυτές τις δυο ώρες; και ποιος μου εγγυάται πως θα γυρίσεις;
-Είσαι έξυπνος άνθρωπος Αστυνόμε, το ξέρεις πως θα γυρίσω, απλά θέλω να πάω να φροντίσω για τον σκύλο μου.
Πράγμα όχι περίεργο του έδωσε την άδεια, κάτι τέτοια τα έκανε ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης χωρίς να συνειδητοποιεί το γιατί. Ίσως ήθελε ν απαλύνει το βάρος τόσων άτιμων πράξεων του, ίσως για ν απαλύνει την ψυχή του που πολλές φορές δεν άντεχε τόση αγριότητα των καταστάσεων που περνούσε. Έτσι έδωσε την δίωρη άδεια στον υπόδικο Γιάννη Παράμετρο να πάει να δει τον σκύλο του που βιάστηκε να φτάσει στην παράγκα του αφού ψώνισε μερικά τρόφιμα για τον Μούργο κι δυο μπουκάλια ποτά ένα λευκό κρασί και μια ρακί για τον εαυτό του.
Ο Μούργος μόλις τον είδε όρμησε στην αγκαλιά του και κυριολεκτικά τον φιλούσε. Άνθρωπος και ζώο έγιναν ένα και κύλισαν χάμω. "Σιγά!" του φώναξε όταν κατόρθωσε ν απαλλαγεί απ την αγκαλιά του και τον πρόσεξε που ήταν σχετικά μια χαρά ενόσω έλειπε και κατάλαβε πως μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του όσο εκείνος δε θα ήταν εκεί. Θα ήταν πια ένας αδέσποτος σκύλος.
-Αδέσποτος σκύλος! μουρμούρισε. Χάρη σας κάνουν που σας λένε αδέσποτους. Δηλαδή δίχως αφεντικό! τι ωραία! φώναξε κι άνοιξε τη ρακή. Ήπιε μια γερή γουλιά, το αλκοόλ κύλισε μέσα του βαθιά, του σκισε την καρδιά, ένιωσε τον κόσμο του χαμένον. Έφαγε μια ελιά, έδωσε στο Μούργο την κονσέρβα του κι ήπιε το υπόλοιπο του μπουκαλιού μονομιάς. Ύστερα έβαλε τα κλάματα. Έκλαψε πολύ, τα δάκρυα κύλισαν πάνω στα μαλλιά του Μούργου που συνέχιζε να τον κοιτάζει λυπημένος.
-Μούργο θα πάω φυλακή, του είπε. Καταλαβαίνεις; δε θα είμαστε πια μαζί, μας χωρίζουν, εσύ ελεύθερος κι εγώ φυλακισμένος. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ φίλε, άκουσες!
΄Εστριψε τσιγάρο, άναψε, φύσηξε τον καπνό στον αγέρα. Στον ελεύθερο αέρα. Σταμάτησε το κλάμα, άνοιξε και το μπουκάλι με το κρασί κι αφού το ήπιε όλο αργά-αργά κάνοντας πολλά τσιγάρα, σηκώθηκε. Κοίταξε την ώρα, έπρεπε να γυρίσει πίσω στον Αστυνόμο, πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν δεν το θέλεις;
Αγκάλιασε για τελευταία φορά τον Μούργο και πήρε το δρόμο για να πάει στη στάση να πάρει το λεωφορείο ενώ ο Μούργος τον ακολούθησε μέχρι εκεί. Την ώρα που η πόρτα έκλεινε πίσω του, χίμηξε πάνω της να προλάβει, να μπει αλλά δεν το κατάφερε, χτύπησε, λίγο, προφυλάχτηκε, ούρλιαξε κι έμεινε στην άσφαλτο να κοιτάζει το λεωφορείο που απομακρυνόταν.
Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Έγινε ψευτοδικαστήριο για τους τύπους, διόρισαν κι έναν δικηγόρο υπεράσπισης, κάποιο ανθρωπάκι αποστεωμένο.
-Πες κάτι για να μπορέσω να σε βοηθήσω, του είπε.
-Τι να σου πω; γέλασε ο Γιάννης. Την ιστορία της ζωής μου; δε θέλω να με βοηθήσεις.
-Είσαι παράξενος άνθρωπος, είπε αυτός κι απόρησε.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε πέντε χρόνια φυλάκισης μη εξαγοραστέα. Το δικαστήριο τη δέχτηκε κι έτσι τον μετέφεραν στις φυλακές.
Οι άνθρωποι που ζουν εκεί μέσα είναι συγκεκριμένοι. Οι δεσμοφύλακες, ο Διευθυντής και οι κρατούμενοι. Οι δεσμοφύλακες λίγοι αλλά έχουν τα όπλα κι έτσι επιβάλλονται. Ο διευθυντής συνήθως κάποιος αιμοβόρος, κάποιος αποτυχημένος της έξω κοινωνίας. Τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και καμιά φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες. Η πιο διάσημη φυλακή που είχε ακούσει ο Γιάννης Παράμετρος ήταν οι φυλακές του Αλκατράζ που είναι στην Αμερική. Γενικά, είχε ακούσει και για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σαν Κουεντίν, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν, ωραία λέξη για την φιλοξενία, τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες, από τους οποίους ελάχιστοι κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τις ποινές τους όχι για να πάρουν εξιτήριο αλλά για να μην τρελαθούν εκεί
Απόσπασμα από το νέο μου μυθιστόρημα.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΑΛΑΙΌΤΗΤΑ.

 


 

Βρήκα αυτό το παλιό έργο και θυμήθηκα τον τρόπο που το ζωγράφισα αλλά και που δημιούργησα τον καμβά. Είναι φτιαγμένο το μακρινό 1974, όταν είμαι περίπου είκοσι χρονών. Πήρα, λοιπόν ένα τσουβάλι κι αφού το τέντωσα σε τελάρο το πέρασα αστάρι πλαστικό, μπρος πίσω και ύστερα, άπλωσα αραιά διάφορα χρώματα για να γίνει η επιφάνεια, ζωγραφική, όπως λέμε και κάπως σαγρέ γιατί έτσι έχουμε καλύτερα οπτικά αποτελέσματα αλλά και πρακτικά. Περιττό να τονίσω πως όλο αυτό γίνεται χωρίς να έχω διδαχτεί κάτι περί αυτού, όπως και για τον τρόπο που θα ζωγράφιζα πάνω σ αυτό το σακί. Τα πλαστικά στεγνώνουν γρήγορα και μ ένα στραβό μολύβι κι ένα χοντρό μεγάλο πινέλο, άρχισα να σχεδιάζω την εικόνα μιας νέας γυναίκας που είχα στο μυαλό μου και κάπως σαν τις γυναίκες που ζωγράφιζε ο Ντελακρουά. Ίσως, όμως, επειδή μου είχε εντυπωθεί στη μνήμη από διάφορες ζωγραφιές παρόμοιων γυναικών, προσπάθησα να φτιάξω το πρόσωπο της που ήθελα να είναι μια Ελληνίδα, που κουβαλάει στον ώμο κάτι μπλε, όχι αναγκαστικά τη σημαία αλλά καλύτερα ένα ρούχο, που τελικά το έκανα κόκκινο και να δρασκελάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, μ ε ύφος λυπημένο αλλά και όμορφο. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει αυτό το έργο που ξανακοιτάω σήμερα μετά σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια και μια παράξενη συναίσθηση με πιάνει και λίγη περιέργεια για τον τρόπο που ζωγράφιζα τότε, τη φιγούρα μιας γυναίκας που δεν είχα μοντέλο, από τη φαντασία μου όλα, τα μάτια, το λοξό βλέμμα. ο τρόπος που σφίγγει το ρούχο, το ένα στήθος, το άχνουδο αιδοίο, το άλλο χέρι που κρατιέται στο περβάζι και ο τρόπος που δρασκελάει στο άνοιγμα. Στο φόντο κάτι σαν κολώνες, κάτι σαν μπαλκόνι και ναι δεν είναι πόρτα αλλά παράθυρο αυτό που δρασκελάει η γυναίκα. 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΕΜΟΧΤΥΠΗΜΈΝΟΙ.

 

 


Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά.
Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς: αυτούς που βρίσκονται κάπου εκεί στα έξι, στα εφτά τους χρόνια. Ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερους. Αυτή η ηλικία παρέχει ίσως τη μεγαλύτερη αθωότητα. Ίσως τα πιο αγνά μάτια, τα πιο υπέροχα χέρια που κινούνται και δείχνουν αυτό που θέλουν χωρίς καμιά σκοπιμότητα.
Χτες το προμεσήμερο καθόμουν στο εργαστήρι και διάβαζα τις εφημερίδες πίνοντας καφέ. Κόσμος λίγος κυκλοφορούσε, αραιός, η Μαυρομιχάλη δεν έχει πυκνή κίνηση και ετοιμαζόμουν να πάω καμιά βόλτα στον ήλιο, όταν στάθηκαν στην πόρτα μια κοριτσούλα με τη μαμά της. Η κοριτσούλα με ένα φανταχτερό χαμόγελο, όρμησε μέσα! Η μαμά έμεινε διστακτική αλλά καλωσυνάτη να κοιτάζει.
-Α! εγώ δεν έχω ξαναδεί πραγματικούς πίνακες! φώναξε κι έκανε το γύρο του εργαστηρίου, κοιτάζοντας, αγγίζοντας.
-Μην αγγίζεις Αιμιλία, είπε η μητέρα της.
-Αφήστε την, δεν πειράζει ας αγγίξει, είπα παρατηρώντας το όλο σκηνικό με πραγματική απόλαυση της εικόνας και της δράσης.
Η μικρή Αιμιλία στην πρώτη Δημοτικού πήγαινε, άστραφτε από χαμόγελο και κίνηση. Με ρωτούσε διάφορα και στο τέλος είπε στη μητέρα της πως ήθελε να της αγοράσει ένα έργο! Μάλιστα είχε σταθεί σε ένα από τα περισσότερο πολύπλοκα. Η μητέρα της υποσχέθηκε πως θα της έκανε το χατήρι αλλά άλλη φορά επειδή δεν κρατούσε μαζί της χρήματα. Κι έτσι η Αιμιλία μούτρσε λιγάκι, όχι πολύ. Εγώ την προέτρεψα να πάρει μια πετρούλα απ αυτές που ζωγραφίζω στη θάλασσα. Διάλεξε μια και με κοίταζε στα μάτια. Να την πάρω; άνοιξε τα δικά της. Ναι, στη χαρίζω, της είπα.
Πήρε την πέτρα στο υψωμένο χέρι της, η μητέρα με ευχαρίστησε κι έφυγαν. Κανένας μεγάλος δεν μπορεί να συμπεριφερθεί έτσι, σκέφτηκα. Τόσο απλά, τόσο γενναία. Είμαστε κλεισμένοι σε ένα τεράστιο δωμάτιο και βλέπουμε τον κόσμο μας σα μια κλειδαρότρυπα.

 

ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ

    Τα συμπεράσματα σου γι αυτή τη ζωή όσο εξαίσια κι αν σου φαινόταν, δεν ήταν. Μια απρόοπτη κατάσταση είναι το πέρασμα απ τη μια στιγμή στ...