- Όταν πρέπει να σκεφτείτε κάνετε μώκο.
Μέρα, μεσημέρι. Εσωτερικό. Στην είσοδο ενός σουπερ μάρκετ, διαβαίνει ο Α. Είναι πεινασμένος αξιοθρήνητος. Στην δεξιά τσέπη του, σφίγγει ένα σαρανταπεντάρι. Με σταθερό βήμα κατευθύνεται στο ταμείο. Το σουπερ μάρκετ είναι σχεδόν άδειο κείνη την ώρα. Αυτό τον βολεύει. Στο ταμείο κάθεται η άγνωστη που συντρόφευε τον Β. Μόλις συναντιούνται τα μάτια τους, ξαφνιάζεται. "Τι θέλετε;" ψελλίζει. Αυτός της προτείνει το πιστόλι. " Βάλε τα λεφτά σε μια σακούλα!" την προστάζει σφυριχτά. Η άγνωστη διστάζει. " Κάνε αυτό που σου λέω! τα χρειάζομαι για τους φτωχούς. Γρήγορα!" ξαναδιατάζει. Η άγνωστη αδειάζει το ταμείο σε μια τσάντα. Νάιλον ή ότι έχει. Ωστόσο από το βάθος εμφανίζεται ένας σεκιουριτάς. Κρατάει πιστόλι και σημαδεύει τον πρωταγωνιστή που γυρίζει και τον αιφνιδιάζει. Πυροβολεί και το πιστόλι του σεκιουριτά, εκσφενδονίζεται πέρα. Πέφτει επάνω του και με δυο μπουνιές ξεκαθαρίζει την κατάσταση. Πάντα έτσι συμβαίνει. Η άγνωστη τον κοιτάζει με θαυμασμό. Αυτός της δίνει ένα φιλί κι εξαφανίζεται.
Πλατεία. Παγκάκια. Πεινασμένοι, Κούρδοι, Πακιστανοί, Έλληνες, ρακένδυτοι όλου του κόσμου, με σβησμένα μάτια, εκλιπαρούν ένα ξεροκόμματο. Ο Α καταφτάνει ανάμεσα τους. Από την σακούλα, βγάζει και μοιράζει τα λεφτά. Οι πεινασμένοι ορμάνε Παίρνει ο καθένας ότι μπορεί. Κάποιοι του ξεσχίζουν το πουκάμισο αφού δεν προλαβαίνουν να πάρουν λεφτά, άλλοι το παντελόνι. Το σλιπάκι. Τον αφήνουν εντελώς γυμνό κι ύστερα το βάζουν στα πόδια. Ένα τσούρμο μπάτσοι που παρακολουθούσε την σκηνή, έκπληκτοι ορμάνε κατά εκεί. Σβέλτα ο Α τρέχει προς ένα αυτοκίνητο, ξένο, πως τα βρίσκουν ανοιχτά τα αυτοκίνητα οι πρωταγωνιστές είναι άγνωστο και ως δια μαγείας μπαίνει μέσα, βάζει μπρος ως δια μαγείας, αναπτύσσει ταχύτητα..... συνεχίζεται.
ΠΟΤΗΣ
Καθόταν στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Μάλιστα επειδή δεν είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και τα λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο προτού κάψει την κιτρινισμένη του απ΄την νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά τα ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη ρετσίνα, τράβαγε γeρές ρουφηξιές θανάτου, στόχευε την καρδιά του και δεν του καίγονταν καρφί, αν πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο του.. πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του είπε και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό του κι αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έπεσε καταγής κι ο γέρος χώθηκε με μιας κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες, κάτω απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα και την ρούφηξε ενώ τα μάτια του τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του ποτού και του τσιγάρου. Όταν ανορθώθηκε, τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι αμέσως, το καθισμένος στο απόμερο παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής, χαμογελώντας, σαν να ήξερε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε πως όποιος έχει υπάρξει καπνιστής και το κοψε, κάποια μέρα θα ξαναφουμάρει ο διάολος να σκάσει Στις Δημοκρατικές κοινωνίες, δεν επιτρέπονται οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γ.Πανούσης, μιλώντας για την απαγόρευση του τσιγάρου, κι ο γέρων περηφανεύτηκε, ανάβοντας με την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το τελευταίο τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ αγαπώ, πως ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, άρα και ο καθηγητής, που ήξερε τόσα πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του τσιγάρο στην πραγματικότητα, αφού σε λίγο είχε πεθάνει, είχε γείρει, με βλέμμα άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό, του έκαιγε τα σπάργανα του νου.
Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Τέλος πάντων. Ας δεχτούμε πως και ο καθένας φταίει για την ηλιθιότητα των άλλων.
.πρόβλεψα το τέλος των θρησκειών στη δική μου γενιά αλλά μάλλον έπεσα έξω.
Πήγα μια βόλτα. Όχι μακρινή, μέχρι το Θησείο. Κάθισα σε ένα παγκάκι, εκεί στο παζάρι, λιγόπρωο ήταν ακόμα, κάθισα να χαζεύω. Ενα πανηγύρι άρχισε να κλώθεται, γύρω μου κι έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών να συνωστίζονται, να κάνουν αστεία μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα πάρει το καλύτερο πόστο στην αγορά. Άνθρωποι απ όλον τον κόσμο, παγκοσμιοποίση, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή με κέντρισαν πεντε-έξι τύποι, που έστησαν ένα χαροκούτι κι άρχισαν να παίζουν τον παππά. Το γνωστό παιχνίδι. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που΄ναι ο παππάς. Τα χαρτιά έπαιζε μια χοντρή τεραστίων διαστάσεων. Έλα βάλε πενήντα, κάτω εσύ, πάνω εσύ, έλα πάρε, κι εδιναν το πενηντάρικο ο ένας στον άλλον, οι αβανταδόροι μεταξύ τους, περιμένοντας το θύμα. Σε λίγο ο ενας τσιλιαδόρος που ηταν μπροστα μου έδωσε σύρμα. Ως δια μαγείας διαλύθηκαν όλοι, όλα έγιναν καπνός, το χαρτοκούτι έφαγε μια κλωτσιά, τα χαρτιά κρυφτηκαν στην ρόδα ενος αυτοκινήτου, οι αβανταδόροι βόλταραν αδιάφορα και είχε μια πλάκα να τους βλέπεις, σαν στην οθόνη ενος κινηματογράφου, τα πάντα γινόταν στην εντέλεια. Ένα μάθημα που το είχαν μάθει χρόνια. Μόλις έφυγε η Αστυνομία, το σκηνικό επαναλήφτηκε, εδω παππάς, εκεί παππάς, περιμένοντας το θύμα που κάποτε έσκασε μύτη και ήταν ένας μουγγός κακομοίρης, που του πήραν σχεδόν μαγικά διακόσια ευρώ, που να καταλάβει ο κακομοίρης, δεν μπορούσε και να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί και οι παπατζήδες εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας όπως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί. Αυτή είναι η Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ένα ατέλειωτο παπαδιλίκι, εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι παππάς;
Κατάλαβα πως η ζωή είναι πολύ σκληρή και αδιαπραγμάτευτη σ αυτά που ορίζει. Δώδεκα με δεκατρία σου λέει πως θα μεγαλώσει το πέος, και μεγαλώνει χωρίς να σε ρωτήσει κανείς αν θέλεις ή δε θέλεις να γίνει αυτό. Ξαφνικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την ηδονή, όχι πως δεν σε είχε προειδοποιήσει αλλά δεν το περίμενες έτσι. Μικρό, μεγάλο, ευαίσθητο, αιχμηρό αντικείμενο, σάρκα ιδιότροπη για τον καθένα
Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.
κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τα έχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ Υπάρχει χυδαίο στην τέχνη; Όπως υπάρχει στη ζωή, έτσι και στην τέχνη. Ζωγραφίζοντας αυτό το γυμνό, κάποιοι είπαν, ...