Πήγα μια βόλτα. Όχι μακρινή, μέχρι το Θησείο. Κάθισα σε ένα παγκάκι, εκεί στο παζάρι, λιγόπρωο ήταν ακόμα, κάθισα να χαζεύω. Ενα πανηγύρι άρχισε να κλώθεται, γύρω μου κι έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών να συνωστίζονται, να κάνουν αστεία μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα πάρει το καλύτερο πόστο στην αγορά. Άνθρωποι απ όλον τον κόσμο, παγκοσμιοποίση, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή με κέντρισαν πεντε-έξι τύποι, που έστησαν ένα χαροκούτι κι άρχισαν να παίζουν τον παππά. Το γνωστό παιχνίδι. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που΄ναι ο παππάς. Τα χαρτιά έπαιζε μια χοντρή τεραστίων διαστάσεων. Έλα βάλε πενήντα, κάτω εσύ, πάνω εσύ, έλα πάρε, κι εδιναν το πενηντάρικο ο ένας στον άλλον, οι αβανταδόροι μεταξύ τους, περιμένοντας το θύμα. Σε λίγο ο ενας τσιλιαδόρος που ηταν μπροστα μου έδωσε σύρμα. Ως δια μαγείας διαλύθηκαν όλοι, όλα έγιναν καπνός, το χαρτοκούτι έφαγε μια κλωτσιά, τα χαρτιά κρυφτηκαν στην ρόδα ενος αυτοκινήτου, οι αβανταδόροι βόλταραν αδιάφορα και είχε μια πλάκα να τους βλέπεις, σαν στην οθόνη ενος κινηματογράφου, τα πάντα γινόταν στην εντέλεια. Ένα μάθημα που το είχαν μάθει χρόνια. Μόλις έφυγε η Αστυνομία, το σκηνικό επαναλήφτηκε, εδω παππάς, εκεί παππάς, περιμένοντας το θύμα που κάποτε έσκασε μύτη και ήταν ένας μουγγός κακομοίρης, που του πήραν σχεδόν μαγικά διακόσια ευρώ, που να καταλάβει ο κακομοίρης, δεν μπορούσε και να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί και οι παπατζήδες εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας όπως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί. Αυτή είναι η Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ένα ατέλειωτο παπαδιλίκι, εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι παππάς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου