Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΥΤΥΧΊΑΣ

 


 

Μέρα, μεσημέρι. Εσωτερικό. Στην είσοδο ενός σουπερ μάρκετ, διαβαίνει ο Α. Είναι πεινασμένος αξιοθρήνητος. Στην δεξιά τσέπη του, σφίγγει ένα σαρανταπεντάρι. Με σταθερό βήμα κατευθύνεται στο ταμείο. Το σουπερ μάρκετ είναι σχεδόν άδειο κείνη την ώρα. Αυτό τον βολεύει. Στο ταμείο κάθεται η άγνωστη που συντρόφευε τον Β. Μόλις συναντιούνται τα μάτια τους, ξαφνιάζεται. "Τι θέλετε;" ψελλίζει. Αυτός της προτείνει το πιστόλι. " Βάλε τα λεφτά σε μια σακούλα!" την προστάζει σφυριχτά. Η άγνωστη διστάζει. " Κάνε αυτό που σου λέω! τα χρειάζομαι για τους φτωχούς. Γρήγορα!" ξαναδιατάζει. Η άγνωστη αδειάζει το ταμείο σε μια τσάντα. Νάιλον ή ότι έχει. Ωστόσο από το βάθος εμφανίζεται ένας σεκιουριτάς. Κρατάει πιστόλι και σημαδεύει τον πρωταγωνιστή που γυρίζει και τον αιφνιδιάζει. Πυροβολεί και το πιστόλι του σεκιουριτά, εκσφενδονίζεται πέρα. Πέφτει επάνω του και με δυο μπουνιές ξεκαθαρίζει την κατάσταση. Πάντα έτσι συμβαίνει. Η άγνωστη τον κοιτάζει με θαυμασμό. Αυτός της δίνει ένα φιλί κι εξαφανίζεται.

Πλατεία. Παγκάκια. Πεινασμένοι, Κούρδοι, Πακιστανοί, Έλληνες, ρακένδυτοι όλου του κόσμου, με σβησμένα μάτια, εκλιπαρούν ένα ξεροκόμματο. Ο Α καταφτάνει ανάμεσα τους. Από την σακούλα, βγάζει και μοιράζει τα λεφτά. Οι πεινασμένοι ορμάνε Παίρνει ο καθένας ότι μπορεί. Κάποιοι του ξεσχίζουν το πουκάμισο αφού δεν προλαβαίνουν να πάρουν λεφτά, άλλοι το παντελόνι. Το σλιπάκι. Τον αφήνουν εντελώς γυμνό κι ύστερα το βάζουν στα πόδια. Ένα τσούρμο μπάτσοι που παρακολουθούσε την σκηνή, έκπληκτοι ορμάνε κατά εκεί. Σβέλτα ο Α τρέχει προς ένα αυτοκίνητο, ξένο, πως τα βρίσκουν ανοιχτά τα αυτοκίνητα οι πρωταγωνιστές είναι άγνωστο και ως δια μαγείας μπαίνει μέσα, βάζει μπρος ως δια μαγείας, αναπτύσσει ταχύτητα..... συνεχίζεται.




ΠΟΤΗΣ

Καθόταν στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου. Μάλιστα επειδή δεν είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και τα λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο προτού κάψει την κιτρινισμένη του απ΄την νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά τα ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη ρετσίνα, τράβαγε γeρές ρουφηξιές θανάτου, στόχευε την καρδιά του και δεν του καίγονταν καρφί, αν πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο του.. πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του είπε και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό του κι αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έπεσε καταγής κι ο γέρος χώθηκε με μιας κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες, κάτω απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα και την ρούφηξε ενώ τα μάτια του τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του ποτού και του τσιγάρου. Όταν ανορθώθηκε, τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι αμέσως, το καθισμένος στο απόμερο παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής, χαμογελώντας, σαν να ήξερε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε πως όποιος έχει υπάρξει καπνιστής και το κοψε, κάποια μέρα θα ξαναφουμάρει ο διάολος να σκάσει Στις Δημοκρατικές κοινωνίες, δεν επιτρέπονται οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας, Γ.Πανούσης, μιλώντας για την απαγόρευση του τσιγάρου, κι ο γέρων περηφανεύτηκε, ανάβοντας με την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το τελευταίο τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ αγαπώ, πως ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του, άρα και ο καθηγητής, που ήξερε τόσα πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του τσιγάρο στην πραγματικότητα, αφού σε λίγο είχε πεθάνει, είχε γείρει, με βλέμμα άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό, του έκαιγε τα σπάργανα του νου.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΥΤΥΧΊΑΣ

    Μέρα, μεσημέρι. Εσωτερικό. Στην είσοδο ενός σουπερ μάρκετ, διαβαίνει ο Α. Είναι πεινασμένος αξιοθρήνητος. Στην δεξιά τσέπη του, σφίγγει...