Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

EMEIΣ

 


 

Δεν πήρα τίποτα μαζί μου
Ούτε το μαύρο τζιν που σου άρεσε τόσο
Ούτε την λύπη σου που έφευγα.
Σκέφτηκα μονάχα πως το Καλοκαίρι
Θα βρισκα μια καινούρια αγάπη
..κι έπειτα, λίγος είναι ο τόπος
μπορεί να χαθούμε σε τόσο λίγο τόπο;
Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους.
Δεν πήρα επίτηδες τίποτε μαζί μου
επειδή ήταν σίγουρο πως θα ξαναγυρίσω
-το μαύρο τζιν σχισμένο στο δεξί γόνατο
μην ξεχάσεις να το ράψεις-
αν και πάντα μου άρεσαν οι σχισμές
εκεί που κρύβουν οι άνθρωποι τις ανημπόριες τους.
Δεν πήρα τίποτε μαζί μου.
ΠΟΙΗΣΗ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΠΕΠΌΝΙ

 


Με παίρνει μια στο τηλέφωνο.
-Είστε συγγραφέας; με ρωτάει.
-Μάλιστα, απαντώ.
-Τι γράφετε;
-Διάφορα. Διηγήματα, μυθιστορήματα...
-Γράφετε και σεξουαλικά; με διακόπτει.
-Γράφω! ξαφνιάζομαι. Γιατί;
-Ξέρετε εγώ είμαι παντρεμένη, μου λέει.
-Και τι φταίω εγώ;
-Θέλω να μου πείτε τι να κάνω για να μη μυρίζει το ψυγείο μου πεπονίλα!
-Να μη βάζετε το πεπόνι στο ψυγείο! και της το κλεισα.
Μετά από λίγο ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. Το κοιτάζω σκωπτικά και το σηκώνω.
-Λέγετε.
-Ξέρετε, είμαι εγώ με το πεπόνι, μου λέει κλαίγοντας γοερά.
-Σιγά κυρία μου! τι έγινε και κλαίτε;
-Με χτύπησε ο άντρας μου, σας είπα είμαι παντρεμένη...
-Και γιατί σας χτύπησε;
-Πέταξα τα πεπόνια...
-Πόσα πεπόνια;
-Πέντε-έξι!
-Και γι αυτό σας χτύπησε; επιμένω.
Ξέρετε κάνει πεπονοθεραπεία! και μου το κλεισε.

 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΌΝ

 


Περίεργο. Μερικές φωτογραφίες μας σημαδεύουν ολόκληρη ζωή. Ίσως η στιγμή που μας συνέλαβε ο φακός, τα συναισθήματα που θέλουμε να φανερώσουμε, ο τρόπος του πως μας βλέπουν οι άλλοι και πως κοιτάμε εμείς τον κόσμο. Μπορεί να είναι μοναδικές, λες και τραβήχτηκαν για κάποιο σκοπό αλλιώς δεν εξηγείται που τις ξεχωρίζουμε για να μας θυμίζουν ωραίες ή άσχημες στιγμές από το παρελθόν, γιατί, μια φωτογραφία δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από παρελθόν, που όσο περνάνε τα χρόνια μας θυμίζει αδυσώπητα, πόσο περαστικοί υπάρχουμε σ αυτό τον τόπο κι ακόμα πως η σάρκα μας αλλάζει απίστευτα γρήγορα, πως όλα συμβαίνουν ξαφνικά, όπως ξαφνικά γεννηθήκαμε και ήρθαμε μόνοι σ αυτόν τον κόσμο, που όταν πεθάνουμε ούτε αυτή θα μείνει και άρα, μερικές φωτογραφίες είναι ωραίες μόνο για τη ζωή, για τη χαρά, για την όλβια νιότη.
Αυτές οι φωτογραφίες που μας χαρακτηρίζουν είναι λίγες, όπως αυτή εδώ που είναι μια αντιπροσωπευτική δικιά μου και πολύς κόσμος με έχει ταυτίσει μ αυτήν. Θυμάμαι πως την είχε τραβήξει ο Νίκος Κουγιούφας, ένας φίλος παλιός. Δάσκαλος, καλόκαρδος, πότης και ερασιτέχνης φωτογράφος με μέτρια χαρακτηριστικά προσώπου, μάλλον απ αυτούς τους τύπους που μερικοί ονομάζουν κακάσχημους, ιδιαίτερα κάτι γυναίκες, αλλά ο Νίκος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το πως ήταν η μορφή του, έβγαζε φωτογραφίες όλη την παρέα, ιδιαίτερα κι εμένα χωρίς ποτέ να στήνει το σκηνικό ή να συμβουλεύει πως να ποζάρουμε κι έτσι δε θυμάμαι πως προέκυψε το τσιμπούκι που ναι μεν κάπνιζα εκείνο τον καιρό για λίγο αλλά ποτέ δεν υπήρξε αξεσουάρ της παρουσίας και της εμφάνισης μου-όσο για το τι σκεφτόμουν τη στιγμή που άστραφτε το φλας, είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς απόλυτα, απλώς θυμάμαι πως ήμουν σε δύσκολες μέρες για τη ζωή και το μέλλον.

 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

ΣΗΜΕΊΑ

 


Εικαστικές δημιουργίες σε τοίχους κτιρίων επί της Καλλιδρομίου από τον ζωγράφο Κ. Πλιάτσικα.
Ανεβαίνοντας κάποιος την Καλλιδρομίου, αυτόν τον κεντρικό δρόμο των Εξαρχείων, λίγο πριν από τη διασταύρωση με την Μπενάκη, βλέπει ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στη γειτονιά. Τοίχοι ζωγραφισμένοι, ολόκληροι, σε κτίρια της περιοχής. Μεγάλες επιφάνειες, τετραγωνικά μέτρα ολόκληρα, στολισμένα με παραστάσεις, διανθισμένες συχνά με στίχους ποιητών, παραπέμπουν πότε στο παλιό, πότε στο σύγχρονο και το μοντέρνο, πότε στο κλασικό.
Ολα όμως τα έργα φαίνονται πως έχουν γίνει από το ίδιο χέρι, τον ίδιο δημιουργό. Που εργάζεται όχι πολύ μακριά από κει όπου έλαβε χώρα αυτή η μεγάλων διαστάσεων εικαστική παρέμβαση. Το εργαστήρι του Κώστα Πλιάτσικα βρίσκεται λίγο παρακάτω, επί της Καλλιδρομίου, στον αριθμό 55.
Ο Πλιάτσικας είναι παιδί των Εξαρχείων, αν και Ηπειρώτης. Από τα 15 του στην πρωτεύουσα, αφού παράτησε το σχολείο, καταπιάστηκε με ένα σωρό δουλειές. Πάντοτε όμως η κύριά του ασχολία ήταν η ζωγραφική - και η συγγραφή. Πριν από χρόνια, αφού έδρασε στην Αθήνα ως ζωγράφος, εκδότης περιοδικών, σεναριογράφος για τον κινηματογράφο, απέδρασε στην πατρίδα του, για λίγο όμως.
Εδώ και ενάμιση χρόνο, ο Κ. Πλιάτσικας φέρνει τον κόσμο σ' επαφή με την τέχνη, έξω, στο δρόμο. Καταθέτει τη δική του άποψη για την πολιτιστική αναβάθμιση όχι μόνο των Εξαρχείων, αλλά και άλλων συνοικιών της πρωτεύουσας. Κάτι σαν το γκράφιτι ή μήπως όχι ; «Οχι ακριβώς», λέει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, «δεν είναι απλή συνθηματολογία ή τέχνη του σπρέι -είναι ζωγραφική και η τέχνη αυτή στόχο έχει πάντα την ανάδειξη του ωραίου» προσθέτει. Και επειδή η λέξη παράγεται από το «ζω και γράφω» ο καλλιτέχνης πιστεύει πως έτσι μπορεί ν' αλλάξει και η διάθεση των κατοίκων. «Να μπει λίγη ομορφιά στην πόλη, στην καθημερινότητά μας, να φύγει η ασχήμια» τονίζει και μας δείχνει έναν άλλο τοίχο, παραδίπλα, γεμάτο με συνθήματα-πάνω στα συνθήματα, και γκράφιτι ξεθωριασμένα. «Πριν από λίγο καιρό, όλοι εδώ γύρω, αποφασίσαμε πως αυτό μπορεί να αλλάξει».
Τοίχοι ζωγραφισμένοι ολόκληροι σε κτίρια της περιοχής δίνουν ένα διαφορετικό τόνο στη γειτονιά της Αθήνας
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η μεταμόρφωση. Ο κάτοικος της απέναντι πολυκατοικίας παράγγειλε το πρώτο έργο (που ήταν και το μεγαλύτερο, καλύπτοντας ολόκληρο το τετράγωνο, ώς το ύψος του πρώτου ορόφου). Η δουλειά ξεκινούσε με το πρώτο βάψιμο. Καθαρίστηκε η επιφάνεια, ύστερα βάφτηκε. Βήμα βήμα, μπογιατζής και ζωγράφος συνεργάστηκαν, ο πρώτος προετοιμάζοντας το υπόβαθρο, το έδαφος πάνω στο οποίο θα δουλέψει ο δεύτερος. Σιγά σιγά γέμισε ο τόπος. Πρόσωπα, η Χαρούλα, η Τζένη, ο Τζέιμς, ο Ρίτσος, φυσιογνωμίες γνωστές στους πολλούς αλλά και άγνωστες, βγαλμένες από τη φαντασία του καλλιτέχνη. Τώρα το κτίριο, όπως και άλλα που ακολούθησαν, άλλαξε όχι μόνο όψη. Αλλαξε...ρόλο και από μια ακόμη αρχιτεκτονική πρόταση, καλλιτεχνικά καταδικασμένη στη μονοτονία, τώρα ξεχωρίζει, μέσα στο χρώμα, την εικόνα, τα ρητά και τα στιχάκια του. Σύντομα ακολούθησαν κι άλλες παραγγελίες. Που τραβούν το βλέμμα κι αλλάζουν το αστικό, βαρυφορτωμένο τοπίο. «Κόσμος πάει κι έρχεται» λέει ο ζωγράφος «με κάμερες στο χέρι, φωτογραφίζουν, ρωτούν για τα έργα, ενδιαφέρονται» λέει ο ζωγράφος.
Πάνω από την Καλλιδρομίου, ο λόφος του Στρέφη, τελευταίο φυσικό σύνορο πριν ξεκινήσει, προς τα κάτω, η κυριαρχία του τσιμέντου. Ο δρόμος αυτός, με τη δική του ιστορία, όπως λέει και το τραγούδι, από τους πιο ζωντανούς του κέντρου. Εκεί το «ιστορικό» αστυνομικό τμήμα, παρακάτω τα μπαράκια, η πλατεία και ολόγυρα αυτό το κλίμα ανοχής που μόνο τα Εξάρχεια φαίνεται πως διατηρούν χρόνια τώρα.
Παρά τις κατά καιρούς ταραχές. Ή την έντονη αστυνόμευση των τελευταίων μηνών (και ημερών) που είναι τόσο έντονη, που τα Εξάρχεια κάποιες ώρες της ημέρας θυμίζουν κατεχόμενη περιοχή. Και αν η τέχνη αλλάζει τον άνθρωπο, τότε το εγχείρημα αυτό του ζωγράφου και των κατοίκων αυτής της γειτονιάς, ποτέ άλλοτε δεν είχε τόση σημασία. Και τα Εξάρχεια μοιάζουν να καλοδέχονται αυτήν την αλλαγή.
Του ΔΗΜ. ΡΟΥΤΣΩΝΗ
Ελευθεροτυπία

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Η ΜΕΓΆΛΗ ΈΚΡΗΞΗ

 

 


 Ξέρεις, μια ωραία εικόνα είναι αυτή: δεν μετάνιωσα που σε αγάπησα, μετάνιωσα που δε σε ξέχασα.
Καλύτερα εχθρός παρά κόλαξ.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να έγινε κάποτε το Μπινγκ μπάγκ, η μεγάλη έκρηξη. Ο κόσμος υπάρχει από μόνος του.
Ποιο να είναι άραγε το πιο ωραίο πράγμα που έζησες; ρωτώ τον εαυτό μου και δεν ξέρει να μου απαντήσει. Ή δε θέλει. ίσως εσείς που ξέρετε πιο πολλά από μένα να απαντήσετε.

Έχετε ξυριστεί καμιά φορά χωρίς καθρέφτη;

Βιαστικό σιγάρο, ξευτίλα.
Σαν το γαμίσι στην τουαλέτα με μια ξένη με έναν άντρα που δεν τον ήξερες ποτέ.

Τι ήθελες να κάνεις το πρωί και το βράδυ;

Κοίταξε τώρα! εγώ μπορώ να συγκρουστώ με τον Επίκουρο, τον φιλόσοφο των ηδονών, να πω πως αρχή του κόσμου δεν είναι η ηδονή και θα το κάνω αν το συμπεραίνω. Σ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που ζούμε ο Αϊνστάιν είναι μετριοπαθής, ο Μάρκ Ζούκερμπεργκ μεγαλοφυής. Κατά βάθος είμαι μετριοπαθής, ή επιεικής με τον άνθρωπο. Αίφνης δεν υπάρχει πια κανένας Αλέν Ντελόν, καμία Βουγιουκλάκη να απειλεί τη σοβαροφάνεια μας. Ξέρεις σου λέω μερικά πράγματα που σκέφτομαι κι αν δεν συμφωνείς εγώ είμαι εδώ για να τα κουβεντιάσουμε.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

βιογραφικό

 

  1. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ


    Ο Κώστας Πλιάτσικας γεννήθηκε το 1954 στην Θεσπρωτία. Είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος και συγγραφέας
    Μαθητής ακόμη του Δημοτικού έδειξε το έμφυτο ταλέντο του στην ζωγραφική και την λογοτεχνία. Αργότερα στο γυμνάσιο έγινε ακόμα πιο εμφανής αυτή του η ροπή προς τις καλές τέχνες γενικότερα.
    Δεν τελείωσε τις Λυκειακές του σπουδές στην Ηγουμενίτσα γιατί εκδιώχθηκε απ’ όλα τα Λύκεια της χώρας, εξ αιτίας του επαναστατικού του χαραχτήρα, μεσούσης της χούντας των συνταγματαρχών.
    Μετά την στρατιωτική θητεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου έζησε περίπου τριάντα χρόνια. Εκεί ήρθε σε επαφή με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Τον πρώτο καιρό, ασχολήθηκε περισσότερο με την συγγραφή. Εκδίδει τρία βιβλία:
    1] ΙΚΕΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ [Μεγάλο στρατιωτικό, αντιμιλιταριστικό αφήγημα.]
    2] ΝΈΟΝ ΈΡΓΟΝ Η ιστορία ενός τρομοκράτη:Μυθιστόρημα.
    3] ΌΛΑ ΜΟΙΆΖΟΥΝ ΚΑΛΆ:Θεατρικό.
    Ταυτόχρονα, εκδίδει και διευθύνει το πολιτιστικό περιοδικό <ΔΡΟΜΟΣ> Στα τεύχη του, κυριαρχούν η ζωγραφική,η λογοτεχνία, η γλυπτική και γενικότερα η παρουσίαση και η κριτική των τεχνών.
    Ωστόσο ζωγραφίζει και σκιτσάρει συνέχεια ενώ παρακολουθεί για λίγο καιρό, μαθήματα ζωγραφικής, στο εργαστήρι του Γιάννη Τσαρούχη, με τον οποίο τους συνδέει φιλία και η αγάπη για τη φιλοσοφία και την εξέλιξη των τεχνών. Παράλληλα, γνωρίζει πολλούς από τους σύγχρονους ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες, ποιητές, συγγραφείς, συνθέτες, στιχουργούς. Τότε συμμετέχει στη συγγραφή του σεναρίου για την ΓΚΡΈΚΑ ΦΙΛΜ με τίτλο <ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΝΗΛΊΚΩΝ> που γυρίζει ταινία ο σκηνοθέτης Νίκος Παπαμαλής.
    Βιοποριστικά, κατά καιρούς κάνει διάφορες δουλειές. Από πλασιέ, οικοδόμος, μανάβης, υπάλληλος έως ότου δημιουργεί μια εταιρία επιγραφών. Ο ίδιος, σχεδιάζει, εκτελεί μεγάλες επιφάνειες,διαφημιστικές.
    Το θεατρικό του <ΌΛΑ ΜΟΙΆΖΟΥΝ ΚΑΛΆ> ανεβαίνει στο πειραματικό θέατρο ΟΥΤΟΠΊΑ στο Μπραχάμι. Στις πρώτες παραστάσεις πρωταγωνιστεί και ο ίδιος.
    Παίρνει μέρος για πρώτη φορά σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, στην Αθήνα, στον Πειραιά σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
    Το 1992 εγκαταλείπει τις διαφημίσεις. Ανοίγει εργαστήρι ζωγραφικής στον Πειραιά. Ταυτόχρονα σκιτσάρει και γράφει σε διάφορες Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά.
    Το 2000 επιστρέφει για λίγο στην Ηγουμενίτσα. Ζωγραφίζει πολλά έργα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Κάνει δυο ατομικές εκθέσεις. Μία με παραδοσιακά τοπία της περιοχής και έτερη με αντιπροσωπευτικά του έργα, ανθρωποκεντρικά, εκεί όπου ο Πλιάτσικας, ξετυλίγει το μεγάλο του ενδιαφέρον για την ζωή και την αγωνία για την εξέλιξη του ανθρώπου.
    Γράφει και σκιτσάρει στην εφημερίδα <ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΉ> περίπου δυο χρόνια. Ασχολείται επίσης με την γλυπτική.[πηλό,ξύλο κ.λ.π.] στο εργαστήρι που διαθέτει στο κέντρο της πόλης από το 2003. Ταυτόχρονα παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε μικρούς και μεγάλους.
    Από το 2006 εκδίδει και διευθύνει το πολιτιστικό και σατιρικό περιοδικό <ΔΙΑΣΧΊΖΩ> παρέα με τον ακάματο φιλόσοφο-γεωππόνο, Περικλή Σοφούρη.
    Τελειώνει τα υπό έκδοση μυθιστορήματα,<ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ> και την <ΔΈΚΑΤΗ ΤΡΊΤΗ ΏΡΑ>Επίσης, δυο συλλογές διηγημάτων. Η μια με τίτλο <ΕΡΩΤΙΚΑ ΔΙΗΓΉΜΑΤΆ> και η δεύτερη <ΕΝΑΝΤΊΟΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ> με περισσότερη φιλοσοφική και κοινωνική οπτική. Ακόμα, δυο θεατρικά. Μια επιθεώρηση και ένα δράμα με τίτλο <ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ>

    Το 2007 επιστρέφει στην Αθήνα. Ανοίγει το εργαστήρι ζωγραφικής στην οδό Καλλιδρομίου. Ετοιμάζει και πραγματοποιεί δυο ατομικές εκθέσεις σε ιδιωτικούς χώρους. Παράλληλα συνεχίζει την έντυπη έκδοση του περιοδικού ΔΙΑΣΧΊΖΩ. Επίσης παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής. Το 2009 αναλαμβάνει να ζωγραφίσει μεγάλες τοιχογραφίες-γκραφίτι στους δρόμους της Αθήνας για βιοποριστικούς λόγους αλλά και επειδή πάντα του άρεσε η ζωγραφική στους δρόμους-[όπου όμως επιτρέπεται.]. Πρωτοστατεί και παίρνει μέρος στην πρώτη ομαδική έκθεση έκθεση ζωγραφικής στους δρόμους της Αθήνας.
    Το 2009 διακόπτεται η έντυπη έκδοση του ΔΙΑΣΧΊΖΩ και αρχίζει η ηλεκτρονική του ιστοσελίδα καθώς και το ομώνυμο μπλοκ με τον ίδιο τίτλο που συνεχίζει μέχρι σήμερα.
    Το 2013 εκδίδεται το μυθιστόρημα του Η ΔΈΚΑΤΗ ΤΡΊΤΗ ΏΡΑ, με μεγάλη επιτυχία. Το 2014 πραγματοποιεί ατομική έκθεση ζωγραφικής με τίτλο ΑΝ Η ΖΩΉ ΉΤΑΝ ΑΚΊΝΗΤΗ ΕΙΚΌΝΑ στον νέο εργαστηριακό του χώρο στην οδό Μαυρομιχάλη76, όπου μετακομίζει. Ζωγραφίζει επί παραγγελία πολλά πορτρέτα, συνθέσεις, τοπία, νεκρές φύσεις, αναπαραγάγει έργα τέχνης διάσημων ζωγράφων. Γράφει το νέο μυθιστόρημα Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ όπως και την ΑΠΌΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ.
    Το 2018 μετακομίζει στην ίδια οδό ΜΑΥΡΟΜΙΧΆΛΗ 102 όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Γράφει το σχεδόν βιογραφικό, δοκιμιακό μυθιστόρημα Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΤΑΤΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ. Λαμβάνει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, και ετοιμάζει μια μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα από όλες τις χρονικές περιόδους της ζωγραφικής του τέχνης.














Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

ΤΡΕΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ



Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο,
διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον ώμο
περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία
που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που
πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα
λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν γήπεδο-
λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου.
Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω την ανηφόρα.
Πιάστηκα από τις ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι
είχε κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω και να δω
τον τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως τότε που
ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν, η μπάλα πήγε στη
σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ,
νταπ- ντουπ, η μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς
κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει.
Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και
κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια
χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε
και κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το
πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε το
φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας. Πεινούσα και διψούσα.
Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλληκάρι,
οι φίλοι μου που παίζαμε μπάλα είχαν χαθεί
στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που
έφτασα σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο
περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον
πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την
Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν
μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν! όπως τώρα η
Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα
μαλλιά της κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι
άρχισε ένα τραγούδι:
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
κι εγώ θα περιμένω μια ζωή
να ρθει από μακριά, να με πάρει
να με πάρει από εδώ
Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό
κυλάει μου πνίγει τον καημό
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
που είναι ο νιος που αγαπώ;
Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς
ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα
και δε με βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της
τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη
ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας, κοιταχτήκαμε στα
μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι. Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει
έτοιμο το φαί.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΈΣ

 

 


Είναι πολύ δύσκολο να είσαι καλός με όλους. Αν το προσπαθήσεις θα είναι εν μέρει υποκρισία και τότε πρέπει να γίνεις πρώτα ηθοποιός. Απορρίπτεται, δηλαδή η υποψία πως ο κόσμος μας είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Υπερισχύει σαφώς το δεύτερο με βάση όσα γνωρίζουμε και όσα γίνονται ή έγιναν στο παρελθόν.
Θα είσαι καλός όταν μπορείς να κάνεις τα χατίρια όλων όσων είναι γύρω σου και νομίζεις πως σε αγαπάνε ανιδιοτελώς. Αυτό δε συμβαίνει παρά μόνο για ένα τοις χιλίοις και πολύ είπα. Αυτά για την ανθρώπινη συμπεριφορά ιδιαίτερα αυτής που βασίζεται στους λόγους και τις υποσχέσεις που ξεχνιούνται και αλλάζουν πάραυτα, σύμφωνα με τα συμφέροντα του υποτιθέμενου γύρω σου ανθρώπινου δυναμικού πως υποστηρίζει ότι θα πέσει στη φωτιά για σένα και αντ αυτού ξεχνάει και αναποδογυρίζει τα πάντα υπέρ του εαυτούλη του! Αυτά για τους μικρούς ανθρώπους. Τους παραδόπιστους λυκόφιλους που συνεχίζουν αδιάντροπα να παραποιούν την αλήθεια παρουσιάζοντας έναν εαυτό ακραιφνή, αντίθετα με σένα που έχεις γίνει κακός, μισερός και γενικά ότι δεν έχει αξία στη ζωή. Ούτε εσύ, ούτε η εργασία σου.
Το χειρότερο είναι σ αυτές τις περιπτώσεις να σε κατακλίσει ο θυμός και ν αντιδράσεις άμεσα, οπότε μάλλον θα χάσεις κι εσύ τις αξίες σου. Νομίζω πως, τελικά η καλύτερη αντίδραση είναι η χαμηλή αδιαφορία. Θα την έλεγα ευγενική αδιαφορία. Γιατί αν συνεχίσεις τον διάλογο θα χάσεις εκτός από την ηρεμία σου και περισσότερα.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΓΩΓΟΥ.

 


 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Ήταν ένα πρωινό σαν αυτό. Η ώρα εντεκάτη πρωινή. Περπατούσα στη Σόλωνος, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Μπενάκη. Τέτοιος καιρός ήταν, δε θυμάμαι. Από απέναντι ερχόταν η Κατερίνα Γώγου. Συναντηθήκαμε, γεια σου Κατερίνα, της είπα. Δεν την ήξερα πολύ, μια δυο φορές είχαμε βρεθεί με παρέες σε κάποια μπαρ. Την συμπάθησα, και κείνη εμένα, σαν παρουσία. Την ημέρα εκείνη στη Σόλωνος- ήταν λίγο πριν το θάνατο της- μου επιτέθηκε. Βρήκε κάποιες πέτρες, από που; και μου τις πέταξε. Φύγε ρε! μου είπε και στριμώχτηκε στον τοίχο. Οι περαστικοί τα έχασαν, εγώ ακόμα χειρότερα έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Δε με γνώρισε, νόμιζε πως μιλούσε σε έναν άγνωστο, στο πουθενά, σε κανέναν. Με στεναχώρησε οικτρά, προσβλήθηκα, ο κόσμος την ήξερε, εμένα κανένας, γιατί να μου φερθεί έτσι; Εγώ την είχα συμπαθήσει μέσα από τις ταινίες της, τα ποιήματα της, από το λίγο που είχαμε βρεθεί. Σκέφτηκα πολλά από τότε για την πάρτι της. Η μικρή υπερετριούλα, το χαμένο κορμί του κόσμου, τα είχε μαζεμένα εναντίον όλων. Τότε δεν ήξερα, ήμουν ένα αυθόρμητο τραγί που πήδαγε όλες τις μάντρες. Η Κατερίνα ήξερε, φοβόταν τη ζωή.
Το αλκοόλ κυλούσε στις φλέβες της, απ το Βαρύ πεπόνι έως τα Τρία κλικ αριστερά, είχε φορέσει το Ξύλινο παλτό της εκείνη τη μέρα. Με μίσησε που ήμουν ωραίος, δυνατός, σαραντάρης περίπου τότε, το είδα στα μάτια της, μίσησε τη ζωή. Εγώ έφυγα στριμωγμένος, κάποιοι με κοιτούσαν περίεργα, λες και έφταιγα εγώ, τι απολογούμαι τώρα; Λίγο πριν στρίψω στη Μπενάκη, γύρισα να κοιτάξω, να δω τι γίνεται. Η σκηνή ήταν κωμικοτραγική, η Κατερίνα έσφιγγε τις πέτρες, έπρεπε να φύγω. Μόνο με τους βλάκες και τους μεθυσμένους δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα.
Η κατάσταση τους είναι αμετανόητη. Η σκηνή μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. Ψηλάφησε τις υποψίες μου περί θανάτου και καταραμένων ποιητών. Περί πεισιθάνατων. Τέτοια ήταν η Κατερίνα Γώγου. Μια πεισιθάνατα, που έγινε έτσι, εξ αιτίας της κοινωνίας που την έσπρωξε σ αυτό το ανούσιο τέλος λίγο πριν κλείσει τα πενήντα τρία χρόνια. Πάνω που είχε καταφέρει να βγάζει το ψωμάκι της, την βύθισαν οι ουσίες σε άγνωστους κόσμους. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως θα πεθάνει, πως δεν είχε άλλη ζωή. Το Ιδιώνυμο-αδίκημα που αποχωρίζεται από τις κατηγορίες , υπάγεται και τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές- είχε εισβάλλει στη ζωή της, ο θάνατος της ήταν αναπόφευκτος. Δεν είχε τι άλλο να κάνει, τα είχε δώσει όλα. Ο μύθος της εκτοξεύτηκε.

 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΛΕΝ ΝΤΕΛΌΝ

 


 

Μεγάλα γράμματα. Ρεκλάμα. Σινεμά Μαργαρίτα 1972. Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΤΡΌΤΣΚΙ. Σε πρώτο πλάνο ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Τρότσκι, πίσω του ο δολοφόνος Αλέν Ντελόν. Ανάμεσα τους η σπαρακτική Ρόμι Σνάιντερ. Το έργο παιζόταν επί μήνες στους Αθηναϊκούς κινηματογράφους κι εγώ περνούσα αδιάφορος κάτω και απέναντι από τις ρεκλάμες. Κινηματογραφόφιλος ήμουν, έβλεπα μέχρι και δυο ταινίες μ ένα εισιτήριο, καουμπόικα, σοφτ πορνό, Μπρους Λι, πιτσιρικάς ήμουν ακόμα. Που και που διάλεγα και κάποιες ποιοτικές, του καλού σινεμά όπως έλεγαν τότε οι κουλτουριάρηδες. Τον Ντελόν δεν τον είχα δει στη μεγάλη οθόνη, τον είχα δει σε πολλές φωτογραφίες στα περιοδικά και μπορώ να πω πως στην αρχή δε με ενδιέφερε, επειδή τον υμνούσαν περισσότερο για την ομορφιά του και όχι για την υποκριτική του τέχνη. Τον άντρα να τον εξυμνείς για τις αρετές του, έλεγα. Αν είναι γενναίος, δίκαιος, υπερασπιστής των φτωχών, ιππότης. Όχι επειδή είναι όμορφος, έτσι έλεγα τότε επειδή ήμουν κι εγώ ένας ωραίος άντρας και δε μου άρεσε όταν άντρες, γυναίκες, παιδιά με λάτρευαν γι αυτή μου την ιδιότητα. Η πιθανότητα να μου άρεσε ο Αλέν Ντελόν, ελάχιστη. Συμπαθούσα πιο πολύ τον Μπελμοντό, τον Ζαν- Λουί Τρεντινιάν, τον Ζαν Γκαμπεν.
Αφού το έργο παιζόταν επί μήνες στους κινηματογράφους. με βαριά βήματα αγόρασα εισιτήριο και πήγα να το δω. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πραγματικά σοκ! Ο Μπάρτον και ο Ντελόν έδιναν ένα ρεσιτάλ στο πανί κι εγώ παραδέχτηκα πως είχα άδικο για όσα σκεφτόμουν για τον Ντελόν- ο Μπάρτον έτσι κι αλλιώς ήταν στις προτιμήσεις μου σαν σπουδαίος ηθοποιός.
Έκτοτε έβλεπα όλες τις ταινίες του Γάλλου σταρ και τσακωνόμουν με τους φίλους μου που με περιέπαιζαν ειρωνικά γι αυτή μου την προτίμηση, λέγοντας πως αυτός άξιζε μόνο για την ομορφιά του.

Στην Ακρόπολη ανέβαινα πολύ συχνά και οι βόλτες μου με παρέα ή και μόνος στην Πλάκα, δε σταμάτησαν ποτέ. Τον Αλέν Ντελόν συνάντησα σε μια απ αυτές περίπου γύρω στο 1980. Καθόμουν στο καφενεδάκι στα ριζά της Ακρόπολης όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο. Μου χαμογέλασε, κάθισε στο τραπέζι απέναντί μου. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, ακριβώς είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια φιλικά, μου δωσε το χέρι. Χαμογέλασε.
-Δε θα με κεράσεις ένα ποτήρι κρασί; είπε και χωρίς να περιμένει πήρε ένα ποτήρι από το διπλανό τραπέζι, το γέμισε και τσούγκρίσαμε.
Ήταν πολύ φιλικός κι εγώ στην αρχή λίγο σαστισμένος.
-Ζωγράφε, είπε, μάθε να είσαι ο εαυτός σου!
- Από ποια ταινία σου είναι αυτό; ρώτησα.
-Δεν έχει σημασία, μου το μαθε ο πρώτος μου σκηνοθέτης. Λοιπόν; πως θέλεις να σταθώ για να με ζωγραφίσεις;
-Σαν τον ήρωα που ξέρει πάντα πως να πεθαίνει! είπα μια δικιά του θέση.
-Σ αυτό καλύτερος ήταν ο κύριος Κλάιν, επειδή αγαπούσε τη ζωγραφική, όπως κι εγώ. Ποτέ όμως δε θα κατάφερνα να γίνω ζωγράφος..
-Δεν έχασες τίποτε...μουρμούρισα.
-Μη το λες αυτό! επαναστάτησε. Είναι πολύ σπουδαία η τέχνη σου..
-Ξέρεις... του είπα. Δεν έχω πάει σε καμιά σχολή!
-Ε, και; ανασήκωσε τους ώμους του. Μήπως εγώ πάτησα ποτέ σε καμιά σχολή θεάτρου; ή κινηματογράφου..τίποτα. Απ τον πόλεμο της Ινδοκίνας κατευθείαν στα γυρίσματα.
-Ναι, αλλά γιατί διάλεξες εμένα να σε ζωγραφίσω;
-Είδα τις φωτογραφίες σου κι εσένα. Έχεις νοοτροπία αλήτη, σ αυτό μοιάζουμε. όταν έπαιξα τον Ρίπλει στο Γυμνοί στον ήλιο, κατάλαβα πως ο κόσμος δεν είναι τίποτε.
-Δηλαδή;
-Να, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις αρκεί να σ αγαπάνε οι γυναίκες. Αν έχεις την αγάπη τους δε χάνεις ποτέ.
Ωστόσο γύρω μας είχαν μαζευτεί εκατοντάδες. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Ο θόρυβος απ τις φωνές τους τρομερός, δύσκολα θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Αλλά για έναν Ντελόν όλα ήταν εύκολα. Πιαστήκαμε γερά με τις παλάμες, τα δάχτυλα ίδρωσαν, βάλαμε φτερά στα πόδια, σπάσαμε το πλήθος που ούρλιαζε, χαθήκαμε στο χάος των αρχαίων βημάτων.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΦΕΎΓΕΙΣ Ή ΈΡΧΕΣΑΙ.

 

 


ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ.
Πολλές φορές συναντιούνται
με ρούχα ωραία τα κορμιά
αναλογίστηκα μετά πως
αυτή η αγκαλιά της γλυκιάς στιγμής που φεύγεις ή έρχεσαι
δεν είναι κάτι απερίγραπτο;
Όχι δε μιλώ για την άπλα ενός κρεβατιού
με νοιάζει η αγκαλιά του λεπτού
με ανθρώπους που δεν είναι ανάγκη ν αγαπήθηκαν με πάθος-
αυτοί ξέρουν πόσο αγαπήθηκαν-
το τρίψιμο των λαιμών και των παρειών
τα σώματα φευγαλέα ενώνονται στήθος με στήθος μέχρι τις μύτες των ποδιών
και μένει σαν ένα κλικ στη μνήμη
και μια λύπη λέει, πως δε θα ξανάρθουν τέτοιες στιγμές.
 
[Ανέκδοτη ποίηση Κώστα Πλιάτσικα. Εδώ προσπάθησα ν αποδώσω στιγμή αποχαιρετισμού ή ερχομού, δεν ξέρω αν τα κατάφερα να αποδώσω το συναίσθημα.]

 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΙ ΕΣΏΡΟΥΧΑ ΦΟΡΆΣ;

 

 


Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΑ ΒΡΩ ΚΑΙ ΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΛΥΠΆΜΑΙ

 

 


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
 
Είπα να πάρω
το τρένο
να πάω κάπου
Σκεφτόμουν πως θα γνώριζα άλλους ανθρώπους
Δεν ήξερα
πως κι αυτοί ήταν σαν εμένα
Οι νόμοι της ζωής
κάτω απ τη μασχάλη του Φθινοπώρου
το αυλάκι
η σελιδοποιός
τράνταξε το δοκάρι.
 [Ποίηση Κ.ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ]

 

ΓΕΛΆΣΤΕ, ΆΜΑ ΘΈΛΕΤΕ

 


 

΄Όλη η ιστορία άρχισε όταν πήγα να να μου φτιάξει κότσο τα μαλλιά η Χρύσα στο Μαγικό καπέλο. Γεια σου, της είπα και με κάθισε στην καρέκλα, μ έλουσε, με περιποιήθηκε, μου φτιαξε τον κότσο, με κέρασε ένα τσίπουρο κι ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο και βγήκα στο δρόμο. Απόβραδο, σούρουπο κι κόσμος τίγκα στα πεζοδρόμια, εγώ που πήγαινα με τον γαλάζιο κότσο ν ανεμίζει στους ώμους μου; Έφτασα στην Ακαδημίας, δε μ ένοιαζε που θα πήγαινα, περπατούσα ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, όταν ακούστηκε μια κραυγή και είδα έναν άντρα να ορμάει πάνω στη μισόγυμνη γυναίκα του, εξαγριωμένος να φωνάζει, " μη φεύγεις καριόλα, σ αγαπάω!"
Αυτή ήταν μισότρελη, αποκαμωμένη. "Δε σε θέλω πια, φύγε!" φώναζε κι έκλαιγε σπαραχτικά σαν τη Δώρα Σιτζάνη στο Αμάρτησα για το παιδί μου κι εγώ σαν ιππότης που είμαι έπιασα τον άντρα από τους ώμους, τον γύρισα και του είπα, φύγε ρε, δε σε θέλει, ενώ το πλήθος είχε κάνει κύκλο. Αυτός προσπάθησε να μου ρίξει μια μπουνιά, κοιταχτήκαμε άγρια σαν δυο παλιοί κατσερ και ορμήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Όρμησαν κι άλλοι από το πλήθος η γυναίκα που ούρλιαζε βρήκε την ευκαιρία να την κάνει, οπότε εγώ κι ο άντρας της σταματήσαμε λαχανιασμένοι.
-Εντάξει φίλε, μου είπε. Έφυγε. Με λένε Στέλιο, συγνώμη αν σε χτύπησα αλλά την αγαπούσα. Έχεις αγαπήσει ποτέ φίλε;
Τον κοίταζα μέσα από τα μάτια ενός πενηντάρη.
-Ναι, απάντησα πολλές φορές φίλε.
Ωστόσο είχε καταφτάσει ο γνωστός μπάτσος των περιχώρων
-Τι γίνεται εδώ; όλοι μέσα. Εσύ γιατί φοράς ένα παπούτσι; μίλησε σε μένα απειλητικά.
Εγώ κοίταξα κάτω και είδα ανοίγοντας πελώρια τα μάτια μου πως όντως φορούσα ένα παπούτσι και το βαλα στα πόδια ενώ ο μπάτσος των περιχώρων μ έστρωσε στο κυνήγι, μέσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε. Μπήκα στη λεωφόρο για να του ξεφύγω, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, που φρέναραν, οι οδηγοί τραβούσαν τα μαλλιά τους, ένας κόσμος άνω κάτω κι ο μπάτσος να με τραβάει απ τον κότσο, με είχε προλάβει ο πούστης τι να έκανα; Με κάποιον τρόπο του ριξα μια αγκωνιά στη μούρη, γέμισε αίματα, έπεσε στο κέντρο της Ακαδημίας να σφουγγίζεται κι εγώ τότε είδα τη μοναδική μου ελπίδα να ξεφύγω, μια γκόμενα που διάβαινε με μικρή ταχύτητα πάνω σε μια Χάρλει, οπότε πετάχτηκα πίσω στη σέλα της και φώναξα φύγε!
Αυτή γύρισε και με κοίταξε
-Είσαι τρελός, μου είπε. Που πάμε;
Πίσω στο Μαγικό καπέλο, η Χρύσα κούρευε έναν φαλακρό και του λεγε, Γλυκέ μου, είσαι σαν τον Τέλι!
-Ποιος είναι αυτός; ψέλλισε εμένα με λένε Φαλακρό βουνό και είμαι από το Σιατλ. Και μπέρδευε τα πόδια του σε τρία παπούτσια. Μια έβγαζε το ένα και φορούσε το άλλο και τα λοιπά.
-Συμβαίνει κάτι με τα πόδια σου; τον ρώτησε γλυκά
-Όχι, όχι, τίποτε, μια χαρά, κάντε τη δουλειά σας και προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε τρία πόδια ή τρία παπούτσια
-Α, τι ωραία! είσαι κούκλος, ξαναείπε και τον διέταξε να σηκωθεί και μόλις αυτός το έκανε, πρόσεξε πως φορούσε διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα καφέ
Εννοείται πως εγώ είχα ξεχάσει το μαύρο παπούτσι μου.
Σας δημοσιεύω ένα απόσπασμα από την τελευταία κωμωδία που γράφω, μήπως και σκάσει λίγο το χείλι μας, επειδή από δράματα έχουμε φλομώσει. Γελάστε παρακαλώ!

 

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΑΜΙΆ ΗΘΙΚΉ

 


Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του. Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα, έναν ανελέητο επαναληπτισμό. 

 Και είμαι περίεργος πως έφτιαξαν τέτοιες λέξεις! ηθική, αγάπη, ελευθερία. Σ αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει από μόνη της καμιά ηθική.

η Ιστορία δε μας δικαιώνει

Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ...