ΟΙ ΕΛΛΗΝΕς ΣΥΓΓΡΑΦΕΙς ΓΡΑΦΟΥΝ ΜΠΟΥΡΔΕς
Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κριτικές για μικρές θεατρικές παραστάσεις ή μιλώντας από καθέδρας για την τοπική αθλητική ομάδα. Κάποιοι προχειρογράφοντας, έχουν αποκτήσει σπίτι στην Καραϊβική, αφήνοντας καθ οδόν πίσω τους, επιρρήματα που σφύζουν από ενέργεια, ξύλινους χαραχτήρες και ελεεινές προτάσεις στην παθητική φωνή. Άλλοι απεραντολογούν σε ποιητικές βραδιές με ελεύθερη συμμετοχή, φορώντας μαύρο ζιβάγκο και τσαλακωμένο χακί παντελόνι. Εκστομίζουν στιχουργήματα για τα «οργισμένα λεσβιακά μου στήθη» και το «γερτό στενοσόκακο που κραύγασα τα όνομα της μητέρας μου».
Τάδε έφη ο Στίβεν Κινγκ στο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗς-ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑς ΤΕΧΝΗς,που είναι όντως ένα ωραίο βιβλίο, χρήσιμο, ιδιαίτερα για Νεοέλληνες συγγραφείς και συγγραφάρες γυναίκες.
Αυτά πέρα από την Αμερική και μάλιστα από έναν συγγραφέα που δεν τον έχουν και σε καμιά περίοπτη θέση οι Έλληνες κουλτουριάρηδες. [Τελικά αυτή η ατέλειωτη Σαββοπουλοκουλτούρα δε λέει να τελειώσει στην Ελλάδα]. Μίλησα σε κάποιον φίλο με τέτοια χαρακτηριστικά και πέταξε τα χείλη του έξω, αντίθετα με μένα, που σαφώς είμαι σκληρότατος στις κριτικές μου, που βρήκα καταπληκτικό το συγκεκριμένο βιβλίο του. Είναι ένα δείγμα πως μπορεί να γράφει κανείς μεγάλα νοήματα χωρίς να χάνεται σε αοριστολογίες, με απλές, κατανοητές λέξεις. Να λέει δηλαδή τα πράγματα με τα όνομα τους στην τέχνη του γραψίματος. Αυτό, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς το καταφέρνουν σήμερα. Να γράφουν απλά αλλά χωρίς να μπουρδολογούν. Θα μου πεις, βέβαια, ποιοι Έλληνες συγγραφείς και σε ποιο κοινό αναφέρεσαι και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί συγγραφείς στη σημερινή Ελλάδα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι θα έχεις δίκιο.Ούτε συγγραφείς έχουμε, ούτε αναγνωστικό κοινό. Εδώ έχουμε μεγάλο συγγραφέα τον Τατσόπουλο και την Λένα Μαντά και μ αυτούς πρέπει ν ασχολούμαστε. [Λογικά θα υπάρχουν κάποιοι «κρυμμένοι» με βάση το νόμο των πιθανοτήτων που θα τους «ανακαλύψουμε» αργότερα-όταν θα έχουν σβήσει την άθλια ζωή τους.]
Αλλά παραδεχόμαστε πως όντως υπάρχουν κακοί συγγραφείς που αποτελούν τη βάση στη σχετική πυραμίδα που ισχύει σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο, σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω απ όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, ο Φόκνερ, οι Γέιτς, ο Μπέρναντ Σο. [Σημειώνει μόνο αγγλόφωνες μεγαλοφυΐες!] Είναι οι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που για να τον κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να τον κατακτήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητες μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή [τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο] συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν με το πρότυπο μιας εποχής.
Φυσικά και δε συμφωνώ σε πολλά με τον Κινγκ,-ας πούμε δε θεωρώ τον Φόκνερ μεγάλο συγγραφέα- τα περισσότερα όμως είναι σαφέστατα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου με δύο θέσεις που και οι δύο είναι απλές. Η πρώτη είναι ότι το καλό γράψιμο συνίσταται στο να κατέχεις τέλεια τα βασικά [λεξιλόγιο, γραμματική, στοιχεία ύφους] και κατόπιν να γεμίσεις το τρίτο επίπεδο της εργαλειοθήκης σου με τα κατάλληλα εργαλεία. Η δεύτερη είναι ότι, ενώ είναι αδύνατον ένας κακός συγγραφέας να γίνει επαρκής κι ενώ είναι εξ ίσου αδύνατον ένας καλός συγγραφέας να γίνει σπουδαίος, είναι δυνατόν, με πολλή σκληρή δουλειά, αφοσίωση και έγκαιρη βοήθεια, ένας απλώς επαρκής συγγραφέας να γίνει καλός.
Όπως έχουμε αντιληφθεί ο Κίνγκ ξεχωρίζει τους συγγραφείς σε κακούς, καλούς και μεγαλοφυΐες.
Στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους μεγαλοφυΐες και ξεχνούν πως οι μεγαλοφυΐες το αγνοούν.
Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023
ΠΕΡΊ ΣΥΓΓΡΑΦΉΣ
Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023
ΕΙΣΑΓ'ΟΜΕΝΑ...ΤΟΎΒΛΑ
Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023
ΕΙΝΑΙ ΚΆΤΙ ΣΠΟΥΔΑΊΟ ΣΤΗ ΖΩΉ ΜΑς;
..Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε κανένας και το έκανα μόνος μου. Είναι σπουδαίο να μπορεί να μένει κανείς μόνος του στην ερημιά. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του, συγκρούεται με το καλό και το κακό, τρώει, μυρμήγκια, καμιά σαύρα που κυνηγάει την ουρά της, αυτή απομένει στο χέρι, έχετε φάει ποτέ σαύρα; εγώ ποτέ, εκτός από την τελευταία πρασινοκίτρινη που δεν έλεγε να φύγει από το σκηνικό μου, οπότε την έβρασα σε ένα τσουκάλι, σαν μοναχικός τυχοδιώκτης, να πιω το ζουμί της, να πάρω δύναμη, αφού πια δεν είχε τι άλλο να φάω, εκτός κι αν έτρωγα τον Μπίλλυ, τον Εγγλέζο, μια χούφτα άνθρωπο και το βλεπα στα μάτια του που τρεμόπαιζαν πως φοβόταν ότι θα τον έτρωγα, τελικά και είπε πως μετάνιωσε που είχε έρθει μαζί μου, μ εμένα δηλαδή, σ αυτή την κόλαση, παρέα με έναν άνθρωπο σαν εμένα, δασύτριχο και σκιερό, με ορέξεις πεινασμένου θηρίου, έτοιμο να εκραγεί, έτοιμο να πεθάνει, που πεινούσε, που πείναγε για όλα, για τροφή, για σκέψη, για νωτιαίο ανθρώπινο μυελό, σαν αυτό που έχουν τα κόκαλα μικρού ζαρκαδιού, που σε κάνουν να γλείφεις το μεδούλι, να γλείφεις τις άκρες απο τα μάτια της μικρής γυναίκας, με τις μεγάλες ρόγες στην αμμουδιά και τις πατούσες ενός μαύρου που είχε είκοσι και πλέον χρόνια να πλυθεί, επειδή το νερό παντού είναι ακριβό τώρα κι ο θεός της μοναξιάς δεν είχε ακόμα ανακαλύψει το αντίδοτο στο τσίμπημα ενός σκορπιού στο νου, γιατί ο θεός στην μοναξιά δεν υπάρχει, άρα τι μπορεί να φοβηθεί ο σκορπιός, χωρίς ανθρώπους ο θεός είναι άχρηστος, τα ζώα δεν έχουν φτιάξει θρησκείες και περνάνε καλύτερα απο τους ανθρώπους, καλά το έγραψε ο Όργουελ, ο Τζόρτζ, ναι αυτός ο πούστης, που βρήκε και τον μεγάλο αδερφό για να μας καταδιώκει, εσαεί, τι είναι αυτό που μας καταδιώκει-ακόμα και στην ερημιά χρειάζεσαι χρήμα για να φας,- κι επειδή ο Μπίλης ο Εγγλέζος το κουνούσε το παραδάκι, μου αγόρασε ένα τρένο, πάρτο μου είπε για να ταξιδεύεις σ όλον τον κόσμο, σε όποια γης έχει φαί να φας αλλά μην με τρως σε παρακαλώ πάρε το τρένο, ναι, να το πάρω είπα εγώ αλλά οι σιδηροτροχιές δεν τρώγονται, μα σου είπα, επέμενε εκείνος, θα βρεις φαί σε άλλες χώρες και το καλοσκέφτηκα, έπιασα οδηγός στο τρένο, με ταχύτητες μαγνητικές, να πάω σε άλλον πλανήτη, όπου τα όντα σαν εμένα, δεν θα είχαν ανάγκη να τρώνε φαί νόστιμο κι έτσι, φτάνοντας εκεί, έφαα όλες, ναι, έφαα, όλες τις ράγες του τρένου
Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023
ΦΟΡΟΥΣΕ ΈΝΑ ΆΣΠΡΟ ΦΌΡΕΜΑ
Ερχόμουν
τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο
κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος, με ένα
δισάκι στον ώμο
περπατούσα μέρες μέχρι
να συναντήσω μια Ευτυχία
που με περίμενε
πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση που
πλάθαμε
όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα
λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν
γήπεδο-
λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο
παππούς μου.
Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω
την ανηφόρα.
Πιάστηκα από τις ασφάκες,
τα βράχια, το μονοπάτι
είχε κλείσει αλλά
κατάφερα να σκαρφαλώσω και να δω
τον
τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως
τότε που
ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν,
η μπάλα πήγε στη
σέντρα κι άρχισε ο
σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ,
νταπ- ντουπ,
η μπάλα, έπιασα ένα βολέ, ήμουν παιχταράς
κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε
ν αποκρούσει.
Ο ιδρώτας, η τσατίλα, τα
νεύρα, πέφταν μπουνιές και
κλωτσιές, τα
πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά
μια
χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα
όλων. Κερδίσαμε
και κατηφόρισα πάλι το
μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια το
πρωινό
αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε
το
φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι
μας. Πεινούσα και διψούσα. Ο λαιμός μου
είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών
παλληκάρι, οι φίλοι μου που παίζαμε
μπάλα είχαν χαθεί
στον άνεμο αλλά η
Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που
έφτασα
σε λίγο. Ήταν λίγο έξω από το χωριό
μπροστά στο
περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί
και ο αιωνόβιος πλάτανος που προσπάθησα
μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον
πελώριο κορμό του. Κρύφτηκα πίσω του κι
έβλεπα την
Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας
να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο
που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν
μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν!
όπως τώρα η
Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο,
λινό φόρεμα, και είχε τα
μαλλιά της
κότσο, Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών
κι
άρχισε ένα τραγούδι:
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
κι εγώ θα περιμένω μια ζωή
να ρθει από μακριά, να με πάρει
να με πάρει από εδώ
Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό
κυλάει μου πνίγει τον καημό
Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό
που είναι ο νιος που αγαπώ;
Η
βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από
παλιούς
ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να
βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία
έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα
και δε με
βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο
αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην
αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί, σα να μη
ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη
μας, κοιταχτήκαμε
στα
μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει τη
βαρέλα και πήραμε το
δρόμο για το σπίτι.
Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει
έτοιμο
το φαί.
Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023
ΠΕΙΤΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΧΟΥΜΕ ΞΑΝΑΠΕΙ!
Κανονικά πρέπει να απαγορεύσουν στους ικανούς να ζωγραφίζουν. Ας κάμουν κάποια άλλη εργασία. Να μη τρώνε το ψωμί των αείμπορων.
Αν θες να μη ξαναζωγραφίσεις πήγαινε στην υπεραγορά πινάκων. Θα δεις τα αριστουργήματα σου να ποδοπατούνται δίπλα-δίπλα με την αγορά μόσχων.[όσα με κόπο αιχμαλώτισες.]
Αν θες να μην ξαναγράψεις κατέβα αυτή την Κυριακή κι όλες τις άλλες στο νεκροταφείο των βιβλίων. Οι ιδέες σου σκόρπιες σελίδες, για μια δραχμή σέρνονται στο λερωμένο χώμα. Αν ένας θυμηθεί τ όνομα σου θα πει πως δεν εξόδεψες το χρόνο στα χαμέ
Αν η ζωή τελικά είναι δυο-τρία πραγματάκια που δεν τα απολαμβάνεις, αξίζει να ζεις; Και ποια είναι αυτά; Πρώτον ας πούμε ο έρωτας που δεν τον βρήκες ποτέ όπως ήθελες και κουράστηκες να τον ψάχνεις. Ύστερα οι απολαύσεις που είναι πλέον άπιαστες και δεν τις πιάνεις. Τρίτον που η αγάπη έγινε σκουπίδι στα χείλη όλων. Ύστερα η προσφορά και η αλληλεγγύη στο ανθρώπινο γένος που είναι εκμεταλλεύσιμη.
Ε, τώρα! έχουμε πει όλα τα σπουδαία. Πείτε κάτι που δεν το χουμε πει.
Τι ρήμα το μισώ! Δύσκολο να το πεις. Σε πρόσωπα, σε πράγματα. σε αφηρημένες έννοιες. "Ανέκαθεν μισούσα τη ζωγραφική" είπε ο Χάουαρντ Χότζκιν, Άγγλος ζωγράφος, διακεκριμένος, που πέθανε, χθες, σήμερα, αύριο. Η ζωγραφική μισείται όταν δεν σου αποδίδει, όταν ο ζωγράφος δεν αναγνωρίζεται. Ο Παύλος Κούφαλης, μέγιστος μη αναγνωρισμένος Έλλην ζωγράφος, στα πενήντα του, είπε, πως θα του κοπούν τα χέρια αν ξαναζωγράφιζε!.
Αν η γυναίκα ήταν άμμος θα την είχατε πηδήξει όλοι σήμερα. Αν ήταν βουνό, θα το χατε δρασκελίσει. Επειδή όμως είναι δέντρο, πείτε μας πως λέγεται το μικρό δακτυλάκι της.
Από τις μεγαλύτερες μαλακίες που έχω ακούσει: η φύση δεν έπλασε κανέναν τσαγκάρη ή σιδερά. [Οι Έλληνες έτρεφαν περιφρόνηση για την εργασία] παρόμοια επαγγέλματα ξεφτιλίζουν τους ανθρώπους που τα ασκούν, τους υποβιβάζουν στην κατάσταση των χυδαίων μισθοφόρων και των ανώνυμων άθλιων, που γι αυτό ακριβώς στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα. [Πολιτεία Πλάτωνος]. Και ο Πολ Λαφαργκ, συγκροτημένος προπαγανδιστής του Μαρξισμού κατά τον Λένιν, που υποστήριζε το δικαίωμα στην τεμπελιά. Και μετά μου λες να σέβομαι τη σκέψη μεγάλων ανδρών. Άιντε γαμηθείτε ρε! ο άνθρωπος χωρίς εργασία είναι μηδέν. Πλιάτσικας σπικιν.
Ο γενναίος πρέπει να είναι κατά βάση ρηξικέλευθος, αρνητής των κακών και μπροστάρης. Αυτός που δεν επαφίεται στα εύκολα, που αντιδράει στην αδικία, που μάχεται για το καλό των πολλών αψηφώντας τη δικιά του ζωή. Ο γενναίος πρέπει να παίρνει αποφάσεις υπέρ των πολλών, να στέκεται απέναντι σε ότι επιβουλεύεται την ελευθερία, την ισότητα, την ισονομία των ανθρώπων. Βλέπετε να υπάρχουν σήμερα τέτοιοι άνθρωποι;
Η ωραιότης της ζωγραφικής τέχνης είναι εξήγησις μεταξύ έρωτος και φιλοσοφίας ανάγνωσμα.
Χαμόγελο ζωής, οι άνθρωποι ντυμένοι είναι πιο ωραίοι. Γυμνά είναι τα όνειρά τους-αυτά ζωγραφίζω, τα όνειρα του κόσμου. Μια γυναίκα χαμένη ένας άντρας βυθισμένος στο αλκοόλ, δεν τον νοιάζει τι συμβαίνει γύρω του. Η γάτα δεν είναι καθενός.
Έχει σημασία τι είπαν ορισμένοι άνθρωποι κάποτε. Τα σχόλια, οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, τα συναισθήματα που προκάλεσαν κάποιες γραφές, σκέψεις, ο θυμός, η οργή, ο φθόνος, η κακία, η κολακεία. Νομίζω πως περισσότερη αξία έχουν εκείνα που γίνονται εν βρασμώ γιατί δείχνουν το ποιόν και τον χαραχτήρα εκείνου που τα εξεσφενδονίζει...
Μπορείτε να διαγραφείτε όλοι από φίλοι μου όπως έχουν κάνει χιλιάδες μέχρι τώρα αλλά εγώ αυτά που νιώθω θα σας τα λέω είτε σας αρέσουν είτε όχι. Δεν έχω ανάγκη να σας κοροϊδεύω, πόσο μάλλον τον εαυτό μου.
Φυσικά οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε δόγματα και θρησκείες έχουν υψηλότερο δείχτη νοημοσύνης. Και στο κάτω της γραφής, πείτε μου έναν άθεο που προξένησε έστω έναν πόλεμο!
Ιστορικά είναι τεκμηριωμένο. Αν κανείς θέλει να εθελοτυφλεί, είναι άλλο. Απίστευτα λογικό πως ο άθεος άνθρωπος είναι πιο ελεύθερος.
Όποιος αρνείται πως η θρησκεία κάνει πιο βλάκες τους ανθρώπους είναι έξω από την ιστορικότητα του κόσμου μας. Αρχετυπικά ο άθεος πρωτόγονος είναι καλύτερος.
Τη σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας και νοημοσύνης μελέτησαν σε βάθος χρόνου πολλών δεκαετιών Αμερικανοί ερευνητές. Και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερη νοημοσύνη κατά μέσο όρο σε σχέση με τους άπιστους, τους άθεους και τους αγνωστικιστές.
Μεταξύ άλλων, η μετα-ανάλυση επισημαίνει πως ήδη από την παιδική ηλικία όσο πιο έξυπνο είναι ένα παιδί (έχοντας υψηλότερο IQ), τόσο πιο πιθανό είναι να απομακρυνθεί από τη θρησκεία. Από την άλλη, στην τρίτη ηλικία, όσο πιο έξυπνος είναι ένας ηλικιωμένος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην πιστεύει στον Θεό.
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023
ΤΡΎΠΙΑ ΕΙΚΌΝΑ
Αντίδραση. Διόρθωσα το πληκτρολόγιο του νου, κάτι άλλο μας χρειάζεται, εκτός από γυναίκα, ποτό και μάθηση. Αντίδραση μη και δεν αφήσουμε τίποτε πίσω μας, ούτε χνάρι του πέλματος, μη και θα βουλιάξει η γης από την αμέριστη ελευθερία που μας χάρισαν, επειδή ποτέ δεν την πήραμε μόνοι μας, στα χέρια, τόσες φορές λογαριάζουμε να φτάσουμε κάπου, όχι στην απελπισία του εμβρύου, όχι στο άδικο, μα μόνο αυτό διδάσκουμε, αιτιατό μιας νοθευμένης περηφάνιας..
Χαρίσματα ενίοτε, ζωγραφίζω από πέντε αιώνες, άλλοτε γράφω, σπουδάζω τέχνες και ζωή, κουράστηκα τις συμβουλές, αρνήθηκα όλες τις ενοχές, σεβάστηκα την ανθρώπινη αδυναμία, κόλλησα σε έναν κορμό δέντρου την υποψία να γίνω καλύτερος, φοβάμαι το πρόστυχο, χτυπώ μια μπουνιά στον τοίχο και το χέρι μου δε ματώνει, είναι σπουδαίοι κάτι άνθρωποι λέω, εκείνοι που δεν παίρνουν τη μπουκιά από το στήθος του τριαντάφυλλου, αυτοί που αρνούνται να δεχτούν εύκολα την τρύπια εικόνα ενός χαλασμένου κόσμου, βολεμένου στη θέα του χαρτονομίσματος, που λυπάμαι γιατί έγινε έτσι, επειδή το βλέμμα κοιτάζει το άπειρο, πέρα από τα σύννεφα, προσπαθώντας να ξακρίσω το καλό σιτάρι που όμως κι αυτό δε φτάνει να σταματήσει την ανθρώπινη δυστυχία και, ίσως τα καλύτερα όπλα που αγάπησα να είναι τα πινέλα και η γραφίδα.
Η αλήθεια είναι πως άμα δεις τι ζωγράφιζε ο Ρούμπενς, είναι να μην πιάνεις πινέλο.
Γενικά βαριέμαι τις ανανεώσεις. Μελοδραματικά σκέφτομαι να προσθέσω χρώματα στην παλέτα, ν ανανεώσω τα παγάκια στο ψυγείο, το υγρό σαπούνι που τελειώνει πολύ γρήγορα στο σφουγγάρι, να ξύσω τη μύτη στο μολύβι μου που έχει φτάσει στο ξύλο και μου γδέρνει το χαρτί, ν ανανεώσω at last τον χρόνο ομιλίας στο κινητό. Επίσης τη γκαρνταρόμπα μου, που είναι του περασμένου αιώνα. Αυτά. Καλησπέρα σας.
Όλοι οι τρελοί γυρνάνε τη νύχτα, δεν έχουν αλλού να πάνε
ακουμπάνε στις τύχες τ ουρανού
Σα να είναι η τελευταία φορά που αγαπάνε
καμιά πόρτα δεν είναι ανοιχτή θεού.
Νομίζω πως η ανάγκη είναι μια απ τις φρικτότερες ιδιότητες που απέκτησε ο άνθρωπος της Δύσης. Εξ αιτίας της ανάγκης υποδουλώνει τα σπουδαιότερα συναισθήματα του. Γίνεται χαμερπής, χάνει την αυτοεκτίμηση του, υποδουλώνει την ελευθερία του σε συμβιβασμούς ανελέητους, ιδιαίτερα οικονομικούς που έχουν αντίκτυπο στην προσωπική του ζωή. Καλημέρα αναγκασμένοι όλου του κόσμου.
Μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ποιοι σ αγάπησαν και ποιους αγάπησες σ αυτή τη ζωή; Δραματικό ερώτημα αν μας αγάπησε περισσότερο ο φίλος, ο αδερφός, η μάνα, η γυναίκα, προτού φτάσεις να πεις πως είσαι - ήσουν πάντα ένας εντελώς μόνος.
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023
ΠΆΝΤΑ ΚΆΠΟΙΟς ΕΠΙΒΙΏΝΕΙ
Πάντα
κάποιος επιβιώνει, θυμόταν αιώνες τώρα, από την καταστροφή. Δεν υπάρχει
η τέλεια καταστροφή, ομολογούσε στον εαυτό του, στους άλλους δεν έλεγε
τίποτε. Μελετούσε τους ανθρώπους, έβγαζε το συμπέρασμα οριστικό πως όλοι
μπορούσαν να γίνουν κακοί, όταν θα τους δίνονταν η ευκαιρία, ακόμα και ο
ίδιος ο εαυτός του. Κανέναν δεν έβγαζε απ έξω, όλοι ήταν στον ίδιο
βούρκο. Άλλοι της άγνοιας, άλλοι της γνώσης. Λίγοι πραγματικά γνώριζαν
γιατί υπάρχουν. Το πλήθος γεννιόταν, μεγάλωνε και ξαφνικά μια μέρα
γινόταν γεροντάκι χωρίς να το καταλάβει. Όσοι επιζούσαν γιατί ένας μέρος
των ανθρώπων πεθαίνουν νέοι. Δεν προλαβαίνουν να δουν την ωραιότητα της
ζωής.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος.
Δεν
ήξερε ν απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το υποστήριζε με
θέρμη, το έβλεπε, το ζούσε: οι άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων
συνανθρώπων των, για θυσία σε θεούς, οι άλλοι τους τηγάνιζαν με καυτερό
λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν
μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δε χρειαζόταν περισσότερες
αποδείξεις για αυτό. Η καλότητα υπήρχε κι αυτή. Εκδηλωνόταν κυρίως με
φιλανθρωπίες, με χορηγίες των πλουσίων και από μέρους της Δημοκρατίας,
που προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα κράτος των ίσων-πράγμα που δε θα το
κατόρθωνε ποτέ, ίσα-ίσα το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγάλωνε. Το
μίσος μεταξύ των παρέμενε αβυσσαλέο. Ο Παράμετρος περίμενε να γίνει
κάποτε μια άλλη επανάσταση των φτωχών. Να έρθουν αυτοί στην εξουσία και
στην ουσία ν αντικαταστήσουν τους πλούσιους και να γίνουν ακριβώς το
ίδιο κι αυτοί.
-Πάντα κάποιος επιβιώνει; τον ρώτησε ο Μιχάλης με την τραγιάσκα που βγήκε εκείνες τις μέρες από τις φυλακές της Τίρυνθας.
Είχαν συναντηθεί το βράδυ για πρώτη φορά ελεύθεροι και η χαρά τους ήταν έκδηλη. Κάθισαν σ ένα ήσυχο μπαρ.
-Έγινες καλό παιδί; γέλασε ο Μιχάλης ο Βίκινγκς.
-Γεια σου ρε Βίκινγκ! απαντούσε.
-Δε μου απάντησες; πάντα κάποιος επιβιώνει;
-Άμα διαβάσεις την ανθρώπινη ιστορία θα δεις πως ποτέ δεν πέθαναν όλοι..
ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από το νέο μου μυθιστόρημα
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023
Ο ΑΣΤΡΆΓΑΛΟΣ 2
Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023
ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΉΛΙΟ
Ερημιά. Τόση ερημιά ποτέ δεν την είχα. Μέσα και έξω μου. Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο έμεινα μόνος στην Αθήνα. Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλα δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου, ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός -στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγω δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.
Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023
ΠΡΩΤΟΤΥΠΊΑ.
Για
την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην
κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη
συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι
άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει
πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι
εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι
τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου
εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών
τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς
τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο
στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει
κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που
δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις
εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του.
Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα,
έναν ανελέητο επαναληπτισμό.
Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023
ΜΟΥ ΑΡΈΣΟΥΝ ΟΙ ΆΝΤΡΕΣ 2
Υπάρχουν
λίγοι. Μετρημένοι στα δάχτυλα, που
κρατούν τον
λόγο τους. Πάντα απορούσα
με την αθέτηση, με το εντάξει μωρέ
και
τι έγινε, δε χάλασε ο κόσμος. Δεν λέω
εκείνο το παλιό,
οι άντρες φορούν
παντελόνια αλλά όταν δίνεις μια υπόσχεση,
ένα λόγο, μια συνάντηση, οφείλεις ότι
κι αν σου συμβεί, να
ενημερώσεις. Να πεις
αγαπητέ μου το και το. Και όχι να
περιμένεις
σα μαλάκας κάποιον που δεν θα έρθει
ποτέ.
Κι ακόμα χειρότερο, όταν ξανασυντιέσαι
τυχαία να σου λέει,
έλα τα παίρνεις όλα
πολύ σοβαρά και δεν θα αντέξεις, η ζωή
θέλει και λίγο ξεχασιά. Τον πνίγεις ή
δεν τον πνίγεις; όχι, δεν
είναι άντρες
αυτοί που δεν ξέρουν να τιμούν τον λόγο
τους.
Ωω Μου
αρέσουν οι γυναίκες που φοράνε ένα λινό
γαλάζιο.
Περνάνε στο δρόμο και θροΐζει
ανάμεσα στα σκέλια τους ένας
αέρας. Κι
εγώ να μην έχω μια. Το σκέφτομαι τα
απογεύματα
που βγαίνω στο παραθύρι μου
και τις κοιτώ. Τότε λέω πως είναι
άδικο.
Γιατί να μη μ αγαπάει κι εμένα ένας
γαλάζιος αέρας;
Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023
ΧΑΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ 2
Ξέρεις ποια είναι η πλάκα; πως μπορεί να βρεθούμε εμείς οι δυο ηλεκτρονικοί φίλοι στο μετρό, στις σκάλες που ανεβοκατεβαίνουν, στην παραλία που παίζουν και κολυμπούν, στην Πανεπιστημίου και ν ανταλλάξουμε μια αδιάφορη ματιά ή ακόμα και να τσακωθούμε. Ή περπατώντας αργά στην πλατεία, όπου θα παρεβρίσκονται περίπου πέντε χιλιάδες φίλοι μας και να μην αναγνωρίσω τα μάτια κανενός. Να είναι άραγε, τόση παράξενη η ζωή μας;
Θεωρώ την παραδοχή μια απο τις μεγαλύτερες αρετές του σωστού ανθρώπου. Αν δεν ξέρεις να παραδέχεσαι την ικανότητα και την αξία των άλλων, μόνο κομπλεξικός ανθρωπάκος μπορείς να υπάρξεις. Εσείς....
Κάτι τέτοιες ώρες με πιάνει το δαιμόνιο μου: έξι ήθελα να γράψω κι έγραψα ένα ανάποδο εννιά!
Χαμένος χρόνος. Πόσες φορές έχω σκεφτεί αν πραγματικά έχω χάσει χρόνο, παλεύοντας με άσχετα πράγματα, με άσχετους ανθρώπους, σε λάθος τόπους, σε λάθος αγάπες. Έχασα το χρόνο μου μαζί σου, λέμε. Γιατί όμως λέμε πως είναι χαμένος χρόνος; και ποιος είναι αυτός; Υπάρχει πραγματικά ο χαμένος χρόνος;
Ο καθένας μας γνωρίζει πότε χάνει το χρόνο του άσχετο πάλι αν δε θέλει να το παραδεχτεί. Εγώ το έχω παραδεχτεί. Ακόμα όμως δεν μπορώ να του ξεφύγω και νευριάζω όταν αντιλαμβάνομαι πως χάλασα λίγη ώρα ανόητα. Καλησπέρα σας!
Τα λεφτά πρέπει να κυκλοφορούν.Οπως και οι ωραίες γυναίκες.
Η πιο άσχημη μέρα είναι εκείνη που σκέφτεσαι πως δεν αξίζει να ζεις.
Λοιπόν, φιλαράκια και φίλες, νομίζω, τελικά πως το facebook, μας κάνει περισσότερο εγωϊστές απ όσο είμαστε. Αποκτήσαμε προσωπική οθόνη, κάμερα κλπ. Για σκεφτείτε το;
ΡΕ παιδια μην το παραχέζουμε τώρα με τα βιογραφικά και τις πληροφορίες! γράφει ο άλλος πως τον ενδιαφέρουν [στα ενδιαφέροντα του] οι γυναίκες και ξαφνικά κάνει αίτηση φιλίας σε μένα...Μήπως μοιάζω με γυναίκα;
Όταν διαβάσεις όλα, όσα λένε για τη ζωγραφική, μάλλον θα σταματήσεις να ζωγραφίζεις!
Η θάλασσα που τόσο αγάπησα να τη βλέπω έστω κι από μακριά ήταν ήσυχη. Σα μια μπλέ προς το σκούρο-ραφ, αρκούδα της ακρογιαλιάς που κοιμόταν με απλωμένα τα πόδια στον αφρό. Το κύμα ούτε που έσκουζε. Μόνο τα αρμυρίκια θρόιζαν. Θρόϊζαν το σαν βρώμικο λευκό, αυτό το σαν υποκίτρινο άνθος που όμως όταν το λίχνισα στο χέρι μου ήταν κατακάθαρο-σαν την κατακάθαρη ζωή μου. Αυτό ήθελα να το πω στον εαυτό μου: ναι, ήξερα πως ήταν ένας αστραφτερός καθρέφτης, άσπαστος, αψεγάδιαστος. Περήφανος που είχε φτάσει μέχρι εδώ. Μέχρι εδώ ν αντικρύζει τη θάλασσα, να χαίρεται με τα αρμυρίκια.
Τι θέλω όμως να πως για τα αρμυρίκια; Γιατί αυτό το δεντρί που φυτρώνει μόνο στην άκρη της θάλασσας να με κεντρίζει τόσο; Δεν είναι και από τα πιο όμορφα δέντρα-εμένα μου αρέσουν τα όμορφα δέντρα- να πεις πως το ερωτεύτηκα;…να πεις πως μ αρέσει γιατί είναι δυνατό; Σίγουρα είναι δυνατό γιατί αλλιώς δεν εξηγιέται η αντοχή του πλάι σε τόσα κύματα. Α, να λοιπόν γιατί μου άρεσε! Επειδή είναι δυνατό, αντέχει στις κακουχίες, δε φοβάται κι αντίθετα μ εμάς τους ανθρώπους δε φαίνεται να βαρυγκομίζει για τα πάθη και τις δυστυχίες του.
Μια από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής σου είναι κι εκείνη που συγχωρείς τον εαυτό σου.
Γαμώ την καταδίκη μου! Είμαι σήμερα καταδικασμένος να πάω για μπάνιο στη Βάρκιζα κι ύστερα για ούζα! Πάντα έχει κάτι αυτή η Βάρκιζα που μ αρέσει, μεταξύ μας μ αρέσουν όλα τα σε -ίζα. Μαρκίζα, το τραγούδι της Αλεξίου, Μαριλίζα, μια παλιά γκομενούλα, κτλ. Τα ούζα θα τα συνοδεύει χταποδοαρκίζα, αστακοκαραβιδοκίζα. Και μια σκίζα από παλιά.
Τρίχες. Δε βρήκα ποτέ έναν άνθρωπο να μιλήσω σωστά μαζί του.
Οι ωραίοι έχουν χρέη.
Ξέρω όμως και μερικούς κακάσχημους με χρέη, μου είπε μια φίλη που έχει σφιξίματα με τους Μπελμοντό.
Το θέμα είναι πως αν χρωστάς- άσχημος ξεάσχημος, τα πράγματα είναι ζόρικα.
Για μερικούς το χρέος είναι αρρώστεια αξεπέραστη, γι αυτό την κάνουν από εκεί που ήρθαν.
Υπάρχουν μερικές φορές που περιμένω κάτι
κι άλλες φορές που δεν περιμένω τίποτε
Και οι δυο είναι τόσο δυνατές
που δεν ξέρω ποια να διαλέξω.
Λοιπόν, κοιτάξτε τώρα χούμορ[καλά το γράφω, μη το διορθώνεις], στα Ελληνικά σήριαλς. Λέει μια γκόμενα στην άλλη, αφού φιλήθηκαν στα χείλη. Ένιωσες τίποτα;. Ούκου! η άλλη. Γιατί εγώ κάτι ένιωσα, μήπως έφαγες τσίχλα που μυρίζει φράουλα! Μιλάμε ότι οι άνθρωποι είναι για κλωτσιές. Και τους πληρώνουμε.
Πολλές φορές ζωγράφισα από απόγνωση και μόνο. Κι άλλες φορές από ανάγκη.
Δεν ζωγραφίζω μόνο αυτό που φαίνεται. Ζωγραφίζω το αθέατο που κρύβεται, το φιλί που δεν δίνεται.
Δε μου αρέσουν οι... φαλακροί που αφήνουν μούσι και οι λεφτάδες που είναι τσιγκούνηδες. [γενικά δε συμπαθώ τους τσιγκούνηδες.]
Ωραία. Μας κυβερνούν οι πολυεθνικές. Ας το δεχτούμε. Ήγουν, αυτός ο Ομπάμα είναι ένα ανδρείκελο- δεν μπορεί να πάρει καμιά απόφαση μόνος του, δείγμα δημοκρατίας; αλλά είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της Κόκα κόλα που τον πριμοδότησε για να βγει πρόεδρος στις ΗΠΑ και των βιομηχανιών όπλων. Μου φαίνεται πολύ αστείο έως ψυχεδελικό το όλο ανθρώπινο οικοδόμημα αν είναι έτσι.
Μη γράφεις ποτέ οργίλος. Γράφε πάντα οργισμένος.
Όταν κοιτάζω τη θάλασσα τη νιώθω φίλη μου κι ας μην είναι
Όταν κοιτάζω τη νύχτα κι αυτή είναι φίλη μου
Το σκοτάδι με το κύμα κάνουν παρέα.
Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023
ΜΙΑ ΖΑΡΙΆ ΚΑΚΉ!
Μπακούνιν, αριστοκράτης, όπως εγώ, απόλυτη ελευθερία, εναντίον κάθε μορφής κράτους. Μην εστιάζετε μόνο στην Κατερίνα που πόζαρε γι αυτό το έργο. Το νου σας στον Μπακούνιν και, ίσως κάποτε να νιώσετε λίγη από την κακουχία του, -καταδίκη σε θάνατο, αποδράσεις από φυλακές.
ΠΕΝΤΆΡΕΣ Ζαριά που κερδίζει. Όποιος τις φέρνει χαμογελάει ο άλλος που χάνει, μουτρώνει. Έτσι είναι και στη ζωή: κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. [σε κανέναν φυσικά δεν αρέσει να χάνει και ούτε το...παραδέχεται!]
ΝΤΌΡΤΙΑ
Ή ΣΠΑΙΝΤΕΡΓΟΥΜΑΝ Παρέα με τον Μπόμπ Ντίλαν, λάδια σε καμβά 75 χ 55. Τα
ντόρτια επισημαίνουν την κακή ζαριά, τη ζαριά που χάνει, λέω για όσους
δεν έχουν παίξει ζάρια να μαθαίνουν, αν και καλύτερα θα είναι να μην
παίξουν, γιατί κάποιοι έχουν παίξει τη ζωή τους, το σπίτι τους, τη
γυναίκα τους!
Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023
ΝΑ ΑΓΑΠΆΣ ΌΤΙ ΈΧΕΙΣ 2
Να
αγαπάς ότι έχεις, ήταν μια σκέψη που κυριαρχούσε τελευταία στο μυαλό
του σαν απόφθεγμα μιας λογικής εξήγησης της ανθρώπινης κατάστασης του.
Της δικής του και των άλλων ανθρώπων.
Ένας αέρα φύσηξε, μια νέα
γυναίκα πέρασε, χοντρή, ίσως άσχημη, τι κάνει τους ανθρώπους να
ξεχωρίζουν σε άσχημοι και ωραίοι, δεν το είχε ξεκαθαρίσει και ούτε
πίστευε πως αυτό δεν ήταν κάτι. όταν η χοντρή κοπέλα προτού στρίψει στη
γωνία γύρισε και του έβγαλε τη γλώσσα. Αυτός κοίταξε γύρω του μήπως ήταν
κάποιος άλλος εκεί αλλά όχι, ήταν αυτός μόνος του κι ο εαυτός του.
-Αυτή η γυναίκα τι θάνατο θα έχει; τον ρώτησε
Προσπάθησε να μαντέψει αλλά δεν ήταν μάντης.
-Θα έχει έναν κοινό θάνατο σε μια πυρκαγιά, τον άκουσε να του απαντάει. Τι σε νοιάζει;
Όλα τον ένοιαζαν. Η αλήθεια, η ελευθερία, ο έρωτας, η ομορφιά.
Μια
φυλακή είναι ο κόσμος μας αλλά υπάρχουν και οι πραγματικές φυλακές.
Γιατί φτιάχνονται οι φυλακές; οι φύλακες και οι διευθυντές των; Για να
τιμωρούν τους απροσάρμοστους στη σωστή κοινωνία και ηθική που είχαν
φτιάξει οι άνθρωποι εκατομμύρια χρόνια πριν.
Ο Γιάννης δεν είχε καμιά
εμπιστοσύνη στους ανθρώπινους νόμους. Πίστευε πως πρέσβευαν απόλυτα μια
άρχουσα και διεφθαρμένη σε μεγάλο βαθμό κοινωνία: την κοινωνία μιας
ανώτερης τάξης που στηριζόταν στη βία, στην ανηθικότητα, στις
εκτελέσεις, στον εκφοβισμό, στην απειλή και το φόβο. Όμως ήταν
αναγκασμένος ν ακολουθεί κάποιους κανόνες της γιατί αλλιώς δε θα
μπορούσε να επιβιώνει-θα είχε πεθάνει προ πολλού.
Όταν μπήκε για
πρώτη φορά στη φυλακή ήταν είκοσι τρία χρονών, μόλις είχε απολυθεί από
φαντάρος. Μόνος, χωρίς κανέναν στον κόσμο, δίχως σπίτι, ούτε έναν
συγγενή, έχτισε έναν δικό του κόσμο, ενώ στην αρχή προσπάθησε να
ενσωματωθεί και ν ακολουθήσει τους νόμους αυτής της πολιτείας και έπιασε
δουλειά σ έναν φούρνο. Μερόνυχτα ζύμωνε ψωμιά και κουλούρια, λαγάνες
και πίτες έχοντας από πάνω του έναν βάρβαρο χωριάτη, έναν απ αυτούς που
έκαναν το σκατό παξιμάδι για να φτιάξουν περιουσία
-Τι θα τα κάνεις
τα λεφτά; τον ρώτησε μια φορά που ο κόσμος έβραζε από την Καλοκαιρινή
ζέστη. Κι αυτός τον κοίταξε σα να του έκαναν την πιο ηλίθια ερώτηση στον
κόσμο
-Κάνε τη δουλειά σου! και μη πίνεις μπίρες πρωί-πρωί! φώναξε.
-Έχω διάλειμμα και μπορώ να το διαθέσω όπως θέλω, του απάντησε ρουφώντας τη μπύρα του.
Ο άλλος πέταξε μια έξω τα χείλη του κουνώντας το κεφάλι.
-Δε θα σε διώξω; σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Θα σε διώξω παλιοτόμαρο, παλιοκομμούνα! που θα μου πας; θα πάρω άλλον!
Τ
άκουγε όλα αυτά κι άλλα πολλά τέτοια και ήξερε πως λίγες ήταν οι μέρες
του εκεί μέσα κι άντεξε έξι μήνες που δε χρειάστηκε να τον απολύσουν
αλλά έφυγε μόνος του. Περιπλανήθηκε κάμποσο καιρό εδώ κι εκεί άφραγκος
άσιτος κάνοντας διάφορες μικροδουλειές του ποδαριού. Φίλους δεν έκανε,
δεν έδινε ο ίδιος λαβή σε κανέναν να τον πλησιάσει με τέτοιες διαθέσεις.
Μιλούσε με ξένους, εδώ κι εκεί, μια κουβέντα στο μπαρ κι ύστερα το
βούλωνε. Κοιμόταν σε παράγκες και τελευταία είχε στήσει μια σκγνή στο
λόφο. Εκεί προς το παρόν δεν τον ενοχλούσε κανείς. Είχε μαζέψει κι έναν
Μούργο, έναν σκύλο που του μοιαζε και τον έπαιρνε παρέα του στις
μακρινές διαδρομές προς την έρημο και αλλού. Μοιραζόταν μαζί του ότι
έβρισκε και βέβαια ακόμα και τις μπύρες. Δεν του έδινε όμως συχνά μπύρα
και τότε ο Μούργος τον κοίταζε παραπονεμένα. Αλλά αυτός ήξερε πως οι
σκύλοι δεν έπρεπε μα πίνουν και γέλασε εκείνη την ώρα που το
συλλογίστηκε. Καθόταν πάνω στο λόφο κι αγνάντευε τη μεγάλη πόλη. Πολλοί
απ αυτούς τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκεί είχαν πολλά λεφτά και κάτι
έπρεπε να κάνει γι αυτό.
Έπιασε το αξύριστο πηγούνι του και σμίγοντας τα μάτια ακολούθησε την ιδέα του.
-Θα κλέψω κάποιους απ αυτούς, μίλησε στον εαυτό του. Έχουν τόσα πολλά που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν!
Βρήκε
ενδιαφέρουσα τη σκέψη του και βάλθηκε να την κάνει πράξη. Στο νου του
ήρθε ο γερο τσιφούτης, ο φούρναρης που τον είχε παρακολουθήσει πολλές
φορές να κρύβει λεφτά σε μια κρυψώνα στον τοίχο της αποθήκης. Το κλειδί
της το είχε ακόμα στην τσέπη του από τότε που δούλευε εκεί. Κατέστρωσε
το σχέδιο του κι αμέσως το εφήρμοσε το ίδιο βράδυ.
ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από το νέο μου μυθιστόρημα που γράφεται αυτή την εποχή
Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023
ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΤΊΠΟΤΕ
ΚΑΙ ΤΟ
ΜΕΓΆΛΟ ΓΥΜΝΌ. Ζωγραφίζω έναν κόσμο παράλληλο με μας. Με μένα. Με
προσπερνάει, τον προσπερνώ, κάπως έτσι γίνεται. Ο Τζιοβάνι Φατόρι,
πούστηδες Ιταλιάνοι, ανήκει, λέει στους Μακιαγιόλι, ένας στους
εκατομμύρια ζωγράφους πριν από εμάς που αναλύομε τη ζωγραφική με κβάντα
και, θεωρητικά, είμαστε οι τυχεροί αυτού του κόσμου αφού υπάρχουμε σαν
έσχατοι-τώρα.
ΑΓΑΠΕΣ
Κανένας άλλος μηδέ από την τέχνη δε με αγάπησε όσο εσύ αλλά αυτή ποτέ δε με ξέχασε είναι λυπηρό να σε ξεχνούν οι άνθρωποι, πέφτεις στο ...
