Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

ΚΑΤΡΑΚΎΛΙΣΕ ΠΆΛΙ

 


 

ΠΛΗΓΗ  ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, Νωρίς ήταν, ακόμα δεν είχε πάει επτά. Φθινόπωρο. τέλειωνε ο Σεπτέμβρης, ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου.
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα. Μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα.
Σαν είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε την μηχανή του κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω. «Πολύ νωρίς ακόμη» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση. Γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφη. Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο. Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούραιναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στην μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή, μπροστά στην είσοδο και μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Η σχεδόν άδεια. Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; Πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Κάθισε σε ένα σκαπώ. Όταν την έφερε, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια του στον καθρέφτη, πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν πολύ όμορφη όμως και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ. Διέκρινε, μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ’ ότι δεν είχε σηκωθεί για να την δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρισε. Την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; Τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε. Στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις. Τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δεν γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες. Του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού , την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;

Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρεσε.
-Πήγαινε με σπίτι, σε παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν’ ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν’ ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέκτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε, «μπορείς;»
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα ναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο…
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί…Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε τα πονεμένα οπίσθια της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις…
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί.
-Θα σου πω..
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου.
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν…
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! Επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! Βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα.
Πράγματι, είχε αρχίσει να ψιλοσυνέρχεται. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Είσαι πολύ όμορφη, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα ναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημπόρια τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν.
-Έχεις δίκιο κι εγώ έτσι νιώθω. Αλλά και συ είσαι καλός. Καλός και όμορφος.
Την χάιδεψε στα μαλλιά, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα.

Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά το ξύλο με τη σάρκα. Ανακάτεψε τις τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας, την τρύπα να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε από μέσα της, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του έρωτα στα μάτια τους.
-Δεν το πιστεύω, της είπε.
-Ούτε εγώ, το πιστεύω, του απάντησε.
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; Και σηκώθηκε ολόγυμνος.
Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο. Και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; Τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό. Από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
 -Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε δικιά του.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα.
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι…
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! Άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! Έκανε. Πολύ ωραία.Θα μου απαγγείλεις;
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας.
-Ότι θέλεις.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ. Την διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής.
 Η Μιράντα έτρεξε κοντά του. Τον τύλιξε απ τον λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η ανυπαρξία. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;

Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.

-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!

Παράτησε τον λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.Την σήκωσε προσεκτικά, σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει.Τόσο διάφανη ήταν. Την φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το πέος να εισχωρεί στο υγρό αιδοίο. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.

Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως, ήταν και εκείνη. Η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον, για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον, που την γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης.

Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι’ αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.

Αυτός, είχε μεθύσει από την ζωή και την Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.

 

 

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΔΙΦΡΑΓΚΑ 2

 

 




Σημείωμα για ένα διήγημα. ΜΑΥΡΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

ΤΟ ΘΕΜΑ: Αυτός κι αυτή κάθονται πάνω σε μια νάιλον τσάντα με ένα εκατομμύριο εύρο. Ο Χώρος; Κάπου σε ένα κουπέ τρένου που ταξιδεύει στο άγνωστο. Χμ, ίσως.
Μπορεί στο δρόμο. Πάντως αυτοί θα συναντηθούν πολλές φορές. Αυτός, ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ είναι άσχημος, μπορεί να μη τον λένε κι έτσι. Μπορεί να τον λένε Μπιγκόνια ή λουλούδι, ή νυχτολούλουδο, πάντως κάπως τον λένε και είναι όντως πιο ωραίος από τον μίστερ Μπιν.
Αυτή είναι μια στρίγγλα! Γιατί; τι νόημα θα είχε; Είναι μια κάτασπρη γκομενούλα που έχει ένα παιδί. Πέντε ή έξι χρονών και το σέρνει στην άσφαλτο που καίει. Καθώς βαδίζουν αυτή του ξύνει το αυτί κι αυτό κλαίει. Τα όνομα της είναι Δυστυχία. Χαχα, και θες να γράψεις κωμωδία. Γράψε κάτι άλλο. Γράψε κωμωδία.

Είναι βράδυ και η Δυστυχία  προχωράει στη γέφυρα του σταθμού Λαρίσης. Μπορεί να είναι και του Μονάχου. Ακούγεται το τραγούδι στο σταθμό του Μονάχου με ξέχασε αχού η μαύρη μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου.
Πάνω στη μέση της γέφυρας το παίρνει απόφαση. Βγάζει τα ακουστικά απ τα αφτιά της που άκουγε Μότσαρτ, τα τυλίγει, τα κάνει μασούρι, μασάει την τσίχλα, φτύνει το χτεσινό τζατζίκι, τα παίρνει στο κρανίο.
-Εσύ να κάτσεις εδώ! Λέει στο παιδί κουνώντας το δάχτυλο της στο πρόσωπο του. Μην το κουνήσεις! Θα γυρίσω να σε πάρω! [Το παιδί μοιάζει με την κραυγή του Μουνγκ.]
Το παιδί κλαίει με μαύρα δάκρυ. Έχετε δει μαύρο δάκρυ; Εγώ ποτέ. Όλα νερένια, μου φαίνονται. Εν πάση περιπτώσει το παιδί κλαίει. Όλα τα παιδιά κλαίνε. Η Δυστυχία παίρνει δρόμο.

 Ο Βασιλάκης Μπιγιονσέ ή Μπιγκόνιας πήγαινε προς τον ίδιο σταθμό και περπατούσε με ευθύ βήμα μια και η ζωή του δεν ήταν δα και πιο άσχημη από των περισσοτέρων αυτού του χώρου. Αυτού του τόπου, ενός ίδιου κόσμου. Έτσι, ήταν ένας σαραντάρης χωρισμένος από μια γυναίκα που τον έδιωξε ένα πρωινό που έβρεχε ή δεν έβρεχε. Τι σημασία έχει η βροχή! Άμα κάνει καύσωνας να δεις πόση σημασία έχει! αναλογίστηκε και τάχυνε το βήμα του έξω από το σταθμό, αναθυμούμενος πως δεν είχε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, δεν είχε κανέναν και γι αυτό το είχε πάρει απόφαση: θα έφευγε μετανάστης για τη Βουλγαρία, η ζωή του στην Ελλάδα είχε καταστραφεί. Τον είχε καταστρέψει μια γυναίκα ή  μάλλον δυο γυναίκες, η μάνα του πρώτα γιατί τον γέννησε και η γυναίκα του που την νυμφεύτηκε και τώρα του δειξε τη μαύρη πόρτα. Φύγε! του είπε και μη ξαναγυρίσεις. Να πας πίσω απ τον ήλιο! [Κατάρα κι αυτή.]
Κάπου εκεί συναντήθηκαν αυτοί οι δυο. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας τελικά και η Δυστυχία. Ήρθαν αντιμέτωποι, μούρη με μούρη, έγιναν σαλάτα σαν ο Σεραφίνο με ένα ντουβάρι προκειμένου να γλιτώσει ένα κοτόπουλο, ή ο Τζόε Ντάλτον με μια σφαλιάρα του Σλούκι Λουκ.
-Μαλάκας είσαι! τον κοίταξε η Δυστυχία.
-Όχι, όχι, ψέλλισε.
-Α, δεν είσαι μαλάκα… Σηκώθηκε πιάνοντας τα πονεμένα σαγόνια της.
-Εγώ  ο Βασιλάκης είμαι .. εγώ.. πάω στη Βουλγαρία! Έχω εισιτήριο με το τρένο. Έχω κλείσει δουλειά σε βενζινάδικο.
-Βενζινάδικο…. Με δυσπιστία. Γιατί εμείς τι έχουμε; Εξιτήριο απ το τρελάδικο; Έκανε ένα γύρω του κι αυτός γύρω απ τον εαυτό του. [Λες αυτοί οι δυο να ερωτευθούν;] Λοιπόν;
-Τι λοιπόν… δεν έχει λοιπόν, εγώ πάω στο τρένο.
-Άιντε ρε φεύγα! Καλά που δε θα ταξιδέψω μαζί σου γιατί εγώ πάω μέχρι τη Θεσσαλονίκη να βρω τον πρώην ταβατζή μου.
-Γιατί ο τωρινός που είναι; Είπε όσο πιο αθώα μπορούσε ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας κι ύστερα, αφού μύρισε για λίγο το άρωμα της Δυστυχίας, πίσω από το μενεξεδένιο αφτί, το έβαλε στα πόδια να προλάβει το τρένο για τη Βουλγαρία.
-Κοίτα ρε κάτι άνθρωποι που ζούνε! Γέμισε ο κόσμος χαζοί κι εγώ να μη μπορώ να βρω έναν για να μου μεγαλώσει το παιδί.
Και πήρε το δρόμο για το τρένο.

Μέσα στο κουπέ ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας ήτανε μόνος κι αυτό του ήρεσεν. Χώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα, συνήθως μπορντώ χρώμα έχουν αυτά τα καθίσματα κι άνοιξε ένα ραδιοφωνάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Έπιασε το δεύτερο πρόγραμμα που είχε παρουσίαση για τα ενενήντα χρόνια του Θεοδωράκη και εκείνη τη στιγμή ακουγόταν το της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ. Ο Βασιλάκης πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να το χορεύει σαν ζεϊμπέκικο; Σαν τσιφτετέλι; Σαν ότι ήθελε. Μόνος του ήταν, έτσι νόμιζε, γι αυτό έκανε ότι ήθελε. Έβγαλε και σαν ταχυδακτυλουργός μια Μαλαματίνα από το καπέλο, την άνοιξε με τα δόντια και ρούφηξε, ενώ το τρένο ξεκινούσε αγκομαχώντας σαν παλιός γάιδαρος στον ανήφορο. Ας αγκομαχούσε όσο ήθελε, αυτός θα έφτανε κάποτε στη Βουλγαρία για να δουλέψει σε βενζινάδικο. 
Μόλις τελείωσε ο της δικαιοσύνης ήλιος νοητός και η Μαλαματίνα, ξαναχώθηκε κάτω από το μπορντώ κάθισμα. Ακούμπησε το κεφάλι του σε μια νάιλον σακούλα που κάπως τον ενοχλούσε αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για να μην το πάρει ο ύπνος.
 
Όταν ξύπνησε θα είχε περάσει καμιά ώρα, ίσως παραπάνω αλλά τι τον ένοιαζε; Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε καθώς ήταν στριμωγμένος χαμηλά, τα πόδια μιας γυναίκας απέναντί του στο άλλο κάθισμα. Του φάνηκαν ωραία πόδια και σκέφτηκε πως κάπου τα είχε ξαναδεί! Και δεν έφτανε αυτό, λίγο παραπάνω η φούστα ανασηκωνόταν και έδειχνε κι άλλα πράγματα.
 
Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας έξυσε το μούτρο του, έτσι έκανε όταν βρισκόταν σε δύσκολη θέση όπως τώρα εδώ αυτή αλλά εκεί που ξυνόταν με το χέρι του , πίσω από το σβέρκο και την ναιλον σακούλα, έπιασε μια δέσμη ευρώ. Αλαφιασμένος τα φερε μπροστά του κι ύστερα κι άλλα κι άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
 
Ωστόσο από απέναντι η ωραία με τα πόδια που δεν ήταν άλλη από την Δυστυχία τον πήρε μυρουδιά και το έσυρε έξω από το μπορντώ κάθισμα.
 
-Τι κάνεις εκεί κάτω ρε; και βλέποντας τα πακέτα με τα ευρώ γούρλωσε τα μάτια. Πού τα βρήκες αυτά ρε!
 
-Εδώ ... δεν ξέρω ... τι θέλεις εσύ εδώ ... κλείσε την πόρτα.
 
Η Δυστυχία με μια χάπα την έκλεισε. Το τρένο συνέχιζε να τρέχει για τη Βουλγαρία, αυτή πήγε κι έψαξε τη σακούλα κάτω απ το κάθισμα και μέτρησε είκοσι δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ. Ο Βασιλάκης Μπιγκόνιας είχε ήδη λιποθυμήσει. Η Δυστυχία τον κοίταξε με λύπη; Με σιχασιά, με έλεος; Με κάτι τέλος πάντων τον κοίταξε! Κι όμως αντί να φύγει, έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα της και του το πέταξε στη μούρη να συνέλθει. Του μέτρησε στη μούρη δέκα δεσμίδες των εκατό χιλιάδων ευρώ και του είπε:
 
-Κοίτα, εγώ φεύγω τώρα κι αλλοίμονο σου αν πεις κάπου πως με ξέρεις! ούτε με είδες ούτε με συνάντησες ποτέ; εντάξει; Πρέπει να πάω πίσω στη γέφυρα να σώσω το παιδί μου!
 
-Μήπως είναι πλαστά; Θες να ρθω κι εγώ μαζί σου; τώρα τι να κάνω στη Βουλγαρία; Με τόσα λεφτά ... μουρμούρισε.
 
-Σκάσε ρε! τα κοίταξα είναι μια χαρά. Όχι, να μην έρθεις, ούτε με ξέρεις ούτε σε ξέρω, γεια σου τώρα!
 
Ο Βασιλάκης ξεροκατάπιε και την παρακολούθησε που άνοιξε το παράθυρο κινδύνου να βγει έξω από το τρένο στην κατάλληλη ευκαιρία. Τη βοήθησε μάλιστα, έτσι που ήταν με το μισό κορμί μέσα και το άλλο έξω πιάνοντας την από τα πόδια κι αυτό του δημιούργησε περισσότερο πανικό γιατί είδε όλο το βρακί
  και τα άσπρα μπούτια της. 
-Κόκκινο βρακί φοράς; της φώναξε κι εκείνη ακριβώς την ώρα που κουτρουβαλούσε στις σκόνες του τρένου του απάντησε.
 
-Άμα δε σου αρέσει να το αλλάξω!
 
Και χάθηκε μες την αχλή του κόσμου και του χρήματος.
 
Το διήγημα έχει χάπι έντ. Τίποτα τραγικό δε συνέβη από εκεί και πέρα. Η Δυστυχία γύρισε στη γέφυρα, βρήκε την κόρη της να κλαίει αλλά μόλις της έδειξε τα πακέτα τα ματάκια της στέγνωσαν, αγκάλιασε τη μαμά κι έφυγαν ευτυχισμένοι για έναν κόσμο άγνωστο. Μπορεί στο δρόμο τους, σε μια άλλη χώρα να συνάντησαν και τον Βασιλάκη Μπιγκόνια. Μπορεί. Κανείς δεν ξέρει τι του συμβαίνει σ αυτή τη ζωή.
 
Μπορεί να μη γελάσατε πολύ αλλά σίγουρα μειδιάσατε με την ωραία ευτυχία τους.
 

ΤΕΛΟς 

 

 

 

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΝΈς ΚΟΆΛΕς


 


ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΈΝΟΙ ΠΟΙΗΤΈΣ
 
Όταν έχεις να πεις πολλά
δεν κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στα άδυτα;
Όταν έχεις πολλά να κάνεις
μην κάνεις τίποτα
ζωγραφισμένοι ποιητές
κι εμείς στη σκόνη
Όταν έχεις πολλά να πεις
πίνεις ηδύποτα
πετάς λουλούδια απ το μπαλκόνι
σε μιαν αγαπημένη
Και η κόρη της Τενέας
να σου τραγουδεί
την άρχουσα τάξη, χάλκινες φιάλες
οι σαρκοφάγοι μιας αυλαίας
αρχαία ιστορία στου Γουδή
η εργατική τάξη, αγνές κοάλες.

 

ΑΡνούμαι ΤΡΊΤΟΣ ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΠΌΛΕΜΟΣ άρχισε

 

 


 άρχεται η συνεδρίασις εις δίκην της συνειδήσεως Η αυτού μεγαλειότης θ απονείμει δικαιοσύνη εις τα ζώα. Θα δοθούν δωρεάν νομικές και ιατρικές συμβουλές [δεν πιστεύω πως μπορούσα να ξεφύγω και να μη σας πως την αλήθεια] Ούτω, άπαντες είναι αποδεκτοί ασμένως.
Ερώτηση: τι να κάμω με τις φοβίες και τις αρνήσεις μου;
Απάντηση: να τις καταπνίξεις φίλε μου.
Μα πρόκειται περί επαναληφθέντων κατά συρροήν εγκλημάτων εις βάρος του λαού με τρομοκρατικές ενέργειες και εάν εν μέτρον αποτυγχάνει, αποσύρεται επεί,  μάλλον βλάπτειν τους ένοικους! [δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχω σαν νομοταγής πολίτης αλλά ενίσταμαι και εξοργίζομαι. ξεκίνησα να εμβολιαστώ αλλά η συνεχιζόμενη ανόητη πολιτική με ανάγκασε σε δρόμους άλλους]
Ερώτηση: ποία είναι η μετάλλαξις της ελλειπτικής τροχιάς του Αλδεβαράν; και γιατί δεν φοράτε μάσκαν;
Αποφεύγω να σας πιστεύω επειδή το παρελθόν σας δεν είναι έντιμο κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι και ως εκ τούτου αν ένα πανί μπορεί να με προφυλάξει από τον ιο, παρεμπιπτόντως οι ιοί είναι αόρατοι δια γυμνού οφθαλμού και άρα διαπερνούν ανά πάσα στιγμή τον χώρο και τον χρόνο, υποστηρίζω πως με υποχρεώνετε σεις, να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
Διαφωνείτε πως υπάρχει ιός; αυτό είναι ανήκουστο, μας θεωρείτε απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου;
Απάντηση! μάλιστα. τοιούτοι υπάρχετε, σεις που [με έξαψη] διάγετε βιολογικούς πολέμους, σεις που δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσετε, σεις ερχόσαστε σαν λυτρωτές μου; αρνούμαι να σας πιστέψω και γι αυτό δεν εμβολιάζομαι είσαστε υπότροποι και πρέπει να δικαστείτε και να καταδικαστείτε δια τούτο.
Πολύ θα ήθελα αδελφοί, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και έτεροι, να μην ακολουθήσετε την χυδαία υποκριτική στάση της παγκόσμιας κοινότητας

Εαν δεν μπορείτε να αντεπεξέλθετε  παραιτηθείτε των καθηκόντων σας άρχοντες, διότι αυτό που προσπαθείτε να με πείσετε πρόκειται περί μιας βδελυρής αστειότητας. η ζωή δεν μπορεί να κλεισθεί σε κουτί όσοι κι αν πεθάνουν. το ξέρετε πως καταντήσατε σεις την διάσπασιν του κοινωνικού ιστού; γνωρίζετε πως σκοτώνονται αδέρφια, πως χωρίζουν ανδρόγυνα, πως νέοι άνθρωποι χώνονται στις ψυχιατρικές κλινικές; και συνεχίζετε την ανόητη επανάληψη μέτρων που αποδείχτηκαν ανεπιτυχή;
το δις και τρις επαναλαμβανόμενο λάθος σημαίνει πως είσαι ηλίθιος αδερφέ επεί, ο εγκλεισμός, αι μάσκαι, το εμβόλιον, απεδείχθησαν μέτρα ανεπαρκή εναντίον του υποτιθέμενου ιού και συ συνεχίζεις να επιβάλλεις άλλους νόμους όπως οι περιορισμοί στις εισόδους σε κέντρα, σε καταστήματα, σε χώρους όπου σε λίγο δε θα επιτρέπεις σε κανέναν να υπάρχει!
η λήξις αυτής της συνεδρίασης συνειδήσεως ουδόλως εύκολη εστί και είναι πρόδηλον πως σεις θα συνεχίσετε όπως και εγώ θα συνεχίσω να μη σας έχω εμπιστοσύνη και ούτω θα καταλήξουμε σε μια διαμάχη διαρκείας.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

ΜΈΓΕΘΟΣ ΠΈΟΥΣ

 

Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.

 

Μα πιστεύω και έχω ακούσει τους περισσότερους ανθρώπους να υπεραμύνονται της έκφρασης αυτής. Στην ουσία: μα πως ζεις έτσι!
 

Υπάρχουν και άντρες που δεν είναι και τόσο..αρσενικοί. Ή τουλάχιστον έτσι αποφαίνεται η Ιστορία. Αλλά ωστόσο θα μπορούσα ν αντικρούσω και αλλιώς: ποιοι είναι οι λίγοι άντρες κατά τη γνώμη σου; ανέφερε χαρακτηριστικά, ιδιότητες, χρώμα, χρωμόσωμα, μέγεθος πέους, άνοιγμα εγκεφάλου...
 

Απλά να σου πω μια αλήθεια: δε μου αρέσει η έκφραση με κάλυψε ο τάδε! νομίζω πως δεν έχει τι να πει αυτός που το λέει. [εγώ δεν την χρησιμοποιώ ποτέ αυτή την έκφραση] Με την τύχη μου πάντα είμαι σοβαρός κυρία.
 

Ο πιο σωστός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει ότι έχει χάσει την αξιοπρέπεια του.

 

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

ΚΑΛΉ ΤΥΧΗ ΜΑΓΚΑ 2

 

ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΜΑΓΚΑ.

Πολύ μ αρέσουν τα σκυλιά που τα φωνάζουν τ αφεντικά τους κι αυτά δεν ακούνε.

Χρυσαφικά του ήλιου, καινούργια ανάσα, μεγάλη απόφαση για κάποιον που αγαπούσε τη ζωή, σαν εμένα που δεν έδινα ποτέ λογαριασμό σε κανέναν, να κυνηγήσω ένα άλλο όνειρο.
Ο Στεφάν περνούσε τον καιρό του με κάτι κυρίες. Πλούσιος, αριστοκράτης, γλεντζές, ασχημάντρας. Ήταν παντρεμένος αλλά δε μιλούσε ποτέ γι αυτό. Τα εν οίκω μη εν δήμω, έλεγε και εκλεινε το θέμα.
-Είναι μια πολύ περήφανη, μου είπε ξαφνικά μια μέρα. Ακατάδεκτη. Χρύσα τη λένε. Να της δώσω το τηλέφωνο σου; με ρώτησε και με κοίταζε ερευνητικά.
-Γιατί το δικό μου; γέλασα. Και είσαι σίγουρος πως θα μου τηλεφωνήσει;
-Ναι, άμα της περιγράψω πόσο όμορφος είσαι θα σε πάρει σίγουρα, είναι η γυναικεία περιέργεια.
Το ύφος του δεν έκρυβε καμιά ειρωνεία.
-Μόνο εσύ μπορείς να της σπάσεις τα μούτρα! επειδή είναι όμορφη εμάς δε μας καταδέχεται! Εξ άλλου δεν κάνουν όλες οι γυναίκες για όλους τους άντρες.
Χαμογέλασα με κάποια αυταρέσκεια αν και δεν είχα ποτέ αμφιβολίες για το ποιος ήμουν-ένα σκυλί που δεν άκουγε κανέναν. Ο Στεφάν κατά βάθος δε φαινόταν να με ζηλεύει. Απλά ήταν ελαφρώς περιπαιχτικός γύρω από τους όμορφους.
-Δεν έχει καμιά σημασία η ομορφιά, έλεγα εγώ ψεύτικα.
-Έχει πολύ μεγάλη σημασία μάγκα! είναι σπουδαίο να είσαι όμορφος, ωραίος! κι εσύ είσαι! κρίμα που δεν είμαι κι εγώ! Να δώσω το τηλέφωνο σου της ακατάδεχτης;
-Εντάξει, είπα. Δος το και δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί με αυτή μου την κίνηση.

Το βράδυ ήρθε αργό. Ντύθηκα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καλός είσαι μη κοιτάζεσαι! με είχε συμβουλεύσει η τελευταία γυναίκα που έζησα μαζί της τρία χρόνια. Με ζήλευε, όχι πολύ αλλά καμιά φορά η λίγη ζήλια τονώνει το αίσθημα ανωτερότητας που υπάρχει σε όλους τους ωραίους άντρες σαν εμένα. Έφυγε όμως, με παράτησε και ήταν η μοναδική που το είχε κάνει αυτό. Είσαι πολύ όμορφος! δεν αντέχεσαι, γι αυτό φεύγω. Καλή τύχη μάγκα! Έτσι μ αποχαιρέτησε ένα πρωινό στην άσφαλτο.
Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν έλεγε όλη την αλήθεια, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα πυκνά, ρούσα μαλλιά και βγήκα. Που θα πήγαινα; κανένας δε με περίμενε απόψε και μάλλον θα κατέληγα στη γνωστή παρέα στο μπαρ του Αρμόδιου. Χρόνια πήγαινα εκεί, ωραία ήταν. Πειράγματα με τους φίλους αντροπαρέα αλλά και πολλές γυναίκες. Όμορφες, πουτάνες. Μεθυσμένες, μερικές μαστουρωμένες, τις είχα βαρεθεί.
Μηχανικά κατευθύνθηκα προς τα εκεί, που να πήγαινα; πολλά χρήματα δεν κυκλοφορούσα τελευταία, άρα ήταν μια βολική λύση ο Αρμόδιος, που μόλις με είδε να κάθομαι στη μπάρα, έσπρωξε προς το μέρος μου μια Κικάο, την αγαπημένη μου μπύρα. Ανταλλάξαμε μια φιλική ματιά, με συμπαθούσε ο Αρμόδιος που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης αλλά ένεκα της ονομασίας του μαγαζιού σχεδόν κανείς δεν τον ήξερε με το πραγματικό του. Από την  άκρη της μπάρας με χαιρέτησε η Ντόνα, γυναίκα μιας βραδιάς. Της χαμογέλασα. Είχαμε κοιμηθεί μια βραδιά μαζί.
Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω μια γουλιά από τη μπύρα όταν χτύπησε το κινητό. Το άνοιξα, άγνωστος αριθμός.
-Ποιος είναι; ρώτησα.
-Είμαι η Χρύσα, άκουσα μια ωραία φωνή.
Αστραπιαία θυμήθηκα τον φίλο μου Στεφάν.
-Έλα στο μπαρ του Αρμόδιου, είπα κι έκλεισα.
-Τι σόι άνθρωπος είσαι; σούφρωσε τα χείλια του ο Αρμόδιος από μέσα. Είναι αναγκαίο να ξέρει η κοπέλα το μπαρ μου;
Γάτος ήταν,  πως κατάλαβε πως ήταν κοπέλα;
Δεν του απάντησα, τι να του λεγα, τα πιανε όλα στον αέρα. Κατέβασα μια γουλιά Κικάο, η Ντόνα ήρθε κοντά μου.
-Τι κάνεις όμορφε;
Την κοίταξα λοξά. Έφυγε.
Όταν έφτασε η Χρύσα έμεινα εμβρόντητος αλλά προσπάθησα να μη το δείξω. Πανέμορφη, δεν υπάρχουν λόγια για να την περιγράψω.
-Είμαι η Χρύσα, είπε και με κοίταζε στα μάτια.
-Πως με αναγνώρισες; ρώτησα.
-Μου είπε ο Στεφάν πως είσαι ο πιο ωραίος της παρέας, γι αυτό ήρθα, αλλιώς δε θα με έβλεπες ποτέ.

Σμίκρυνε ο κόσμος μου, έγινε μια σταλιά, αυτή η γυναίκα θα είναι η καταστροφή σου, μουρμούρισε πίσω μου ο Αρμόδιος την ώρα που φεύγαμε αλλά εγώ τον κοίταξε επιτιμητικά, δεν έδωσα και πολύ σημασία στα λόγια του, εξ άλλου δεν ήμουν πολύ εύκαιρος στα προφητικά λόγια. Απλά τον ρώτησα αν την ήξερε.
-Όχι, δεν την ξέρω. Κανείς δεν την ξέρει αλλά εσύ καλά θα κάνεις να την αποφεύγεις, μοιάζει επικίνδυνη, άκου και μένα κάτι ξέρω κι εγώ από γυναίκες. Και μάλλον παντρεμένη.
Παντρεμένη; πως του ήρθε και ρώτησα τη Χρύσα γι αυτό.
-Όχι, βέβαια! είπε γελαστά και μ έπεισε.
Όλοι οι άντρες παινεύονται πως ξέρουν πολλά για τις γυναίκες κι εγώ κάτι παραπάνω, έλεγα κι ύστερα από μια μέρα συναντήθηκα με τη Χρύσα, δεν άντεχα μακριά της, ούτε κι αυτή και ήρθε στο δωμάτιο φορώντας ένα πέπλο λευκό, νεράιδα σωστή, κινήθηκε με χάρη, απέθεσε όλες τις αλήθειες της στο δικό μου γυμνό κορμί κι εγώ την αγάπησα, πως γίνεται αυτό; από την πρώτη στιγμή κι εκείνη δεν ήξερε ν απαντήσει.
-Θα σ αγαπώ πάντα! φώναξε.
-Κι εγώ! φώναζα στο άδειο δωμάτιο όταν έλειπε κι αντηχούσαν οι τοίχοι.
Πέρασαν δυο βδομάδες, όλη η χαρά του κόσμου πάνω μας.
Με τον Στεφάν δεν είχαμε συναντηθεί, σα να μη βιαζόμουν να βρεθούμε, να τα πούμε, δεν τον ήξερα και τόσο καλά, τελευταία κάναμε παρέα. Τον πήρα τηλέφωνο ήρθε κεφάτος στου Αρμόδιου. Χωρίς να του πω τίποτε, το κατάλαβε.
-Έλα ρε! μη μου πεις πως την έρριξες; πω,πω! είσαι πρώτος μάγκας, το βλέπω στο πρόσωπο σου, μου είπε γελώντας. Περνάς καλά ε, τυχερέ! κερνάς απόψε, όλα δικά σου..όμως βοήθησα κι εγώ, για πες μου; πες μου λεπτομέρειες ρε μπαγάσα πως την κατάφερες.. δε θα τη φέρεις στην παρέα..να της κάνω καζούρα..
-Έτυχε, είπα. Όχι ακόμα, τα πράγματα είναι σοβαρά..
-Δηλαδή; μ έκοψε με αλλιώτικο ύφος.
-Τίποτε, ξέχνα το είναι νωρίς ακόμα, θα δούμε στο μέλλον. Μπορεί να την παντρευτώ..
Ο Στεφάν έσκασε στα γέλια.
-Γιατί γελάς; τον ρώτησα. Που βλέπεις το αστείο;
Κάτι είχε αρχίσει να μη μ αρέσει στο ύφος του, χωρίς να φαίνεται ικανή αιτία να χαλάσει τη φιλία μας αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις όπως επαναλάμβανε συχνά η Χρύσα.
-Τι εννοείς μ αυτό; τη ρωτούσα.
Τρεμόπαιζε τα βλέφαρα. Σκοτείνιαζε.
Καθόμασταν τότε στη βεράντα του σπιτιού μου, πίναμε ένα ποτό μετά από τον έρωτα, καπνίζαμε τσιγάρο,ήμασταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Και είχε περάσει ένας μήνας μόνο. Ένας μήνας που φαινόταν χρόνος.
-Είδες πως χάνεται ο χρόνος όταν αγαπάς; ω! σε λατρεύω! φώναξε δίπλα μου.
-Ναι! απάντησα. Έτσι είναι, όταν αγαπάς δεν υπάρχει χρόνος.
Και την άλλη μέρα πήγα και αγόρασα ένα δαχτυλίδι. Το ίδιο βράδυ της έκανα πρόταση γάμου στο μπαρ του Αρμόδιου. Η Χρύσα ξέσπασε στα γέλια. Γελούσε απίστευτα, και πιάνοντας το μέτωπο  οπισθοχώρισε προς την έξοδο, έφυγε. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την εικόνα και το γέλιο της.
-Είδες; το είδες αυτό; έγινε αλήθεια; με ρωτούσε ο Αρμόδιος και όλοι οι πελάτες είχαν νεκρώσει σε μια στιγμή ακίνητη. Τίποτε δεν κινιόταν κι εγώ με το δαχτυλίδι στο χέρι, μετέωρος, αδύνατο να εξηγήσω, βγήκα έξω, πήρα τους δρόμους στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και της ανθρώπινης παράνοιας. Από τότε δεν την ξαναείδα..

Όταν συναντήθηκα με τον Στεφάν στο δρόμο, μου χαμογέλασε περιπαιχτικά. Περπατήσαμε λίγο στο πάρκο.
-Κανονικά έπρεπε να σου κάνω μήνυση για μοιχεία! είπε στρυφνά. Για να καταλάβεις πως δεν είναι όλες οι γυναίκες για σένα επειδή είσαι όμορφος. Να πληρώσω και δυο μπράβους να σου στραπατσάρουν εσαεί την ωραία σου φάτσα αλλά σε συμπαθώ ρε μάγκα, μη νομίζεις, ας πήγες με τη γυναίκα μου...αλλά, ξέρεις τι τους έκαναν τους μοιχούς στην Αρχαία Ελλάδα; Επί Δράκοντος του εκτελούσαν σαν δέντρα., αργότερα τους έχωναν από ένα καρότο ξέρεις που, ύστερα τους κούρευαν, τη μοιχαλίδα μπορούσε να την προσβάλλει ο καθένας, της έσκιζαν τα ρούχα, την έβριζαν, την ξευτέλιζαν! Στην εποχή μας καταργήθηκαν όλα αυτά αλλά παραμένει όμως μια σοβαρή αιτία διαζυγίου κι εγώ έπρεπε να χωρίσω με τη Χρύσα που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Σ ευχαριστώ μάγκα για τη βόηθεια σου.
-Και γιατί διάλεξες εμένα; ρώτησα. Πως ήξερες πως θα ενδώσω και πόσο μάλλον ότι η Χρύσα θα με ερωτευόταν;
-Ε, το ήξερα πως θα γίνει έτσι, το ήξερα. Είστε και οι δυο μεγάλα ψώνια, κατάλαβες; Καλή τύχη μάγκα, είσαι από αυτούς που ερωτεύονται οι γυναίκες, γι αυτό.

ΤΕΛΟΣ

 

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

ΕΒΡΕΧΕ

 

 


Σουρούπωνε
ή έβρεχε
Όταν χαράζει
είναι η καλύτερη ώρα.
Έχετε δει πως μπλεδίζει το σκοτάδι;
Χάραζε-όταν νυχτώνει είναι η χειρότερη ώρα
Λένε
Οι άνθρωποι που ξημερώνουν
πως το φως είναι η ζωή
Δεν ξέρουν πως και το φως δεν είναι χάδι;
Νύχτωνε
Η βροχή σταμάτησε;
 
[ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ μου.]

 

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΟΙ ΉΡΩΕς ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΊΑ

 •ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΥ Νεκταρίας Ασημακοπούλου δίνει ελπίδα ότι υπάρχουν ακόμα ΑΝΘΡΩΠΟΙ.


"Καταργήστε τα όλα λοιπόν: Πανηγύρια, χορωδίες, συναυλίες, αγκαλιές, φιλιά, πάρτυ, εκκλησία, σχολείο, παιχνίδι, ανεμελιά, αγάπη, συντροφικότητα, στοργή.
Αφήστε τον κόσμο όρθιο στα ΜΜΜ, γιατί ως γνωστόν μόνο από τους καθιστούς κολλάει...
Ανοίχτε τα σύνορα όμως, για να έχουμε τουρισμό, αλλά μην επιδοτήσετε τον εσωτερικό τουρισμό, γιατί δεν περισσέψαν λεφτά από τις ζαρντινιέρες!!!
Μη μιλάτε για ενίσχυση του ανοσοποιητικού, μη μιλάτε για το ρόλο της διατροφής, μη μιλάτε για τίποτα θετικό και ρεαλιστικό και έμπρακτο.
Τρομοκρατήστε τους όλους μέχρι θανάτου.
Μέχρι οριστικής απεμπόλισης κάθε κατοχυρωμένου συνταγματικού δικαιώματος.
Ψωνίστε online, πηδηχτείτε online, εργαστείτε online, ζήστε online, ψοφήστε online, βάλτε μάσκες και στο σεξ.
Αφήστε τους αγαπητοί σοφοί συνάδελφοι και ειδήμονες άρρωστους, ψυχή τε και σώματι, αλλά αφήστε τους ζωντανούς να ζήσουν στα αλήθεια.
Με λογική και προφύλαξη, γιατί κανείς λογικός δεν υποτίμησε το πρόβλημα.
Έχουμε ξεχάσει πια την ιατρική που διδαχτήκαμε…
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει ο διαβήτης, αλλά δεν είδα να απαγορευτεί η ζάχαρη.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει ο καρκίνος και τα καρδιαγγειακά, αλλά δεν είδα να απαγορευτούν τα συντηρητικά και οι επικίνδυνες ουσίες στις τροφές.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύει η ελονοσία, αλλά δεν είδα να χρηματοδοτηθούν προγράμματα μείωσης των κουνουπιών.
- Παγκόσμια ξεπαστρεύουν τα stress related diseases, αλλά ο κόσμος δουλεύει όλο και περισσότερο και είναι όλο και πιο χρεωμένος.
Σας σιχάθηκα κι εσάς και τις στρατηγικές σας για την υγεία και τις περγαμηνές σας και τις κατευθυντήριες οδηγίες σας και τον πανικό για τη ζωούλα σας.
Σας σιχάθηκα γιατί είστε υποκριτές.
Γιατί αν θέλατε πραγματικά δημόσια υγεία:
- Θα ενισχύατε ουσιαστικά την Α΄βάθμια περίθαλψη και τότε δε θα χρειαζάσασταν ΜΕΘ.
- Θα φροντίζατε ο κόσμος να αμοίβεται αξιοπρεπώς και να μην έχει στρες.
- Θα διαγράφατε τα χρέη των αναξιοπαθούντων.
- Θα αμβλύνατε τις κοινωνικές ανισότητες.
- Θα κάνατε πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, όχι για φόβο, αλλά για φρούτα και λαχανικά.
- Θα κάνατε Αγωγή Υγείας στα σχολεία.
- Θα κρατάγατε τα σχολεία ανοικτά περισσότερες ώρες ώστε να μη χρειάζεται να παραλαμβάνουν τα παιδιά οι παππούδες.
- Θα επιδοτούσατε μειωμένο ωράριο στις μανάδες ή και εντελώς τη μητρότητα, για να τρώνε σωστά τα παιδιά και να μη φορτώνονται στους ευπαθείς παππούδες.
- Θα επιδοτούσατε τη βιολογική διατροφή.
- Θα κάνατε ασύμφορη την ανθυγιεινή διατροφή.
- Θα επιδοτούσατε τη σωματική άσκηση.
- Θα πρασινίζατε τις πόλεις.
Νεκταρία Ασημακοπούλου - Ιατρός



Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΟΤΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ 3

 




Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να έκανα κάποτε πολλά λεφτά. Σχεδόν έξι-εφτά χρονών, που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, αντιλήφτηκα πως το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, μεροκαματιάρηδες. Πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί, σε ένα χωριό εδώ στην επαρχία. Βέβαια, πρώτα είχαν έρθει οι παππούδες. Γέννησαν τον πατέρα μου, λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας μου αφού είδε και αποείδε πως δεν έκανε προκοπή, πήγε μετανάστης στη Γερμανία,. Πήρε και τη μητέρα μου μαζί του μετά από λίγα χρόνια. Εμένα με άφησαν στη θεία μου την Αγγλαϊα. Γιατί δε σε πήρανε και σένα μαζί τους σκανιάρικο; μου λεγε συνέχεια. Αυτή η κουβέντα της είναι συνέχεια καρφωμένη στο μυαλό μου, ακόμη και τώρα που έγινα τριάντα πέντε χρονών. Πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια κι εγώ που ήθελα να γίνω πλούσιος, το μόνο που είχα καταφέρει, ήταν να μετράω ξένα χρήματα, εδώ και δέκα χρόνια που είχα διοριστεί ταμίας στη ΔΕΗ. Ότι χειρότερο μπορούσε να μου τύχει, δηλαδή. Στην αρχή, δε μου άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά. Τι άλλο μπορούσες να κάνεις παιδί μου; μου λεγε συχνά ο πατέρας μου, συνταξιούχος πια. Το σπίτι σου το έχεις, δόξα το θεό, αυτό τουλάχιστον μπόρεσα να σου αφήσω. Βρες και καμιά γυναικούλα να παντρευτείς, τι κάθεσαι; Εγώ δεν το έβλεπα καθόλου έτσι το πράγμα. Ή σχεδόν καθόλου έτσι. Ποτέ μου δεν είχα πάρει σοβαρά μια τέτοια απόφαση.΄Εξάλλου, μόνος μου περνούσα καλύτερα, είχα και δυο καλούς φίλους, τον Αλέκο και τον Βαγγέλη. Μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Με τον Αλέκο πήγαμε και στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τον Βαγγέλη τον χάσαμε αυτά τα χρόνια αλλά μετά το στρατιωτικό, ανταμώσαμε στη μικρή μας πόλη και γίναμε αχώριστο τρίο. Ο Βαγγέλης που δεν είχε σπουδάσει περαιτέρω, άνοιξε ένα σουβλατζίδικο, ο Αλέκος έγινε Λιμενικός κι εγώ, είπαμε, ταμίας στη ΔΕΗ.

Συναντιόμασταν πολλές φορές, αργά στο σουβλατζίδικο, όταν η πολλή δουλειά είχε σπατσάρει. Ούφ! βαρέθηκα, μούγκριζε ο Βαγγέλης, πετώντας την ποδιά. Δουλειά είναι αυτή; Να φτιάχνεις σουβλάκια για τους άλλους! Καλά είναι, μη γκρινιάζεις, υπάρχουν και χειρότερα, έτσι δεν είναι Παναγιώτη; γύριζε σε μένα ο Αλέκος. Έτσι είναι, γιε Βαγγέλη, αργόσερνα εγώ την κουβέντα μου, που ποτέ δεν είχα καταφέρει να προφέρω καλά το ρ και οι δυο τους με κορόϊδευαν πολλές φορές για αυτό μου το ελάττωμα. Με πείραζαν δηλαδή, βάζοντας μου επίτηδες να λέω λέξεις με πολλά ρ. Κόκκορας, Παναγιώτη, λέγανε κι οι δυο μαζί. Κόκογας! τους έκανα τη χάρη εγώ και το ρίχναμε στις μπύρες. Και οι τρεις ήμασταν επιρρεπείς στο ποτό. Στο αλκοόλ. Πίναμε ότι βρίσκαμε μπροστά μας, μα πιο πολύ κρασί κι έτσι, τις περισσότερες φορές, φεύγαμε σκνίπα από το σουβλατζίδικο ή όπου αλλού βρισκόμασταν.
Εγώ που κυκλοφορούσα με ποδήλατο, πάμπολλες φορές έτρωγα τα μούτρα μου, ιδιαίτερα λίγο πριν την εξώπορτα του σπιτιού μου, όπου υπήρχαν χαλίκια. Μια βραδιά κόντεψα να σκοτωθώ πέφτοντας στα κάγκελα. Δεν τα είχα δει, έτσι μαύρα που τα είχα βάψει μόνος μου, ο ηλίθιος. Ο μπροστινός τροχός σφηνώθηκε ανάμεσα στο κενό που άφηναν τα κάγκελα, τα χέρια μου που κρατούσαν το τιμόνι, καταματωσαν. Με χίλια ζόρια κατάφερα να ξεσφηνωθώ και μόλις το είπα στην παρέα, ξεσκίστηκαν στα γέλια. Τι, γελάτε γε παιδιά; για γέλια είναι; ρώτησα απορημένος. Α, ρε Παναγιώτη; σου είπα να πάρεις μια μερσεντές αλλά δεν ακούς, έκανε ο Αλέκος. Πες του τώγα τίποτα εσύ! γύρισα στον Βαγγέλη. Με τι λεφτά γε βλάκα;

Πίναμε πάλι το κρασί μας στο σουβλατζίδικο του Βαγγέλη. Η ώρα κόντευε δυο και έβαλε την πινακίδα στην πόρτα με την ένδειξη κλειστό για να μη μας ενοχλεί κανείς. Με τι λεφτά...συνέχισε ο Αλέκος. Τόσα λεφτά περνάνε από τα χέρια σου! Μα είναι ξένα βγε αδερφέ, διαμαρτυρήθηκα. Θυμάσαι εκείνο το παλιό κόλπο που είχαμε καταστρώσει, τόσα χρόνια πριν; Μην κάνεις πως δε θυμάσαι, αντάλλαξαν μια ματιά με νόημα. Α, άνοιξα τα μάτια μου. Να με βαγέσετε και να πάγετε τα χγήματα, γέλασα τσιτσιριστά. Ε, εντάξει αλλά μη με βαγέσετε πολύ.
Λοιπόν, έκανε τώρα ο Αλέκος σοβαρά, που ήθελε να το παίζει αρχηγός. Εγω πιστεύω πως ήρθε η ώρα να το πραγματοποιήσουμε. Βαγγέλη συμφωνείς; Εγώ είμαι μέσα, το ξέρεις καλά. Τώρα που σφίξανε τα πράγματα με το κωλοευρώ; Σούμπιτος. Αλλά να πάρουμε μπάζα κι αν μας πιάσουν να μην πούνε πως ήμασταν λιγούρηδες, ψιλικατζήδες, συμφώνησε ο Βαγγέλης και με κοίταζε. Μιλάτε σοβαγά; έκανα. Πολύ σοβαγά! μίλησαν ταυτόχρονα και οι δυο. Βγε παιδιά, αυτά είναι σοβαγά πγάγματα, μη γίνουμε γεζίλι! Δεν πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε; επέμενε ο Αλέκος. Όχι, όχι θα τα καταφέγουμε, είπα χωρίς να ξέρω που εύρισκα το θάρρος.

Είχαμε πράγματι καταστρώσει ένα σχέδιο, πολλά χρόνια πριν. Είχαμε μελετήσει όλες τις λεπτομέρειες. Θα μου επιτίθονταν την ώρα που θα πήγαινα να καταθέσω το πιο μεγάλο κεφάλαιο στην τράπεζα. Περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ. Έτσι θα κάναμε μια καλούτσικη αρχική μπάζα. Από τριακόσιες τριάντα τρεις χιλιάδες ευρώ ο καθένας. Κι όλο το βράδυ, μου πιπίλισαν το μυαλό. Πάρτο απόφαση, δεν είναι τίποτα μου έλεγαν. Θα σου ρίξουμε δυο μπουνιές και τέρμα, εντάξει θα πέσεις αναίσθητος, δεν είναι τίποτα κι ύστερα ν αντέξεις στις ανακρίσεις, τίποτα άλλο. Άιντε μια ζωή δεν έλεγες πως ήθελες να κάμεις λεφτά; Να η ευκαιρία, ξεκόλλα! Μεθυσμένος καθώς ήμουν, συμφώνησα μαζί τους και δώσαμε όρκο να μείνουμε ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Σχεδόν όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, άραξα στο σαλόνι και χάζευα στην τηλεόραση. Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα, απλά ονειρευόμουν πως θα γινόταν όλο το σχέδιο και με έπιανε κάποια έπαρση που θα είχα τόσα λεφτά δικά μου. Θα αγόραζα επιτέλους εκείνη τη μερσεντές, όχι αμέσως, μου είπε ο Βαγγέλης κι ο Αλέκος. Πρέπει να αφήσουμε να περάσει καιρός, άσε που σκέφτηκα να φύγω για τη Γερμανία. Μάλλον αυτό θα έκανα, βέβαια με τόσα λεφτά, τι να έκανα στην Επαρχία; Ο πατέρας μου, γέρος άνθρωπος, πέρασε κανα δυο φορές να πάει για κατούρημα. Δεν παραξενεύτηκε που με είδε εκεί - τόκανα συχνά αυτό-ούτε μου μίλησε. Ή μάλλον, κάτι μουρμούρισε ανάμεσα από το βήχα του αλλά δεν το κατάλαβα κι έτσι δεν του απάντησα. Κακοκοιμησμένος στον καναπέ, όταν σηκώθηκα το πρωί, θα πρέπει να ήμουν πολύ χάλια. Στον καθρέφτη της τουαλέτας όταν πλενόμουν, απέφυγα να κοιτάξω τα μούτρα μου. Πως είσαι έτσι; με αυτά τα ρούχα θα πας στη δουλειά; γκρίνιαξε ο πατέρας μου. Που να ήξερε τι ετοίμαζα. Αν από κάποια μαγική εικόνα το μάθαινε, θα μου λεγε ένα άει χάσου απ τα μάτια μου αλλά δεν ήξερε και ούτε θα μάθαινε ποτέ. Καλά σου λέει, πρόσθεσε κι η μάνα μου, έλα να σου δώσω μια καινούρια αλλαξιά. Εγώ έγνεψα καταφατικά. Μου έφερε σιδερωμένο πουκάμισο και παντελόνι και με παρακολουθούσε. Το σώβρακο δε θα το αλλάξεις; επέμενε ενώ εγώ είχα ήδη ντυθεί. Ωχ! γε μάνα, καθαγό είναι, της απάντησα κι έφυγα σβουριχτός.

Έπρεπε να προλάβω, σήμερα θα γίνονταν όλα. Καθώς θα πήγαινα το εκατομμύριο στην τράπεζα, γύρω στις δέκα, θα μου την είχαν στημένη.  Είχαμε κανονίσει και το σημείο που θα με περίμεναν οι φίλοι μου για να με βαγέσουν.

 

ΑΓΑΠΕΣ

    Κανένας άλλος μηδέ από την τέχνη δε με αγάπησε όσο εσύ αλλά αυτή ποτέ δε με ξέχασε είναι λυπηρό να σε ξεχνούν οι άνθρωποι, πέφτεις στο ...