Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απραγματοποιητο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απραγματοποιητο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΕ ΧΑΛΑΣ ΧΑΤΙΡΙ



Τις περισσότερες φορές,τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Απο παλιά ακόμη, αυτό το Σαββατοκύριακο, το είχα κανονίσει με την Βάσω την γυναίκα μου, να πάμε εκδρομή στο Πήλιο, αν δεν πάμε τώρα, δεν θα πάμε ποτέ, μου είπε κλαίγοντας κι εγώ που την αγαπούσα πολύ, αφού ήταν η γυναίκα μου, της το είχα υποσχεθεί αλλά εκείνη η δουλειά στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου, έπρεπε να γίνει, τα τελειώσει, τώρα που αυτή θα έλλειπε, έτσι μου είχε πει, Θανάση κοίταξε να τελειώσεις με τα υδραυλικά, οι βρύσες τρέχουν, το μπάνιο  πλημμυρίζει, το καζανάκι τρίζει, θέλω όταν γυρίσω να είναι όλα εντάξει, αλλιώς χρήματα θα πάρεις του Αι-Κούκου κι εγώ που το είχα μεγάλη ανάγκη αυτόν τον καιρό το ευέλικτο χρήμα της, αναγκάστηκα να πω στην Βάσω πως έπρεπε να αναβάλουμε την εκδρομή, το άλλο Σαββατοκύριακο της ορκιζόμουνα πως θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, αλλά αυτή με φίλησε κλαίγοντας, όλο έκλαιγε η γυναίκα μου, τι να κανα, εγώ δεν ήθελα να κλαίει γι αυτό με πήραν και μένα κάτι δάκρυα συμπαράστασης αλλά η Βάσω παραξενεύτηκε, με ρώτησε γιατί κλαις εσύ κι εγώ απόρεσα, δεν ήξερα τι να της απαντήσω κι έτσι πήγα στο εργαστήριο απο δίπλα, να ετοιμάσω τα εργαλεία μου τανάλιες, κάβουρες, κατσαβίδια, αυτά με ζούσαν τόσα χρόνια που ήμουν υδραυλικός, καλός μάστορας έλεγαν όλοι, καλός ήμουν έλεγα κι εγώ αλλά μου άρεσε πολύ και η ιστορία, διάβαζα μετα μανίας χρόνια τώρα, και ξέχασα να σας πω πως η Βάσω είναι καθηγήτρια ιστορίας, οπότε πολύ συχνά είχαμε διαφωνίες πάνω σε διάφορα και καθώς σκεφτόμουν την χτεσινοβραδυνή διαφωνία μας για το αν οι Νεάντερταλ είχαν έρθει σε επιμειξία με τους χόμο σαπιενς, αποφάσισα να πάω να δουλέψω νυχτιάτικα την Παρασκευή, μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου και καπάκι να φεύγαμε για το Πήλιο, πράγμα που μόλις το είπα στην Βάσω, ρίχτηκε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένη, στις γυναίκες δεν είναι να χαλάς χατήρι, αλλά της υπενθύμισα πως έπρεπε να παραδεχτεί την άποψη μου σχετικά με τους χόμο κι εκείνη χαμογέλασε, συγκαταβατικά.
Το σπίτι της κυρίας Αποστολίδου είναι λίγο πιο πάνω απ την πλατεία Κυψέλης. Παλιά αρχόντισσα, ξεπεσμένη τώρα, ήθελε τα πάντα να γίνονται στην ώρα τους, φορούσε ακόμα φουρώ και βέλο κι ευτυχώς αυτή την φορά δεν θα την είχα στο κεφάλι μου, μου είχε δώσει τα κλειδιά φεύγοντας λέγοντας να τελειώσεις οπωσδήποτε κι έτσι, παρκάρησα νυχτιάτικα, έξω απο το σπίτι της, πήρα τα εργαλεία κι ανέβηκα στο διώροφο, να αποκαταστήσω όλες τις βλάβες, δουλεύοντας πυτετωδώς μέχρι τις δώδεκα το πρωί του Σαββάτου, οπότε, αποκαμωμένος αλλά ευχαριστημένος, σκέφτηκα να πάω να πάρω κανένα σάντουιτς, με καμιά πορτοκαλάδα γιατί με είχε θερίσει η πείνα, πράγμα που έκανα αμέσως βγαίνοντας προς την πλατεία, είδα τον καφενέ και σκέφτηκα πως σίγουρα κάτι θα είχε, τι σοι καφενές θα ήταν και μου φιαξε ένα μεγάλο σάντουιτς, μου δωσε και μια μπύρα, μπύρα να πάρεις μου είπε με την πορτοκαλάδα δεν ξεδιψάς, θα κιτρινίσεις, κι εγώ που δεν ήθελα να κιτρινίσω, πήρα τη μπύρα , βγήκα στην πλατεία κι όπως προχωροιύσα προς την πλατεία, αναλογιζόμενος τι ωραία θα ήταν στο Πήλιο, δεν είχα ξαναπάει κι είχα ακούσει τόσα για την ομορφιά του, μου μπήκε μια σφήνα στο μυαλό πως είχα ξεχάσει όλες τις βρύσες ανοιχτές στο σπίτι της κυρίας Αποστολίδου αλλά αμέσως την έδιωξα, κάθισα στο παγκάκι κι απολάμβανα το φαγητό με την μπύρα, εγω ενας ευτυχισμένος υδραυλικός, όταν στο απέναντι παγκάκι, κάθισε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο άντρας μου φάνηκε γνωστός, ναι, ναι, ήτανο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο ηθοποιός που τον εκτιμούσα πολύ και θέλησα λοιπόν να του μιλήσω, όμως ξαναήρθε στο νού πάλι εκείνη η σφήνα, πως είχαν σπάσει όλοι οι σωλήνες στο σπίτι της Αποστολίδου, γειά σου ρε μεγάλε πέταξα περνώντας δίπλα απο τον Κωνσταντίνου, γεια σου είπε κι αυτός και τον θυμήθηκα τότε που έπαιζε στο η δε γυνή να φοβείται τον άντρα, μα τώρα μεγάλωσα συνέχισε ευγενικά, αφαιρετικά, σκέφτηκα να τον ρωτήσω ποια ήταν η γνώμη του για την επιμειξία Νεάντερταλ με τους χόμο σάπιενς αλλά μετάνιωσα επειδή πολύ νερό έτρεχε στο κεφάλι μου, τώρα και πήρα δρόμο, που πας μου φώναξε ο Κωνσταντίνου, θα σου πω για την επιμειξία, άρα τον είχα ρωτήσει, μα έπρεπε να φύγω και περνώντας σαν σίφουνας πλαι τους, έτρεχα με την ψυχή στο στόμα να φτάσω στο σπίτι της Αποστολίδου, με το μυαλό μου να σκέφτεται πως τα πάντα θα είχαν καταστραφεί τώρα εκεί μέσα και ειδικά τα περίφημα περσικά χαλιά, τα πανάκριβα, που είχε ψωνίσει πριν απο παμπάλαια χρόνια στην Βαγδάτη και, φτάνοντας στην εξώπορτα, μπήκα φουριάζος έφτασα στην μέσα πόρτα ενώ το νερό έτρεχε απο παντού, εγω, μούσκεμα στο ιδρώτα, προσπάθησα ν ανοίξω την πόρτα αλλά δεν άνοιγε κι αμέσως θυμήθηκα το πορτάκι στην σοφίτα κι όρμησα στην εξωτερική σκάλα την στριφογυριστή κι είδα στα τζάμια η στάθμη του νερού ξεπερνούσε το ένα μέτρο, τρόμαξα ανέβηκα στην ταράτσα, έφτασα στην σοφίτα που επικοινωνούσε με τον όροφο απο μια καταπακτή, τοίχινη που μόλις την είδα ανοιχτή καταχάρηκα κι ανάμεσα σ αυτό το πρόσωπο της Βάσως, της γυναίκας μου που περίμενε με τις βαλίτσες στο χέρι, κι εγώ που κατέβηκα στο σκοτεινό δωματιάκι, άναψα τον φακό μου έψαξα για την είσοδο στον όροφο αλλά δυστυχώς ήταν κλειδωμένη, αυτή που την αφήνω πάντα ανοιχτή, δεν υπάρχει πρόβλημα του είχε πει η Αποστολίδουκι έβρισα την αναθεματισμένη τύχη μου, οπότε σκέφτηκα να βγω,τί έκανα εκεί μέσα και πήγα προς την καταπακτή, αλλά διαπίστωσα οικτρά πως δεν με χωρούσε να βγώ, πως έγινε αυτό, νευρίασα, αφού πριν απο λίγο είχα μπει και καθώς σγαρίστηκα στον σκληρό σοβά, μάτωσα και κατάλαβα πως οριστικά θα έμενα για πάντα εκεί.
ΤΕΛΟς




ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ-ΧΑΡΑΜΑ-ΔΡΟΜΟΣ

  Είναι πολύ πρωί. Σχεδόν πριν τις έξι. Τα καταστήματα είναι κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος, σχεδόν άδειος. Ο Γιάννης, ένας καλοστεκο...