Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

ΔΙΑΣΧΊΖΩ..2501

 


Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του. Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα, έναν ανελέητο επαναληπτισμό.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΌ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 

 


ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο Άρης Μπέρτας, ένας κουρασμένος σαραντάρης,επιστρέφει στην επαρχία, έπειτα από πολλά χρόνια που ζούσε στην πρωτεύουσα. Γνωρίζει την Αρετή ,μια ονειρική γυναίκα..Ερωτεύονται.Ωστόσο η μητέρα της η Λευκοθέα ,θέλει να την παντρέψει με τον Αντρέα Τζαβάρα. Έναν επίσης σαραντάρη τοπικό μεγαλοεπιχειρηματία.Μεταξύ Μπέρτα και Τζαβάρα υπάρχει μια άσπονδη φιλία.
Η Αρετή και ο Μπέρτας παντρεύονται τον ίδιο χρόνο .Όταν μπέρτας μαθαίνει πως ήταν εραστές, την παίρνει και φεύγουν από το χωριό.Επιστρέφουν στην πρωτεύουσα.
Τότε αρχίζει ο πόλεμος με την γειτονική χώρα. Οι δύο άντρες επιστρατεύονται.Ο μεν Τζαβάρας πηγαίνει στην πρώτη γραμμή,ο δε Μπέρτας υπηρετεί στο στρατολογικό γραφείο. Ταυτόχρονα γεννιέται το πρώτο τους παιδί ο Μάριος .
Ο πόλεμος κρατάει δύο χρόνια .Ο Τζαβάρας έχει γίνει ήρωας του μετώπου.Τις τελευταίες μέρες όμως του πολέμου συλλαμβάνει έναν αντίπαλο, τον Αμπουριάν Τετίρωφ που του μοιάζει καταπληκτικά.Σαν διδυμος αδερφός.Οι δυο άντρες γνωρίζονται καλά καθώς πηγαίνει να τον παραδώσει.Μεταξύ τους αναπτύσσεται φιλία.
Ο πόλεμος τελειώνει. Επιστρεφοντας στο στρατόπεδο, ο Τζαβάρας σκοτώνεται από κάποια υπολείμματα του εχθρού.Ο Αμπουριάν Τετίρωφ που πολέμησε μαζί του και προσπάθησε να τον σώσει, τον θάβει στα βουνά,αφού πριν αλλάζει τα χαρτιά του με αυτά του νεκρουΤζαβαρα.Έτσι παίρνει την θέση του .Ύστερα, πηγαίνει στο στρατόπεδο,όπου του κάνουν τιμές ήρωα και τον παρασημοφορούν.Αποστρατεύεται χωρίς να καταλάβει κανείς την αλλαγή
Πηγαίνει στην πρωτεύουσα, κατοικεί στο σπίτι του Τζαβάρα,
αναλαμβάνει τις επιχειρήσεις του. ερωτεύεται την γραμματέα του,
Κατερίνα Ιβάνοβα .Ωστόσο κάποιος τον παρακολουθεί.
Ο Μπέρτας απ’ την άλλη πλευρά ζει μια ωραία ζωή με την Αρετή
και τον γιο τους τον Μάριο. Ασχολείται με τα έπιπλα.Οι δουλειές του
πηγαίνουν πολύ καλά στην αρχή. Παράλληλα όμως έχει αρχίσει να
πίνει .Σιγά-σιγά γίνεται αλκοολικός. Η κατάρρευση του δεν θ αργήσει.
Ο Αμπουριάν Τετίρωφ, παντρεύεται την Κατερίνα Ιβάνοβα.

Γεννιέται η κόρη τους η Τατιάνα.Υστερα ο Νικήτας.Εκείνο το διάστημα ο Αμπουριαν επισκέπτεται τον αδερφό του Τζαβάρα, τον παπα-Στέφανο που τελικά έχει αρνηθεί τα εγκόσμια και έχει γίνει ffμοναχός σε μοναστήρι.Κατορθώνει να τον ξεγελάσει και αυτόν.Ο τύπος όμως που τον παρακολουθεί τόσον καιρό, εμφανίζεται.Του ζητάει κάποια αμοιβή για δουλειές που είχε κάνει μαζί του πριν απ τον πόλεμο σαν Τζαβάρας. Τον πληρώνει και το θέμα λήγει.
Στην πρωτεύουσα, η οικονομική και ηθική κατάρρευση του Μπέρτα ολοκληρώνεται. Μένει στον άσσο, χωρίς δουλειά χωρίς τίποτε.Είναι πλέον ένα ρεμάλι.Η Αρετή αηδιασμένη τον εγκαταλείπει.Φεύγει με τον μικρό Μάριο.Η ζωή τους γίνεται δύσκολη,γεμάτη στερήσεις.
Απρόοπτα μετά από κανένα χρόνο γνωρίζεται με τον Αμπουριαν και
Φυσικά νομίζει πως είναι ο Τζαβάρας. Ο παλιός έρωτας αναβιώνει. Γίνεται σφοδρότερος. Ζούνε μαζί παράνομα αφού δεν της αποκαλύπτει πως είναι παντρεμένος.Όταν η Αρετή το μαθαίνει φεύγει. Βάζει τον γιο της τον Μάριο σε κάποιο ίδρυμα και αρχίζει να δουλεύει σε μπάρ. Σιγά-σιγά εξελίσσεται σε πόρνη. Δεν την ενδιαφέρει πια η ζωή της .Ένα βράδυ την βιάζουν ομαδικά. Σακατεμένη από την άσωτη ζωή της, αλλάζει για λίγο.Πιάνει δουλειά σε λουλουδάδικο. Γίνεται και ίδια ένα λουλούδι. Ετσι κάποια μέρα απογοητευμένη,μανιοκαταθλιπτική, αυτοκτονεί.

Ο Μπέρτας πηγαίνει στην κηδεία της. Συντετριμμένος από τον θάνατο της, κόβει το ποτό .Επανακάμπτει. Ενώ τόσον καιρό ζούσε σαν ρακοσυλλέκτης, τώρα του δίνουν μια θέση σε κάποιο εργοστάσιο χαρτοποιίας.Αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον γιο του τον Μάριο.
Ο Αμπουριαν Τετίρωφ , σαν Αντρέας Τζαβάρας φυσικά, θέτει υποψηφιότητα για την Δημαρχία της πρωτεύουσας. Ο Μπέρτας παρακολουθεί διακριτικά την όλη κατάσταση και αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Ανακαλύπτει με διάφορα κόλπα πως, τελικά ο Τζαβάρας είναι κάποιος ‘άλλος.Αυτό γίνεται μια βραδιά στην αίθουσα ενός ξενοδοχείου,όπου με το τελείωμα της ομιλίας του υποψήφιου Δημάρχου, επακολουθεί επίθεση εναντίον του από τραμπούκους. Ο Μπέρτας με κίνδυνο της ζωής του τον σώζει. Σε μακρά συνομιλία που έχουν οι δυο τους, τον ξεσκεπάζει.Ο Αμπουριαν παραδέχεται πως δεν είναι ο Τζαβάρας Και ο Μπέρτας είναι σίγουρος πως τον σκότωσε για να πάρει την θέση του.Ταυτόχρονα ο ίδιος, έχει γίνει ένα είδος λαϊκού ήρωα.Απ την άλλη σκέφτεται να σκοτώσει τον Αμπουριαν. Ο τελευταίος όμως τον πείθει με αποδείξεις, πως δεν έχει σκοτώσει τον Τζαβάρα. Εως τότε, έχει συντελεσθεί βαθιά συμπάθεια μεταξύ τους. Πολύ καλύτερη απ αυτήν που υπήρχε ανάμεσα στον Μπέρτα και τον πραγματικό Τζαβάρα. Επισυνάπτουν προσωπικές σχέσεις, η φιλία τους γίνεται δυνατή.Αποφασίζουν να μην αποκαλύψουν τίποτα.
Ο Αμπουριαν με καινούργιες δυνάμεις συνεχίζει τον προεκλογικό αγώνα. Στην τελευταία του ομιλία όμως, δολοφονείται από τους τραμπούκους.
Η κηδεία του γίνεται στο χωριό, μέσα σε γενικό πένθος, με τιμές ήρωα. Κανείς δε γνωρίζει ότι αυτός που κηδεύουν εκείνη την μέρα δεν ήταν ο Αντρέας Τζαβάρας.
Ο Μπέρτας, παρακολουθεί ράκος την κατάσταση. Σχεδόν παραλογισμένος, μετά την κηδεία, πίνει τσίπουρο με τον μπάρμπα-Νικόλα, στο καφενείο του χωριού. Του λέει πως αυτός που έθαψαν, δεν ήταν ο Τζαβάρας. Φυσικά, ο μπάρμπας του δεν τον πιστεύει. Πιστεύει πως ο ανιψιός του τρελάθηκε.
Ο Μπέρτας μένει μόνος του με τις αναμνήσεις κι ένα ποτήρι τσίπουρο, μετέωρο στα χείλη του.




Υ.Γ. Τα μυθιστόρημα, είναι ένας συνεχής αγώνας για την ανάδειξη του ‘ΚΑΛΟΥ’, ανάμεσα από την αιώνια πάλη με το ‘κακό’.











 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

ΈΝΑ ΔΎΣΚΟΛΟ...

 



ΙΟΥΛΙΑ
Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθως πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνοθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτσυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσήσς στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς
ΑΠ ΤΑ ΑΝΈΚΔΟΤΑ ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΜΟΥ

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

ΗΛΙΑΥΓΕΙΑ

 


ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΛΗ
Τον γκρίζο κόσμο ενός απογεύματος θελήσαμε να ανεβούμε στο βουνό
Είχαμε μαζί μας όλα τα εφόδια και κανείς πια δεν μας κυνηγούσε
Δεν ήμασταν πολλοί, ο καθείς και ο εαυτός του
Μπορούσες να δεις πως αποφεύγαμε να μιλήσουμε για τον χρόνο
για τον ήλιο που σκόρπιζε το μυαλό μας στα λιγοστά κίτρινα ρείκια
στις καψαλισμένες ασφάκες, κινδυνολογώντας τον θάνατο μας.
Ο καθείς και ο εαυτός του,
Να δρασκελίσουμε τούτο το βουνό που ήταν απο διαμάντι
που ήταν γυαλιστερό σαν κόψη ξυραφιού
ενώ ο μεγάλος αετός γυρόφερνε κοφτερός στις άκρες των δακτύλων
πισωπατώντας τα όνειρα όσων έλεγαν πως δεν θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην κορυφή
Έχοντας κατά νου να γυρίσουν εύκολα πίσω
Μη και δεν ήξεραν, πως δεν υπάρχει γυρισμός
αφού κι ο Σίσυφος δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει αυτό το ταξίδι
Ο χλωμός τόπος του απογεύματος, δε μας θύμιζε τίποτε απ΄ τον καλό εαυτό μας
Χαραμάδες ηλιαύγειας κεντούσαν τις λιγοστές πέτρες της μνήμης, δω κι εκεί
κι ο κόσμος αυτός ήταν ολότελα δικός μας. Δεν θα μας τον έπαιρνε κανείς. 
Ούτε Έλληνας, μηδέ Θετταλός
Αρκούσε μονάχα η θέλησή μας
να γλιτώσουμε απ το κακό και το καλό μιας ερημιάς αφιερωμένης στην έννοια του Ενός
που καταδυνάστευε αιώνες την ύπαρξή μας.
Γυρίσαμε κάποτε κουρασμένοι. Κανείς δεν έφτασε στην κορυφή
να δει τι γινόταν στην σκοτεινή πλευρά του χρόνου
χωρίς να φταίει κανείς, ούτε οι ασφάκες που κιτρίνιζαν τα φτερά τους.
Είχαμε διαλέξει. Ο καθείς και ο εαυτός του.
 

από τύχη μένει

 


 

Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή; Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.

δυο σελίδες από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΥΣ 

 

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

4000 μηδέν

 


Πεσμένος σ ένα χάμω
σ ένα τίποτα
πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
πιστοποιητικό οικογενείας, Κώστα Πλιάτσικα
ένας μόνος του
υπεύθυνη δήλωση του νόμου 4000 μηδέν, μηδέν, τέσσερα
τράπεζα ναι
μισθωτήριο ναι
-κανείς δεν είναι μόνος του
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς;
θα φάω τον κόσμο πριν σε συναντήσω
Πεσμένος χάμω
σ ένα αδυσώπητο παρόν
γυρίζω πίσω σ αυτό που με έκαιγε
να πεθάνω ή να ζήσω
κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου
Χμ
Υποψιάζομαι πως οι
λογαριασμοί είναι απλήρωτοι
-πρέπει να πούμε
ορισμένα πράγματα με τ όνομα τους;
να ζήσω ή να πεθάνω
κάποτε δεν είναι δική μας επιλογή
Πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
που σημαίνει δεν έπρεπε ν σ αγαπήσω
Ταυτότητα
Όταν ζητηθεί να υπάρχει εν ευκόλω
Ποιος είσαι;
Δε λέω πως είναι άσχημες αλλά φακές είναι
πόσο όμορφες να είναι;
Πεσμένος χάμω
σ ένα τίποτα, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια
από τον θεό αλλά δεν μου την έδωσε
είπε, πως είσαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχεις στα κιτάπια μου
Πως γίνεται αυτό, είπα
αφού εγώ είμαι ζωντανός;
Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς
αφού εγώ έφαγα τον κόσμο για να σε συναντήσω.
 

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

ΈΡΓΑ

 

 


Αναδημοσιεύω μερικά από τα παλιά μου έργα που μου θυμίζουν έναν άλλον εαυτό μου, πιθανώς πολύ αλλιώτικο από τον σημερινό-ίσως πιο αυθόρμητο, πιο επαναστατικό, να με ενδιαφέρει περισσότερο η ιδέα και λιγότερο η τεχνική, έτσι φαίνεται. Πιο γρήγορη, πιο κοφτή σκέψη, ένας άλλος κόσμος; 



 




Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

ΚΑΤΟΙΚΊΑ ΤΩΝ ΑΝΈΜΩΝ

 

 

ΟΙ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ
 

 
Στην κατοικία των ανέμων
Ζα ντε μπουφαν-άνθρωποι με οξεία αντίληψη
ίσως
να ήταν πολύ όμορφη η ζωή για λίγο.
Ωραία η κατοικία των ανέμων!
μοιάζει με κείνην των ψεύτικων θεών των αρχαίων Ελλήνων
όπου, κάποιος Σεζάν έκτισε την πολιτείαν
φόρον τιμής.
Ωραία η κατοικία των ανέμων! έζησα κι εγώ λίγο εκεί
με όποιον άνεμο με έσυρε σ αυτό τον σπαραγμό
με ανθρώπους που δεν αγάπησαν κανέναν
ούτε τη μοίρα την αδίσταχτη
ούτε πως έφταιγαν αυτοί για κάτι
κι αυτό ήταν το τέλος ενός ανέμου
που κυνηγάει χρόνια τη ζωή μου
πως ποτέ δεν έκανα το πρέπον.
Από την κατοικία των ανέμων έφυγα βράδυ
τα χρώματα που με κυνηγούσαν ήταν το γκρι και το κόκκινο
κάθε μια σπίθα σκιάς μεγάλωνε τις αποστάσεις από αυτό που ξέραμε
-μπορεί να ήμασταν αδύναμοι ν ακολουθήσουμε το φως.

 

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΤΟΝ ΑΌΡΑΤΟ ΚΑΘΡΈΦΤΗ.

 

 



Μόλις τους στρίμωξαν και τους τέσσερις στο κελί ο καθένας έξινε τον κόσμο του, η Μέλανυ με τη Μελανή κοιτάζονταν σε έναν αόρατο καθρέφτη, ο Πετράν κρατούσε το πονεμένο του μάτι και ο Νταής έκλαιγε στη γωνιά και στον καναπέ ένας χασικλής ντυμένος με παρδαλά ρούχα, μεσήλικας, στραβοχυμένος έπαιζε τον μπαγλαμά του.
-Βάλτε μου δυο καναβουριέεες! Τον ίσκιο τους να ρίχνουν ...
-Σταμάτα ρε! φώναξε ο Πετράν.
-Γιατί ενοχλείται ο κύριος; Δε σου αρέσει το άσμα; Να σε πω το ρεφρέ θα σου αρέσει. Κανείς δε θέλω νάρθει-καντήλι μα μου ανάψει-ούτε κι αυτή που αγαπώ-για μένανε να κλάψει!
-Σταμάτα γιατί σε λίγο θα κλάψεις εσύ! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ωραία τα λέει καλέ! Αφήστε τον να μας πει το άσμα του, είπε η Μελανή.
-Σας αρέσει μανδάμ; Σηκώθηκε και πήγε να μυρίσει το άρωμα των δυο γυναικών ενώ οι άλλοι δυο προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν και οι δυο γυναίκες κρυφογελούσαν η μια στην άλλη.
-Γυναίκα σου ε; ρώτησε με κάποιο φιλικό ύφος ο Πετράν.
-Όχι, κοπέλα μου, πρόκειται να παντρευτούμε, ανταπόδωσε το φιλικό ύφος.
-Ωχ, την έβαψες!
-Τι είπες;
-Όχι, τίποτα, τίποτα ... καλά θα κάνεις ... καλά θα κάνεις. Εσένα γιατί σε φέρανε εδώ; γύρισε στον χασικλή.
-Εμένα;
-Εσένα.
-Εγώ κύριος κουβαλούσα ένα σακί να το πάω στην πεθερά και ο κύριος από κει με συνέλαβε κι έδειξε το όργανο που παρακολουθούσε απ το παραθυράκι του κελλιού έξω από τον διάδρομο.
-Επειδή κουβαλούσες το σακί;
-Μάλιστα κύριος, εμάς τους φτωχούς μας έχουνε του κλώτσου και του μπάτσου, δια ασήμαντον αιτίαν μας κουβαλάνε στο τμήμα.
-Και τι είχες στο σακί; Άνοιξε τα μάτια του ο αγαθός νταής.
-Εγώ είχα πάει στη λαική να πάρω πατάτες να το πάω στην πεθερά μου που είναι από τον Κορυδαλλό, έτσι; Εκεί μένουμε από τότε που μας έφερε σ αυτό τον παλιόκοσμο ο πατέρας μου ο Δημητρός που ήτανε από τη Μάνη, έτσι; πάει τώρα πέθανε ο φουκαράς, έτσι; και μας άφησε ορφανά στους πέντε δρόμους, εμένα και την αδερφή μου που παντρεύτηκε ένα καλό παιδί τον Μήτσο που δουλεύει στη λαική, έτσι; εκεί που είχα πάει να πάρω το σακί με τις πατάτες να το πάω στην πεθερά μου, έτσι; Δηλαδής τώρα επειδή δεν έχουμε να φάμε, ξέρεις πόσο καιρό τρώει μια οικογένεια με ένα σακί πατάτες; Έτσι; Αλλά το όργανο από εδώ θεώρησε καλό να μου κάνει έλεγχο στο σακί, τι δουλειά έχει να κάνει το όργανο; Έτσι; Να συλλαμβάνει τους φτωχούς ανθρώπους και να τους χώνει στη φυλακή; Έτσι; Κι έβαλε τα κλάματα.
-Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω εγώ δυο σακιά πατάτες, μισόκλαψε και ο Πετράν προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
-Θα σου πάρω κι εγώ δυο σακιά φασόλια, εντάξει είσαι; Μην κλαις! Μουρμούρισε ο νταής.
-Ναι, ναι! Να του πάρουμε και δυο σακιά μακαρόνια! Φώναξαν με ενθουσιασμό οι δυο Μελανές.
Ωστόσο το όργανο είχε ξεκλειδώσει την πόρτα του κελλιού και πρόσταξε τα δυο ζευγάρια να τον ακολουθήσουν.
-Περάστε, τους είπε. Σας θέλει ο αστυνόμος.
-Κι εμένα; Απόρεσε ο χασικλής.
-Εσύ να σκάσεις και να περιμένεις, θα ρθει κι η σειρά σου!
Αυτός πήρε το μπαγλαμά και συνέχισε το άσμα του ενώ οι άλλοι ανέβηκαν στο γραφείο του αστυνόμου.
-Τους έφερα κυρ- αστυνόμε με θέλετε τίποτε άλλο;
-Όχι, όχι παδί μου, σήκωσε το βλέμμα του από τον υπολογιστή ο αστυνόμος ένας κοντόχοντρος πενηντάρης με κοιλίτσα και τα τοιαύτα.
- Για πείτε μου τι συνέβη; Ρώτησε ενώ ταυτόχρονα είχε γουρλώσει τα μάτια από την ομοιότητα των δυο γυναικών.
Οι τέσσερις άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί έτσι που να γίνεται χάβρα Ιουδαίων και να μη καταλαβαίνει κανείς τι έλεγαν, ο καθένας όπως είχε ζήσει τα γεγονότα. Ο αστυνόμους βούλωνε τα αφτιά του, προσπαθούσε να επιβάλει την ησυχία ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησαν κι έγινε ησυχία.
-Κατάλαβες κυριε μοίραρχε; Πλησίασε στο γραφείο ο Πετράν. Εμείς δεν κάναμε τίποτε..
-Ναι, κύριε πτέραρχε, τίποτε δεν κάναμε, ψέλλισε και ο νταής.
-Καλά, καλά, αυτό θα το δείξει η ανάκριση. Πηγαίνετε στη θέση σας! Έλα εδώ εσύ! Κι έδειξε τη Μέλανυ.
-Εγώ; Έδειξε τον εαυτό της.
-Ναι, εσύ. Και καθώς αυτή πήγε μπροστά στο γραφείο τη ρώτησε.
-Πως σε λένε;
-Μέλανυ.
-Μέλανυ, τι;
-Ααα! Μέλανυ, τι άλλο..
-Επίθετο δεν έχεις; Δώσε μου την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, Μέλανυ Γκρίνουιτς, ενώ του έδινε την ταυτότητα της.
-Ρολόι είσαι; Πες όλο τα όνομα σου ελληνίδα δεν είσαι;
-Πως ...πως ...Μέλανυ Γκρίνουτς- Καβαλάρη. Ο άντρας μου ο κύριος Πετράν κι έδειξε τον.
-Μέλανυ Γκρίνουιτς Καβαλάρη, μουρμούριζε ο αστυνόμος ενώ έγραφε στον υπολογιστή τα στοιχεία. Ύστερα φώναξε και την Μελανή η οποία πήγε και στάθηκε δίπλα στην Μέλανυ.
-Εσένα;
-Τι εμένα; Απόρεσε η Μελανή.
-Πως σε λένε! Μην κάνεις την κουφή, θα με τρελάνετε όλοι σήμερα εδώ! τ όνομα σου! και δώσε μου κι εσύ την ταυτότητα σου.
-Α, ναι, ορίστε πάρτε την, Μελανή με λένε.
Ο αστυνόμος σήκωσε μισοτρελαμένος τα μάτια του.
-Εσύ είσαι η Μελανή; Είπε κι έδειχνε τη Μέλανυ.
-Όχι, εγώ είμαι η Μέλανυ! Διαμαρτυρόταν αυτή.
- Κι εσύ η Μέλανυ; Κι έδειχνε την Μελανή.
-Να σας εξηγήσω εγώ; Πήγαινε κοντά ο Πετράν. Εμένα η γυναίκα μου είναι η Μελανή κι έδειχνη την Μέλανυ!
-Πήγαινε πίσω εσύ ρε! θάρθει κι η σειρά σου!
-Κι ενώ ο Πετράν πήγαινε πίσω ερχόταν ο νταής.
-Να σας τα πω εγώ κύριε ταξίαρχε, δεν έγινε τίποτε, μια παρεξήγηση.
-Παρεξήγηση; Τι παρεξήγηση; Εδώ ήρθε ο άνθρωπος που έχει το μαγαζί να σας κάνει μήνυση και λέει πως σπάσατε πέντε τραπέζια, είκοσι καρέκλες, πενήντα μαχαιροπήρουνα..
-Σπάνε και τα μαχαιροπήρουνα..απόρησε ο νταής.
-Πήγαινε πίσω! Διέταξε ο αστυνόμος. Θάρθει κι η σειρά σου αφού τελειώσω με τις δυο μελανές! Για πες εσύ Μέλανυ.
-Τίποτε κυριε υπουργέ, εμείς είχαμε πάει για δυο ουζάκια. Ε, ήρθαν και οι άλλοι να πιούνε άλλα δυο κι έγινε ότι έγινε..
-Εσύ τον χτύπησες αυτόν; Κι έδειξε τον νταή.
-Ε, ναι, τον χτύπησα! Έπεσε πάνω στο χέρι μου. Έτσι δεν είναι; και γύρισε στον νταή.
-Ναι, έτσι, έτσι, δεν έγινε τίποτα κύριε ταξιάρχη! Χτύπησα και σε μια γωνία.
-Σιγά μη με πεις και αρχάγγελο! Τέλος πάντων δε βρίσκω άκρη με σας. Αστυφύλαξ!
-Διατάξτε! Μπήκε αυτός καμαρωτός.
-Πάρτους πίσω στο κελλί και φέρε μου τον άλλον ...
-Μάλιστα έκανε αυτός και έσπρωξε προς την έξοδο τα ζευγάρια που διαμαρτύρονταν. Τους πήγε πάλι στο κελλί και την στιγμή που έβγαινε από την πόρτα ο χασικλής, ο Πετράν πρόλαβε να τον ρωτήσει.
-Τι πατάτες είχε το σακί ρε;
-Καναβουρίστικες, απλές πατάτες κύριος, τι ήθελες να έχει;
[συνεχίζεται]
στις Ιανουαρίου 10, 20

 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΩΤΑ.

 

 

 
Λοιπό, ρε μάγκες ο άνθρωπος φαίνεται από τ αφτιά- από το σχήμα των αφτιών, όσο κι αν δεν το πιστεύεις. Φαίνεται αν είναι καλός, αν είναι έξυπνος, αν είναι μαλάκας.
Τι μάκρος έχουν, αν είναι πλατσουκωτά, μερικοί τα έχουν κολλημένα στο ινίο, αν πετάνε προς τα έξω- ειδικά αι γκόμεναι με όρθια αφτιά προς τα έξω, όσο ωραία μπούτια και να έχουν, μετά που πίνεις το κρασάκι σου το παρατηρείς και μελαγχολείς. [Είχες ποτέ μια γκόμενα με μεγάλα αφτιά;] Γενικά τ αφτιά στον άνθρωπο ρε μαγκίτισσα παίζουν σποδαίο ρόλο- είσαστε μερικές με κάτι αφτάκια! να μια σταλίτσα! να τα πιεις στο ποτήρι!

 

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΌΤΑΝ ΒΓΑΊΝΕΙς ΣΤΟ ΔΡΌΜΟ

 


Όλοι αυτοί, τα Ελληνικά νεοείδωλα, μας πρόδωσαν. Κρύβονται τώρα επειδή έχουν κάνει την καλή τους. Απο μουσικάντηδες, Αλεξίου, Παπακωνσταντίνου [μεγάλος αγωνιστής] οι Νταλάρηδες, Σαββόπουλοι , οι μεγάλοι ζωγράφοι Τσόκλης, Φσιανός οι συγγραφείς ολκής, Μουρσελάς [με πολλές χιλιάδες πωλήσεις,] Μένης Κουμανταρέας, Ανδρουλάκης,[χαχχα]. Οι εκδότες Καστανιώτηδες, Κέδροι και λοιπά, Μεταίχμια, Λιβάνηδες.. Όλοι μαζί, σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες, κρυμμένοι πίσω από ποντικότρυπες.. Όλοι αυτοί είναι το αγωνιστικό παρελθόν και παραμένει ο Κύρτσος να μας σώσει απ τις καταστροφές, μαζί με τον Τράγκα και τον Λαζόπουλο . Από όταν έφυγε η 17 Νοέμβρη.
Δυστυχώς δε συμμερίζομαι αυτή τη άποψη. Τίποτα δεν πληρώνεται εδώ. Εδώ υπάρχει ένα σκληρό σύστημα αυταρχισμού, η μεταφυσική δε χωράει. Στον άλλο κόσμο που θα πας δεν γυρίζεις πίσω. Κι ότι έκαμες εδώ δεν τιμωρείται από καμιά θεία δίκη. Αυτή είναι η μετριότερη αντίληψη, αυτών που κατάλαβαν πως η ανθρώπινη ζωή, η ζωή του ενός, δεν αξίζει τίποτε.
Λοιπόν μάγκες, άμα βγαίνεις στο δρόμο, πρέπει να πάρεις και τα όπλα σου..αλλιώς μη βγαίνεις!
Θα πρέπει να περάσουν, τουλάχιστον εκατό χρόνια από τον θάνατος μας για να μιλήσουν για μας και τα έργα μας. Πράγμα που δεν προβλέπεται από τον νόμο. Η ανθρωπότητα έχει εξαντλήσει τα περιθώρια της. Δεν είμαστε τυχεροί.
.Είναι η ζωή μας ανταποδοτική. Όλοι ξέρουμε, πως πρέπει να δώσεις για να πάρεις. Πόσο όμως είναι αλήθεια αυτό; Υπάρχουν μερικοί που δεν δίνουν τίποτα και παίρνουν πολλά;
Θεωρώ την παραδοχή μια από τις μεγαλύτερες αρετές του σωστού ανθρώπου. Αν δεν ξέρεις να παραδέχεσαι την ικανότητα και την αξία των άλλων, μόνο κομπλεξικός ανθρωπάκος μπορείς να υπάρξεις.
Θα μας χωρίζει πάντα μια κιλότα
Eμας του δυο που γίναμε ένα
Αν θες και μια τρύπια καπότα
που θα τυχαίνει στον καθένα.
Κανείς δεν θέλει να είναι μέτριος. Και ποιος το κρίνει. Χρειάζεται αυτός ο ανταγωνισμός που συνήθως γίνεται αθέμιτος-με μπουνιές και με κλωτσιές. Σας εκνευρίζει η μετριότητα;
Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις την αξία. Να έχεις αξίες σε έναν κόσμο κατακερματισμένο στην αθλιότητα. Δεν γνωρίζω πόσοι άνθρωποι το μπορούν. Πόσοι το έχουν πετύχει.
Ποτέ δεν ξέρεις όταν ανοίγεις μια πόρτα, τι συμβαίνει πίσω της.
Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό. Στην Αθήνα μουρμουρίζει μια βροχή, εδώ και καμιά ώρα. Το νερό, ίσα που κάνει τους δρόμους να γλιστράνε. Δεν είναι Φθινόπωρο αυτό, η υγρασία περιλούζει τα κορμιά, ο έρωτας δεν παίζει τα παλιά παιχνίδια στις νεροποντές. Θα έρθει όμως στις καρδιές των ανθρώπων, το παλιό Φθινόπωρο που το χώμα ανάδευε μια καφέ μυρουδιά και τα δέντρα χρυσοκοκκίνιζαν στες αυλές και τις πλατείες.
Δηλαδή, ρε φιλαράκια, μερικές φορές, το άιντε γαμήσου [με γιώτα;] δεν πιάνει τόπο. Όποιος έχει αξία, ας αποδείξει το αντίθετο. Τι σημαίνει άιντε γαμήσου;[με ήτα γαμιέσαι καλύτερα]
Το χείριστον βιβλίο που έχει γραφεί ποτέ, είναι η Αποκάλυψις του Ιωάννη. Απορώ με τους ηλίθιους που θέλουν να κάνουν αριστούργημα, ένα εντελώς ακαταλαβίστικο, μεταφυσικό ονειρόδραμα.Το εξύμνησαν οι Νεοέλληνες, μεταξύ αυτών και ο Ελύτης.
δεν ξεχωρίζει η σάρκα από τον νου.Η ελευθερία αυτής της σκέψης,ανήκει στους καλά σκεπτόμενους
Πρώτες μου σκέψεις για το ΔΙΑΣΧΙΖΩ, τότε που χρειαζόμουν έναν τίτλο..ΔΙΑΣΧΙΖΩ σημαίνει κόβω στη ...μέση,σαν βέλος,σαν αιτία,σαν αφορμή να βρεθώ εκεί που πρέπει,να διανύσω αποστάσεις,να σπάσω το φράγμα του φωτός,να δω τα πράγματα πέρα από την ύπαρξη..
Μοιραία πρόσωπα στη ζωή μας; Δεν πιστεύω φυσικά στη μοίρα. Το μοιραίο πρόσωπο το ορίζουμε μετά, όχι ότι ήταν να το συναντήσουμε.
απ όσα σημειώνω κατά καιρούς
 

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

ΛΙΤΆ ΚΑΙ ΚΑΘΆΡΙΑ

 

 



❝Ένα από τα πιο ιδιαίτερα ως προς το νόημα και τη γραφή του βιβλίο, που διάβασα από την αρχή της φετινής χρονιάς έως και σήμερα, είναι το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα Κώστα Πλιάτσικα, με τίτλο ''Η παράμετρος του Αϊνστάιν'', το οποίο δεν έχει πολύ καιρό που κυκλοφόρησε από την Άνεμος εκδοτική. Κι όχι! Μη σας παραπλανά ο τίτλος του. Δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που σχετίζεται με την επιστήμη της φυσικής και των όποιων θεωριών του Αϊνστάιν, αλλά για ένα βαθιά κοινωνικό και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, όπου μέσα στις σελίδες του ο συγγραφέας χάρη σε έξυπνους παραλληλισμούς, προβληματισμούς, υποθέσεις κι αντιθέσεις, καθώς και μία γενικότερη αίσθηση αμφισβήτησης (εντός κι εκτός εισαγωγικών) κι αποδοχής των πάντων φέρνει στην επιφάνεια συζητήσεις γύρω από ποικίλα κοινωνικά ζητήματα που μας απασχολούν τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο... Ένα βιβλίο, που δεν σας το κρύβω, με έβαλε σε σκέψεις και την ίδια στιγμή με έκανε να σταθώ ενεή απέναντί του... Και ποια το λέει αυτό; Εγώ που η γλώσσα μου πάει ροδάνι, που λένε, αλλά αυτήν τη φορά ένιωσα καλύπτομαι και να εκφράζομαι, πλήρως, από τα λεγόμενα του συγγραφέα, που δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω...

Με μία γραφή που συγκλονίζει μέσα από την απλότητά της, που αποδεικνύει ότι οι μεγαλύτερες αλήθειες, από εκείνες που απελευθερώνουν, πληγώνουν, στοιχειώνουν, ταρακουνούν, όπως και λυτρώνουν, ειπώνονται με λόγια λιτά και καθάρια. Δε χρειάζονται περιττές φιοριτούρες, ή, άλλα συγγραφικά τεχνάσματα. Η ''ευγλωττία'' του κειμένου προκύπτει από την ίδια του την ουσία.
[...]
Ένα βιβλίο που με έκανε να δω το ''είναι'' πίσω από το ''φαίνεσθαι''... Ένα βιβλίο καλογραμμένο κι ευνόητο που διαβάζεται με μία ανάσα και άκρως ''αποκαλυπτικό''...❞
 

Γράφει η Κυριακή Γανίτη και μας χαρίζει απεριόριστη δύναμη κι αυτή με τη σειρά της για τις επιλογές των βιβλίων που προτείνουμε στον Άνεμο. Η κριτική της για το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Πλιάτσικα στο Dominika Amat & Vivliamon .



 

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΜΊΚΗΣ

 


Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι [συνειδητοποιείς], με το που γεννιέσαι, είναι αν είσαι πλούσιος ή φτωχός στην ηλικία 3-4 χρονών. Ελάχιστα αργότερα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, αν είσαι έξυπνος ή βλάκας και στην αρχή της εφηβείας αν είσαι ωραίος ή άσχημος. Αυτά τα έξι επίθετα συν το υγιής, διαμορφώνουν την σταδιοδρομία σου σ αυτόν τον άθλιο τόπο.

 

 


Για τους ξεχωριστούς Έλληνες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Που αν είπε και εκείνο το "όποιος μου μιλάει κινδυνεύει!" μεγαλώνει πιότερο μέσα μας. [Κι έξω μας, παραμένει καλύτερος με τα πήγαινε έλα του απ την Αριστερά στη Δεξιά μια και είπαν πως όλο αυτό ήταν για να μας δείξει πρακτικά το ενωτικό πνεύμα που πρέπει να μας διακρίνει.] Για την Κομμουνιστικότητα και την οικονομική ισότητα, που υποστήριζε, μου επιτρέπεται να πω πως ο μεγάλος μας νεκρός δεν δικαιώνεται. Η μεγαλειότητα του συνοψίζεται στο πολύ σπουδαίο μουσικό έργο του. 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗΝ ΚΟΙΤΆΣ!

 

 


Κάθισαν δίπλα μου και τους κοίταξα. Μη κοιτάς! μου είπε αυτός, ένας ασχημάντρας του κερατά. Αυτή, κούκλα, έτοιμη για κρεββάτι. Άνοιξα τα χέρια μου με απορία, ενω αυτή, ομορφούλα και ντελικάτη με έκοβε σαν στρογγυλό κρεμμύδι.
Πάντως ρε φίλοι, απόψε έχω μια πραγματική διάθεση να κουβεντιάσουμε γύρω από την αγάπη.Την ερωτική αγάπη. Πιστεύετε ειλικρινά πως σας αγάπησε κάποια;[ οι άντρες είναι πιο παραπονούμενοι.] Σας έδωσε δηλαδή τον εαυτό της; Και σεις κυρίες μου που τόσο κλάψατε για έναν άντρα, πόσο ήταν όλα αυτά πραγματικότητα; Δηλαδή, δυσκολεύομαι να σας πιστέψω, κάπου φούμαρα ήταν η αγάπη σας! Καλησπέρα.
Για να έχει ενδιαφέρον μια κουβέντα, πρέπει να σου τα χώσω μια φορά. Να με φτάσεις δηλαδή στα άκρα, να γίνω μπαρούτι για να καταλάβεις τι παίζεται. Να μην σε πάω λάου-λάου και να περιμένω πως κάποτε θα ξυπνήσεις ψυχόβλακα. Αλλιώς δε γίνεται. Σαδιστικόν αντικείμενον ο άνθρωπος,[ εκτός αν είναι υποκείμενον ]
Δεν είναι θέμα αν η ζωή είναι άδικη ή ωραία. Εδώ μέσα, γνώρισα πολύ σπουδαίους άντρες και γυναίκες, που δε θα είχα μιλήσει ποτέ. Αυτό αξίζει από μόνο του και το παραδέχομαι, όπως παραδέχομαι πως οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη δημόσια εικόνα τους και δε θέλουν να την μουντζουρώσουν. Είναι κάτι κι αυτό.
Ρε συ, τι μου λες! οι άλλοι πιστεύουν ακόμα στα ιερά νερά του Γάγγη! Ένα δις άνθρωποι, με δουλεύεις τώρα; για ποια κοινωνική και πνευματική ισότητα των ανθρώπων να μιλήσουμε; Τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι; Θεωρώ αυτό το βούτηγμα στα θολά νερά [ για να βρουν το κάρμα, τη νιρβάνα, όπως διάολο θες πέστο] από τις χειρότερες απομένουσες προσβλητικές καταστάσεις για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Είναι το πορτρέτο μιας κυρίας που δε θυμάμαι τ όνομα της. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες που έκαναν "κότσους" τα μαλλιά τους, ακόμα κι αν ήταν"άσχημες"*.Πάντα υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τα ξανακάνω, να τα ξαναθυμηθώ. Στη ζωγραφική έλεγαν παλιά, δεν μπορείς να ξαναζωγραφίσεις τον ίδιο πίνακα, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αλλά νομίζω πως οι ζωγράφοι μπορούν να κάνουν τα πάντα.
*[δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες]
Δε σκέφτομαι τίποτε. Γιατί να σκεφτώ; Τόσα χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο: σκεφτόμουν για σας πιο πολύ και λίγο για μένα, αν θέλετε να πω την αλήθεια κι αυτό φαινόταν πως ήταν λάθος. Κοιτάτε τώρα πως κατάντησα! Έρμαιο μιας τύχης που εξαρτάται από σας- αν αυτό δεν ήταν λάθος, τότε ποιο είναι; Καλύτερα θα ήταν να ορίζω εγώ τις τύχες σας γιατί είμαι πιο δίκαιος. Στο δρόμο όμως με τύφλωσαν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες και Οιδίπους  γαρ, εκλιπαρώ την επιείκεια σας.
Η άρνηση είναι μια λέξη δύσκολη. Ποτέ δεν ξέρεις[ νομίζεις ότι ξέρεις!] αν έκανες καλά που αρνήθηκες τον έρωτα σε μια γυναίκα, σε έναν άντρα. Όταν κάποιος αποχωρεί μοιάζει κερδισμένος επειδή ελέγχει την απόφαση, σα νικητής. Όποιος εισπράττει την άρνηση νιώθει προδομένος. Είναι μια ήττα η ερωτική άρνηση;
Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλίσεις στη λάσπη. Οι ασφάκες δε γίνονται ποτέ δέντρο και οι μηχανές σφάζουν την άσφαλτο.Θέλω να πω φίλε πως η συνείδηση, μας την έχει στημένη, κάτι ξέρω κι εγώ μη νομίζεις. Όταν τελειώνει η μαλακία, λέμε γιατί το έκανα αλλά ήταν ωραίο. Δε θα σε πιέσω επειδή δεν ξέρεις.
Το θέμα είναι να μη σε πάρει από κάτω. Είτε γιατί η ζωή σου δεν έχει αξία, είτε γιατί όλο αυτό που ζούμε είναι μια ανοησία. Όταν καταρρέουν τα πάντα γύρω σου πως να σταθείς ακίνητος; Μπορεί όμως και να μεγαλοποιούμε τα πράγματα, να τα εξιδανικεύουμε και όταν βλέπουμε πόσο αλλιώτικα, πόσο χαμερπή είναι, τότε η συντριβή είναι μεγαλύτερη. 
Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.

 

Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

ΜΙΑ ΚΟΜΨΉ ΚΥΡΊΑ

 


Καλοκαίρι ήταν τότε. Αυτή η γυναίκα έμενε στο διπλανό δωμάτιο, μας χώριζε δηλαδή μια μεσοτοιχία από χάρμποτ κι έτσι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε, μόνο που στην αρχή δεν του δώσαμε και πολύ σημασία. Τι μας νοιάζει; σκεφτήκαμε, εμείς δεν κάναμε κάτι απηγορευμένο, έρωτα κάναμε και μπορεί να φωνάζαμε, να μουγκρίζαμε, να γκρινιάζουμε μερικές φορές. Μετά από αρκετό καιρό, αρκετές μέρες και νύχτες που συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, συναντήθηκα με τον άνθρωπο που μας χώριζε η μεσοτοιχία. Σταθήκαμε στο σκοτάδι του διαδρόμου προσπαθώντας να δει ο ένας τον άλλον, σχεδόν δίπλα-δίπλα αφού οι πόρτες μας δεν απείχαν ούτε μισό μέτρο. Δεν ανάψαμε το φως, τα μάτια μας συναντήθηκαν κι αυτά στο σκοτάδι, ποια είναι αυτή αναρωτιόμουν κι όταν συνήθισα στο μαύρο, προσπάθησα να ξεδιακρίνω τη σιλουέτα της. Ήταν μια κομψή κυρία. Έκανε αβέβαιες κινήσεις να φύγει ή να μείνει, να πει κάτι, μια καλησπέρα, δεν είπε. Ούτε κι εγώ είπα, τι να έλεγα, αισθάνθηκα αμέσως μια ενοχή πως μας είχε κρυφακούσει και ένιωσα μια ντροπή γιατί δεν ήθελα κανείς να ξέρει τι κάνω στο κρεβάτι μου και γενικότερα στο σπίτι μου. Στα δευτερόλεπτα που κύλισαν, πόση είναι η ζωή μιας στιγμής; Σκέφτηκα-δεν ξέρω γιατί- πως αυτή η γυναίκα ήταν μόνη, πόσοι άνθρωποι δεν είναι μόνοι, και πως ζήλευε τη δικιά μας ευτυχία, που δεν ήταν τόσο μεγάλη αφού κι εμείς μέρα-νύχτα καυγαδίζαμε με τη Σοφία, σκοτωνόμασταν στην κυριολεξία, άσχετο αν μετά κάναμε κι ότι κάναμε. Όμως, φαίνεται πως η μοναξιά είναι χειρότερη από το να έχεις έναν άνθρωπο που έστω τσακώνεσαι τις περισσότερες φορές.
Αυτές οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν κάμποσο καιρό και ήταν πάντα ίδιες. Δίπλα-δίπλα, στο σκοτάδι, ακουμπούσαμε τις πλάτες στους τοίχους, δε μιλούσαμε-ποτέ δε μιλήσαμε- κοιταζόμαστε στα μάτια, μερικές φορές αγγίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου κι άλλες δυο-τρεις, κλάψαμε, πιο πολύ εκείνη, εμένα έτρεξαν δυο δάκρυα χωρίς να ξέρω αν ήθελα να την συμπονέσω. Η κομψή γυναίκα έκλαιγε με αναφιλητά, εγώ δεν ήξερα τι κάνω, γιατί έκλαιγε και τι της συνέβαινε. Μια όμως από αυτές τις φορές, καθώς έκλαιγε τη φίλησα στα χείλη. Χείλη βρεγμένα από δάκρυα, σκέψεις μισοσφιγμένες, δυο άγνωστοι στο σκοτάδι και η κομψή κυρία χάθηκε στο μαύρο. Από κείνη τη βραδιά δεν την ξαναείδα. Την φέρνω αρκετές φορές στο μυαλό μου, εν ευθέτω χρόνο ανοίγει ένα παράθυρο μνήμης και συλλογιέμαι πολύ γι αυτές τις μικρές μου πράξεις που δεν έγιναν όνειρο, γι αυτές τις πελώριες στιγμές που δεν ξανάρχονται ποτέ και μυστήριο πράγμα τις αγάπησα πολύ περισσότερο από άλλες.
[Από τα μικρά διηγήματα μου]

ΔΙΑΣΧΊΖΩ..2501

  Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και...