Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

ΝΑ ΦΕΎΓΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΈΝΕΙΣ;

 

 


Ο καθένας έχει Ιστορία, όμως τα νερά της γης δεν ανανεώνονται. εξατμίζονται και ξαναπέφτουν στη γη, φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. κι εγώ έχω τη δική μου ιστορία μ αυτόν τον πίνακα που προσπαθώ κάτι να πω, ν ανέβω σε μια σκάλα και να δω αυτό που λένε αφ υψηλού τον κόσμο. όμως κι ένα δέντρο προσπαθεί να κάνει το ίδιο ενώ ο δρόμος είναι άδειος από οτιδήποτε άλλο όταν, σκέφτηκα να λύσω τα κορδόνια της γυναίκας, έτσι που να μη μπορεί να κινηθεί εύκολα, να φύγει. Ένας ωραίος τρόπος είναι να φεύγεις κι ένας άλλος να μένεις κι έπειτα πως θέλω να μην είμαι δέσμιος της δυστυχίας ότι ο κόσμος μας είναι μόνο κακός, όπως θέλουν να μας τον καταδείξουν, ωμά, τώρα τελευταία, αφού και η βάση του ανθρώπινου είδους είναι συνυφασμένη με τις καταστροφές, με τις βαρβαρότητες κι αν θυμηθώ τους πίνακες του Καραβάτζιο, τον Ολοφέρνη σφαγμένον από τη Ρουθ, τον φρικαλέο κόσμο του Ιερώνυμου Μπος και γενικότερα τους απόψυχους πίνακες του χριστιανισμού, τι διάολο! πως ζωγράφιζαν μόνο θρησκευτικά έργα; δεν είχαν τίποτε άλλο στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι; και μας το άφησαν κληρονομιά μια φοβική αντίληψη για ότι υπάρχει κάτω από τη φοβέρα ενός θεού; α, ναι, δε θέλω να μπλέξω τους θεούς σ αυτή την εικόνα, στο βάθος του δρόμου που χάνεται στη στροφή δεν ξέρεις τι υπάρχει κι αυτό είναι σπουδαίο γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει να προσπαθούν να δουν το μέλλον αλλά να ζήσουν το παρόν 

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

ΤΑ ΔΈΝΤΡΑ ΜΑΣ ΜΙΣΟΎΝ

 


Κάποιος είπε πως τα δέντρα μας μισούν  

ένας άνεμος που τον εφώναζαν σιμούν 

Όλο το Φθινόπωρο, είπα θα σ αγαπώ 

δε φυτρώνουν όνειρα χωρίς νερό.




Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

πικρα 2

 


Πίκρα

Και το λιμάνι ήταν ρηχό

εσύ ήσουν πάντα όμορφη

κορμί που δεν περίμενες

άξια του κόσμου τύχη

 

Έφυγες με τη λησμονιά

μιλούσες των κυμάτων

και των ματιών σου η σχισμή

έσπαγε των χρωμάτων

 

Εν άσπρο νυχτολούλουδο

νυχτοσυρμού Σαββάτου.

 

Κι η άμμο κύλησε μ οργή

εσύ ήσουν πάντα μόνη

φωνές πια δεν περίμενες

δεν έσπαζαν οι τοίχοι

 

Χάθηκες μες τη μοναξιά

άγγιξες των πραγμάτων

και του προσώπου η θαμπή

εικόνα, αγέρας των βημάτων.

 

Έν άσπρο νυχτολούλουδο

όμορφο, του θανάτου

ποίηση Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ [Για ΜΙΑ Έλι.]


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ

 

 


Τα συμπεράσματα σου γι αυτή τη ζωή
όσο εξαίσια κι αν σου φαινόταν, δεν ήταν.
Μια απρόοπτη κατάσταση είναι το πέρασμα
απ τη μια στιγμή στην άλλη-που είσαι νέος και ξαφνικά
οι μεγάλες αποφάσεις, πως τάχα όλα ήταν ωραία
γίνονται καπνός
τίποτε δεν ορίζεις, σου λεγα, μα δεν άκουγες
άλλωστε γιατί; τώρα φαίνεται πως
δεν αρκούν όλες οι αναθεωρήσεις
μπορείς να μιλάς όσο πιο αινιγματικά γίνεται
αλλά, τίποτε δεν ορίζεις
ακόμα κι αυτό το εξαίσιο συμπέρασμα
πέστο με όσο πιο σπουδαίες λέξεις μπορείς
σε βρήκε εξ απήνης
εσύ ο πιο έξυπνος, ο πιο δυνατός και ο πιο καλός.
Ίσως αυτό το πιο καλός να ήταν πιο επώδυνο
επειδή σε ευαρεστούσε αλλά δεν ήξερες
πόσο καργιολίστικο, πόσο φαιδρή ήταν η ιδιότητα που σου πρόσδιδε
κι ακόμα απλά κανένα συμπέρασμα δεν είναι καλύτερο
απ τα άλλα
σ αυτή την θεσπέσια ατμόσφαιρα που πήρες μυρωδιά
πως δεν είναι κάτι που περίμενες
γιατί ήσουν ανόητος και μικρός για όσα συμπέρανες.

 

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΛΌΡΚΑ ...2

 


Ο Λόρκα δεν ήταν ένα μικρό παιδί, ήταν ολόκληρος άντρας δεκαοχτώ χρονών. Η Έλντα Φέργκιουσον είχε έρθει από τη Νότια Καλιφόρνια του 1964. Ο Λόρκα υπολόγισε τα χρόνια που πέρασαν μέχρι το 2015 και τα βρήκε λειψά. Πάντα του έλλειπε ο χρόνος, ποτέ δεν τα προλάβαινε όλα. Ωστόσο το γράμμα το έλεγε ρητά: I living Sunday morning and I don t go buck.
Το βράδυ ήταν δυσκίνητο καθώς αργοπήγαινε το μαύρο γύρω από το πρόσωπο της. Ένα πρόσωπο λείο με φακίδες στα Αμερικάνικα μάγουλα της. Το λινό φόρεμα κάλυπτε ελάχιστα τα λιγνά πόδια της που έδειχναν την καταγωγή της. Το χρώμα με τα πουά αχνοπράσινα στο λευκό, οι υπερβολικά ψιλοτάκουνες μπότες, τίποτε δεν ήταν άσχετο πάνω σ αυτό το αρχέτυπο μοντέλο. Το γέλιο της ίδιο με την απέραντη έρημο της Καλιφόρνια όπου είχε γεννηθεί πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Τόσο ήταν τώρα η Έλντα Φέργκιουσον απόγονος της βαθύπλουτης οικογένειας από τους περασμένους αιώνες, από τρίτες γενεές που λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάποιος δεν είναι νεόπλουτος, άρα βλάχος. Άρα αμόρφωτος, χωριάτης.
Η βραδιά κυλούσε ανόητα κι αν δεν ήταν ο Λόρκα που όλο την κοίταζε σχεδόν αποσβολωμένος πίνοντας μια μαύρη βότκα του προπερασμένου αιώνα, θα είχε φύγει. Βέβαια κάτι της έλεγε αυτό το χαμόγελο αλλά δεν ήξερε ούτε τα όνομα του. Ποιος να ήταν αυτός; είχε σημασία τα όνομα του; είχε σημασία αν περνούσε ένα από τα τελευταία βράδια της στην Ελλάδα με έναν ακόμα εραστή; Η Έλντα δεν ήταν αγνή ούτε είχε φορέσει ποτέ ζώνη αγνότητας-αλήθεια φορούσαν κάποτε οι γυναίκες τέτοιο πράγμα;
Γέλασε που το σκέφτηκε αν και θα προτιμούσε κάποια φορά να το δοκιμάσει! Έριξε ένα ακόμα περίτεχνο χαμόγελο στον Λόρκα που έλιωνε στον ιδρώτα. Φαινόταν και ήταν άμαθος, αμούστακος γαρ ακόμα στο παιχνίδι αυτό και πόσο μάλλον της ακολασίας που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια της.
Ύστερα όμως το πρόσωπο της γινόταν άδειο, δεν μπορούσες να γράψεις κάτι πάνω της. Άφηνε την ελεύθερη έκφραση παρθένας να κυλιέται στο πάτωμα, άφηνε τα χείλη να σαλεύουν σε ρυθμούς αλλά και στο πρόσωπο του άλλου το θράσος σαν δώρο της φύσης έμοιαζε να κυριαρχεί πάνω στη ζωώδη φύση του μεγαλύτερου ελιξίριου πάνω στην ανθρώπινη μοίρα που ήταν το ερωτικό συνένωμα.
Βρωμοιστορία. Όμως έπρεπε. Έπρεπε ή να φύγει τώρα γιατί και των άλλων τα μάτια, γύρω του λαμπύριζαν ίδια κι ακόμα χειρότερα από τα δικά του. Αντί αυτού πήγε κοντά της και την ακούμπησε ελαφρά στο αφράτο χέρι της. Η Έλντα ανατρίχιασε όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες και τις στιγμές. Γύρισε χώνοντας τα μάτια της στα δικά του, είδε την επανάσταση γεμάτη οίκτο, αν και δεν την ενοχλούσε καθόλου αυτό. Εκείνο το αγόρι όφειλε να είναι επαναστάτης, αυτή όχι. Απόγονος των Φέργκιουσον έπρεπε να βλέπει τον κόσμο από υψηλά με κάποια υπεροψία που την είχε.
Την είχε; Αναρωτήθηκε και ο Λόρκα προσπαθώντας να δει τον βολβό του ματιού της, πίσω από τον φράχτη των τσίνορων, ανάμεσα από ένα υγρό μήτρας που κύλισε σαν ποταμός κι αργά ανέβαινε από τα πόδια στο στήθος της που φούσκωνε όπως της Μέριλιν Μονρόε στους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Δε μίλησαν στην αρχή, ούτε κι αργότερα μιλούσαν πολύ. Απλά γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλον γεμάτοι οίκτο για όσα συνέβαιναν. Γιατί οίκτο; Αναρωτήθηκε ο Λόρκα. Γιατί ο οίκτος είναι συναίσθημα ανωτέρων όντων επιβεβαίωσε η Έλντα κάνοντας τη νεανική κόμη της να τρέμει.
-Πάμε στο σκοτάδι; Της ψιθύρισε όταν τα πράγματα φαίνονταν πως δυσκόλευαν.
-Πάμε! φώναξε δυνατά αυτή και οι άλλοι απόρεσαν.
Βγήκαν σαν σκιές και χάθηκαν στο σκοτάδι. Κανείς δεν τους ακολούθησε κι όμως όλοι ήξεραν τι έκαναν όλη τη νύχτα. Δεν είναι παράξενο που μας αρέσουν οι ακολασίες και των άλλων; Αγόρι μου καλά έκανες και με πήρες μαζί σου. Καλά έκανες και ήρθες απόψε μαζί μου. Έχεις ακόμα μια ώρα ζωής, μπορεί να ναι η τελευταία σου.
Ο Λόρκα δεν πίστευε σε τόση ευτυχία. Ή δεν πίστευε ποτέ σε τέτοιες ευτυχίες και δεν του άρεσαν οι μαντεύοντες τα μέλλοντα. Ήταν πιο πραγματιστής αλλά γιατί του είπε πως είχε ακόμα μια ώρα ζωής; Αυτός ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών ...
Η Έλντα Φέργκιουσον προσευχήθηκε γυμνή πλάι στο χαϊδευτικό χέρι του Λόρκα. Ύστερα σηκώθηκε και χόρεψε στο σκοτάδι αν και αυτός ήθελε το φως εκείνη το αρνήθηκε, δεν έχω ωραίο σώμα, του δικαιολογήθηκε κι αυτός απόρεσε με την υποχόνδρια σκέψη της. Αυτή δεν είχε ωραίο σώμα; Τότε ποιος είχε; Στο μυαλό του όμως κυριάρχησαν και οι φιγούρες των άλλων. Ήταν απειλητικές μάσκες αλλά ο Λόρκα δε φοβόταν όσοι κι αν έρχονταν αρκεί να υπερασπιζόταν την ΄Ελντα κι αυτή εκείνον.
-Μπορώ να πεθάνω για σένα, της είπε.
-Δε χρειάζεται να πεθάνεις! Να ζήσεις πρέπει! φώναξε αυτή.
Το τελευταίο βράδυ του Καλοκαιριού περνούσε ανάμεσα από την παλάμη της σαν ένα φύλλο. Πράσινο φύλλο γεμάτο ζωή και φόρεσε το μεσοφόρι της. Τα μαλλιά ριγμένα στην πλάτη και σηκώθηκε κι αυτός ολόγυμνος. Η Έλντα τον θαύμασε. Που ήταν γυμνός και δε ντρεπόταν. Ούτε αυτός ούτε εκείνη που τον έβλεπε.
Ύστερα αφού ντύθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι βρέθηκαν στο υπόγειο. Μακριοί διάδρομοι, άσπροι σοβάδες, χάμω το μωσαϊκό, ατέλειωτοι δρόμοι. Στο βάθος εκείνοι οι άνθρωποι με τις απειλητικές μάσκες για πρόσωπα, ένας-δυο, τρεις εμφανίστηκαν από το πουθενά. Κανείς δεν εμφανίζεται από το πουθενά. Κάπου πρέπει να υπάρχεις για εμφανιστείς μετά από τον οίκτο. Μην κοιμάστε! Καμιά πόρτα δεν άνοιξε αν και υπήρχαν πολλές όπου έμεναν διάφοροι άνθρωποι, να κοιτάξουν να δουν αν υπάρχει ένα ακόμα δράμα έξω από την πόρτα τους. Ο καθένας έχει ένα διαφορετικό τρόπο ν αντιμετωπίζει τη ζωή. Τη ζωή και τον θάνατο. Μπορεί όμως να ήταν μόνο η ζωή, γιατί δεν υποψιάζεσαι στα δεκαοχτώ σου να πεθάνεις.
Μια συγχορδία ύποπτης μουσικής που ξετίναξε ο χορδιστής, μερικές λέξεις που ξέφυγαν του ομιλητή, ένα όνειρο και οι πιο χαμηλές νότες, ακούστηκαν θλιβερές. Από κάπου έσταζε νερό στην πλάτη της Έλντας που γύρισε να τον κοιτάξει δίχως απορία. Δίχως έλεος. Το νερό κύλισε και στων άλλων τα πρόσωπα. Νερό μαύρο, κατάμαυρο λες και δεν ήταν νερό. Ο πρώτος από τους άλλους έφτασε κοντά στο πρόσωπο του Λόρκα. Δε φαινόταν να κρατάει τίποτε ή το είχε κρυμμένο. Οι άλλοι πίσω φώναξαν κάτι σαν ένοχος, αυτός ούτε που συλλογίστηκε πως το είπαν γι αυτόν. Εξ άλλου ούτε η Έλντα ούρλιαξε. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπαιτιότητα για να συμβούν αυτά και να δικαιολογήσουν την πράξη έλα όμως που οι πράξεις των ανθρώπων δεν αιτιολογούνται πάντα.! Ανάμεσα από εκτυφλωτικό φως και σκοτάδι, πηχτό αίμα και ανοησία έχασε το δικό του φως.
Έφερε στα δάχτυλα του το κιτρινισμένο απ τον καιρό χαρτί. Ψαχούλεψε το μέσα του κι άκουσε την Έλντα να διαβάζει τα γραφόμενα της: IlivingSundaymorningandI'ldontgobuck. HowCanyou lovemi. Ο Λόρκα υπολόγισε μετά από πενήντα ένα χρόνια τον οίκτο. Τον οίκτο και μια απορία γιατί τον ρωτούσε πως μπόρεσε και την αγάπησε αφού εκείνη θα έφευγε.Τον οίκτο και το σκοτάδι που τον έπνιξε από εκείνο το βράδυ που για χάρη της Έλντα Φέργκιουσον έχασε τα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον οίκτο κουκουλωμένος μέχρι πάνω τον χαλκό, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν την ξαναείδε, φάτσα με τον παράξενο θαυματοποιό, συντροφιά με το αιώνιο σκοτάδι, συντροφιά με τις απαίσιες μάσκες των προσώπων στον μακρινό διάδρομο της λήθης.
ΤΕΛΟς

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

ΝΑ Μ ΑΦΉΣΕΙΣ

 


ΕΙΧΕς ΣΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΝΑ Μ΄ΑΦΗΣΕΙς
Την Κυριακή μες την Αθήνα
θέριζε ένας θεός την πείνα
Κι έρχονταν ο Λυκαβηττός
όρθιο, παλιό βουνό, όμοια ωραίο
Της μοίρας μας να πλάσει τον καιρό.
Την Κυριακή στο μεσοχώρι
πλανιόταν η χαρά μας όλη
Ήλιος πικρός στου Φιλοπάππου
απ΄τη ματιά του ουρανού
Της νιότης μας μας να κάψει τον καιρό.
Είχες στο νου σου να μ άφήσεις
μια τέτοια μέρα πουθενά
Ούτε μια λέξη δεν ταιριάζει
Χωρίς εμένα που θα πας.
Η αγάπη όλα τα σκορπίζει
σ΄αυτά τα κρύα δειλινά
Χωρίς εμένα που θα γέρνεις
μονάχη σου στο πουθενά.
Της Κυριακής τα μεσημέρια
στα Εξάρχεια ανάβουνε φωτιές
της φλούδας μας τα μανταρίνια
τσούζει στα μάτια ο καπνός
Ξυνό κρασί, που καίει, μεγάλο βλέμμα.
Την Κυριακή η μελαγχολία
η στεναχώρια, αύριο, θαμπή
Περνάει στο δρόμο το κορίτσι
τσούζει στο μάτι ο χωρισμός.
Θολό νερό κυλάει, καμμένο γράμμα.
Εγράφη κάτω απο μυστηριώδης συνθήκες. Πως νιώθουμε μερικές φορές το λευκό της ατμόσφαιρας που θυμόμαστε και δε θυμόμαστε τίποτε;

 

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙΚΟΝΟΜΟΚΡΆΤΟΡΕΣ

 


 

Η κατάσταση μας είναι δραματική αλλά εμείς αλλού κοάζουμε. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη χειρότερη θέση των μισθωτών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, και είμαστε τσίμα-τσίμα με την Πολωνία. Καά τ άλλα είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες! που μας κυβερνούν απατεώνες, οικονομοκράτορες, φρικτών σχεδίων, φατρίες που έχουν ακόμα τα μούτρα να εμφανίζονται και να διεκδικούν την ψήφο του αποβλακωμένου Έλληνα.
 
 

Κατά τ άλλα ο Μπομπ Ντίλαν και οι Αμερικανότροποι, μας ζωγραφίζουν. Αυτός ο διάσημος Εβραίος που έγινε χριστιανός και από τροβαδούρος έγινε ποιητής του Νόμπελ και τόσα άλλα, μεταξύ αυτών, στα 82 του χρόνια γίνεται και ζωγράφος! μάλιστα. Ένας αυθεντικός του πίνακας, ο πιο μικρός ξεκινάει από 200.000 ευρω! [μια μεταξοτυπία, ένα σκίτσο με μολύβι μπορεί να φτάσει 60.000 ευρώ] Τι να πει κανείς; είμαι μόνος μου και σεις όλοι οι άλλοι μαζί.
Καλημέρα σας.

 

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΕΚΚΙΝΗΣΗ.

 


Ξεχάσαμε από πότε ήμασταν ελεύθεροι. Μας μπέρδεψαν τα ψέματα και οι αλήθειες τους
φυλάκισαν με μάσκες τα ωραία πρόσωπα μας, -ίσως το πιο ύπουλο ψυχολογικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ
Ζωγραφίζω γιατί δεν μπορώ να επαναστατήσω
Αυτό το έργο το ονόμασα ΤΟ ΠΙΟ ΘΛΙΒΕΡΌ ΑΝΘΡΏΠΙΝΟ ΕΊΔΟΣ κι αυτοί ονομάζουν αυτή την κατάσταση, μεγάλη επανεκκίνηση.
Χρυσοπέταλα κι αν σου φορέσουν, πέταλα θα είναι με καρφιά
Ξέχασα κι εγώ πότε ήμουν ελεύθερος, ίσως μόνο όταν ήμουν παιδί- γράφω και όχι δεν ξεσπώ στο χαρτί. Μοιράζομαι κάτι μαζί σας που χρόνια κουβεντιάζουμε και πιστεύω πως με τους πολλούς συμφωνήσαμε να έχουμε μια κοινή λογική προτού μας φορέσουν άλλα προσωπεία από αυτά που ξεκινήσαμε εδώ μέσα και λυπάμαι που δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε επειδή ο εχθρός είναι αμείλικτος, αδυσώπητος, κακός. Ίσως ο χειρότερος που θα αντιμετωπίσουμε ποτέ: Ο ΦΌΒΟΣ
Στο πρώτο μου βιβλίο τους ΙΚΈΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ που το γραψα σχεδόν είκοσι χρονών, υπάρχει αυτή η φράση: ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο φόβος!
Η αμηχανία μου γέννησε αυτόν τον πίνακα, σα να μην ήθελα να φτιάξω κάτι, σα να μη θέλω πια να ζωγραφίζω, αφού δεν έχω να πω τίποτε στους συνανθρώπους και περισσότερο ανίκανος να πολεμήσω αυτούς που μας έφεραν στην ολέθρια κατάσταση.

 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΑΠΌΨΕ

 


 

Ας γράψουμε ένα ποίημα:

Πάνω στο κύμα στάθηκε
μα στη φωτιά εκάηκε.
Άειντε να βρεις άκρη
εδώ στη Νέα Μάκρη.

Έφαγε ένα μαύρο σύκο
κι ήπιε νερό απ τον Βίκο
την αγάπη του τη λέγανε Λενιώ
ένα κοπέλι απ το χωριό

Πίσω απ το κύμα κρύφτηκε
σαν το πουλί τυλίχτηκε
άσπρο, μικρό τρελό φιλί
στο στήθος της θε να μιλεί

Και στη φωτιά δεν κάηκε
γλίτωσε κι απ τη Νάικε
παπούτσια της π αγόρασε
και τον θεό του κέρασε

ποτάμι από θολό κρασί
πέρα στο ανέραστο νησί
κάποτε που μεθούσε
και τη Λενιώ ξεχνούσε

ΑΠΌΨΕ

 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

 

 


ΕΝΑ ΨΑΡΙ
 
 
Ταξιδεύω ακόμα μέσα στη θάλασσα
παρέα με ένα ψάρι
Πάντα μου άρεσε το όνομα Ίων
αυτό θα έπαιρνα αν αρνιόμουν να συνεχίσω το ταξίδι.
Είναι πικρό το νερό της ουτοπίας
χαλασμένο από το νέο ύφος των ποιητών
που υπολόγιζαν με τον Ίωνα να πάνε καλύτερα αυτή την άνοιξη.
Μπορεί ν αποφασίσω να μείνω για πάντα στο βυθό.

 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

κιλτ...κιλτ

 


 

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ..
Ο ουρανός μουντός- πάντα αυτό το μουντός, με στρίμωχνε, επειδή ήξερα τι κουβαλάει. Μουντός ουρανός σημαίνει μελαγχολία. Τι να γίνει.. Κοιτάζω ψηλά, ολόγυρα από το γκρίζο, πάνω από την Αθήνα. Έχει μια ακίνητη, κρύα ομορφιά το Κυριακάτικο πρωινό. Ανεβαίνω πιο ψηλά, στο λόφο του Στρέφη και δε με νοιάζει τι συμβαίνει γύρω. Σκέφτομαι πως είναι πολύ πρωί ακόμη. Ερημιά παντού. Στην ψυχή και στο μυαλό.. Προσέχω μόνο τον ουρανό που είναι έτοιμος να κλάψει και δεν έχω καμιά ελπίδα πως τα δέντρα θα θροΐσουν δίπλα μου. Όλα ανίκητα. Γκρίζα, μοναχικά και κρύο. Τι σκέφτομαι; Τι μπορώ να σκεφτώ εδώ πάνω; Ανεβαίνω στην πιο ψηλή κορφή του λόφου κι ο ουρανός χαμηλώνει ακόμη. Τόσο που πιάνω τα σύννεφα. Έχετε πιάσει ποτέ σύννεφα; Γκρίζα, απαλά, πούπουλα, λίγο πιο πάνω απ το γκρεμό. Γλίστρησα, ανάμεσα τους, έπεσα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ, κύλισα στο άσπρο, νοτερό χώμα. Ένα χαλίκι σταμάτησε τον κατήφορο μου και μια ψιχάλα με χτύπησε στο μέτωπο καθώς ήμουν στο γκρεμό. Το χαλίκι έφυγε κάτω απο τα πόδια μου, κίλτ,κίλτ, κίλτ.... Το κοίταζα που κουτρουβαλούσε και το ακολούθησα προς τα κάτω. Σβαρνίστηκα, έφτασα στον πάτο, σταμάτησα οκλαδόν στη μέση του κόσμου. Σήκωσα το κεφάλι λυπημένος στο μουντό, Κυριακάτικο ουρανό της Αθήνας και δεν είπα τίποτε για τη μοίρα μας.

 

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

ΤΖΟΚΌΝΤΑ 2

 


Ζωγραφίζοντας τη "ΔΙΚΉ ΜΟΥ" Τζοκόντα.. Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί, είναι ένα σύγχρονο συμπέρασμα. Δε διαφωνώ μηδέ συμφωνώ. Πιστεύω πως είναι χρήσιμες μερικές εξηγήσεις για όσους τις έχουν ανάγκη. Για την Μόνα Λίζα έχουν χυθεί τόνοι μελάνης ανά τον πλανήτη γη-εγώ θα πω πως ένιωσα όταν πήρα την παραγγελία, όταν άρχισα να τη σχεδιάζω κι όταν τελείωσα . Είναι εύκολο να πω, ότι μου φάνηκε δύσκολο εγχείρημα, έχω φτιάξει πολλά αντίγραφα διάσημων ζωγράφων στο παρελθόν αλλά Ντα Βίντσι ποτέ. Οπότε, ένιωσα κάποια κρυφή χαρά που θα αναμετριόμουν μαζί του και μαζί με το χαμόγελο της Τζοκόντα. Διάλεξα τις ακριβείς διαστάσεις του έργου που είναι 77 χ 53 σε καμβά όμως και όχι σε ξύλο όπως είναι η αυθεντική. Το σχέδιο μου πήρε περίπου δυο μέρες, ή καλύτερα δυο πρωινά, μ αρέσει να ζωγραφίζω το πρωί.
Δε νομίζω πως είναι ένα "δύσκολο" σχέδιο. Το χρώμα ίσως είναι εκείνο που μ έκανε να πω τι έφτιαξες σενιόρ Νταβίντσι! κι ανάμεσα σ εκείνους που υποστηρίζουν πως χαμογελάει και σ εκείνους που λένε πως είναι λυπημένη, εγώ ξεχώρισα ανάμεσα στις πινελιές μου και συμφώνησα με όσους λένε πως ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα που σε λίγο καιρό θα γεννούσε!. Τελείωσα το έργο περίπου σε οκτώ μέρες. Ο Ντα βίντσι το "δούλευε" , λένε, δυο χρόνια.
Μέχρι να ολοκληρωθεί, κόσμος αρκετός στεκόταν στην πόρτα μου και παρακολουθούσε λέγοντας και εκφράζοντας τον θαυμασμό του αλλά και την ευκολία με την οποία αναγνωρίζουν την θρυλική μορφή. Και η αλήθεια είναι πως ένιωσα κάπως περήφανος που τα κατάφερα, όπως τα κατάφερα.

 

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

 


Ένα
σκληρό σύννεφο
νύχτα του Νοέμβρη που δεν είχαμε να πούμε
τίποτα σπουδαίο φίλε
-κάποιους Νοέμβριους το δυο χιλιάδες δώδεκα
σβήνοντας την καύτρα του τσιγάρου στα χείλη των βράχων
κλαίγοντας ή αποσιωπώντας, ό,τι
το σλιπ ήταν βραχνό, κρυμμένο άτω από τη μασχάλη
σκουπίζοντας
τον ιδρώτα χρεωμένης πουτάνας τα δίφραγκα.
Δύο ανέπαφα σύννεφα χρέωσαν την απελπισία μας
και τι ωραίο θα ήταν απόψε να πεθαίναμε!
Χωρίς ν αφήσουμε ίχνος
-όπως ρεύομαι ή χρεώνομαι
το κρυμμένο μυστικό ενός Δυτικού σκύλου
που η μυρουδιά του χνώτου να κλέβει την παράσταση
για να πούμε πως εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους
Χωρίς ίχνος απελπισίας θα ήταν ωραίο
να πεθαίναμε απόψε, φίλε.

 

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Η ΟΜΟΡΦΙΆ

 


Έρχεται στο μυαλό μου η Μέριλιν. Το θλιβερόν της ύπαρξης,
ο ωραίος Τζαίημς, η εικόνα της ωραιότητας και η μελαγχολία
αυτών που την έχουν. Η μοναξιά το καλούπι της ομορφιάς.
Η απομόνωση αυτού που λέμε ωραίο και τι κρύβεται πίσω του.
« Με το χυδαίο μύθο της ευτυχίας μπορούμε να κάνουμε
λίγο-πολύ, ό,τι θέλουμε τους άντρες και απολύτως ό,τι θέλουμε
τις γυναίκες.» Ακριβώς έτσι συμπεραίνει ο Πολ Βαλερύ, από
το βάθος του καιρού του. Και τι σχέση έχει η ωραιότης με την
ευτυχία; Δεν υπάρχει πιο ωραίο θέαμα από ένα όμορφο πρόσωπο
κι έχω κουραστεί να ψάχνω γιατί οι ωραίοι είναι δυστυχείς.
Το ωραίος το καταλαβαίνουμε εμείς ή το επιβεβαιώνουν οι άλλοι;
Και μιλάμε πάντα, μόνο για την ωραιότητα της ανατομίας ενός
προσώπου κι ενός σώματος, ποτέ για την ακαμψία του μυαλού.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ομορφιά συνθλίβει αυτούς που
την έχουν ιδιαίτερα τις γυναίκες όταν περάσουν τα χρόνια αλλά
υπάρχουν και ωραίες γριές! Υπάρχουν; Και ωραίοι γέροι. Μύθος.
Όπως μύθος πως δεν καβαλάνε το καλάμι οι ωραίοι. Από μόνο του
οδηγεί στην μισαλλοδοξία και το αλλοπρόσαλλο της ύπαρξης το
γεγονός. Κι έπειτα οι άνθρωποι γιατί μεγαλοποιούν τόσο την
ομορφιά; Ιδιαίτερα οι σύγχρονοι αλλά και από τους πολιτισμούς
ο πιο σπουδαίος, ο Ελληνικός, ύμνησε όσο κανείς αυτό που λέμε
ωραίο.
Ξαναέρχεται στο μυαλό μου η Μέριλιν. Το σύμβολο της
τραγικότητας του ωραίου.
 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΧΡΏΜΑ ΤΟΥ ΚΛΆΜΑΤΟΣ

 


Το απόγευμα με τον ήλιο κατάφατσα, ανέβηκα στον φαλακρό λόφο
εκεί που τελειώνουν τα δέντρα.
καθώς το φως λιγόστευε κι ήταν αλλιώς ωραία να σε σκέφτομαι.
Να λογίζομαι ένα θύμα του εαυτού σου
και είναι δύσκολο να το καταλάβουμε αυτό.
Πως είμαστε ένα κομμάτι της πέτρας και της μοναξιάς-αλλά περήφανα ωραία!
κοίταζες πάντα ανάμεσα από το χρώμα του κλάματος,
όμως ακόμα κι εκεί στου Μεταξουργείου το μέρος,
όπου οι ανθρώπινες δυστυχίες κυλούν στο πεζοδρόμιο,
όπου η πείνα του Χάμσουν, ξανάρχεται σαν μητέρα,
όπως η Μήδεια των ανθρώπων να σφίγγει τις πνοές.
Και θα μπορούσαμε να ταξιδεύουμε συνέχεια πάνω στον φαλακρό λόφο,
λέγοντας πως είναι σπουδαίο να ταξιδεύουμε μαζί,
όταν οι άλλοι θέλουν να μας χωρίσουν.
Εσύ θα έλεγες πως πρέπει να είμαι ευχαριστημένος επειδή ήμουν μαζί σου
στο Μεταξουργείο και αλλού,
γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο ή και δε θέλουν ν ανταμώνουν πολύ!
Το ξέρεις πως οι άνθρωποι αντέχουν τη μοναξιά πιο λέφτεροι από τα πουλιά;

 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΠΟΥΤΣΆΔΙΚΟ

 

 


Πέρναγε κάθε βδομάδα έξω από το μαγαζί μου η Αντωνία, και με ρωτούσε χαμογελαστή: τι κάνει ο Γιάννης; Στεκόταν στην πόρτα μπροστά στη βιτρίνα, έκανε βήμα μέσα και μετά πάλι έξω, έβγαζε τα τσιγάρα με τα πιπάκια κι άναβε. Διατηρούσα ένα παπουτσάδικο, επιδιορθώσεις, τακούνια και λοιπά, στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου, χρόνια τώρα αλλά ποτέ δεν έμαθα, ούτε ρώτησα, γιατί είχαν βάλει αυτά τα ονόματα σ αυτούς τους δρόμους. Εξ άλλου τι μ ένοιαζε; χρόνια τσαγκάρης τώρα- μη νομίζετε πως είμαι και μεγάλος, πλησιάζω τα σαράντα πέντε- μια χαρά ήμουν, τίποτα δε μου έλειψε κι ας φαίνεται παρακατιανό το επάγγελμά μου. Το μόνο που μου έλλειπε τελευταία ήταν η συντροφιά μιας γυναίκας, μια και είχα χωρίσει με την δικιά μου μερικούς μήνες πριν, οριστικά. Έτσι, αμυδρά μες το μυαλό μου έπαιζε και η Αντωνία σαν μια υποψήφια. Ομορφούλα ήταν, χήρα με ένα γιο αλλά δεν πείραζε κι γω είχα ένα κορίτσι. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μου έλεγε καλημέρα, εκτός κι αν της το υπενθύμιζα, με κοίταζε όμως στα μάτια όταν άναβε την πίπα της και επαναλάμβανε αν πέρασε ο Γιάννης. Αν της απαντούσα όχι, σα να την πείραζε. Θα κοιμάται, έλεγε. Μπα, μου είπε πως έχει δουλειές. Χα! ο Γιάννης δουλειές, στράβωνε τα χείλη. Τι δουλειές να έχει αυτός; άιντε πάω να φύγω, αν τον δεις πες του χαιρετίσματα. Κι έφευγε σε πέντε -δέκα λεπτά. Έβγαινα στην πόρτα να την παρακολουθήσω πως περπατούσε, δε γύριζε πίσω- ίσια μπροστά κοιτούσε μήπως χύσει τον τραχανά. Αμάν ρε Αντωνία, της είπα μια μέρα. Γύρνα και λίγο το κεφάλι όταν περπατάς. Πότε; που; ζωντάνεψε. Προχθές σε φώναζα στην Ιπποκράτους... Αααα, δε θα σε είδα. Πέρασε ο Γιάννης; Τι κάνει ο Γιαννούλης; Πάλι τα ίδια, σκέφτηκα. Την επόμενη φορά που θα ερχόταν εκτός από την πρόταση που θα της έκανα να βγούμε θα την ρωτούσα πρώτα αν τα είχε ποτέ με το Γιάννη και μετά αν ήθελε να τα φτιάξουμε. Φυσικά εγώ δεν ήξερα κανέναν τέτοιον Γιάννη, απλά στην αρχή το είχα πάρει για παιχνίδι και το συνέχιζα γιατί έπιανα λίγο κουβέντα μαζί της, αφού τίποτε άλλο δε λέγαμε. Αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισα να ξεδιαλύνω το πράγμα. Μόλις την είδα και είπαμε τα σχετικά, την πέρασα μέσα, στο μικρό σαλόνι σχεδόν με το ζόρι. Έλα, να τα πούμε λίγο, της είπα. Τι στέκεσαι όλο στην πόρτα. Εντάξει, είπε κι άναψε τσιγάρο. Άναψα κι εγώ που έψαχνα τα μάτια της αλλά δεν μου τα δινε, τα χαμήλωνε. Τι κάνει ο Γιάννης; τον είδες; άρχισε. Όχι, δεν τον είδα, άστον τον Γιάννη τώρα, τι να της έλεγα πως δεν γνώριζα κανέναν τέτοιον Γιάννη; Μπα, θα την έχανα. Λοιπόν Αντωνία, κοίτα εμένα μου αρέσεις, τόλμησα. Θέλω να γνωριστούμε καλύτερα, μιλάω σοβαρά. Η Αντωνία σήκωσε τα μάτια, τράβηξε μια γερή τζούρα από την πίπα της, την φύσηξε στο ταβάνι. Έσιαξε τη φούστα της κι ενώ εγώ την κοιτούσα με αγωνία, σηκώθηκε, περπάτησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε, γύρισε με κοίταξε γλυκά στα μάτια και μου είπε. Άμα δεις το Γιάννη, πες του χαιρετίσματα.
απ τα μικρά διηγήματα μου

 

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

ΣΟΥΡΟΎΠΩΝΕ.

 


Σουρούπωνε
ή έβρεχε
Όταν χαράζει
είναι η καλύτερη ώρα.
Έχετε δει πως μπλεδίζει το σκοτάδι;
Χάραζε-όταν νυχτώνει είναι η χειρότερη ώρα
Λένε
Οι άνθρωποι που ξημερώνουν
πως το φως είναι η ζωή
Δεν ξέρουν πως και το φως δεν είναι χάδι;
Νύχτωνε
Η βροχή σταμάτησε;
 
[ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ μου.]

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

ΑΤΟΠΊΑ

 


 

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΊΑ ΤΗς ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ. Τίτλος βιβλίου. Τι να γράψω; Λάσλο Κρασναχορκάι . Ελάχιστοι από εσάς μπορούν να προφέρουν τ όνομα του, πόσο μάλλον να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, ούτε κι εγώ τον ήξερα, ίσως είχα διαβάσει κάπου, κάποιες βασανιστικές του εκφράσεις αλλά τώρα που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έριξα μερικά βλέφαρα στις κριτικές, σε κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία του. Ο τύπος είναι μισάνθρωπος, κατεβάζει πολύ χαμηλά το πήχη της όποιος καλυτέρευσης, κανένα έργο του δεν έχει χαπι εντ. Η ελπίδα αποτελεί σφάλμα, μας τονίζει κάπου και αλλού καταστρέφει το σύμπαν με μια υπαρξιακή αναζήτηση τύπου Κάφκα και κοντά στον Όργουελ, σε δυστοπικούς χώρους. Ενδιαφέρον. Θα διαβάσω βιβλία του; 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΜΠΡΟΣ- ΠΊΣΩ

 


Ρε αλευροπίτουρες, θα πέσω απ το τρένο, δεν γίνεται αλλιώς.
 Τι είναι αυτά που σας ταίζουνε κάθε μέρα και δεν μεγαλώνει 
το πουλί σας; Αντρών τε και γυναικών; περισσότερο των αντρών τε,
 που κάνουν και τους νταήδες.Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; έτοιμο το 
΄χουνε στο στόμα. Ποιος είσαι ρε μεγάλε; Σιγά μην σε κατεβάσω
 απ το τρένο, γιατί τέτοιος μαλάκας που είσαι, τέτοια σε ταίζουνε...
 Εμ, τι περίμενες; χαβιάρι; φάε τώρα μαύρο αχινό και βούλωστο! 
Μην βγάλεις μιλιά, γιατί όσο μιλάς τόσο σου μπαίνει. Κι αφου δεν 
ξέρεις τίποτε για τους ανθρώπους της ερήμου τι σε νοιάζει πόσοι σκοτώθηκαν κι όλο ρωτάς; Σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες, λες
 κι
 απορείς, πως σκοτώνονται τόσο εύκολα οι Αραβάδες; Ναι, οι 
Αραβάδες ρε, αυτοί που κατοικούνε αιώνες στην άμμο και τρώνε 
από δαύτη. Περιμένουν μάλιστα, να περάσει από κει και κανένας 
Λώρενς της Αραβίας[ τον έπαιζε αυτός ο πούστης ο Πήτερ Οτούλ, μέγιστος ηθοποιός] μήπως και τους αλλάξει τον αδόξαστο στην επανάσταση. Αλλά που να καταλάβεις εσύ από επανάσταση. 
Εσύ έμεινες ακόμα στο 1821, ενώ οι Αραβάδες, που είναι πιο
 πίσω, τον γάμησαν τον Καντάφι. Αϊτή την σκατόφατσα τόσων 
χρόνων δικτάτορα.
 Αλλά έχουν οι καιροί γυρίσματα και θα τα φάει
 τα μούτρα του ο Καντάφι. Δεν το πιστεύω πως τον είχε υμνήσει 
ο μεγάλος Αντρέας Παπανδρέου, θα μου πεις εδώ ύμνησε ο Τάσος Λειβαδίτης τον Στάλιν, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Αλλάζουν 
καθ οδόν.

Κατάλαβες τώρα αλευροπίτουρα; Δεν τρέχει κάστανο πόσοι Λίβυοι σκοτώθηκαν. Για τα μάτια του κόσμου. Πως λέμε ήρθε μια γριά απ΄το Βόλο και της έκοψαν τον κώλο; Έτσι.

Αν, όμως ρε αλευρωμένε Έλληνα του μεσονυχτίου σκοτωνόταν 
κατά τύχη κανένας δυτικοευρωπαίος, ξέρεις τι θα γινόταν στην 
Λιβύη; Θα της έκαιγαν όλον τον κώλο ...Δέκα χιλιάδες νεκρούς!
 σιγά τα αίματα. Δεν κοστίζουν τίποτα αυτοί. Φωνάζει ο κάθε 
Βαρεμένος στο τηλεκάναλο κάποιον άλλον Ελληνίδα που γεννήθηκε
 εκεί και τον ρωτάει όλη η χάβρα του πάνελ:Πείτε μας την γνώμη 
σας θα φύγουν οι Λίβυοι απ τη χώρα τους; Και καίγεται ο κωλαράκος τους μήπως ανηφορίσει κανένα εκατομμύριο κατά πάνω στας Ευρώπας. 
Και περιμένουν απάντηση από τον ανθρωπάκο που πήγε μετανάστης 
στην χώρα της άμμου, και τον έχωσαν χρόνια κάτω απ΄αυτήν στα 
ορυχεία, να τους εξηγήσει την κατάσταση. Είναι να μην βαράς 
το κεφάλι σου στον τοίχο;








Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

ΜΉΛΟ Ή ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ;

 


 

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε το μήλο, λιγότερο το πορτοκάλι. Το μήλο ήταν η ποίηση. Το ξινό πορτοκάλι, αγουροπράσινο στις αρχές του Φθινοπώρου, μου έτσουζε τα μάτια με δυσκόλευε να διαλέξω: να γράφω ή να μη γράφω; Και για ποιόν; Είχαμε δυο πορτοκαλιές στην άκρη στο περιβόλι. Το νερό ποτέ δεν τους έφτανε παρ ότι ο πατέρας έκανε τα πάντα για να καρποφορήσουν, μόνο κάτι μικρά πορτοκάλια έβγαζαν που δεν τρώγονταν. Τόσο στιφός και πικρός γινόταν ο χυμός τους, τόσο δύσκολος, στριφνός κι αδυσώπητος ο δρόμος της γραφής, της ζωγραφικής, της δημιουργίας και πάντα εκείνο το ανελέητο για ποιόν; γιατί; Αξίζει;
Κι έπειτα τα μήλα ήταν στον κάμπο, σε ένα άλλο χωράφι που δεν ήταν δικό μας. Ξένο. Δε μ ένοιαζε, περνούσα από εκεί, έκοβα δυο τρία, τα άγουρα μου άρεσαν περισσότερο. Τα τραγανούσα, πέταγα τις φλούδες μακριά , έφτυνα το άχρηστο. Ήταν πολύ νόστιμα, σαν τα άγουρα στήθη της Τασίας που μου λεγε μη γράφεις, μη ζωγραφίζεις. Αργότερα τ αγαπούσε και τα δυο. Εγώ ακόμα δεν ξέρω αν τ αγαπώ. "Όχι ψέμματα, φίλε!" λέω στον εαυτό μου. "Σου άρεσαν και τα δυο και τα μήλα και τα πορτοκάλια, όμως η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη. Η πίκρα αχώνευτη."
Τα μήλα και τα πορτοκάλια με τα άπειρα κουκούτσια τους. Μαύρα των μήλων σαν γραμματάκια στη σειρά. Των πορτοκαλιών, γλυφά, καλλυμένα με υγρό, πετάγονταν απ΄τα χείλη πιο εύκολα. Μα τίποτε δεν είναι εύκολο. Αν πεις γράφεις για τον εαυτό σου, θα πουν εγωϊστής, δεν αξίζει , αν πεις ζωγραφίζεις για τον κόσμο, θα πουν και ποιος είσαι εσύ; ποιος σου είπε πως θέλουμε να ζωγραφίζεις για μας;
Μαύρα μήλα κι μπλέ πορτοκάλια.

 

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΑΝΆΛΥΣΗ

 

 


Ανάλυση για ένα έργο μου, στην πραγματικότητα σημαίνει πολλά. εδώ ο κλονισμός του ανθρώπου είναι γυναίκειος-θα μπορούσε να είναι άντρας, έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα; ο κλονισμός της ανθρώπινης ουσίας, ο άνθρωπος μόνος που συναντάει ντουβάρια, είναι τόσο απλό να το δείξεις;. η άλλη αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν τον τρόμο του σεισμού και της φυλακής γι αυτό έφτιαξα το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα στο βάθος. φαντάζεσαι να είσαι μόνος με τα ντουβάρια; ζωγραφίζω με μια ιδέα όχι πως θα καλυτερεύω τον κόσμο, ούτε πως θα αφήσω ένα μήνυμα, χτες ο άλλος μου είπε πως δεν είμαστε φίλοι και το τόνισε τρεις φορές, όντως δεν είμαστε φίλοι αλλά γι αυτόν τον πίνακα μπορώ να πω πολλά ή όπως μου ζητάτε να μην πω τίποτε και να αφήσω να μιλάει ο πίνακας και έχετε δίκιο-πάντα οι άλλοι έχουν δίκιο και να σου πω μια άλλη αλήθεια για αυτό το έργο; παρ ότι είναι μελαγχολικό και απόμερο εκπέμπει μια τρύπια αισιοδοξία [η ζωγραφική δεν είναι παίξε γέλασε, είναι αγώνας μεταξύ δούλων και αφεντικών, όπου ο ζωγράφος οφείλει να είναι ο Σπάρτακος] και άρα, πίσω από κάθε έργο πρέπει να υπάρχει ένα αποτέλεσμα, αλλιώς δεν έχει νόημα η ζωγραφική, εκτός αν πρόκειται για ένα πορτρέτο αλλά και εκεί δεικνύεται η δεινότητα του ζωγράφου που έχει επίγνωση. τώρα γιατί σας τα λέω αυτά; έχουν νόημα οι επεξηγήσεις πάνω στα έργα; το πιθανότερο τον πολύ κόσμο να μη τον ενδιαφέρουν καθόλου αλλά για μας έχουν ιδιαίτερη αξία και εννοώ τους ζωγράφους, τους δημιουργούς που κάθονται και μελετούν την πραγματικότητα αυτού του κόσμου. 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

ΠΆΝΤΑ Ή ΠΟΤΈ

 

 


Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ

 


 

Όταν καμιά φορά
το δειλινό σε θυμάμαι
-λινά φορέματα
που ο αγέρας τα φυσά και φαίνεται το ξέκωλο-
πόσο δε θα ξανάθελα ν αγκαλιαστούμε
γιατί ποτέ δεν ξέχασα το ξέμουνο σου.
Κι όταν πολλές φορές, το σχισμένο τζιν
άφηνε επίτηδες, εκεί ανάμεσα
τη λεπτή ισορροπία σάρκας και ιδέας
θυμάμαι πως δε σ ένοιαζε!
Γελούσες που το βλέμμα κοίταζε εκεί
που οι σχισμές ανοίγουν για ν ανταμώσουν τους κόσμους
Στο ξέμουνο.
[Αυτή η ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ τους
δεν άφηνε περιθώρια για λάθη και εντροπές.]
ποιήμΑτα Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

ΝΑ ΦΕΎΓΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΈΝΕΙΣ;

    Ο καθένας έχει Ιστορία, όμως τα νερά της γης δεν ανανεώνονται. εξατμίζονται και ξαναπέφτουν στη γη, φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. κι ...