Η ΤΥΧΕΡΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ.
Κατέβαινα την Ιπποκράτους χτες το πρωί και κάτι, όταν στη διασταύρωση με την Σόλωνος, διαβαίνοντας απέναντι, πήρε τον μάτι μου τον χοντρό ταξιτζή που παράτησε το ταξί με τα κλειδιά στο καντράν και βγήκε στο πεζοδρόμιο, σχεδόν έπεσε πάνω μου, που πας έτσι βιαστικός, του λέω, να φάω μια τυρόπιτα με έκοψε η πείνα, μου λέει, πάρε μια μπουγάτσα του κλείνω το μάτι, με την τυρόπιτα θα διψάς. Δίκιο έχεις, μου λέει και ορμάει στη μπουγάτσα, ενώ εγώ πηδάω σβέλτα μέσα στο ταξί, στη θέση του οδηγού, πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι στο κενό, ενώ ο ταρίφας έχει μείνει με τη μπουγάτσα στο ανοιχτό στόμα να κατακυλάει και στη χοντρή κοιλιά του. Που πας; περίμενε! άκουσα τις φωνές του, πρωί και κάτι ήταν, τι μέ ένοιαζε, εγώ είχα ένα ταξί και διολισθούσα πέρα στην Πατησίων, τι ωραία, έβρεχε κίνηση πολύ δεν είχε, οπότε, μες τη βροχή, πρωί και κάτι μου σηκώνει το χέρι μια ξανθιά, ταξί! ταξί! φωνάζει κι εγώ σταματώ μπροστά της κι ανοίγω την μπροστινή πόρτα. Μπαίνει μέσα γελαστή, πανγέλαστη, όμορφη, εσύ δε μοιάζεις με ταρίφα, μου κάνει και με εξετάζει, ναι, όχι, δεν είμαι, τα ψιλομπερδεύω αλλα δεν πειράζει, είσαι ωραίος! την ακούω που ανοίγει τα πόδια της και τρέχω, τρέχω πρωί και κάτι προς την Εθνική οδό, που πάμε; ουρλιάζει η ξανθιά, αυτός δεν είναι ο δρόμος μου, ούτε ο δικός μου! ουρλιάζω κι εγώ και σταματώ σε μιαν άκρη γκρεμόδασους. Με κοιτάζει, είναι πρωί και κάτι, μου λέει αναψοκοκκινισμένη καθώς εγώ πέφτω πάνω της, αυτή ανοίγει τα πόδια, το ταξί τραντάζεται, τα τακούνια χτυπάνε στον ουρανό, τι μου κάνεις! προλαβαίνει να φωνάξει μια - δυο φορές αλλά μετά φωνάζει αλλιώτικα, κάποιοι μας ακούνε κι όταν τελειώνουμε βλέπουμε τις φάτσες γύρω από τα τζάμια που, αφού απήλαυσαν το μάτι εξαφανίζονται ως δια μαγείας, σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα, λέω στην ξανθιά, πως σε λένε, με ρωτάει, χαρούμενη, ευτυχισμένη, κι εμένα, μου λέει, ναι γιατί σε βρήκα στο δρόμο μου, πως σε λένε; Νίκο, απαντώ, τι σημασία έχουν τα ονόματα πάμε να φύγουμε από εδώ τώρα θα μας κυνηγάει όλη η αστυνομία και βλέπω τα πρώτα περιπολικά κάπου πίσω μας, στο βάθος να ξεσκίζουν με τις σειρήνες τους τον κόσμο μας. Εμάς κυνηγάνε; απορεί η ξανθιά καθώς φοράει την κυλότα της κι εγώ ξεκινώ σαν σίφουνας, οι τροχοί στριγγλίζουν, η άσφαλτο σπιθίζει, είμαι πιο γρήγορος απ τους μπάτσους, χάνομαι πίσω και μακριά. Ηρεμώ. Οδηγώ σε έναν παράδρομο κάπου στην Ακράτα. Δεν έχω ξανάρθει εδώ! κάνει με τρόμο η ξανθιά. Πως σε λένε; την ρωτώ. Νίκη, μου λέει, τι σημασία έχουν τα ονόματα, ακόμα είναι πρωί και κάτι, δεν πάμε για κανέναν καφέ; Ναι, λέω, πάμε κι αράζουμε στην κεντρική καφετέρια, οπότε μας πλησιάζει ο παραθαλάσσιος μπάτσος, μήπως είδατε κανένα ταξί; μας ρωτάει, όχι! απαντάμε ταυτόχρονα εμείς οι δυο, κάποιος έκλεψε ένα ταξί, μου είπαν τώρα στο ασύρματο αλλά ποιος νοιάζεται! λέει και εξαφανίζεται στην πολυθρόνα του, ενώ εμείς κυλάμε στην άβυσσο του πρωινού, παίρνουμε ένα φραπέ στο χέρι κι ορμάμε στην παραλία των ονείρων.
[Από τα μικρά ΣΑΤΙΡΙΚΑ μου.--μόλις γραφέν σήμερα το πρωί!]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου