Τρίτη 12 Απριλίου 2022

ΧΩΡΙΟ

 


Το Πάσχα στο χωριό ήταν από τις ωραιότερες μέρες του χρόνου. Από τη στιγμή που παρατούσαμε τις τσάντες με τα βιβλία, δεκαπεντάρηδες στο φόρτε μας, στο νου μας είχαμε τη μπάλα και πότε θα πάμε στο γήπεδο! ή στην αλάνα εκεί στο πλάτωμα μπροστά από το παλιό μαγαζί των Χαλαστανέων. Μόλις άκουγα το νταπ! ντουπ της μπάλας παράταγα τα πάντα, ότι δουλειά κι αν είχα. Μόνο η μπάλα και τα κορίτσια ήταν ικανά να με ξεσηκώσουν ακόμα κι αν διάβαζα κάποιο αγαπημένο μου μυθιστόρημα. Και τότε άκουγα τις φωνές της μάνας μου, πότε θα πας να ποτίσεις το άλογο; να κλείσεις τις κότες και τα μανάρια στο κτήμα; θα πάω! απαντούσα κι εγώ φουρκισμένος.
Η αλήθεια είναι πως βοηθούσα όσο μπορούσα και ήταν πολλές οι δουλειές στο χωριό, όλες τις εποχές του χρόνου και η μάνα μου ήταν μόνη, ο πατέρας μου είχε πάει μετανάστης στη Γερμανία, και απορώ πως τα κατάφερνε όλα σχεδόν μόνη της! να φουρνίζει ψωμί, να μαγειρεύει, να μπαλώνει και να σιδερώνει όλα τα ρούχα, -εκείνο τον καιρό ήμασταν εκεί τέσσερα αδέρφια, εγώ, ο Αχιλλέας η Δέσποινα και η μικρότερη αδερφή μου η Φιλοθέη- να σπέρνει σιτάρι και καλαμπόκι στον κάμπο, να θερίζει, να βάζει μποστάνι την Άνοιξη, ω αυτό το φοβερό μποστάνι και τι δεν είχε μέσα. Αγγουράκια, μελιτζάνες, κολοκύθια, μπάμιες ντομάτες και μερικές Δαμασκηνές γύρω-γύρω, τέτοια δαμάσκηνα δεν έχω ξαναφάει από τότε, όπως και δυο τρεις μικρές αλλά θαυματουργές ροδακινιές, ούτε τέτοια ροδάκινα έχω ξαναγευτεί. Όμως, μόλις άκουγα τη μπάλα εξαφανιζόμουν! Το ωραίο ήταν όταν κανονίζαμε να πάμε στη Σταραμιά, ένα ίσιωμα, σχεδόν σαν μισό κανονικό γήπεδο ποδοσφαίρου με φυσικό γρασίδι, δε θυμάμαι να λάσπωνε ποτέ. Εκεί γινόταν τα σπουδαία παιχνίδια. Ολυμπιακοί, Παναθηναικοί, χωριζόμασταν σε ομάδες, άλλοτε ανάμικτα, άλλοτε σύμφωνα με ποια ομάδα υποστηρίζαμε. Ωραίοι παίχτες ήταν ο Γρηγόρης Τσούτσης, ο Κώστας και ο Σταύρος Κύλας, εγώ και από τους παλαιότερους ο Ηλίας Σοκόλης, αυτός ήταν αθληταράς, καθώς και ο Παύλος Σοκόλης αν δεν ήταν υπερόπτης και δεν ήθελε να μας παριστάνει τον Κούδα. Και τα υπόλοιπα παιδιά όμως έπαιζαν με πάθος με αυτοθυσία, απλά για τη νίκη, για το παιχνίδι, χωρίς κανένα έπαθλο.
Όταν τελειώναμε άλλοι ματωμένοι, άλλοι μουντζουρωμένοι απ το κοκκινόχωμα, παίρναμε βαθιές ανάσες, οι νικητές ήταν πιο χαρούμενοι, μα και οι ηττημένοι το ξεχνούσαν και υπόσχονταν πως θα νικούσαν την επόμενη, κατεβαίναμε όλοι μαζί να πιούμε νερό σε μια πηγή που την έλεγαν τα Πούσια-ίσως επειδή είχε περισσότερη ομίχλη, καταχνιά από άλλα μέρη κι εγώ που δεν είχα ψάξει τη λέξη τότε, ούτε είχα διαβάσει το Πούσι του Νίκου Καββαδία, απλά νόμιζα πως ήταν το όνομα μιας τοποθεσίας. Πίναμε νερό από μια απίστευτη πηγή και ήταν τόσο γλυκό, τόσο δροσερό, πίναμε με τις φούχτες, ρίχναμε και στο πρόσωπο, στο λαιμό, στο ιδρωμένο στέρνο και κουρασμένοι στρατιώτες επιστρέφαμε από τον πόλεμο, καθώς σουρούπωνε, μερικές φορές παίζαμε μέχρι να σουρουπώσει για τα καλά, τόσο που δεν ξεχωρίζαμε τη μπάλα και τότε ακούγαμε τις περισσότερες κατσάδες από τις μητέρες.
Όσο για τα κορίτσια δεν ήταν και από τα ευκολότερα πράγματα να τα συναντήσεις και να ξεμοναχιαστείς μαζί τους έστω για λίγες στιγμές. Τα πάντα έπρεπε να γίνονται στα κρυφά, στα μουλωχτά κι αλίμονο σου αν σε έπαιρναν χαμπάρι. Συνήθως οι περισσότερες ματιές ανταλλάσσονταν μέσα στην εκκλησία, τα κορίτσια αριστερά τ αγόρια και οι άντρες δεξιά, στριμωγμένοι γύρω από το ψαλτήρι. Θυμάμαι όμως πως αυτές οι ματιές ήταν τόσο ερωτικές! και φυσικά τότε ερωτευόμουν πολύ εύκολα, μικρές-μεγάλες γυναίκες κι έπλαθα με τη φαντασία μου έρωτες. Άνοιξη, έφηβος, λυγερό σώμα και κορμί τι περίμενες; ήμουν ασυγκράτητος. Τα ραντεβού γινόταν μεταμεσονύχτια. Σκοτάδι και αγάπες. Φιλιά και λουλούδια κι ατέλειωτες υποσχέσεις πως θα παντρευτούμε, πως θα ζήσουμε μαζί όλη τη ζωή-εγώ ήμουν και λίγο φειδωλός στις υποσχέσεις, είχα καταλάβει από τότε πως όλα αυτά, τουλάχιστον για μένα, θα παρέμεναν όνειρα απατηλά αλλά προς το παρόν έπρεπε να τα χαρώ, να τα ζήσω και αυτό έκανα. Και μόνο με τον Αριστείδη Τζοβάρα που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος μου, ξανοιγόμουν κάπως περισσότερο και με συμβούλευε περί τα ερωτικά. Μιλούσαμε σχεδόν για όλα και μια φορά έτυχε να πάμε με την ίδια κοπέλα, μα δεν έγινε τίποτε, ούτε κακίες ούτε γιατί και πως, τίποτε δεν σταμάτησε αυτή τη ελκυστική φιλία.
Αυτοί οι εφηβικοί έρωτες μένουν χαραγμένοι γερά στη μνήμη και κάποιες φορές ψάχνω την αλληλογραφία μου εκείνο τον καιρό, ανοίγοντας τους ξεφτισμένους από την πολυκαιρία φακέλλους, τις μισοσβημένες αράδες του σ αγαπώ, κρατώ επίτηδες μερικά τέτοια γράμματα, έτσι για να παίρνω τη μυρωδιά του καιρού εκείνου. Που μύριζε Πάσχα, Άνοιξη με ζουμπούλια και κρίνα, δίπλα στις ανθισμένες τριανταφυλλιές του κόσμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...