Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 2

 


 

                            

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στην μια γωνία σε τραπέζι με κούτσουρα καθίσματα, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του, καθισμένοι, πίνουν κρασί. Στην άλλη πλευρά ο άρχοντας με τα παιδιά του, τον Τζωρτζ και τον Άλεξ και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος τρώνε και πίνουν επίσης. Ο παπάς στο μοναχικό τραπέζι. Ο ταβερνιάρης όρθιος, πηγαινοέρχεται, σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα, ντυμένη άνδρας. Επικρατεί οχλαγωγία. Οι περισσότεροι είναι χαρούμενοι ο πόλεμος έχει τελειώσει. Ή καλύτερα έχει γίνει ανακωχή, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελειώνει. Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της ταβέρνας, χύνει το κρασί κοιτάζοντας ένα γύρο όλους, με ύφος σκοτεινό.

ΕΛΜΙΝΑ: Σςςς!

Ησυχία ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

.....θα σας πω μια ιστορία (παύση)

μοιάζει με μύθο αλλά δεν είναι (παύση)

Μόνο, που δεν πρέπει να φύγει κανείς.

(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς!

Κλέιστε τις πόρτες!! (στον ταβερνιάρη επιτακτικά.]

Φυσάει αέρας, γίνεται πανδαιμόνιο, οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο, τα φώτα χαμηλώνουν και σβήνουν σ’ ένα μακρινό μπουμπουνητό.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

 

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του κοντοστέκονται. Είναι απόγευμα προς το σούρουπο. Ο Έντι είναι έφηβος, ωραίος και μελαγχολικός.

Κι ο πατέρας του είναι λυπημένος, αλλά δεν μοιάζει άνθρωπος που δέχεται εύκολα τη μοίρα του. Είναι από κείνους που θέλουν να την ορίζουν, πόσο μάλλον την οικογένεια.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έτσι τα έφερε ο καιρός, Έντι. Ο καιρός και η μοίρα. Τη μοίρα όμως, την διατάζουν οι άνθρωποι. Τον καιρό τον αλλάζουν τα γεγονότα. (παύση)

Εμείς γεννηθήκαμε φτωχοί και τούτοι πλούσιοι ([δείχνει το ανάκτορο). Τόσα έχουν να χαρούν, μα δεν τους πρέπουν.

ΕΝΤΙ: Με ποιους τα βαλες πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με ποιους τα βαλες πατέρα! (απορεί, τον ησυχάζει)

Με κανέναν, μη φοβάσαι. Αλλά να, σου έλεγα για τη μοίρα που γεννάει άλλους πλούσιους και άρχοντες κι άλλους φτωχούς και ασήμαντους. Για όλους όμως, μόνο η καρδιά και το μυαλό μετράει. Και για μένα ακόμα πιο πολύ, η αξιοπρέπεια και η ηθική.  Αυτά κάνουν τον άνθρωπο κι όχι τα πλούτη και οι τίτλοι.

ΕΝΤΙ: (απορεί) Καλά όλα αυτά... αλλά γιατί τώρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη βιάζεσαι. Έχουν τη σημασία τους γι’ αυτό που θα σου πω τώρα.

ΕΝΤΙ: Λοιπόν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μας διέταξαν να πάμε στη γειτονική χώρα.

ΕΝΤΙ: Μας διέταξαν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι παιδί μου. Οι ανώτεροι. Είπαν πως είναι ανάγκη να εργαστούμε εκεί για το καλό της πατρίδας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε.

Ο Έντι δεν μιλάει.

... Στην απόφαση όμως αυτή, υπάρχει και μια άλλη που πρέπει να δώσεις προσοχή και απάντηση: Η Ελμίνα θα μείνει εδώ.

ΕΝΤΙ: (ξαφνιάζεται) Εδώ; Πού εδώ... μόνη της;

ΠΑΤΕΡΑΣ: (χαμογελάει) Ξέρω πόσο την αγαπάς την αδελφή σου αλλα μη φοβάσαι. Είναι όμως ακόμα μικρή και η ανάγκη να συνεχίσει τα γράμματα, μεγαλύτερη. Εξ’ άλλου τη φροντίδα της θα την αναλάβουν σοβαρά χέρια.

ΕΝΤΙ: (συνοφρυώνεται) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα είναι υπό τη φροντίδα του κράτους και στην κηδεμονία του παπά... Βλέπεις, πέθανε και η μητέρα σου πέρυσι και μας άφησε μόνους.

ΕΝΤΙ: (μελαγχολικά) Πέρασε κι όλας ένας χρόνος χωρίς τη μητέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ξέρω πως την αγαπούσατε κι εσύ και η Ελμίνα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Άλλες όμως οι βουλές των ανθρώπων κι άλλες των θεών.

ΕΝΤΙ: (ασυλλόγιστα) Τώρα δεν έχουμε κανέναν.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (επιτακτικά) Μη σκέπτεσαι έτσι, η ζωή είναι μπροστά! Είμαι εγώ εδώ. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. (παύση)

Να, κοίτα, έρχεται ο παππάς έρχεται ο παπάς. Να τον ρωτήσουμε επ’ ευκαιρία αν δέχεται να κρατήσει την Ελμίνα.

Από αντίθετα έρχεται ο παπάς. Είναι περίπου 50 χρονών, αρκετά νεότερος απ’ τον πατέρα του Έντι. Τα γένια του είναι κοντά και περιποιημένα. Το ύφος του δεν προδίδει ανώφελα τον κακό του χαρακτήρα και είναι μάλλον κατ’ ανάγκη άσχημος. Δεν είναι ο καθ’ έξιν κακός προϋπάρχει η γενεσιουργός κακία.

ΠΑΠΑΣ: Καλησπέρα (δίνει το χέρι του στον πατέρα του Έντι, ο οποίος το ασπάζεται. Έπειτα χαιρετάει και τον Έντι που αρνείται με τρόπο να τον ασπαστεί. Ο πατέρας του, τον κοιτάει καχύποπτα. Ο παπάς δε δίνει σημασία)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όλα καλά, πάτερ;

ΠΑΠΑΣ: Όλα καλά. Εσείς;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλά είναι παπά καλά. Μόνο που έφθασε η ώρα να σε

αποχαιρετήσουμε.

ΠΑΠΑΣ: (με ενδιαφέρον) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν θυμάσαι που σου είχα πει για την απόφαση της πολιτείας;

Ο παπάς μοιάζει να θυμάται,  γνέφει ναι.

...Η απόφασή τους είναι οριστική. Μεθαύριο το πρωί ο Έντι κι εγώ αναχωρούμε για τη γείτονα χώρα. Η κόρη μου όμως πρέπει να μείνει εδώ κοντά σου, όπως μου υποσχέθηκες.

ΠΑΠΑΣ: Ώστε είναι οριστικό! Το αποφάσισες!

ΠΑΤΕΡΑΣ: (παγερά) Είναι διαταγή παπά. Μην το ξεχνάς.

ΠΑΠΑΣ: Ναι, βέβαια. Εγώ τι να πω. Αφού έτσι είναι οι βουλές του Κυρίου, ας γίνει.

Όσο για την Ελμίνα εγώ δεν ξεχνάω τι σου είπα. Θα την έχω σαν παιδί μου. (παύση)

Εγώ παιδιά δεν έχω βλέπεις ο Θεός δεν μας έδωσε. Σε βεβαιώνω λοιπόν για μια ακόμη φορά πως με χαρά μου θα γίνει αυτό που ζητάς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (δύσπιστα) Δεν πιστεύω να είναι πολύς ο χρόνος.

ΠΑΠΑΣ: (υστερόβουλα) Ποτέ δεν ξέρεις...

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σαν να μη τον άκουσε) Ένα-δύο χρόνια το πολύ είπανε και, ή θα την πάρουμε κοντά μας ή θα γυρίσουμε πίσω. Να σου υπενθυμίσω μόνο πως θέλω να μας ενημερώνεις συνεχώς.

ΠΑΠΑΣ: (καθησυχαστικά) Δεν χρειάζεται να το λες. Εμένα είναι χαρά μου να σ’ εξυπηρετήσω. Είθε να πάνε όλα καλά. 

συνεχίζεται

 

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ

 

 


‘ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ’

ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Ή ‘ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΕΝΤΙ ΜΠΑΡΕTΤ’

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ-ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ

 

Εκ πολλών τα πάντα και έσονται για πάντα.

Ουκ εστί το εν.

 

 

 σ’ αυτούς που είδαν τη ζωή

αλλιώτικα από εμάς...

 

 

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ 2001

 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

 

ΠΑΤΕΡΑΣ: 55 ΧΡΟΝΩΝ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ: 20 ΧΡΟΝΩΝ (ΕΝΤΙ ΜΠΑΡΕTΤ)

ΕΛΜΙΝΑ: 16 ΧΡΟΝΩΝ

ΠΑΠΑΣ: 50 ΧΡΟΝΩΝ

ΑΡΧΟΝΤΑΣ: 60 ΧΡΟΝΩΝ

ΤΖΩΡΤΖ: 27 ΧΡΟΝΩΝ

ΑΛΕΞ: 25 ΧΡΟΝΩΝ

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: 45-50 ΧΡΟΝΩΝ

ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

 

 Ερώτηση Α: Μπορείς ν’ αγοράσεις λίγο μυαλό

Ερώτηση Β: Ν’ ανέβεις μια κατηφόρα και να κατέβεις μια ανηφόρα;

Ερώτηση Γ: Βλέπεις ή κοιτάς;

Ερώτηση Δ: Υποσυνείδητο ή συνειδητό;

Σε σχέση με το χρόνο, ποιος είναι ο χρόνος;

Έχει σημασία. Η γη να είναι συχνά (Η ΖΩΗ) σκληρή κι απρόβλεπτη;

 Τι απέγινε ο Μπάρεττ;

Τα πράγματα ήταν πάντα έτσι;

Μπορούν ξαφνικά να ενωθούν ποτέ δύο παράλληλες ευθείες;

...κουνάει το κεφάλι του

έτσι που ήρθαν τα πράγματα

σα να μετανιώνει για όσα έχει κάνει.

 

 ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Η Ελμίνα κατεβαίνει στο κέντρο της σκηνής κρατώντας τις αχτίδες του φωτός.

ΕΛΜΙΝΑ: Ο ήλιος χάραξε μια καινούρια μέρα. Ξημερώνει. Γιατί άραγε ξημερώνει;
Ξημερώνει μια άλλη μέρα και οι άνθρωποι, θρηνούν εν μέσω πολέμου (παύση)

Όμως κανένας πόλεμος δεν τελειώνει!
Εγώ σπέρνω την αστραπή και το χάος! Τέτοιες θα θρηνήσετε, επειδή αυτή είναι η μοίρα και η μήτρα των ανθρώπων.

Την ομορφιά και τη δόξα των προγόνων ελεώ. Και εμένα, κανείς δεν με ελέησε.

Η ιστορία μου, γραμμένη με αίμα, θα κυλάει στους αιώνες προλέγοντας σαν άλλη Κασσάνδρα τα κακά.

Ξέρω πως πολλοί θα με μισήσουν  και πιο πολλοί θα μ’ αγαπήσουν.

Απομένει η θράκα της ιστορίας να καίει τις επόμενες γενεές.

συνεχίζεται

 

Ο ΜΕΓΆΛΟΣ ΎΠΝΟΣ

 


Ξέχασε τελείως τον απόγονο των Τρανταίων, στο νου του ήρθε η σκοτεινή φιγούρα του αρχηγού όταν του παρέδινε το φάκελο της υπόθεσης. Ο Αρχηγός ήταν ή κόντευε περίπου στα  εξήντα, «ο μεγάλος ύπνος» που τον έλεγε η Μάριον και είχε δίκιο αφού τα βλέφαρα του κάλυπταν σχεδόν τα μισά μάτια και έπρεπε να σηκώνει το κεφάλι για να σε βλέπει. Βλογιοκομμένος, ανοικονόμητος, με φαλάκρα και κεφάλι κομμένο σχεδόν κάθετα στο πίσω μέρος, μια ζωή χασμουριόταν. Μιλούσε τσεβδά κι αυτό οφειλόταν περισσότερο σε μια ουλή από μια σφαίρα στο πάνω χείλος. «Θα πας στην Κοζάνη, πρόσεξε, τα πράγματα είναι επικίνδυνα, αυτός ο άνθρωπος-δεν ξέρουμε ποιος είναι- μπορεί να θελήσει να σε σκοτώσει αν μάθει ποιος είσαι! Προσπάθησε ν ανακαλύψεις τι κρύβεται πίσω από την κλοπή ενός πρωτότυπου χειρόγραφου του Ρήγα Φεραίου.  Σου παραδίδω το κλειδί της πόλης, προσπάθησε να δράσεις, στα κρυφά, μη κάνεις φανερή την ταυτότητα σου!»
Αντ  αυτού ο Σενσιβέιλ είχε κάνει άμεσα γνωστή την ταυτότητα του και μάλιστα στον άνθρωπο εφημερίδα. Στον Αλκιβιάδη Τράντα! Έτσι, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα από τότε, η πόλη γνώριζε πως είχε καταφτάσει ο ατρόμητος μπάτσος  και όλοι συνοφρυώθηκαν. Τι ήθελε εκεί; Γιατί να έρθει στην πόλη τους ένας τόσο γνωστός διώκτης του εγκλήματος; Α, έπρεπε να φυλαχτούν, να προσέξουν όσοι ήταν περιπλεγμένοι σε δολοπλοκίες κι ακόμα όλες οι γυναίκες κοιτάχτηκαν στους καθρέφτες τους, πήραν το πιο φιλάρεσκο ύφος για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του διάσημου επισκέπτη.
«Ο κλέφτης πρέπει να είναι από το σόι των Τρανταίων ή του Βούρκα, έχε τα μάτια σου τετρακόσια!» είχε τελειώσει την ενημέρωση ο αρχηγός. Ο Σενσιβέιλ πάντα είχε τα μάτια του ανοιχτά. Έτσι και τώρα που καθόταν στο γραφειάκι στο βάθος  της βιβλιοθήκης, που του παραχώρησε η λιγδωμένη βιβλιοθηκονόμος. Μελετούσε τον Ρήγα Φεραίο αλλά ταυτόχρονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά του ερευνούσε το χώρο. Κάποιος τον παρακολουθούσε σίγουρα, το νιωθε, γιατί τον έτρωγε ο σβέρκος του πάντα πριν από τέτοιες καταστάσεις, καθώς και το αίμα κυλούσε πιο γρήγορα στο δεξί του μπράτσο. Χωρίς να δείξει το παραμικρό συνέχισε να μελετάει για τον Ρήγα, που θυμήθηκε ότι από παιδί του είχαν μείνει πολλές απορίες για τη δράση αυτού του ήρωα που θεωρούσε πως δεν ήταν προβεβλημένος όσο έπρεπε από την Ιστορία που διδασκόταν ακόμα και σήμερα στα σχολεία. Δεν είχε την ανάλογη προβολή σε σχέση με τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη κι αυτό ήταν αδικία κατά τον μπάτσο Σενσιβέιλ.


Οι λόγοι αυτής της λιγότερης προβολής του Ρήγα που το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής- όλοι οι επαναστάτες έχουν ψευδώνυμο, σκέφτηκε καθώς ξανακοίταζε τις εικόνες αυτού του ανθρώπου που είχε σκοτωθεί για κάποια ιδανικά που σήμερα μάλλον ξεπερασμένα θα θεωρούνται. Οι Έλληνες τον έκαναν εθνομάρτυρα για

 

 

να τον πλαισιώσουν με τον Χριστιανισμό αλλά μάλλον  αυτός ο επαναστάτης προς το άθρησκος έμοιαζε στον Σενσιβέιλ. Αυτό το συμπέρανε διαβάζοντας τις διάφορες μαρτυρίες και βιογραφίες του. Ο Ρήγας καταγόταν από εύπορη οικογένεια, άλλο ένα σημαντικό στοιχείο για να γίνεις επαναστάτης, πράγμα που  υπερτόνιζε σε όσους φτωχομπατίρηδες ήθελαν να κάνουν την επανάσταση τους σήμερα, ο διάσημος ήρωας μας. Οι φτωχοί δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση αλλά όταν την κάνουν θα είναι η πιο επιτυχημένη απ όλες τις επαναστάσεις που έγιναν μέχρι σήμερα, ήταν η θεμελιώδης αρχή του, παρ ότι άνθρωπος του κατεστημένου. Την  προετοιμασία για την επανάσταση την είχε κάνει ο Ρήγας Φεραίος, αυτός ο οραματιστής, που είχε αναγκαστεί σε ηλικία είκοσι χρονών να σκοτώσει κάποιον Τούρκο και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος να βγει στα βουνά. Έγινε δάσκαλος, επηρεάστηκε από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό, έβγαλε χιλιάδες προκηρύξεις για την απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών, τύπωσε την Χάρτα της Ελλάδας και εν τέλει βρήκε απαίσιο θάνατο προδομένος όπως όλοι οι ήρωες, στραγγαλισμένος μετά των ομοϊδεατών του.
Εκείνο που ξαναέκανε μεγάλη εντύπωση στον Σενσιβέιλ για μια ακόμα φορά από τον Ρήγα ήταν ο θούριος. Έψαξε και βρήκε εκείνο το κομμάτι που τον έκανε ν ανατριχιάζει: »Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή/ παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή». Δεν υπήρχαν σήμερα ανάλογοι άνθρωποι, ξανασυλλογίστηκε κοιτάζοντας πίσω από την πόρτα στο βάθος όπου η φιγούρα ενός μουλωχτού ανθρώπου τον παρατηρούσε. Αυτός έκανε πως δεν ενοχλήθηκε, πως δε συνέβαινε τίποτε και συνέχισε να πληροφορείται για τον Φεραίο. Έφτασε στο επίμαχο σημείο της Χάρτας. Τι ήταν αυτή η Χάρτα του Ρήγα; Κατ αρχάς ένα μεγάλο εκδοτικό κατόρθωμα της εποχής εκείνης.  Το μέγεθος της ήταν 2,07 χ 2,07! Αποτελείτο δε, από δώδεκα φύλλα 50 χ 70 το ένα. Ένα από αυτά τα πρωτότυπα φύλλα είχε κλαπεί από την Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη της Κοζάνης. Γι αυτό το λόγο βρισκόταν τώρα εκεί και κινδύνευε τη ζωή του ο Σενσιβέιλ.
Αφού τέλειωσε με τη μελέτη του Ρήγα, σηκώθηκε αποφασιστικά. Τα μάτια του πήραν το σκληρό ύφος, οι αισθήσεις του ήταν όλες σε επιφυλακή. Κινήθηκε στην αρχή ήρεμος προς το βάθος, έφτασε στην εσωτερική πόρτα και ξαφνικά την έσπρωξε δυνατά περνώντας και ο ίδιος στο σκοτάδι πίσω και μέσα της. Μια υπόκωφη κραυγή κι ένα πέσιμο κορμιού στο δάπεδο τον διαβεβαίωσε πως αυτός που τον παρακολουθούσε βρισκόταν πεσμένος χάμω. Έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του να συνηθίσει στο σκοτάδι κι έβγαλε ταυτόχρονα το τριανταοχτάρι από τη θήκη. Ο τύπος στο βάθος είχε γλιστρήσει- πάντα οι κακοί γλιστράνε στο τέλος του έργου για να τους συλλάβει ο άνθρωπος του νόμου.
Με δυο πηδήματα αίλουρου ο Σενσιβέιλ έφτασε πάνω του και του κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφο.
-Λέγε ποιος είσαι, τι θέλεις εδώ και γιατί με παρακολουθείς! Του σφύριξε.
Ο άλλος έσφιξε τα μάτια, Φοβήθηκε.
-Όχι, μη! Μη  με σκοτώσεις! Θα στα πω όλα!
Πιο εύκολη παραδοχή δε θυμόταν στην καριέρα του. Τράβηξε τον τύπο παράμερα.
-Λέγε! Του είπε σκληρά.
-Τη χάρτα την έκλεψε ο Τράντας, ο Αλκιβιάδης για να εκβιάσει το Δήμαρχο, επειδή δεν τον χωνεύει από μικρό παιδί. Έχουν προσωπικά από τότε.
-Αυτός σε έβαλε να με παρακολουθείς;;
-Ναι, κλαψούρισε ο άλλος.
-Το ξέρεις πως η παρακολούθηση αστυνομικού επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε ετών;
-Πέντε χρόνια; Άνοιξε τα μάτια του πελώρια.. Μη σε παρακαλώ, εγώ δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, εγώ είμαι φιλήσυχος πολίτης, ο Τράντας με έμπλεξε…
-Να μάθεις να μη μπερδεύεσαι εκεί που δε σε σπέρνουν, του είπε ο Σενσιβέιλ περνώντας του χειροπέδες. Πάμε τώρα να συλλάβουμε και τον Τράντα.
Προχώρησαν προς το αρχοντικό των Τρανταίων, μπήκαν στην είσοδο. Κατέβηκε μια υπηρέτρια.
-Φώναξε μου τον Αλκιβιάδη! Πρόσταξε ο Σενσιβέιλ.
-Δε χρειάζεται μπάτσε! Εδώ είμαι, ακούστηκε από το πατάρι η φωνή του Αλκιβιάδη. Σε περίμενα. Πέταξε το όπλο και γύρνα με τα χέρια ψηλά! Μην κάμεις την παραμικρή κίνηση, σε σημαδεύω με την καραμπίνα και σε πληροφορώ πως στο στρατό πήρα άριστα στη σκοποβολή. Δ θα λυπηθώ πολύ να σου καρφώσω μια σφαίρα στην άμυαλη καρδιά σου.
Ο μπάτσος Σενσιβέιλ, μούδιασε. Πέταξε το όπλο και γύρισε αργά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να περιμένει να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να δράσει. Ήξερε καλά πως αυτού του τύπου οι παράνομοι είναι πολύ εύκολο να πατήσουν τη σκανδάλη κι αυτός δεν είχε καμιά διάθεση να συναντήσει τον άγιο Πέτρο.
-Τι το θέλεις το απόκομμα από τη χάρτα; Τι θα σε ωφελήσει; Ρώτησε για να κερδίσει καιρό.[ πάντα οι μπάτσοι σε τέτοιες περιπτώσεις ψάχνουν δευτερόλεπτα]
- Χαχα! Έκανε σαρδόνια, ο Τράντας. Θα τον πουλήσω στους Σκοπιανούς. Έπρεπε να ξέρεις πως από καιρό αυτοί προσπαθούν να κλέψουν τον ήρωα Ρήγα Φεραίο και να τον κάνουν δικό τους, συνέχισε  και πλησίασε κοντά του στα τρία μέτρα
-Ξέρεις πως αυτό είναι Εθνική προδοσία;
-Τι μας λες! ποιος θα το αποδείξει; Εσύ δεν πρόκειται να ζήσεις, όπως και ο βλάκας που έβαλα να σε παρακολουθεί και σε ευχαριστώ που τον συνέλαβες. Η χάρτα σε λίγα λεπτά θα ταξιδεύει για τα Σκόπια, όταν εσείς οι δυο δε θα ζείτε. Λυπάμαι Σενσιβέιλ φέρθηκες πολύ ανόητα.
Το μυαλό του Σενσιβέιλ δούλευε πυρετωδώς, έπρεπε να δράσει. Είδε πως πάνω από το πατάρι ένας λύκος στεκόταν και τους έβλεπε.
-Δικός είναι ο λύκος; τον ρώτησε
Και καθώς εκείνος γύρισε για να δει ο ατρόμητος μπάτσος με ένα πήδημα όρμησε πάνω του. Του έπιασε το χέρι από τον καρπό, το σφιξε, έτσι που να παραλύσει. Η καραμπίνα ξέφυγε από τα χέρια του παράνομου. Ύστερα του χωσε δυο μπουνιές μια στα μούτρα και μια στο στομάχι. Τα υπόλοιπα έγιναν με διαδικαστικές  κινήσεις. Ο μπάτσος Σενσιβέιλ είχε φέρει μια ακόμα δύσκολη αποστολή εις πέρας, παίζοντας τη ζωή του κορώνα γράμματα για να υπερασπίζεται την πατρίδα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

 

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΑΤΈΓΚΤΩΣ

  


Παρακάμπτω ατέγκτως τη δισφορία.
Γνωρίζω πως οι περισσότεροι θα πουν έχω άδικο.
Γιατί άραγε;
Από τους φιλοσόφους, ας το πούμε έτσι μου αρέσει ο Νίτσε, όχι γιατί ήταν άρρωστος ή ο Καριωτάκης από τους ποιητές, μόνο και μόνο για την απίστευτη ειρωνεία τους είδους μας! Και, ίσως, αυτός ο παγκόσμιος Τένεσι Ουίλιαμς.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει μια άλλη αλήθεια μου. Αυτόν τον Σέξπηρ, πως να σου πω, μου ρχεται μια λέξη βραχύβιος.

 

 

Αυτή η ευθυνοφοβία που αποκτήσαμε σαν λαός είναι η καταστροφή μας. Μας καπέλωσαν παγκοσμίως οι Σώκρατες λες και εμείς είμαστε τα σώβρακα τους, το απαύγαυσμα δηλαδή μιας πεπερασμένης φιλοσοφίας. Πιθανώς ο Αριστοτέλης που στήριξε όλον τον Δυτικό πολιτισμό, εγώ δε ντρέπομαι να το λέω, πίσω από την μεγαλοφυέστατη πολιτική των Ελλήνων στηρίχτηκε όλο το δόγμα του σύγχρονου πολιτισμού, και η χείριστη , τάχα, μονοθειστική ταυτότητα των πραγμάτων. Αντιτάσσομαι των πραγμάτων.

Μέσα σε όλο αυτό αποκτήσαμε σαν έθνος τη μικρότητα. Το κατάλαβα αυτό όχι όταν γνώρισα τον Καρούζο ή τον Ρίτσο αλλά όταν είπα πως ο Καζαντζάκης δεν ήταν ποτέ άθεος! Φεύ! επαναστατήσανε οι θρήσκοι. Ελέω μιας πραγματικότητας. Την ανάγκη πραγματικότητα δε θέλω να την κάνω. Υπάρχουν άνθρωποι που μου λένε να μην κρίνω τον Καζαντζάκη! γιατί θεωρούν πως εγώ είμαι ο μικρός να μιλάω για τα λάθη του παππού μου! Γι αυτό σας λέω μερικές φορές πως είστε ανόητοι.

 

Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν πως είναι βασιλικότεροι του Βασιλέως για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που δε μου αρέσει. Ας πούμε πως ο Όργουελ είχε δίκιο και με τη φάρμα και με το 1984. Μιλώντας εν τω μεταξύ, ξέχασα τον Δον Κιχώτη. Μαεστρία του είδους! σιγά τον γραφιά εγώ. Νομίζω πως ο Θερβάντες πρέπει να είχε πάρει ένα άγνωστο φάρμακο.

 

Εγώ, ξέρεις τι γουστάρω; Οιωνεί να έχεις επιχειρήματα να με αντιμετωπίσεις. Αυτή είναι δημοκρατία, να μου πεις με επιχειρήματα το αντίθετο. Έχεις τα κότσια ρε μαλάκα να σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλον; ο κόσμος δεν είναι ότι νομίζεις εσύ. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ξέρω ότι φοβάσαι μη χάσεις τα κεκτημένα. Μη χάσεις το στρέμμα γης που σου παραχώρησε η πατρίδα, μη χάσεις τον τάφο σου. Μπορεί να σου φαίνεται αχρείο αλλά δεν είναι. Αισχίνη ουκ αισχίνει, είπε ο Δημοσθένες αλλά δε σημαίνει πως είχε πάντα δίκιο. Εμείς μπορούμε να είμαστε καλύτεροι εκείνων.

Ξέρεις, η γνώμη που έχουν οι άλλοι για μας είναι λίγο παράξενη. Διαφέρει από αυτή που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας. 

 
Ότι αγαπάμε είναι και δύσκολο. Αν πω ότι δε μου άρεσε το γράψιμο της Μάργκαρετ Μίτσελ θα ήμουν ψεύτης. Ξέρεις όμως ο Στάινμπεκ και να μην αδικήσω τον Όμηρο-αν κι αυτός ανήκει στη μυθολογία- τον Όσκαρ Ουάλλντ κι ακόμα τον Φράνσις Μπέικον.
Κοίταξε, ότι αγαπάμε είναι και δύσκολο.
Κοίταξε, ο Αγγελόπουλος δεν ήταν μαλάκας, πέθανε σε μια διαδρομή του χρόνου που εγω βλαστήμησα να βλέπω τ ατελειωτα πλάνα, μη νομίζεις πως εγω ήρθα από το πουθενά!
Υπάρχουν όντως άνθρωποι σπουδαίοι. Νομίζω, όμως, πως πίσω από αυτό είναι η αρχική έννοια ν αποδείξουμε την επιβολή του είδους.Ποτέ δε μου άρεσε ο Οιδίποδας σαν ήρωας, ούτε η Μήδεια, δεν ξέρω τι βρίσκουν οι φίλοι μου επαρκές σ αυτή την τραγωδία. Κατά βάση συμπαθώ τον Σίσυφο, ίσως εδώ ο αρχαίος Ελληνικός μύθος έκλασε την απολυτότητα. Οι Γάλλοι είναι μυστήριος λαός, ηττοπαθής και μαλάκας Ιστορικά, μπορεί να βγάλουν από Ναπολέοντα μέχρις Ασάρ.
 

 

Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΏΝ

 

 


 ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ

λίγο πιο πέρα. Εκεί κάθεται ο παππούς του. Ο παππούς Σένσι. Γύρω στα ογδόντα, καλοζωισμένος, κοντοστούπης με αετίσιο μάτι, στραβό χαμόγελο, φρύδια συνεχώς κατεβασμένα. Σπάνια χαμογελάει και ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ο Σενσιβέιλ αγαπάει παθολογικά τον παππού Σένσι, δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Ούτε μάνα, ούτε πατέρα. Όταν ρωτάει τον παππού για την καταγωγή του, εκείνος σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Όταν πεθάνω θα σου πω, του λέει. Δηλαδή ποτέ, αφού αυτοί οι ήρωες είναι αθάνατοι.
Ο Σενσιβέιλ φτάνει κοντά στον παππού που σηκώνει το βλέμμα και τον κοιτάζει απορημένα.
-Πάλι χάζευες στη λίμνη; Του χαμογελάει.
-Δε χάζευα παππού, σκεφτόμουν.
-Τι σκεφτόσουν; Τη Μάριον; Αυτή δεν πρόκειται να σου τη δώσει ποτέ η Αντριάνα.
-Γιατί παππού; Αυτό είναι άδικο. Όχι, δε σκεφτόμουν μόνο αυτό, επανέρχεται στο θέμα. Ο αρχηγός μου ανάθεσε καινούρια αποστολή.
Η φωνή του ακούγεται ευχάριστα. Είναι ζεστή, ανθρώπου που νοιάζεται για τους άλλους.
-Α, ενδιαφέρον;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη..
-Την Κοζάνη;
-Ναι, είναι εκεί ένας τοπικός άρχοντας από τους παλιούς Βλάχους, που καταπιέζει τους μικροκτηματίες. Έχω όλον τον φάκελο με τις ενημερώσεις στο γραφείο. Ήρθα να σε χαιρετήσω, μπορεί να λείψω πολλές μέρες, ίσως βδομάδες, η υπόθεση φαίνεται αρκετά σκοτεινή..
-Ότι και να είναι, είμαι σίγουρος πως θα την φέρεις εις πέρας. Να πας στο καλό Σενσιβέιλ.  Χαιρετιούνται σφίγγοντας  τα στιβαρά τους χέρια.
4

Ο Σενσιβέιλ περπάτησε μέχρι το σπίτι της αγαπημένης του Μάριον.  Έπρεπε να την χαιρετήσει και  να φύγει, ο χρόνος είχε αρχίσει να τον πιέζει. Έφτασε την ώρα που έλλειπε η κακιά πεθερά του, η ανελέητη Αντριάνα που ήθελε να του ρημάξει τη ζωή.
-Έλα Μάριον, πάμε να φύγουμε προτού έρθει η μάνα σου και  μας αρχίσει με το σκουπόξυλο! Της φώναξε από την εξώπορτα.
Άλλο που δεν ήθελε η χοντρούλα Μάριον, να είναι παρέα μαζί του! Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα γι αυτόν, ακόμα και να πεθάνει, τόση ήταν η αγάπη της.
-Που πάμε Σένσι;
-Πρέπει να φύγω για την Κοζάνη, άργησα κι ο αρχηγός θα φωνάζει. Έλα μαζί μου μέχρι το σπίτι, έπειτα παίρνω τα πράγματα μου και σε αφήνω ξανά εδώ.
-Πάμε!, είπε και η Μάριον.
Περπάτησαν χαρούμενοι στο δρόμο, το σπίτι του ήταν κοντά. Στα κεντρικά φανάρια έκαναν την απαιτούμενη καλή πράξη για να τους πάνε καλά τα πράγματα. Ένας οδηγός πολυτελέστατης μερσεντές αρνιόταν να αφήσει έναν φτωχάνθρωπο να του καθαρίσει τα τζάμια. Ο Σενσιβέιλ επέβαλλε την πράξη, βοηθώντας και ο ίδιος στον καθαρισμό και επιδεικνύοντας την ταυτότητα του μπάτσου, ενώ η Μάριον τον παρακολουθούσε εκστασιασμένη. Πάντα της άρεσαν αυτά που έκανε ο αιώνιος αρραβωνιαστικός της. Ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων τους ευχαρίστησε δακρυσμένος.
Οι δυο τους έφτασαν γοργά στο σπίτι, ο Σενσιβέιλ ετοίμασε τη βαλίτσα του, αποχαιρέτησε τα ντουβάρια, μπήκαν στο ετοιμοπόλεμο Σμάρτ. Γελώντας χαρούμενοι κίνησαν ξανά για το σπίτι της Μάριον.

5

Φτάνοντας κατέβηκε να αποχαιρετιστούν και την ώρα που φιλιόντουσαν κατέφτασε η Αντριάνα με το σκουπόξυλο και τον Πάρε-φύγε, τον αδέσποτο σκύλο της που κι αυτός με τη σειρά του δε χώνευε τον Σενσιβέιλ. Όλο του γαύγιζε, του ορμούσε πάνω, παρ όλα όσα κόκαλα κι αν του είχε προσφέρει ο δυστυχισμένος μπάτσος. Έτσι και τώρα, έγινε το μάλε-βράσε, τον έφεραν  πέντε στροφές γύρω από το Σμάρτ, μέχρι να προλάβει ν ανοίξει την πόρτα, να χωθεί μέσα ιδρωμένος και να πάρει το δρόμο της μοναξιάς, γυρίζοντας μόνο μια φορά το κεφάλι του να κοιτάξει την Μάριον που μαλλιοτραβιόταν με τη μάνα της και τον αβάσταχτο σκύλο που τον έλεγαν Πάρε-φύγε.

 

Η Κοζάνη είναι μια όμορφη πόλη, αραγμένη στους πρόποδες του Βέρμιου και της οροσειράς των Πιερίων, όπου το χειμώνα ρίχνει πολύ χιόνι, το κρύο είναι αβάσταχτο και οι άνθρωποι δύσκολα ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους τέτοιες μέρες. Είναι μια παλιά πόλη με ιστορία- υπάρχει και η νεκρόπολη από την εποχή του σιδήρου- αυτήν θα την επισκεπτόταν ο Σενσιβέιλ άμα τελείωνε την αποστολή του, οπωσδήποτε, επειδή του άρεσε η Ιστορία. Το πρώτο της όνομα ήταν Κόσδιανη, μετά έγινε Κόζιανη, μέχρι να πάρει τη σημερινή της ονομασία. Είχε χτιστεί από Ηπειρώτες άποικους και σύμφωνα με ένα σουλτανικό φιρμάνι το 1528 αριθμούσε 91 σπίτια 23 εργένηδες, 15 χήρες! Κοίτα τι μετρούσαν οι Αχμέτηδες, σκέφτηκε  πίνοντας το αγαπημένο του αναψυκτικό,- δεν έπινε ποτέ αλκοόλ κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος που δεν τον χώνευε η Αντριάνα αφού αυτή κατέβαζε το καταπέτασμα. Μετρούσαν τους εργένηδες  και τις χήρες! Για τα ορφανά ούτε κουβέντα.
Διαβάζοντας κάποια ενημερωτικά  φυλλάδια στην αρχή, έμαθε αρκετά αλλά δεν του αρκούσαν. Ύστερα, αργά το απόγευμα αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή της Αθήνας. Εκεί γνώρισε τον ευγενέστατο ευπατρίδη, γόνο παλιάς αρχοντικής οικογένειας με το όνομα Τράντας.
-Ο μεγαλύτερος ήρωας της Κοζάνης είναι  ο Χαρίσιος Τράντας, μην ακούτε τι θα σας πούνε αγαπητέ Σενσιβέιλ. Εγώ θα σας ενημερώσω για την ιστορία της πόλης, όλοι οι άλλοι θα θελήσουν να σας εξαπατήσουν
«Γιατί θα το κάνουν αυτό;» πήγε να ρωτήσει αλλά ο Αλκιβιάδης Τράντας ήταν χείμαρρος. Δεν τον άφησε να πει λέξη. Του μίλησε για τις επιφανείς οικογένειες Λασσάνη και Βούρκα, για τις πλατείες που ήταν αφιερωμένες στο όνομα τους, ώσπου έφτασε και στην Κοβεντάρειο βιβλιοθήκη, αυτή που βρισκόταν τώρα οι δυο τους και κουβέντιαζαν.
-Υπάρχουν εδώ 38 χειρόγραφα και 315 κώδικες! Τον πληροφόρησε. Άπειροι τόμοι βιβλίων που όρεξη να έχει κάποιος να διαβάζει. Υπάρχουν ακόμα και 17 σωζόμενα πρωτότυπα της χάρτας του Ρήγα Φεραίου..
-17;..τον έκοψε κοιτάζοντας τον με υποψία ο μπάτσος Σένσιβέιλ.
-Ε, ναι, χμ… το ξέρεις ε; έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. Δεν είναι πια 17, κάποιος  αχρείος έκλεψε το πιο αξιόλογο από αυτά. Αλλά για συγνώμη, εσείς που το ξέρετε;  Έκανε σαστισμένος ο απόγονος των Τρανταίων.
Ο Σένσιβέιλ χωρίς χρονοτριβή του έδειξε το δοξασμένο σήμα των ομοσπονδιακών. Ύστερα έκλεισε το δεξί μάτι κι άρχισε να σκέφτεται τον κλέφτη της χάρτας του Ρήγα Φεραίου.

7 συνεχίζεται

ποίμα για μια αγάπη χαμένη: ΠΊΝΩ ΚΌΚΑ-ΚΌΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ 2

   Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...