Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΚΑΙ ΦΎΓΑΝΕ

 



 

Κατηφόριζα εκείνο το απόγευμα του Νοέμβρη την λεωφόρο Ηλιουπόλεως για το καφενείο του Σωτήρη. Φορούσα ένα ωραίο κουστούμι- πάντα έτσι πήγαινα στα καφενεία, κυριλέ - ήθελα να ξεχωρίζω απο το πλήθος, να λένε, να, αυτός με το κουστούμι είναι κύριος. Τώρα μάλιστα που πλησίαζα τα εξήντα, παρ΄ότι μερικές φορές βαριόμουν, ποτέ δεν παραμελούσα το ντύσιμο μου. Απο παιδί μου άρεσε να ξεχωρίζω αλλά ήταν βλέπεις και η γυναίκα μου η Ανθούλα που με είχε κακομάθει, τριάντα χρόνια τώρα παντρεμένοι.
-Πως θα βγείς στον κόσμο; μου λεγε και τίναζε καμιά τρίχα απο το σακκάκι μου. Μικρός είσαι τώρα; Α, ρε κακομοίρη μου! Ευτυχώς που έχεις εμένα, αλλιώς θα έζεχνες στη βρωμιά.
Ήταν πράγματι σπουδαία νοικοκυρά η γυναίκα μου. Να με έκαιγε ο θεός αν έλεγα κακό λόγο ή έκανα παράπονα. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δουλευταράς ήμουν, τα κατάφερνα και δε μας έλειπε τίποτε. Βέβαια, υπάλληλος σε σούπερ Μάρκετ είμαι, χρόνια τώρα αλλά έκανα και άλλες δουλειές, ότι εύρισκα για να συμπληρώνω τα κενά μας. Παλαιότερα, μέχρι να παντρέψουμε τα δυο κορίτσια μας, είχαμε κάποιες δυσκολίες. Πάνε όμως τώρα όλα αυτά κι ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του.
Λίγο προτού φτάσω, συνάντησα τον Ιγνάτιο τον φίλο μου τον νεκροθάφτη. Στρουμπουλός, ατσούμπαλος, κοντός, φαλακρούλης. Μια ζωή, απο παιδί, έτσι τον θυμόμουν.
-Με την καράφλα γεννήθηκες; τον ρώτησα καθώς πλησίαζα.
Κατάλαβε πως είχα διάθεση γι αστεία κι έκανε πως δεν άκουσε.
-Τι γίνεται Μεθυστοκλή;
-Αγαμέμνονα με λένε του υπενθύμισα. Πως πάει η δουλειά;
-Ποια δουλειά; έκανε αγανακτισμένος. Δεν έχει δουλειά.
-Δεν πεθαίνει ο κόσμος; απόρεσα εγώ ενώ είχαμε φτάσει στο καφενείο και καθίζαμε στο τραπεζάκι μας.
-Δυστυχώς δεν πεθαίνει. Δεν ξέρω πια τι να κάνω.
-Ν αλλάξεις δουλειά.
-Τώρα στα εξήντα; κι έπειτα δε βαριέσαι, ένας θάνατος τη βδομάδα, κάτι θα γίνει, δεν μπορεί, ο θεός φροντίζει για όλους ολοκλήρωσε κι εγώ τον έκοβα με αλλήθωρο μάτι. Ρε τον νεκροθάφτη! σκέφτηκα αλλά δεν του απάντησα. Ήρθε ο καφετζής, παραγγείλαμε τα γνωστά. Εγώ μπύρα μικρή, αμστελ, χωρίς ποτήρι ο Ιγνάτιος ούζο. Ούζο σκέτο.
-Κανονικά, αποφάνθηκε, πρέπει να σου κάνει άγαλμα η Άμστελ και ρούφηξε την πρώτη γουλιά.
-Και σένα ο Πιλαβάς; τον αντιπείραξα. Τα κάναμε συνέχεια αυτά
-Δε μου λες, είπε πιο σοβαρά. Έχεις σκεφτεί πόσες μπύρες έχεις πιει τόσα χρόνια;
-Οοού! έγνεψα.
-Πίνεις δέκα μπουκάλια την ημέρα;
-Παραπάνω..
-Ας πούμε δεκαπέντε;
-Χμ, πες δεκαπέντε.
-..επί τριάντα μέρες που έχει ο μήνας, μας κάνουν τρεις δεκαπέντε σαράντα πέντε, τετρακόσιες πενήντα μπύρες τον μήνα. Πόσους μήνες έχει ο χρόνος;
-Δώδεκα.
-Δώδεκα ε; Τετρακόσια πενήντα, πες πεντακόσια για στρογγυλοποίηση δηλαδή, επι δώδεκα μας κάνουν έξι χιλιάδες μπύρες το χρόνο. Πώ,πώ!
-Επι σαράντα χρόνια στρογγυλοποιημένα γέλασα εγω, πόσο μας κάνουν;
-Σαράντα επι έξι χιλιάδες; Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπύρες. Φαντάζεσαι να είχες κρατήσει τα μπουκάλια; Θα έχτιζες ένα σπίτι μ αυτά.
Είχα όντως χτίσει ένα σπίτι στην άκρη του Υμηττού, με χίλια ζόρια τόσα χρόνια. Είχα και κήπο μισό στρέμμα που τον περιποιόμουν Χειμώνα -Καλοκαίρια. Φύτευα ζαρζαβατικά, μελιτζάνες σκόρδα, πατάτες, καυτερές πιπεριές που μου άρεσαν πολύ. Στην άκρη του κήπου είχα φτιάξει μια παράγκα. Εξωτερικά με αμίαντο και μέσα, έχτισα αριστοτεχνικά όλα τα μπουκάλια έπο τις μπύρες που είχα πιει. Κανείς δεν ήξερε τι έκανα εκεί μέσα. Ούτε η γυναίκα μου η Ανθούλα, ούτε τα παιδιά μας. Τους απαγόρευα να μπουν.
Μόλις τελείωσε τους λογαριασμούς ο Ιγνάτιος κι εγώ έπινα την έκτη μπύρα μου και το ανάλογο ούζο αυτός, αφού συλλογίστηκα αρκετά, γύρισα και του το είπα.
-Έχω πράγματι κρατήσει όλα τα κενά μπουκάλια που είπες.
-Μιλάς σοβαρά; γούρλωσε τα μάτια του.
-Σοβαρά μιλάω.
-Δεν σε πιστεύω... τσέβδισε. Πάμε να τα δούμε; που τα έχεις;
-Μέσα στην παράγκα.
-Αυτή που έχεις στην άκρη του κήπου;
-Αυτή.
-Θα πάμε;
-Να μην πιούμε κανα δυό ακόμα;
-Ε, να πιούμε, συναίνεσε.
Παραγγείλαμε και πίναμε. Κάθε βράδυ το
 ίδιο βιολί.
Όταν κατηφόριζα για το καφενείο δεν κουραζόμουν. Ούτε βιαζόμουν να φτάσω, γιατι ήξερα πως με περιμένουν οι μπύρες. Στον γυρισμό, επειδή δεν οδηγούσα και δεν είχα πάρει δίπλωμα ποτέ, κουραζόμουν στις ανηφόρες. Αν δεν τύχαινε να με πάει κανένας γνωστός, έκαμνα μισή ώρα για να φτάσω- πεντακόσια μέτρα δρόμος.
Απόψε είχα τον Ιγνάτιο.
-Έχεις τη μερσεντές απ έξω τον ρώτησα στη δωδέκατη μπύρα.
-Όχι.. απάντησε με δυσκολία. Τη νεκροφόρα έχω.
-Ε, θα πάμε μ αυτή. Να σου δείξω τα μπουκάλια με τις μπύρες. Έχω και ούζο εκεί να πιούμε και καμιά σειρά.
-Καλά λες, αλλά για τα μπουκάλια δε σε πιστεύω.
-Πάμε και θα δεις.
Κουτσά-στραβά, κάποια στιγμή φύγαμε. Μπήκαμε στη νεκροφόρα. Μεθυσμένος καθώς ήμουν, δεν πρόσεξα το φέρετρο που κουβαλούσε πίσω.
Φτάσαμε στο σπίτι μου. Ο Ιγνάτιος ερχόταν εκεί
 για πρώτη φορά- η παρέα μας μέχρι τότε, ήταν μονάχα για το καφενείο. Η ώρα θα είχε πάει μια και μια παράξενη ησυχία βασίλευε παντού. Μπήκαμε στην αυλή, προχωρήσαμε προς το βάθος, προς την παράγκα.
Η γυναίκα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Τι να έκανε η γυναίκα; Να περίμενε εμένα να γυρνάω μεθυσμένος κάθε βράδυ, πότε στις μία, πότε στις πέντε;
Μπήκαμε στην παράγκα και ο Ιγνάτιος έμεινε άγαλμα.
-Τι κάνεις εδω μέσα ρε μεγάλε; Κι άρχισε να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους που είχα χτίσει αριστοτεχνικά, σαράντα χρόνια με τα καφάσια και τα μπουκάλια από την Άμστελ.
Η παράγκα ήταν μεγάλη. Τουλάχιστον εξήντα μέτρα μήκος επί τριάντα πλάτος. Σχεδόν διακόσια τετραγωνικά-ούτε οι μεγαλύτερες κάβες δεν είχαν τέτοια αποθήκη. Ενδιάμεσα απο τα καφάσια, που και που, έχτιζα ισορροπημένα τα άδεια μπουκάλια της Άμστελ-μόνον Άμστελ, κοκκίνιζε ο τόπος. Εγώ άραξα στο γραφείο που διατηρούσα σε μια γωνιά. Δε μου έκανε πια καμιά εντύπωση ο χώρος, τον είχα συνηθίσει.
-Τι θα τα κάνεις όλα αυτά; ήρθε κοντά μου ο Ιγνάτιος. Διακόσιες σαράντα χιλιάδες μπουκάλια;
-Θα πιεις ένα ούζο; γέλασα.
-Θα πιώ.
Του βαλα ούζο, άνοιξα μια
 μικρή παγωμένη από το ψυγείο
-Στην αρχή, του είπα, πριν από τόσα χρόνια, πήγαινα τα κενά στο σούπερ μάρκετ. Αμέσως όμως αντιλήφτηκα πως δεν άξιζε τον κόπο-μια δεκάρα επιστροφή δίνουνε, ούτε το περπάτημα να πηγαίνω πίσω. Έτσι σκαρφίστηκα την ιδέα να τα αποθηκεύω εδώ. Τουλάχιστον να ξέρω πόσο πίνω!
-Μπράβο ρε μεγάλε! Δεν το περίμενα αυτό! Έχεις μυαλό τελικά. Θα τους τα πάρεις τώρα τα φράγκα.
-Πως θα τους τα πάρω; μουρμούρισα.
-Τι λες ρε; φώναξε. Ξέρεις τι λες; Να φωνάξεις εδώ τα κανάλια, να δούνε τον μεγαλύτερο μπεκρή όλων των αιώνων. Να δεις τι έχει να γίνει!
-Λες;
-Εμ, βέβαια λέω!
 Αν δεν το κάνεις εσύ, θα τους φωνάξω εγώ. Και μετά να φωνάξεις την Άμστελ να τα πουλήσεις! Ένα κάρο λεφτά..
-Μη λες ανοησίες!
 
-Δε λέω ανοησίες, είπε κι έπεσε σε μια ντάνα άδεια μπουκάλια.
Σωριάστηκε ανάμεσα τους κι ο θόρυβος από το πέσιμο ήταν εκκωφαντικός. Με χίλια ζόρια κατάφερα να τον ανασύρω, αφού έπεσα κι εγώ δυο-τρεις φορές.
-Σιγά! του φώναζα. Θα ξυπνήσουμε τη γειτονιά.
-Σιγά τη γειτονιά.. χικ.. ποιος μας ακούει δυο η ώρα τη νύχτα. Αυτοί έχουνε άγρια μεσάνυχτα.. χικ..
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήχησαν οι σειρήνες του περιπολικού. Ήταν η Αστυνομία που έψαχνε τον Ιγνάτιο.
-Εμένα ψάχνουν; με ρώτησε.
-Που να ξέρω; ψέλλισα. Πάμε να δούμε.
Σέρνοντας τα βήματα μας φτάσαμε στην εξώπορτα, όπου μας περίμενε το περιπολικό
-Τι ζητάτε; Ρώτησα
-Ποιανού είναι η νεκροφόρα; αναρώτησε ο αξιωματικός.
-Δική μου... γιατί σε νοιάζει;.. χίκ, έκανε ο Ιγνάτιος.
-Μας πήρανε τηλέφωνο. Περιμένουν τον νεκρό για να τον κλάψουνε
-Ποιο νεκρό; ρώτησα αλλοπαρμένος.
-Δεν έχεις νεκρό στο φέρετρο; απευθύνθηκε στον Ιγνάτιο
-Έεεεχω.. και τι σε νοιάζει κυρ Αστυνόμε... δικό σου είναι; χικ!
-Έχεις νεκρό στη νεκροφόρα; σάλεψα, ξεμέθυσα.
-Και γιατί δεν τον πήγες σπίτι του; στην εκκλησία; μπερδεύτηκα.
-Αφού πίναμε τις μπύρες και τα ούζα...
-Άστα αυτά! διέταξε ο μπάτσος. Έλα, σύνελθε να πάμε τον νεκρό στο σπίτι του.
-Καλά, να τον πάμε, κλαψούρισε.
-Θα πάμε συνοδεία, θ αφήσεις το φέρετρο με τον νεκρό στους δικούς του κι ύστερα κάνε ότι θέλεις. Κατάλαβες;
-Κατάλαβα, ψέλλισε ο Ιγνάτιος.

Και φύγανε. Με άφησαν μόνο μου να τριγυρίζω σαν φάντασμα στον κήπο μου μέχρι το πρωί, με ένα μπουκάλι Άμστελ στο χέρι.

ΤΕΛΟΣ

 

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΊΟΣ ΦΊΛΟΣ

 


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΙΛΟΣ

 Το είχα πάρει απόφαση πως η ζωή μου πολύ δύσκολα θα μπορούσε ν αλλάξει. Και πως να γινόταν αυτό, δηλαδή, αφού  τόσα χρόνια τώρα έκανα μόνο δουλειές του ποδαριού. Τον περισσότερο καιρό, δούλευα γκαρσόνι, όπου εύρισκα. Στην αρχή πήγαινα σε ρέστωραντ πολυτελείας.  Να σερβίρω τους λεφτάδες, που με θεωρούσαν υπηρέτη τους  και τέτοιος ήμουν, αυτό δεν είναι ψέμματα. Όσοι έχουν δουλέψει γκαρσόνια και δεν νιώθουν απελπισία που είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε πιάτα, σερβίτσια, μακαρονάδες, πετσέτες στους πελάτες, το αικιού τους θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό. Το μυαλό τους δεν κόβει. Εμενα όμως το μυαλό  μου έκοβε. Δεν ήμουν βλάκας. Τριάντα πέντε χρόνια στο πεζοδρόμιο. Το μεγάλο σχολείο. Τα είχα σπουδάσει,  αυτά, όλοι με έλεγαν τσακάλι κκαι το νιωθα, δεν ήμουν βλάκας.  Άτυχος ήμουν και γι΄αυτό σκεφτόμουν τελευταία,  να βρω κάποιο κόλπο, κάτι να κάνω για να μην ξαναδουλέψω γκαρσόνι. Να μην είμαι υπηρέτης του κάθε χαζοχαρούμενου νεόπλουτου. Ενας τρόπος ήταν να κερδίσω κάποτε στο λότο. Κι έπαιζα μετα μανίας μέχρι την τελευταία μου δεκάρα. Πήγαινα στα μεγαλύτερα προποτζίδικα, διάβαζα συστήματα, μιλούσα με άλλους που είχαν κερδίσει, παρακολουθούσα στατιστικές  αλλά τίποτα.. Βέβαια, έξυπνος ήμουν, καταλάβαινα πως ονειροβατούσα, ζεις όμως και με τα όνειρα. Όλα τα βράδια που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν για να ξεχνιέμαι και να περνάει η ώρα, τι θα έκανα τα λεφτά που θα κέρδιζα. Μελετούσα και την παραμικρή λεπτομέρεια,  έλεγα σ΄αυτούς που με είχαν αδικήσει πως δεν θα έδινα τίποτε, θα ξεχρέωνα κάτι λίγα χρέη, θα πήγαινα και στην  Ελένη κορδωμένος να της δείξω τα λεφτα μου- η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα που με ανέχεται, με τόση φτώχεια ποια γυναίκα σε θέλει; θα υπερεφανευόμουν πως παρ ότι είχα τελειώσει μόνο το Λύκειο, ήμουν πιο έξυπνος από τόσα κορόιδα που περίμεναν με το μεροκάματο να γίνουν πλούσιοι. Αυτή ήταν η μια μανία μου. Η άλλη ήταν το ινερνετ. Είχε ο κύριος Νίκος πολλούς υπολογιστές και μου είχε χαρίσει έναν πριν χρόνια.Έναν υπολογιστή που δεν τον ήθελε και μου τον χάρισε. Έτσι κάνουν αυτοί οι πλούσιοι, χαρίζουν ότι δεν χρειάζονται και σε υποχρεώνουν. Έτσι κι εγω όλο τον ελεύθερο χρόνο μου εκει μέσα τον περνούσα. Γράφτηκα στο φεις μπουκ κι έκανα επιλεκτικά μόνο εκατον πενήντα φίλους. Ούτε έναν παραπάνω. Δεν ήθελα άλλους. Κι αυτούς είναι σαν να μην τους έχεις! Σούφρωνε τα χείλια της, η Ελένη. Φίλοι είναι αυτοί που δεν συναντιόσαστε ποτέ; Εγώ ξέρω οι φίλοι  βγαίνουν παρέα, συναντιούνται, μιλάνε, βοηθάνε ο ενας τον άλλον στα προβλήματα, εσένα τι φίλοι είναι αυτοί;  ξέρει κανένας απο δαύτους πως δεν έχεις να φας; Αυτά μου τα λεγε συνέχεια, εμένα όμως ήταν πεποίθηση πως αυτοί οι φίλοι κάποια μέρα θα με έσωζαν. Δεν ξέρω πως μου έβγαινε αυτό αλλά  ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα με βοηθούσαν.. . Μιλούσα μαζί τους πολλές ώρες,  τους έκανα λαικ,  μου έκαναν. Πειράζουμε ο ένας τον άλλον, οι περισσότερες γυναίκες με γουστάρουν γιατι είχα  βάλει μια πολύ ωραία φωτογραφία στο προφίλ μου και όχι μόνο. Αυτά δεν τα έβλεπε η Ελένη που περιττό να πω ότι δεν είχε ιδέα απο υπολογιστη. Τι υπολογιστή να ήξερε αφου μια ζωή δούλευε σκουπίστρια στην εταιρία του κυρίου Νίκου. Α, ναι, παντού αυτός ο κύριος Νίκος, μας βοηθούσε, καλός άνθρωπος αλλα πλούσιος.Τώρα όμως τα πράγματα είχαν σκουρήνει περισσότερο. Ήμουν ανεργος πάνω απο τρεις μήνες. Με συντηρούσε η Ελένη  αλλιώς θα είχα πεθάνει της πείνας. Τι θα κάνεις; τι θα έκανες αν δεν είχες εμένα; μου φώναζε κάθε μέρα. Κοίτα να βρεις καμια δουλειά Βαγγέλη, το φειςμπουκ και τα καφενεία δεν δίνουν λεφτά. Καταλαβες Βαγγέλη; Το ονομά μου είναι Βαγγέλης. Αλλά τι το θέλεις το όνομα; οι φτωχοί δεν χτειάζεται να έχουν όνομα. Μένω τελευταία σε ένα ημιυπόγειο που μου έκανε χάρη να μου παραχωρήσει ο κυριος Νίκος. Πήγαινε εκεί,  μου είπε, δεν έχω τίποτα  καλύτερο. Δεν πειράζει, του απάντησα, έχω συνηθίσει εγώ. Έχω κοιμηθεί και στις πέτρες, στα παγκάκια. Στα παγκάκια ε; Στις πέτρες; Άνοιγε τα μάτια του. Έφαγες σήμερα; Ναι, δυο βερίκοκα. Να πάρε μισό ευρω  να  πάρεις νερό. Τι να το κάνω το νερό; απορούσα. Ε, πως, άνθρωπος είσαι θα διψάσεις. Κι έφευγε με τα σιγανά του βήματα σαν πλούσια γάτα που ήταν. Η κατάντια μου είχε φτάσει στην απελπισία. Κάτι έπρεπε να κάνω. Να βρω μια δουλειά. Να γίνω άνθρωπος. Η Ελένη μου το ξεκαθάρισε. Αιντε αγόρι μου, εσύ δε βάζεις μυαλό, άιντε στο καλό, αφησέ με μήπως βρω κι εγω κανέναν άντρα της προκοπής, να παντρευτώ. Εσύ δεν κάνεις προκοπή.
Αλλά την παρακάλεσα.
  Έπεσα στα πόδια της, καταξευτιλιστηκα και της υποσχέθηκα πως να, όπου να είναι θα πήγαινα να πιάσω δουλειά στο καφενείο του Νικήτα.  Αυτό το ακούω χρόνια τώρα, καλά, εντάξει αλλά είναι η τελευταία σου ευκαιρία, εντάξει!
Με το κεφάλι σκυφτο, αυτή η κατάσταση κράτησε κάμποσο καιρό ακόμα ίσως έξι μήνες
 και το περίεργο είναι πως εγώ γινόμουν όλο και πιο αδιάφορος. Κορόιδευα τον εαυτό μου και την Ελένη. Εκεί που την εύρισκα πραγματικά, ήταν ο υπολογιστής μου και οι φίλοι μου.Κλικ απο δω, λάικ απο κει, σχολίαζα αλλλα δεν έβγαινε τίποτε.  Το πράγμα άρχισε να δυσκολεύει όταν με διέγραψε πρώτα η Νίκη. Απόρεσα  πραγματικά, της έστειλα μήνυμα μα ήταν αμετάπιστη. Σε έκανα ντιλιτ, μου είπε. Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα μαλλιά μου, έτσι κάνω όταν δυσκολεύομαι κι άρχισε να με πιάνει τρόμος στην ιδέα πως θα μπορούσαν να με διαγράψουν όλοι. Μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα, πετάχτηκα επάνω άνοιξα τον υπολογιστή. Ναι, οι σκέψεις επαληθεύονταν. Και άλλοι δυο φίλοι με διέγραψαν. Το πρωί πήγα στο καφενείο σκοτωμένος, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τι να τους έλεγα άλλωστε. Δεν είχα κανέναν φίλο εκεί, εμένα οι φίλοι μου ήταν στις οθόνες κι μου ράγιζε η καρδιά που τους έβλεπα μετα από τόσα χρόνια να αποχωρούν. Να με  διαγράφουν ένας-ένας. Γύρισα το μεσημέρι είδα πως είχαν αποχωρήσει άλλοι δέκα. Δεν προσπάθησα να μεταπείσω κανέναν και τα κουβέντιασα με τον Τζονυ. Ο Τζόνυ είναι ο καλύτερος μου φίλος. Μη φοβάσαι μου είπε στο τσατ, δεν μπορει να σε διαγράψουν όλοι, κάποιο λάθος θα έκανες. Εσυ, του λέω για ένα μικρό λάθος θα με διαγράψεις. Εγω Βαγγέλη δε θα σε διαγράψω ποτέ. Λοιπόν πάρε μια μέρα το λεωφορείο κι έλα να τα πούμε απο κοντά. Να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε και να πιούμε. Θα έρθω του είπα, στο υπόσχομαι. Όπως περνούσαν οι μέρες, σιγά-σιγά, ίσως μέσα σε ένα μήνα μου είχαν απομείνει μόνο δώδεκα φίλοι. Είχα συνηθίσει πια και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Τελείωσε αυτή η δουλειά έλεγα στον εαυτό μου κι έψαχνα να βρω δουλειά αλλά που..
Πήγα απο δω, ρώτησα απο εκει, τίποτα. Η Ελένη δεν μου μιλούσε άλλο. Πάψαμε να κάνουμε και έρωτα, το πράγμα χειροτέρευε άγρια. Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει πως χρειαζόταν να πάω
  να βρω τον  Τζόνυ. Περιττό να σας πω, πως ήταν ο τελευταίος, ο μοναδικός φίλος που μου είχε απομείνει. Αλλα ήταν πραγματικός, μη σε νοιάζει με παρηγορούσε και τα κουβεντιάζαμε συνέχεια. Εσυ πόσους φίλους έχεις; τον ρωτούσα αν και έβλεπα στο προφιλ του πως είχε πάνω απο τρεις χιλιάδες. Χαχαχα! γελούσε μη το σκέφτεσαι καλέ μου, θα έρθεις τη Δευτέρα που μου υποσχέθηκες; Θα έρθω του είπα και το φιξάραμε. Μου έδωσε οδηγίες πως θα πάω γιατι το σπίτι του ήταν έξω απο την πόλη. Με το κεφάλι σκυφτό, το μυαλό μου καρφωμένο στους δρόμους, γύριζα σαν αδέσποτος σκύλος. Όλη εκείνη την Κυριακή δεν πήγα καθόλου στην Ελένη. Σκεφτόμουν μόνο πως θα έφτανα στον Τζόνυ. Μόνο ο Τζόνυ θα με έζωζε, αυτός, ο τελευταίος οθονικός μου φίλος. Βέβαια το είχα παρακάνει με την Ελένη,  καλά μου είπε, έπρεπε να την αφήσω ήσυχη. Όπως μου ρχόταν στο νου η σκέψη πως θα ζούσα χωρίς αυτήν κάθισα σε ένα παγκάκι κι έκλαψα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα. Πέρασα πάλι το χέρι, τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλιά μου. Έκανε κρύο. Ένας ψιλός αέρας σφύριζε πάνω απ τις κορφές των κτιρίων. Προχώρησα προς την υπόγα, μόνος,
  πεινασμένος,  κι άυπνος δυο, τρεις μέρες, δεν ξέρω πόσο. Είχα μια ξεχασμένη τσίχλα  στην τσέπη του πουκαμισου, την ξεκόλλησα, είχε μείνει λίγο χαρτί γύρω της. Την έβγαλα προσεκτικά και την ξαναμάσησα. Αλλά χορταίνεις με την τσίχλα; Γιατί να πεινάνε οι άνθρωποι; τι χρειαζόταν το φαί; μήπως έπρεπε η φύση να φρόντιζε διαφορετικά για τους ανθρώπους; Δηλαδή να μην έχουν ανάγκη να τρώνε; Έκανα τέτοιες ερωτήσεις στον εαυτό μου ακόμα κι όταν είχα μπει στην υπόγα. Κάθισα στο λειψό τραπέζι, άναψα το κερί. Το φως ήταν κομμένο καιρό. Έψαξα να βρώ κάτι να τσιμπήσω, καμμιά φορά έκρυβα κανένα κομμάτι ψωμί σε  σακούλες νάυλον αλλά αυτή τη φορά δεν είχα κρύψει ούτε τρίμα. Μόνο ένα σαπισμένο ροδάκινο, που ήταν στην βρώμικη κουζίνα  βρήκα. Το πλυνα, το καθάρισα όπως μπορούσα και το έφαγα. Έφαγα και το κουκούτσι. Η ψίχα του ροδάκινου δεν τρώγεται, είναι πικρή. Θεόπικρη και πιάνει μούχλα. Όμως αυτή η ψίχα με  κράτησε. Έριξα ένα παλιό πέτσινο μπουφάν στους ώμους και βγήκα στο δρόμο. Νύχτα ήτανε, το ξεροβόρι θέριζε τον κόσμο μου. Ξεκίνησα να περπατώ. Περπατούσα, περπατούσα, δεν ξέρω πόσες ώρες, και το χάραμα  είχα βγει απο την πόλη όπως μου είχε πει ο Τζόνυ. Ναι, εκεί πήγαινα, που αλλού, δεν είχα που αλλού να πάω. Να ερθεις οπωσδήποτε, θα σε φιλοξενήσω, να μείνεις όσο θέλεις μου είχε πει και με είχε κατασυγκινήσει.Και να τώρα που έφτανα σε κείνη την ερημιά που με είχαν φέρει οι οδηγίες του. Πήρα το μονοπάτι που έβγαζε πίσω απο τον λόφο. Έστριψα μια μεγάλη στροφή. Είδα το σπίτι του Τζόνυ. Μικρό μου φάνηκε. Μικρούλι.  Θα μας χωρούσε άραγε και τους δυο; Προχώρησα κατα εκεί. Ο ήλιος είχε φέξει για τα καλά. Οι πόρτες είναι ανοιχτές, μου είχε πει ο Τζόνυ. Δεν κλειδώνω ποτέ. Πράγματι, ήταν ανοιχτές. Μπήκα απο την μία  με σιγανά βήματα. Η ανάσα μου σχεδόν σταματημένη. Προχώρησα στο μικρό διάδρομο. Μπήκα στη σάλα. Κοίταξα πάνω στο γραφείο. Ένας γάτος καθόταν πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μου χαμογελούσε.

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΟς ΑΣΉΜΑΝΤΟΥ

 


ΤΟ ΚΡΙΝΟ ΠΑΝΩ ΣΟ ΜΕΛΙ.

 

Είχε πάει κάπου μακριά από το σπίτι του. Μην φανταστείτε καμιά τεράστια απόσταση, ίσως ένα προάστιο πιο δίπλα. Από την Ηλιούπολη στο Μπραχάμι, ας πούμε, παραμόνευε ο παράξενος τρόπος για να ζήσει. Τσακώθηκε λίγο με την γυναίκα του, προσποιητά μάλλον, για να βρει ευκαιρία να φύγει, το χρησιμοποιούσε μερικές φορές αυτό το κόλπο κι έπιανε. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να κάνει, απλά ήθελε να είναι μόνος. Το έκανε συχνά και του άρεσε. Αυτός κι ο εαυτός του, οι καλύτεροι φίλοι.

Μπήκε σε μια καφετέρια, παράγγειλε καπουτσίνο και τον έπινε με σκουριασμένες σκέψεις, γιατί είχε παντρευτεί, τι τον ήθελε τον γάμο και τέτοια, δεν του άρεσαν οι δεσμεύσεις, οι υποχρεώσεις, τα παιδιά και τα σκυλιά ή μπορεί να τα ήθελε αλλά, από μόνα τους, ως δια μαγείας, σαν παραμύθι. Τότε μπορεί να του άρεσαν, ίσως όμως να μην του ταίριαζε και η γυναίκα που είχε παντρευτεί, πράγμα που του τόνιζε συνέχεια με στόμφο: «μπορεί να γνώρισες πολλές γυναίκες αλλά εμένα παντρεύτηκες!» Μπορεί, λοιπόν, να μην ήταν αυτή που είχε ονειρευτεί αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί, ήταν μια καλή σκέψη και την ενστερνίσθηκε κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν στο βάθος πήρε το μάτι του έναν φίλο με δυο γυναίκες παρέα, που τις γνώριζε εξ αποστάσεως. Η μία ήταν η Ελπίδα, μια γυναικάρα, που την είχε δει μερικές φορές να κυκλοφορεί με έναν πιτσιρικά. Η άλλη, δεν ήξερε το όνομα της, ήταν κοντούλα σαν κούκλα, μικροσκοπική. Ο φίλος, του έκανε νόημα να πάει στην παρέα τους. Παντρεμένος ήταν κι αυτός, φαίνεται πως είχε βρει κάποιον τρόπο να ξεπορτίσει. Αμυδρά θυμόταν, πως σε μια από τις τελευταίες τους συναντήσεις, του είχε πει ότι ψαχνόταν με κάτι μικρές αλλά δεν τον είχε πιστέψει. Να, όμως που έλεγε την αλήθεια.
Πήγε στο τραπέζι τους με αίσθηση ανωτερότητας. Είχε την  υπεροχή, ήταν ένας έξυπνος και ωραίος άντρας γύρω στα τριανταπέντε. Ο φίλος του ήταν επίσης γοητευτικός αλλά κομπλεξαρισμένος. Φτωχούλης, ασήμαντος, μεροκαματιάρης με δυο παιδιά.
-Θα κεράσεις; Τον ρώτησε αφού τον σύστησε στις γυναίκες.
-Και βέβαια θα κεράσω! Ότι καλύτερο έχει το μαγαζί, είπε με έπαρση.
-Το ξέρουμε πως έχεις λεφτά…είπε με νόημα ο φίλος του.
-Λεφτά! Όποιος δεν έχει λεφτά σήμερα είναι βλάκας, είπε περιφρονητικά.
-Μην το λες αυτό! έκανε η Ελπίδα που ναι μεν ήταν γυναικάρα αλλά η φτώχεια ξεχείλιζε από τα μπούτια της, που ήταν έτοιμα να πεταχτούν από το σχιστό τσόλι που φορούσε.
-Γιατί;
-Γιατί η φτώχεια έχει αξιοπρέπεια! είπε πειραγμένη.
-Τρίχες!
-Τρίχες;
-Τρίχες.
-Είσαστε πολύ υπερόπτης.
-Είμαι.
-Το λες σα να μην σε πειράζει.
-Δεν με πειράζει.
-Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω με έναν άντρα σαν εσένα, είπε εμφανώς πειραγμένη.
-Καλά, θα τσακωθείτε τώρα; Εδώ βρεθήκαμε για να διασκεδάσουμε, μίλησε ο φίλος του.
-Ναι, βέβαια για να διασκεδάσουμε, επανέλαβε σαν ηχώ η κοντή κούκλα.
-Δεν τσακωνόμαστε, μη φοβάσαι, γέλασε αυτός.
-Όχι, δεν τσακωνόμαστε, μιλάμε, έκανε και η Ελπίδα.
-Θα πιούμε άλλο εδώ; ρώτησε κοιτώντας τους.
-Να πάμε κάπου αλλού; Πρότεινε η κοντή κούκλα.
-Πάμε, συμφώνησαν.
Οι γυναίκες πήγαν στην τουαλέτα, να φρεσκαριστούν.
-Που θα τις πάμε; Ρώτησε μουλωχτά ο φίλος του.
-Πάμε για φαγητό στη Λωξάντρα.
-Είναι ακριβά εκεί ρε!
-Εγώ πληρώνω.
-Εντάξει. Άμα είναι έτσι… θα τις αγκαλιάσουμε λες; είπε ακόμα πιο συνωμοτικά.
-Την κυνηγάς από καιρό την κοντή ε; γέλασε.
-Χμ, ναι, κάνει τη δύσκολη, άσε η άλλη..
-Αν δεν τις πηδήξουμε απόψε, ξέχασε το, δεν θα τις πηδήξουμε ποτέ, αποφάνθηκε.
Ωστόσο οι γυναίκες γύρισαν.
-Λοιπόν αρχηγέ; Που θα μας πας; Ρώτησε και τον κοίταζε προκλητικά η Ελπίδα.
-Πάμε και θα δείτε.
Μπήκαν στο καινούριο του αυτοκίνητο, μια ασημένια μπεμβέ, που μόλις είχε αγοράσει.
-Καινούριο ε; Έκανε ενθουσιασμένη δίπλα του η Ελπίδα.
-Εμ, φαίνονται τα λεφτά, γέλασε από πίσω η κοντή κούκλα.
-Σιγά μην το ματιάσετε, χαμογέλασε και πάτησε το γκάζι μόλις βγήκε στην Βουλιαγμένης.
Η ασημένια μπεμβέ απογειώθηκε σαν αεροπλάνο στον άδειο δρόμο. Δεν είχε κίνηση εκείνη την ώρα.
-Μην τρέχεις τόσο πολύ, του είπε η Ελπίδα. Φοβάμαι, κι ακούμπησε πάνω του. Αυτός της έπιασε το χέρι, χαμήλωσε ταχύτητα. Την κοίταξε στα μάτια κι ύστερα στο άνοιγμα του φορέματος, στα μπούτια. Η Ελπίδα πήρε το χέρι του και μαζί με το δικό της τα έχωσε ανάμεσα στα πόδια της. Ώσπου να φτάσουν στην Λωξάντρα, είχε φτάσει πιο μέσα της. Κι ο φίλος του  δεν πήγαινε πίσω. Είχε αγκαλιαστεί με την κοντή και φιλιόντουσαν. Γύρισε, τον κοίταξε κλείνοντας του το μάτι και συνέχισε να χαϊδεύει το ιδρωμένο μύρο της Ελπίδας.
-Φτάνει, του χαμογέλασε, μόλις σταμάτησε για να παρκάρει.
-Ναι, φτάσαμε, έκανε πως την διόρθωνε.
Η Λωξάντρα ήταν μια πολυτελέστατη ταβέρνα στο γκολφ της Γλυφάδας. Πήγαινε πολλές φορές εκεί.
-Ωραίο μαγαζί, θαύμασαν οι φίλοι του όταν κάθισαν.
-Ναι, ωραίο, συναίνεσε. Χαίρομαι που σας αρέσει.
-Είδες; Άμα θέλεις γίνεσαι ευγενικός, έτσι μ’ αρέσεις, έκανε η Ελπίδα.
-Τότε θα είμαι συνέχεια ευγενικός, μειδίασε.
Έφαγαν, ήπιαν κόκκινο κρασί, ήρθαν περισσότερο στο κέφι, μίλησαν διάφορα, πέρασε η ώρα, οδήγησε πίσω, κανόνισαν να αφήσει τον φίλο του με την κοντή κούκλα κάπου στο Μπραχάμι κι αυτοί συνέχισαν για την Ηλιούπολη. Σταμάτησε σε ένα σκοτεινό στενό κι αμέσως φιλήθηκαν. Άρχισαν τα χάδια, άναψαν.
-Που θα πάμε; Δεν μ αρέσει στο αυτοκίνητο, τραβήχτηκε η Ελπίδα που κατάλαβε πως προχωρούσε πολύ.
-Πάμε στο μαγαζί μου, είπε.
-Τι μαγαζί;
-Έκθεση επίπλων, και ξεκίνησε.
Της είχε βγάλει την κιλότα και τώρα εκείνη προσπαθούσε να την ξαναφορέσει.
-Μην την φοράς, την εμπόδισε με το χέρι του. Μου αρέσει η σκέψη ότι δεν φοράς τίποτε από κάτω. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα την ξαναβγάλεις.
Έφτασαν στην έκθεση, μπήκαν, κλείδωσε την πόρτα πίσω του, δεν άναψε φως, την παρέσυρε προς την τουαλέτα και τη στρίμωξε στον τοίχο, σήκωσε το φόρεμα, άνοιξε το φερμουάρ του και της έβαλε το κρίνο αμέσως, ήταν έτοιμος μετά από τόσα χάδια και τόση αδημονία, το λευκό φως σάρκαζε, ο κόσμος έσταζε μέλι.
-Μη βιάζεσαι, του είπε ναζιάρικα.
-Μη σε νοιάζει, θα σου δώσω όσο κρέας θέλεις, την ησύχασε.
Καθώς άρχισε το μέσα έξω, ένα φως αναβόσβηνε ρυθμικά, σύμφωνα με τις κινήσεις τους.
-Τι είναι αυτό; τρόμαξε η Ελπίδα.
-Τίποτα, γέλασε και την τράβηξε παραπέρα.
Πίσω της ακριβώς ήταν ένας διακόπτης και τον πίεζε με την πλάτη της κάνοντας τον να αναβοσβήνει.
Τέλειωσαν εκεί το πρώτο με φωνές ηδονικές. Το κρίνο πάνω στο μέλι πάνω στις τρίχες, πάνω στο φόρεμα, παντού.
-Θα με λερώσεις, του παραπονέθηκε και πήρε το λευκό στο στόμα.
Ήταν τόση η δίψα τους που συνέχισαν αμέσως,  πήγε στο βάθος, άναψε ένα χαμηλό πορτατίφ, γυμνώθηκαν, έσμιξαν τα νεανικά κορμιά τους, αγαλλίασαν, την ανέβασε στον πάγκο του εργαστηρίου, έτσι που να τον βολεύει, άνοιξε τα πόδια, γονάτισε, φίλησε τρυφερά το ωραίο της μαύρο, άνοιξε και παιχνίδισε την γλώσσα πάνω στην ωραία σάρκα, στα λευκά ημισφαίρια.
-Μη! ανατρίχιασε η Ελπίδα. Μη από εκεί, με τρελαίνεις δεν το έχω ξανακάνει.
Αυτό τον ερέθισε περισσότερο, θα ανέβαινε σε παρθένο βουνό.
Έβαλε πρώτα στην πρώτη πόρτα, να πάρει υγρά και πάνω στην τρελή ανάσα της, τον έχωσε με βία στο βουνό.
-Ααα! Μη!.. με ξεσκίζεις! ούρλιαξε αλλά τον έσπρωχνε με τα χέρια της να μπει περισσότερο.
Πάντα αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες γούσταραν  τόσο πολύ από το βουνό και καθώς μπαινόβγαινε, την κοίταζε στο πρόσωπο. Δάγκωνε τα χείλια της, γύριζε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, έσβηνε από την ατέλειωτη ευχαρίστηση. Ύστερα ανέβηκε κι αυτός στον καναπέ, την έβαλε να καθίσει στα τέσσερα, όπως τα ζώα, μία  μπρος, μια στο βουνό, μέχρι τα χαράματα που τους βρήκαν αγκαλιασμένους σε κάποιον από τους πολλούς καναπέδες, τρελάθηκαν  με τις σάρκες τους. Στο σκοτάδι, όταν ξύπνησε, προσπαθούσε να θυμηθεί, πόσες φορές την είχε πάρει. Πάνω από εφτά φορές, μονολόγησε. Εφτά ήταν τα θαύματα κι αυτό το όγδοο
-Με πονάει το βουνό μου, μουρμούρισε η Ελπίδα και τον ξανάφτιαξε.
-Από μπροστά μωρό μου, από μπροστά, είναι πρωί ακόμα, τον παρακάλεσε.
Ο πρωινός έρωτας μετά από μια οργιαστική νύχτα, σου κόβει τα πόδια, σε παραλύει. Βασανίστηκε πολύ, ίδρωσε και κάποτε τα κατάφερε μουγκρίζοντας σαν ζώο. Αηδιασμένος από τον εαυτό του σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε με ανησυχία ενώ ντυνόταν κι αυτή.
-Τίποτα, την απέφυγε. Πρέπει να φύγουμε, έχω πολλές δουλειές σήμερα.
-Είσαι παντρεμένος! τρεμόπαιξε τα μάτια της
-Νόμιζα πως το ήξερες.
-Έπρεπε να μου το πεις, μούτρωσε.
-Τι θα άλλαζε;
-Πόσα χρόνια; έχεις παιδιά;
-Όχι ακόμη, τέσσερα πέντε.. δε θυμάμαι.
-Την αγαπάς;
-Δεν ξέρω.
-Κι εμένα;
-Είναι νωρίς, θα δούμε. Έλα να σε πάω στο σπίτι σου.

Οι δουλειές του πήγαιναν περίφημα. Άνοιξε κι άλλη έκθεση επίπλων, προσέλαβε προσωπικό, ξέφυγε από το εργαστήρι κι από ξυλουργός έγινε επιχειρηματίας. Απόκτησε χρήμα, πλούτη κι ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Η γυναίκα του ήταν ευτυχισμένη η Ελπίδα το ίδιο. Τις φρόντιζε να μην τους λείπει τίποτε. Ο ίδιος είχε αρχίσει να παχαίνει, έπαιρνε κιλά επικίνδυνα.
-Δεν θέλω να γίνεις χοντρός, του είπε η γυναίκα του.
-Παράτα με! της απάντησε για πρώτη φορά έτσι.
-Πως μου μιλάς! τόλμησε.
-Σκάσε! και της έδωσε δυο χαστούκια.
Ήταν η αρχή και κάθε αρχή, έχει συνέχεια, δεν ήξερε ούτε μπορούσε να το εξηγήσει, κάτι συνέβαινε κι εκεί που ήταν μια χαρά, τον νευρίαζε και την πλάκωνε στα χαστούκια. Αυτός που έλεγε πως οι γυναίκες είναι σαν τα τριαντάφυλλα, τώρα τα μαδούσε.
-Είσαι τρελός! του φώναξε μια μέρα ανάμεσα από κλάματα. Τι σου φταίω εγώ;
-Τίποτα, έλεγε και ηρεμούσε. Συγνώμη.
Μετάνιωνε πικρά, έλεγε πως δεν θα το ξανακάνει και μετά από κάθε ξυλοδαρμό, της έκανε έρωτα. Κάθε μέρα έκανε έρωτα. Την ημέρα με την Ελπίδα και το βράδυ την γυναίκα του.
Η γυναίκα του άντεχε, έκανε υπομονή. Η Ελπίδα δεν ήξερε τίποτε. Την είχε προσλάβει υπάλληλο στην καινούρια έκθεση, έπαιρνε τον μισθό της, τα δώρα της, τα λούσα. Η γυναίκα του δεν ανακατευόταν στις δουλειές του, το είχε απαγορεύσει ρητά. Αλλά ούτε κι εκείνη το ήθελε. Καθόταν στο σπίτι της, φρόντιζε τα οικιακά, ήταν μια νοικοκυρούλα. Μόνο να μην την έδερνε…
Αυτός αποστεωμένος από αισθήματα, κουβαλούσε το χρήμα στην πλάτη του, μακάριος. Κάπνιζε ακριβά πούρα, έπινε που και που πανάκριβα ουίσκι κι έτρωγε σαν βουβάλι. Θα είχε φτάσει εκατό κιλά μα δεν τον ένοιαζε, δεν πα να καιγόταν ο κόσμος…
-Πως έγινες έτσι ρε! του είπε μια μέρα ο παλιός φίλος που του είχε γνωρίσει την Ελπίδα.
-Να μη σε νοιάζει! Του πέταξε σκληρά, εσύ να κοιτάζεις την φτώχεια σου, που δεν έχεις να πάρεις ούτε το γάλα του παιδιού σου.
-Εγώ δεν έχω αυτά που λες αλλά δεν είμαι ηλίθιος! του απάντησε εξ ίσου σκληρά.
Πως είχε καταντήσει έτσι; δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Νευρίαζε με το παραμικρό, μόνο όταν βρισκόταν με την Ελπίδα ηρεμούσε, λες και ήταν το χάπι του, την έπαιρνε και πήγαιναν στα ακριβότερα ξενοδοχεία, στον Αστέρα Βουλιαγμένης και αλλού. Δεν του έκανε ποτέ σκηνές, ήταν  πάντα χαρούμενη, γελαστή, έτοιμη να του ανοίξει τα πόδια.
Όπως ξαφνικά είχε αρχίσει να δέρνει την γυναίκα του, έτσι ξαφνικά, σταμάτησε, αλλά ούτε της μιλούσε πια, ούτε της έκανε έρωτα. Η γυναικούλα δεν παραπονιόταν, είχε αξιοπρέπεια ή ήταν αγαθή. Ότι και να ήταν, πάντως, δεν έδειχνε τα συναισθήματα της. Η κατάσταση συνεχίστηκε σ’ αυτό τον ρυθμό, περίπου δυο χρόνια. Σταδιακά, έχασε πάλι τα κιλά, έγινε ο γνωστός αθλητικός τύπος που ήταν πριν. Τα νεύρα του είχαν χαλαρώσει, άλλαζε δέρμα σαν τον Χαμαιλέοντα. Η ζωή συνεχίζεται, έλεγε, όλα αλλάζουν, όλα τρέχουν, τίποτε δεν είναι παντοτινό, επέμενε ένα βράδυ που είχε πάει με την Ελπίδα στον Αστέρα Βουλιαγμένης, αφού έφαγαν, την αγκάλιασε για τελευταία φορά, ανόρεχτος και σκεφτόταν να γυρίσει στην γυναίκα του. Σ’ αυτήν που είχε παντρευτεί και είχε παραμελήσει κι όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκε. Στριφογύριζε στο κρεβάτι, ανήσυχος και το είχε αποφασίσει. Μάλιστα, δεν έβλεπε την ώρα να ξημερώσει, να τελειώσει με αυτή την ιστορία, είχε βαρεθεί.
Δεν της είπε τίποτε. Ούτε η Ελπίδα κατάλαβε, τι έκρυβε στην ψυχή του.

Βιάστηκε να φτάσει στο σπίτι του, χαρούμενος που είχε πάρει τέτοιες αποφάσεις. Ένας γλυκός, Φθινοπωριάτικος αέρας έπνεε καθώς ανηφόριζε την Βουλιαγμένης. Ήρεμος, παρκάρισε την μπεμβέ, κατέβηκε και προχώρησε την αυλή του σπιτιού του. Άδειο του φάνηκε, χωρίς να ξέρει γιατί. Αλαφιασμένος, ξεκλείδωσε. Μπήκε στο σαλόνι, κοίταξε ερευνητικά, δεν είδε κανέναν, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα. Κανείς.
Πήγε στην κουζίνα. Το ίδιο. Βουβαμάρα, τεράστια ησυχία.
Επέστρεψε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπεζάκι, είδε το γράμμα. Έσκυψε και το διάβασε.

«Τα ξέρω όλα. Μην με αναζητήσεις. Φεύγω για πάντα. Η γυναίκα σου.»

ΤΕΛΟΣ

 

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...