Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Η ΗΔΟΝΉ ΤΟΥ ΠΑΝΙΚΟΎ




ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.


Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κiλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κιλότες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.
Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.
Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλα, πω,πω,  κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!»  Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας, σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά  στο λευκό, στο άπλετο φως.
Τέλος



Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΦΟΡΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΑΝΑΠΟΔΑ....






Βράδυ, θεοσκότεινο. Τα νεύρα μου τεντωμένα. Τσίτα. Στο μπαλκόνι μας ο γέρο Μπαντκρεπ, γρυλίζει ανήσυχα. Ποιος είναι; Ποιος να είναι, κανείς. Τον κοιτάζω λίγο, έτσι πως γέρασε και δεν τον λυπάμαι. Εδώ μεγάλωσα εγώ. Μπαίνω μέσα. Η Αμαντέα με κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Τα νεύρα της είναι τσίτα. Η υπερένταση της κοκκινίζει τα μάτια. Προσπάθησε να ηρεμήσεις! της φώναξα. Αντί απάντησης ένα παπούτσι περνάει σύρριζα στο αυτί μου. Αν με έβρισκε μπορεί να με κούφαινε αλλά δε με βρήκε. Πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από το τραπέζι. Αμαντέα, της φώναξα και δεν άντεξα. όρμησα και την άρπαξα από τα μαλλιά. Ήταν χοντρή, είχε γίνει χοντρή, τα τελευταία χρόνια δεν πρόσεχε καθόλου τη σιλουέτα της. Αυτή με άρπαξε από τον λαιμό κυλιστήκαμε στον καναπέ, στο δάπεδο, πως γίνονται έτσι οι άνθρωποι πρόλαβα να σκεφτώ, γιατί με μισείς ρε; Είχαν γίνει πολύ άσχημα τα πράγματα, κάθε μέρα τσακωνόμαστε. Με το παραμικρό σα να ψάχναμε αιτία. Εγώ είπα να χωρίσουμε, εκείνη όχι. Όσο κι αν προσπάθησα δεν την έπεισα πως είχα δίκιο. Ύστερα ηρεμήσαμε κάπως, ο Μπάντκρεπ σταμάτησε να γρυλίζει, εμείς σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ωραία στιγμή του χωρισμού, στο μυαλό μου ένα τρένο, στο μυαλό της ένα μονοπάτι. Εγώ κρατούσα τη βαλίτσα στο χέρι. Η Αμαντέα δεν έκλαιγε. Φιληθήκαμε για τελευταία φορά.
Καθόμουν στο μπαλκόνι. Είχαμε ένα πολύ ωραίο μπαλκόνι που έβλεπε στον Υμηττό. Τόσο κοντά, που τα δέντρα του κρέμονται σχεδόν στα κάγκελα μας. Πότισες τα λουλούδια; με ρώτησε η Αμαντέα με κάποιο χαμόγελο. Έβαλες στον Μπαντκρεπ να φάει. Ύστερα κάθισε απέναντι μου. Συμβαίνει κάτι Αγησίλαε; Οι γυναίκες πάντα καταλαβαίνουν πως κάτι συμβαίνει. Όλο διαταγές είσαι, της χαμογέλασα. Μμμ, διαταγές! μιμήθηκε τη φωνή μου. Πάντα έλεγες πως αυτές είναι οι δικές σου δουλειές μέσα στο σπίτι. Τις άλλες τις άφηνες για μένα. Καμιά φορά φτάνει η στιγμή να τα βαριέσαι όλα, της απάντησα. Κι εμένα; είπε όλη παράπονο, λαχταρισμένη. Όχι, της χάιδεψα τα μαλλιά. Εσένα δε θα σε βαρεθώ ποτέ.. Αλήθεια μου λες; ζωντάνεψε τα μάτια της που είχαν αρχίσει να κάνουν ρυτίδες. Όχι, πως είχε μεγαλώσει πολύ αλλά είχε μεγαλώσει. Όπως και να το κάνεις και συ μεγάλωσες. Δε βλέπεις τους γκρίζους κροτάφους σου; με κάρφωσε. Πράγματι, τελευταία άσπριζαν ταχύτατα. Εντάξει όμως, είναι γοητεία, μου χαμογέλασε. Πάμε για πρωινό έξω, στη Γλυφάδα; πρότεινα, σαν πάλι άρχιζα να βαριέμαι. Η Αμαντέα σηκώθηκε κι αυτή κάπως βαριεστημένα. Πήγαμε στο Πλάζα καφέ, πήραμε το πρωινό μας αμίλητοι. Το πολύ ν ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες κι επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Εγώ αποτελείωσα το πότισμα κι εκείνη μαγείρευε ψιλοτραγουδώντας. Ύστερα ήρθε έξω. Να σου πω; στάθηκε στο άνοιγμα με νόημα. Σήκωσα τα μάτια, κατάλαβα. Παλιό παιχνίδι, δε μου άρεσε και μου άρεσε. Πήγα κοντά της, παρασυρθήκαμε στο κρεβάτι. Κάναμε έναν έρωτα χωρίς πάθος.
Ο Μπάντκρεπ ήταν ένα τέλειο κουτάβι. Ακόμα κι εγώ που δεν αγαπούσα τα ζώα τόσο, όσο η Αμαντέα, συμφώνησα να τον κρατήσουμε κοντά μαςνα μεγαλώσει. Ήταν μια ηλιόλουστη Καλοκαιρινή μέρα. Η Αμαντέα ήταν πανέμορφη. Τα μαλλιά της κυλούσαν στους λευκούς της ώμους, τα μάτια της πρασίνιζαν χιλιάδες αχτίνες. Είσαι μία, μοναδική, αξιαγάπητη, της φώναξα. Και συ είσαι ένας, μοναδικός, αξιαγάπητος, μου απάντησε. Με αγαπούσε. Ήξερε πως την αγαπούσα κιεγώ. Ένιωθα κοντά της να πετάω.  Σ ευχαριστώ, μου είπε μέσα στο αυτοκίνητο και με φίλησε πίσω από το αφτί. Ανατρίχιασα καθώς οδηγούσα. Μη! θα σκοτωθούμε, διαμαρτυρήθηκα. Δε με νοιάζει! αναφώνησε. Αν σκοτωθούμε παρέα, δε με νοιάζει τίποτε αλλά τώρα ζούμε! Και με αγκάλιασε ολόκληρο έτσι που μου φυγε το τιμόνι, το αυτοκίνητο έκανε ζιγκ-ζαγκ και το σταμάτησα στου δρόμου την άκρη, μέρα μεσημέρι. Δε μας ένοιαζε. Κάναμε έρωτα, το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε, ο Μπάντκρεπ μας κοίταζε και χαμογελούσε. Ναι, χαμογελούσε. Χαμογελούν και τα σκυλιά όταν βλέπουν τ αφεντικά τους ευτυχισμένα.
Το πατρικό σπίτι της Αμαντέας ήταν απέναντι από το δικό μου. Από όταν ήμασταν μικροί δε νομίζω πως της είχα δείξει ενδιαφέρον. Ούτε κι εκείνη, έτσι νόμιζα. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήταν έτσι. Ήταν Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη που δεν είχα τι να κάμω και στεκόμουν αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, ύστερα είπα να πάω στον Υμηττό να δω το λιοβασίλεμα. Όλα πήγαιναν καλά, είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα πιάσει δουλειά σε μια περίφημη θέση. Οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες, χαρούμενες, ευτυχισμένες. Πως είμαστε μερικές φορές χαρούμενοι, ευτυχισμένοι; έτσι. Στάθηκα πάνω σε ένα βράχο και κοίταζα. Ωραίο το ηλιοβασίλεμα! Μα εσύ, είσαι πιο ωραίος, την άκουσα να μου λέει και γύρισα έκπληκτος. Ήταν η Αμαντέα. Σταματημένη δυο μέτρα μακριά μου με ένα γαλάζιο φόρεμα να θροΐζει στο απογευματινό αεράκι. Ή όπως ανέβαινα πήρε το μάτι μου μια λιγνή σιλουέτα, γυναικεία, να κοιτάζει προς τη δύση. Πήγα αθόρυβα πίσω της. Η Αμαντέα δεν ξαφνιάστηκε. Γύρισε και με κοίταξε δυο μέτρα μακριά μου. Πανέμορφη, θρόιζε στο απογευματινό αεράκι. Ένιωθα χτύπους στην καρδιά, αυθόρμητα της έπιασα το χέρι. Περπατήσαμε στο σούρουπο, ανάμεσα στις ασφάκες. Δεν κατεβήκαμε. Αποφασίσαμε με τα μάτια ν ανέβουμε. Ο ήλιος βασίλευε κι εμείς δίναμε το πρώτο μας φιλί. Ίσως, να βρίσκαμε κάτι στην κορυφή του βουνού.
ΤΕΛΟς
.


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΣΧΙΣΜΈΝΟ ΔΈΝΤΡΟ






Έκλεψα δυο λεμόνια από τη λεμονιά και μου είπε πως δεν έχουμε να πούμε τίποτα, εμείς οι δύο. Η λεμονιά ήταν κάποτε δικιά μου-κι εγώ εκεινής. Τίποτε δε μας χώριζε παρά μονάχα ένα ποτάμι. 'Ένα ποτάμι με χρυσό νερό.
Ξέρεις τι μου κάνει τη ζημιά ρε φίλε; όχι που δυο οι άνθρωποι χωρίζουν,- τουλάχιστον αυτοί που δεν αγαπιούνται, που σκοτώνονται, καλά κάνουν. Τη ζημιά μου την κάνει που χωρίζουν κι αυτοί που αγαπιούνται! Αυτό είναι το χειρότερο, το πιο οδυνηρό φίλη μου. Γίνεται αυτό; Κι όμως συμβαίνει πάρα πολλές φορές στο μεσοβέζικο Δυτικό πολιτισμό μας. Ο αναγκαστικός χωρισμός δυο ανθρώπων που αγαπιούνται έχει συνήθως οικονομικά κίνητρα. Διαφορά κοινωνικών τάξεων και τα λοιπά. Πως όμως γίνεται αυτό; όπως ένα κορμός δέντρου σχίζεται στα δύο από το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Έτσι φαντάζομαι πως θα νιώθουν αυτοί που χωρίζουν ενώ αγαπιούνται. Κι αυτός ο πόνος του χωρισμού όπως και να είναι πονάει. Τις περισσότερες φορές, έστω για τον ένα από τους δυο, γίνεται δράμα. Οι πρώτες ώρες, οι πρώτες βδομάδες είναι αβάσταχτα σκληρές. Δε θέλεις ούτε να ζήσεις ούτε να πεθάνεις. Κι ορισμένοι δεν αντέχουν, πεθαίνουν.



Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΞΈΜΟΥΝΟ





Όταν καμιά φορά
το δειλινό σε θυμάμαι
-λινά φορέματα

που ο αγέρας τα φυσά και φαίνεται το ξέκωλο-
πόσο δε θα ξανάθελα ν αγκαλιαστούμε
γιατί ποτέ δεν ξέχασα το ξέμουνο σου.
Κι όταν πολλές φορές, το σχισμένο τζιν
άφηνε επίτηδες, εκεί ανάμεσα
τη λεπτή ισορροπία σάρκας και ιδέας
θυμάμαι πως δε σ ένοιαζε!
Γελούσες που το βλέμμα κοίταζε εκεί
που οι σχισμές ανοίγουν για ν ανταμώσουν τους κόσμους
Στο ξέμουνο.
[Αυτή η ανεπαίσθητη απόσταση μεταξύ τους
δεν άφηνε περιθώρια για λάθη και εντροπές.]


ποιήμΑτα Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

FOR A FIEW AMMOS MORE





 Στην άκρη του μικρού τοίχου, ήταν αφημένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο τοποθετημένο έτσι, λες αδιόρατα από χέρι μαγικό, έδινε την εντύπωση πως κάτι ήθελε να πει. Πάντα ένα μοναχικό τριαντάφυλλο, κάτι έχει να πει, μια ιστορία προφανώς,κι επειδή ο ήλιος αργούσε να βγει ακόμα, οι δροσοσταλίδες πάνω στο κόκκινο πέταλο, φάνταζαν λαμπερές σταγόνες ασημιού. Το αχνογαλαζο του πρωινού, σ αυτή την πλευρά του Σαρωνικού στο Καβούρι, όταν έλειπε όλος αυτός ο πολύβουος κόσμος ήταν υπέροχο. Μια μοναξιά απερίγραπτη, ένας κόσμος ολόκληρος δικός σου. Η θάλασσα ακέραια, γαληνεμένη, δεν πάφλαζε ούτε στεναγμός. Ποιος όμως να είχε αφήσει εκεί, αυτό το δροσερό τριαντάφυλλο; Γιατί κάποιος το είχε αφήσει εκεί, δεν ήταν πεταμένο, φαινόταν. Την πρώτη φορά που το είδα, δεν ξαφνιάστηκα τόσο πολύ. Του ριξα μια αδιάφορη ματιά-τι με νοιάζει έμενα για τριαντάφυλλα, σκέφτηκα- και βούτηξα στη θάλασσα. Απόλαυσα το πρωινό νερό, σε όλη την μεγαλοπρέπεια του. Βγήκα και ξαναπήγα στο πικρό τοίχο όπου είχα στημένο το μαγαζάκι μου. Γιατί, εμένα που με λένε Αρτέμη, είμαι μικροπωλητής σ αυτή την άκρη του κόσμου. Δεν ήταν πολλά χρόνια που έκανα αυτή τη δουλειά και μου την είχε μάθει ο Γύφτος. Ο φίλος μου ο Γιώργος. Δεν ήταν γύφτος αλλά τόσα χρόνια κοντά στη θάλασσα είχε πάρει οριστικά μαύρο χρώμα χειμώνα-Καλοκαίρι και όλοι πια έτσι τον φώναζαν και να δεις που του άρεσε, δεν τον πείραζε. Εγώ του είπα, αν με φώναζαν γύφτο θα τους σκότωνα. Εσύ, μου απάντησε ατάραχος, καπνίζοντας το αιώνιο στριφτό του. Εσύ, δεν είσαι εγώ, άραξε στα κιλά σου μπόι. Εγώ, ήμουνα το μπόι, ο Αρτέμης που είχα πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και επειδή δεν τα παιρνα τα γράμματα, μόνος μου αποφάσισα να βγω στο πεζοδρόμιο και να μάθω τα κόλπα του. Έγινα μικροπωλητής εδώ κι εκεί. Έτρεχα στα παζάρια, στο Μοναστηράκι, στον Πειραιά, στον Σχιστό, στις λαικές αγορές. Τα Καλοκαίρια όμως άραζα εδώ στο Καβούρι από τότε που γνώρισα τον Γύφτο. Γίναμε κολλητοί μα πάντα κάτι με φόβιζε στην εμφάνιση του, στον ωμό τρόπο που έβλεπε την ζωή. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει άνθρωπο αν ένιωθε πως θίγονταν τα συμφέροντά του, ήταν έτοιμος να κλέψει- τον είχα πιάσει πολλές φορές να κλέβει πορτοφόλια λουόμενων-κι εμένα δε μου άρεσαν αυτά τα πράγματα. Εγώ, ήθελα να είμαι τίμιος, να βγάζω το ψωμί μου τίμια, να φτιάξω τη ζωή μου, να παντρευτώ κάποτε, να κάνω παιδιά. Ο Γύφτος, βέβαια, τα κορόιδευε όλα αυτά. Για κοίτα ρε, έναν άνθρωπο που θέλει να παντρευτεί! έλεγε και με έδειχνε και ποτέ δεν καταλάβαινα αν με αγαπούσε ή μου τα λεγε όλα αυτά από συμφέρον. Από συμφέρον γιατί την δουλειά στην παραλία εγώ την έβγαζα. Ο Γύφτος καθόταν στην παράγκα του όλη μέρα και τα βραδιά γυρόφερνε με τις πουτάνες. Πουτάνες να δουν τα μάτια σου! Κοντές, χοντρές, άσχημες οι περισσότερες, ρημάδια μιας ζωής. Φέτος όμως, όλως παράξενο, είχε φέρει και δυο-τρεις πολύ όμορφες, μικρούλες. Η μια από αυτές μου γυάλισε στο μάτι. Την κοίταξα στα μάτια και μου χαμογέλασε. Την έλεγαν Ασήμω αλλά τίποτα παραπέρα. Κοίταζε τη δουλειά σου εσύ Αρτέμη, μη σε νοιάζει γι αυτά, έχεις καιρό, άσε με μένα, ξέρω εγώ τι κάνω! μου έλεγε συνέχεια. Απ΄όλες αυτές και όλους αυτούς που βλέπεις γύρω μου, ζω, μου είπε μια άλλη μέρα. Μάθε και συ να εκμεταλλεύεσαι τους ανθρώπους, τα καθάρματα κι έλα μετά να τα πούμε. Εγώ έχω φτύσει αίμα για να φτιάξω το παλάτι μου-παλάτι έλεγε την παράγκα που ήταν στριμωγμένη σε έναν χωμάτινο λόφο και δίπλα σε ένα τεράστιο πεύκο- τι νομίζεις θα παραδώσω τα όπλα έτσι; όχι, αγόρι μου, τα όπλα δεν τα παραδίδεις ποτέ! Μολών λαβέ! κι ακόνιζε ένα μαχαίρι που όποτε το έβλεπα με έπιανε ανατριχίλα. Έχεις σκοτώσει άνθρωπο; τον ρώτησα μια μέρα. Μπορεί, κούνησε αδιόρατα τα βλέφαρα. Αιντε τράβα τώρα, δεν βλέπεις το μωράκι που ζητάει κάτι να πιει; Μωράκια έλεγε τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες ανεξαιρέτως. Αλλά ήταν και καλός, δεν μπορώ να πω. Με πλήρωνε κανονικά, ήταν δίκαιος και με το παραπάνω με τους συνεργάτες του. Τους δικούς σου , πρέπει να τους προσέχεις, να τους έχεις στα όπα, γιατί αλλιώς, την έκατσες τη βάρκα, κατάλαβες Αρτέμη; Αιντε, πήγαινε να φέρεις τον πάγο. Κι έτρεχα εγώ παντού, με το μηχανάκι, με τα πόδια, με ότι μπορούσα. Έβγαζα όμως κάθε Καλοκαίρι τρελά λεφτά. Που θα τα βγαζες αυτά τα λεφτά ρε κακομοίρη! κορδώνονταν όταν κάναμε απολογισμούς πέρα τον Οκτώβρη. Και ήταν μια αλήθεια αυτή.
Το φετινό Καλοκαίρι, δεν είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά, φτώχεια, κρίση κι ο Γύφτος όλο γκρίνιαζε. Που θα πάει αυτή κωλοδουλειά με τους παρτάκηδες τους πολιτικούς; Κι άρχιζε να βγάζει λόγο στους παραλουόμενους. Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που άρχισε να μου έρχεται κάθε χάραμα εκείνο το κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένα ωραίο τριαντάφυλλο, δροσερό, μεγάλο, αφημένο σίγουρα επίτηδες. Ποιος ή ποια είχαν λόγο ή λόγους να το αφήνουν εκεί κάθε πρωί; Δεν ήξερα τι να υποθέσω, το κοίταζα και δεν τολμούσα να το αγγίξω.
Κοίταξα πέρα τη θάλασσα που αργούλιαζε σαν λυπημένος σκύλος. Έτσι ένιωθα κι εγώ καθώς σουρούπωνε στο Καβούρι κι όλα τα υπέροχα πράγματα, ενός κόσμου αφημένου σε μια μυστήρια γαλήνη, ήταν κάτι που με συνάρπαζε στη ζωή μου. Αυτη η μοναξιά, αυτη η δική μου λύπη, ο αγέρας που γέμιζε τα πνευμόνια μου, όλα ήταν σαν να μην ξαναπερνούσαν ποτέ. Τόσο μοναδικά, όπως και τα υπέροχα κόκκινα τριαντάφυλλα μου. Ποιος να μου τα στελνε άραγε; και καθώς το είχα σκεφτεί για πολλοστη φορά, πήρα την απόφαση να παρακολουθούσα το μέρος, να ερχόμουν αύριο το πρωί πριν απ όλους, πριν κι απ το σκοτάδι και δεν μπορεί..θα έβλεπα το χέρι που τοποθετούσε τα τριαντάφυλλα για μένα. Ναι, έτσι θα έκανα. Κι αν δεν το είχα κάνει ως τώρα, ήταν που δεν ήθελα να χάσω αυτη την μαγεία, αυτο το μυστήριο, του ποιος και γιατί σκεφτόταν κάτι για μένα και έκανε αυτή την πράξη. Αλλά εκείνο το βράδυ το είχα πάρει απόφαση.Τι κοιτας σαν χαμένος τη θάλασσα ρε μπόι; με ξέκοψε απο τις σκέψεις μου ο Γύφτος. Άειντε, τέλειωσες με τις δουλειές; κοπάνα τη! πήγαινε να αράξεις γιατι σε βλέπω πολύ κουρασμένον εφέτος κι έξυνε μια βέργα λυγαριάς με το ακονισμένο μαχαίρι του. Δεν του είπα τίποτε, μισόβλεπα μόνο το σκληρό προφιλ του που τώρα βούταγε στη θάλασσα, ξανάβγαινε και χωνόταν ξανά στο νερό. Ήταν δεινός κολυμβητής. Ξεμπέρδεψα κι εγω με τις δουλειές κι όρμησα ξωπίσω του. Τον έφτασα, γύρισε με είδε. Πάμε; μου γνεψε. Πάμε, συναίνεσα. Κάναμε κόντρες, φεύγαμε σαν δελφίνια, ολόγυμνοι στο σκοτάδι που τύλιγε την θάλασσα και τον κόσμο μας. Κάποτε-κάποτε μας ένοιαζε ποιος θα νικήσει. Τις πιο πολλές φορές όχι. Απόψε όμως η κόντρα φάνηκε γεμάτη πείσμα, σαν να θέλαμε κάτι ν αποδείξει ο ένας στον άλλον, πήγαμε μέχρι τη Φλέβα και γυρίσαμε. Τερμάτισα πρώτος κι αυτό δεν του άρεσε. Γέρασα φαίνεται, αποφάνθηκε σκουπίζοντας το πρόσωπο με μια πετσέτα. Πόσον καιρό είχες να με κερδίσεις μπόι; Δε θυμάμαι, του απάντησα. Είχαμε διαφορά δέκα χρόνια. Ο Γύφτος σαράντα, εγώ στα τριάντα. Τον άφησα στην παράγκα κι έφυγα παρ ότι μου είπε να κάτσω για κρασί. Άστο αύριο του είπα, είμαι κουρασμένος. Δεν παθαίνεις τίποτα εσύ, γέλασε και κατέβασε μια κούπα.
Όλο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Στριφογυρνούσα στο κρεββάτι σαν διάολος, μια με παιρνε ο ύπνος μια όχι. Τελικά, γύρω στις πέντε ντύθηκα κι έφυγα βιαστικός. Έφτασα στην παράγκα, άφησα τη μηχανή πιο πέρα και συνέχισα με τα πόδια. Κρύφτηκα πίσω από τα πρωινά αρμυρίκια που θροιζαν την αλμύρα στο πρόσωπο μου και παρακολουθούσα το σημείο, εκεί στο μικρο τοιχάκι που μου άφηναν το τριαντάφυλλο. Πρώτα άκουσα έναν παφλασμό στη θάλασσα, σαν αυτόν που πέφτει ένα κορμί-κοιταζα αλλά δεν έβλεπα τίποτε. Κι ύστερα, διαγράφηκε σαν αστραπή η σκιά ενός γυναικείου σώματος που σκουπιζόταν με μια πετσέτα στην άκρη της θάλασσας. Εγώ σώπαινα, κρατούσα την ανάσα μου. Αυτη ήταν. Η Ασήμω.Δεν μπορεί παρά να ήταν αυτή. Πράγματι, αφού την έχασα για λίγο από τα μάτια μου, ξαναφάνηκε τυλιγμένη με την πετσέτα και το τριαντάφυλλο στο χέρι να πηγαίνει και να το αφήνει απαλά στον τοίχο μου και μετα να χώνεται στην παράγκα του Γύφτου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ και καλά κείνη την ώρα αλλά αργότερα,όταν ο ήλιος είχε υψωθεί στον ουρανό και δούλευα πυρετωδώς σκεφτόμουν την Ασήμω, την πανέμορφη Ασήμω που ήταν πουτάνα και άφηνε σε μένα μια χούφτα τριαντάφυλλα τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι να κάμω αλλά εκείνη ήρθε και μου μίλησε κείνη τη μέρα. Τι θα κάνεις το βράδυ ρε όμορφε; κι έπαιζε με τα μάτια της στα δικά μου. Τίποτε, είπα αχνά. Εσύ μου στέλνεις τα τριαντάφυλλα; Ε, ναι, ρε μάγκα εγώ σου τα στέλνω,αν δεν σου αρέσουν να μας το πεις! Όχι,όχι, δεν είναι αυτό, διαμαρτυρήθηκα Ε, πάμε τότε καμιά βόλτα; εχω ρεπό σήμερα, είσαι; Είμαι, είπα γιατί να μην είμαι; Ωραία, πέρνα στις δέκα από την στροφή να με πάρεις και μου δειξε πέρα το γύρισμα του δρόμου. Κι έφυγε. Μ άφησε μόνο μου όλη μέρα να σκέφτομαι. Ρε, που έμπλεξα, μονολογούσα από τη μια αλλά τι πειράζει, τι σε νοιάζει; μήπως θα την παντρευτείς; Όχι, αλλά να αυτο δεν έψαχνες; αυτό δε νόμιζες πως μπορούσε να γίνει, μου λεγε ο εαυτός μου από την άλλη. Κοίτα όμως που είχε ρομαντισμό η πουτα..δαγκώθηκα, δεν ήθελα να την λέω έτσι και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να γίνει κι αυτό, αρκεί να το ήθελε, αρκεί να ήθελε ν αλλάξει ζωή. Όλοι οι άντρες όταν γνωρίσουν μια πουτάνα, προσπαθούν να την φέρουν στον ίσιο δρόμο, σκέφτηκα και γέλασα με την αφέλεια μας, το βράδυ που βγήκα με την Ασήμω έξω και της το είπα καθώς τρώγαμε. Γιατί ν αλλάξω ρε Αρτέμη; δεν σου αρέσω έτσι κατά πως είμαι; Ε, τότε να στρίβω μωρ αδερφέ μου! Κι έκανε να σηκωθεί. Μα δεν την άφησα. Την πρόλαβα κι αυτό ήταν. Από εκείνο το βράδυ την ερωτεύτηκα κι έχασα τον ύπνο μου. Δεν υπάρχει χειρότερη δυστυχία από αυτή. Από τη μια να σου αρέσει κάτι κι απ την άλλη να πρέπει να το διώξεις, να το χάσεις. Ο καιρός περνούσε, τα τριαντάφυλλα είχαν χαθεί, τι το θελα ν ανακαλύψω ποιος μου τα στελνε; και το χειρότερο που δεν ήξερα ως τα χτες, ήταν που η Ασήμω ήταν αδερφή του Γύφτου. Κεραμίδα μου ρθε στην κεφάλα..Τι, μου λες ρε! της είπα οργισμένος Αυτό έπρεπε να μου το είχες πει από την αρχή. Δεν τα λέμε αυτά αγοράκι, τα λέμε; ο Γύφτος μου προμηθεύει πελατεία, τι σε νοιάζει εσένα. Αν μ ένοιαζε λέει; μαύρα κοράκια με ζώσανε και πάνω που ήμουν έτοιμος να της κάνω πρόταση να τα παρατήσει και να παντρευτούμε σκοντάφτω. Σκοντάφτω σε μεγάλο ύφαλο, αιντε να βγάλεις άκρη με τον γύφτο, σκέφτηκα οδυνηρά. Ήμουν σίγουρος πως θ αρνιόταν. Άσε που θα γελούσε μέρες επειδή ήξερε τα όνειρα μου να παντρευτώ μια κοπελίτσα, μια γυναικούλα να κάνω σπιτικό. Κι όμως, παρ όλα αυτά αποφάσισα να του το πω με την σύμφωνη γνώμη της Ασήμως. Το και το αδερφέ μου του πα, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη που είχαμε γυρίσει απο μια κόντρα μέχρι τις Φλέβες. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και οι σκιές έπεφταν στην άμμο που καθόμασταν οι τρεις μας. Ο Γύφτος πετάχτηκε πάνω, ούρλιαξε σα θεριό, με κοίταξε στα μάτια με τέτοιο θυμό και μίσος που δεν είχα ξαναδεί.Αλλά δε φοβήθηκα, είχα το δίκιο με το μέρος μου, αλλά το δίκιο δεν κερδίζει πάντα. Ο Γύφτος μου όρμησε αναμαλλιασμένος, ήταν γερός, πιο σωματώδης από μένα και κυλιστήκαμε στην άμμο. Παλέψαμε γερά κάτω από τ αγωνιώδη βλέμματα της Ασήμως. Γιατί παλεύαμε; εγώ τουλάχιστον για να αμυνθώ, να σώσω τον Αρτέμη, έτσι κατα πως είχαν έρθει τα πράγματα και τον χτύπησα στο πρόσωπο. Μάτωσε, μάτωσε και η άμμος, κόλλησε στα σώματα μας στο μυαλό μας βουλιάξαμε στην άκρη της θάλασσας καθώς ο Γύφτος είχε βγάλει τώρα το μαχαίρι κι όρμησε να μου το στρίψει στην καρδιά. Πρόλαβα όμως και το στριψα εγω στην δικιά του, την άρρωστη καρδιά,  κι έπεσε νεκρός, στην άμμο, δίπλα σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, καθώς η θάλασσα αργούρλιαζε πέρα σαν ένας λυπημένος σκύλος.
ΤΕΛΟΣ

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

ΓΚΡΙΖΟΠΡΆΣΙΝΑ ΜΆΤΙΑ







Η ζωή μερικές φορές, είναι βαρετή για ανθρώπους ειδικά  σαν εμένα. Και το λέω αυτό επειδή από μικρό παιδί τα είχα όλα. Γεννημένος στην Γλυφάδα, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια, από γένος αριστοκρατικό, πλούσιο, Τσιλιμηταίοι έλεγαν όλοι κι έτρεμε το σαγόνι τους από φθόνο. Ο πατέρας μου, γνωστός αρχιτέκτονας, είχε σχεδιάσει τα μισά από τα πιο ωραία κτίρια των Αθηνών και όχι μόνο: Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Πεκίνο, ήταν διάσημος. Η μητέρα μου ήταν κτηματίας. Η μισή γλυφάδα δικιά της από κληρονομιά. Λεφτά να φάνε κι οι κότες.
Έτσι, εμένα που με είχανε μοναχοπαίδι και άρα ήμουν μοναδικός κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, με προόριζαν για πολιτικό. Σπούδασα στα καλύτερα κολέγια των Αθηνών κι ύστερα μεταπτυχιακά, ντοκτορά και τέτοιες αηδίες στη Ζυρίχη, όπου τελευταία, γύρω στα τριάντα μου, τελείωσα πολιτικές επιστήμες.. Εγκαταστάθηκα σε ένα πολυτελές, ιδιόκτητο γραφείο, τοποθέτησα μια σπουδαία επιγραφή στην πόρτα: Τσιλιμηταίος Εμμανουήλ. Πολιτικός επιστήμων.
Η εξωτερική μου εμφάνιση σπουδαία. Γύρω στο ένα ογδόντα ύψος, βάρος εβδομήντα πέντε κιλά. Σταθερά. Πρόσωπο γωνιώδες, από αυτά που λένε πως έχουν φωτογένεια. Μάτια γκριζοπράσινα, λαμπερά. Πηγούνι θεληματικό, όχι ακριβώς τετράγωνο. Γενικά είμαι ένα καλοβαλμένο, ωραίο πρόσωπο. Πρόσωπο και μυαλό. Φυσικά δεν δούλεψα ποτέ μου. Η δουλειά είναι για τα κατώτερα όντα, τους πληβείους. Κι όσο κι αν φαίνεται ρατσιστικό, αυτή είναι η αλήθεια. Ούτε με την πολιτική που σπούδασα, ασχολήθηκα. Τι ανάγκη είχα εγώ για όπλα αυτά; είμαι ένας βολεμένος άνθρωπος που του άρεσαν δυο πράγματα: οι γυναίκες και οι άντρες.
Εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη, έπινα τον μελαγχολικό εσπρέσο μου στο καφέ του Αστέρα Βουλιαγμένης, αυτό το γκέτο των πλουσίων. Δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα, καμιά αφορμή δεν μου δινόταν. Έτσι, κάπνιζα το ένα τσιγάρο κατόπιν του άλλου-είμαι μανιώδης καπνιστής όπως οι περισσότεροι ηλίθιοι άνθρωποι. Ποτά δεν πίνω, τα θεωρώ επικίνδυνα για όλους τους ανθρώπους. Όπως και για τα ζώα. Θα είχε περάσει ώρα πολλή-ίσως κανένας αιώνας- κι ενώ συνέχιζα να πίνω τον εσπρέσο μου, δίπλα μου ξεφύτρωσε σαν από πουθενά, ένας φτωχός, πούστης κι άσχημος. Πως διάολο είχε εισχωρήσει στο γκέτο; Πως ξέφυγε από τους φύλακες; Αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία, αυτοί οι άνθρωποι μου προξενούν αηδία. Σιχαμάρα.
-Νομίζεις πως είσαι κάτι σπουδαίο, μου είπε απερίφραστα με φωνή αντρική, τραχιά.
-Σε μένα μιλάς; απόρησα.
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ; έσμιξε τα φιδίσια μάτια του.
Σκέφτηκα να φύγω αλλά γιατί;
-Πάρε δρόμο! του απάντησα εξ ίσου σκληρά.
Γέλασε σαρδόνια.
-Και να φύγω, εσύ δεν γλιτώνεις, είπε χαλαρά λες και δεν συνέβαινε τίποτε.
-Από ποιον; από σένα; χλεύασα.
-Από τον εαυτό σου. Γι΄αυτό ηρέμησε.
Έπιασα σκεφτικός το πηγούνι μου και τον παρατήρησα καλύτερα. Τι ποντικίσια φάτσα ήταν αυτή; Ίσια μαλλιά σαν πράσα, κακοχτενισμένα. Στόμα σαν μια σχισμή, πέντε τρίχες φύτρωναν εδω κι εκεί, σε ένα μαυριδερό σαγόνι. Σώμα λιγνό, νευρώδες, άτριχο. Φορούσε ένα μαγιό, από αυτά που λέμε κουραδοκόφτη, φαινόταν όλο το κωλαράκι του κι έσταζε νερά ενώ εγώ φορούσα Αρμάνι την τελευταία μόδα κατευθείαν από το Μιλάνο.
-Από τη θάλασσα ήρθες; τον ρώτησα.
-Οι φτωχοί από κει έρχονται, αφού συνήθως απαγορεύεται η είσοδος στα μέρη σας.
-Ξέρεις ότι μπορώ να φωνάξω να σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές;
-Δε θα το κάμεις, είπε με πεποίθηση.
-Γιατί;
-Επειδή θέλεις ν αλλάξεις πρόσωπο. Επειδή, δεν σου αρέσει αυτό που είσαι κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω σ΄αυτό.
-Πως και πότε θα γίνει αυτό; είπα ξαφνιασμένος, γιατί πράγματι τον τελευταίο καιρό σκεφτόμουν να γίνω κάτι άλλο.
-Μην έχεις αγωνία, θα σε βρω εγώ. Δουλεύω σε ινστιτούτο αλλαγής φύλου.
Από μικρό παιδί, πέντε ή έξι χρονών, που μπέρδεψα τα μπούτια μου με μια συνομήλικη ξαδέρφη, κατάλαβα τη διαφορά των δύο φύλων. Του αρσενικού και του θηλυκού, του άντρα και της γυναίκας. Απο τότε θυμάμαι πως με συνάρπαζε η ιδέα πως μπορείς να γίνεις το άλλο. Δηλαδή, εγώ σαν άντρας να μπορούσα να νιώσω τι ακριβώς αισθάνεται μια γυναίκα. Ο φόβος είναι άραγε ίδιος ή μια γυναίκα φοβάται περισσότερο; Η υπόσταση του σώματος μπροστά στον καθρέφτη, τι αναλογία ηδονής, χαράς, μίσους ευτυχίας, προσδίδει στη γυναίκα; Σαν αυτούσιο αρσενικό που ήμουν, γνώριζα ή τουλάχιστον πίστευα πως γνώριζα τι ακριβώς ένιωθα απέναντι στο σώμα μου και στο μυαλό μου. Το θηλυκό όμως; Λένε πως οι γυναίκες είναι πονηρές. Πως σκέφτονται αλλιώτικα από τους άντρες. Είναι όμως αλήθεια αυτό και ποιος μπορεί να το βεβαιώσει απόλυτα αν δεν έχει βρεθεί και στις δύο πλευρές;. Όμως το συναρπαστικότερο μέρος αυτής της σύγκρισης, ήταν πρώτα η ηδονή κι ύστερα η εξίσωση των ειδών εγκεφάλου. Και η περιβόητη ισότητα των δύο φύλων, κατέληγε στον αδυσώπητο αγώνα του φεμινιστικού κινήματος. Γιατί μια γυναίκα να θέλει να εξισωθεί με τον άντρα; Τι νόημα είχε αυτό, αφού αποτελούν δυο αντίθετα πράγματα και ως εκ τούτου εξυπηρετούν διαφορετικούς κανόνες της ζωής.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Γυμνός στο τεράστιο σαλόνι περιφερόμουν εδώ κι εκεί. Πολλές φορές έπιανα τα στήθια μου να δω μήπως μεγάλωσαν και το πέος μου που βρισκόταν σε ακατάσχετη στύση από φόβο ενστίκτου μήπως αλλοτριωθεί σε αιδοίο. Ήταν όμως κι αυτός ο άτριχος σπουργίτης που είχε εμφανιστεί από το πουθενά να μου σπαράζει το μυαλό. Τι στο διάολο ήθελε; Εγώ ήμουν ένας βολεμένος μεγαλοαστός, ένας άνθρωπος μεγαλωμένος στην εμβέλεια της πραγματικότητας, θα μου άλλαζε ένα τυχαίο γεγονός τη ζωή μου; Ή μήπως κατά βάθος, πράγμα που δεν ήθελα να ομολογήσω, ήθελα ν γίνω γκέι; Να αποποιηθώ δηλαδή τη φύση μου. Αλλά ποια ήταν η φύση μου; αναρωτήθηκα φωναχτά στον καθρέφτη. Ήμουν ένας ερμαφρόδιτος παπαγάλος ή μια ξεφωνημένη κολοσούσα;
Πέρασαν δυο-τρεις μέρες. Συνηθισμένος στις μεγαλοαστικές μου ασχολίες, ξεχάστηκα. Ή μάλλον, σκέφτηκα, τελειωτικά, πως το γεγονός ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Πως δεν υπήρξε δηλαδή, κανένας ξεπουπουλιασμένος σπουργίτης που με είχε επισκεφτεί στην παραλία του Αστέρα Βουλιαγμένης. Έτσι, όταν εμφανίστηκε πάλι ξαφνικά από το βυθό της θάλασσας, δεν το πίστεψα.
Ήταν πρωί αυτή τη φορά κι απολάμβανα την ζέστη ενός ωραίου Φθινοπωρινού ήλιου.
-Είσαι έτοιμος; με ρώτησε
-Έτοιμος για πού;
-Ξέχασες; θα πάμε στο ινστιτούτο αλλαγής φύλων. Όπως συμφωνήσαμε, δεν είναι τίποτα φοβερό, θα δεις.
-Μιλάς σοβαρά; πήγα ν αστειευτώ. Και πότε συμφωνήσαμε;
-Πολύ σοβαρά! με αντέκρουσε με σκιώδη φωνή.
-Μήπως δεν πρέπει; έκανα αμφιταλαντευόμενος
-Ξέχνα το! Πρέπει να γίνει. Εξ άλλου, λεφτά έχεις, τι φοβάσαι;
-Δεν είναι αυτό..έκανα μια άλλη μορφή αντίρρησης σκεπτόμενος πως, άμα έχεις λεφτά, όλα είναι τέλεια, όλα είναι λυμένα.
-Πάμε, πάμε έκανε αποφασιστικά και με πήρε από το μπράτσο.
Η χειρουργική επέμβαση δεν διήρκεσε πολύ. Ίσως τέσσερις-πέντε ώρες. Εγώ δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, όπως δεν καταλαβαίνει κανείς, όταν βρίσκεται ναρκωμένος στο χειρουργικό κρεββάτι.
Άμα ξύπνησα, οι γιατροί έτριβαν τα χέρια τους.
-Μπράβο! είπαν. Όλα έγιναν στην εντέλεια.
Και με άφησαν μόνο μου.
Ή μάλλον μόνη μου.
Καθώς συνερχόμουν από την νάρκωση, έβαλα τα χέρια μου στο στήθος. Αναμαλλιασμένος χούφτωσα δυο υπέροχα γυναικεία στήθη. Ύστερα κατέβασα το χέρι μου χαμηλά.Στην αρχή δεν κατάλαβα αν έπιανα πέος ή κλειτορίδα.
Δυστυχώς ήταν κλειτορίδα.
Ή ευτυχώς.
Τώρα ήμουν μια τέλεια γυναίκα.
-Ν΄αφήσεις τα μαλλιά σου να μακρύνουν, άκουσα μια νοσοκόμα που εισέβαλε ξαφνικά στο θάλαμο. Θα είσαι πανέμορφη. Μια κούκλα!
-Αποτρίχωση; ψέλλισα πιάνοντας τα γένια μου.
-Μη σε νοιάζει! κελάρυσε. Σε λίγες μέρες δε θα βγαίνουν πια.
Κι έφυγε αφήνοντας με μόνη στην συμφορά μου.
Εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί, αφήνοντας με μετέωρο να χάσκω στο μακρύ βυθό της θάλασσας και της ανθρώπινης διάστασης.
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

ΔΈΚΑ ΧΡΌΝΙΑ ΠΑΡΈΑ.





Καλημέρα σας.
Δέκα χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές μας, παρ ότι η ζωή μας είναι σκληρή έως απάνθρωπη αρκετές φορές. Γελάσαμε πολύ, δημιουργήσαμε, φτιάξαμε και χάσαμε φιλίες και έρωτες, ειρωνευτήκαμε, πειράξαμε ο ένας τον άλλον.
Γυρνώντας σε πολλές παλιές αναρτήσεις και δημοσιεύματα στο ΔΙΑΣΧΙΖΩ και εδώ, χτες τη νύχτα, είδα τους φοβερούς διαλόγους, τα όμορφα σχόλια, τις αντεκλίσεις μεταξύ αρκετών από σας που συνεχίζουν να είναι εδώ αλλά και άλλων που έχουν φύγει και μας διαβάζουν...κρυφά!
Διαπιστώσεις ωραίες αλλά και πικρές μερικές φορές για κάποιους που δε μας κατάλαβαν ή που θέλησαν να δείξουν εμπάθεια, ίσως εξ αιτίας του αιχμηρού μου λόγου, ίσως επειδή αυτά έχει η ζωή που ποτέ δεν είναι ρόδινη και ευτυχισμένη.
Βεβαίως και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε εδώ, σίγουρα με τους περισσότερους από εσάς δε θα έχω τη χαρά να τους συναντήσω από κοντά και να τους σφίξω το χέρι αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο όταν φεύγετε και επανέρχεστε ακόμη και μετά από χρόνια, η φωνή του καθενός σας μου λέει πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ο ένας την ανάγκη του άλλου κι αυτό είναι μια μεγάλη εξωτερίκευση των αισθημάτων μας, κόντρα σε όλες τις δυστροπίες της κρίσης, λοιπόν, φωνάξτε, μπράβο στην επικοινωνία των ανθρώπων, μπράβο σε όσους παλεύουν για την καλυτέρευση αυτού του κόσμου!
Να είστε όλοι καλά!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΎΚΟΛΟ Ν ΑΛΛΆΞΕΙς ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ.







Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι που σου σπάνε τα νεύρα, στα κάνουν τσατάλια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου. Τέλος πάντων, είχα μια γυναίκα εκείνον τον καιρό. Ευανθία την έλεγαν, χοντρή, ασουλούπωτη, την είχα γνωρίσει στο σταθμό του μετρό. Καθόμουν εκεί και περίμενα το βαγόνι όταν μου μίλησε.
-Εσείς πάτε στον Πειραιά; με ρώτησε χωρίς λόγο.
Εγώ που είμαι στρατιωτικός υπάλληλος, είχα διαμορφώσει την στρατιωτική πειθαρχεία μέσα μου και έξω μου. Με λένε Χρήστο Ευγενόπουλο, για να συστηθούμε κιόλας. Είμαι λεπτός, αδύνατος μπορώ να πω, κι αυτή η γυναίκα μου ζάλισε τον έρωτα. Εγώ δεν είμαι για πολλά. Τα σύκα- σύκα και η σκάφη σκάφη, να πούμε. Τώρα τι ήθελε αυτή χοντρή κυρία;
-Ναι, της είπα, πάω στον Πειραιά.
-Α, τι ωραία! αναφώνησε. Τότε θα πάμε παρέα. Και με πιασε αγκαζέ.
Ήμουν τότε περίπου σαράντα δυο χρονών. Τον γάμο τον σιχαινόμουν. Παιδιά δεν ήθελα να κάνω με τίποτα, τι ανάγκη είχα; Σιγά-σιγά, όμως,  μου κάθισε στο σβέρκο η Ευανθία. Την πήγα στο σπίτι της, ήρθε στο δικό μου, τη γάμησα με το ζόρι. Ανάθεμα την ώρα που το κανα και τη γνώρισα, τι δουλειά είχα εγώ στον Πειραιά; Τέλος πάντων η Ευανθία είχε και μερικά σκυλιά. Πέντε -έξι, δε θυμάμαι και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Δε ροχάλιζε, πράγμα περίεργο για χοντρή, κοιμόταν σαν πουλάκι. Τι κοιμόμασταν δηλαδή, κοιμόντουσαν αυτοί, γιατί εγώ είχα χάσει τον ύπνο μου όλον αυτόν τον καιρό. Παρ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η Ευανθία δούλευε στη λαϊκή. Είχε έναν πάγκο και πουλούσε αγγούρια, μελιτζάνες και τα λοιπά. Να δεις που πήγαινα κι εγώ εκεί, στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον πάγκο να μη με δούνε οι γνωστοί κι αρχίσουν τα πειράγματα. Ρε το Χρήστο, που κατάντησε! Ντρεπόμουν αλλά η Ευανθία, μου έκανε όλες τις χάρες: Πίπες, πίτες, με χαρτζιλίκωνε κιόλας γιατί εγώ τρεις κι εξήντα έπαιρνα ενώ αυτή έβγαζε του κόσμου τα λεφτά στη λαϊκή. Μου πήρε καινούριο κουστούμι κι απ την αγάπη μας ομόρφυνε κιόλας. Γελούσε ολόκληρη αλλά χοντρή ρε παιδί μου, τι να σου πω, άλλο πράγμα.
-Πρέπει να χάσεις κιλά, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Αααα! δε με θέλεις, θα πάω να σκοτωθώ, θα πάω στη μάνα μου, να της το πω.
-Αλήθεια λες; τη ρώτησα με ορθάνοιχτα μάτια. Έχεις μάνα;
-Εμ, τι, δεν έχω; απόρησε και με κοίταζε με τα γαλάζια μάτια της. Δε με γέννησε μάνα εμένα;
-Μην κλαις μωρή, της είπα και την συμπονούσα ειλικρινά. Αν μου ορκιστείς πως θα χάσεις είκοσι κιλά μπορεί να σε παντρευτώ.
-Αλήθεια λες; και μου όρμησε πάνω μου, εκατόν είκοσι κιλά βουνό. Με σύνθλιψε.
-Πως θα τα χάσω;
-Θα πάμε στη θάλασσα, μου ήρθε μια ιδέα ξαφνικά. Εκεί θα περπατάμε στην άμμο, μέρα-νύχτα. Που θα πάει; θα τα χάσεις.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Πήραμε και δυο ρακέτες να παίζουμε. Τακ-τουκ, τακ-τουκ το μπαλάκι όλα τα Σαββατοκύριακα. Ωραία ήταν η Ευανθία, ομόρφαινε από την αγάπη μας. Μου αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, γαμώ το κέρατο μου μ αυτή τη γυναίκα που γνώρισα μια μέρα στο μετρό. Τι το ήθελα να πάω εκείνη τη μέρα στον Πειραιά; Τα σκυλιά, της είπα θα τα διώξεις, τι να κάνω Χρήστο μου, ότι πεις εκείνη. Και τα διωξε. Μείναμε μόνοι, χωρίς σκυλιά. Πηγαίναμε στη θάλασσα αλλά κιλά δεν έχανε. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα, τίποτε. Τη γαμούσα με μανία μήπως κι αλλάξει παρελθόν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με είχε ρέψει η σκύλα. Ήμουν που ήμουν αδύνατος, με είχε κάνει τσίρο, δε βλεπόμουν.
-Να βάλεις κανένα κιλό αγόρι μου, τι θα γίνει με σένα; έμπασες. Εμένα λες να χάσω κιλά αλλά εσύ πρέπει να πάρεις και με πλάκωνε με τα μπούτια της που ήταν δυο φορές σαν εμένα. Έτσι αποφάσισα εκείνο τον καιρό ν αλλάξω χαραχτήρα.
Δεν είναι εύκολο όμως, ν αλλάξεις, χαραχτήρα. Τόσα χρόνια είχα συνηθίσει τον εαυτό μου έτσι. Με το μουστακάκι μου περιποιημένο, τα κοντά μαλλάκια μου, ωραίος ήμουν αλλά τώρα με την Ευανθία που είχα μπλέξει τα πράγματα σκούραιναν. Είχα βαλθεί να την ξεπαχύνω.
-Μέχρι να χωρίσουμε θα σε κάνω εγώ λιανή σαν την βέργα, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Ααααα! δε με θέλεις! γιατί θα χωρίσουμε αφού εγώ σ αγαπάω!
-Σκάσε μωρή, της λέω, ήμασταν στο δρόμο, μας έβλεπε ο κόσμος. Πάντα με ενοχλούσε να με βλέπει ο κόσμος, ήμουν ένα μυστήριο τρένο- δεν έσκαγε. Πήγαμε σπίτι της στον Πειραιά- αυτός ο Πειραιάς με φαγε πια- κι αναγκάστηκα να την γαμήσω αλλιώς δε σταμάταγε το κλάμα.. Ανάμεσα κάπου εκεί, της είπα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ και ησύχασε για καμιά βδομάδα. Μου πήρε μια καινούρια γραβάτα που την φοράω ακόμη για να τη θυμάμαι. Έτσι λοιπόν, περνάγαμε περίφημα. Πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα με τα μπαλάκια μας και τις ρακέτες. Τάκα-τουκ, τακα τουκ, ξέρετε πέρα δώθε το μπαλάκι. Μετά τρώγαμε στα μπιφτεκάδικα, στη Γλυφάδα και αλλού. Έτρωγα εγώ δηλαδή, γιατί Ευανθία, Χρήστο, μου είπε, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, για να με παντρευτείς και δεν έβαζε τίποτε πια στο στόμα της. Την κοίταζα κι απορούσα, δεν μπορούσα να της επαναλαμβάνω πως ήμουν εναντίον του γάμου, έβαζε τα κλάματα. Και να δεις που σιγά-σιγά, άρχισε ν αδυνατίζει, ενώ εγώ πάχαινα. Ότι έχανε εκείνη το έπαιρνα εγώ. Έχει πλάκα έλεγα μέσα μου, να αδυνατίσει αυτή και να γίνω εγώ χοντρός. Δεν το βάσταγε η ψυχή μου αλλά τα πράγματα έτσι έγιναν. Η Ευανθία αρρώστησε από την πολλή δίαιτα, βαθούλωσαν τα ματάκια της, έρεψε. Αντίθετα εγώ, ο Χρήστος Ευγενόπουλος μέσα σε ένα χρόνο πήρα είκοσι κιλά, ίσως και περισσότερα, πλησίαζα τα ενενήντα, εγώ που ήμουν πάντα γύρω στα εξήντα πέντε κιλά. Ή Ευανθία μου άλλαξε όλα τα ρούχα, δε με χώραγαν πια τα κουστούμια μου.
-Δεν πειράζει Χρήστο, μου έλεγε, εσύ να είσαι καλά. Πως να ήμουν καλά έτσι που είχα καταντήσει; Έκανα κοιλιές, σταματήσαμε τις ρακέτες, οι φίλοι και οι γνωστοί με κορόιδευαν, εμ, το αιδοίο αυτά κάνει, ας πρόσεχες, μου είπε ένας κολλητός μου στην υπηρεσία. Πήγα να τον βουτήξω, έγινε σαματάς, μας ξεχώρισαν κάτι άλλοι και από τότε δε μιλιόμαστε, γίναμε μαλλιά-κουβάρι. Γύρισα στο σπίτι, με είδε η Ευανθία έτσι- μου είχε ρίξει μια μπουνιά στο δεξί μάτι ο άτιμος- κι έβαλε πάλι τα κλάματα.
-Αααά! ποιος σε έκανε έτσι Χρήστο μου και δώστου ν ουρλιάζει. 
Είχε γίνει μια σταλιά, φάε κάτι μωρή, της έλεγα, φτάνει πια με τις δίαιτες. Δεν την μπορούσα πια άλλο, τι να κανα;
-Καλύτερα που ήσουν χοντρή, της πέταξα μια μέρα. Ήμασταν στην Λαϊκή και με κοίταξε περίεργα. Απόρησε με τα καμώματα μου, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε για πάντα από κοντά μου.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Να ζει άραγε ή να πέθανε σε καμιά γωνιά.
ΤΕΛΟς

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΤΈΡΝΟ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ






 Καθόμουν στην έκτη στάση Ιλισίων και περίμενα το λεωφορείο να πάω στη δουλειά μου. Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος έσκαγε σαν σφυρί στο κεφάλι μου, - το ένιωθα σαν εκείνο το μπρούτζινο γκόγκ που χτυπούσε ο μαύρος, στην αρχή των παλαιών τανινών του κινηματογράφου. Κόσμος πολύς δεν περίμενε, ίσως πέντε-έξι στέκονταν γύρω μου. Ναι, πέντε-έξι και μια χοντρή γυναίκα έγκυος. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν, πως αντέχουν οι χοντροί το βάρος τους και πόσο μάλλον όταν είσαι και έγκυος γυναίκα. Τι κοιτάς; με ρώτησε με έχθρα κι εγώ γύρισα πίσω μου να δω σε ποιον μιλάει. Εγώ; έδειξα με τον δεξιό δείχτη τον εαυτό μου, απορημένος. Ναι, εσύ! μου φώναξε. Που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! και μ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή. Εγώ είμαι συνεσταλμένος, δεν είμαι όποιος κι όποιος, πήγα δικαιολογηθώ αλλά η χοντρή είχε πάρει ανάποδες και μ έστρωσε στο κυνήγι. Το βαλα στα πόδια, τι να κανα; ενώ πίσω μου έπεφτε το γέλιο της αρκούδας. Φυσικά κατάφερα να ξεφύγω εύκολα απ την γκαστρωμένη χοντρή και λίγο πιο κάτω, σταμάτησα το τρέξιμο να ξελαχανιάσω. Ρε, τι έπαθα, σκεφτόμουν, μεγάλος άνθρωπος, πενήντα χρονών τώρα εγώ, να με κυνηγάει μια χοντρή κι όπως κοίταζα το λεωφορείο που ερχόταν-πάει το είχα χάσει- μου ήρθε ένα μπουγέλο νερό απ το χέρι της χοντρής μέσα από το λεωφορείο! Με πήρε κι ο αέρας απ τη φόρα του οχήματος- το νερό κύλησε στο κουστούμι μου, έγινα μούσκεμα, πως θα πήγαινα τώρα στη δουλειά μου; Ανασηκώθηκα, τινάχτηκα κι ένας περαστικός με κοίταζε με λύπηση. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι απορήσαμε και οι δύο. Αυτός άνοιξε τα χέρια του, δείγμα πως με συλλυπείται και έφυγε το δρόμο του. Εγώ κοίταξα μια μπρος μια πίσω και αποφάσισα να πάω πίσω στην έκτη στάση, ήταν πιο κοντά απ ότι υπολόγισα. Περπατούσα αργά, δε μ ένοιαζε και να καθυστερούσα στη δουλειά μου- ήμουν προϊστάμενος στην τροφοδοσία μεγάλου εμπορικού οίκου τριάντα χρόνια τώρα. Σκέφτηκα να πεταχτώ σπίτι ν αλλάξω αλλά ντράπηκα , τι θα λεγα στη γυναίκα μου; κι έπειτα όπως το παρατηρούσα σε λίγο θα στέγνωνε. Βέβαια, θα της το έλεγα το βράδυ και θα γελούσαμε, α, γελάμε πολύ με την γυναίκα μου, παιδιά δεν έχουμε, δε μας έδωσε ο θεός, έτσι έλεγε αυτή κι έκανε σταυρούς. Έφτασα ξανά στην έκτη στάση και ήμουν μόνος. Καλύτερα, σκέφτηκα, μην έχουμε πάλι κανένα άτυχο γεγονός. Σε λίγο όμως είδα να καταφτάνει δρομαίος ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας, ναι βέβαια, φίλοι από παιδιά. Μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο, στις αλάνες, αργότερα είχε γίνει και κουμπάρος αλλά εμείς κρατούσαμε το φίλος. Φίλος είναι άλλο πράγμα, έλεγε ο Λεωνίδας, κουμπάρο κάνεις κι από συμφέρον. Μόλις έφτασε κοντά μου, ξελαχάνιασε, μου δωσε το χέρι, του δωσα το δικό μου, πάντα έτσι έκανε, όποιον συναντούσε τον χαιρετούσε δια χειραψίας, εγώ το βαριόμουν αυτό αλλά τι να κανα; φίλος ήταν. Τι κάνεις εδώ ρε; με ρώτησε με έξαψη. Και γιατί είσαι μούσκεμα; κοίταξε τον ουρανό. Μήπως έβρεξε μονάχα εδώ; κι έδειξε γύρω. Είχε πλάκα ο μπαγάσας. Α, τίποτα, έριξα ένα μπουκάλι νερό πάνω μου, κάνει πολύ ζέστη, δεν κάνει; Κι άμα κάνει ζέστη, μπουγελώνεσαι μοναχός σου; ξεκαρδίστηκε στο γέλιο. Εντάξει, αλλά εδώ τι κάνεις; σοβαρεύτηκε. Περιμένω το λεωφορείο, είπα ήσυχα. Εσύ; περιμένεις το λεωφορείο; τόνισε τα λόγια του. Τι να το κάνεις το λεωφορείο; Να πάω στη δουλειά μου ρε Λεωνίδα. Και γιατί θα πας με το λεωφορείο; εσύ μισείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς; γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητο σου; Έχω αυτοκίνητο εγώ; άνοιξα τα μάτια μου. Ωστόσο είχε μαζευτεί κόσμος και παρακολουθούσε τη συζήτηση. Τι θέλετε σεις; τους έδιωξε πέρα με το χέρι του σαν να έδιωχνε μύγες, ο Λεωνίδας. Ρε, άιντε πάμε να πάρεις το αυτοκίνητο, τρελάθηκες; Και με παρέσυρε αγκαζέ στο δρόμο..
Προχωρούσαμε με τον Λεωνίδα αγκαζέ και μου φάνηκε κάπως. Γύρισα και τον κοίταξα. Μου φάνηκε ψηλός σα μια πολυκατοικία. Με κοίταξε κι αυτός. Τι με κοιτάς; μου είπε. Κάνεις σα να με βλέπεις πρώτη φορά. Όχι, ρε του λέω, τι πρώτη φορά... και μέσα μου σκεφτόμουν αν πράγματι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Μην κάνεις σαν χαζός, σε πείραξε το μπουγέλο που σου ριξε η χοντρή; Έλα, φτάσαμε κάτσε λίγο να τα πούμε, εγώ δεν έρχομαι μέσα. Καθίσαμε στο πεζούλι δίπλα στο γκαζόν της μονοκατοικίας. Α, ρε κερατά! έχεις το πιο ωραίο σπίτι στα Ιλίσια. Και μόνο γι αυτό, σε ζηλεύω. Μόνο γι αυτό; άνοιξα τα μάτια μου. Εντάξει, και το αυτοκίνητο σου δεν παίζεται, εγώ δεν είχα ποτέ Πόρσε, έκανε κι έδειξε την μαύρη Πόρσε που ήταν αραγμένη στο γκαράζ. Ο ίσκιος που έπεφτε από τα μεγάλα δέντρα δρόσιζε τον χώρο. Ωραίες οι ακακίες αλλά γεμίζουν τον κόσμο με τα άνθη τους, είπε ο Λεωνίδας και τις κοίταζε. Της γυναίκας σου θα της βγαίνει η πίστη για να μαζεύει όλα αυτά τα άνθη και τα κίτρινα φύλλα ε; Ο παππούς σου δεν είπες πως τις φύτεψε; Κοίταξα τα δέντρα κι έγνεψα ναι, τι να λεγα; ότι δεν τις φύτεψε; Λοιπόν, συνέχισε, άιντε να σε αφήσω τώρα εγώ να πας και στη δουλειά σου, γιατί άργησες κιόλας. Εντάξει κουμπάρε; έλα γεια. Φιληθήκαμε σταυρωτά. Πάντα έτσι κάναμε όταν χωρίζαμε με τον Λεωνίδα, μου σφιξε πάλι το χέρι, ωχ αυτές οι ατέλειωτες χαιρετούρες του! Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου. Εντάξει, λέω, ας μπω να πάρω την Πόρσε να πάω στη δουλειά μου, τι κάθομαι; Άνοιξα την εξώπορτα, προχώρησα στο διάδρομο, έψαξα τα κλειδιά μου, φτάνοντας κοντά στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο. Αλλά κλειδιά δεν υπήρχαν επάνω μου. Έψαξα όλες τις τσέπες, την τσάντα μου, τίποτε. Που στο διάολο είχαν πάει τα κλειδιά; Τα είχα χάσει; Και πως θα έπαιρνα τώρα το αυτοκίνητο; Α, σκέφτηκα, θα χτυπούσα το κουδούνι να μου ανοίξει η γυναίκα μου, αλλά εγώ δεν είχα ούτε γυναίκα ούτε αυτοκίνητο, τι διάολο έκανα εκεί; Γύρισα να κοιτάξω για τον Λεωνίδα αλλά κι αυτός είχε φύγει πολλή ώρα πριν... Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος βγήκε από το σπιτάκι του και ερχόταν προς εμένα με αργά απειλητικά βήματα. Οπισθοδρόμησα ιδρωμένος, σύγκορμα. Θα είχα κιτρινίσει πολύ, ο φόβος κάλπαζε σαν λευκό άλογο στις φλέβες μου. Κατουρήθηκα. Όπως πήγαινα πίσω-πίσω σκόνταψα σε μια πέτρα, κύλησα στο πράσινο γκαζόν, το πουκάμισο μου γέμισε πρασινάδα-πως θα πήγαινα έτσι στη δουλειά μου; γεμάτος πρασινάδες; ο διευθυντής θα γκρίνιαζε και με το δίκιο του. Ωστόσο ο μαύρος σκύλος είχε φτάσει από πάνω μου κι με έγλειφε με μια τεράστια γλώσσα. Ένιωσα τα σάλια του να κυλάνε σ αυτιά μου, αισθάνθηκα χειρότερη αηδία από κείνη που ένιωσα όταν με μπουγέλωσε η χοντρή, σηκώθηκα έτοιμος να το βάλω στα πόδια αλλά δεν το κανα γιατί θυμήθηκα πως άμα το βάλεις στα πόδια ο σκύλος θα σε δαγκώσει οπωσδήποτε κι έτσι στήθηκα απέναντί του, αντιμέτωπος με τα ήρεμα μάτια του. Έσμιξα τα χείλια μου μπρος και έξω, απόρησα με τη συμπεριφορά του. Πάντα φοβόμουν τα σκυλιά, δε θα αγόραζα ποτέ έναν σκύλο και μάλιστα μαύρο, ίσως κανένα χαζόσκυλο, κανένα Ραν-Ταν-Πλαν ναι, αλλά μαύρον και τεράστιο σαν τούτον εδώ; Ποτέ. Αλλά ο μαύρος σκύλος στεκόταν χαρούμενος εκεί μπροστά μου. Κουνούσε την ουρά του πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Λες να ήταν δικός μου ο σκύλος;
Τέλος


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΎΣΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ.




 ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ –ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΜΙΑ ΒΟΤΚΑ


Χτες δεν είχα καμιά διάθεση να κοιμηθώ.Πως είναι μερικές φορές που δε μας παίρνει ο ύπνος; Κουλουριάστηκα από νωρίς με τις κουβέρτες, προσπάθησα να μετρήσω προβατάκια, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί, να θυμηθώ με πόσες γυναίκες πήγα, να ξεχαστώ μαζί τους σε ένα ζωντανό όνειρο, να διαβάσω ένα βιβλίο, του αγαπημένου Καμί, ξεσκάλισα και μια Ερση Σωτηροπούλου αλλά φευ! Ύπνος πουθενά να με κολλήσει. Πέταξα νευριασμένος τις κουβέρτες, σηκώθηκα στο σαλόνι, άνοιξα την τηλεόραση και την ξανάκλεισα. Αηδίες, όλο τα ίδια και τα ίδια. Έβαλα ένα ποτό. Μια βότκα ή τζιν, δε θυμάμαι. Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα, το τσιγάρο μου ρούφηξε τα σωθικά, άνοιξα όλα τα φώτα. Ήθελα φως σαν και το ημίφως με τρόμαζε-τι ήθελα εγώ σ΄αυτό το σπίτι; Την έχω πατήσει πολλές φορές έτσι μα τούτη μου φαινόταν χειρότερη, δε θα τη γλίτωνα την ξαγρύπνια. Τίποτα δε μου άρεσε, δε με χωρούσε ο τόπος. Κατέβασα τη Βότκα ή το τζιν, δε θυμάμαι αν έβαλα άλλο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα την ωραία μου καπαρντίνα, χρόνια την έχω στη ντουλάπα μου, δεν αγοράζεις εύκολα καμπαρντίνες κι ο κούκος χτύπησε δώδεκα. Κοίταξα τους δείχτες με υποψία μήπως μου λένε ψέμματα, πήγα στην τουαλέτα. Το ύφος μου στον καθρέφτη δεν έλεγε ψέμματα: δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Μερικές φορές μου έφταιγε πολύ. Τσαλάκωσα το προσωπείο μου, η μουσική του Βιβάλντι σκόρπισε τα ψέμματα μου στον αέρα. Που θα πήγαινα; Σκέφτηκα τους φίλους στο πιάνο μπαρ του Χαρώνδα αλλά αμέσως μετάνιωσα. Δεν ήθελα να δω τις φριχτές τους φάτσες, τις πεθαμένες καλησπέρες, τα ανούσια αντρικά φιλιά που γαντζώνουν τα γένια, πάλι αξύριστος ήμουν αλλά μου πήγαινε. Αντροπαρέες, νυχτερινές, ποτό, ξεφτίλα, χαμόγελα και υστερικές απόψεις γυναικείων φιγούρων στο διπλανό κι απέναντι τραπέζι. Όχι, δε θα πήγαινα εκεί. Ωραία θα ήταν να περπατήσω, κοίταξα τον καιρό, έτοιμος να βρέξει. Ξέσφιξα τη γραβάτα, παρα ήταν σφιγμένη αλλά μου πήγαινε. Πάντα φοράω γραβάτα, δεν μπορώ χωρίς αυτή, συνήθεια του επαγγέλματος, δικηγόρος γαρ, παρ΄Αρείω Πάγο. Ξεσκόνισα προσεκτικά τα παπούτσια μου, λουστρίνι πανάκριβο να γυαλίζεις το μάτι σου πάνω τους. Αυτό το αντανακλαστικό μαύρο δε με ενοχλούσε, μια ευχαρίστηση μου έδινε, δεν ξέρω πως. Τα ξανακοίταξα, εντάξει ήταν τα παπούτσια μου, το πανταλόνι όμως είχε μια ατέλεια στην τσάκιση. Σκέφτηκα να το αλλάξω αλλά μετάνιωσα. Ποιος έβγαζε παπούτσια, δυστυχώς έχουν κορδόνια, πάντα βαριόμουνα τα κορδόνια κι όλο μ΄αυτά έμπλεκα και δυσανασχέτησα με το μυαλό μου γι΄αυτές τις άδικες πράξεις. Έριξα μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη, πάλι ψέμματα μου έλεγε. Τον κοίταξα με μίσος, έτοιμος να τον σπάσω ήμουν αλλά την γλίτωσε. Αστραπιαία είχα σκεφτεί, τις συνέπειες. Σπασμένα κομματάκια γύρω-γύρω, ποιος θα τα μάζευε; Άρα, λοιπόν δε θα πήγαινα στο πιάνο μπαρ. Αυτή η μαύρη με την κιθάρα στο ψηλό σκαμπό, ωραία ήταν να την ξανακουγα, ψιλό μπερδεύτηκα αλλά πάλι οι σκουριασμένες φάτσες των ανικανοποίητων φίλων μου, σφράγισε την απόφαση. Όχι δε θα πήγαινα εκεί. Τόσα μέρη έχει η Αθήνα, τι διάολο. Με τη σκέψη αυτή, άφησα όλα τα φώτα αναμμένα, οι κλέφτες φοβούνται το φως και βγήκα διπλοκλειδώνοντας όλες τις πόρτες. Κατέβηκα με το ασανσέρ, αιώνας μου φάνηκε μέχρι να πιάσω πάτο. Αυτό το ασανσέρ είναι σπαστικό. Πάει τόσο αργά που μου θυμίζει σαλίγκαρο. Κοίταζα το ταβάνι του, τον καθρέφτη δεν ήθελα να τον αντιμετωπίσω-τι τους θέλουν τους καθρέφτες στα ασανσέρ; Μένω και στο ρετιρέ, τι το ήθελα αφού βαριέμαι τα ύψη; Άλλο και τούτο. Να φοβάσαι τα ύψη και να μένεις σε ρετιρέ στον όγδοο όροφο. Σαδομαζοχιστικό. Μόνος στο ασανσέρ, είναι μια υποψία θανάτου. Επιτέλους όμως κατέβηκα. Ψυχή. Όλοι κοιμούνται; Τα σκαρπίνια μου ήχησαν στο κενό του χώρου στα πολυτελή πλακάκια της εισόδου. Βγήκα στον αέρα. Ένα ψιλόβροχο, σιγανό, εκνευριστικό, με υποδέχτηκε. Μπροστά στο γκαράζ είχα παρκαρισμένη την γαλάζια σιτροέν μου, την λάτρευα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, την κοίταξα, όχι δε θα την έπαιρνα, θα ταξίδευα αλλιώς και στο νου μου ήρθε εκείνος ο νεαρός που είχα αναλάβει την υπόθεσή του. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του την ώρα που την βρήκε αγκαλιά με τον εραστή της. Ξεκίνησα να περπατάω στον έρημο δρόμο, τι στο διάολο, γιατί σκοτώνονται οι άνθρωποι για τέτοια ηλίθια πράγματα; Βγήκα στην πλατεία Μεσολογγίου, το σπίτι μου είναι στο Παγκράτι. Είχε λίγο κόσμο που αραίωνε καθώς πλησίαζε μία. Μία βραδινή. Προλάβαινα το τελευταίο τρόλεϊ. Στο τσακ .  Στην είσοδο  κατάφερα να μη μου ξεσκιστεί η καπαρντίνα μου. Μπήκα μέσα στο τελευταίο τρόλεϊ, Παγκράτι-Κολιάτσου. Άρα, ήξερα που πήγαινα.
Μπήκα στο τρόλεϊ με συνοφρυωμένα μάτια. Πέντε-έξι Αλβανοί. Καμιά δεκαριά αραπάδες, τίποτε άλλο. Πόσο καιρό είχα να μπω σε τρόλεϊ; Δε θυμάμαι, κάθισα γυρισμένος προς τα πίσω, ενώ η ζωή μου πήγαινε μπροστά. Είναι μυστήριο να είσαι γυρισμένος προς τα πίσω, ποτέ δε μου άρεσε και τη νύχτα είναι ακόμα χειρότερα, τα φώτα στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και είναι σαν να κάνεις ανασκαφές στο παρελθόν. Για να ξεφύγω απ΄τη μιζέρια του εαυτού μου, μέχρι να έφτανα σε εκείνο το σπίτι που είχε γίνει το φονικό, ξανασκέφτηκα την ιστορία και προσπάθησα να βγάλω, τρόπους να υπερασπιστώ τον κατηγορούμενο.Τι να υπερασπιστώ; έναν άνθρωπο που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή πήγε με άλλον; Ελαφρυντικά, εκτός από τον έντιμο πρότερο βίο, δεν υπήρχαν. Ας πούμε και ο βρασμός ψυχής. Ο βρασμός ψυχής. Τι είναι η ψυχή; κάτι που βράζει μες στο σώμα που είναι η κατσαρόλα της; Τέλος πάντων ο φόνος δεν ήταν εκ προμελέτης και ο εραστής είχε καταφέρει να την σκαπουλάρει με μια σφαίρα φυτεμένη στον ώμο. Ήθελες να τον σκοτώσεις κι αυτόν; τον είχα ρωτήσει. Όχι,μου απάντησε. Αυτός δε μου φταιγε. Αυτή η σκύλα η γυναίκα μου ήταν λυσσάρα, το καταλάβαινα απ΄τον τρόπο που έκανε έρωτα μαζί μου. Ήταν αχόρταγη κυρ-Δικηγόρε, ριχνόταν σε όλους τους άντρες. Και αυτός ήταν λόγος να τη σκοτώσεις; γιατί δεν την παρατούσες; είχα απορήσει. Την αγαπούσα, μου απάντησε με στεγνά μάτια. Ήταν όλη η ζωή μου. Ναι, αλλά τώρα θα φας το λιγότερο δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια στη στενή, το κατάλαβες; του είπα με νεύρα. Την αγαπούσε και τη σκότωσε, σκέφτηκα και το χέρι μου έσφιγγε τη λαβή του πιστολιού μου στη δεξιά τσέπη της καπαρντίνα. Σπάνια το έπαιρνα μαζί μου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί όταν έχεις σιδερικό στην τσέπη σου. Είχα πάρει άδεια οπλοφορίας, καθότι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγο. Θυμάμαι πως όταν το είχα πρωτοπιάσει στα χέρια μου, κάποια ανατριχίλα κύλησε στη ραχοκοκκαλιά μου. Ποτέ δε μου άρεσαν τα όπλα. Η βία. Πρόσεξε Δικηγόρε, μου είχε πει ο Αστυνόμος, τα όπλα σκοτώνουν. Είχα αδιαφορήσει για την προειδοποίηση του και τώρα, ταξιδεύοντας μπρος και βλέποντας πίσω τη ζωή μου, η ίδια ανατριχίλα κύλησε σαν κρύο χέλι στη ραχοκοκκαλιά μου. Κοίταξα τους γύρω μου, σα να με εξέταζαν κι αυτοί, βέβαια ξεχώριζα με την καπαρντίνα μου και γενικά από αυτούς εκεί μέσα κι άφησα τη λαβή του περιστρόφου. Είχα ιδρώσει. Πάθατε κάτι; με ρώτησε ένας μαύρος. Τον κοίταξα απορημένος. Όχι, φίλε μου τι να παθα; Είστε κίτρινος και ιδρωμένος είπε σε άψογα Ελληνικά. Που τα είχε μάθει; Τον ρώτησα. Είμαι γεννημένος στην Ελλάδα, σπουδάζω γιατρός, απάντησε περήφανα. Κάνε τη δουλειά σου, του απάντησα σκοτισμένος.Γύρισα λοξά στη θέση μου, προσπαθώντας να καταλάβω που βρισκόμασταν. Τρέχαμε πάνω στην Πατησίων, κοντά  στην πλατεία Αμερικής. Κόντευα να φτάσω στον προορισμό μου, σε  δέκα λεπτά θα έφτανα στο τέρμα. Η ώρα είχε περάσει με τις σκέψεις μου πάνω στην υπεράσπιση του φονιά. Πράγματι, σε λίγο κατέβηκα παρέα με τον μαύρο γιατρό που με κοίταξε ακόμα μια φορά κουνώντας το κεφάλι του με συμπόνια. Γιατί με συμπονούσε; θέλησα να τον ρωτήσω αλλά το απέφυγα. Άνοιξα την ομπρέλα μου, το σπαστικό ψιλόβροχο συνέχιζε αμείωτα τη δουλειά του. Περπάτησα προς την οδό Λήθης. Ήταν ένα στενό δρομάκι που πάντα με βαζε σε σκέψεις γιατί το ονόμασαν έτσι. Γιατί να υπάρχει ένας δρόμος με αυτό το όνομα; Οδός λησμονιάς δηλαδή. Μπορεί να το έβγαλαν έτσι οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τον θάνατο, σκέφτηκα βαδίζοντας κατά εκεί. Είχα νε έρθω εδώ δεκαπέντε χρόνια. Εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι. Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα. Με συγκίνηση άνοιξα την εξώπορτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία. Περπάτησα στην αυλή, έκλεισα την ομπρέλα, η βροχή δυνάμωσε αλλά δε με ένοιαζε. Χοντρές σταλαγματιές κύλισαν στο πρόσωπο, στα ρούχα, στα μαλλιά. Περίμενα λίγο, λες και ήθελα να βραχώ περισσότερο, ανακάτεψα τα μαλλιά μου, που είχαν ασπρίσει απ΄τα βάσανα. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε; Το στριφογύρισα σπασμωδικά, έσπρωξα την πόρτα, μπήκα στο διάδρομο. Σκοτάδι. Έψαξα τον διακόπτη ν ανάψει φως, τρελός είσαι σκέφτηκα πως θα ανάψει το φως; Αφού το ρεύμα είναι κομμένο δεκαπέντε χρόνια; Ψηλάφισα προς το σαλόνι αριστερά- δεξιά, σκόνταψα σε μια καρέκλα ή κάτι τέτοιο. Ανασηκώθηκα, ήξερα τα μονοπάτια, σπίτι μου ήταν. Πήγα στο παράθυρο και με δυσκολία το άνοιξα. Άνοιξα και τα παντζούρια. Το φως μιας λάμπας του Δήμου που έκαιγε στην αυλή, όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεββάτι ήταν ακόμα άστρωτο, με τα αιματοκυλισμένα σεντόνια. Μόνο η σκοτωμένη γυναίκα μου έλειπε.
ΤΕΛΟς


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΝΎΧΤΑΣ






Δεν είχε τι να κάνει, εκείνο το απόγευμα, Νωρίς ήταν, ακόμα δεν είχε πάει επτά. Φθινόπωρο. τέλειωνε ο Σεπτέμβρης, ο πιο γλυκός μήνας του χρόνου.
Το μεσημέρι έριξε μια ξαφνική μπόρα. Μα τώρα είχε ξαστερώσει πάλι. Ένα απέραντο γαλάζιο κύκλωνε την Αθήνα.
Σαν είδε έτσι τον καιρό, καβάλησε την μηχανή του κι έτρεξε μια μεγάλη βόλτα. Ανέβηκε περιφερειακά τον Λυκαβηττό, κατρακύλησε πάλι κάτω. «Πολύ νωρίς ακόμη» σκέφτηκε περνώντας  ένα βαθύ πορτοκαλί στην Ιπποκράτους, υπονομεύοντας με την άκρη του ματιού του έναν μπάτσο που ήταν έτοιμος να του σφυρίξει κάποια κλήση. Γκάζωσε όμως και εξαφανίστηκε προς τον λόφο του Στρεφη. Κάθισε σε ένα παγκάκι να κάνει τσιγάρο. Ο ήλιος έπεφτε γοργά, τα χρώματα σκούρυναν, έδειχναν μια άλλη όψη των ανθρώπων και του τοπίου.
Ασυναίσθητα, σκόρπιος- του άρεσε πολλές φορές να είναι έτσι- ανέβηκε πάλι στην μηχανή. Κατευθύνθηκε προς το μπαρ του Παππού, γωνία Μεταξά και Θεμιστοκλέους. Έστησε την μηχανή, μπροστά στην είσοδο και μπήκε μέσα. Η σάλα ήταν άδεια. Η σχεδόν άδεια. Ένας τύπος συνομιλούσε στον πάγκο με τον Παππού, που μόλις τον είδε συνοφρυώθηκε.
-Τέτοια ώρα; Πως από εδώ; Νωρίς δεν είναι;
-Δεν είχα τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ανόητα. Πιάσε μια πράσινη.
Κάθισε σε ένα σκαπώ. Όταν την έφερε, έβαλε στο ποτήρι να πιει. Το σήκωσε. Ταυτόχρονα σήκωσε και τα μάτια του στον καθρέφτη, πάνω από την μπάρα. Στο βάθος, πίσω δεξιά, καθόταν μια κοπέλα. Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω του κι ένα ποτό στο χέρι. Του μοιασε μαστουρωμένη. Το απλανές βλέμμα, το ύφος της, αυτό μαρτυρούσαν. Ενοχλήθηκε, γύρισε στη μπύρα του. Τι τον ένοιαζε αυτόν;
Ήταν πολύ όμορφη όμως και μετά από λίγο την ξανακοίταξε. Νεαρή, μικρή, ίσως όχι πάνω από δεκαοχτώ. Διέκρινε, μέσα από τα χαχόλικα τζιν που φορούσε, ένα ντελικάτο στήθος και, παρ’ ότι δεν είχε σηκωθεί για να την δει όρθια, έβαζε στοίχημα, πως θα πρέπει να είχε μακριά, ατέλειωτα πόδια. Κάποια στιγμή, γύρισε. Την είδε να καταρρέει ενώ ζητούσε ένα ποτό ακόμη από τον Παππού, ο οποίος, αφού την σερβίρισε, επέστρεψε πίσω από τον πάγκο.
-Τι γίνεται; Τον ρώτησε απορημένος.
-Τίποτε, ανασήκωσε τους ώμους.
-Ποια είναι αυτή; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον.
Ο Παππούς την ξανακοίταξε σκεφτικός. Μετά, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Δεν την ξέρω. Πρώτη φορά την βλέπω, ομολόγησε και αφοσιώθηκε στις δουλειές του.
Αυτός με την σειρά του, ομολόγησε πως του άρεσε. Στα γρήγορα, όπως γίνονται αυτές οι σκέψεις. Τον ενοχλούσε όμως που ήταν μαστούρα, δεν γούσταρε παρτίδες με χαπάκηδες. Του προξενούσαν θλίψη, είτε επρόκειτο για αγόρια, φίλους και εχθρούς, πόσο μάλλον για γυναίκες και δη ωραίες.
Ωστόσο, ενώ έκανε αυτές τις μαύρες σκέψεις, η νεαρή γυναίκα είχε φύγει. Με την άκρη του ματιού , την είχε πάρει μυρωδιά, που σηκώθηκε τρεκλίζοντας αλλά τι τον ένοιαζε;
Αποτελείωσε την μπύρα. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε να πιει άλλη μια. Μετά, σα να θυμήθηκε κάτι, μετάνιωσε. Πλήρωσε, χαιρέτησε τον Παππού και βγήκε πάλι μετέωρος. Δεν είχε τι να κάνει, απλώς προσποιήθηκε πως είχε δουλειά.
Στάθηκε στην εξώπορτα, κοιτάζοντας ερμαφρόδιτα την μηχανή το, λίγο πιο κει. Ύστερα, γύρισε δεξιά. Την είδε χάμω με απλωμένο το χέρι προς αυτόν, να ικετεύει.
-Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ, του είπε με σβησμένη φωνή.
-Τι κάνεις εδώ; απόρησε.
-Πήγαινε με σπίτι, σε παρακαλώ, επανέλαβε η κοπέλα.
-Σπίτι; Που μένεις; Ρώτησε ανίδεος.
-Θα σου πω,  είπε με δυσκολία μορφάζοντας σαν από μεγάλο πόνο.
-Που μένεις; Επανέλαβε. Μπορείς ν’ ανέβεις στην μηχανή;
Εκείνη έγνεψε ναι, θα σου πω και προσπάθησε πάλι ν’ ανασηκωθεί. Την έπιασε από τις μασχάλες, την βοήθησε να ορθώσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν, μήπως βρεθεί σε τίποτα μπελάδες. Πως ήταν καλύτερα να φύγει, αλλά, πώς να την άφηνε, έτσι κατάχαμα, αβοήθητη; Του φαινόταν πολύ άσχημο ένα τέτοιο φέρσιμο, πολύ άναντρο. Φυσικά, είχε ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με έρωτα και τέτοια. Το μόνο που έβλεπε εκείνη την στιγμή, ήταν ένας άνθρωπος που υπέφερε. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Την πήγε κοντά στην μηχανή, την έστησε όρθια όπως μπορούσε. Κατέβασε τον ορθοστάτη, ανέβηκε. Της έκανε νόημα να κάνει κι αυτή το ίδιο. Με μεγάλη δυσκολία, τα κατάφερε.
-Που πάμε; Την ρώτησε ενώ ξεκινούσε.
-Δεξιά, του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του.
-Κρατήσου! Της φώναξε στρίβοντας στην Ακαδημίας καθώς την ένιωσε να του φεύγει πίσω και να επανέρχεται.
Που στο διάολο να έμενε; Μακριά; Ποιος ξέρει, δεν του έλεγε κιόλας. Μαρσάρισε λίγο και του ξανάφυγε. Πρόλαβε να την συγκρατήσει με το αριστερό, αφήνοντας τον συμπλέκτη κι οδηγούσε με το ένα χέρι.
-Κρατήσου! Ούρλιαξε. Θέλεις να σκοτωθούμε;
-Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, κόλλησε πάνω του ενώ είχε σχεδόν σταματήσει. Πάμε αριστερά, θα ανέβουμε στην Πατριάρχου Φωτίου.
Κολωνάκι. Στην αριστοκρατική συνοικία έμενε. Έστριψε αριστερά και σκέφτηκε πάλι, μήπως έμπαινε σε μπελάδες. Που θα την άφηνε, ποιος θα ήταν στο σπίτι και τέτοια. Ποτέ δεν ξέρεις με αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά, ευτυχώς η διαδρομή, ήταν κοντινή. Στο τέλος του δρόμου, στην ανηφοριά στα ριζά του Λυκαβηττού, σταμάτησε.
-Εδώ, του είπε εκείνη και μισοχαυνωμένη κατέβηκε.
-Εντάξει; Την παρατήρησε με νόημα που έλεγε, «μπορείς;»
Έγνεψε, ναι. Γύρισε να φύγει.
Την παρακολουθούσε μέχρι να μπει στο τουλάχιστον στο σπίτι και να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Φοβόταν τα μπλεξίματα, σαν ο διάολος το λιβάνι, αν και δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα.
Όταν την είδε να σωριάζεται, κατάλαβε πως δεν θα τον απέφευγε τον διάολο. Έσβησε γρήγορα την μηχανή κι έτρεξε κοντά της. Την ανασήκωσε, προσπαθώντας να την στήσει όρθια και εκείνη τον αγκάλιασε. Τι θα γίνει μ αυτήν; Σκέφτηκε και στον νου του ήταν τα ναρκωτικά και το κακό που έκαναν, όταν τον αγκάλιασε πιο ερωτικά και τον φίλησε στο στόμα. Τραβήχτηκε δυο βήματα, την εξέτασε με βλέμμα νευρικό. Τα πήρε στο κρανίο με το ανόητο φέρσιμο της και την άρπαξε σαν πούπουλο, σαν μωρό, να την πάει μέσα στο σπίτι. Δεν μπορεί, κάποιος θα ήταν εκεί, θα τον καταλάβαιναν, θα ήξεραν αυτοί. Ναι, βέβαια, θα ήξεραν, τι διάολο…
Με το ζόρι, βρήκε το κλειδί στην τσάντα της, άνοιξε και μπήκε στην είσοδο. Το σπίτι, φαινόταν άδειο. Είχε παρατηρήσει πως ήταν μια διώροφη μονοκατοικία με κλειστά τα παντζούρια όταν στεκόταν απ έξω. Και τώρα που είχε μπει μέσα, καταλάβαινε αδιόρατα πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Αυτό του έφερε μεγαλύτερη σκοτούρα. Αν ήταν τουλάχιστον κάποιος εκεί…Αλλά καλύτερα, σκέφτηκε αμέσως. Θα την άφηνε εκεί και θα έφευγε. Πολλά είχε κάνει, δεν μπορούσε περισσότερα.
Την ανέβασε επάνω, κάμποσα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας, τυχαία, και την αμόλησε κάτω. Κυριολεκτικά. Την αμόλησε μπουχτισμένος και γύρισε να φύγει.
-Μην φεύγεις! Τον ικέτεψε σηκώνοντας το χέρι της, ενώ με το άλλο έπιανε τα πονεμένα οπίσθια της.
-Τι θέλεις; Έκανε νευριασμένος.
-Κάθισε, θα σου πω, δεν είναι έτσι που νομίζεις…
-Που ξέρεις εσύ, τι νομίζω; Τι άλλο είναι; Προσπάθησε να αναρωτηθεί.
-Θα σου πω..
-Λέγε! Δεν είναι κανείς άλλος εδώ; ξανακοίταξε γύρω του. Οι γονείς σου, τα αδέρφια σου.
-Δεν έχω αδέρφια, οι γονείς μου λείπουν διακοπές, αύριο επιστρέφουν…
-Και συ βρήκες την ευκαιρία, την έκοψε. Βρήκες την ευκαιρία να μαστουριάσεις..
-Λάθος κάνεις! Επαναστάτησε. Δεν ξέρω από τέτοια, δυο ποτά ήπια στο μπαρ και μέθυσα. Ούτε από αυτά ήξερα..
-Τώρα έμαθες! Βρήκε την διάθεση να αστειευτεί, επειδή χάρηκε που δεν ήταν μαστούρα.
Πράγματι, είχε αρχίσει να ψιλοσυνέρχεται. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισε κοντά της, κατάχαμα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Είσαι πολύ όμορφη, της είπε. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν ήταν τα ναρκωτικά. Τα σιχαίνομαι και μου προξενούν μια απέχθεια οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν. Χωρίς να το καταλαβαίνω, νιώθω μια τρομερή αντιπάθεια με την ανημποριά τους να καταλάβουν πόσο κακό κάνουν.
-Έχεις δίκιο κι εγώ έτσι νιώθω. Αλλά και συ είσαι καλός. Καλός και όμορφος.
Την χάιδεψε στα μαλλιά, ύστερα στα χέρια, στο στήθος. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, τώρα έμοιαζε θηλυκό, μύριζε γυναίκα που ήθελε να κάνει έρωτα.
Απλώθηκαν στο δάπεδο, κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι. Μισογδύθηκαν, έμπλεξαν τα μπούτια τους, ήρθε κοντά το ξύλο με τη σάρκα. Ανακάτεψε τις τρίχες, γυρόφερε ψάχνοντας, την τρύπα να μπει. Χώθηκε μέσα της, γλίστρησε στο κόκκινο της σάρκας- έτριζε ο κόλπος της καθώς εισχωρούσε μέχρι το έσχατο σημείο. Τέλειωσαν, βγήκε από μέσα της, γύρισαν ανάσκελα ξελαχανιάζοντας με την γλύκα του έρωτα στα μάτια τους.
-Δεν το πιστεύω, της είπε.
-Ούτε εγώ, το πιστεύω, του απάντησε.
-Χρειάζομαι ένα ποτό, έχεις; Και σηκώθηκε ολόγυμνος.
Άναψε το φως, τόση ώρα ήταν στο μισοσκόταδο. Και την κοίταξε που είχε μισοσηκωθεί κι έψαχνε μια ρόμπα να κρύψει την γύμνια της. Του έδωσε  μια, να ρίξει κι αυτός πάνω του. Ύστερα πήγε στο μπαρ.
-Τι προτιμάς; Τον ρώτησε.
-Ουίσκι, είπε παρατηρώντας το σπίτι.
Ήταν ένα παλιό, κλασσικό σπίτι, αρχοντικό. Από αυτά που κρίνονται διατηρητέα.
-Ο πατέρας μου είναι αρχιτέκτονας, του είπε φέρνοντας το ποτό.
-Και;
 -Επειδή σε είδα που κοιτάζεις το σπίτι.Το αγόρασε πριν από λίγο καιρό. Η μαμά είναι ηθοποιός, μπορεί να την ξέρεις. Παπαθανασίου, όχι η Ασπασία, η ξαδέρφη της η Κατερίνα.
-Εσένα, πως σε λένε; γέλασε πίνοντας μια γουλιά, που δεν ήξερε ούτε το όνομα της ενώ την είχε δικιά του.
-Μιράντα. Εσένα;
-Δεν έχω όνομα.
-Το παραβλέπω. Άμα σου αρέσει έτσι…
-Και συ; Απέφυγε να δώσει συνέχεια γύρω από το όνομα του.
-Τι, κι εγώ;
-Θέλω να πω τι κάνεις..
-Α, ναι, σπουδάζω. Σπουδάζω ηθοποιός, έμοιασα στην μαμά.
-Τι λες! Άνοιξε τα μάτια του.
-Αύριο δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.. ένα μήνα τώρα διάβαζα, μέρα νύχτα, μελετούσα τους ρόλους. Και σήμερα βγήκα να ξεμπουκώσω.
-Ωραία! Έκανε. Πολύ ωραία.Θα μου απαγγείλεις;
-Τι θέλεις να σου απαγγείλω; Πήρε στάση μεγάλης ντίβας.
-Ότι θέλεις.
-Είναι μια σκηνή που μου αρέσει πολύ. Την διάβαζα χτες. Δεν έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα..
-Πάντα έχει σημασία το όνομα του συγγραφέα, την έκοψε.
-..μια σκηνή με μια γάτα και μια γυναίκα- τον παρέκαμψε.
Κι άρχισε να παίζει σαν να είχε μια γάτα μπροστά της. Νιαούριζε, γρατσούνιζε, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την γάτα, σαν να την είχε ακριβώς μπροστά της. Ταυτόχρονα έκανε γκριμάτσες άλλοτε θλιμμένες, άλλοτε χαρούμενες, άλλαζε χίλιες εκφράσεις.
-Μπράβο! χειροκρότησε, σα να βρισκόταν στην πλατεία κάποιου θεάτρου, μοναδικός θεατής.
 Η Μιράντα έτρεξε κοντά του. Τον τύλιξε απ τον λαιμό με ένα μαντήλι, τον τράβηξε πάνω της.
-Σου άρεσε; του είπε με έπαρση. Κι ύστερα, μελαγχολικά: Θα φύγεις;
-Που να πάω; έκανε σαν να ξύπνησε
-Όλοι φεύγουν από μένα, συνέχισε περπατώντας στις άκρες των δακτύλων.
-Που πηγαίνουν; τον συνεπήρε στον κόσμο της.
-Πάνε μακριά. Πολύ μακριά, χάνονται σε ένα σύννεφο, τους τυλίγει η ανυπαρξία. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, λες και είναι σκιές του Άδη. Σκιές δέντρων που άλλοτε μένουν ακίνητες κι άλλοτε αναζητούν εμένα! Εμένα που είμαι ένα άλλο δέντρο, μια μαυροφορεμένη Αντιγόνη που ψάχνει το νεκρό σώμα του Ετεοκλή ή του Πολυνίκη. Μα όλοι φεύγουν από μένα. Που πηγαίνουν; Τι τους έφταιξα; Φταίω εγώ που γεννήθηκα γυμνή;
Και πέταξε την χλαμύδα που κάλυπτε το ωραίο της σώμα. Πήγε κοντά του, κρεμάστηκε στον λαιμό του.
-Ω! Σώσε με! Σώσε με από την καταστροφή!
Παράτησε τον λαιμό του και κουλουριάστηκε στο δάπεδο κλαίγοντας σπαρακτικά.Την σήκωσε προσεκτικά, σαν ένα γυαλί που είναι έτοιμο να σπάσει.Τόσο διάφανη ήταν. Την φίλησε στο στεγνωμένο στόμα, πετώντας από πάνω του το ρούχο. Αργά, με περίσκεψη, την ανέβασε στην μέση του, στους γοφούς, την κάρφωσε μέσα του σαν ασπίδα. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την μέση του, με το πέος να εισχωρεί στο υγρό αιδοίο. Η πληγή του ήταν ανοιχτή σαν μια βάρκα που έπλεε, στα βαθιά νερά μιας αποξηραμένης λίμνης.
Όταν έφυγε θα ήταν χάραμα. Χάραμα στην Πατριάρχου Φωτίου. Κατηφόρισε σαν κλέφτης με την μηχανή του και το σκέφτηκε καλύτερα. Ναι, κλέφτης ήταν, δεν μπορούσε να πει ψέματα στον εαυτό του. Το ίδιο όμως, ήταν και εκείνη. Η ηθοποιός. Είχαν κλέψει ο ένας τον άλλον, για ένα βράδυ, για μια στιγμή. Η Ηθοποιός, που του απάγγειλε την ζωή της κι αυτός που καθόταν και την άκουγε μαγεμένος από ένα κόσμο άλλον, που την γαμούσε και ένιωθε υπέροχα γιατί, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας κοινός κλέφτης.
Η ηθοποιός θα έδινε εξετάσεις την άλλη μέρα στο Εθνικό. Γι’ αυτό, είχε βγει να ξεσκάσει. Ήπιε δυο ποτά και αμάθητη καθώς ήταν, μέθυσε. Αυτό ήταν, μέθυσε.
Αυτός, είχε μεθύσει από την ζωή και την Μιράντα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ.


                                ΤΕΛΟΣ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...