Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΜΑΎΡΟ




Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο 

κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς 

υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό, δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, 

προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΤΑ ΒΥΖΙΆ ΤΗΣ ΛΊΤΣΑΣ




ΣΕ ΑΓΡΙΑ ΚΙΝΗΣΗ
Τη Λίτσα τη γνώριζα λίγο καιρό, ίσως κάποιους μήνες. Δε θυμάμαι ποιος ή ποια μου την είχε συστήσει, αλλά θυμάμαι πως μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ένα κλικ που λέμε στη γλώσσα του έρωτα. Μιλήσαμε κάμποσο εκείνο το βράδυ, κοιταζόμασταν στα μάτια, κάτι νόμιζα πως έπιανε κι αυτή μα το απέφευγε επιμελώς να γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου, δε θα ήταν εύκολη υπόθεση για μένα και την ονειρεύτηκα στο κρεβάτι μου, πίστευα πως μόνο γι αυτό έκανε η Λίτσα με αυτό το φοβερό πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια προς το μπλε, σκούρο μπλε, όχι ανοιχτό, ξεβαμμένο, όπως των βορείων προαστιών, αυτό το μάτι δεν το είχα ξαναδεί, όπως και τα εξογκωμένα ζυγωματικά, όπου συχνά κυλούσε ένα δάκρυ, για να υποδηλώσει την αδύνατη πλευρά μιας γυναίκας, φτωχής μεν, πλην, δε τιμίας.
Εγώ δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου την εικόνα και την τιμιότητα μιας γυναίκας να είναι καρφωμένη στο μαύρο της, ούτε υπολόγιζα  πως θα μπορούσα να παντρευτώ μια γυναίκα σαν τη Λίτσα, εξόχως κατηγορούμενη από το σινάφι, σαν ελευθερίων ηθών, πράγμα που καθόλου δεν ήταν, αφού η Λίτσα ήταν ένα σκληρά εργαζόμενο κορίτσι, βοηθός λογιστή σε άλφα-έψιλον και τι σχέση θα μπορούσε ν αναπτύξει με μένα που ναι, ήμουν ξυλουργός σε φθίνουσα κατάσταση, έτσι γέλασε μόλις με ρώτησε τι δουλειά κάνεις, χαχαχα, μαραγκός ήταν και ο Χριστός με αποσβόλωσε με το μπλε της μάτι σε αργή κίνηση προς ότι ωραίο υπήρχε  πάνω σ αυτόν τον ηλίθιο κόσμο που ζούμε, όπως σωστά παρατήρησε ο φίλος μου ο Γιάννης που, αφού δεν μπόρεσε να τα φορέσει στη Λίτσα, έλεγε, απλά πως δεν κάνει για τίποτα αυτό το κορίτσι και έτσι συμφωνούσαν οι περισσότεροι της παρέας που δεν είχαν μπορέσει να δαγκώσουν αυτό το υπέροχο μήλο στο λαιμό της ή να χαϊδέψουν τα φοβερά της στήθη. Για πιο κάτω δεν το συζητάμε, επειδή ακόμα και οι κολασμοί του άγιου Αντώνιου δε θα έφταναν να ξεπλύνουν τις αμαρτίες μας αν βλέπαμε γυμνό το εφηβαίο της Λίτσας.  Την πρώτη βραδιά που άπλωσε το δεξί της πόδι προς εμένα, αγκαλιάζοντας κάπως ή αγγίζοντας τον μηρο μου, είπα πως πραγματικά δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοια μικρή ηδονή. Εσύ, μου είπε, δεν είσαι σαν τους άλλους, όμως τι να σε κάνω, είσαι φτωχός. Δεν πειράζει, απάντησα εγώ και δεν ενοχλήθηκα καθόλου, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που θα εκβίαζε ποτέ μια κατάσταση. Έτσι νόμιζα, πως ήξερα καλά τον εαυτό μου, σαραντάρης πια, όχι κανένα αμούστακο  παιδί, η Λίτσα ήταν περίπου στα εικοσιοκτώ κι ένα βράδυ, άλλο από τόσα που τη λάτρευα αλλά ποτέ δεν είχα τολμήσει να της το πω αφού υπολόγιζα την άρνηση της, αυτή, βέβαια το γνώριζε, πήγαμε οι δυο μας για ένα ποτό σε βραδινό πιάνο μπαρ, όπως πρότεινε εκείνη κι εγώ συμφώνησα, τι ωραία που θα ήταν! Και ήταν πράγματι εγώ κι εκείνη  σε έναν τόσο ειδυλλιακό χώρο, που ο κόσμος ήταν λιγοστός αλλά ήταν κόσμος όπως και να το κάνουμε κι έτσι, σίγουρα εκεί μέσα δε θα μπορούσε να γίνει αυτό που φανταζόμουν με όλο το κορμί, με όλο το πρόσωπο της Λίτσας, που χαμογελούσε διαρκώς, που είχε στο στόμα ένα αιώνιο τσιγάρο, να ποια ήταν μια μεγάλη διαφορά μας, εγώ δεν κάπνιζα, σιχαινόμουν το τσιγάρο, εκείνη το λάτρευε, όπως εγώ τα κοντινά σημεία στα μπούτια, δίπλα από τις ξανθές ή μαύρες τρίχες του αιώνιου μαύρου και όλα ήταν υπέροχα, η μουσική από το πιάνο του μαύρου σολίστα, η εξαίσια φωνή του, μπάσα και τολμηρή με ένα χαμόγελο αστραφτερό.
Όλα είναι εξαίσια, άκουσα τη φωνή της όταν με κοίταζε στα μάτια αλλά εγώ δεν έχω να συμπληρώσω τα μισά χρήματα της αποψινής μας εξόδου, ο πιανίστας έπαιζε το τιβόλιο μπένε, πέσαμε μούτσο, κι  αυτή συνέχισε πως μπορούσε να πληρώσει σε είδος το μερίδιο των χρημάτων, λέγοντας πως μπορούσα να της πιάσω τα βυζιά για ένα πεντάλεπτο!
-Εδώ μέσα;
-Εδώ μέσα, αλλά κάντο κάπως, σα να μη μας βλέπουν, δεν έχω λεφτά, τι να κάνουμε τώρα;
-Όχι, είπα εγώ, θα το κάνω ανοιχτά να το δούνε όλοι. Αν συμφωνείς έτσι, τότε μπορείς να εξισώσεις το χρέος σου.
-Δηλαδή, μου ζητάς να μου πιάνεις τα βυζιά δημόσια; Άνοιξε τα σκούρα μπλε μάτια της.
-Φυσικά, είπα εγώ, αθώα.
Η Λίτσα άνοιξε το στήθος της, λευκό, κατάλευκο, νεανικό, λαχταριστό ψωμί χωρίς αίμα κι όλος ο κόσμος μας είδε εκεί με τα χοντρά μου χέρια, χέρια ενός ξυλουργού, τυλιγμένα στην άσπρη σάρκα, αν μπορούσα θα έμπαινα μέσα της, τι αξία έχουν λίγα λεφτά παραπάνω και της το είπα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, εμένα για να με γαμήσεις πρέπει να πηδήξεις πρώτα το ουράνιο τόξο και ο σαρκασμός της ήταν κάτι παραπάνω από εφικτός, καθώς ο κόσμος, το πλήθος, ούρλιαζε από ηδονή και ευχαρίστηση, μερικοί έτριβαν ηδονικά τις παλάμες τους,  άλλων τους είχε σηκωθεί, πολλές γυναίκες γνώρισαν έναν αυτούσιο οργασμό, σα να έπιανα τα δικά τους βυζιά επί πέντε λεπτά.
-Τέλειωσε ο χρόνο σου, είπε σε αργή κίνηση η Λίτσα προσπαθώντας να κρύψει το στήθος της.
Το πλήθος ούρλιαζε κι άλλο, κι άλλο, μα δεν τους έκανε τη χάρη. Βγήκε από το πλάνο της σεξουαλικής τους επιθυμίας, είπε πως θα πήγαινε απλά στο μέρος κι ύστερα να την περίμενα στην έξοδο. Η βραδιά μας είχε λήξει.
Βγήκα κι εγώ στην πνιχτή ατμόσφαιρα της νύχτας, κοίταξα το μικρό φεγγάρι, μια φέτα υποκίτρινου μίσους, καταγάλιαζε σε αυτόν τουν Αττικό ουρανό που όλα τα περίμενες να γίνουν. Ο χρόνος που μετρούσα δε θα ήταν παραπάνω από μια σημαντική ανυπομονησία, σα να περιμένεις τη γυναίκα σου να βγει από την τουαλέτα, όπως πραγματικα ήταν η κατάσταση, μα όμως μου φάνηκε ισχυρότατος κλονισμός  κι αναρωτήθηκα δυνατά, που πήγες; Γιατί αργείς τόσο; Όμως η Λίτσα δε φαινόταν πουθενά. Το σκοτάδι συνέχιζε να μου δείχνει απαίσια ώρα. Κινήθηκα προς το χαλίκι. Προς τα χαλίκια που υπάρχουν άσπρα σαν τα στήθη της Λίτσας σε όλους τους εξόδους αυτών των καταστημάτων παροχής απόλαυσης. Στην άκρη της γωνίας, πίσω από μια γλάστρα με σκαιώδη χρώματα, είδα πρώτα το λευκό στήθος της . Δεν ανέπνεε. Τράβηξα με δύναμη τη γλάστρα, το κεφάλι της κίνησε αχνά στα χαλίκια, τα σκούρα μπλε μάτια της  είχαν γυρίσει προς το λευκό, το χρώμα του θανάτου.
ΤΕΛΟΣ


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

ΜΟΥΝΌΠΕΤΡΑ





ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟς ΒΙΑΣΜΟΣ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟς ΕΡΩΤΑς
Πιο μικρόν, τον πείραζε η έννοια της απιστίας.  Ο Στίβεν δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι νόμοι των ανθρώπων μπορούσαν να ξεπεραστούν εύκολα αν και
νόμιζε πως οι εραστές, έπρεπε να δηλώνουν αιώνια πίστη. Περισσότερο φυσικά, οι γυναίκες, αυτό ήταν κατάλοιπο της ανδροκρατικής κατάστασης σαράντα χιλιάδες χρόνια πριν που πίστευαν ακόμα πως ένας άνδρας πρέπει να πηγαίνει με μια γυνή μόνο. Στους άντρες έβρισκε μερικές δικαιολογίες, πίστευε λόγου χάριν  πως, σαν άντρες  μπορούσαν να κάνουν καμιά κουτσικέλα. Κουτσικέλα με την άποψη πως θα έμεναν ατιμώρητοι, ενώ για τη γυναίκα, ίσχυε, το αν, της καθίσουν ξένα μάτια, πάει, χάθηκε, έφυγε. Ο Στίβεν ήταν ένα ς αξιότιμος κύριος αυτής της σύγχρονης  μηδενικότητας
Όλα αυτά, ήταν ή πραγματικές ή φιλολογικές έννοιες.
Είχε η γυναίκα του Στίβεν,  μια φίλη, πραγματικό θωρηκτό. Δίμετρη, τριαντάρα, μελαχρινή με πράσινα μάτια, στην εποχή μας εξέλειπεν ο ρομαντισμός, η λογοτεχνία δε μας γλιτώνει από την τιμωρία, πράσινα, σκούρα, με ανταύγειες, τιρκουάζ,  ευγάμητη φαινόταν η Αθηνά. Πως ταίριαζαν με τη γυναίκα του, μερικές φορές του έμοιαζε απίστευτο κι άλλες φορές, νόμιζε πως μπορεί να είχαν Λεσβιακές σχέσεις. Δεν τον ένοιαζε βέβαια, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος-παρ΄ότι δεν το είχε ξεκαθαρίσει- πως, έστω κάποια φορά, κάτι θα είχαν δοκιμάσει. Η Αθηνά άναβε την φαντασία του κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους ή πήγαιναν εκείνοι στο δικό της-τόσο άβαθη είναι πολλές φορές η γλώσσα της αλήθειας κι όλο αυτό το διάστημα ήταν ξέμπαρκη, χωρίς άντρα, τουλάχιστον φανερό. Έναν ανεπαρκή χοντρό φίλο της  που τον είχε παρουσιάσει κάποια βράδια, δεν έδειχνε ικανός να ικανοποιήσει τις ορέξεις της και ο Στίβεν το θεωρούσε πιθανό ν απιστήσει μια φορά στη ζωή του. Πάρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα κοντρολαρισμένη, δεν ξέφευγε, δεν έκανε ατασθαλίες, έδειχνε απροσπέλαστη, από μυαλό βέβαια, κουκούτσι-χειρότερα από ξανθιά, αλλά, φαίνεται πως η Αθηνά  κατά λάθος θα είχε γεννηθεί μελαχρινή. [Αυτός, απορούσε με μερικούς που έμοιαζαν άλλο και ήταν εντελώς διαφορετικοί]
 Ένα απόγευμα Σαββάτου καθόντουσαν στην βεράντα του δικού τους σπιτιού. Απολάμβαναν τον καθιερωμένο φραπέ με πολλά τσιγάρα.
-Που θα πάμε απόψε; ρώτησε η γυναίκα του.
-Όπου θέλετε, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε σε ένα ωραίο πιάνο-μπαρ, στον Χαρώνδα; πρότεινε η Αθηνά.
-Που είναι αυτό; ρώτησε.
-Πίσω από το Στάδιο. Στο Μετς. Πολύ ωραίο. Έχει έναν μαύρο που παίζει καταπληκτικό πιάνο. Σχεδόν πηδάει πάνω στο πιάνο! Έχετε δει μαύρο να παίζει Λίστ;
-Ωραία, συμφώνησαν ομόφωνα. Πάμε εκεί.
Ο Στιβεν σκέφτηκε πως κανένας μαύρος δεν μπορούσε να παίξει Λίστ.
Όταν έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου που πρέπει να πραγματοποιήσεις, δε σε σταματάει ούτε ο Κυναίλουρος, ούτε ο Κουναβίσιος, αστείο πράγμα να προσπαθείς να σταματήσεις τον διάβολο να μην κάνει αυτό που θέλει και η εντύπωση ήταν αρχική σαν εκτίμηση πως ο Στίβεν κάτι θα έκανε με την Αθηνά. Το βράδυ κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς, ανάμεσα στα ίδια βλέμματα που αντάλλασσαν οι τρεις τους. Η γυναίκα του, που  ποτέ δεν φανταζόταν τίποτε- έτσι νόμιζε αυτός, ο Στίβεν ήθελε να πει πολλά γι αυτό αλλά του έλλειπε η αυτοπεποίθηση.
Τα χαμόγελά τους, ήταν αθώα, φιλικά, κανένας δεν έδινε λαβή για επεισόδια. Άκουγαν τον καταπληκτικό μαύρο στο πιάνο-είχε ένα ελεεινό μελαψό χρώμα, υπέροχο σώμα και πρόσωπο- έπιναν τεκίλα με σκουλήκι και ευημερούσαν. Ή ευηνυχτούσαν. Φαινόταν μια απίστευτη  Ιουλιανή νύχτα στην Αθήνα του. Στην Αθήνα του Στίβεν που ποτέ δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί πως όσα συνέβαιναν ήταν απόρροια μιας λογικής πράξης ανθρώπων. Έτσι ήταν ο Στίβεν, έξω από τη σάρκα δεν αναγνώριζε τίποτα.
 Η παρέα χάλασε, όταν χτύπησε το κινητό της γυναίκας του, φτηνή δικαιολογία για σενάριο τέτοιας μορφής αλλά τι να κάνουμε; Ήταν η άρρωστη αδερφή της κι έπρεπε να πάει την υπόλοιπη νύχτα να της συμπαρασταθεί. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο αλλά λεχώνα με Καισαρική, χρειαζόταν κουράγιο. Κουράγιο για να βρούμε κάτι άλλο μαν, όμως η γυναίκα του Στίβεν είχε δίκιο.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ, του είπε, λες και αυτός ήταν από τα γκράβαρα. Πήγαινε με τώρα εκεί, κι έλα την Δευτέρα να με πάρεις. Τα γκράβαρα απέχουν από το Λονδίνο δεκάξι ώρες, σαρκαστικός με τις λέξεις και τις έννοιες, αν και τίποτε δεν προδιέθετε την εξέλιξη μιας τόσο ενδιαφέρουσας νύχτας
-Θα έρθω κι εγώ μαζί. Στον γυρισμό με αφήνεις στο σπίτι μου. Να μην τρέχω τώρα με ταξί, είπε η Αθηνά.
Τα πράγματα έγιναν έτσι. Πήγε την γυναίκα του στην αδερφή της και επέστρεφαν με την Αθηνά. Πρώτη φορά έμεναν μόνοι οι δυο τους. Αυτός και η Αθηνά, τρεις η ώρα μεσάνυχτα και κάτι, το σκοτάδι να σου πνίγει το λαιμό, η σάρκα να καίει το τίποτα, δεν προλάβαινες να σκεφτείς, ο χρόνος ήταν λίγος και η Αθηνά συνέχιζε να υπάρχει δίπλα του στο μπροστινό κάθισμα.
Το σχιστό της φόρεμα, όλο κι άνοιγε περισσότερο, εδώ ο Στίβεν έριξε μια γρήγορη ματιά εκεί, σκέφτηκε να έχωνε το χέρι του στα μπούτια της αλλά, αν αρνιόταν; Πως μπορείς ν αγγίξεις έναν άνθρωπο; Για ποιο λόγο να της έπιανε τα μπούτια; Είχε κι ένα ύφος αμίλητο, λίγο απόμακρο, λες και δεν την ένοιαζε τίποτε κι ύστερα, μπορεί να μην της άρεσε, εξ άλλου γιατί να σου αρέσει αν κάποιος χώνει το χέρι του κάπου; Ούτε αυτός μίλησε, ο σεξουαλικός οδηγός έλεγε πως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο κι έτσι οδηγούσε ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβει, σταμάτησε έξω από το δικό του σπίτι.
-Γιατί σταμάτησες εδώ; ρώτησε ανυποψίαστη.
-Δεν έχω ύπνο, παραπονέθηκε. Μου κάνεις λίγη παρέα να πιούμε ένα ποτό; [Αστείο πράγμα για τον Στίβεν μια τέτοια φτηνή δικαιολογία για να την παρασύρει στο κρεβάτι.]
-Πάμε, κούνησε το κεφάλι της με κάποια αμφιβολία.
Μόλις μπήκανε στο σπίτι, κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
-Γιατί κλείδωσες; τρεμούλιασε εκείνη.
-Βάλε δυο ποτά και γδύσου! της είπε εξαφανίζοντας τα κλειδιά.
-Μα…
-Κάνε ότι λέω! είπε σκληρά, επιτακτικά.
Η Αθηνά έτρεξε προς την  μπαλκονόπορτα. Κατάκλειστη. Τα παντζούρια το ίδιο. Πήγε στο ανοιχτό παράθυρο, κοίταξε έξω. Ανοιχτό αλλά στον έκτο όροφο, τι να έκανε; Δεν ήθελε ν αυτοκτονήσει.
-Θα με βιάσεις; γύρισε στο κέντρο του σαλονιού.
-Θα σε βιάσω! σάρκασε. Απλώς, θα γαμηθούμε. [ Δύσκολη λέξη αν λέγεται εκτός προγράμματος. Ο Στίβεν θέλει απλά να κάνει έρωτα μαζί της.]
-Δεν θέλω!
-Θα δεις που θα σου αρέσει, προσπάθησε να την χαϊδέψει.
Κι άρχισαν μια πάλη. Η Αθηνά αντιστεκόταν σθεναρά, αυτός που και που της κατέβαζε κανένα ρούχο- στην ουσία το ξέσκιζε, δεν χτυπιόντουσαν, απλά αυτός προσπαθούσε να την ξεγυμνώσει κι αυτή συγκρατούσε όσα από τα ρούχα της μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα καύλωνε κιόλας. [Δύσκολο ρήμα για τους ανερέθιστους.] Τότε ήταν που εύρισκε ευκαιρία και την άρπαζε στα βυζιά, στο μαύρο, έξω από την κιλότα. Προσπάθησε να την βγάλει αλλά σφιγγόταν και την συγκρατούσε πάνω της σα στρείδι, οι γυναίκες αμύνονται με όλα τα μέσα, όταν νομίζουν πως έχουν δίκιο.
Τα δικά του ρούχα τα είχε σχεδόν πετάξει από πάνω του και έμενε μόνο με το σλιπάκι και ο πούτσος του έβγαινε ως τον αφαλό. Μούσκεψαν τα σώματά τους από την πάλη, κόλλησε ο ιδρώτας ανάμεσα τους όταν επιτέλους, κατάφερε να της σκίσει την κυλόττα και να δει το μουνί της.
-Μη! έκανε η Αθηνά και προσπαθούσε να κρυφτεί.
-Μην το κρύβεις, είναι υπέροχο και πήγε κοντά της κρατώντας τον.
Η Αθηνά κοίταζε το ξύλο του και κατέβασε τα χέρια, σαν παραδομένη. Οι γυναίκες έχουνε ένα ύφος ασυναγώνιστο τέτοιες ώρες, λες και κρατάνε κανένα ξύλο που το κουνάνε πέρα-δώθε με αμηχανία σα να μη ξέρουν τι θα κάνουν μ αυτό.
Αυτός στάθηκε να θαυμάζει το ωραίο της σώμα.
-Μείνε εκεί, δεν θα σε γαμήσω. Θα τραβήξω μια μαλακία, αυτή η πράξη είναι μεγάλη φιλοσοφία των αντρών, της είπε. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά αυτού του κόσμου: όλοι το πράττουν αλλά τον μαλάκα ουδείς ηγάπησε, τη πράξη αυτή, όλοι.. [Δύσκολο κείμενο, δεν είναι θέμα ντροπής αλλά να πεις τα πράγματα με τα όνομα τους δεν αρκεί. Γιατί θα είχε αξία μια τέτοια τέχνη; Ο ξυλουργός σαν ήρωας είναι λεπτεπίλεπτος, ευγενής, ραφινάτος, πως γίνεται να κάνει τέτοια πράγματα;]
Μόλις τον είδε να φουντώνει το πέος του, ένας άλλος το κουβαλούσε μέσα σε ένα σακί, δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε κοντά του. Τον πήρε στο στόμα της κλαίγοντας.
-Μην κλαις της είπε, ο κόσμος είναι αυτός που βλέπουμε, πολύ.
Του γύρισε την πυγή και τον έχωσε βαθιά, στο μαύρο πρώτα, ενώ συνέχιζε να κλαίει και αυτό τον ερέθιζε περισσότερο-πρέπει να πούμε πως η τέχνη αυτή είναι υψηλής περιεκτικότητας. Ύστερα την έβαλε στον καναπέ, της σήκωσε ψηλά τα πόδια στους ώμους του και  έπαιξε με την άλλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος. Η Αθηνά βόγκηξε πιο πολύ, κατάλαβε πως της άρεσε, που δεν ήθελε να το κάνει, τάχα,  έτσι μπαινόβγαινε στην τρυπίτσα της,  ώσπου την έκανε καρύδα. Οι άντρες παινεύονται πολύ γι αυτό, νομίζουν πως είναι ο άξονας της γης και ίσως μόνο ο Στίβεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, δηλαδή, πως χωρούσε όλος μέσα της; Και γιατί έκανε πως δεν ήθελε; Αυτός ποτέ δεν κατάλαβε πως την βίαζε. Έπειτα έχυσε το νερό, όπως μια χύτρα που βράζει σε μεγάλους βαθμούς, στο άσπρο της σάρκας, την γέμισε σπέρμα. Το σπέρμα τελικά δεν είναι μόνο για την αναπαραγωγή των ειδών, η φυσική επιλογή του Δαρβίνου, ή τα αστήρικτα όνειρα του Φρόιντ για την απελευθέρωση του σεξουαλικού λίμπιντο, εκείνες τις ώρες πάνε περίπατο σε έναν κάμπο με λεύκες.
-Φοβάμαι, του είπε και τον κοίταζε με τα τιρκουάζ μάτια της κρατώντας του το ξύλο της λεύκας.
-Τι φοβάσαι;
-Εσένα, είσαι άγριος..
-Αφού σου αρέσει..
-Δεν μου αρέσει! και στάθηκε αντιμέτωπή του. [Το πρόβλημα με τις γυναίκες είναι που ποτέ δεν ξέρεις τι θέλουν στην ουσία, μόνο οι νέοι εραστές μετράνε, στο σεξ δεν αξίζουν οι συναισθηματισμοί, αλλά σεξ, τι σκατολέξη είναι αυτή;]
-Πως σου αρέσει; Σάρκασε. Θέλεις βότκα;
-Βάλε.
Το βάλε υπονοεί άλλα.
Κάθισαν στον καναπέ και πίνανε.
-Να ξέρεις όμως ότι με βίασες! Του είπε και του ξαναγύρισε την πυγή.
Την πήδηξε απ το παράθυρο πάλι. Μιλάμε για δύσκολες λέξεις που κιτρινίζεις να τις πεις, ίσως, μια μέσα  μια έξω-έξω-μέσα γλιστρούσε σαν χέλι στην ψυχή και το σώμα της. Η Αθηνά βογκούσε ξετρελαμένη, του τράβαγε τα μαλλιά, γύριζε και του φώναζε.
-Τι κάνεις.. δεν πρέπει.. έλα, βάλε.. αχ, τι κάνεις.. μη… μη..  βάλε κι άλλο, κι άλλο..πιο βαθιά, μη σταματάς!
Ήταν μια νύχτα αξημέρωτη, μιλάμε για απόρρητα πράγματα και οι ήρωες μας, κάποια στιγμή βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμήθηκαν για λίγο αγκαλιά σαν δυο ωραίοι άνθρωποι που συναντήθηκαν στο κενό και να το ξεχνούσαν κάποτε θα τους το θύμιζε η πραγματικότητα, παρ ότι έκαναν κάτι που το απαγόρευε η σύγχρονη ή και παντοτινή ηθική. Κατά τις εφτά το πρωί, μισοκοιμισμένοι,  ξανακύλησαν. Έκαναν μια πράξη που πιθανώς ήταν μοναδική και στο πίσω μέρος του μυαλού τους γνώριζαν πως δε θα το ξανάκαναν.
-Δεν θέλω! έκανε η Αθηνά.
Του την έδινε η ψεύτικη άρνηση της και την σβέρκωσε, της έριξε μερικές μπάτσες στο λευκό της σάρκας, σ αυτό που ξεχωρίζει, σα να έχεις μια έννοια από κάτι που ξεχωρίζει, σα να σκέφτεσαι μια απεριόριστη μπουνιά στο κεφάλι και προσπάθησε να την ξυπνήσει.
Ξύπνησε.
Έκλαιγε πάλι και γαμιότανε, ενώ ο ίδιος  της ξέσκιζε την απατηλή ονειροσύνη της
-Πάρτο μωρή σκύλα! της είπε, σκεφτόμενος πως όλοι άνθρωποι έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές
Κλαίγοντας κι αυτός, έσχισε στα τιρκουάζ μάτια της.
-Θα μετανιώσεις γι αυτό που έκανες απόψε, τον κοίταξε κάποια στιγμή στα μάτια. Ξέρεις οι άνθρωποι απειλούν ευθέως.
-Θες να σε ξαναχτίσω; Δεν χόρτασες μωρή ;
-Όχι, όχι του κλαψούρισε και γύριζε σαν αόριστη .
Όρμησε πάλι πάνω της αφού πρώτα  φίλησε τον ωκεανό κάνοντας την να σπαρταράει σαν ψάρι όπου δεν υπάρχει γυρισμός. Η αντίδρασή της μεγάλωνε το σφίξιμο των χειλιών της, έσφιγγε σαν κλοιός τον ποταμό.
-Άστον μέσα, του είπε. Μην τον βγάζεις ποτέ.
Κι έμεινε μακροσκελής, ακίνητος  στο ανεκτίμητο κέλυφος της.
-Είσαι πούστης, του είπε κάποτε.
-Γιατί; απόρεσε
-Είχες τέτοιο ποτάμι και το έκρυβες!
Την έστησε πάλι όρθια απέναντί του, να τη δικάσει ήθελε
-Κάτσε εκεί της είπε. Θέλω να τραβήξω εκείνη την μαλακία..
-Αυτό θεωρείται, πρόστυχο του απάντησε, εγώ δεν ήθελα τίποτε απ’ όλα αυτά.
Μόλις του είπε έτσι, τα πήρε στο κρανίο, λογικά δεν υπάρχει τέτοια ύφανση, ο Στίβεν θα έλεγε εδώ πως δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τον βιασμό της μικρής Ελένης που κάθεται και κλαίει και την άρχισε στις μπουνιές  και στις κλωτσιές-η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή απ την αλήθεια, δεν είναι τίμιο να δέρνεις μια γυναίκα αλλά έλα που έτσι συμβαίνει ακόμα και στα καλύτερα της ανθρώπινης διανόησης; Η Αθηνά αντιστάθηκε. Έριξε κι αυτή μερικές αλλά έφαγε το ξύλο της χρονιά της. Της μαύρισε τα μάτια, τα μπούτια, το λευκό της σάρκας παρθένας.
-Μη! τον παρακάλεσε γονατιστή. Εγώ ήμουν κάποτε παρθένα, όλα αυτά μου τα μάθατε εσείς.
Την έσπρωξε να γείρει κατάχαμα στο καταχθόνιο δάπεδο με όλο το βάρος μιας βάναυσης ηδονής, ενώ αυτή έκλανε από τη ναυτία. Τόση ναυτία.
 Ύστερα την πήγε στο σπίτι της. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε να ξεμακραίνει, του φώναξε πως θα του έκανε μήνυση. Θα τον έστελνε στο διάβολο γιατί σ αυτή τη ζωή όλα πληρώνονται. Είναι απίστευτο πως μια μικρή λαβή μπορεί να γίνει στέρνα και πως θα πλήρωνε τώρα μια βραδιά τέτοια με όλη του τη ζωή, ίσως να πήγαινε φυλακή, ίσως να έχανε και τη γυναίκα του που την αγαπούσε, ξέρεις Στίβεν η άβυσσος είναι πολύ κοντά, δεν είναι τίποτα, ένας άνθρωπος που τρώει το λευκό της φάλαινας, ένα βράδυ ολκής θα έλεγαν οι τυραννισμένοι αλλά γιατί θα τον βασάνιζε  υποχόνδρια η σκέψη πως έκανε κάτι κακό; Μεγαλουργούμε πίσω απ τον υπόκωφο κρότο μιας κοινωνίας στηριγμένης στο δίκαιο που δεν αποδεικνύεται, ε Στίβεν;
Πέρασαν κάνα δυο μέρες και δεν φάνηκε κανείς. Ποιος να φαινόταν, άλλωστε ή άραγε, η πραγματικότητα ήταν άρρωστη επειδή έτσι το ήθελαν οι νόμοι, κανένας δεν μπορεί να σου περάσει αλυσίδα στο πόδι αν δεν του το δώσεις  κι ύστερα όλα μπορεί να είναι ένα τίποτα, αυτός δεν ένιωθε ένοχος επειδή αγάπησε μια γυναίκα ξένη.
Η γυναίκα του ανυποψίαστη, ρώτησε αν έγινε κάτι.
-Τι να γινόταν; απόρεσε φυσιολογικά.
-Ξέρω εγώ; τίποτα περίεργο, πως δεν εμφανίστηκε η Αθηνά..
-Αφού τα κουβεντιάζετε στο τηλέφωνο, δεν τα λέτε; [ρηχό είναι να μιλάς έτσι για μια τόσο βρώμικη ιστορία]
-Τα λέμε, είπε πως θα έρθει το Σαββατοκύριακο, είχε δουλειές.

Στον δρόμο, το βραδάκι, κι ενώ είχε πιστέψει πως το γεγονός θεωρήθηκε λήξαν, του επιτέθηκε ο χοντρός της Αθηνάς.
-Τι θέλεις ρε!  του έγρουξε στην αλάνα κι έπιασε το ματωμένο του μάγουλο. Η γροθιά του ήταν γερή, η βία είναι αναπάντεχη, φοβήθηκε πως θα πέθαινε εκείνο το απόγευμα. Είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις για μια τόσο απλή υπόθεση.
Νευρίασε, τον αντιχτύπησε. Ο χοντρός σκύλιασε.
-Θα πεθάνεις κάθαρμα! σφύριξε. Η Αθηνά είναι σαν αδερφή μου, τι της έκανες ρε;
Είχε μπλέξει άσχημα. Αφού κουράστηκαν από τα απανωτά χτυπήματα, κουλουριάστηκαν, σταμάτησαν αντιμέτωποι, λαχανιασμένοι, κανένας ήρωας δεν πεθαίνει τόσο εύκολα Στίβεν, πίσω από αυτές τις ομολογίες, η στάχτη έκαιγε μια μικρή αλυσίδα καταστάσεων κι αυτός, ο Στίβεν δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί το λάθος, το λάθος που έκανε εκείνο το βράδυ και που τώρα καλούνταν να ξεπληρώσει απέναντι στην αδυσώπητη κοινωνία.
-Κανείς δε γλυτώνει αφού δεν σεβάστηκε την αθωότητα μιας γυναίκας! Φώναξε ο χοντρός κι ο Στίβεν φαινόταν ανυπεράσπιστος
-Η Αθηνά ήθελε να πάει στον εισαγγελέα, με το ζόρι την κράτησα… τι έκανες ρε; Αφού δεν ήθελε ρε!
Το ρε είναι μια άσχημη προσφώνηση σε έναν ευγενή επιβήτορα, όταν σε αποκαλύπτουν πέφτουν τα τσίνορα, ποτέ δεν ήθελε τα πράσα και τώρα ο χοντρός τον είχε στριμώξει στα σχοινιά, δεν άντεχε τη ρετσινιά του βιαστή. Γύρισε και τον κοίταξε καταματωμένος με σιχασιά, ήταν δυο μέτρα άνθρωποι χωρίς  έλεος, δίχως ιστορία, χωρίς μέλλον σ αυτή την ιστορία. Του έριξε μια τελευταία μπουνιά, ο χοντρός κύλησε στο χώμα, μπορεί να είχε δίκιο αλλά που να το βρισκε;
-Αυτή ήταν, για ότι δεν ήθελε, γρύλισε. Πες της ακόμα, πως άμα την συναντήσω θα τη σκοτώσω.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΟΣΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ




Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ
Στο ύψος της Λασκάρεως, στην αριστερή γωνία, όπως κατεβαίνουμε τον δρόμο του Ιπποκράτους, χρόνια τώρα διατηρούσα ένα παλαιοπωλείο. Ημιυπόγειος ήταν ο χώρος αλλά μεγάλος. Εκεί μέσα συμμάζευα ότι εύρισκα, ότι μου έφερναν και τα μεταπωλούσα. Αγόραζα φτηνά ή σχεδόν τσάμπα τις περισσότερες φορές, πράγματα που οι άλλοι τα θεωρούσαν για πέταμα. Έτσι ξαλάφρωνα εκείνους από το βάρος και γέμιζα τις δικές μου τσέπες με χρήσιμο βάρος: Τα χρήματα.
Ήταν μια δουλειά που την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. “Εσύ είσαι άχρηστος,” μου είχε πει στα δεκατέσσερα μου. “Δεν κάνεις για τίποτε άλλο. Γι αυτό μείνε εδώ κακομοίρη, Παύλο μήπως κάποτε ξεσταυρωθείς και καταλάβεις τη ζωή. Άσε το Νίκο, εκείνος θα πάει Πανεπιστήμιο, θα γίνει δάσκαλος.”
Ο Νίκος ήταν ο αδερφός μου που πράγματι έγινε δάσκαλος. Αλλά τι κέρδισε; Τρεις κι εξήντα τον μήνα, ενώ εγώ θησαύριζα σιγά-σιγά με το παλαιοπωλείο.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας, ο Νίκος παντρεύτηκε μια δασκάλα, έκαναν παιδιά και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ έμενα ανύμφευτος. Κοντοστούπης καθώς ήμουν, ατσούμπαλος με λίγη καραφλίτσα, που να με πλησίαζαν οι γυναίκες. Έτσι την εύρισκα με ευκαιριακές γυναίκες που λιγόστευαν τις ηδονές μου. Μάλλον όμως, μου άρεσε κι εμένα έτσι, γιατί με τα λεφτά που απέκτησα, μπορούσα να ζητήσω όποια νύφη ήθελα. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και τώρα που εξηνταρίζω πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Το μαγαζί το είχα πολλές ώρες ανοιχτό, σχεδόν δεν έκλεινα καθόλου. Περνούσα λοιπόν, τον περισσότερο καιρό μου εκεί μέσα. Χειμώνα- Καλοκαίρι, συγύριζα, τοποθετούσα, ξεσκόνιζα, όλα τα αντικείμενα. Σπασμένες παλιοκαρέκλες, καναπέδες, ξεσχισμένα βιβλία, λάμπες πετρελαίου, σόμπες, μισιατηρια, ότι τζιμπράγκαλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να δες όμως ότι τα είχα αγαπήσει αυτά τα τζιμπράγκαλα. Κι πως θα γινόταν αλλιώς αφού αυτά ήταν η ζωή μου; Αυτά ήταν το λιμάνι μου και οι απαντοχές μου.
Ένα βράδυ, αργά, σχεδόν μεσάνυχτα, ενώ ετοιμαζόμουν να κλείσω, μπήκε μέσα ένας κουστουμάτος. Άσπρο κουστούμι, άσπρη ρεπούμπλικα, άσπρα σκαρπίνια. ‘Όλα άσπρα ήταν επάνω του. Τα μαλλιά, τα γένια, τα χέρια, λες και είχαν βγει από το χιόνι.
Καθόμουν στο βάθος, στο μικρό γραφείο να τελειώσω τους λογαριασμούς και τον παρατηρούσα που έκανε βόλτες ψάχνοντας τα αντικείμενα, παίζοντας ένα ακριβό κομπολόι από κεχριμπάρι. Δεν είπε ούτε καλησπέρα αλλά αυτό δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πελάτες.
Αφού περιεργάστηκε κάμποσο, όταν πλησίασε πιο κοντά μου, μυρίστηκα ψητό. Μου φάνηκε δηλαδή φραγκάτος. Αλλά δύσκολος πελάτης. Τόσα χρόνια εκεί μέσα είχα γνωρίσει λογιών-λογιών ανθρώπους. Όμως κάτι στο ύφος του με ξένιζε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.
-Ψάχνεται κάτι; Ρώτησα.
-Θεοδωρίδης Απόστολος. Εφοπλιστής, μου συστήθηκε.
-Παύλος Δαμπέρας….
-Δεν χρειάζεται, με σταμάτησε με το χέρι του.
-Τι δεν χρειάζεται; Απόρησα.
-Μην κάνεις τον βλάκα! Οι φτωχοί δεν έχουν όνομα.
-Δεν είμαι φτωχός! Διαμαρτυρήθηκα.
-Κατάλαβα, μ’ έκοψε σιβυλλικά. Δεν έχει σημασία. Ξέρεις τι θέλω;
-Που να ξέρω, ψέλλισα. Εδώ έχουμε τόσα πράγματα κι έκανα να σηκωθώ να του δείξω.
-Κάτσε! Είπε σαν διαταγή. Αυτό που θέλω δεν το έχεις εδώ μέσα κι έδειξε ένα γύρο.
-Και τότε;
-Θα ψάξεις να μου το βρεις. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;
-Αυτή, κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Θέλω λοιπόν , εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Τι; Άνοιξα τα μάτια μου πελώρια.
-Εκατό γραμμάρια μυαλό, τόνισε μία-μία τις συλλαβές.
-Από τι να είναι το μυαλό; Αρνίσιο; Τόλμησα ν’ αστειευτώ, μα αμέσως συμμαζεύτηκα, καθώς το ύφος του είχε γίνει πέτρινο.
-Ανθρώπινο φυσικά, αποφάνθηκε. Επειδή το δικό μου δεν μου φτάνει και χρειάζομαι να το συμπληρώσω, σου δίνω προθεσμία δυο μέρες να μου το βρεις. Πληρώνω όσο-όσο, είπε και με αργά βήματα βγήκε αφήνοντας με σύξυλο.
«Άι στο διάολο» σκέφτηκα και σηκώθηκα. «Άι στο διάολο κύριε Θεοδωρίδη που θέλεις να αγοράσεις ανθρώπινο μυαλό από έναν παλαιοπώλη.»
Τόσα χρόνια εκεί μέσα, ποτέ δεν μου είχε τύχει κάτι παρόμοιο. Τι να μου τύχαινε δηλαδή, να μου ζητήσουν μυαλό; Απίστευτο μέχρι βλακείας μου φάνηκε στην αρχή, αλλά, ύστερα, όταν πήγα στο σπίτι μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ, ξανάφερα στον νου την σκηνή και ανατρίχιασα. Κάτι μου έλεγε πως ο εφοπλιστής δεν έκανε πλάκα.
Το επόμενο βράδυ επισκέφτηκα τον αδερφό μου τον Νίκο. Έφτασα νωρίς, χτύπησα το κουδούνι, με καλοδέχτηκε. Πάντα με καλοδεχόταν ο Νίκος.
-Τι έγινε Παύλο; Πως μας θυμήθηκες;
Με πέρασε στο σαλόνι, καθίσαμε κι η δασκάλα έφερε τσίπουρα. Ήπιαμε λέγοντας τα συνηθισμένα αλλά εγώ που με έκαιγε, ήθελα να φέρω την κουβέντα στον εφοπλιστή και την αγορά του μυαλού αλλά δεν ήξερα πως. Εν τέλει, ξεκίνησα κάπως αστεία.
-Ξέρεις τι μου ζήτησε κάποιος χτες το βράδυ; Χαχάνισα. Δεν θα το πιστέψεις!
-Τι σου ζήτησε;
-Μυαλό. Εκατό γραμμάρια μυαλό.
-Πανέ; Ακολούθησε το ύφος μου. Ύστερα ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Για πες μου, τι έγινε;
Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες το γεγονός. Κι όση ώρα μιλούσα, ο Νίκος σιγά-σιγά σκυθρώπιαζε.
-Την έβαψες, μου είπε όταν τελείωσα.
-Δηλαδή; Αναπήδησα.
-Αν είναι αυτό που υποπτεύομαι, είσαι χαμένος. Υπάρχει μια πανάρχαια οργάνωση πριν από τον χομο-σάπιενς που τρέφεται με ανθρώπινα μυαλά.
-Ποιος είναι ο χόμο-σάπιενς;
-Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι τρέφονται με ανθρώπινα μυαλά.
-Μα εμένα μου ζήτησε εκατό γραμμάρια για να συμπληρώσει το δικό του…
-Ε, αυτό ακριβώς. Σκοτώνουν κάποιους ανθρώπους και τους παίρνουν το μυαλό.
-Και γιατί εμένα;
-Αυτό δεν το ξέρω. Δεν ξέρω πως γίνεται η επιλογή.
-Και τι να κάνω τώρα εγώ; Ρώτησα με κομμένα τα γόνατα. Να πάω στην Αστυνομία;
-Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα πας στην δουλειά σου κι ότι είναι να γίνει θα γίνει.
-Ωραίος αδερφός είσαι! Δεν το περίμενα από σένα Νίκο..
-Τι θες να σου κάνω; Σου είπα την αλήθεια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορώ να σου προσφέρω.
Σηκώθηκα κι έφυγα συντετριμμένος. Κουρέλι. Κοίτα ποια τύχη μου επιφύλασσε η μοίρα, σκέφτηκα. Να γίνω  βορά των ανθρώπων. Εγώ, ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Μια-δυο, τρεις μέρες, δεν πάτησα στο μαγαζί, ούτε στο σπίτι. Σκέφτηκα να κάνω ένα ταξίδι για να ξεχαστώ αλλά μετάνιωσα. Το επόμενο βράδυ που επέστρεφα σπίτι μου σα να είδα κάποιες σκιές να με περιτριγυρίζουν. Φοβήθηκα- η μια σκιά έμοιαζε με τον εφοπλιστή, τι να έκανα; Καλύτερα να πήγαινα σε κάποιο ξενοδοχείο. Ψάχνοντας, βρήκα ένα σκοτεινό στην πλατεία Βάθης. Κοιμόμουν, σηκωνόμουν, μέρα-νύχτα εκεί. Ούτε να φάω ήθελα ούτε να πιω. Είχα ρέψει από την αγωνία μου. Την τέταρτη μέρα κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Εγώ που ήμουν υγιέστατος, παρά τα εξήντα μου χρόνια, φαινόμουν τώρα γέρος, εκατόν εξήντα και βάλε. Αξύριστος, άπλυτος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, φλόμωσα με τον φόβο μου και το πήρα απόφαση να βγω από το καβούκι μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι μου. Πλύθηκα, ξυρίστηκα, ντύθηκα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος και πήρα τους δρόμους.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει ξανασκέφτηκα.
Κατηφόρισα στα Εξάρχεια, πεινούσα πολύ. Έφτασα στην ΚΛΗΜΑΤΑΡΓΙΑ την γνωστή ταβέρνα στη Μαυρομιχάλη και κάθισα σε ένα τραπέζι. Παράγγειλα μπριζόλα, σαλάτα, κρασί κόκκινο, τζατζίκι, πατάτες κι έτρωγα με λαιμαργία. Καθώς ρούφαγα ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος, πήρε το μάτι μου τον Μιχάλη, έναν παλιό, καλό φίλο.
-Έλα, του είπα.
-Γεια σου ρε Παύλο, μου απάντησε καθίζοντας στο τραπέζι. Τι γίνεται;
-Όλα καλά. Θα πιεις κρασί;
-Θα πιω, όπως πάντα, αφού το ξέρεις, μ’ αρέσει το κρασί. Αλλά για στάσου.. εσύ δεν έπινες.. έκανε απορημένος.
-Τώρα θα πίνω, φέρε ποτήρι μαχαιροπήρουνα και τα σχετικά, είπα στο γκαρσόνι.
Ήρθε το ποτήρι, τσουγκρίσαμε.
-Στην υγειά σου, είπε ο Μιχάλης.
-Στην υγειά σου και σένα, ρούφηξα όλο το ποτήρι.
-Σιγά! Έκανε ο Μιχάλης, θα μεθύσεις.
-Αυτό θέλω κι εγώ. Να μεθύσω.
Πίνοντας, με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση κάτι άσπρο να περνάει σαν αστραπή. Ήταν ο Θεοδωρίδης Απόστολος. Ο εφοπλιστής. Ταράχτηκα.
-Τον ξέρεις αυτόν; Ρώτησα με αγωνία τον Μιχάλη.
-Τον εφοπλιστή; Τραντάχτηκε στα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Ποιος δεν τον ξέρει; Είναι το καινούριο νούμερο της γειτονιάς. Γνωστός πλακατζής που παριστάνει τον εφοπλιστή. Δεν τον βλέπεις; Ποιος ντύνεται έτσι, στα άσπρα…
-Μιλάς σοβαρά;
-Σοβαρότατα. Άιντε γεια μας
 -Γεια μας.
Δεν ήξερα τι να κάμω. Να γελάσω, να κλάψω ή να ρίξω μια μπουνιά ανάμεσα στα φρύδια του εφοπλιστή.
ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

η τζοκόντα είναι αριστούργημα;





ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΠΩς Η ΤΖΟΚΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ;


Η κουβέντα αυτή είναι μάλλον χιλιογενόμενη. Δηλαδή, τι «φταίει» και ένας έργο ζωγραφικής, ένας πίνακας, είναι ωραίος; Τι τον κάνει τελικά ωραίο; Γιατί λέμε πως η Τζοκόντα είναι αριστούργημα ή η κραυγή του Μουνκ, η ανατομία της φιλοσοφίας του Ρέμπραντ και πάει λέγοντας.
Οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι που στέκονται μπροστά σε ένα έργο τέχνης, νιώθουν μάλλον μια αμηχανία μέχρι ν αντιληφθούν την σπουδαιότητα και την ωραιότητα του. Κοιτάζουν τους άλλους, τους ειδήμονες, εκείνους που μοιάζουν να ξέρουν από τέχνη για να τους εξηγήσουν γιατί η κραυγή του Μουνκ είναι αριστούργημα. Φυσικά είναι πασίγνωστο πως ξέρουν όλοι τον Πικάσο αλλά σπάνια γνωρίζουν έναν τίτλο έργου του ή έχουν στο νου τους ένα έργο του, ας πούμε τις γυναίκες της Αβινιόν-εννοώ το πλείστον των ανθρώπων ανά τον πλανήτη.
Επανερχόμενος στο ποιο έργο είναι ωραίο και ποιο όχι, ακούγοντας και διαβάζοντας πολλούς κριτικούς τέχνης, μα περισσότερο εξετάζοντας ο ίδιος αυτό το κομμάτι περί αισθητικής στην τέχνη και όχι μόνο, το συμπέρασμα μου είναι πως κανείς δεν γνωρίζει τι κάνει ένα έργο ωραίο κι ένα άλλο μέτριο ή κακό ή ανοσιούργημα. Για το τελευταίο, υπαίτιοι είναι καθαρά οι κριτικοί τέχνης που πάντα μπορούν να κάνουν με ευκολία το άσπρο-μαύρο. Μαζί με όλο αυτό το συνονθύλευμα που κινείται γύρω από την κριτική των έργων τέχνης,- το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν ξέρει και ούτε ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες αυτές- οι ίδιοι οι ζωγράφοι δημιουργούν σύγχυση πίσω κι εμπρός από τα έργα τους. Ο Νταλί οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της παγκοσμιοποίησης του στις μεγαλοστομίες του, στο σταριλίκι και γενικά σε μια εξτρίμ συμπεριφορά- όχι βέβαια πως δεν αξίζουν τα έργα του αλλά κάποιους άλλους εφάμιλλους ο πολύς ο κόσμος ούτε καν γνωρίζει την ύπαρξή τους.


Παρατηρώντας και συνομιλώντας με πολλούς ανθρώπους μπροστά από κάποιο έργο μου, άρχισα να πιστεύω πως τους αρέσουν μάλλον αυτά που δεν καταλαβαίνουν ή που δεν μπορούν να δώσουν μια λογική εξήγηση. Λένε συνήθως πολλά και κάποιοι σιωπούν από αδράνεια. Πάντως το σπουδαιότερο είναι που εν κατακλείδι παραδέχονται πως «δεν ξέρω γιατί αλλά μ αρέσει, έχει κάτι αυτό το έργο!»
Υπάρχει βέβαια και η διχογνωμία για το αν ένα έργο γίνεται ωραίο επειδή ο δημιουργός του σπατάλησε πολύ χρόνο ή το έκανε σε μισή ώρα! Προσωπικά δεν πιστεύω στα θαύματα. Διαφορετικά ωραία είναι τα έργα του ενός λεπτού και απίστευτα διαφορετικά εκείνα που χρειάζονται πολύ χρόνο. Γενικά, δεν πιστεύω πως ένα αριστούργημα γίνεται σε λίγο χρόνο. Ούτε όμως πως επειδή κάποιος εργάζεται πολύ σκληρά πρέπει και ν αμειφθεί ή τέλος πάντων να βρει καταξίωση γι αυτό. Ένας τέτοιος ήταν ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι της τέχνης δε  δίνουν δεκάρα σε αντίθεση με τον τεμπέλη Τσαρούχη που του βγάζουν το καπέλο.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ έχω συχνά μπερδευτεί για να ξεδιαλέξω μεταξύ ωραίου και άσχημου έργου, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Κάποτε έβγαζα πιο εύκολες, βιαστικές κρίσεις και έπεφτα έξω. Έλεγα φερ ειπείν πως δε μου άρεσε ο Μοντιλιάνι ενώ τώρα έχω αναθεωρήσει. Για τον Μιρό δεν πολυνοιαζόμουνα και τον Φασιανό τον έκρινα όπως ο απλός άνθρωπος. Ο Φασιανός είναι καλός ζωγράφος, τώρα αν κατακρίνεται για τις διασυνδέσεις του αυτό είναι άλλο. Συνοψίζοντας, λέω πως, εν πάση περιπτώσει και το τελευταίο έργο που θα σχεδιάσει ένας άνθρωπος σε ένα παραπεταμένο χαρτί, είναι ωραίο.




Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

ΟΙ ΈΜΠΟΡΟΙ των ΟΠΛΩΝ




Δεν θα κάνουμε έναν άλλο ηλίθιο πόλεμο ακόμα! είπαν οι ΗΠΑ δια μέσου αυτής της αλεπουδόφατσας. Θα βάζουμε τους άλλους να σκοτώνονται μεταξύ τους κι εμείς θα του εξοπλίζουμε, θα τους τροφοδοτούμε υλικά πολέμου!

Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως ο μόνος υπεύθυνος για την τραγωδία στη Συρία είναι ο Ερντογάν. Παραμύθι.

Παλαιότερα ήταν ο Σαντάμ. Και ο Καντάφι. Πάντα κάποιος θα γίνεται θύμα αυτής της παράξενης ειρωνείας, αυτού του αδίσταχτου σαδισμού εκ μέρους των ισχυρών που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διαθέσουν το βασικό εμπόρευμα τους που δεν είναι άλλο από τα όπλα!

Οι μικροί λαοί είναι υποχείριοι των ισχυρών. Η Ιστορία όταν ξέρεις να την διαβάζεις σου λέει την αλήθεια. Όχι αυτή που φαίνεται αλλά αυτή που κρύβεται.

Σήμερα: πίσω από το δράμα των Κούρδων και των Σύριων κρύβονται κατά βάση οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Γιατί αυτοί άμα ήθελαν αυτόν τον Ερντογάν θα τον είχαν συντρίψει. Αλλά δε θέλουν. Δεν τους συμφέρει αυτή τη στιγμή. Αυτό που τους συμφέρει είναι να ξοδέψει τα όπλα του.
Σχετική εικόνα

Όμως η Κίνα, η τρίτη χώρα σε πωλήσεις όπλων είναι ακόμα πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Ρωσία. Η Ουάσιγκτον πούλησε το 31% των όπλων που αγόρασε ο πλανήτης, ενώ η Μόσχα το 27%.


Περισσότερα από τα μισά όπλα που διέθεσαν οι ΗΠΑ είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή: στη Σαουδική Αραβία αναλογούσε το 22% του συνόλου των αμερικανικών πωλήσεων, κάτι που σημαίνει πως το σουνιτικό βασίλειο είναι ένας από τους σημαντικότερους πελάτες των αμερικανικών βιομηχανιών όπλων.
Η Σαουδική Αραβία εξάλλου ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων την υπό εξέταση περίοδο: σε αυτή τη χώρα αναλογούσε το 12% των εισαγωγών παγκοσμίως. Πέραν των ΗΠΑ, οι βασικοί προμηθευτές του βασιλείου ήταν η Βρετανία και η Γαλλία.
Οι εξαγωγές όπλων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2014-2018 από την περίοδο 2009-2013, σύμφωνα με το SIPRI. Άλλοι μεγάλοι εισαγωγείς ήταν η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και το Ιράκ.

Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, στην οποία αναλογεί το ένα πέμπτο των παραδόσεων παγκοσμίως, προμήθευσε όπλα σε 48 χώρες, σύμφωνα με το ινστιτούτο. Πάνω από τις μισές ρωσικές εξαγωγές όπλων είχαν προορισμό την Ινδία, την Κίνα και το Βιετνάμ.

Ακούω κι απορώ. Πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για να μασάει το παραμύθι για τις διαφορές μεταξύ των λαών, πως είναι τάχα δημιούργημα της διαφορετικότητα των, ο πόλεμος, το μίσος, οι Τούρκοι είναι αιώνια κακοί, οι Κούρδοι απάτριδες, οι Σύριοι κυνηγημένοι και ούτε καθεξής για να μιλήσω μόνο για τους εμπλεκόμενους στα σύγχρονα γεγονότα και πως γι αυτό δε φταίνε καθόλου οι Γάλλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί οι Κινέζοι, αυτοί οι κυρίαρχοι που τραβάνε μαστορικά την ουρά τους απέξω, σφυρίζοντας αδιάφορα τάχα, πως εμείς κάναμε ότι μπορούσαμε, έτσι δεν είπε αυτός ο τραγικός Τράμπ; εμείς σας βοηθήσαμε τόσα χρόνια, τώρα κάντε και σεις τη δική σας δουλειά! Είστε μόνοι σας, είπε με λίγα λόγια ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έσπευσε να υπερασπιστεί την απόφασή του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη βορειοανατολική Συρία.
Μάλιστα υποστήριξε ότι, μιλώντας σε συντηρητικούς χριστιανούς ακτιβιστές, οι ΗΠΑ πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των δικών τους συνόρων!
Πολλά πράγματα θέλουν να κρυφτούν σ αυτόν τον κόσμο αλλά πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για μα πιστέψει όλο αυτό το σκηνικό που παίζεται στη Συρία αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, όταν θα συμβαίνουν ανάλογα γεγονότα, δεν στηρίζεται, απλά και μόνο στην πώληση και κατανάλωση όπλων, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα. Σ αυτό, λοιπόν το θέατρο παραλόγου,  ο  αρχηγός του κόσμου που λέγεται Τραμπ, που φυσικά δεν παίζει κανέναν ιδιαίτερο λόγο γιατί σ αυτή την βρώμικη ιστορία, που κανένας από τους πονόψυχους! βιομηχάνους όπλων, δε νοιάζεται, στην πραγματικότητα δε δίνει δεκάρα, πόσοι θα σκοτωθούν, οι μόνοι που ευθύνονται είναι οι παραγωγοί όπλων, γιατί μη μου πει κανείς έμπορος πως φτιάχνει προϊόντα μόνο για να τα κοιτάζει! και που φυσικά εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν σ αυτό το παραμύθι, σ αυτή τη συνεχιζόμενη παρωδία των λαών και των ανθρώπων. Οι έμποροι των όπλων είναι υπεύθυνοι για όλους τους σύγχρονους πολέμους, όπως και οι έμποροι ναρκωτικών για όλους τους δυστυχισμένους ναρκομανείς αλλά, φυσικά και οι πολιτικοί που συναινούν να υπάρχουν βιομηχανίες όπλων.

Διαβάζω και απορώ. Επιθετική λεγεώνα υπό Ρώσικες διαταγές, Σύριοι και Κούρδοι, δυστυχισμένοι λαοί, οι ΗΠΑ δεν έχουν σχέδιο δράσης στην περιοχή, ΗΠΑ και Ρωσία πάντα στο βάθος για όσα κακά συμβαίνουν στον πλανήτη, οι Τούρκοι παίκτες χαιρετούν στρατιωτικά, αυτός ο Ερντογάν πρέπει να είναι ηλίθιος. Ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκερ κάνει αυστηρές κυρώσεις, η Τσεχία σταματά να προμηθεύει όλα στην Τουρκία! Ώστε έχει βιομηχανία όπλων και η Τσεχία! η Ισπανική κυβέρνηση αναστέλλει! την πώληση όπλων στην Τουρκία, τι λέτε ρε παιδιά; οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικάζουν το γεγονός, η Γερμανία σταματά κι αυτή να πουλάει στην Τουρκία, η Σουηδία, η Νορβηγία. Όλοι αυτοί θα περιμένουν να καταναλώσει ο μεγάλος πελάτης, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Τουρκία, όλο το οπλοστάσιο, οπότε θ αναγκαστεί να υπογράψει κάποια χαρτιά, κάποιες συνθήκες για ειρήνη αλλά και όλοι τότε ο έμποροι φυσικά θα είναι πρόθυμοι να της ξαναγεμίσουν το οπλοστάσιο για την επόμενη φορά! Αυτό είναι μάγκες το κόλπο και κανένας Τούρκικος λαός, κανένας Κουρδικός λαός, κανένας Σύριος λαός δεν φταίει γι αυτή την κατάντια του ανθρώπινου είδους ει μη, μόνο η αισχρή εκμετάλλευση των κυρίαρχων βιομηχανιών όπλων που θέλουν να εμφανίζονται ανώνυμες επιχειρήσεις αλλά δεν είναι: πίσω τους κρύβονται αιμοβόρικα σκυλιά, ψυχασθενείς και ολέθριοι, φριχτοί άνθρωποι που επιμένουν να μας λένε ακόμα πως παλεύουν φτιάχνοντας όπλα! για την καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου.



Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΊΣ ΓΡΆΦΟΥΝ ΜΠΟΎΡΔΕΣ




Συγνώμη αλλά υπάρχουν κακοί συγγραφείς. Κάποιοι δουλεύουν στην τοπική εφημερίδα σας, γράφοντας κριτικές για μικρές θεατρικές παραστάσεις ή μιλώντας από καθέδρας για την τοπική αθλητική ομάδα. Κάποιοι προχειρογράφοντας, έχουν αποκτήσει σπίτι στην Καραϊβική, αφήνοντας καθ οδόν πίσω τους, επιρρήματα που σφύζουν από ενέργεια, ξύλινους χαρακτήρες και ελεεινές προτάσεις στην παθητική φωνή. Άλλοι απεραντολογούν σε ποιητικές βραδιές με ελεύθερη συμμετοχή, φορώντας μαύρο ζιβάγκο και τσαλακωμένο χακί παντελόνι. Εκστομίζουν στιχουργήματα για τα «οργισμένα λεσβιακά μου στήθη» και το «γερτό στενοσόκακο που κραύγασα τα όνομα της μητέρας μου».
Τάδε έφη ο Στίβεν Κινγκ στο ΠΕΡΙ ΣΥΓΓΡΑΦΗς-ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑς ΤΕΧΝΗς, που είναι όντως ένα ωραίο βιβλίο, χρήσιμο, ιδιαίτερα για Νεοέλληνες συγγραφείς και συγγραφάρες γυναίκες.
Αυτά πέρα από την Αμερική και μάλιστα από έναν συγγραφέα που δεν τον έχουν και σε καμιά περίοπτη θέση οι Έλληνες κουλτουριάρηδες. [Τελικά αυτή η ατέλειωτη Σαββοπουλοκουλτούρα δε λέει να τελειώσει στην Ελλάδα]. Μίλησα σε κάποιον φίλο με τέτοια χαρακτηριστικά και πέταξε τα χείλη του έξω, αντίθετα με μένα, που σαφώς είμαι σκληρότατος στις κριτικές μου, που βρήκα καταπληκτικό το συγκεκριμένο βιβλίο του. Είναι ένα δείγμα πως μπορεί να γράφει κανείς μεγάλα νοήματα χωρίς να χάνεται σε αοριστολογίες, με απλές, κατανοητές λέξεις. Να λέει δηλαδή τα πράγματα με τα όνομα τους στην τέχνη του γραψίματος.  Αυτό, ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς το καταφέρνουν σήμερα. Να γράφουν απλά αλλά χωρίς να μπουρδολογούν. Θα μου πεις, βέβαια, ποιοι Έλληνες συγγραφείς και σε ποιο κοινό αναφέρεσαι και θα έχεις δίκιο, γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί συγγραφείς στη σημερινή Ελλάδα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού και πάλι θα έχεις δίκιο.Ούτε συγγραφείς έχουμε, ούτε αναγνωστικό κοινό. Εδώ έχουμε μεγάλο συγγραφέα τον Τατσόπουλο και την Λένα Μαντά και μ αυτούς πρέπει ν ασχολούμαστε. [Λογικά θα υπάρχουν κάποιοι «κρυμμένοι» με βάση το νόμο των πιθανοτήτων που θα τους «ανακαλύψουμε» αργότερα-όταν θα έχουν σβήσει την άθλια ζωή τους.]
Αλλά παραδεχόμαστε πως όντως υπάρχουν κακοί συγγραφείς που αποτελούν τη βάση στη σχετική πυραμίδα που ισχύει σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο, σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω απ όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, ο Φόκνερ, οι Γέιτς, ο Μπέρναντ Σο. [Σημειώνει μόνο αγγλόφωνες μεγαλοφυΐες!] Είναι οι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που για να τον κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να τον κατακτήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητες μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή [τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο] συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν με το πρότυπο μιας εποχής.
Φυσικά και δε συμφωνώ σε πολλά με τον Κινγκ,-ας πούμε δε θεωρώ τον Φόκνερ μεγάλο συγγραφέα- τα περισσότερα όμως είναι σαφέστατα.
Και φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του βιβλίου με δύο θέσεις που και οι δύο είναι απλές. Η πρώτη είναι ότι το καλό γράψιμο συνίσταται στο να κατέχεις τέλεια τα βασικά [λεξιλόγιο, γραμματική, στοιχεία ύφους] και κατόπιν να γεμίσεις το τρίτο επίπεδο της εργαλειοθήκης σου με τα κατάλληλα εργαλεία. Η δεύτερη είναι ότι, ενώ είναι αδύνατον ένας κακός συγγραφέας να γίνει επαρκής κι ενώ είναι εξ ίσου αδύνατον ένας καλός συγγραφέας να γίνει σπουδαίος, είναι δυνατόν, με πολλή σκληρή δουλειά, αφοσίωση και έγκαιρη βοήθεια, ένας απλώς επαρκής συγγραφέας να γίνει καλός.
Όπως έχουμε αντιληφθεί ο Κίνγκ ξεχωρίζει τους συγγραφείς σε κακούς, καλούς και μεγαλοφυΐες.
Στην Ελλάδα όλοι οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους μεγαλοφυΐες και ξεχνούν πως οι μεγαλοφυΐες το αγνοούν.


Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ο ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ





Ένα σπίτι μεγάλο όπως το ονειρευόταν, στην άκρη του γυαλιστερού κόσμου, -τζαμένιες ψευδαισθήσεις και το ξέρεις, κάποιος στίχος σφηνώθηκε ανάμεσα σ αυτή την πολυτέλεια, σ αυτή τη χλιδή που ονειρευόταν από παιδί η Αρχοντούλα Πέρκινς και στην πραγματικότητα που θρόιζε τα ωραία δέντρα στην αυλή. Στην αυλή όπου υπήρχε μόνο πράσινο και δεν υπήρχαν ζώα. Η Αρχοντούλα σιχαινόταν τα ζώα. Τα ζώα και τους ανθρώπους. Αγαπούσε τη μοναξιά και το πράσινο, μόνο αυτά τα δυο ήταν η ευτυχία της σ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο της.
Όλα αυτά τα είχε φτιάξει μόνη της, εξ άλλου δεν είχε και κανέναν σ αυτόν τον κόσμο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ή είχαν σκοτωθεί σε μακάβριο ατύχημα. Κάποια ξαδέρφια φρόντισε να τα ξεφορτωθεί αλλάζοντας το πατρικό της από Περκινιάδη σε Πέρκινς, επειδή της άρεσε αυτός ο Άντονι, ο Άντονι Πέρκινς σε εκείνα τα σαδιστικά Ψυχώ που έπαιζε όταν ζούσε.
Ήταν πρωί τα Αυγούστου που η μοναξιά της μεγαλούπολης χτυπούσε κόκκινο, να είσαι μόνος σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά αυτό επιθυμούσε αυτό αγαπούσε. Τίποτε άλλο, το μεγάλο σαλόνι, όπου μπορούσε να παίζει, να χορεύει ν ακούει Ραχμάνινοφ, ααα αυτός ο Ραχμάνινοφ της είχε φάει τη ζωή. Την όμορφη ζωή πάνω ακριβώς στα τριάνταένα της χρόνια, παρθένα που δε χάριζε σε κανέναν τον υμένα της, όμορφη σαν νεράιδα που χαμογελούσε πάνω απ το ρυάκι, που κελάρυζε ανάμεσα από τα χαλίκια σαν λέξεις υδάτινες, τόση ήταν η ευτυχία της!
Ο άνθρωπος είχε φτάσει εκεί πριν από λίγο. Χτύπησε το κουδούνι με τον δείχτη και λέω με τον δείχτη γιατί συνήθως χτυπάμε το κουδούνι με τον μεσαίο δάχτυλο. Ο δάχτυλος του δαχτύλου και περίμενε. Κανείς. Ο ήλιος στραφτάλιζε τις ακτίνες στο απέραντο γαλάζιο. Ξαναχτύπησε. Η Αρχοντούλα επάνω αναρωτήθηκε ποιος να ήταν; δε θυμόταν να είχε καλέσει κάποιον. Ποιος είναι; φώναξε!
-Ο ταχυδρόμοοοοοοοος! ακούστηκε η φωνή κι από μέσα και από έξω. [Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις σε ένα σπίτι, όλοι ανοίγουν στους ταχυδρόμους.]
Α, ο ταχυδρόμος .... μισόσμιξε τα νεραιδένια χείλη της, άνοιξε και την πόρτα. Περίμενε κανένα γράμμα; Μήπως κάποια κάρτα ή μια επιταγή; Δε θυμόταν. Όχι, δεν περίμενε τίποτε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ ευχαριστημένη που δε φοβόταν τίποτε στη ζωή της. Άπλωσε το χέρι, έπιασε την τσαγέρα, έβαλε λίγο τσάι Τενερίφης στο πορσελάνινο φλιτζάνι, μισή κουταλιά μέλι φθονερού μελισσοκόμου από το Πήλιο, γιατί φθονερού; Έχει κάποια σημασία αλλά τέλος πάντων, δίπλα υπήρχε ένας φάκελος που τον έσκισε πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο τσάι της.
Ω, Γουίλλυ έπρεπε να ήσουν εδώ
είσαι η λατρεία μου
εσύ κι ένας σκίουρος,
έλεγε η σημείωση στην κάρτα του φακέλου αλλά ποιος ήταν ο Γουίλλυ; Και γιατί αγαπούσε τους σκίουρους; Αυτή δεν αγαπούσε κανένα ζώο!
Χαμογέλασε λοξά με το κοροϊδευτικό της βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που είχαν λατρέψει όλοι οι καθρέφτες.
Ωστόσο ο άνθρωπος που χτύπησε το κουδούνι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας γυμνός. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο του, την αξιοπρέπεια του, δεν ήταν ούτε όμορφος, μηδέ άσχημος και οι αφαλοί της Αρχοντούλας λύθηκαν. Τι θα της έκανε τώρα αυτός ο απαίσιος; Τα ρούχα της έπεσαν στο μεγάλο σαλόνι, το κρυστάλλινο γέλιο της πάγωσε στην ατμόσφαιρα, το βαλς του Μπάχ, είχε αλλάξει το σιντι από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι, γέμισε τον αέρα, η δαντελλένια κυλόττα άφησε να φανεί το χνούδι, το χνούδι γλίστρησε στη σχισμή, μαζί με το λαχταριστό κρέας, ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο σπίτι της, μπήκε μέσα στη σάρκα της, ο ταχυδρόμος χτυπούσε πάντα δυο φορές μαζί μ αυτόν τον αδιόρθωτο Τζακ Νίκολσον, ο καινούριος φάκελος έπεσε στο δάπεδο του μεγάλου σαλονιού της Αρχοντούλας Πέρκινς.
Άθελά του, άθελα του φακέλου; Φύσηξε ο άνεμος; Ο άνεμος πάντα φυσάει κάποτε κι έδειξε την οπή του κόσμου. Ήταν ωραία η οπή απέναντι απ τον καθρέφτη, ωραίο ήταν και το νούμερο, πέντε ίσως έξι χιλιάδες ευρώ για μια ώρα, για μια νύχτα σε ένα μαγεμένο κόσμο, για μέρα στον παράδεισο, δεν ήταν και ευκαταφρόνητο ποσό έστω και για κάποια  σαν την παρθένα Αρχοντούλα που αγαπούσε τα δέντρα και δεν αγαπούσε τα ζώα.
ΤΕΛΟς

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

ΕΊΧΕ ΑΠΑΡΝΗΘΕΊ ΚΆΠΟΤΕ




Χ
χρόνια έψαχνε-μια ζωή.
Όμως όλα αυτά που έψαχνε ήταν δύσκολα.  Ή δυσκολοεύρετα.
Εκείνο το πρωί της Κυριακής στάθηκε εμβρόντητος μπροστά στο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους. Είδε το χειρόγραφο στη βιτρίνα κι έμεινε να το εξετάζει με θαυμασμό [όχι ανυπόκριτο] και σφιγμένα τα μάτια. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα χαμόγελο πονηριάς εκμεταλλεύσιμης καθώς με την άκρη του ματιού του συνέλαβε την εικόνα του παλαιοπώλη που ξεκίνησε από απέναντι φουριόζος-μυρίστηκε πελάτη, καθώς τον είδε κι αυτός, κουστουμαρισμένο να περιεργάζεται το μαγαζί του. Δεν ήξερε όμως τι έψαχνε, νόμιζε πως ήταν ένας τυχαίος που φορούσε ένα κουστούμι μπλε, σκούρο μπλε, κόκκινο παπιγιόν, ζώνη κορακάτη, παπούτσι μελιτζανί.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης μπήκε στο μαγαζί, δε μίλησε. Έκανε πως ταχτοποιούσε κάποιες γκραβούρες ενώ  η ματιά του τύπου με τα μελιτζανιά παπούτσια έπεσε στην πινακίδα που έγραφε : Οδός Ιπποκράτους και υπότιτλος, « κάντε τη ζωή σας πιο ήρεμη, μετρώντας  τη δυστυχία, πως, αν δεν είσαστε υγιής δεν έχει νόημα να ζείτε!»
Ο Ιπποκράτης  ήταν ο πιο συμπαθής από τους αρχαίους φιλόσοφους επειδή ασχολήθηκε με κάτι πολύ ουσιαστικό, την υγεία των ανθρώπων. Πάντα του άρεσαν οι άνθρωποι που έβλεπαν τη ζωή στα ίσια, που αντιμετώπιζαν καθημερινά το θάνατο.
-Πόσο κοστίζει αυτό; Ρώτησε, όταν μπήκε στο κατάστημα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα να τον κοιτάξει.[Τον παλαιοβιβλιοπώλη.]
-Αυτό! Έκανε ζωηρά. Α, κύριε μου δεν ξέρετε τι μου ζητάτε! Αυτό είναι ένα από τα σπανιότερα είδη που βρέθηκε στην κατοχή μας. Είναι το μοναδικό αντίγραφο γράμματος-το πραγματικό γράμμα  το έχουμε σε θυρίδα- του Καρυωτάκη προς την Μαρία Πολυδούρη. Αυθεντικό κύριε μου. Αυθεντικό γράμμα για την μοναξιά και την αθλιότητα της ζωής!
-Και τι ενδιαφέρει κάποιον αυτή η αθλιότητα;
Τι ενδιαφέρει ένα γράμμα του Καρυωτάκη; Μίλησε προσπαθώντας να μειώσει το γεγονός και το χειρόγραφο.
-Μα τι λέτε! Σεις ένας εκλεπτυσμένος κύριος της καλής κοινωνίας έπρεπε να γνωρίζετε πως τα πάθη μας είναι περισσότερο ελκυστικά από την ευτυχισμένη ζωή μας.
Σήκωσε τα μάτια και τον πρόσεξε με σημασία. Ένα απρόσωπο ανθρωπάκι του φάνηκε. Τι να τον ένοιαζε η φιλοσοφία και η θεωρία του; Αυτός στην πραγματικότητα είχε δώσει ένα ραντεβού σε μια γυναίκα που την ήξερε από χρόνια, για να πιούνε εκεί, έναν καφέ, στο βρώμικο καφενέ που διατηρούσε ο ίδιος ο παλαιοβιβλιοπώλης. Με μια γυναίκα που τον είχε απαρνηθεί κάποτε, λέγοντας πως δεν άξιζε τον έρωτα της. Αυτός δεν επέμενε να της εξηγήσει, είχε καταλάβει, ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε εύκολα. «Είσαι ο τελευταίος μεγάλος που με ερωτεύτηκε» του είχε πει. Αυτός δεν πίστευε πως θα μπορούσε ποτέ να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε ερωτευθεί και του είχαν αρνηθεί τον έρωτα του. Δεν πίστευε πως υπάρχει κάποιος τελευταίος, συνήθως μεγάλος. Ας πούμε ο τελευταίος μεγάλος δικτάτορας πως ήταν ο Αδόλφος.. Όχι, δεν ήταν ο τελευταίος μεγάλος ηθοποιός ο Χόρν, ούτε ο τελευταίος μεγάλος  των ποιητών ο Σολωμός. Πάντα θα υπήρχε ο επόμενος.
Η γυναίκα που τον είχε αρνηθεί άργησε να έρθει. Μα όταν ήρθε σα θεά με τα γαλάζια φορέματα της μοναξιάς, του χάρισε το ωραιότερο χαμόγελο της και του είπε για άλλη μια φορά στο αφτί, πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της μεγάλος έρωτας.
-Θα πιούμε καφέ; Μίλησε έχοντας κατά νου πως θα ψώνιζε εκείνο το αλλοπαρμένο χειρόγραφο του Καρυωτάκη με όσο το δυνατόν μικρότερη τιμή.
-Κερνάει το κατάστημα! Προθυμοποιήθηκε ο παλαιοπώλης και τους έδειξε  το σκοτεινό τραπέζι στο βάθος.
Πίσω απ το σκοτάδι υπήρχαν τα πάντα.  Δυο φλιτζάνια καφέ, μια όμορφη εξαθλιωμένη από τον καιρό γυναίκα, αυτός και το γράμμα του Καρυωτάκη.
-Τι γράφει σ αυτό το γράμμα ο απελπισμένος εραστής; Ρώτησε όταν επιτέλους απολάμβαναν τον καφε στο σκοτάδι η εξαθλιωμένη ομορφιά.
-Δε θυμάμαι, απάντησε. Θα το διαβάσουμε μετά.
-Εγώ θυμάμαι ένα γράμμα της Πολυδούρη. «Τον αγαπώ..τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια.
Ό,τι νιώθω σιμά μου κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του, το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνει.»
Το σκοτάδι είχε γίνει περισσότερο πηχτό.
-Τι σε ενδιαφέρει ένα αξιοθρήνητο κείμενο, προς την αγαπημένη του; τι σε ενδιαφέρει η ζωή ενός χτικιάρη ποιητή;
Αυτή η αλλοπρόσαλλη στάση της, το αλλόκοτο πήγαινε-έλα του άστατου χαραχτήρα της τον εκνεύριζε. Χρόνια τώρα. Τι τον ήθελε εκείνον τον καφέ; Με μια γυναίκα που του χε σκοτίσει την ψυχή τόσα χρόνια;
-Είναι πολλά τα λεφτά! Αξίζει μια περιουσία. Υπάρχει κάποιος που δίνει εκατό χιλιάδες..
-Εκατό χιλιάδες! Χλόμιασε βουτώντας την τελευταία φρυγανιά στο κατακάθι του καφέ. Εκατό χιλιάδες για να διαβάζει κάποιος την αθλιότητα του έρωτα, του βασανισμένου έρωτα δυο ανθρώπων που δεν τους άφησαν να ζήσουν μαζί. Μπορείς να μου πεις γιατί τους το απαγόρεψαν; Αγρίεψε και φώναξε πιο πολύ την τελευταία φράση της.
-Εκατό χιλιάδες, επιβεβαίωσε σαν ηχώ. Άμα τελείωσες τον καφέ σου αποχώρησε, φύγε εσύ, εγώ θα προσπαθήσω ν αγοράσω…
-Θέλεις να πεις να κλέψεις, τον έκοψε ειρωνικά. Εσύ δεν αγοράζεις ποτέ!
-Με προσβάλλεις! Πήγαινε σε παρακαλώ. Δε θέλω να ξαναπιούμε άλλον καφέ μαζί. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος καφές που ήπιαμε μαζί.
Η γυναίκα σηκώθηκε. Τον κοίταξε ψυχρά από πάνω του,
-Εύχομαι να μην ευτυχίσεις ποτέ! του είπε φτύνοντας το αίμα στο σκοτάδι.
Αυτός γύρισε το πρόσωπο του στη νύχτα που φευγε θολή. Όλα για μια στιγμή του φαίνονταν αχρείαστα. 
«Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
                         ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
                         σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη
                                                       της νυχτός
                         κάποιον ποχει πεθάνει.»
Ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν που διάβασε τους στίχους. Γύρισε και τον κοίταξε σκυθρωπά.
-Πόσα λεφτά θέλεις;
-Τα λεφτά! Πφ! έκανε. Τι αξία έχουν τα λεφτά μπροστά στην τραγωδία;
Όλα είναι μια τραγωδία αγαπητέ μου. Θα σου το δώσω το χειρόγραφο, μην αδημονείς, θα σου το δώσω.
Αυτός αναπήδησε στο σκοτάδι. Τα μελιτζανί παπούτσια του έλαμψαν, το φως ενός κεριού άνοιξε το πλάνο. Ο παλαιοβιβλιοπώλης πήγε και γύρισε κρατώντας το πολυκαιρισμένο, το κίτρινο προς την ώχρα φύλλο γραφής. Του δωσε μόνο το αντίτιμο των καφέδων: δυο δραχμές.
Ύστερα πήρε το χειρόγραφο κι έφυγε. Χάθηκε απ τα μάτια της σιωπής κατηφόρισε  όπου κυλούσε ο χρόνος σα νερό. Έφτασε σε ένα άλλο σκοτάδι που κάποιος ωχρός σαν σπειροχαίτη, τον περίμενε.
ΤΕΛΟΣ

συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...