Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΑΝΟΙΓΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ


Ένα τσιγάρο
μια πίκρα που με στειλε μέχρι θανάτου
αργά είναι να γυρίσεις πίσω
ποιος ξέρει γιατί ήρθες εδώ
τον κόσμο αν 
δεν τον λυπάται κανείς
ένα τσιγάρο του θανάτου.
Ανοίγω την πόρτα
κανείς δεν είναι εδώ να μου πάρει το κεφάλι
Η πληγή στο βάθος πίσω από τη γλώσσα
άγνωστος άντρας κυλάει στα σωθικά
το κρέας έφτασε στο κόκαλο
λυπήθηκα που έφτασες μέχρι εδώ. Κι αν είχα να πω
κάτι
η ζωή μου κύλισε στη σκόνη.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ



Άνοιξη ήταν και τότε. Έπαιρνα ότι πρόχειρο μπορούσα, να μην κουβαλάω
πολλά πράγματα, μόνο τα σαντάλια μου και κάποια χειρόγραφα, ένα δυο βιβλία
παραμάσχαλα. Έφευγα για όπου μου άρεσε.
Ένα τέτοιο μέρος που με συνάρπαζε εκείνο τον καιρό ήταν η Αίγινα.
Έτσι, λοιπόν από την Παρασκευή το μεσημέρι που τέλειωσα την εργασία μου,
την κοπάνισα.
Μπήκα στο βαπόρο, άραξα στο κατάστρωμα παρέα με τους γλάρους,
το μπλέ και μια σκόνη γυναίκας που με τριγύριζε στο νου και δεν ήθελε
να φύγει από εκεί ούτε με σφαίρες που λέμε. Έπινα το καφεδάκι,
 έσπαγα κανένα χαμόγελο στον ήλιο, σκόρπιος,
νηφάλιος πως όλα πήγαιναν καλά.
Απέναντι μου ένας τύπος ψηλόλιγνος, παλικάρι, φοιτητής
φαινόταν με μια κιθάρα
 στον ώμο του κι ένα καραφάκι ούζο στο χέρι, αποφάσισε να την ξεκρεμάσει
για να χαϊδέψει τις χορδές της. Είχε κάτι μακριά δάχτυλα,
έτσι πρέπει να είναι τα δάχτυλα των κιθαριστών, έπαιζε με έναν πολύ
ξεχωριστό τρόπο. Με μάγεψε και πήγα κοντά του. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον.
Ύστερα ο Θόδωρος, έτσι τον έλεγαν  άνοιξε το σάκκο του, έβγαλε ένα καράφι ούζο, μου το έδωσε.
Άρχισα να πίνω κι εκείνος να παίζει. Συντραγουδήσαμε.
Κι μετά όλο το βαπόρο
μέχρι να φτάσουμε στην Αίγινα είχε γίνει ένα κουβάρι μαζί μας!
Άλλο που δεν ήθελαν
οι τουρίστριες! Χόρευαν ζαλισμένες στο κατάστρωμα συρτάκι
και ζεϊμπέκικο.
Το μαγικό ταξιδάκι τελείωσε και κατεβαίνοντας απ το βαπόρο,
στην προβλήτα,
ανάμεσα από πολύ κόσμο προσπάθησα να συν εννοηθώ με το
Θόδωρο που θα βρεθούμε.
-Που θα σε βρώ; Του φώναξα
-Στο σκοτάδι, στο σκοτάδι! Μου απάντησε και χάθηκε στο πλήθος.
Μούτρωσα, μου φάνηκε πως με κορόιδεψε αλλά δεν τον είχα καταλάβει
για τέτοιον άνθρωπο.
Τι να πεις; Εγώ τον ρώτησα που θα βρεθούμε κι αυτός μου είπε,
 στο σκοτάδι.
Τι υπονοούσε άραγε; Είναι και φαντασμένοι οι καλλιτέχνες, σκέφτηκα,
αλλά δεν
μπορούσα να το ξεχάσω. Κοιμήθηκα , κάπως άβολα θυμάμαι.
Το πρωί, σηκώθηκα κατά τις έντεκα. Βγήκα στην παραλία να πιω καφέ,
πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα πρώτα. Κι όπως μου δινε
τα ρέστα, δεν τον ρωτάω, σκέφτηκα. Τι είχα να χάσω; Η ντροπή δική του
η άλλη μισή δική μου.
-Μήπως ξέρετε που είναι το σκοτάδι; Ρώτησα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
-Α, δεν ξέρεις; μου χαμογέλασε.
-Όχι! Ψέλλισα, τώρα.
-Στην άκρη του δρόμου της παραλίας, είναι, μου κάνει.
-Τι είναι; Εγώ
-Το ουζερί το Σκοτάδι, μωρ αδερφέ μου! Αυτό δεν ψάχνεις;
-Αυτό, ναι βέβαια, πάω, ευχαριστώ, τα είπα όλα μαζεμένα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου, είδα την επιγραφή ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.
Γέλασα.
Ήταν να μη γελάω.; Ύστερα, μπήκα μέσα. Βρήκα το Θόδωρα αραχτόν
να πίνει ούζο
στο σκοτάδι της υποψίας μιας άλλης ζωής.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΛΙΜΜΕΝΟΥ ΔΡΟΜΟΥ



Όταν ήμουν μικρός, μέχρι δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, ερωτευόμουν εύκολα.Έβλεπα μια κοπέλα κάπου, στο δρόμο, στην καφετέρια, στο αστικό, αντάλλαζα ματιές ίσως μερικές κουβέντες κι ύστερα έπλαθα ολόκληρες ιστορίες γι αυτήν. Είχε την πλάκα της αυτή η ιστορία όσο τη θυμάμαι και ο μεγάλος μου αδερφός με κορόιδευε. Τι είναι αυτά που κάνεις, έλεγε, αν τη γυναίκα δεν τη βάλεις κάτω, τι να τα κάνεις τα λουλούδια και τις αγάπες; Εγώ όμως παρέμενα αθεράπευτα ρομαντικός. Έβλεπα φερ ειπείν τον εαυτό μου συνέχεια να είναι ιππότης, να χαρίζει τριαντάφυλλα, να προστατεύει την αγαπημένη του από τους κακούς. Ακόμα και μια φορά που πήγα στο πορνείο, ερωτεύτηκα την γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Πήγα πολλές φορές απ έξω από το «σπίτι» την έστησα και περίμενα ώρες να βγεί. Όταν κάποτε, επιτέλους κατάφερα να τη συναντήσω, της μίλησα και να δεις που με θυμήθηκε. Α, έκανε, εσύ. Ναι, της απάντησα, πάμε να πιούμε ένα καφέ; Μαζί; Γέλασε. Ήταν μεγάλη, τριανταπέντε σίγουρα και όμορφη. Γιατί όχι; Πήρα πεισσότερο θάρρος. Μα εσύ είσαι μωρό, συνέχισε χαμογελώντας. Ύστερα μου χάιδεψε το κεφάλι. Πάμε, είπε. Ήταν ένας αξέχαστος καφές. Έκοψα ένα λουλούδι απ τη γειτονιά της το πρόσφερα. Για μένα λουλούδι; Αχνογέλασε και με φίλησε αληθινά. Έβαλα τότε τα δυνατά μου να την πείσω ν αλλάξει τη ζωή της κι αυτή όλο γελούσε με μένα που τα πίστευα όλα αυτά με θέρμη. Μη γελάς, με στενοχωρείς που δε με πιστεύεις, εγω σ αγαπώ! Είσαι ότι πιο ωραίο έχω συναντήσει στη ζωή μου, συνέχισα. Εκείνη έσφιγγε τα σφιχτοδεμένα χέρια της, ύγραιναν τα μπλε μάτια της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους, έβγαζαν μια θλίψη, μια κούραση, από τα όσα είχε περάσει στη ζωή της. Αλλά εγώ άλλα έβλεπα. Σα να μη με ένοιαζε τίποτε, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που της είπα ότι θα παντρευτούμε και πως θα ζούσαμε για πάντα μαζί. Ήθελα να την αγκαλιάζω, συνέχεια να χώνομαι στο στήθος της να της πιάνω τα χέρια, να της χαϊδεύω τα ξεραμένα χείλη. Ύστερα έφυγε. Δεν ξέρω πως αλλά έφυγε και δεν την ξαναείδα. Θυμάμαι όμως για πάντα εκείνο το λατρεμένο βλέμμα της. Σ ευχαριστώ, μου είπε και μπορεί να έκλαψε όταν έφυγε. 
Κάποια φορά που τόλμησα να πάω να τη ζητήσω, παρά λίγο να με δείρει η τσατσά. Έχουμε εδώ άλλα κορίτσια , είπε και μου δειξε τις ημίγυμνες, τις καινούριες. Δεν τις θέλω , μούτρωσα, εγώ ψάχνω αυτή. Ούτε τo όνομα της δεν ήξερα.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΓΑΜΙΣΤΑ




Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ



Ο καθένας ότι έχει πουλάει. Και ο έξυπνος αγοράζει. Αν το καλοσκεφτείς εύκολο είναι να αγοράσεις ένα κορμί- απλά δεν το ξέρεις όταν είσαι νέος. Μπορεί να φαίνεται ωμό και ίσως όχι τόσο κομψό για να ξεκινήσεις
Δεν ξέρω αν μπορούμε ν αγαπήσουμε ταυτόχρονα δυο ανθρώπους με την έννοια πως πρέπει να πείσουμε γι αυτό τον εαυτό μας, χωρίς να υποκριθούμε. [Λέμε εδώ ερωτικά.] Δεν είναι και τόσο εύκολο όσο κι αν θέλετε να το ξεπεράσετε γιατί, εντάξει, όλοι είμαστε υπεράνω αλλά κάπου στο βάθος υπάρχει τελικά μια αλήθεια.
Νομίζω, πως η ζωή δεν είναι ένα εύκολο πράγμα. Όσο κι αν ακόμα και ο Αριστοτέλης είπε, οριακά πως μπορούμε να την αλλάξουμε.
Αν θέλουμε να σοκάρουμε την παγκόσμια κοινότητα, μπορούμε απλά να πούμε πως ο Καβάφης ήταν ένας άντρας που τον έπαιρνε. Τίποτε παραπέρα. [Ένας άντρας που γαμιέται, είναι ένας άντρας που γαμιέται όπως και να το κάμεις.]
Ο Τζόις έγραψε πως " πουθενά δεν είναι χειρότερα από εδώ." Περίπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά, συνεχίζουμε να λέμε πως πράγματι δεν υπάρχει χειρότερο μέρος για να κατοικήσεις από τη γη. Κι όμως εμείς δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή. Είμαστε γήινοι.
Πάντων δε των ωραίων πραγμάτων, έπεται η θλίψη.
Αλλά τώρα, ετοιμάζω ένα σπέσιαλ ουζάκι για να διασκεδάσω, επειδή με πρόδωσε η κουφάλα! [Είναι όντως άσχημο να νιώθεις προδομένος.] Θα βάλω τους πιο εκλεχτούς μεζέδες! καβουράκια που έχω στο ψυγείο μου, ντοματούλα, αγγουράκι, λίγο καραβίδα από προχτές.. Λοιπόν, μάγκες μη μασάτε η ζωή είναι πολύ λίγη για να τη σπαταλάτε σε μαλακίες.
Δεν πάω εγώ σε κήπους που δε με θέλουν.. Παρέα με κηπουρούς που δεν ξέρουν να κλαδεύουν...
Δεν μπορούμε να ζωγραφίσουμε καλύτερα από τον Πικάσο.. Μάλιστα. Το είπα κι αυτό
Τα χρόνια που είσαι νέος αφήνουν τη μεγάλη σφραγίδα τους επάνω σου σαν άνθρωπος. Αυτό ισχύει για όλους πόσο δε μάλλον για τους καλλιτέχνες και δη τους μεγάλους. Ο Πικάσο φρόντισε περισσότερο απ όλους την υστεροφημία του που διαγραφόταν από τα παιδικά του χρόνια σαν κάτι πολύ σημαντικό
Ένα μεγάλο ενδιαφέρον στην άκρη του μυαλού του, ήταν πως θα κατόρθωνε να έχει τον έλεγχο της ζωής του. Άνοιγε και έκλεινε την παλάμη του δεξιού χεριού και υπέθετε πως θα μπορούσε να την κρατάει εκεί μέσα σαν μια πεταλούδα. Μόνο που η ζωή δεν ήταν πεταλούδα.
Θα πρέπει να περάσουν, τουλάχιστον εκατό χρόνια από το θάνατο μας για να
μιλήσουν για μας και τα έργα μας.
Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδώ μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν έχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λέω εγώ γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει πότε μαζί τους.
Αν είσαι κλεισμένος στα σκοτάδια
έξω νομίζεις πως είναι πάντα νύχτα.
Στην ουσία δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ακριβώς. Παρ όλα αυτά τα καταφέρνουμε στα βασικά. Στον έρωτα, παρ ότι θέλαμε να τον κάνουμε όπως θέλουμε ποτέ δε βρήκαμε την τέλεια λύση. Στην πολιτική είμαστε μια ζωή αντιμέτωποι- αυτή κι αν είναι συνεννόηση. Στην πραγματικότητα μόνο η εξέγερση μας ενώνει. Γι αυτό τώρα όλοι είμαστε μόνοι μας: επειδή δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε.
Τρίχες. Όλες οι δημοσιεύσεις σας είναι για τον κάδο ανακύκλωσης.
Τα πράγματα δεν είναι ούτε στην υπερβολή πόσο μάλλον στην ουσία. Η Κική Δημουλά, ποιήτρια και Ακαδημαϊκός, είπε κάποιες ωμές αλήθειες για τους μετανάστες. Τα λόγια της δεν είναι θέμα δικαίου ή άδικου, δεν είναι καν δικαιολογία ο τίτλος που της έχουν αποδώσει- μεγάλη ποιήτρια, ούτως ώστε να της αποδοθούν μεγαλύτερες ευθύνες από εκείνες της γυναικούλας της Κυψέλης που εκστομίζει καθημερινά ρατσιστικές εκφράσεις γι αυτή την κατάσταση που σίγουρα είναι πιθανώς η χειρότερη που έχει υπάρξει στη χώρα μας. Επί της ουσίας έχουμε δεχτεί τεράστιο πλήγμα στο πολιτιστικό και πολιτισμικό σκέλος, σαν λαός και δεν είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς κάποιον που καταφέρεται με βαριές λέξεις για το θέμα της μετανάστευσης, όταν αντικρίζει καθημερινά τη χαώδη κατάσταση, την απελπιστική θέση αυτών των ανθρώπων- ποτέ δε θυμάμαι τόσους ανθρώπους να ψάχνουν μανιωδώς στους κάδους απορριμμάτων- την ανημπόρια της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, οπότε φτάνουμε στο σημείο να εξαναγκάζουμε το σύνολο των ανθρώπων να καταφέρονται, ιδιωτικά τουλάχιστον, αν όχι δημόσια, εναντίον των μεταναστών. Και στο κάτω της γραφής, σε κανέναν δεν αρέσει, νομίζω, να έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, με ζώα που αφοδεύουν ασύστολα όπου μπορούν, με απερίγραπτη ζητιανιά, με κακόγουστα έως ανόητα μηνύματα από τους πολιτικούς παράγοντες και τέλος πάντων με όλα αυτά τα απαράδεχτα που συμβαίνουν στην Ελληνική κοινωνία.
Δεν έχω μελετήσει επαρκώς την Κική Δημουλά για να έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για τον ποιητικό της λόγο. Διάφορα αποσπάσματα που έχουν βρεθεί στο δρόμο μου, δεν μου δημιούργησαν συναισθηματικά κίνητρα για να τη διαβάσω. Κατά βάθος, πιστεύω πως είναι μια συνηθισμένη γυναικεία φωνή όπως πάμπολλες άλλες στη χώρα μας και πως υπερβάλλουν οι όποιες συγκρίσεις με αντίστοιχα μεγάλα αντρικά ποιητικά μεγέθη στη χώρα μας.
Δεν μπορώ να πω, πως ήμουν ποτέ ένθερμος οπαδός των εορτών και των συν αυτών επακόλουθα. Ιδιαίτερα οι Χριστιανικές γιορτές μου φαίνονται αρκούντως καταθλιπτικές. Τι να γιορτάσεις μέσα σ αυτή τη μαυρίλα; όλο πένθος και δυσαρέσκεια, κεριά, λιβάνια παπάδες, ψαλμωδίες για φτωχά μυαλά.
Κατέβηκα μια βόλτα στην πλατεία. Πλατεία Εξαρχείων. Ερημία. Τα μαγαζιά όλα κλειστά, μόνο ο Κάβουρας και ο Τούρκος ανοιχτά και στη Θεμιστοκλέους μια γκόμενα με το σκύλο αγκαλιά αργουλιάζουν. Δίπλα κάποιος Εβραίος; φωνάζει χίλιες φορές κύριε ελέησον καπνίζοντας μπάφο. Σκέφτομαι τι θα απογίνουν οι γνήσιοι Αθηναίοι όταν φύγουν μονομιάς από την πόλη όλοι οι βλάχοι.
Σκόρπιες σημερινές σημειώσεις. [Ωραίο είναι να σημειώνεις στις άκρες των βιβλίων.] Ας πούμε, ένα βρώμικο βιβλίο δεν πιάνει ποτέ σκόνη, μια γυναίκα έλεγε πως και το σεξ είναι βρώμικο. Σε σχέση με κάποιον τίτλο, πιθανώς η αξία της αντίρρησης. Ο άντρας μετά την εκσπερμάτιση,-λέξη κι αυτή!- νιώθει αιχμάλωτος, λέει ο παππούς Φρόιντ και ο Τζον Ρολς με τη θεωρία της δικαιοσύνης του θεωρείται ο σημαντικότερος άνθρωπος της πολιτικής φιλοσοφίας. Δεν τον έχω διαβάσει, κάπου σπαρτά, εδώ κι εκεί. Και, τελευταία: στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογέννεση, λέει ο Σεφέρης κι εγώ από κάτω, διαφωνώ.
Λοιπόν…το σκέφτηκα καλά για όλους εμάς εδώ μέσα: Τι ωραία που είμαστε φίλοι και δεν είμαστε εραστές! Φαντάζεστε να ήμασταν...
Τελικά το συμπέρασμα μου είναι οριστικό:όταν είσαι νέος δε βλέπεις το λόγο να ζούνε οι γέροι.

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 4




Έφτασα το απομεσήμερο στο κρησφύγετο μου στην Εκάλη, λίγο άκεφος, χωρίς λόγο. Δεν ήμουν εκνευρισμένος με την κατάσταση και την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, τα περίμενα αυτά. Άραξα τη μηχανή στο γκαράζ, ανέβηκα στο γραφείο, πήρα την κουκούλα, το όπλο. Κατέβηκα στο στρογγυλό δωμάτιο, φόρεσα την κουκούλα και μπαίνω, βλοσυρός. Κάτι έπρεπε να κάνω τώρα που δεν ήταν στο αρχικό σχέδιο. Έπρεπε να πιέσω τον πολίτη Νικολάου, να τους δείξω πως ήμουν αποφασισμένος για όλα. Έτσι το ύφος μου έγινε σκληρό, τα χείλη μου σφιγμένα, τα μάτια σμιχτά, ανθρώπου που έχει πάρει δύσκολη απόφαση. Ο πολίτης Νικολάου καθισμένος στον βελούδινο καναπέ, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Πάω κοντά του, χωρίς περιστροφές, του βάζω το πιστόλι στη μούρη. Άκουσες τι είπαν; δεν σε υπολογίζουν για άνθρωπο λοιπόν. Άρα θα σε σκοτώσω, αφού δεν αξίζεις δεκάρα, δεν αξίζει και να ζεις. Και τον σπρώχνω κα κυλιστεί στο δάπεδο. Μή! μου φωνάζει απελπισμένα. Μην το κάνεις! έχει κιτρινίσει, το φως έχει χαθεί από μπροστά του. Σε παρακαλώ μη με σκοτώσεις, τι φταίω εγώ; Άκου, του λέω. Φταις γιατί αποτελείς έναν συνδετικό κρίκο ενός ληστρικού καθεστώτος, ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που το ονομάζουν Δημοκρατία. Φταις γιατί υπακούς τυφλά στις ορέξεις καθεμιάς ξεφτιλισμένης πολυεθνικής και δεν ξέρεις ότι πληρώνεις με το αίμα σου κάθε μέρα την καλοπέραση χοντρόπετσων κοιλαράδων που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Φταις γιατί είσαι ένα ανθρωπάκι, ένας νομοταγής πολίτης, ενώ αυτοί που σε κυβερνούν δεν πιστεύουν σε κανέναν νόμο. Για όλα αυτά φταις και για άλλα πολλά! Αυτός δεν έβγαζε άχνα, δεν μιλάς, δεν λες τίποτα γι αυτά που σε κατηγορώ; Τώρα θα τους ανακοινώσω πως αν δεν δώσουν απάντηση, πως αν δεν φέρουν τα πέντε εκατομμύρια, εντός του επόμενου εικοσιτετραώρου, θα βρούν το κεφάλι σου κρεμασμένο σε έναν στύλο στην πλατεία Συντάγματος. Δεν φταίω εγώ! στο ορκίζομαι! έπεσε στα γόνατα μου. Κι ύστερα σαν είδε το βλέμμα μου σκούρο, δεν πιστεύω πως μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, είπε και με κοίταζε λοξά. Σαν να είχε βρει κάποιο θάρρος που αποφάσισα να του το σπάσω. Πήγα γρήγορα κοντά του και του χώνω μια μπουνιά στο στομάχι. Ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι να φτύσει αίμα. Έπεσε κάτω, σύρθηκε ικετεύοντας ικετεύοντας. Σηκώνει το χέρι σαν πληγωμένο ζώο, το αίμα κυλούσε στα πλακάκια.  Εγώ έχω πάρει ωστόσο την κάμερα και βιντεοσκοπώ το πρόσωπο του. Μόνον αυτό και τις κραυγές του. Τον αφήνω εκεί, κατάχαμα και φεύγω, βγαίνω λουσμένος στον ιδρώτα. Ανεβαίνω στο γραφείο, πετάω τη μάσκα και το πιστόλι στο κρεβάτι και ίσα που προλαβαίνω να τρέξω στην τουαλέτα. Γεμίζω τον κόσμο ξερατά, κλαίω κάμποσο. Αυτό μου έκανε καλό. Σιγά-σιγά συνέρχομαι, σφουγγίζω τα δάκρυα και το ξερατό. Σφουγγίζω τον κόσμο μας. Πηγαίνω στο γραφείο, ανοίγω τον υπολογιστή. Στέλνω το βίντεο και την απόφαση μου προς όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν πάρετε την απόφαση να φέρετε τα λύτρα στο σημείο Δ ο πολίτης Νικολάου θα εκτελεσθεί και θα βρείτε το κεφάλι του κρεμασμένο σε κολώνα στην πλατεία Συντάγματος.
Ξύπνησα με ένα χαλίκι να κατρακυλάει ανάμεσα στο λάρυγγά μου. Άσπρο, κάτασπρο, όπως εκείνα στους παραπόταμους του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; Δεν ξέρω και δεν έλεγα να σηκωθώ απο το κρεβάτι μου, ύστερα μάλιστα απο μια τόσο μεγάλη επιτυχία στη ζωή μου. Τεντώθηκα κι ένιωσα όλα τα μέλη μου, ν ακολουθούν αυτή την γλυκιά αγαλλίαση, της πιο μικρής -μεγάλης ευτυχίας. Μισοξυπνημένος, άνοιξα το ξεξί μου μάτι και είδα έναν κατακόκκινο πρωινό ήλιο στο μεγάλο μπαλκόνι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Αργά και με τον νου σε έναν διπλό καφέ, σηκώθηκα ολόγυμνος, έσμιξα τα χέρια μου να κάνουνε κράκ. Δυο-τρείς σουηδικές ανατάσεις, πέντε εν δυο κάτω, κανείς δεν με έβλεπε, γι αυτό μου άρεσε να μένω πάντα μόνος. Δεν ήθελα ούτε υπηρέτες και πόσο μάλλον γυναίκα που να κοιμάμαι κάθε μέρα μαζί στο ίδιο κρεβάτι, να ξυπνάμε χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι. Μου αρκούσε να κάνουμε έρωτα όσες ώρες θέλαμε κι ύστερα ο καθένας στο σπίτι του. Γι αυτό την αγαπούσα και με αγαπούσε η Φένια. Επειδή δεν μείναμε ποτέ κάτω απο την ίδια στέγη. Σκέφτηκα να κάνω ενα ντούς αλλά στην θέα της πισίνας χαμογέλασα. Πετάχτηκα έξω, βούτηξα μέσα της, και κείνο το χαλίκι έγινε μπλέ, έγινε ένα με το νόημα της απόλαυσης και της χαράς. Βγήκα με την σκέψη της μεγάλης επιτυχίας στο νου και το ύφος του νικητή στα γελαστά μου μάτια. Πήγα έφτιαξα καφέ, κάθισα στην ανοιχτή σαλοτραπεζαρία, ρούφηξα, ανάβω το πούρο. Μπαίνω σε κανονικούς ρυθμούς της μέρας. Ανοίγω την τηλεόραση. Επαναλαμβάνει συνεχώς την είδηση της ημέρας. Έληξε επιτυχώς  το θέμα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου που αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς μετά την παράδοση των λύτρων Τα πάντα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχα σχεδιάσει. Είχα τα δυόμισι εκατομμύρια στην δεξιά μου τσέπη, τα υπόλοιπα τα έδωσα στον πολίτη Νικολάου, όπως του είχα υποσχεθεί. Και πρέπει να ομολογήσω πως στάθηκε παλικάρι. Όταν του έζωσα τα εκρηκτικά, του εξήγησα και κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω. Θα σταθείς σ΄αυτό το σημείο, του έδειξα στον υπολογιστή, θα έρθει ο απεσταλμένος του κράτους. Παίρνεις την τσάντα και ακολουθείς το μονοπάτι. Θα περπατήσεις περίπου δύο χιλιόμετρα μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν σε ακολουθεί κανείς. Θα συναντηθούμε στο σημείο Ε, θα σου αφαιρέσω τα εκρηκτικά, μην σκεφτείς να κάνεις τίποτε άλλο. Θα σου δώσω τα μισά χρήματα και θα εξαφανιστείς. Προσπάθησε να φανείς παλικάρι, μην σε πάρουν μυρωδιά ότι έχεις λεφτά την έβαψες, εμένα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα με πιάσουν. Α, και φυλάξου από τους δημοσιογράφους. Είναι πιο επικίνδυνοι από τους Αστυνομικούς.
Ξύπνησα, την άλλη μέρα με ένα χαλίκι στο λάρυγγα μου να κατρακυλάει άσπρο, κάτασπρο σαν ένα χαλίκι ενός παραποτάμου του Αχελώου. Γιατί του Αχελώου; αναρωτήθηκα αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ήταν ένα απο τα πιο ωραία πρωινά της ζωή μου και δεν μου έκανε κανένα κέφι να σηκωθώ. Γι αυτό και ήθελα να μένω πάντα μόνος μου, χωρίς γυναίκα που να κοιμάται και να ξυπνάει μαζί μου στο ίδιο μαξιλάρι, αυτή είναι ελευθερία, ομολόγησα. Τέντωσα όλα τα μέλη μου, μισάνοιξα το δεξί μάτι κι είδα στο μπαλκόνι τον κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στην πισίνα μου. Ξανακοιμήθηκα λίγο κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου γυμνόν να κολυμπάει μέσα της.Πράγμα που δεν άργησα να κάνω. Σηκώθηκα, έκανα δυο-τρεις σουδικές μερικά εν δυο κάτω, θυμήθηκα την Φένια, βγήκα κι έπεσα στο καταγάλανο νερό. Όχι δεν θα την παντρευόμουν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου κι ευχαριστήθηκα. Ύστερα μπαίνω μέσα φτιάχνω τον διπλό μου καφέ, και κάθομαι στο σαλόνι να τον απολαύσω. Ανάβω το πούρο, ανάβω και την τηλεόραση. Είναι το κεντρικό δελτίο των δώδεκα. Φυσικά, πρώτη είδηση η απελευθέρωση του πολίτη Νικολάου. Έπειτα από τις συντονισμένες ενέργειες κράτους και Αστυνομίας επιτέλους αφέθηκε ελεύθερος ο δυστυχισμένος πολίτης, αναφωνεί με χαμόγελο η παρουσιάστρια. Τα λύτρα αποδόθηκαν στους στυγνούς απαγωγείς. Η Αστυνομία σαρώνει στην κυριολεξία παντού αλλά δυστυχώς βρίσκεται σε μαύρα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα έχουμε την χαρά να είναι κοντά μας ο πολίτης Νικολάου. Θα μιλήσει στον δημοσιογράφο Μαχόπουλο Άνρι. Χαμογέλασα. Μέσα σε όλα ο Ινδιάνος. Ο παιδικός μου φίλος. Κάθισα πιο αναπαυτικά και περίμενα να τελειώσουν οι διαφημίσεις. Στο νου μου ξαναήρθε η Φένια. Την έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου. Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε καταφέρει τέτοιο πλήγμα. Σε λίγο στην οθόνη εμφανίστηκε ο Ινδιάνος με τον πολίτη Νικολάου. Αγαπητέ μου δεν θα σας κουράσω καθόλου, ξέρω πόσο ταλαιπωρημένος είστε από αυτήν την θλιβερή περιπέτεια σας, ο Νικολάου έγνεφε ναι, ναι, αλλά τέλος καλό όλα καλά αγαπητοί τηλεθεατές μετά από αστραπιαίες ενέργειες του κράτους ένας συμπολίτης μας αναπνέει και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Πως νιώθετε κύριε Νικολάου, τώρα που είσαστε ήρωας, όχι δεν είμαι ήρωας, ψέλλιζε αυτός, πως δεν είστε, εδώ όλα τα κανάλια της υφηλίου μετέδωσαν την είδηση της απελευθέρωσης σας και εξαιρούν το Ελληνικό κράτος, που δεν άφησε ένα μέλος του να πεθάνει στα χέρια των στυγνών απαγωγέων. Σας ευχαριστούμε που είσαστε κοντά μας και μας δώσατε τόσο σημαντικές πληροφορίες. Να πάτε στο καλό. Αγαπητοί τηλεθεατές αυτά μας είπε ο πολίτης Νικολάου. Έκλεισα την συσκευή και πήγα να φτύσω αλλά δεν είχα που. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πανάκριβα.
Έφτασα στα γραφεία του πατέρα μου, πάνω από κτήρια και ανθρώπους, πάνω απο δέντρα και μικρούς ουρανοξύστες. Μέσα στις αστραφτερές ακτίνες του Καλοκαιριού, σταμάτησα στην είσοδο. Ανέβηκα. Κάθισα απέναντί του στο δικό μου γυαλιστερό γραφείο. Κοιταχτήκαμε. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ω, δεν υπήρχε αμφιβολία είχα τον καλύτερο πατέρα του κόσμου. Μας σερβίρισαν δυο ποτήρια ψηλά, μπύρα. Μπύρα μαύρη που είχε μεγάλη αδυναμία ο πατέρας μου. Η άλλη του αδυναμία ήταν η ποίηση. Ανασκάλευε μερικά χαρτιά. Ο άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του/ κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και/ αντάξια της αθανάτου καταγωγής του* τον άκουσα να απαγγέλλει με την μεγάλη φωνή του. Κι εγώ σκεφτόμουν πως είχα αθετήσει την υπόσχεσή μου ότι θα μοίραζα τα λεφτά από τα λύτρα στους φτωχούς. Οι περισσότεροι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη από τα χρήματα, μίλησε ο πατέρας μου. Τα χρήματα τα έχουν ανάγκη όσοι παράγουν έργο. Τώρα λοιπόν είσαι στην ηλικία να αποκτήσεις απογόνους. Και η Φένια είναι ότι καλύτερο σου έτυχε στη ζωή σου. Στην υγειά σας.
Ξανακαβάλησα την Χάρλει Νταβινσον και οδήγησα ανάποδα στην Πατησίων. Δεν με σταμάτησε κανείς. Κι ύστερα; θα έλεγα πως κάποιος κινδύνευε, πως ένας συνάνθρωπος μας ζητούσε αίμα Α κατηγορίας, κι ανέβηκα πάνω στο Γαλάτσι. Εστησα τη μηχανή, για λίγο. Παρατήρησα το χάος που λέγεται Αθήνα. Πάλι ο ήλιος στραφτάλιζε στο καμίνι των σαράντα τόσων βαθμών. Με πανοραμικό, έψαξα εκεί γύρω στην Φωκίωνος Νέγρη. Σε ένα τραπέζι, καθόταν κι έτρωγαν τα ψαράκια τους ο Μαχόπουλος Άνρι και ο πολίτης Νικολάου. Με ζουμ έφτασα κοντά τους.
ΤΕΛΟΣ
* Οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου από την ΑΜΟΡΓΟ.



Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 3


Σχεδιάζοντας τον κόσμο


Όταν  θέλεις να περάσει η ώρα, δεν περνάει με τίποτε. Άιντε μια φορά να ξημερώσει στην ώρα του ρε! Πότε πεντέμισι, πότε εφτά, πότε οκτώμισι.. Άστατος ο θεός σας, άστατοι και οι άνθρωποι που έφτιαξε. Ταξίδευα τότε με ένα καράβι μεγάλο, σε μια θάλασσα που δεν τελείωνε πουθενά. Έτσι ένιωθα, έτσι τα ζούσα. Δίπλα μου, η γυναίκα των ονείρων μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ούτε που φανταζόταν τι μπορούσε να κάνει ο μελλοντικός της άντρας. Την κοίταξα που ροχάλιζε ελαφρώς, δεν δυσανασχέτησα, έτσι είναι οι άνθρωποι, ροχαλίζουν, σκέφτηκα. Της χάιδεψα τα μαλλιά, ανασάλεψε. Την άφησα να συνεχίζει τον ύπνο και ντύθηκα  βιαστικά. Πρωί της Κυριακής και είχα αργήσει λίγο. Ο Μαχόπουλος Άνρι θα γκρίνιαζε πάλι, κάθε Κυριακή, χρόνια τώρα, πίναμε τον καφέ μας στο Κολωνάκι. Εκεί καταστρώναμε τα σχέδια μας για το μέλλον από παιδιά με τον Ινδιάνο. Καβάλησα την Χάρλει για πολλοστή φορά και με ταχύτητες φωτός, έπιασα την Κηφισίας. Προσπερνούσα ανθρώπους αυτοκίνητα, κτήρια, δέντρα σαν να μην υπήρχαν. Στους καθρέφτες μου φαίνονταν ακίνητα όλα αυτά. Στην πραγματικότητα μόνον εγώ κινούμουν. Ούτε η γη, είχε σταματήσει και ο ήλιος γελούσε σαν καλοκαιρινός μπέμπης που μόλις είχε γεννηθεί, πάνω στον Λυκαβηττό, όταν εγώ, ο Περικλής, πάρκαρα στην Λυκόβρυση. Στην βρύση των Λύκων, κάποτε. Και τώρα. Έστησα τη μηχανή και σταμάτησα στο περίπτερο να διαβάσω τους τίτλους των εφημερίδων. Στυγνή απαγωγή αθώου πολίτη. Είμαστε δέσμιοι του καθενός. Φόβος και τρόμος για τους Έλληνες πολίτες. Κανείς δεν νιώθει ασφαλής σ αυτή την χώρα. Οι απαγωγείς ζητούν πέντε εκατομμύρια. Το κράτος διχάζεται κι άλλα τέτοια πολλά. Με την άκρη του ματιού μου πήρα είδηση τον Μαχόπουλο Άνρι, να μου γνέφει, λίγο αγαναχτησμένος, έλα, τι κάνεις στο περίπτερο τόσην ώρα, πήρα εγώ εφημερίδες, ο καφές θα κρυώσει, εγώ κρύο τον έπινα. Δρασκέλισα πέντε λουλούδια κι έφτασα. Έλα, μου είπε, μια ζωή εγώ φτάνω πρώτος και χαμογέλασε ινδιάνικα. Πως χαμογελούν οι Ινδιάνοι; Έξυσα το πηγούνι μου, κάθισα. Γιατί χαμογελάς; ρωτάω. Πίνω καφέ, δεν παίρνω απάντηση. Ανοίγω εφημερίδα, ανάβω το πούρο, ο Ινδιάνος τσιγάρο. Δίπλα μας γίνεται οχλοβοή. Μπροστά μα και πίσω μας συζητούσαν όλοι το γεγονός. Οι περισσότεροι συμπονούσαν τον πολίτη Νικολάου. Αλλά ήταν κι αρκετοί με τους απαγωγείς. Τι λες εσύ τον άκουσα να με ρωτάει με κάποιο νόημα. Ένας δημοσιογράφος οφείλει να είναι πιο επικίνδυνος από έναν απαγωγέα, του απάντησα. Ωραία ιδέα, αναφώνησε. Για το γεγονός όμως δεν λες τίποτε. Να σου πω εγώ  που ξέρω τα πράγματα από μέσα κι απ έξω. Θα τους τα δώσουν, δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Δεν μπορούν να εκτεθούν, θα είναι σαν να δολοφονούν τον πολίτη Νικολάου. Και γιατί να τους νοιάζει; μήπως είναι αδερφός τους; ρωτάω και τον κοιτώ ξυστά, ξανά στα μάτια. Έπειτα δεν είναι σίγουρο πως θα τον εκτελέσουν. Ο Μαχόπουλος Άνρι ξαναχαμογέλασε. Είσαι αφελής, μου είπε. Δεν τους ξέρεις εσυ αυτούς τους τύπους. Αυτοί οι τύποι είναι αδυσώπητοι. Εσύ είσαι ένας φιλήσυχος πολίτης. Γιατί με κάνεις παρέα; ρωτάω εντελώς ξαφνικά. Γιατί είσαι πλούσιος και δεν έχεις ανάγκη να κλέβεις,είπε με μυστηριώδες μισοχαμόγελο. Εγώ γέλασα δυνατά. Πρώτη φορά μου το λεγε αυτό, τόσα χρόνια που κάναμε παρέα. Αλλά το μυαλό μου τώρα έτρεχε αλλού Στον τρόπο που θα έπαιρνα τα χρήματα. Θα έδενα κατάσαρκα στον πολίτη Νικολάου, μια βόμβα ικανή να καταστρέψει την Αθήνα, το ξέραν αυτοί. Στο στρατό είχα κάνει πυροτεχνουργός που το συνέχισα στο κρησφύγετο μου και μετά. Την βόμβα θα μπορούσα να την πυροδοτήσω από όπου ήθελα ανά πάν δευτερόλεπτο. Κι αυτό το ήξεραν. Στην ανάγκη θα τους έκανα μια επίδειξη. Θα έστελνα στο ερημικό σημείο Δ τον πολίτη Νικολάου, όπου μόνο ένα παλιό χάλασμα υπήρχε. Είχα χαρτογραφήσει την περιοχή χρόνια, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από μένα. Θα τον πλησίαζε μόνο ένας άνθρωπος με το βαλιτσάκι των χρημάτων. Των πέντε εκατομμυρίων. Θα έδινε τα χρήματα και θα έφευγε. Μετά; με ρωτάει ο Ινδιάνος από δίπλα μου. Τι μετά; έκανα απλά. Δεν ξαφνιαζόμουν εύκολα. Δεν θα πάμε για φαγητό μετά; συνέχισε. Όχι, φίλε μου. Με περιμένει η Φένια. Θα φάμε παρέα στον Διόνυσο. Για δώσε μου να δω, τι έγραψες εσύ και τι υποστηρίζει η φυλλάδα σου για το θέμα της απαγωγής. Εσύ δεν φτιάχνεις το πρωτοσέλιδο και επηρεάζεις πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις; Ναι, εγώ! κορδώθηκε. Πάρε, κοίταξε. ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ ΝΑ ΔΩΣΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ και υπότιτλος να σωθεί ο πολίτης πάση θυσία. Γύρισα και κοίταξα τον Μαχόπουλο Άνρι στα μάτια. Με κοίταξε κι αυτός ζεστά. Ήμασταν χρόνια φίλοι με τον ινδιάνο.
Πήγαμε πράγματι να φάμε με την Φένια. Ταξιδέψαμε με την χάρλει που της άρεσε πολύ κι έλεγε πως γίνεται ένα με τον αέρα, ένιωθε ελεύθερη και δεν φοβόταν τίποτε όσο ήταν μαζί μου. Και όταν δεν θα είμαστε μαζί; τη ρώτησα αφού είχαμε ήδη καθίσει. Τρεμόπαιξε τα μάτια της φευγαλέα, έτσι δεν λένε οι καθώς πρέπει μυθιστοριογράφοι; κι ύστερα με περίσσια χάρη μου είπε πως αυτό θα το αποφάσιζε μόνο εκείνη επειδή πίστευε πως εγώ την αγαπούσα τόσο πολύ, πιο πολύ κι απο την ζωή μου, οπότε δεν θα εύρισκα ποτέ την δύναμη να ζήσω χωρίς εκείνη. Δεν, ξέρω γιατί αλλά ότι και να έλεγε ή να έκανε μου άρεσε, ήταν καλοβαλμένη, γνώριζε καλά τα όρια της, το παιχνίδι μας ήταν πολύ σημαντικό. Θα παντρευτούμε κάποτε; έγειρε το κεφάλι έτσι που να πέφτουν τα μαλλιά της στον ώμο μου και κοίταζε το γαλάζιο, το άπειρο. Με ξάφνιασε η ερώτηση της. Ποτέ δεν μιλούσαμε για γάμους και μικροαστικά τερτίπια της κάθε κοινωνίας. Όχι, της απάντησα γλυκά, δεν θα παντρευτούμε ποτέ. Πότε θα κάνουμε παιδιά; Όταν πεθάνουμε κι οι δύό, ύστερα σιωπή. Σωπάσαμε, σαν να μην είχαμε τι να πούμε, εμείς οι δυο που πάντα είχαμε κάτι να πούμε και δεν ψάχναμε να γεμίσουμε καμία σιωπή. Ύστερα η Φένια γύρισε το πρόσωπο μου απέναντί της. Πολύ κοντά στο δικό της πρόσωπο. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάς έναν έξυπνο άνθρωπο στα μάτια, κάτι θα καταλάβει κι αν δεν είναι δικός σου, δεν έχει τόση σημασία. Έχεις καμία σχέση με τους εκβιαστές; με ρώτησε, όπως με ρώτησε. Η Φένια ήταν πάντα ενημερωμένη για ότι συνέβαινε γύρω της και μακριά της. Θέλω να έχω τα λογικά μου όταν οι γύρω μου τα έχουν χαμένα, χρησιμοποιούσε έναν στίχο του Κίπλινγκ, για να μην πάω τσάμπα στον άλλον κόσμο. Επειδή ξέρεις πόσο σ΄αγαπώ, δεν μπορώ να σου πω ψέματα- ήμουν έτοιμος να ομολογήσω, λέγε, μ΄έσπρωχνε η Φένια-  δεν θέλω τίποτα να σκιάζει τη σχέση μας φυσικά θα σου πω όχι. Αλλά πως σου ήρθε; Νομίζω πως κάτι τύποι σαν εσένα θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τέτοια φοβερή ιδέα. Εγώ δεν την βρίσκω φοβερή, είπα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα. Ξέρεις τι είναι να απαγάγεις έναν οποιοδήποτε πολίτη, τον τελευταίο τροχό μιας άμαξας και ν απειλείς μια ολόκληρη κοινωνία; Και βέβαια ν αναγγείλεις πως τα χρήματα θα τα δώσεις στους φτωχούς; Πολύ αλτρουιστικό, γενναιόδωρο. Εγώ θα πέθαινα για έναν τέτοιο τύπο,δεν βρίσκεις στη εποχή μας πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Πάντως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε πως δεν θα ενδώσουν. Δεν θα υποκύψουν σε κανέναν τέτοιου είδους εκβιασμό. Το είχα ακούσει αλλά δεν καιγόμουν, ήμουν σίγουρος πως μόλις τους ανακοίνωνα τα σχέδιά μου θ άλλαζαν αμέσως γνώμη. Εσύ τι λες; έλα σου μιλάω! με σκούντηξε στο παρόν. Τι να πω, άνοιξα τα μάτια μου, πιστεύω πως πρέπει να δώσουν τα λύτρα για να σώσουν αυτόν τον κακομοίρη. Έχεις δίκιο, μου απάντησε, η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει πάνω  από όλα τα λεφτά του κόσμου. Αυτός είναι ένας από τους πιο θεμελιώδης νόμους της Δημοκρατίας.
συνεχίζεται


Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 2




Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.
Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.
συνεχιζεται.


Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ




Μέρα φανταχτερή, αεράτη. Είναι  πρωί, γύρω στις δέκα. Το γαλάζιο στραφταλίζει τον κόσμο μου. Μου αρέσουν αυτές οι μέρες, είναι σαν μια τεράστια ευτυχία, να! κάνεις έτσι και την πιάνεις. Έστω και για λίγες τέτοιες ώρες, αξίζει να ζεις, σκέφτομαι καθώς κατεβαίνω στο γκαράζ, χαϊδεύω την μαύρη Χάρλει Νταβινσον κι αργά ετοιμάζομαι για την βόλτα μου μαζί της, Ανεβαίνω πάνω της και την νιώθω σαν γυναίκα, υποταχτική. Κάνει ότι θέλω εγώ. Βγαίνω στην Πατησίων, ξεκινάω αργά, περνάω τρία διαδοχικά πορτοκαλί και στην Ηπείρου,άναψε κόκκινο.Περνάω με ταχύτητες φωτός το φανάρι Πατησίων και Ηπείρου. Μέχρι να στρίψουν το βλέφαρο τα γυναικόπαιδα, όπως στην οθόνη του κινηματογράφου, έχω φτάσει στη Συγγρού και μέχρι να φέρει την σφυρίχτρα στο στόμα ο τροχονόμος, είμαι αραχτός στον Φλοίσβο. Παραγγέλνω το διπλό εσπρέσο σε μια όμορφη γκαρσόνα που μου τον σερβίρει με το πιο ωραίο Καλοκαιρινό της χαμόγελο. Είστε πολύ ψηλός, μου λέει. Δεν της απαντώ. Στρίβω το σιγάρο μου, πίνω την πρώτη μου γουλιά απ τον καφέ μου και η ώρα είναι ενδέκατη η πρωινή. Κοιτάζω την Χάρλει μου στημένη πιο κει ν αχνίζει ακόμα ταχύτητα. Γυρνάω λίγο πίσω στο παρελθόν και βλέπω τον εαυτό μου φοιτητή, στο Νιο γουόρκ. Σπούδασα πληροφορική, στο Ατθενς κι έκανα μεταπτυχιακά στο Αμέρικα. Ωραία ζωή. Και τώρα, να ΄μαι στα εικοσιοκτώ μου να ψάχνω εργασία στην πατρίδα. Θα μπορούσα, βέβαια να μην εργαστώ ποτέ. Μάι φάδερ έχει μεγάλη περιουσία πολιτικός μηχανικός γαρ, η μητέρα μου πέθανε πολύ νωρίς και μας άφησε μόνους σ΄αυτη την άγρια κοινωνία. Αλλά εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα, δεν μπορώ να κάθομαι αδρανής. Έψαξα από εδώ έψαξα από κει, μπήκα σε μια μεγάλη εταιρεία κι όμορφος καθώς είμαι έγινα συμπαθής σε όλους εκεί μέσα. Να, ο Περικλής έλεγαν, το καλύτερο παιδί. Κι εντάξει, μπορώ να πω είχαν κάποιο δίκιο γιατί είμαι αλτρουιστής, αγαπώ τους συνανθρώπους μου και θέλω πάντα να κάνω το καλύτερο γι αυτούς. Αίφνης θα μπορούσα να μοιράσω τα λεφτά μου στους φτωχούς, αν δεν υπήρχε ο μπαμπάς κι απο ότι καταλάβαινα θα υπήρχε για πολύ ακόμα.
Ξαναγύρισα στον εσπρέσο μου, έστριψα κι άλλο σιγάρο. Έπρεπε να σκεφτώ σοβαρά. Να σκεφτώ και να πάρω αποφάσεις. Το σχέδιό μου έπρεπε να λειτουργήσει στην εντέλεια, αλλιώς θα πήγαινα χαμένος. Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια θα έπαιζε ρόλο. Τα ήξερα αυτά αλλά ήμουν αποφασισμένος. Ο τυπάκος που παρακολουθούσα τρεις μήνες τώρα και ήξερα τα πάντα γι αυτόν- ενώ αυτός ούτε καν γνώριζε την ύπαρξή μου- πήγε και κάθισε σε ένα μακρινό μου τραπέζι. Ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτός περιποιημένος ο Αριστείδης Νικολάου, έτσι τον έλεγαν. Ένας απλός υπάλληλος του υπουργείου γεωργίας που σε λίγο θα έβγαινε στην σύνταξη. Μόνος κι έρημος, ανύπαντρος , γεροντοπαλίκαρο. Ούτε αδέρφια, δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Ποιος θα ενδιαφερόταν για δαύτον; Αυτή την σκέψη  έκανα συχνά και φοβόμουν μήπως ήταν ένα ντεζαβαντάζ για την υπόθεσή μου αλλά όχι, δεν νομίζω, όλοι οι άνθρωποι έχουν την αξία τους, την αντέστρεφα σε αβαντάζ. Ο σκοπός μου ήταν ν απαγάγω αυτόν τον άνθρωπο κι έπειτα να εκβιάσω την πολιτεία. Τώρα θα μου πείτε, γιατί αυτόν τον απλό ανθρωπάκο και όχι κάποιον Βερδινογιάννη. Κάποιον Εφοπλιστή, ή καθηγητή  ή τέλος πάντων κάποιον αξιόλογο πολίτη αυτής της χώρας. Γιατί όπως σας είπα, πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και έχουμε την ίδια αξία, αυτό θέλω να το αποδείξω στην πράξη. Θα απήγαγα, τον Αριστείδη Νικολάου και θα ζητούσα ένα μεγάλο ποσό από το υπουργείο οικονομικών. Τι θα έκαναν; Θα ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν τα λύτρα, δεν θα άφηναν να σκοτώσουν ένα μέλος της κοινωνίας οι αδίσταχτοι εκβιαστές. Βέβαια εγώ, θα μοίραζα τα λεφτά στους φτωχούς, θα έδινα και μερικά στον καημένο τον Αριστείδη Νικολάου που τώρα έπινε τον καφέ του αμέριμνος και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τα δικά μου έμειναν σταθερά, τα δικά του τρεμόπαιξαν στο αστραφτερό της μέρας σαν χρυσή πεταλούδα κι ύστερα χαμήλωσαν σε ένα σιωπηλό ρεμβασμό. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν ο Αριστείδης Νικολάου, ίσως ότι σε ένα χρόνο έβγαινε στην σύνταξη, γιατί χαμογελούσε κιόλας μόνος του, χωρίς να ξέρει τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Η μοίρα του που αυτόν τον καιρό, την διαφέντευα εγώ. Εγώ που είχα αποφασίσει μετά από ώριμη σκέψη να κάνω αυτή την απαγωγή, την ερχόμενη εβδομάδα, ημέρα Σάββατο, εικοσιοκτώ το μηνός, που ο κύριος Αριστείδης Νικολάου, θα έτρωγε μοναχικός του στο τραπεζάκι της ταβέρνας το βραδινό φαγητό του.
Το άλλο βράδυ, είχα σιγουρέψει μέσα μου τον τρόπο που θα δρούσα. Όχι δεν ήταν ακόμα ο καιρός κι αργούσε λίγο εκείνη η στιγμή. Προς το παρόν συνέχιζα να παρακολουθώ τον άνθρωπό μας. Τον άνθρωπό μου. Γύρω στις εννέα, έπαιρνε το γεύμα σε κείνο το παλιό ταβερνείο, αποφάσισα να μπω κι εγώ μέσα, ντυμένος την υπέροχη πέτσινη στολή μου, άραξα την Χάρλει φάτσα να την ορώ και μπήκα. Ήταν ένα ήσυχο γειτονικό μαγαζάκι με λιγοστούς βρώμικους πελάτες. Ο κύριος Νικολάου δεν ήταν βρώμικος. Ίσα-ίσα λεπτός περιποιημένος μέσα στο σιέλ του κουστούμι. Βρώμικο και το γκαρσόνι που ήρθε κοντά μου μόλις κάθισα στο διπλανό τραπέζι του Νικολάου. Τραβήχτηκα να μην με πάρουν τα χνώτα του αλλά  αυτός με κοίταξε ειρωνικά από πάνω μέχρι κάτω.. Τι θα πάρει ο κύριος; με ρώτησε φιλικά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Εγώ του το πήρα με προσοχή, έδιωξα με τον αντίχειρα και τον δείχτη την σκόνη που είχε αποθέσει εκεί. Φέρε μου κρασί και τον καλύτερο μεζέ, είπα λεπταίνοντας την φωνή μου. Κάποιοι δεν έπρεπε να την θυμούνται. Έχει σαλιγκάρια! έκανε ξεκαρδισμένο στα γέλια το γκαρσόνι με το λεπτό της φωνής μου. Φέρε, του απάντησα χωρίς να δώσω σημασία, σμίγοντας τα φρύδια, έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Ο κύριος Νικολάου από το διπλανό τραπέζι, μου χαμογέλασε φριχτά. Θα φάτε σαλιγκάρια; μου απηύθυνε τον λόγο. Χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω, είπα ναι, με την λεπτή κοριτσίστικη φωνή μου. Ο κύριος Νικολάου, έπιασε ξαφνιασμένος το πηγούνι του κι άνοιξε το στόμα του. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως ένας άντρα ψηλός σαν εμένα μιλούσε με τέτοια φωνή, ούτε να φανταστεί πως επίτηδες την είχα αλλάξει για να μην γνωρίζει την πραγματική μου, ειδικά αυτός. Το γκαρσόνι έφερε τα σαλιγκάρια, ένα κόκκινο, μπρούσκο κρασί σε μια βρώμικη γυάλινη καράφα που την βρόντηξε στο τραπέζι μου. Εμένα ρε! πήγα ν αγριέψω. Μετάνιωσα όμως και αντάλλαξα μια μελιστάλλαχτη ματιά με τον άνθρωπο που ήθελα να απαγάγω. Μου ανταπόδωσε το χαμόγελο, σήκωσε το ποτήρι του. Πίνετε και σεις; τόλμησα. Α, όχι, ένα ποτηράκι μόνο κάθε βράδυ. Εσείς βλέπω τα κοπανάτε. Μπα! συρρικνώθηκα στο τραπέζι μου κοιτάζοντας τη μισή βρώμικη μπουκάλα. Δεν είπαμε τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο εκείνο το βράδυ. Όταν έφυγε-γιατί έφυγε κάποτε, δεν λυπόμουν γι αυτό που θα έκανα. Ένας ανθρωπάκος της σειράς ήτανε και αν αναγκαζόμουν κάποτε να τον απαγάγω, στην ανάγκη να τον σκοτώσω, ίσως, για το καλό όλων θα το έκανα. Απόφαγα τον τελευταίο μου σαλίγκαρο, έγλειψα το δάχτυλό μου, γκαρσόν, είπα το λογαριασμό και ήρθε κοντά μου πάλι με κείνο το απαίσιο χνώτο του. Μάλιστα κύριε, έξι ευρώ όλα, όλα έξι ευρώ κι εγώ τον κοίταζα με πρόστυχη σιχασιά. Του δωσα δέκα από μακριά, να μη μ αγγίξει και βγήκα. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Δυο ώρες έπινα το κρασί μου, τρώγοντας σαλίγκαρους και παρακολουθούσα τον άνθρωπό μου. Κοίταξα τον ουρανό που είχε μαυρίσει. Θα έβρεχε. Έπρεπε να βιαστώ. Και η Φένια με περίμενε σε κάποιο κρεβάτι. Σε κάποιο κατηφορικό κρεβάτι.
Ανέβηκα στη μηχανή μου να φύγω. Κοίταξα πέρα προς το τραπέζι του. Κι αυτός είχε φύγει. Πως φεύγουν έτσι μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκα και πως δεν το είχα αντιληφθεί; Τρόμαξα. Α, δεν έπρεπε να κάνω τέτοια λάθη. Κοίταξα γύρω. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να χάνεται προς τη θάλασσα. Ησύχασα. Ήταν το καπρίτσιο του κυρίου Νικολάου, φαίνεται, να βαδίζει στη θάλασσα. Ίσως κανένα τέταρτο. Μετά έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού. Μόνος.
 Κατάμονος κι αυτό μου άρεσε, με βόλευε. Τον άφησα να φύγει, ξανάστησα τη μηχανή κι έκανα τα ίδια βήματα. Ακολούθησα τα χνάρια απ τις πατημασιές του στην υγρή άμμο. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ώσπου, ήρθε στα μάτια μου, η γυναίκα που αγαπώ. Η Φένια. Πως έρχονται έτσι στα μάτια μας, πρόσωπα από μόνα τους; Δεν ξέρω. Η Φένια περπάτησε δίπλα μου κι όλο μου έλεγε με θλιμμένο ύφος, πως δεν μ αγαπούσε πια. Πως δεν ήθελε να ζήσει άλλο μαζί μου. Εμένα, που ήμουνα ψηλός, ωραίος, ανοιχτόκαρδος. Που θα έβρισκε άλλον σαν εμένα; Αλλά δεν τόλμησα να της απαντήσω. Κοίταζα μόνο το κενό του αγέρα, πάνω από την αχλή του μεσημεριού, στην άσπρη θάλασσα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...