ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Δε θεωρώ τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" κανένα
αριστούργημα.
Ούτε φυσικά τον Τσιτσάνη
μεγάλο δημιουργό.
Γενικά το ρεμπέτικο τραγούδι, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων
δε νομίζω πως προσφέρει
κάτι στον
σύγχρονο Έλληνα.
Και θα
διαφωνήσω με όλους όσους ύμνησαν
αυτά
τα
σαχλοτράγουδα,[ Η.Πετρόπουλος και
σία.
Μεγάλος συγγραφέας
ο Ηλίας αλλά
στα συγκεκριμένα ατύχησε.] τα "φτιαγμένα"
άσματα που γαλούχησαν μια ολόκληρη
γενιά με ιδανικά του
τύπου είμαι μάγκας
και νταής, δέρνω τη γυναίκα μου, θα κάνω
ντου βρε πονηρή, και χιλιάδες λέξεις
και σχεδιάσματα του
πεζοδρομίου που
πολλοί φαντασμένοι του λαού θεώρησαν
φοβερά σπουδαία τη γνώση του πεζοδρομίου,
εγώ σπούδασα στο
πεζοδρόμιο, λένε με
καμάρι τα σκεπάρνια και μετέδωσαν σ
αυτούς
τους αχαΐρευτους ρεμπέτες μια
αίγλη με σκοπό να αποχαυνώσουν
τον
Ελληνικό λαό στη σούρα και τη μαστούρα.
Και φυσικά ο κάθε χασικλής έχει να
παινεύεται γι αυτή του την κατάντια,
τους
ναργιλέδες και όλη αυτή τη βρώμα
της Ανατολίτικης χαμέρπειας,
τους
οντάδες και τους σελέμηδες. Κι έπειτα
πιστεύει πως τον
έκαναν Ευρωπαίο ο
βλάκας ο Έλληνας.
Από μικρό παΐδι, θυμάμαι, πολύ μικρός, με μπέρδευαν η όσφρηση και η γεύση. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι οσφραινόμουν και τι γευόμουν. Αργά αλλά σταθερά κατάλαβα πως όσφρηση, γίνεται με τη μύτη. Η γεύση με την γλώσσα; Οσφραίνομαι από μακριά τις αναποδιές έλεγε ο πατέρας. Γεύομαι ένα ποτήρι κρασί-τότε δε μου άρεσε ούτε η μυρωδιά του ούτε η ξινοπικράδα του. Σκεφτόμουν, αν οσφραινόμουν ή γευόμουν ένα μήλο. Ή και τα δύο; Όπως, αν μύριζα τον αέρα, το άρωμα μιας γυναίκας, του σώματος την όσφρηση, του έρωτα τη μυρωδιά και την γεύση. Όπως την μπόχα μιας υπονόμου ή την αίσθηση μιας ωραίας ζωγραφιάς που την έτρωγα με τα μάτια μου.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ;
Υπάρχει μια ανοησία στην ύπαρξη. Όπως και στην αιτία. Ανέκαθεν ψάχνουμε μια αιτία. Αιτία χωρίς αιτία. Αλλά ας το αντιστρέψουμε. Γιατί να υπάρχει αιτία; δεν θα είναι πιο καλά τα πράγματα να είναι για πάντα έτσι; Να μην γεννήθηκαν ποτέ; Ένα από τα μεγαλύτερα αξιώματα είναι πως καμιά ύπαρξη αφού πεθάνει, δεν γυρίζει πίσω. Εδώ δεν επιδέχεται άρνηση, Η απόδειξη είναι παντοτινή. Κανείς δεν γυρίζει πίσω. Κανείς δεν ανασταίνεται και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να πιστεύουμε πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν ο θάνατος. Για ν αναστηθείς πρέπει να πεθάνεις.
.
Κάνει πολύ ζέστη. Κουφόβραση. Οι άθρωποι δεν κοιμούντται. Κανένας ύπνος δεν είναι πια του καθενός. Περπατάω στους δρόμους και σκοντάφτω πάνω σε άλλους, γίναμε πολλοί. Πολλοί που ξέρουν τα μυστικά μας και τότε τι θα κάνουμε με όλους αυτούς; Πως θα τους χωρέσουμε στο μυαλό μας; Δεν χωράνε στην τσέπη μας, έχουν άλλους λόγους να υπάρχουν. Η τσέπη μου έγινε στενή λωρίδα αίματος. Βάνω εκεί τα χέρια μου και γεμίζουυν αίμα. Ψάχνω τα κέρματα που μου έκλεψαν. Γιατί; εγώ είμαι ένας δικός σας άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να με δικάσετε, όμως μερικοί με κοιτάνε με μάτι θολό. Που σε ξέρω ρε φίλε; Έχουμε να πούμε κάτι εμείς οι δύο; Τα λέγαμε εμείς κι από παλιά; Και είναι έτοιμοι να σου χιμήξουν. Γιατί το έγραψα αυτό; ίσως μια κρίση ευσυνειδησίας με κατατρέχει από παλιά. Από τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροϊδέψω, επειδή εγώ ήμουν και κανένας άλλος. Από τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτε. Εκεί που ξεκινάς ταξίδι κι αντί να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό. Κι ύστερα δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν υπάρχει τίποτΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ…τρέχει κάτι ρε φίλε;.α πίσω που να θυμίζει τον καλό εαυτό σου. Οι δρόμοι στενεύουν επικίνδυνα, δεν χωράμε να περάσουμε ένας με έναν, τα τσιμέντα πνίγουν τις ανάσες μας, κάνε παρά πέρα ρε μαύρε, με τα χέρια πάντα στις τσέπες με το μυαλό καρφωμένο στο κάτι είναι τέλος πάντων αυτή η ζωή μας, δεν είναι ένα τίποτα, δεν είναι αυτό το μικρό φύλλο που τσαλάκωσες το μεσημέρι, ίσως ψάχνοντας σημειώσεις που όταν τις ξαναδιαβάσεις, τις αναιρείς αυτόματα, λέγοντας πως δεν έχουν αξία οι χθεσινές σου σκέψεις, σήμερα άλλα γίνονται. Και παρ όλα αυτά, φοβάμαι το ανέλπιστο. Αυτό που γίνεται από το τίποτα. Τρέχει κάτι ρε φίλε; Σε ξέρω κι από χτες;
Δεν υπάρχει κάτι μοναδικό στην ανθρώπινη ζωή-όλα είναι μια σαδιστική επανάληψη. Σήμερα κερδίζω εγώ, αύριο χάνεις εσύ. Στην πραγματικότητα χαμένος πάντα μέσα σε μια δίνη καταστάσεων, η ιστορία αποδεικνύει την επαναλαμβανόμενη κίνηση του εκκρεμές, κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη μέγγενη. Το σφίξιμο είναι αργό, βασανιστικό, το καταλαβαίνεις αρκετά μεγάλος για να σοφιστείς πως να προλάβεις να ξεγελάσεις την ύπαρξη, για να ξεγελάσεις τον μεγάλο νικητή που είναι ο θάνατος μιας παράξενης ουτοπίας: πως είναι δυνατόν να ζεις για πάντα; ο τρόπος μιας καθημερινής πραγματικότητας που την μεγαλώνουν τα γεγονότα, ένας σκύλος έφαγε έναν άνθρωπο, μια κότα γέννησε ένα αυγό, ο Αντεντοκούμπο ανανέωσε το συμβόλαιο του έναντι πεντακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, κάποιος φτωχός ποιητής αυτοκτόνησε. Βέβαια, όλα αυτά για να τα καταλάβεις είναι απεριόριστα δύσκολο, οι περισσότεροι των ανθρώπων αντιλαμβάνονται μόνο μια κίνηση: πως υπάρχουν για να βγάζουν χρήματα, να παράγουν δηλαδή μια ενέργεια εργοστασίου, ενός φουγάρου εργοταξίου που όταν κινδυνεύουν να πεθάνουν θυμούνται πως αυτό ρυπαίνει το περιβάλλον. Υποστηρίζω πως η ύπαρξη είναι τρομακτικά αδύναμη, μέσα σ έναν τόσο ανόητο κόσμο.
Όλοι οι ζωγράφοι προσπαθούν απεγνωσμένα να διαμορφώσουν ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που θα τους κάνει διάσημους και μου το λένε και εμένα που ποτέ δεν έκανα ανάλογες προσπάθειες και σκέψεις, επειδή δεν ανήκω σε καμιά σχολή, αυτό πιθανώς να έγκειται στο ότι δεν πήγα στην καλών τεχνών ή άλλη σχολή αλλά τόσα χρόνια μελετώντας ιστορία τέχνης, μόνος μου, δεν ένιωσα τέτοια ανάγκη, πειραματιζόμενος σχεδόν σε όλους τους -ισμους ξεκινώντας από την κλασική ζωγραφική και φτάνοντας μέχρι την μοντέρνα και μεταμοντέρνα τέχνη, αν και σταμάτησα πολύ σκληρά στον Πικάσο, πολλοί νομίζουν πως ο Πικάσο είναι αναγνωρίσιμος χωρίς να λαμβάνουν υπ όψιν τους πως αν τους δείξουν έναν πίνακα του Ζουαν Γκρι χωρίς υπογραφή θα αναφωνήσουν, ναι αυτός είναι Πικάσο, πόσο μάλλον του Ζορζ Μπρακ, τον οποίον κατάκλεψε, εκτός φυσικά από τα διάσημα και πασίγνωστα έργα που έχουν κατακλείσει τη μνήμη και την εικόνα μας, αλλά ας ξαναγυρίσω στο τι είναι αυτό που κάνει το στιλ, τι είναι αυτό που διαμόρφωσε ο Σαγκαλ και τον κάνει να ξεχωρίζει, αν και πρότερα οι ιμπρεσιονιστές μοιάζουν όλοι κατά κύματα από τον Σεζαν, πρόδρομος του κυβισμού λένε γι αυτόν, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά, που η ζωγραφική τους ήταν πιο κατανοητή, πιο φαγώσιμη, όπως τα νούφαρα του Κλοντ Μονέ κι ακόμα αυτός ο Μοντιλιάνι που όντως είναι ένα στιλ, ξέρετε γιατί; επειδή δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και να βαρεθεί αυτά που έφτιαχνε και κάποτε θα επιζητούσε κάτι άλλο, γιατί η ζωγραφική είναι αναζήτηση, είναι ψαχούλεμα και προσπάθεια εξήγησης του κόσμου μας και άρα, μπορείς να ζωγραφίζεις με όποιον τρόπο σου αρέσει ανά εποχή ή επιταγή πελατείας, όπως ο Έντουαρτ Χόπερ ή ο Τζάκσον Πόλοκ και οι εξπρεσιονιστές με επικεφαλής τον Ρόθκο που έφτασε στο σημείο να μειώνει την τέχνη της ζωγραφικής με τα απλά τελάρα τριών χρωμάτων φτιάχνοντας το μεγάλο άσπρο και από τους Έλληνες να πούμε πως ο Φασιανός κόλλησε σ αυτές τις φιγούρες, ο Τσαρούχης σε γόνιμο ιμπρεσιονισμό, ο Εγγονόπουλος κοντά σε ένα στιλ αλά Ντε Κίρικο, ο Ρόρρης από τους πιο σύγχρονους στο γυμνό πασαλειμμένο με πούδρες σε χαμηλά υπόγεια, κάποιος Παυλόπουλος με κολλάζ και ένα σύνολο ακαταλαβίστικο μεταξύ Μιρό και Κλέε, μεγάλοι ζωγράφοι όλοι, δε λέω, να μην ξεχάσω τον Μπουζιάνη, που έμεινε πιστός στον προεξπρεσιονισμό, για να δείτε πως δε θα βγάλουμε άκρη προσπαθώντας να κατατάξουμε τους ζωγράφους ανά γενιά και χρονικές περιόδους που αναγκαστικά η τέχνη συμμορφώνεται σύμφωνα με την εξέλιξη του ανθρώπου, γιατί, όντως σήμερα δεν μπορούμε να φτιάχνουμε τοπιάκια και προβατάκια αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ρομπότ, επειδή αυτό απαιτεί η σύγχρονη πελατεία επειδή η ζωή του ζωγράφου είναι δεμένη με την αγορά, πράγμα που σημαίνει τι ζητούν οι συλλέκτες και οι ιμπρεσάριοι για να προωθήσουν κάποιον καλλιτέχνη, ορίζοντας τι πρέπει να ζωγραφίζει για να πουλήσει επειδή, φυσικά μέσω αυτού θα γίνει γνωστός και άρα αναγνωρίσιμος και άρα έτσι θα έχει να φάει, να πιει, ν αγοράζει τα υλικά του και αν είναι ένα πράγμα που θέλω να τονίσω, είναι πως όλοι οι ζωγράφοι είναι αντιγραφείς των προηγούμενων, δεν φτιάχνουν κάτι καινούργιο, απλά επιδιορθώνουν το παλιό, το σπρώχνουν αργότερα λίγο παραπέρα και όσοι μιλούν για πρωτοπορίες είναι βαθιά νυχτωμένοι ή δεν έχουν διαβάσει και κατανοήσει σωστά ιστορία τέχνης από τον Απελλή μέχρι τον Μαρξ Ερνστ και τον Όττο Ντιξ, τα ονόματα που λέω μου έρχονται σαν απόρροια αυτών που έχω μελετήσει και δεν έχουν αναγκαστικά κάποια αξιολόγηση, ούτε επαίρομαι σαν κάποιους Κεσανλήδες ή άλλους σύγχρονους ακαδημαϊκούς μας, ξιπασμένους ή ξεπεσμένους που θέλουν κάποιοι να τους παρουσιάσουν το λιγότερο κάτι μεταξύ Ντα Βίντσι και Μπερνίνι που, ούτως ή άλλως υπήρξαν ιδιοφυΐες και το τι σημαίνει αυτό δεν είναι εξηγήσιμο το ταλέντο και πόσο βοηθήθηκε αυτό για να μεγαλουργήσει από αστάθμητους παράγοντες, ανάλογους χαρακτήρες, όρα Καραβάτζιο ή Νταλί ή αυτόν τον απίθανο Γκόγια και τον τρελό Βαν Γκογκ που η μοίρα, παράλογη αυτή η μοίρα, τον έκανε αυτόν που τον έκανε στον σύγχρονο κόσμο μας, άρα, εγώ ζωγραφίζοντας από τοπιάκια, σπιτάκια, προσωπάκια κι αργότερα κυβισμούς, εξπρεσιονισμούς και όλα αυτά τα τοιαύτα, προσπαθώ ν αποδείξω αυτό που είπε ο Μανέ, πως όποιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει είναι τρελός, και στην πραγματικότητα πρέπει να κάψω μερικούς πίνακες μου που δεν είναι ανάλογοι του ύψους μου, έτσι με συμβουλεύουν κάποιοι εξέχοντες κριτικοί, όμως εγώ δεν τους κάνω τη χάρη και επανέρχομαι να ζωγραφίζω τον Σκρουτζ και τον Τζονι Ντεπ, ξαναγυρίζοντας στη βασική μου αιτία να ζωγραφίζω ότι μου ρχεται, έτσι όπως νομίζω εγώ, ανατονίζοντας πως η ζωγραφική είναι αυτή που είναι, δηλαδή αναπαράσταση και αντιγραφή της ζωής, άλλοτε σαν Θεόφιλος κι άλλοτε σαν Καζαντζάκης, αυτός ήταν άλλου είδους ζωγράφος κι άλλοτε σαν μικρό παιδί που χαίρεται όταν αρχίζει να ζωγραφίζει και βαριέται αφόρητα κάποτε και τα παρατάει μισοτελειωμένα, μισοαναρχίνητα και τρέχει να παίξει, χαρτιά, τάβλι, να πάει στα μπουζούκια, και να κλάψει στην ποδιά μιας παλιάς ερωμένης που την έλεγαν Ζωγραφιά.
ΑΝΤΙΗΡΩΕΣ... Οι τρελοί της γειτονιάς.....
Λένε
πως η κακία είναι μόνο ανθρώπινη. Ότι
τα ζώα σκοτώνουν
μόνο από βιολογική
ανάγκη. Ενώ οι άνθρωποι για ψύλλου
πήδημα
και για χίλιους άλλους λόγους.
Υπάρχουν
όμως πάντα κάποιοι, "αγαθοί" άνθρωποι
που τους
λέμε, χαζούς και τους γνωρίζουν
όλοι σε κάθε πόλη σε κάθε
χωριό και σε
κάθε γειτονιά. Αυτοί για μένα είναι οι
αντιήρωες
που τα μάτια τους λαμπυρίζουν
σαν μικρών παιδιών που τους
αγόρασες
αυτοκινητάκι. Ο Πυθαγόρειος άνθρωπος
κυνηγώντας
τη λογική, έχασε
τη χαρά. ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥς ΛΌΓΟΥΣΟ άνθρωπος που σκέφτεται, είναι
στερημένο ζώο!" Ζαν Ζακ Ρουσώ. Απίστευτο.
Υπάρχουν
πολλοί αντιήρωες. Και ο Ηρόστρατος
τέτοιος ήταν,
ίσως ο πρώτος που αναφέρεται.
Έβαλε φωτιά στον ναό της
Εφέσου για να
κλέψει τη δόξα του Αλκιβιάδη. Το ομολόγησε,
αλλά δεν του έφτιαξαν
ποτέ άγαλμα. Ωραίο θα ήταν ένα
άγαλμα
του αντιήρωα. Υπάρχει;
Τον
κόσμο πάντα τον συγκινούν αυτές οι
λαικές μορφές,
οι " τρελοί" κάθε
γειτονιάς. Ο Ράκης, ο Τάγκα-Τάγκας,
ο Φοράδας. Να σου λένε, αυτός είναι ο
Φοράδας, τον ξέρουν
όλοι. Και δεν ξέρουν
ποιος
είναι ο Δήμαρχος.
Η
ανθρώπινη λογική σκοντάφτει. Ο άνθρωπος
που σκέφτεται
τετράγωνα, έβαλε
κλειδάριθμους στα αισθήματα του. Έγινε
ο ίδιος αντιήρωας των σκοτεινών
συναισθημάτων του.
Πίκρα Και το λιμάνι ήταν ρηχό εσύ ήσουν πάντα όμορφη κορμί που δεν περίμενες άξια του κόσμου τύχη Έφυγες με τη λησμον...