Αυτοί πιστεύουν
πως ο κόσμος δεν μπορεί ν αλλάξει αν
σκοτώνουμε κάποιες από τις κεφαλές του
συστήματος. Η δική μας άποψη διαφέρει.
Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Κόβοντας
κάποια τέτοια κεφάλια θα κάνουμε τους
υπόλοιπους να φοβούνται, να τρέμουν για
τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή. Είμαστε
λίγοι εναντίον πολλών.
Κάποια
λόγια συγκρατούνται πιο εύκολα στο νου
όταν λέγονται από σημαντικά άτομα και
όταν πρεσβεύουν αυτόν που τα ακούει.
Ο
Νίκος Καζάρμας είχε ακούσει αυτά τα
λόγια στις συγκεντρώσεις της ομάδας,
πολλές φορές, από τότε που οι εκτελέσεις
αυτών των προσώπων, έγιναν πράξη. Στην
ομάδα ΚΆΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ δεν υπήρχε αρχηγός,
όλοι δρούσαν ανάλογα με τα προσόντα και
τις ικανότητες, μετά από συνδυασμένες
ενέργειες όλων των μελών και συνήθως
μόνο αυτών που εμπλέκονταν στην κάθε
υπόθεση. Οι εκτελεστές της ομάδας ήταν
τέσσερις, με τον θάνατο του Μπέρη, έμειναν
τρεις και μετά την ανακάλυψη της γιάφκας,
η ομάδα έλαβε εντολές για πλήρη αποχή
από τα γεγονότα μέχρι νεωτέρας.
Σχεδόν
στρατιωτικό ανακοινωθέν που αποφάσισαν
όλοι μαζί δι ανατάσεως του χεριού.
Ο
Καζάρμας στην ουσία δεν γνώριζε προσωπικά,
κανέναν απ αυτούς που είχε συντρόφους στην
ομάδα. Και ούτε τον ενδιέφερε.
Γνώριζε
πως ήταν μπλεγμένος σε ένα τεράστιο
παιχνίδι που αφορούσε κυριολεκτικά όλο
του το είναι κι αυτό που τον ένοιαζε
μόνο, ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Και
αφού έβλεπε πως η δικαστικές αρχές ήταν
δούλες της αστυνομίας και η αστυνομίες
όλου του κόσμου υποταγμένες στους
εισαγγελείς, ο μόνος τρόπος να αποδοθεί
δικαιοσύνη ήταν η αυτοδικία. Επίσης
σκεφτόταν πως κάποια στιγμή, ίσως πολύ
σύντομα, να τον συνελάμβαναν ή να
σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή.
Το
σκίτσο που του είχαν φιλοτεχνήσει οι
ζωγράφοι της αστυνομίας δεν ήταν και
τόσο κοντινό, στην ουσία δεν έμοιαζε
καθόλου μ αυτόν και μόνο κάποιο άτομο
που τον γνώριζε καλά θα μπορούσε να
υποψιαστεί πως μπορεί να ήταν ο ίδιος
ένα και το αυτό πρόσωπο με τον
εκτελεστή.
Αυτό
το άτομο ήταν ο ανακριτής Ιωάννης
Εξαδάκτυλος. Ο Νίκος ήξερε πως κάποτε
θα έρχονταν αντιμέτωποι οι δυο τους,
αλλά αυτό φαινόταν αρκετά μακρινό, έτσι
πίστευε ταξιδεύοντας γι άλλη μια φορά
προς την Κηφισιά, έχοντας κατά νου να
μπορέσει να εξακριβώσει τι ήταν
εκείνη η νεαρή γυναίκα που είχε συναντήσει
ο πατέρας του.
Είχε
έρθει το Καλοκαίρι, ο ήλιος βασάνιζε τα
μυαλά και το δέρμα των ανθρώπων, λίγο
πριν την άφιξη της ηλεκτρονικής εποχής,
των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών
που θα άλλαζαν εντελώς τη φυσιογνωμία
του καινούργιου κόσμου. Είχε
προμηθευτεί και ο ίδιος ένα από τα πρώτα
και προσπαθούσε να εξοικειωθεί με
τη νέα τεχνολογία, όπως και με το διαδίκτυο.
Το ιντερνέτ αυτή την φοβερή ανακάλυψη
των Εγγλέζων που έβαλε τον κόσμο σε μια
εντελώς άλλη πραγματικότητα που ναι με
αναμενόταν αλλά είχε εμφανιστεί πιο
γρήγορα κι αυτό δημιουργούσε πρόβλημα
και στις κυβερνήσεις των κρατών που
έπρεπε να προσαρμοστούν τάχιστα.
Φτάνοντας
εκείνο το βράδυ, έξω από το σπίτι που
διέμενε η Πέτρα Σμίθ, πάρκαρε το αυτοκίνητο
και κατέβηκε. Ήταν ντυμένος στο τσακ.
Ξυρισμένος. Κοντό, κουρεμένο μαλλί,
άνετο στυλ. Διάβαινε και τον κοιτούσαν
όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανεξαρτήτου
ηλικίας. ήταν ένας τύπος που δεν μπορούσε
να περάσει απαρατήρητος. Είχε συνηθίσει
σ αυτό, δεν τον πείραζε, ίσα-ίσα μερικές
φορές το διασκέδαζε κιόλας.
Είδε
την Πέτρα να διαβαίνει ανάμεσα από το
πλήθος κι αυτή δεν περνούσε απαρατήρητη,
και να κατευθύνεται προς ένα από τα
καλύτερα μπαρ της Κηφισιάς. Την ακολούθησε.
Στα σκαλιά προς την είσοδο γύρισε και
τα μάτια τους ανταμώθηκαν. Της χαμογέλασε.
Εκείνη του ανταπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά
που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής
από τότε που την είχε παρακολουθήσει
για ν ανακαλύψει τι κρυβόταν πίσω από
τη σχέση της με τον πατέρα του που
πραγματικά δεν μπορούσε να εξακριβώσει
και ούτε να φανταστεί τι ακριβώς
συνέβαινε. Απόψε πίστευε να εξακρίβωνε
μερικά προσπαθώντας να την γνωρίσει.
Πήγε
στη μπάρα, παράγγειλε το ποτό του, η
Πέτρα στην άλλη πλευρά έκαμε το ίδιο.
Ξανακοιτάχτηκαν σα να ήταν μόνοι σ αυτό
το μπαρ, σ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς χρονοτριβή
ο Καζάρμας έφτασε κοντά της.
-Γειάσου,
της είπε ανάμεσα από τον θόρυβο της
μουσικής και κάθησε απέναντι της. Είμαι
ο Νίκος.
-Γειάσου
κι εσένα! του χαμογέλασε και της άρεσε
αυτός ο άντρας που την είχε πλησιάσει
τόσο αυθόρμητα. Είμαι η Πέτρα.
συνεχίζεται
Κανένας
δεν ξέρει τι κρύβεται μες στη συνείδηση
του άλλου. Τα συναισθήματα των απλών
ανθρώπων βγαίνουν πολύ εύκολα στη
φόρα. Εκείνων όμως που άρχουν, που θέλουν
να διοικούν αυτούς τους ανθρώπους, είναι
αναγκαστικά κρυμμένα.
Έχοντας
απέναντι του την Πέτρα Σμιθ ο Νίκος
Καζάρμας, προσπαθούσε να ξεψαχνίσει τη
συνείδηση της. Απ την αρχή δεν είχε
πιστέψει πως μπορεί να ήταν ερωμένη του
πατέρα του αλλά ποια ήταν η πραγματική
τους σχέση δεν μπορούσε να την φανταστεί.
Αυτό που περνούσε από το μυαλό του
πλησίαζε στην αλήθεια αλλά χρειαζόταν
να το εξακριβώσει.
-Δε
μιλάς; κάτι ψάχνεις εσύ; την άκουσε να
του μιλάει και γύρισε στα μάτια
της.
Φαινόταν
έξυπνη και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι
πιο επικίνδυνοι από τους άλλους. Γι αυτό
και, ξαφνικά με βάση αυτή την αντίληψη,
αποφάσισε να της μιλήσει στα ίσα, με
ανοιχτά χαρτιά, προτού πάρουν άλλη τροπή
τα πράγματα. Φοβόταν αδιόρατα τον κίνδυνο
να τον ερωτευτεί η Πέτρα, πράγμα που για
πολλούς λόγους δεν ήθελε να συμβεί.
-Πάμε
έξω; της πρότεινε. Είναι πιο ήσυχα, πάμε
σε ένα τραπεζάκι να καθίσουμε.
Πήρε
το ποτό του και προχώρησε προς την αυλή.
Η Πέτρα τον ακολούθησε χωρίς καμιά
αντίρρηση, ένιωσε βολικά και ασυναίσθητα
απέκτησε μια εμπιστοσύνη σ αυτόν τον
άγνωστο άντρα που την είχε πλευρίσει
τόσο αναπάντεχα.
Κάθισαν
σ ένα τραπέζι, μακριά από τον θόρυβο της
μουσικής που ερχόταν απαλά να τους
συντροφεύει.
-Λοιπόν;
αγαπητέ άγνωστε, για πες μου τον λόγο
που θέλησες να με γνωρίσεις; μίλησε με
σαφήνεια και χωρίς καμιά ανησυχία.
-Το
όνομα μου είναι Νίκος Καζάρμας, απάντησε
κοιτάζοντας την έντονα.
Η
Πέτρα ξαφνιάστηκε, έπιασε το πηγούνι
της, άνοιξε τα μάτια , πελώρια.
-Νίκος
Καζάρμας! μίλησε σαν ηχώ. Ο θεέ μου, μη
μου πεις πως είσαι...
-Ναι,
αυτός είμαι, την έκοψε. Εσύ ξέρεις τώρα
ποιος είμαι. Πες μου κι εσύ ποια είσαι
για να ξέρω με ποια έχω την τιμή να
συνομιλώ.
Η
Πέτρα το σκέφτηκε καλά για μια στιγμή
να του κρυφτεί, αφού ο πατέρας τους είχε
κρατήσει τόσα χρόνια κρυφή την ύπαρξή
της. Ώστε αυτός ο άντρας που είχε απέναντι
της και έπιναν το ποτό τους σαν γνώριμοι
από καιρό ήταν αδερφός της! Γνώριζε πως
υπήρχε ένας τέτοιος αλλά ποτέ δεν την
είχε αφήσει ο πατέρας της να τον γνωρίσει.
Τον ξανακοίταξε, πρόσεξε καλύτερα τα
χαρακτηριστικά του.
-Δε
μοιάζεις με τον πατέρα σου, είπε. Δε
μοιάζετε καθόλου μπορώ να πω.
-Το
ξέρω πως γνωρίζεις τον πατέρα μου.
Όχι δεν του μοιάζω, μοιάζω στη μητέρα.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Στο καφενείο. Ο Βενιζέλος όρθιος με γραβάτα κ.λ. Ο τρελοθόδωρος καθιστός, τρισάθλιος, ερειπωμένος, με μια μπύρα στο χέρι.
ΤΡΕΛΟΘΟΔΩΡΟΣ: Έχεις ένα ευρώ;.ένα εύρο έχεις;
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ:[ψάχνεται] Κάπου είχα ένα..για να δω..τι το θέλεις;
ΤΡΕΛ.: Να πιω μια μπύρα. Τι σε νοιάζει εσένα; Δός το μου εσύ κι αύριο την ίδια ώρα να είσαι εδώ, να σου το δώσω πίσω..
ΒΕΝ.:[γουρλώνει] Λες αλήθεια;
ΤΡΕΛ.:Ε, τι ψέματα; Λέω ψέματα εγώ; Εμείς είμαστε παλικάρια..
ΒΕΝ.;[δύσπιστα] Κι αν δεν έρθεις; Πως θα είμαι σίγουρος ότι δεν θα με γελάσεις;
ΤΡΕΛ.; Να, ορκίζομαι! Ορκίζομαι στην ψυχή της μάνας μου.
ΒΕΝ.: Ε, στην ψυχή τα μάνα σου!
ΤΡΕΛ.:Ορκίζομαι στο ΠΑΣΟΚ!
ΒΕΝ.: Καλούτσικο μου φαίνεται.Τέλος πάντων θα δω τι θα κάνω.Δεν ξέρω αν πρέπει να σου το δώσω.
ΤΡΕΛ.:[πετάγεται] Τι να δεις μωρέ! Της μάνα σου να δεις! Υπουργός είσαι εσύ! Και δεν μπορείς να μου δώσεις ένα ευρώ;
ΒΕΝ.:…………….
ΤΡΕΛ.:Γαμώ όλους τα υπουργεία..τους Νομάρχες,..τους Δημάρχους..
ΒΕΝ.:[προσπαθεί να του κλείσει το στόμα] Σςςς…καλά μην κάνεις έτσι, μην κάνεις έτσι, μας ακούνε..
ΤΡΕΛ.: Αυτό θέλω κι εγώ. Να μας ακούσουν όλοι. Αφού δεν μου δίνεις ένα ευρώ, εγώ δεν ψηφίζω ΠΑΣΟΚ!
ΒΕΝ.: Για ένα δανεικό ευρώ δεν θα ψηφίσεις ΠΑΣΟΚ;
ΤΡΕΛ.:[γυαλίζει το μάτι του] Αν μου το δώσουν οι άλλοι, θα πάω μ’ αυτούς.
ΒΕΝ.: Με ποιους;
ΤΡΕΛ.: Ξέρεις εσύ. Και για έναν ψήφο θα χάσετε τις εκλογές.
ΒΕΝ.: [γελάει] Ο Βενιζέλος δεν χάνει εκλογές. Κι έπειτα τι ξέρεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ από εκλογές; Εσύ είσαι ένας τρελομπεκρής…
ΤΡΕΛ.: Εγώ είμαι τρελός; Εσείς είσαστε τρελοί. Αν δεν ξέρω εγώ τότε ποιος ξέρει;Μμμ, για πες μου θέλεις ένα ευρώ; Εγώ έχω ένα ευρώ.
Βγάζει ένα κέρμα και το πετάει ψηλά.Ο Βενιζέλος κάνει να το αρπάξει, ο Τρελοθόδωρας τον προλαβαίνει.
ΤΡΕΛ.: [παιχνιδίζοντας] Θέλεις να σου δώσω εγώ ένα ευρώ; Να σου δώσω; Να πιεις μια μπύρα; Ε, καφετζή, πιάσε μια μπύρα για τον υπουργό
ΒΕΝ.: [αλληθωρίζει, γλείφεται] Θα με κεράσεις αλήθεια μπύρα; Ε, θα με κεράσεις;
ΤΡΕΛ.: Αν μου πεις πως έφτιαξες την βίλα…
ΒΕΝ.: Σκάσε ρε ! θα μα ακούσουν.
ΤΡΕΛ.: [χοροπηδάει] Αυτό θέλω κι εγώ! Να μας ακούσουν.Να το μάθουν όλοι πως έφτιαξες την βίλα με ξένα λεφτά..
ΒΕΝ.: Τι λες μωρέ; Εγώ έφτιαξα την βίλα με ξένα λεφτά; Εγώ δούλεψα, εγώ είμαι τίμιος..τόσα χρόνια ΠΑΣΟΚ..μπορείς να δεις το πόθεν έσχες μου…
ΤΡΕΛ.: [παραξενεύεται] Σ’ έπιασε τώρα; Δεν προλαβαίνεις; Θα τα κάνεις εδώ στο καφενείο;βρομάει που βρομάει από τους βόθρους, άμα χέσεις κι εσύ, θα κάνουμε εκατό χρόνια να ξεβρομίσουμε…
ΒΕΝ.: [προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει, βγάζοντας ένα έγγραφο] Ρε, το πόθεν έσχες μου σου λένε!
ΤΡΕΛ.: Έτσι το λένε στην καθαρεύουσα; Βόθρεν χέσε; Μπα, δεν το ήξερα.[γελάει] Ε, Αθηναίοι, Γκάγκαροι, κολωνακιώτες, και λοιποί, ακούστε: Ο υπουργός θέλει να χέσει δημόσια στην Αθήνα! Μήπως θέλεις να σου φέρουμε και χαρτί;
ΒΕΝ.: [πιάνει το μέτωπό του] Πάει! Θα με κάνει ρεζίλι ο τρελός. Καλύτερα να του δώσω το ένα ευρώ, μήπως και γλιτώσω από δαύτον. Έλα, [του κλείνει το μάτι, ο τρελός κάνει πως δεν καταλαβαίνει]
ΤΡΕΛ.: Τι, θα μου αγοράσεις τον ψήφο με ένα ευρώ; πριτς! Δε σφάξανε, δεν το θέλω το παλιοευρώ σου
Ο Βενιζέλος τον εξετάζει, προσπαθεί να καταλάβει που το πάει.
ΤΡΕΛ.: Δεν θα χέσεις;
ΒΕΝ.: [κοιτάζει γύρω] Πάει, θα μου στρίψει..τι να κάνω; Τα χω χαμένα…
Σιωπή. Στο καφενείο εισβάλλουν δυο γκόμενες. Η μια αγκαλιάζει τον τρελό, η άλλη πιάνει τον χορό με τον Βενιζέλο.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ [Βενιζέλος, γκόμενα]
Σε τούτη την πόλη που ήρθαμε
Γραμμένα μα-βρε μάτια μου
Να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε
Να φάμε και να πιούμε
Και να χορέψουμε
Γραμμένα μα-βρε μάτια μου, στη θάλασσα θα χέσουμε!
Χορεύοντας, βγαίνουν.
Ο Τρελοθόδωρας με την άλλη αρχίζουν τον δικό τους χορό τραγουδώντας.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Για ένα ευρώ πεθαίνουμε
Για ένα ευρώ πεινάμε
Έλα-έλα για ένα ευρώ πεινάμε
Εδώ κανένας δε μας θέλ’
Κανείς δε μας ακούει
Έλα-έλα, κανείς δε μα ακούει
Πασόκοι και αριστεροί
Μας έχουνε πεθάνει
Έλα-έλα, μας έχουνε πεθάνει.
Εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε
Κι αυτοί αλλού μας πάνε
Έλα-έλα όλα θε να τα φάνε.
ΑΥΛΑΙΑ
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Πλατεία. Έδρανο ομιλίας. Ο Κακλαμάνης, Δήμαρχος Αθηναίων μιλάει στο λαό. Στα θρανία όλοι . Ο ΚΏΤΣΙΟΣ , Βλάχος δεξιός, ο Μήτσιος αρβανίτης πασοκτζής, ο Τρελοθόδωρας, η Βροχοπούλου, η Φάνη-Πάλη, η Φρόσω, μια παλιά πουτάνα.
ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ: Αγαπητοί μου συμπολίτες!
ΤΡΕΛ.: Χέστηκα εγώ!
ΚΩΤΣΙΟΣ: Σκάσε ρε!
ΚΑΚ.: Αγαπητοί μου συμπολίτες και συμπολίτισσες, καλησπέρα.
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ :[δυνατά] Καλησπέρα!
ΚΑΚ.: [απορημένος] Ποιος σου μίλησε εσένα ρε;.. [παύση] Απόψε ήρθαμε εδώ για να σας αναγγείλω πως παραλάβαμε μόνο χρέη.
ΜΗΤΣΙΟΣ: Διαμαρτύρομαι κύριε Δήμαρχε!
ΚΑΚ.: Πες ότι θέλεις. Εγώ θα πω αυτά που πρέπει. Λοιπόν, θα μπούνε όλα σε μια καινούρια αρχή.
ΚΩΤΣΙΟΣ: Μπράβο Δήμαρχε! [χειροκρότημα]
ΚΑΚ.: [τον κοιτάζει] Άλλος ετούτος…Ποιος είσαι πάλι εσύ;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Ο Κώτσιος.
ΚΑΚ.: Ο Κώτσιος;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Ναι , ο Κώτσιος.[αμήχανα]
ΚΑΚ.: Δεν πιστεύω να θέλεις τίποτα…
ΚΩΤΣΙΟΣ: [μαζεμένα] Όχι κύριε Δήμαρχε…τι να θέλω..να εκείνος ο γιος μου…
ΚΑΚ.: Τι ο γιος σου;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Να τον βάλουμε σε μια θέση..Θέση…θεσούλα, θέλω να πω, να βολευτεί κι αυτός…
ΚΑΚ.:[σκεφτικά] Α, να βολευτεί. Καλά, θα δούμε. Άσε τα στοιχεία του στην γραμματέα.
ΚΩΤΣΙΟΣ:[αμήχανα] Δεν έχει στοιχεία κύριε Δήμαρχε.
ΚΑΚ.: [έκπληκτος] Δεν έχει στοιχεία; Αστοιχείωτος είναι;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Όπως ξέρεις κύριε Δήμαρχε, εγώ δεν έχω παιδί..
ΚΑΚ.: [χαμένα] Δεν έχεις παιδί;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Ε, ναι κύριε Δήμαρχε, δεν έχω. Ο θεός δεν μας έδωσε…βλέπεις η Μαλάμω..
ΚΑΚ.: Ποια είναι αυτή;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Ε, κύριε Δήμαρχε! Δεν θυμάσαι τίποτε! Δεν θυμάσαι που προεκλογικά ήρθαμε στο γραφείο;
ΚΑΚ.: Με την Μαλάμω; Δεν την θυμάμαι.
ΚΩΤΣΙΟΣ: [λυπημένα] Κρίμα κύριε Δήμαρχε…κρίμα.
ΚΑΚ.: Κι αφού δεν έχεις γιο, τότε τι ζητάς;
ΚΩΤΣΙΟΣ: Δεν έχω αλλά σκέφτομαι να κάνω έναν…
ΚΑΚ.: [άναυδος] Κάτσε κάτω ρε! Κάτω! [παύση] Λοιπόν αγαπητοί μου συμπολίτες, όπως σας έλεγα παραλάβαμε χάος. Ξέρετε τι θα πει χάος;
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Χάος! [βροντερά] Χάος!
Διάβαζα
Ιλιάδα και Οδύσσεια, είχα μπει στον
κόσμο των Αρχαίων Ελλήνων, στο Άγριο δε
μιλούσαμε άλλη γλώσσα, δεν είχαμε
αρβανίτες ή βλάχους κι αυτό ήταν μια
περηφάνια, αργότερα θα καταλάβαινα τι
σήμαινε αυτό, -οι Σπαρτιάτες και οι
Αθηναίοι μου άπλωναν τη μάθηση, μου
γύρευαν άλλα σημεία ένδειξης πως ο
κόσμος ήταν αυτός που ήταν.
Οι Αθηναίοι
ήσαν οι Δημοκράτες. Οι Σπαρτιάτες οι
σκληροί πολεμιστές, ή ταν ή επί τας, οι
Θηβαίοι με τον Επαμεινώνδα και τον
Πελοπίδα, μου ήταν πιο συμπαθείς, όταν
ανέλαβαν την κηδεμονία της Ελλάδος, με
τον ιερό λόχο με την λοξή φάλαγγα.
Φάλαγγα! Μια περίεργη λέξη.
Τι ήταν
η Ελλάδα;
Στον χάρτη κάθε μέρα
μελετούσαμε τον χώρο της, έδειχνα με
τον χάρακα τους νομούς, τις πρωτεύουσες,
τις πόλεις, τα χωριά, μάθαινα τον τόπο
αυτόν που ήταν η πρωτεύουσα του παγκόσμιου
πολιτισμού. Έδειχνα τα ποτάμια, ο
Αλιάκμονας, ο Αώος, η λίμνη Δοϊράνη, τα
όρη και τα βουνά, ο Όλυμπος και ο Κίσαβος,
τα δυο βουνά μαλώνουν πως μαλώνουν δυο
βουνά; , ο Ταΰγετος με τις νύμφες, ο
Παρνασσός, η Μουργκάνα, τι όνομα, η Κατάρα
στα σύνορα Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, ο
Καλαμάς που κυλούσε τα νερά του κάπου
κοντά μου, οι θάλασσες, τα πελάγη. Ιόνιο,
Αιγαίο και Θρακικό, οι κόλποι και γενικά
έπρεπε να μάθω Γεωγραφία, Ιστορία, αυτά
ήταν κάτι που έθελγαν την φαντασία μου
να τα περάσω κάποτε, να διαβώ πρώτα τον
Καλαμά κι ύστερα τον Εύηνο, παρέα με τη
δασκάλα Μαρία.
-Θα μας απαγγείλεις
Κωνσταντίνε;
Διάβαζα δυνατά,
ευανάγνωστα, άκουγα τη φωνή μου και ήταν
παράξενο αυτό, να χαίρομαι, οι λέξεις
ξερνούσαν το μεσημεριανό φαγητό που
μας έστελναν οι Αμερικάνοι, κίτρινο
τυρί, ασπρόμαυρο πλιγούρι που δεν το
άγγιζα, το δόγμα Τρούμαν και η βοήθεια
προς την Ελλάδα, που ήθελαν να ήταν
προτεκτοράτο μιας Αμερικής που μόνο
στο χάρτη είχα δει και μιας Ρωσίας που
αγαπούσε μας αλλά δεν μπορούσε να κάνει
το παραπάνω και τότε ο Χάρης, ο μεγάλος
μου αδερφός, ο μέθυσος των πέντε ηπείρων
μου έστειλε τον Γουίτ. Ένα ογκώδες
μυθιστόρημα για τους θανατοποινίτες
στους θαλάμους αερίων, που τελικά δε
γλίτωσε, όσο κι αν προσπάθησε δεκατρείς
φορές να ξεφύγει από τα αέρια και η
Σκάρλετ Οχάρα, στο Όσα παίρνει ο ένεμος-
ένεμος ή άνεμος, θα παιζα κάποτε με τις
λέξεις, θα τις έκανα ότι ήθελα εγώ-, παρέα
με τον Ρετ Μπάτλερ, την Πελαγία, τον
εμφύλιο πόλεμο, τους δυστυχισμένους
αφροαμερικάνους και σίγουρα η Μαρία η
δασκάλα μου, έμοιαζε με την Σκάρλετ, τι
ωραία!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κριώνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ ΕΜΕΙΣ.
Αν
δεν ήταν έτσι τα πράγματα
δεν
θα φεύγαμε ποτέ εκείνο
το πρωινό του Ιουλίου το 1974
Δεν
είχαμε λόγους ν αρνηθούμε την ύπαρξη
μας
Να
αρνηθούμε τους δρόμους που περπατήσαμε
μαζί
και
κλέψαμε
ότι είχε απομείνει
Ένα
κλωνί σπίρτο, μια θάλασσα τρικυμισμένη
ένα
σάπιο λιόσπορο
και
το
πάτημα του δάσκαλου στα ίδια βήματα
σε
έναν κόσμο που δεν τον φοβηθήκαμε όταν
έπρεπε
κι
άλλοι δεν τον πίστεψαν ποτέ
-αυτοί
καλά έκαναν-μα εμείς! ω, εμείς
μαγεμένα
ανθρωπάκια, στρατιώτες άγνωστοι
της
Ελλάδας
πιστοί
σύντροφοι μέχρι θανάτου
Υπερασπιστήκαμε
το χρέος της Γηραιάς κυρίας
το
χρέος του Σαίξπηρ.
Δεθήκαμε
στο άρμα με ηνιόχους ανάξιους
στο
λέγειν και ειπείν
Μα
δεν το γνωρίζαμε
Ο τόπος
μας ήταν ποιητικός γεμάτος
παλιές παγίδες δόξας
Οι
νέοι άνθρωποι των πεδιάδων ούτε που
ήθελαν ν ακούσουν
Μόνο
μερικά συνθήματα
Ερωτικά,
Ζήτω η επανάσταση
Με
τον Τσε θα κάνουμε παρέα, εμείς!
ώ
εμείς οι Έλληνες
Απόγονοι
σπουδαίων ποταμών τε και λιμνών.
Και
με τον Ντύλαν Τόμας στο πλευρό κινήσαμε
εκείνο το πρωινό το 1974
Να
πάμε στα νησιά, να περπατήσουμε νύχτα
βόρεια της Λήμνου
κάθετα
στης Σαντορίνης την μαύρη άμμο
ν
απλώσουμε την σκέπη μας
να
μην φοβόμαστε πια
που
είχαμε μια πατρίδα σκλαβωμένη
Που
δεν είχαμε πατρίδα-σε κάποιους άρεσε
καλύτερα έτσι
Μπορεί
να είχαν δίκιο μα εμείς!
ώ
εμείς!
Ποτέ
δεν
λησμονήσαμε πως είμαστε έλληνες.
Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε
όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας
προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα
μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και
εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να
είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και
κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν
οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
Η
Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι
χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική
Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή,
όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι
κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει
από τον πατέρα της το Μεσογειακό
ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και
μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει
στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια
λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη
να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό
φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική
στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών
Ελλάδος.
Είχαν
καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που
εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός
κόσμος.
-Πότε
πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες
το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό,
απάντησε η Πέτρα.
-Το
ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι
να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου
μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν
ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε.
Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα
χέρια του.
Η
Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε
θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και
να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε
μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο
το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω
εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι
είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε
φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά
τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το
ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα
κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να
φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και
φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου,
δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή!
λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο
Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την
ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος
του.
-Μην
κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω
να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα
ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι
να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για
κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι,
όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας
μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα
πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα.
Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά,
είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της
έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το
Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα
σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει
μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από
το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα
πράγματα μου.
Το
σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα
σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για
τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που
ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν
εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από
την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να
ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες
συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής
που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα
τα προηγούμενα.
Τα
επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα,
σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα
επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν
και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι
όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει
για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την
περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που
έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω
στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με
καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο
του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια
ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η
μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα
από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα
τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το
μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο
αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση,
έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία
της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα,
το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο.
Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά
θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις
του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος
άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία
Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις
στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα
για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό
του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε
ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν
ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο
Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά
μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί
από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ
όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως
συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος
μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον
όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται
πως κάπου θα το είχε ακούσει και του
άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε
από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το
γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο,
σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε
από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε
βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε
έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε
στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το
ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες
ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο
των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά,
λουστραρισμένα, άστραφταν στον
χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε
το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν
έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;
Απ το μυθιστόρημα μου Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ
ΑΝΤΙΗΡΩΕΣ... Οι τρελοί της γειτονιάς..... Λένε πως η κακία είναι μόνο ανθρώπινη. Ότι τα ζώα σκοτώνουν μόνο από βιολογική ανάγκη. Ενώ...