Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Τέλος πάντων. Ας δεχτούμε πως και ο καθένας φταίει για την ηλιθιότητα των άλλων.
.πρόβλεψα το τέλος των θρησκειών στη δική μου γενιά αλλά μάλλον έπεσα έξω.
Πήγα μια βόλτα. Όχι μακρινή, μέχρι το Θησείο. Κάθισα σε ένα παγκάκι, εκεί στο παζάρι, λιγόπρωο ήταν ακόμα, κάθισα να χαζεύω. Ενα πανηγύρι άρχισε να κλώθεται, γύρω μου κι έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών να συνωστίζονται, να κάνουν αστεία μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα πάρει το καλύτερο πόστο στην αγορά. Άνθρωποι απ όλον τον κόσμο, παγκοσμιοποίση, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή με κέντρισαν πεντε-έξι τύποι, που έστησαν ένα χαροκούτι κι άρχισαν να παίζουν τον παππά. Το γνωστό παιχνίδι. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που΄ναι ο παππάς. Τα χαρτιά έπαιζε μια χοντρή τεραστίων διαστάσεων. Έλα βάλε πενήντα, κάτω εσύ, πάνω εσύ, έλα πάρε, κι εδιναν το πενηντάρικο ο ένας στον άλλον, οι αβανταδόροι μεταξύ τους, περιμένοντας το θύμα. Σε λίγο ο ενας τσιλιαδόρος που ηταν μπροστα μου έδωσε σύρμα. Ως δια μαγείας διαλύθηκαν όλοι, όλα έγιναν καπνός, το χαρτοκούτι έφαγε μια κλωτσιά, τα χαρτιά κρυφτηκαν στην ρόδα ενος αυτοκινήτου, οι αβανταδόροι βόλταραν αδιάφορα και είχε μια πλάκα να τους βλέπεις, σαν στην οθόνη ενος κινηματογράφου, τα πάντα γινόταν στην εντέλεια. Ένα μάθημα που το είχαν μάθει χρόνια. Μόλις έφυγε η Αστυνομία, το σκηνικό επαναλήφτηκε, εδω παππάς, εκεί παππάς, περιμένοντας το θύμα που κάποτε έσκασε μύτη και ήταν ένας μουγγός κακομοίρης, που του πήραν σχεδόν μαγικά διακόσια ευρώ, που να καταλάβει ο κακομοίρης, δεν μπορούσε και να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί και οι παπατζήδες εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας όπως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί. Αυτή είναι η Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ένα ατέλειωτο παπαδιλίκι, εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι παππάς;
Κατάλαβα πως η ζωή είναι πολύ σκληρή και αδιαπραγμάτευτη σ αυτά που ορίζει. Δώδεκα με δεκατρία σου λέει πως θα μεγαλώσει το πέος, και μεγαλώνει χωρίς να σε ρωτήσει κανείς αν θέλεις ή δε θέλεις να γίνει αυτό. Ξαφνικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την ηδονή, όχι πως δεν σε είχε προειδοποιήσει αλλά δεν το περίμενες έτσι. Μικρό, μεγάλο, ευαίσθητο, αιχμηρό αντικείμενο, σάρκα ιδιότροπη για τον καθένα
Τελικά, σκέφτομαι γιατί να μου αρέσει αυτός ο παράλογος κόσμος που ζούμε. Ακόμα γιατί, αφού είναι τόσο σκατένιος να μη θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε; ίσως επειδή είμαι ακόμα ζωντανός κι αυτό με κάνει άτρομο. Ίσως επειδή ξέρουμε πως δε θα ξαναυπάρξουμε ποτέ εδώ. Ίσως.
κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Τα τσιγάρα, τα ποτά, οι αγάπες, τα ψέμματα και οι αλήθειες. Τα λεφτά. Την ώρα που τα έχεις ανάγκη σου λείπουν Μυστήριο πράγμα με μας. Λες και είναι τρύπιες οι παλάμες μας.
ΣΚΟΤΕΙΝΌ ΦΙΛΊ
Ζωή δίχως κίνητρο πως να τη ζήσεις;
μαρτυρώντας ψεύτικα λόγια;
η τέχνη δε με σώζει, η γνώση,
οι λέξεις έχουν κάποια εύνοια
πηγαίνω προς μια ολοσχερή καταδίκη
αλλά για να μη φοβίζεις τους γύρω σου
λες πως είσαι αισιόδοξος
[για να μη γίνεσαι γελοιοδέστατος
των καταστάσεων]
Ζωή χωρίς αξίες πως να τη ζήσεις;
Δίχως ντροπή έχτισαν γύρω μου τείχη
κάτι μου θυμίζει αυτό ποιητή
το σκοτεινό φιλί μιας μάταιας Αλεξάνδρειας
πρέπει να πω τα πράγματα με τ όνομα τους;
Τα όρια της τέχνης
Κάποιοι πλούσιοι βάζουνε σύνορα
-μπορεί να έχουν δίκιο, δικό τους το χωράφι γη
-δε λες τίποτε σπουδαίο τα είπαν άλλοι
και τους έκαψαν στην πυρά
φοβάσαι όμως να κλάψεις μη σε πουν δειλό οι αφέντες
το σκοτεινό φιλί μιας ανόητης παράστασης
είναι η ζωή σου ποιητή
κότινος που δεν σου αξίζει γι αυτό
βγες έξω! να μην υπάρχεις στη συνωμοσία τους
Αυτός ο κόσμος είναι δικός τους
μαχαίρι και φωτιά σε μια λέξη: ελευθερία!
Κανένας φτωχός δε θα επιβιώσει
τα μέτρα ενός κόσμου μεθυσμένου
Αυτός είναι ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας
Κι αυτό κάτι μου θυμίζει ποιητή του Νόμπελ
πικρά κλαίει ο Ρωμιός την βλάσφημη ιστορία του
Σκαρίμπα το θείο τραγί
πως να μην κλάψεις για έναν λαό τόσο χαμένο;
Λαός είναι όλοι οι άνθρωποι της γης
μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, ιντιανς
μα δεν αρκεί γιατί αφέντες είναι οι λευκοί
ζωή χωρίς ιδανικά πως να τη ζήσεις;
σκοτεινό φιλί.
Κάποιος είπε πως τα δέντρα μας μισούν ένας άνεμος που τον εφώναζαν σιμούν Όλο το Φθινόπωρο, είπα θα σ αγαπώ δε φυτρώνουν όνειρα χωρίς...