Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του. Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα, έναν ανελέητο επαναληπτισμό.
Και είμαι περίεργος πως έφτιαξαν τέτοιες λέξεις! ηθική, αγάπη, ελευθερία. Σ αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει από μόνη της καμιά ηθική.
...
Πάντα
κάποιος επιβιώνει, θυμόταν αιώνες τώρα,
από την καταστροφή. Δεν υπάρχει η τέλεια
καταστροφή, ομολογούσε στον εαυτό του,
στους άλλους δεν έλεγε τίποτε. Μελετούσε
τους ανθρώπους, έβγαζε το συμπέρασμα
οριστικό πως όλοι μπορούσαν να γίνουν
κακοί, όταν θα τους δίνονταν η ευκαιρία,
ακόμα και ο ίδιος ο εαυτός του. Κανέναν
δεν έβγαζε απ έξω, όλοι ήταν στον ίδιο
βούρκο. Άλλοι της άγνοιας, άλλοι της
γνώσης. Λίγοι πραγματικά γνώριζαν γιατί
υπάρχουν. Το πλήθος γεννιόταν, μεγάλωνε
και ξαφνικά μια μέρα γινόταν γεροντάκι
χωρίς να το καταλάβει. Όσοι επιζούσαν
γιατί ένας μέρος των ανθρώπων πεθαίνουν
νέοι. Δεν προλαβαίνουν να δουν την
ωραιότητα της ζωής.
Είναι ωραία η
ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης
Παράμετρος.
Δεν ήξερε ν απαντήσει με
σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το
υποστήριζε με θέρμη, το έβλεπε, το ζούσε:
οι άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές
άλλων συνανθρώπων των, για θυσία σε
θεούς, οι άλλοι τους τηγάνιζαν με καυτερό
λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν,
τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα
στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δε
χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις
για αυτό. Η καλότητα υπήρχε κι αυτή.
Εκδηλωνόταν κυρίως με φιλανθρωπίες, με
χορηγίες των πλουσίων και από μέρους
της Δημοκρατίας, που προσπαθούσε να δη...
Έχασα
μια σελίδα. Και νευρίασα. Τι να πεις; σήμερα έγραψα μόνο τρεις, μείον
τη χαμένη, ίσον πενήντα δύο. Για να τελειώσει το βιβλίο πρέπει να γράψω
άλλες τρακόσιες περίπου, τόσες υπολογίζω πως χρειάζομαι, τι νομίζετε;
είναι εύκολο να γράψει κανείς τρακόσιες πενήντα σελίδες; απλώς να γράφει
χωρίς να σκέφτεται, τι λέτε; και για ποιο λόγο; έχει σημασία ένα ακόμα
μυθιστόρημα; εύκολα μπορώ ν απαντήσω όχι, δεν έχει. Γράφονται πλέον τόσα
πολλά κι εγώ αν δεν έχω να προσθέσω κάτι καινούργιο,
αρνούμαι να κουραστώ, αρνούμαι να προσθέσω μια ακόμα απομίμηση
σπουδαίων συγγραφέων, αν και σήμερα έχουμε χάσει πια τον όρο μεγάλος
συγγραφέας είτε γιατί δεν υπάρχει αυτό το είδος είτε γιατί δε
χρειάζεται. Τι λέτε; να γράψω ακόμα μερικές σελίδες και να το σκεφτώ
καλύτερα;
Να ζεις πάνω στη γη δίχως σεξ είναι σα να ζεις μέσα στην κόλαση. ['Εφτιαξα αυτό το κάρβουνο-σύμπλεγμα όταν ήμουν λίγο πιο μεγάλο παιδί.] Όταν ακόμα υπέγραφα σαν Κώστας Αυγερινός!
Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου.
΄΄
..καβάλησε την παλιά Χάρλει και έτρεξε στο βάθος των δέντρων, στην μαύρη άσφαλτο της παλιάς Ενικής οδού. Πέρασε σε άλλες πολιτείες, περιπλανήθηκε χωρίς κινητό και χωρίς θεό για κάμποσο. Καταλάβαινε περισσότερο τώρα πως το σώμα του έβαζε κανόνες στη ζωή του. Όχι ο εγκέφαλος, το σώμα. Αυτό τον φόβιζε περισσότερο γιατί το σώμα ήταν πιο φθαρτό, έτσι νόμιζε, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πολλά πράγματα δεν ήθελε να παραδεχτεί γιατί να συμβαίνουν έτσι αλλά δε μοιρολατρούσε, έτρωγε το ψωμί του, δούλευε στη γης, εδώ κι εκεί, ο θάνατος της Ρόζας του στάθηκε βαρύ φορτίο στην πλάτη. Στην αρχή θεωρούσε και τον εαυτό του υπεύθυνο αλλά σιγά-σιγά μετρίασε αυτή την άποψη, σκεπτόμενος πως ο καθένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και η Ρόζα τραβώντας εκείνο το μαχαίρι εναντίον του, ποτέ δεν είχε καταλάβει αν θα τον σκότωνε, γιατί πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν; ο ίδιος δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του να κάνει τέτοιες πράξεις, η Ιστορία όμως άλλα τον δίδασκε, πως ο κόσμος του ήταν γεμάτος από φόνους, λεηλασίες, μαζικές καταστροφές, χιλιάδες νεκροί από χέρια άλλων που θα γινόταν κι αυτοί κάποτε νεκροί κι ανάμεσα τους και ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης, που από τις αρχές θεωρούνταν εξαφανισμένος αλλά για τον ίδιο ήταν πεπεισμένος πως ο Αστυνόμος δεν θα ξαναπερπατούσε πάνω ς αυτόν τον πλανήτη, που δεν μπορούσες πια να υπάρχεις χωρίς κινητό, δίχως μέιλ. Οι άνθρωποι είχαν γίνει για άλλη μια φορά ένα νούμερο, ένας αριθμός, με πλαστικό χρήμα, πλαστικές μάσκες, αόριστο τρόπο ζωής, τα νοσοκομεία δεν χωρούσαν άλλους αρρώστους, στα ψυχιατρεία η κατάθλιψη θέριζε νέους και γέρους, φτωχούς και πλούσιους. Οι πιο φοβισμένοι φορούσαν μια αιώνια μάσκα. Κέρινη. Και απλά κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ψώνιζαν στα σούπερ μάρκετ, έπιναν καφέδες στα παζοδρομιακά καφενεία. Τρέχοντας άλλοτε με την Χάρλει ανάμεσα σε νουνά και λαγκάδια, ταξιδεύοντας αργά σε μικρές και μεγάλες πολιτείες, τα αποθέματα των χρημάτων που είχε αποταμιεύσει τέλειωναν. Ώσπου μια μέρα δεν είχε στην τσέπη του ούτε ένα σέντσι. Σταμάτησε σε μια παλιά βρύση κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο. Ήπιε δροσερό νερό με τις φούχτες, άναψε τσιγάρο, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι να απολαύσει κι ένα τσίπουρο. Τα πουλάκια πάνω στον αιωνόβιο πλάτανο, φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Ήταν λευκό μεσημέρι, η ησυχία τράνταζε τον ορίζοντα, πίσω απ τα φυλλώματα των δέντρων. Κανείς δεν υπήρχε σ αυτή την ερημιά.
σελίδες από την ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
Είχα
πολλούς φίλους που δεν πήγαν φαντάροι.
Πούλησαν τρέλα.
Από φτωχοί μέχρι πλούσιοι
την ίδια τρέλα πουλούσαν κι εμείς τα
αιώνια θύματα αγοράζουμε. Η επιβίωση
μέσω τρέλας είναι δύσκολη. Ανάλογα όμως
την τρέλα που πουλάει ο καθένας. Άλλη
τρέλα ο
κουλουράς, άλλη ο ζωγράφος, άλλη
ο ποιητής. Ένας από τους
μεγαλύτερους
τρελούς ο Νταλί. Εφάμιλλος του Χίτλερ.
Έμενα μου
το λένε πολλοί πως είμαι τρελός
αλλά δεν τους πιστεύω.
Δε
μιλούσαμε. Οι καρέκλες μας έτριζαν και
για λίγο; Για πολύ; Τα κεφάλια μας ήταν
γυρισμένα αλλού. Έκανε θόρυβο ο κόσμος
και το σημείο που συναντηθήκαμε το
είχαμε επιλέξει τυχαία. «Πάμε αλλού;»
γύρισα το κεφάλι να την κοιτάξω. Ήταν
ωχρή αδύναμη, δε μου απάντησε, άναψε
τσιγάρο. Κάτι άλλο ήθελε να πει, δεν το
λεγε αλλά φαινόταν η αντίρρηση κι όλο
έτριβε το πηγούνι της. Εγώ της χαμογελούσα
που και που, όχι αμήχανα, ήξερα τι θα
συμβεί απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Γιατί να γίνει τώρα; Έλεγα. Άστο γι
αργότερα αν και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος
της αναμονής και της αναβολής. Ότι ήταν
να γίνει, έπρεπε να γίνει, σταθερός στο
να ξέρω που πηγαίνω. Πίναμε αυτό τον
καφέ εκείνο το πρωινό και ήμασταν πολλά
χρόνια μαζί. Ζευγάρι. Την αγαπούσα και
μ αγαπούσε, η Αλεξάνδρα. «Καλά είναι κι
εδώ,,,» μίλησε μετά από ώρα. Γύρισε και
σταμάτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό
μου. Πως κοιτιούνται δυο άνθρωποι; Μέσα,
βαθιά, να ψάχνουν, τα μύχια;. Το βλέμμα
της ήταν απελπισμένο. Τι θα κάνουμε;
Λυπημένο, δε θα είμαστε πια μαζί ε;
σερνόταν η βεβαιότητα, κρίμα δεν είναι,
σκέφτηκα κι εγώ και φάνηκε η υποψία πως
μπορεί να μην ήθελα να χαθούμε. Ναι αλλά
δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να
ζήσουμε μαζί πια, να χτίσουμε κι άλλα
όνειρα. Ο καφές τέλειωσε, η σιωπή μας
μεγάλωνε. Σηκώθηκα, σηκώθηκε και κείνη.
Δώσαμε τα χέρια χωρίς αγκαλιά, μόνο
κοιταζόμαστε πιο πολύ να κρατήσουμε
την εικόνα επειδή ήταν σίγουρα η
τελευταία.
-Γεια σου Αλεξάνδρα,
είπα.
-Αντίο Μίλτον, είπε κι έφυγε.
Την
παρακολούθησα να περπατάει σαν όνειρο
στο βάθος της λεωφόρου, χαμένη στο
λιγοστό κόσμο. Ύστερα έφυγα κι εγώ με
έναν κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό.
ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΠΑΡΜΕΝΟΙ, ΠΕΡΑΣΤΕ ΣΤΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ..
Μια και για σας είναι μια άγια μέρα η αυριανή, [για μένα δεν υπάρχουν άγιες μέρες, απλά χρόνος που κυλάει] μια και οι Μουσουλμάνοι έχουν κι αυτοί ραμαζάνι να λατρέψουν τον Αλλάχ τους, ας πούμε μερικά πράγματα περισσότερο για τους αδαείς χριστιανούς. Και θα ξεκινήσω με ένα δικό τους ρητό, νόμο, όπως θέλεις πάρτο. " Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ και όσα εν τη γη.... ου προσκυνήσεις, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς." Πιο απλά δεν μπορούσε να το πει ο νομοθέτης. Έτσι γράφεται και είναι από τα λίγα δίκαια πράγματα που γράφει αυτό το βιβλίο της παλαιάς διαθήκης των Εβραίων. Και κάθε νοήμων άνθρωπος το καταλαβαίνει. Έλα όμως που οι παπάδες, δεν το θέλουν έτσι; Έλα που πρέπει να πουλαν φετίχ στον κάθε ηλίθιο πιστό;. Πριν από κάμποσα χρόνια είχα τύχει δεκαπενταύγουστο στην Τήνο για εργασίες. Περνώντας έξω από την εκκλησία με μια παρέα φίλων, μόλις είδα τη λέξη ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ στα πλευρά του ναού, γέλασα ειρωνικά και αναφώνησα: Παιδιά, το λογιστήριο του θεού. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος από τα όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν εκεί. Ένας συφερτός κόσμου, ένα μπουλούκι ανόητων να σέρνεται, να κουβαλάει, χρυσό, ασήμι, και ότι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους σε μια εικόνα, που κάνει λένε θαύματα. Είναι να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Μίλησα με κάποιον που εργαζόταν στο ναό και έπαθα την πλάκα μου. Όλα αυτά που μαζεύουμε σε χρυσό σε ασήμι και ότι άλλο, τα ξεχωρίζουμε και τα μετατρέπουμε όλα σε χρυσό. Μιλάμε για τόνους χρήμα! Αν δεν δεις ,δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το τι χρήμα βγαίνει μόνο από αυτόν εδώ το ναό. Τι να πω; Έβλεπα τους ανθρώπους να σέρνονται μέσα στα κεριά και στα λιβάνια και λυπόμουν τότε πολύ. Τώρα δε λυπάμαι. Απλά καταλαβαίνω πόσο βλάκες τους έχουν κάνει,. Βέβαια, κολλάω ακόμα στο πως το καταφέρνουν, γιατί, μου φαίνεται αδιανόητο ένας σύγχρονος άνθρωπος να λατρεύει ξύλινες εικόνες, με χριστούς, αγίους και παναγίες. Τόσο ηλιθίους κατασκευάζει μια θρησκεία- θεωρώ τον χριστιανισμό από τις πιο αιμοβόρες θρησκείες- που αναπαραγάγει το μίσος των πιστών εναντίον των απίστων! συγκαλυμμένο υπό το κέλυφος της αγάπης. Πως είναι δυνατόν μια εικόνα, ένα χαρτί, ένα ξύλο ν αναπαραγάγει δύναμη; Όταν έγιναν οι εικονομαχίες στο Βυζάντιο από το 726 και μετά, επί Λέοντος Γ και Κωνσταντίνου του Ε, θα μπορούσες να πεις πως ο κόσμος βρισκόταν εκεί που βρισκόταν. Στο σκοτάδι και την πλήρη αμάθεια. Στον λήθαργο και την αμορφωσιά. Σήμερα όμως που το 98 τοις εκατό των επιστημόνων παγκοσμίως, να δηλώνουν άθεοι, δεν επιτρέπεται να συνεχίζεται αυτή η ηλιθιότητα, αυτή η βλακεία, τόσων αιώνων. Σήμερα που δημιουργήθηκε, άκουσα και το πρώτο; πανεπιστήμιο αθεΐας στη Ρώμη, εσείς τρέχετε στις παναγιές να τους προσφέρετε χρυσό, λες και το έχει ανάγκη κανένας θεός τον χρυσό. Δεν έχω ζωγραφίσει ποτέ αγιογραφίες, ενώ είναι το πιο εύκολο είδος ζωγραφικής, ακόμα και στις χειρότερες μέρες της φτώχειας μου, μη θέλοντας ποτέ να διαιωνίσω μια κατάσταση. Όπως και δεν πατάω το πόδι μου σε καμία εκκλησία, είτε πρόκειται ακόμα και για κοινωνικές υποχρεώσεις, γάμους , βαφτίσια, κηδείες. Διότι θέλω να είμαι συνεπής απέναντι στον εαυτό μου, σε κανέναν άλλον. Εφόσον αρνούμαι να πιστέψω, σε οτιδήποτε έχει σχέση με τον χριστιανισμό [και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, μιλώ για τον χριστιανισμό, επειδή έτυχε να γεννηθώ εδώ και χωρίς την θέληση μου προσήψαν αυτήν την ιδιότητα] χρειάζεται και να το αποδεικνύω εμπράκτως.
Καλημέρα σας. Δέκα πέντε χρόνια χρόνια εδώ μέσα έχουμε πει και έχουμε ζήσει πολλά πράγματα. Τα περισσότερα, ωραία, δε χαλάσαμε τις καρδιές...