Ξεκίνησα
λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό.
Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλά δεν μπορούσα ν
αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος,
σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου,
ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον
έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως
από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα
αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις
πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε
αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν
υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο
στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα
συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα
πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του
κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός
-στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν
πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως
κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια.
Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα.
Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί
μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγώ δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα.
Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν
μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και
προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το
δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα
κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες
αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι
αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη
δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο
κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα
μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα!
δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς
άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή
πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά.
Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος,
γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό
αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ
τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην
Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή
την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως
δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας.
Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα
υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ.
Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα
τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα
ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο
Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα
χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω,
είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα
χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.
ΜΕΤΑΞΥ ΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ
-Κατάλαβες ψυχάκια;
-Εμένα μιλάς;
-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ;[κοιταζω γύρω, κοιτάζει κι αυτός]
-Βλέπεις τίποτα άλλο; Γιατί εσύ όλο κατι περίεργο θα δεις..
-Βλέπω την ψυχολογία της μάζας πεσμένη.
-Εγώ την πούτσα σου βλέπω πεσμένη, ο άλλος.
-Τι άλλο θα βλεπες εσύ! Τι σχέση έχει η φούτσα με την ψυχολογία της μάζας, [με ψάχνει ερευνητικά]
-Άκου μπακαλόμαγκα: Εγω, τα ξέρω όλα και μην μου κάνεις κήρυγμά. Η ψυχολογία της μάζας έχει να κάνει με την ελπίδα, με το όνειρο. Αυτη την ώρα ο Έλληνας δεν μπορεί να ονειρευτεί..
-Γιατί;[τον κόβω] Μήπως και πριν που ονειρευόταν του βγαιναν τα όνειρα;
-Δεν έχει σημασία αυτό μαλάκα. Σημασία έχει πως ο κάθε μικροαστός φτιάχνεται με την ελπίδα πως κάποτε θα κάνει το πέρασμα στην ανωτέρα τάξη. Ο Κάθε μικρέμπορας, ψιλικατζής ονειρεύεται να φτιάξει σουπερ μάρκετ..
-Και ο κάθε ταρίφαρμαν ελπίζει να φτιάξει στόλο! τον ξανακόβω.
-Ταρίφαρμαν; ψιλομπερδεύεται, ξύνει την κεφάλα του.Πετάει έξω τα χείλια του. Τέλος πάντων εσυ μια ζωή πετάγεσαι σαν πούτσα..
-Α, για να σου πώ! σηκώνω το χέρι μου και του καταφέρνω μια καραγκιοζίδικη φάπα. Δεν ουρλιάζει.
-Ενταξει ρε! κατάλαβα, εννοείς τους ταξιτζήδες. Για βλάκα με περνάς; Εχουν κι απεργία μέρες τώρα...Ε, ναι ο καπιταλισμός επιτρέπει στην μάζα το όνειρο, της δίνει κίνητρο πως θα καταφέρει το όνειρο. Κι επειδη μερικοί το καταφέρνουν...
-Ενας στο εκατομμύριο; στρίβω το μούτρο μου.
-Μπορεί και λιγώτερο.
-Δε βλέπουν πως οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί;
-Δεν βλέπουν τέτοια αυτοί.Επανέρχομαι στην ψυχολογία της μάζας. Να τώρα οι ιδιοκτήτες ταρίφαρμαν που λες εσύ, ξεκινούν απ όλα τα μέρη να έρθουν στην Αθήνα. Κα κάνουν την ήδη κολασμένη ζωή μας χειρότερη. Εσύ θα συμφωνήσεις γι αυτό το κομβόι;
-Εγω δεν είμαι ταρίφας.
-Αν ήσουν ρε πούστη μου![νευριάζει, του ξαναχώνω σφαλιάρα, κάθεται στ΄αυγά του]
-Οχι, δεν θα πήγαινα ρε. Γιατι εγω δεν είμαι μάζα..
-Και τι είσαι συ; μου λέει και τρέχει παραπέρα κοιτάζοντας με λυκίσιο μάτι.
-Εγω είμαι η μονάδα. Ξεχωρίζω. Δεν γίνομαι μπάζο.
-Και νομίζεις ότι αυτα που λες και γράφεις πως ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο, την μάζα;
-Ε, ναι..ανοίγω τα μάτια μου και του απαντάω φυσικά.
-Ε, πάρτες! κι μου ορμάει ο τρισάθλιος και με κάνει μαύρον στις μπουνιές.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Και η φυσική επιλογή του Τέσλα [Να ζηλεύεις κάτι καλύτερο.] Να ζωγραφίσουμε ένα πέος δηλαδή ή πολλά. Πέη. Δεν είναι και τόσο εύηχη λέξη,...