Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

ΚΑΡΈΛΙΑ ΆΦΙΛΤΡΟ

 


Η ΠΕΙΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 

Εκείνο το διάστημα, ήμουν άνεργος και μπατίρης. Έψαχνα καμιά δουλειά του ποδαριού, περιστασιακά να βγάζω τα τσιγάρα αλλά τίποτε δεν γινόταν. Μια μέρα εδώ μια μέρα εκεί, τα πράγματα δυσκόλευαν άγρια.
Ένα βράδυ που τριγύριζα στα παγκάκια της πλατείας, πεινούσα πολύ το στομάχι μου ούρλιαζε, είχα τρεις μέρες να βάλω κάτι στο στόμα μου, είδα την φάτσα ενός γνωστού ζητιάνου της γειτονιάς. Με κοίταζε μάλλον χαρούμενος και κάθισε στο παγκάκι απέναντί μου. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος αλλά σίγουρα μεγαλύτερος μου. Εγώ πλησίαζα τα τριάντα, εκείνος θα σαραντάριζε.
Ντυμένος με κουρέλια, όπως είναι συνήθως αυτοί οι άνθρωποι, συνέχιζε να με κοιτάζει.
Πράγμα περίεργο για μένα, δεν ενοχλήθηκα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχε σχηματιστεί η ιδέα, πως κάτι θα έπαιρνα από αυτόν τον άνθρωπο. Τσιγάρα πάντως σίγουρα γιατί ήδη είχε ανοίξει ένα πακέτο Καρέλια άφιλτρο. Άναψε δικό του κι ύστερα μου πέταξε το πακέτο.
Το άρπαξα στον αέρα με βουλιμία. Εγώ που κάπνιζα Μάρλμπορο και σιχαινόμουν τον Καρέλια με τα κωλοτσίγαρά του!
Αλλά, ανάγκα και οι θεοί πείθονται. Έτσι άναψα ένα κι έκανα να το επιστρέψω στον ζητιάνο. Αυτός μου γνέψε με μια κίνηση που έλεγε «κράτησε το όλο έχω άλλο»
Τσιγάρα λοιπόν είχα βρει για απόψε, τα κρυψα στην τσέπη μου βαθιά μην μου πέσουν αλλά τι θα έτρωγα; Πεινούσα αφόρητα, δεν ξέρετε τι είναι να πεινάς, επειδή δεν είχα λεφτά. Έτσι είναι, αν είχα λεφτά δεν θα πεινούσα, έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Η ώρα θα ήταν εννιά, έφεγγε ακόμα. Καλοκαίρι καιρός ήταν, Ιούλιος μήνας και η ζέστη να σου τρώει το μεδούλι. Στην μεγάλη πλατεία της Καλλιθέας, έσταζε ιδρώτας και αίμα. Μια ξεραμένη φλούδα από τα χείλη μου κόλλησε στο χαρτί του τσιγάρου και καθώς δεν πρόσεξα, το αίμα κύλησε στο πηγούνι και στο χέρι μου. ΤΟ σκούπισα και ο λιγοστός κόσμος που κυκλοφορούσε με κοίταζε περίεργα Μα δεν με ένοιαζε Συνταξιούχοι, μικροαπατεώνες, μικροπωλητές. Ένας τέτοιος μπήκε ανάμεσα μας. Στάθηκε πρώτα μπροστά μου επιδεικνύοντας το εμπόρευμά του. Εγώ, έγνεψα αμέσως όχι, αυτό μου έλειπε. Οπότε στράφηκε στον ζητιάνο. «Κονόμησες τώρα, τα πιασες τα λεφτά σου» σάρκασα από μέσα μου.
Ο Ζητιάνος ωστόσο κοίταζε το εμπόρευμα με ενδιαφέρον. Αναπτήρες, διόπτρες, μπιχλιμπίδια.
-Πως σε λένε εσένα; Ευριπίδη; Ρώτησε τον Κινέζο.
Εγώ έσκασα στα γέλια παρ’ όλο το χάλι μου. Ο κινέζος χαμογελούσε κινέζικα κι έφευγε με αργά βήματα.
-Έλα εδώ ρε, που πας συνέχισε ο ζητιάνος, δώσε μου δύο αναπτήρες.
Ο Κινέζος γύρισε του έδωσε τους αναπτήρες, πήρε τα λεφτά, τον ευχαρίστησε χίλιες φορές κι έφυγε.
-Μπορεί να ξέρω τον πατέρα του, στράφηκε σε μένα
-Τον πατέρα του Κινέζου; Αλληθώρισα.
-Ναι, γιατί; Τον πατέρα του Κινέζου, είπε σοβαρά κι εγώ ανταριάστηκα.
Τι νόημα είχαν τώρα όλα αυτά; Η κοιλιά μου νιαούριζε κι έπρεπε κάτι να κάμω από το να κάθομαι και ν ακούω τις βλακείες του καθενός.  Έτσι, σηκώθηκα να φύγω. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα κι άκουσα την φωνή του να μου λέει:
-Που πας ρε; Δεν πεινάς ; έλα πίσω, πάμε να φάμε.
Γύρισα και τον κοίταξα αμήχανος.
-Έλα μαζί μου, συνέχισε. Θα πάρουμε ένα κοτόπουλο, ψωμί και τα σχετικά. Έλα. Πάμε.
Δεν είπα τίποτα. Τι να λεγα; Απλά τον ακολούθησα.
Μπήκαμε σ΄ένα κοτοπουλάδικο όπου δυο-τρεις πελάτες περίμεναν στη σειρά. Στάθηκε πίσω τους. Εγώ πιο πίσω σχεδόν να μου τρέχουν τα σάλια από τις μυρουδιές. Ρε, τι είχα πάθει ο κακομοίρης! Τέτοια λιγούρα δεν την είχα νιώσει ποτέ. Κάποια στιγμή, έστρεψε πίσω με κοίταξε και με καθησύχασε με το βλέμμα σα να μου λεγε, μη μιλάς, εντάξει, περίμενε.
Όταν ήρθε η σειρά μας, παράγγειλε, ένα κοτόπουλο, πατάτες, ψωμί. Η καταστηματάρχης τα ετοίμασε, τα έβαλε σε μια μπλε νάιλον σακούλα και του τα έδωσε λέγοντας πως έκαναν δώδεκα εύρο.
-Εντάξει, της είπε σοβαρά με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Είναι της κυρά Μαρίας, απέναντι, ξέρεις εσύ.
-Της κυρά –Μαρίας, έσμιξε τα φρύδια της να θυμηθεί. Α, της κυρά-Μαρίας έκανε σα να θυμήθηκε. Εντάξει, εντάξει, ευχαριστώ..Εσείς τι θέλετε; Απευθύνθηκε στον επόμενο.
Εμείς πήραμε τα πράγματα και φύγαμε. Μόλις βγήκαμε έξω, σφούγγισα τον ιδρώτα από το πρόσωπο μου.
-Μην κάνεις έτσι, είπε ο ζητιάνος. Μην είσαι βλάκας, ολόκληρη Καλλιθέα, ξέρεις πόσες Μαρίες έχει; Πάμε να φάμε τώρα, έχεις αυτοκίνητο;
Ναι, αλλά το έχω στο συνεργείο! Ακολούθησα το πνεύμα του σαν συνήλθα λίγο.
-Καλά, φώναξε ένα ταξί. Πάμε στο σπίτι μου να πιούμε και καμιά μπύρα.
-Μένεις μακριά;
-Στην Ηλιούπολη.
-Και θα πάμε εκεί; Απόρεσα.
-Έχεις κάτι καλύτερο; Πάμε και θα δεις. Πως σε λένε;
-Παναγιώτη.
-Παναγιώτη, τι;
-Παναγιώτης Χυλοπίτας.
-Χαίρω πολύ, είπε σοβαρά. Αντώνης Τραχανάς κι έπιασε την κοιλιά του από τα γέλια.
Συνέχισε να γελάει και μέσα στο ταξί όταν επιτέλους βρήκαμε ένα και μπήκαμε εκείνος μπροστά κι εγώ στο πίσω κάθισμα με το κοτόπουλο στη μπλε σακούλα να μου σπάει την μύτη. Ο ζητιάνος έδωσε μια διεύθυνση στις παρυφές του Υμηττού.
-Πολύ ψηλά μένεις, είπα.
-Έχω φτιάξει ένα σπιτάκι, θα δεις.  Κι έπιασε κουβέντα με τον ταξιτζή.
Εγώ σκεφτόμουν να ανοίξω την σακούλα και να τσιμπήσω τουλάχιστον λίγο κοτόπουλο γιατί αλλιώς θα έπεφτα κάτω.
 -Πεινάει το παιδί, είπε στον ταρίφα . Δεν σε πειράζει αν φάει λίγο κοτόπουλο. Θα πληρώσουμε κάτι παραπάνω.
Ο ταρίφας γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε με συμπόνια.
-Μόνο να μην λερώσεις τίποτα, είπε.
-Όχι, όχι, πρόλαβα ν ‘απαντήσω προτού χώσω το μισό μπούτι στο στόμα μου.
Έφαγα κάμποσο ενώ άκουγα τον ζητιάνο να συζητάει με τον ταρίφα.
-Από πού είσαι πατριώτη; ρώτησε ο ζητιάνος.
-Από την Μεγαλόπολη.
-Α, κάτω από τα’ αυλάκι, καλοί είσαστε εσείς, ας λένε, ξέρω εγώ….
Εγώ, σκεφτόμουν να φάω και το άλλο μπούτι, αλλά το μετάνιωσα. Φτάνει πια! Σκέφτηκα. Μην το παρακάνεις με την κωλοπείνα σου. Συμμάζεψα τα πράγματα μου προσεκτικά Ο ταρίφας που είχε το νου του με κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη, σε κάποιο φανάρι. Σαν με είδε που καθόμουν ήσυχος, ηρέμησε. Του χαμογέλασα κι εγώ συγκαταβατικά. Έτσι έληξε το θέμα της πείνας μου τουλάχιστον προς το παρόν.
Φτάσαμε κάποτε στο σπίτι του Αντώνη. Αν τον έλεγαν έτσι, γιατί το Τραχανάς ήμουν σίγουρος πως ήταν ψέμα. Όπως φυσικά κι εμένα δεν με λένε Χυλοπίτα.
-Πως σε λένε τελικά; Με ρώτησε ανοίγοντας την εξώπορτα ενός πραγματικά υπέροχου σπιτιού.
-Αυτό είναι το σπιτάκι σου; έμεινα κεραυνόπληκτος.
-Κι αυτό είναι το αυτοκίνητό μου γέλασε δείχνοντας μια μαύρη μερσεντές αραγμένη στο γκαράζ. Λοιπόν; Θα μου πεις το όνομα σου;
-Α, ναι, ξεχάζεψα. Παναγιώτη Παναγιωτόπουλο, εσένα;
-Αντώνη Ράτζικα. Από το σόι των Ρατζικαίων. Μεγάλο σόι, αγωνιστές στην επανάσταση του 21, είπε περήφανα. Θα σου δείξω φωτογραφίες, έλα, πάμε.
Μπήκαμε στο σπίτι. Ένα πραγματικό αρχοντικό, εγώ ούτε στ όνειρο μου δεν θα αποχτούσα τέτοιο σπίτι.
Ο Αντώνης αφού μου είπε ένα σαν στο σπίτι σου, άραξε , εγώ θα κάνω ένα ντους κι έφτασα» εξαφανίστηκε στο βάθος. Ακούμπησα τα πράγματα στο τραπέζι του σαλονιού και περιεργάστηκα τον χώρο. Ο Αντώνης δεν άργησε. Σε λίγο εμφανίστηκε φορώντας μια  ρόμπα παντόφλες κλπ..
Καθίσαμε στην τραπεζαρία, φάγαμε και ήπιαμε μπύρες. Πιάσαμε την κουβέντα σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι, μέχρι αργά.
-Το πάν είναι να μην πιάνεσαι κορόιδο, αυτή είναι φιλοσοφία μου μικρέ, επαναλάμβανε συχνά. Να μην πιάνεσαι κότσος.
Κι όταν κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω, μου έδωσε ένα πενηντάρικο και μου είπε με νόημα:
-Σκέψου τι μπορείς να κάνεις στη ζωή.
Πέρασε καμιά βδομάδα έτσι κι αλλιώς. Τίποτα σπουδαίο βέβαια, μια από τα ίδια. Τον Αντώνη τον έβλεπα που και που αλλά στην πλατεία δεν στεκόμουν πολύ μαζί του. Φοβόμουν τα μπλεξίματα. Ταυτόχρονα έψαχνα για δουλειά. Μια δουλειά αξιοπρεπή Γκαρσόνι, φύλακας, οικοδομές, μπετατζής και όλα εις –τζης. Κοίταζα και τις μικρές αγγελίες. Οι πιο πολλές ζητούσαν πλασιέδες. Πωλητές βιβλίων, οικιακών συσκευών, μικρούς με μοτοποδήλατο. Υπήρχαν και οι μεγάλες αγγελίες που ζητούσαν διπλώματα, βιογραφικά και τέτοια αλλά εγώ δεν ήμουν μορφωμένος. Έτσι κατέληξα κηπουρός σε μια βίλα κάποιου πλούσιου με τρεις κι εξήντα τον μήνα και να μου βγαίνει και το λάδι στα σκαψίματα ,τα κλαδέματα και τόσες άλλες δουλειές που χρειαζόταν ο τεράστιος κήπος του πλούσιου αφεντικού μου.

Μόλις το είπα στον Αντώνη, «κρίμα ,σε είχα για πιο έξυπνο» μου είπε σχεδόν απογοητευμένος και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Για κάνα δυο μήνες δούλευα στο κηπουριλίκι. Έσκαβα, πότιζα, σκάλιζα για πενταροδεκάρες στην βίλα και κορόιδευα τον εαυτό μου πως κάποτε θα γινόμουν σπουδαίος κηπουρός. Ο κήπος του εφοπλιστή είπαμε ήταν τεράστιος.
Καθημερινά σκοτωνόμουν στην δουλειά. Ψαλίδια, κλαδευτήρια, τσουγκράνες, όλα τα σχετικά εργαλεία. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα. Ώσπου μια Κυριακή πρωί που ήμουν στο μαύρο μου το χάλι, με πήρε τηλέφωνο ο Αντώνης.
-Έλα, μου είπε. Έχω μια δουλειά για σένα.
Πήγα στο σπίτι του, έφτιαξε καφέ, καθίσαμε στην μεγάλη βεράντα να τον πιούμε. Καθώς άναβα τσιγάρο, παρατήρησα πως τα έπιπλα έλειπαν.
-Είχαν παλιώσει και τα πέταξα, γι αυτό σε φώναξα, θέλω να πάρω καινούρια.
-Και τι σχέση έχω εγώ; Απόρεσα.
-Έχεις. Θέλεις να βγάλεις χίλια εύρο;
-Χίλια εύρο!
-Χίλια σε μια μέρα. Σ’ ένα βράδυ.
-Τι θα κάνουμε; Ψυλλιάστηκα.
-Υπάρχει μια αριστοκρατική καφετέρια που δεν κλειδώνει τα έπιπλα την νύχτα..
-Και θα πάμε να κλέψουμε;
-Να κλέψουμε, μόρφασε. Θα αφαιρέσουμε μερικά που τους περισσεύουν, έχουν αυτοί. Να, ας πούμε, τρεις πολυθρόνες, δυο –τρία τραπέζια, έξι εφτά καρέκλες βεράντας , μερικά σκαπώ για το μπαρ. Στην ουσία μετακόμιση θα κάνουμε.
-Είναι σίγουρο;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.

Πήγαμε το βράδυ της ίδιας Κυριακής. Σηκώσαμε τη μισή καφετέρια και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τα ρίξαμε στο κλειστό φορτηγό του Αντώνη και τα πήγαμε στην βεράντα του. Τα τοποθετήσαμε ήρεμοι και ήπιαμε πάνω τους ένα μπουκάλι Σίβας.
-Να τα χαίρεσαι, του είπα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Σ’ ευχαριστώ. Έλα, πάρε.
Με πλήρωσε την αμοιβή  μου, χίλια εύρο!
Τον ευχαρίστησα με την σειρά μου και πήρα τον δρόμο μου. Από τότε ευχαριστώ και τον θεό που έγινα ζητιάνος

 

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Η ΠΕΡΙΦΡΌΝΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

 


Ανέβαινα με κόπο την Χαριλάου Τρικούπη, κάποιο μεσημέρι τον χειμώνα του 2060. Καταπληγωμένος που τόσα χρόνια ο κόσμος δε με καταλάβαινε, προσπαθούσα να τον καταλάβω εγώ. Ο κόσμος έλεγα, είναι σπουδαίο πράγμα, ο κόσμος είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Τώρα μάλιστα, που είχαν τελειώσει όλα τα θρησκευτικά δόγματα και είχαμε απελευθερωθεί από τις θρησκείες και τα καμώματα των παπάδων, η ζωή μας κυλούσε ανεξάρτητη, ελεύθερη. Εγώ βέβαια που πλησίαζα τα ενενήντα πέντε, παρά ήμουν παλιός αν και όλοι έλεγαν πως παρέμενα ένας διαχρονικός καφετζής και φαινόμουν πάραυτα ένας σαραντάρης της εποχής του μεγάλου πολέμου.

 [ Η σύλληψη: ένας άνθρωπος με γιούς-κοπέλες, δραστήριος, στο τέλος της εποχής ή μήπως, επειδή έχουν ασχοληθεί πολλοί, να πλεονάζει; Αλλά τότε ήταν θεατρικό, τώρα, στο διήγημα, η βασική αρχή θα είναι πάλι η επιβίωση των ηρώων λίγο πριν την καταστροφή και την περιστροφή των πόλων. Οι εναπομείναντες στις Άνδεις και στην Ελλάδα ή μάλλον νοτιότερα του Μεσημβρινού, στον οποίο θα αναπτυχθεί ξανά, τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, ο τέλειος πολιτισμός. Σχετικά με την περιστροφή των πόλων που λένε πως γίνεται περίπου κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νώε πιθανώς ήταν κάποιος μεγιστάνας που έζησε μια τέτοια ολική καταστροφή κι οπότε η εποχή των παγετώνων ξαναεμφανίζεται- Δεν είναι θέμα ανάπτυξης της θεωρίας, μπορεί να συμβεί στον ήρωα μας. Η περιφρόνηση των θεών, από έναν άνθρωπο σαν τον καφετζή-γιατί, ο καφετζής είναι που επιστρατεύεται να γίνει ο επόμενος Νώε και η θαλαμηγός του προσαράζει σε ένα καινούριο βουνό, όχι στο Αραράτ, πάντως.]

 

 Καθώς προχωρούσα προς το μαγαζί μου, με αργά βήματα, σκεφτόμουν, πως είχαν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια από τότε που είχα γεννηθεί. Αμυδρότατα θυμάμαι, εικόνες από τη γέννηση μου, στη γωνιά, στο τζάκι, όπως έλεγε η μητέρα μου, που με έφερε στον κόσμο, χωρίς γιατρούς και μαμή. Το 2060 όμως αυτό θα ήταν αδιανόητο, όπως αδιανόητες ήταν τότε, για μας, οι εποχές που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε εδώ. Συνήθως, ήμουν από τους τελευταίους ανθρώπους που περπατούσαν ακόμη. Όλοι πετούσαν έχοντας στο στήθος, ένα τσιπάκι, που μετέφερε το ανθρώπινο σώμα, όπου κι όποτε ήθελε. Φανάρια στους δρόμους δεν υπήρχαν πια. Μόνο γιγάντιες οθόνες, πάνω από τα χτίρια κολοσσούς, κανόνιζαν την κίνηση, με αισθητήρες, πολύπλοκα αέρινα πλήκτρα-κουμπιά που τα πίεζαν αόρατα δάχτυλα.. Άναψα ένα τσιγάρο- οι άνθρωποι δεν καπνίζουν πια- αλλά εγώ, είπαμε ήμουν μια διαχρονική μαριονέτα, που πιθανώς κανείς δε με έβλεπε πια. Όλοι οι άνθρωποι, που πετούσαν, ήταν νέοι, μέχρι τριάντα ετών το πολύ. Κανείς δε μεγάλωνε περισσότερο. Η οριακή ηλικίατου ανθρώπου. Κάποιος Μαρξ, είχε πει πως οι άνθρωποι παλιά πέθαιναν τριάντα χρονών και τους έθαβαν εβδομήντα. Ίσως από αυτόν η επιστήμη να επικύρωσε την οριακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή τριάντα χρόνια, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Φυσικά, στις τεράστιες οθόνες μεταφερόταν; περιφερόταν; κάθε στιγμή η κίνηση στο σύμπαν. Οι ταχύτητεςπλησίαζαν το φως, η εξερεύνηση του γήινου κόσμου δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον, όσο στον Άρη, όπου προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι για ένα καλύτερο μέλλον. Στο φεγγάρι, τον ενδιάμεσο διαστημικό σταθμό, είχε δημιουργηθεί αδιαχώρητο.

Σταμάτησα μπροστά στο καφενείο μου που έγραφε ακόμα την επιγραφή και το έτος ίδρυσης. 1880. Το καφενείο το είχε πρωτοανοίξει κάποιος παππούς μου. Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είμαι μοναχογιός κι έζησα όλη μου τη ζωή εκεί μέσα. Το άφηνα επίτηδες έτσι, ασυντήρητο, αναπαλαίωτο, καθώς οι κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νόμους γι αυτά τα πατροπαράδοτα νεοκλασικά χτίρια. Σε όλους τους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι οι παλιοί σταρ. Ο Γκρέκορυ Πεκ, ο Τζέιμς Ντιν, η Μερυλιν, η Τζένη Καρέζη, ο Κούρκουλος. Όλοι πεθαμένοι, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Τώρα δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε κινηματογράφος. Ο καθένας άνθρωπος φτιάχνει πανεύκολα το δικό του φιλμ, τους δικούς του ήρωες, σε όποια οθόνη θέλει.

ΤΕΛΟΣ

 

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΉ ΠΑΡΕΝΌΧΛΗΣΗ

 


ΠΑΝΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑ.

 

Ήμουν τότε, μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά μόνη. Κατάμονη. Ψηλή, με μακριά μπούτια και λίγες παραπάνω τρίχες στις μασχάλες που τις άφηνα επίτηδες μακριές. Τα καλοκαίρια που φορούσα ξέπλατα ή κοντομάνικα οι άντρες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Το έβλεπα στα μάτια τους, πως κοίταζαν εκεί και σκέφτονταν σίγουρα το κάτω μου. Θα ήμουν τότε είκοσι πέντε χρονών, ωραία γυναίκα. Τα μαλλιά μου καστανά, τα μάτια μου καστανά, τα χέρια μου καστανά, όλα καστανά ήταν πάνω μου. Και οι άντρες να τρελαίνονται για μένα αλλά εγώ, είπαμε, ήμουν μόνη. Κατάμονη. Μου άρεσε να με κοιτάνε οι άντρες, μα μέχρι εκεί. Εγώ τους κοίταζα όταν δεν με κοιτούσαν, όταν δε με έβλεπαν, γιατί ντρεπόμουν. Φίλες δεν είχα, ήμουν μόνη, δεν ήξερα γιατί ξυρίζονταν κάτω, εγώ άφηνα παντού τις τρίχες μου να μεγαλώνουν, στα μπούτια και στις γάμπες δεν είχα, ήταν λείες κι έφταναν μόνο μέχρι τις μασχάλες των ποδιών, έβγαιναν λίγο έξω από τη μικρή μου κυλοτίτσα, την σιέλ-τρελαίνομαι για τις σιελ κυλόττες, όλες μου οι κυλόττες είναι σιέλ- και όσο να προσπαθούσα να τις κρύψω, όταν φορούσα μίνι, μια πιθαμή φούστα, έβγαιναν έξω, καστανές και λίγο ρούσες προς το τελείωμα τους.

Είχα αποφασίσει να πάω σινεμά εκείνο το βράδυ. Καλοκαιράκι, θερινό σινεμά, πασατέμπο, τρελαινόμουν! Τέλειωσα τη δουλειά μου, πήγα στο σπιτάκι μου, είχα νοικιάσει ένα ωραιότατο δυαράκι, κάπου στου Αμπελοκήπους, τρελαίνομαι για τους Αμπελοκήπους! Μη μου πεις να μείνω αλλού! Σε σφαξα. Δεν είχα όρεξη να φάω δεν πεινούσα, σπάνια πεινούσα και δεν καταλάβαινα τους ανθρώπους που ήταν λαίμαργοι. Κοιμήθηκα, γυμνή, δε με έβλεπε κανένας, αν και οι άνθρωποι σε βλέπουν παντού, ούτε σεντονάκι δεν έριξα πάνω μου, ή ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το Καλοκαίρι, τι να κανα;  Κοιμήθηκα σα ζωάκι, σα γατούλα και ξύπνησα με την αίσθηση ότι είχα αργήσει. Πετάχτηκα επάνω δεν ήθελα να χάσω την ταινία. Ήθελα να δω την Τελευταία γυναίκα, με την Ορνέλα Μούτι και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Τρελαινόμουν γι αυτούς τους δυο! Είχα διαβάσει σχόλια γι αυτή την ταινία και με είχαν  κάνει να νιώσω πως ήθελα να την δω.

Έφτασα στον κινηματογράφο φουριόζα, έκοψα εισιτήριο φουριόζα, μπήκα στο τσακ, φουριόζα και κάθισα κάπου πίσω. Πάντα πίσω καθόμουν. Ποτέ μπροστά ή στη μέση. Ένιωθα ανασφάλεια και αν ήμουν πίσω, θα μπορούσα εύκολα να την κάνω σε περίπτωση, πυρκαγιάς ή πανικού. Πάντα φοβόμουν τον πανικό των ανθρώπων, αν και πίστευα πως ήμασταν ασφαλείς, υπάρχει κράτος υπό νόμους έλεγε μια φίλη μου, αυτή που μετά θα απαρνιόταν αυτή τη σκέψη.
Είχα φορέσει την μια πιθαμή φούστα μου κι όλο την τράβαγα προς τα κάτω να μεγαλώσει. Τι μανία κι αυτή που έχουμε οι γυναίκες! Αφού μας αρέσει που τη φοράμε κοντή, την την τραβάμε προς τα κάτω;
  Γέλασα μόνη μου, πάντα μόνη ήμουν εγώ. Κατάμονη. Πήρα πασατέμπο κάθισα, βολεύτηκα, άρχισα το κριτσ, κριτσ- υπ όψιν, άμα το κάνεις εσύ δεν σε πειράζει, άμα το κάνουν οι άλλοι είναι σπαστικό. Ωραίος ο Ζεράρ! Αλλά και η Ορνέλλα,πω,πω,  κορμάρα. Ήμουν αφοσιωμένη στο έργο αλλά κοιτούσα και γύρω μου να δω στο μισοσκόταδο ποιοι κάθονταν δίπλα μου, τα λουλούδια στα πλάγια της αίθουσας, κάποιους που ξαναπήγαιναν στο μπαρ να συλλέξουν ένα ποτό, ωραίο το συλλέγω ένα ποτό; Τότε πρόσεξα έναν ωραίο νεαρό, στην ηλικία μου, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Μου φάνηκε πως επίτηδες ήρθε εκεί, σα να είχε διαλέξει την θέση αλλά δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε, ο καθένας μπορεί να καθίσει δίπλα σου. Τον κοίταζα λοξά που και που, ενώ αυτός έδειχνε να μην δίνει σημασία. Σε λίγο όμως ένιωσα  να με ακουμπάει με τον αγκώνα του στο μπούτι μου. Δεν έκανα καμιά κίνηση, να δείξω πως ξαφνιάστηκα, ποιος ξέρει, άθελα θα έγινε σκέφτηκα αλλά δεν με πείραξε κιόλας. Αμέσως όμως ένιωσα το μικρό του δαχτυλάκι να ακουμπάει στην λεία επιδερμίδα μου κι ανατρίχιασα αλλά πάλι δε με πείραξε. Αστον λέω, να δούμε τι θα κάνει. Είχε θράσος, φαινόταν, δεν μου είχε ξανατύχει να μου βάλουνε χέρι και δεν ήξερα πως ν αντιδράσω. Κοκκίνισα μεσ το σκοτάδι και μου άρεσε. Ντράπηκα που το παραδέχτηκα αλλά αφού μου άρεσε; Σε λίγο ο νεαρός κύριος ακούμπησε και το άλλο δάχτυλο κι άρχισε να κάνει μικρούς κύκλους πάνω στο μπούτι μου. Τρεμούλιασα και το κατάλαβε. Το απολάμβανε, το έβλεπα με το λοξό μου βλέμμα- δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου από τον φόβο μην τον αποθαρρύνω. Αυτός σιγά-σιγά ακούμπησε όλη την παλάμη του στο μπούτι μου και με χάιδευε κανονικά τώρα. Τι να κανα; Δεν ήξερα αλλά αφού μου άρεσε; Είχε ωραία μακριά δάχτυλα και αργά-αργά πλησίαζε προς τις τρίχες μου. Ένιωθα φοβερή ηδονή, τέτοια που δεν είχα νιώσει άλλη φορά, εντάξει δεν ήμουν και του κατηχητικού, σκεφτόμουν τι σόι πράγμα είναι το κρυφό, αυτό που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον εαυτό μας, αυτό που δεν μπορούμε να ομολογήσουμε πως είναι τόσο γλυκό, είχα πηδηχτεί με πέντε-έξι άντρες αλλά ετούτο τώρα; Δεν ήξερα τι να κάνω, θα γινόμουν ρεζίλι αν ερχόμουν σε οργασμό και του τράβηξα απαλά το χέρι. Μη μωρέ! του είπα σιγανά κι αυτός έσκυψε στο αφτί μου και μου ψιθύρισε: «Θέλω να σε παντρευτώ!»  Απορημένη στο σκοτάδι σκεφτόμουν τι μου έλεγε και τι θα έκανε τώρα και πως μέχρι τότε, κανείς δε μου είχε κάνει πρόταση γάμου. Με είδα κιόλας στην οθόνη αντί της Ορνέλας, ντυμένη νύφη, τι βλέπει ο άνθρωπος στον ξύπνιο του, αλλά ο μέλλων άντρας μου δεν άργησε, άρχισε πάλι απ την αρχή, λίγο-λίγο, δειλά-δειλά με το δαχτυλάκι να με αγγίζει κι εγώ τον άφησα, άντρας μου ήταν μπορούσε να με κάνει ότι θέλει, ενώ τρεμούλιαζα, «Κι εγώ θέλω!» του απάντησα κι αυτό ήταν η αρχή του πανικού. Τότε τα φώτα άναψαν ξαφνικά, τέλειωσε η ταινία, έχασα το τέλος εκεί που τον κόβει ο Ζεράρ με το ηλεκτρικό πριόνι, η φωνή απ το μικρόφωνο ούρλιαξε, «αγαπητοί θεατές υπάρχει παγιδευμένη βόμβα, παρακαλούμε ν αποχωρήσετε με τάξη, δεν υπάρχει κίνδυνος όλα είναι υπό έλεγχο!» αλλά ποιος άκουγε, όλοι όρμησαν προς την έξοδο, οι σβέλτοι πρόλαβαν να βγουν, οι άλλοι, ανήμποροι, χοντροί δυσκίνητοι στο μυαλό και στο σώμα, τσαλαπατήθηκαν μεταξύ τους, δυο τρεις πέθαναν από ασφυξία, ενός το κεφάλι έβγαζε αίμα, μια όμορφη γυναίκα, στριμωγμένη στο ασανσέρ σοδομήθηκε, ενώ φώναζε δεν υπάρχει κράτος! και οι μόνοι που είχαν απομείνει ήμουν εγώ και ο νεαρός που ήθελε να με παντρευτεί, αγκαλιασμένοι στη μέση της άδειας αίθουσας , σε μια μοναδική καρέκλα του σκηνοθέτη, γιατί άραγε οι σκηνοθέτες είχαν διαλέξει αυτή την πάνινη καρέκλα για τον εαυτό τους, κανείς δεν μπορούσε ν απαντήσει με βεβαιότητα, «πως σε λένε;» ρώτησα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσω περισσότερο, «Ζεράρ» μου απάντησε και τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά  στο λευκό, στο άπλετο φως.

Τέλος

 

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

ΩΡΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ

 


Τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν. Μια φωλιά το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, έσφυζε από ζωή.

Η θάλασσα ήρεμη, ενίοτε δροσερή, αναμόχλευε τις μνήμες, τις μπέρδευε με την λεπτή άμμο.
Εμένα μου άρεσε να βλέπω τη θάλασσα. Να κάθομαι ολόκληρες ώρες, Χειμώνες –Καλοκαίρια, στην άκρη της ακτής έτσι που να μου λούζει τα πόδια η αρμύρα  κι ύστερα να βουτάω μέσα της σαν το αγρίμι.
Έφευγα μακριά, εξαφανιζόμουν. Μόνος με τα κύματα να παλεύω ώρες, έλεγα πολλές φορές να μην ξαναγυρίσω πίσω. Τόσο πολύ μπούχτιζα με την παλιοζωή.
Σαραντάριζα τώρα και μυαλό δε είχα βάλει ακόμα. Έτσι μου έλεγε ο καπετάνιος.
-Δεν βάζεις εσύ μυαλό Μήτσο. Μια ζωή έτσι θα είσαι. Κάνε κάτι μήπως και καλυτερέψεις…
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή..να νοικοκυρευτείς. Να βρεις μια δουλειά μόνιμη και να μην τρέχεις από δω κι από κει. Κι ύστερα να παντρευτείς.
-Ωραία έλεγα εγώ, βρες μου εσύ μια..
-Γυναίκα; Γυναίκα θα βρεις μόνος σου. Δουλειά θα σου βρω οπωσδήποτε ρε μπαγάσα. Κοίταξε όμως μη μου την κοπανήσεις αλά Γαλλικά. Έρχεσαι μούτσος στο καράβι;
-Μούτσος; Άνοιξα τα μάτια μου. Να σφουγγαρίζω το κατάστρωμα;
-Ε, τι θέλεις να σε βάλουμε καπετάνιο; Μούτσος. Θα παίρνεις το μισθό σου, τα δώρα σου τις άδειες σου. Τα ταξίδια θα είναι κοντινά, εδώ, Ηγουμενίτσα –Κέρκυρα, είσαι μέσα;
-Είμαι, του είπα. Μούτσος, μούτσος, τι να κάνουμε τώρα.
-Λοιπόν, αύριο να περάσεις από τα γραφεία της εταιρείας. Τα υπόλοιπα θα τα φροντίσω εγώ, μη σε νοιάζει.
Έτσι έγινα μούτσος στα σαράντα μου χρόνια. Ήμουν πια στο στοιχείο μου, την θάλασσα που τόσο αγαπούσα. Πάφλαζε το νερό στην πρύμνη κι εγώ στα έγκατα του βαποριού τραγουδούσα, Νταλάρα, Μπιθικώτση, Αλεξίου. Μερικές φορές απάγγελνα, στίχους του Καββαδία. Του ποιητή των ναυτικών. Κι έτσι όλα πήγαιναν μέλι-γάλα.
-Είδες; Μου σφύριζε καμιά φορά ο Καπετάν-Σταμάτης ο φίλος μου. Δεν σου τα λεγα εγώ; Μια χαρά είσαι τώρα. Να βρεις και μια πουτάνα να την παντρευτείς…τι κάθεσαι ρε Μήτσο;
«Μια πουτάνα να την παντρευτείς!» επαναλάμβανα τα λόγια του. Εύκολο το ‘χεις; Και έπειτα γιατί πουτάνα; «Ε, δεν ξέρεις εσύ, όλοι το ξέρουμε αυτό, όλες οι γυναίκες πουτάνες είναι εκτός από την μάνα μας και την αδερφή μας»ολοκλήρωνε
Αλλά όλα έχουνε την ώρα τους.
Ο καπετάν-Σταμάτης, πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι και την κόρη του την Ευγενία.
-Η Ευγενία, μου την σύστησε. Η κόρη μου και μας άφησε μόνους στο κατάστρωμα. Ανέβηκε στο τιμόνι.
Εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα να την κοιτάζω. Πως διάολο είχε καταφέρει να φτιάξει τέτοιο πλάσμα ο καπετάνιος; Αυτή ήταν πανέμορφη, μια κούκλα μοναδική…ίδια γοργόνα , λες και είχε ξεπεταχτεί από το στοιχειό της θάλασσας. Την κοίταζα  και δεν το πίστευα.
-Γεια σου Ευγενία, είπα μισοσφαγμένος.
Η Ευγενία δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε.
-Είμαι ο μούτσος…ο Μήτσος ήθελα να πω που είμαι μούτσος, μπερδεύτηκα από την ομορφιά της.
Πάλι η Ευγενία δεν έβγαλε μιλιά, με κοίταζε μόνο με τα υπέροχα μάτια της. Ύστερα κούνησε κάπως περίεργα τα δάχτυλά της.
-Δε μιλάς; Δάγκωσα τα χείλια μου. Ω! συμφορά! Ανέκραξα. Τουλάχιστον ακούς;
Έγνεψε ναι, κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Άναψε ένα, κάθισε αμέριμνη σε μια καρέκλα. Εγώ συνέχιζα να στέκομαι και να την κοιτάζω αμήχανος, ξερός. Ώστε δεν μιλούσε ε; Αυτή ένα απίστευτο πρόσωπο και κορμί.
Άναψα κι εγώ τσιγάρο και κάθισα δίπλα της, απέναντί της. Την κοίταζα και δεν ήξερα αν με βλέπει. Κάποια στιγμή δάκρυσε.
-Μην κλαις σε παρακαλώ της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά.

Οι μέρες κύλησαν αμίλητες. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, αγρίευε, καθώς μπαίναμε σε έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
-Θα έχουμε πολλά μποφόρ εφέτος αποφάνθηκε ο καπετάν-Σταμάτης. Τι λες κι εσύ  Μήτσο;
-Τι να πω εγώ;…πνίγηκα σε μια ολάκερη μπύρα.
-Εμ, βέβαια, τι να πεις. Όλο μπύρες πίνεις τώρα τελευταία. Τι έπαθες; Δεν σου είπα να βρεις μια πουτάνα να την παντρευτείς για να ημερέψεις;
Είχε περάσει κανένας μήνας από τότε που γνώρισα την κόρη του την Ευγενία. Ερωτευμένος καθώς ήμουν μαζί της, δεν μου άρεσε να μου μιλάει έτσι ο πατέρας της αλλά αυτός βέβαια δεν ήξερε τίποτε. Σκέφτηκα να του το πω.
-Την βρήκα, πήρα θάρρος κοιτάζοντας τον στα μάτια.
-Έλα, ρε! Άνοιξε τα μάτια του. Αλήθεια λες;
-Αλήθεια.
-Μπράβο. Εγώ κουμπάρος.
-Δεν ξέρω αν γίνεται..
-Γιατί δεν γίνεται; Δεν με θέλεις;
-Όχι, αλλά δεν ξέρω αν ο πεθερός μπορεί να είναι και κουμπάρος..
-Τι λες μωρέ; Μήπως σου έστριψε; Ποιος πεθερός και ποιος κουμπάρος μου τσαμπουνάς;
-Καπετάν-Σταμάτη, ζητώ το χέρι της κόρη σου της Ευγενίας, είπα σοβαρά.
Οι άλλοι του πληρώματος μας άκουγαν βουβοί. Η θάλασσα φουρτούνιαζε, σήκωνε κύματα του ύψους. Ο αχός τους αντιβούιζε, κόχλαζε ο τόπος στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
-Όχι, δεν σου την δίνω! Άστραψε αναψοκοκκινισμένος. Πως τόλμησες; Εσύ ένας μούτσος να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω στην κόρη μου;
Κι έφυγε αφήνοντας με στην μπύρα μου. Όμως εγώ δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη. Ήξερα πως η Ευγενία με αγαπούσε κι αυτό ήταν το μεγάλο όπλο μου, το έρισμα μου. Όμορφος καθώς ήμουν, γενναίος παρ’ ότι μούτσος, είχα την δύναμη ν αντισταθώ. Δεν θα μου την έπαιρναν έτσι την Ευγενία!

Μερικές μέρες, κύλησαν έτσι, πονεμένα. Ίσως με λίγο μυστήριο. Τι γίνεται, τι θα γίνει κτλ.  Ο καπετάνιος είχε εξαφανιστεί αφού ήμασταν αραγμένοι στη στεριά, στην πλευρά της Ηγουμενίτσας.
Δεν ήξερα πια τι να κάμω. Με την Ευγενία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κι αυτό μου χαλούσε όλη την διάθεση. Έψαχνα να βρω τρόπο, ώσπου με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν –Σταμάτης.
-Έλα, μου είπε, παλιομούτσε, πάμε για κανένα ποτό.
Με τον καπετάνιο βγαίναμε που και που από παλιά. Ήξερα ότι θα με πήγαινε σε κανένα κωλόμπαρο κι έτσι έγινε.
-Πιες όσο θέλεις. Κέρασε και τις πουτάνες, εγώ πληρώνω μου είπε μόλις καθίσαμε.
Εγώ ήθελα να του μιλήσω για την Ευγενία αλλά το ύφος του με αποκάρδιωνε. Ας περιμένω σκέφτηκα να δούμε τι θα γίνει.
Αρχίσαμε να πίνουμε ουίσκι. Ουίσκι με πάγο και τα σχετικά. Φρούτα και γκόμενες. Πρώτα ήρθαν δυο Ρωσίδες. Ψηλές, ξανθές, ορθοκάβαλες. Τις κεράσαμε ποτά τις πιάσαμε και τον κώλο. Χούφτωνε ο καπετάνιος, χούφτωνα κι εγώ. Κοιταζόμαστε και γελούσαμε.
-Είδες; μου έλεγε συνέχεια με κάποιο νόημα.
Μάλλον ήθελε να μου πει «τι τη θες την Ευγενία, εδώ είναι αυτό που ζητάς» αλλά εγώ τι να δω, εγώ σκεφτόμουν την Ευγενία αλλά χούφτωνα και την Ρωσίδα.
Σε λίγο τις έδιωξε, δεν κάνουν αυτές μου είπε και φώναξε δυο μαύρες. Κατάμαυρες, μπλάκ. Μόνο το άσπρο των ματιών βλέπαμε και των δοντιών όταν γελούσαν.Η «δικιά μου»Γκλόρια είπε πως την έλεγαν, ήταν μια πανέμορφη αραπίνα γύρω στα εικοσιπέντε.
-Αυτή να πάρεις, πρότεινε ο καπετάνιος. Θέλεις να της το πω;
-Πες το της! Γέλασα.
-Το παιδί από δω θέλει να σε παντρευτεί, την γύρισε προς το μέρος του.
Η Γκλόρια γέλασε. Το θεώρησε παιχνίδι.
-Κι εγκώ θέλει παντρευτεί Μήτσο Και με φίλησε.
-Μούτσος, είπα εγώ.
-Α, για πούτσος, πληρώνει. Πάμε μετά ντουλειά, χοτέλ
-Όχι, πούτσος, μούτσος, επέμενα εγώ. Μού-τσος!
-Τι είναι αυτό; εσύ κοροιντεύει εμένα; Ψευτονευρίασε.
-Όχι, όχι, καλά σου το λέει. Μούτσος είναι η δουλειά του Παιδί του καραβιού, εξήγησε ο καπετάνιος.
-Ααα, κατάλαβα, μούτσος είναι ντουλειά. Ωραία, άλλο πούτσος.
-Τι λες; συνέχισε απτόητος. Θα τον παντρευτείς;
-Εγκώ, αγαπάει μούτσος αλλά όχι παντρεύεται. Θέλει πρώτα γκνωρίσει πολλούς μούτσους.
-Είδες; αναθάρρησα εγώ. Δεν με θέλει.
-Καλά. Φύγετε. Θα βρούμε άλλη, καλύτερη. Και τις έδιωξε.
-Εγώ θέλω την Ευγενία, του είπα.
-Ποια Ευγενία; Έχει καμιά Ευγενία εδώ; μπερδεύτηκε.
-Την κόρη σου λέω..
-Ωχ, μωρέ Μήτσο, τι σου κόλλησε τώρα στο κεφάλι; Άστη αυτή δεν κάνει, Άμα σου λέω εγώ ,ξέρω. Κόρη μου είναι δεν λέω, καλό παιδί κι εσύ αλλά γιατί να δυστυχήσεις; Τι να την κάνεις μια γυναίκα που δεν μιλάει;
-Είναι καλύτερα που δεν μιλάει επέμενα.
-Σ΄αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Οι γυναίκες είναι καλύτερες άμα δεν μιλάνε.
-Συμφωνείς; Ρώτησα με αγωνία.
-Θα δούμε, μη βιάζεσαι. Εκείνη σε θέλει;
-Ούου..
-Τι θέλει από σένα, με κοίταζε με υποτίμηση. Τέλος πάντων θα δούμε, φέρε να πιούμε. Φέρε ένα μπουκάλι είπε στη γκαρσόνα.
-Θα μεθύσουμε, του είπα, είναι πολύ ένα μπουκάλι ήδη έχουμε πιει από πέντε..
-Δεν πειράζει, τσέβδισε. Και ξεμέθυστοι τι κάνουμε; Τα ίδια δεν κάνουμε; Πιες λοιπόν.
Σιγά-σιγά, γίναμε στιφάδο. Σε λίγο δεν θα ξέραμε ούτε τι λέγαμε ούτε τι κάναμε. Ο καπετάν –Σταμάτης φώναξε άλλες δυο κοπέλες στο τραπέζι μας. Μια Ελληνίδα και μια Τσέχα αυτή φορά. Αρχίσαμε να τις χαϊδεύουμε, κάναμε πάλι τα ίδια. Η Ελληνίδα ήταν μια κωλοπετσωμένη τριανταπεντάρα. Ήρθε σε μένα. Η Τσέχα ξεπουπούλιαζε τον καπετάνιο που ήταν ήδη στους εφτά ουρανούς.
-Ώστε είσαι ναυτικός, μου είπε η Ελένη. Έτσι την έλεγαν. Εγώ είμαι από τον βόλο.
-Α, ωραία, είπα εγώ ψάχνοντας την στον κώλο.
-Τι βόλος, τι κώλος! Ωραία είναι και τα δυο, γέλασε ο μεθυσμένος πια καπετάνιος.
-Συμφωνώ, είπα κι εγώ που δεν πήγαινα πίσω.
Το καταλάβαινα πως είχαμε γίνει στουπί, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αλλά  επέμενα εκεί, να πίνουμε μέχρι το πρωί.

Αηδιασμένος κάποτε, πήρα μυρουδιά ότι τα κορίτσια συμμάζευαν το μαγαζί για να κλείσουν. Από κάποιο παράθυρο είδα να αχνοφέγγει το γαλάζιο. Σκούντησα τον καπετάνιο που σχεδόν κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι, ανάμεσα από τα ποτήρια.
-Τι έγινε; Πετάχτηκε, μας πιάσανε; Τι σκουντάς;
-Πάμε να φύγουμε, πλήρωσε το λογαριασμό, έλα, πάμε.
-Α, ναι, να πληρώσουμε έγρουξε κι έβγαλε ένα μάτσο εύρο.

Πλήρωσε τα μαυροκέφαλά του και σέρνοντας τα βήματα μας κουτσά στραβά, βγήκαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.Έξω χάραζε μια καινούρια μέρα.

ΤΕΛΟΣ

 

ΑΣΦΆΚΕΣ

    Είναι πολύ εύκολο να κατρακυλίσεις στη λάσπη. Οι ασφάκες δε γίνονται ποτέ δέντρο και οι μηχανές σφάζουν την άσφαλτο.Θέλω να πω φίλε πω...