Η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, ήταν τόσο μικρή, ίσως, εφτά ή οχτώ χρονών, ένα κορίτσι της γειτονιάς με αχτένιστα μαλλιά, μεγάλα μάτια, απορημένα, πράσινα με λίγο κόκκινο στις άκρες, συνήθως μουντζούρικο πρόσωπο με εξογκωμένα τα μήλα, τις παρειές και μου λεγε τότε ο πατέρας, με άγριο, βλοσυρό ύφος, σαν να κρυβε κάποιο μυστικό αυτό του ύφος, πως, δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα, είσαι μόνο εννιά χρονών, ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερος από την Σταυρούλα αλλά εγώ ένιωθα έντονα την επιθυμία να είμαι μαζί της, στα στενά, πίσω από τις ακακίες, να της πιάνω το χέρι και να κοιταζόμαστε ώρες στα μάτια, δεν ξέραμε και τι άλλο να κάναμε, η Σταυρούλα δεν μιλούσε ή μιλούσε σπάνια, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά κι όταν εγώ έπαιζα, γιατί εμένα μου άρεσαν όλα τα παιχνίδια, ερχόταν και καθόταν μόνη στο πεζούλι της αλάνας, κι έκλαιγε που ήταν μόνη κι εγώ από τότε σκεφτόμουν τι είναι η μοναξιά, η μοναξιά του καθενός είναι η μοίρα του, έγραψα τόσο μικρός και ζωγράφισα σε μια μικρούλα πέτρα, με μια άλλη πέτρα, την Σταυρούλα που της την χάρισα και την έχει ακόμα φαντάζομαι, και χαμογέλασε, χαμογελούσε, τρία ή τέσσερα χρόνια αργότερα, που άρχισε να γίνεται γυναίκα, το μικρό της στήθος μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε και μένα η απαυτή μου κι όποτε την συναντούσα, προσπαθούσα να κρύψω το φούσκωμα του παντελονιού αλλά είναι μερικά πράγματα που δεν κρύβονται, γι αυτό κοκκίνιζα αλλά ούτε ντρεπόμουν ούτε φοβόμουν αφού η επιθυμία γινόταν σφοδρή, τόσο που τις νύχτες, τις απέραντες νύχτες, ξυπνούσα μούσκεμα ανάμεσα στα σκέλια, με μια απίστευτη γλύκα αλλά και λίγο ντροπή που η μητέρα μου τα έβλεπε και μια μέρα με κοίταζε με χαραγμένο ένα χαμόγελο στο ωραίο της πρόσωπο, ήταν πολύ όμορφη η μητέρα, κρατώντας το λεριασμένο σωβρακάκι μου και δεν είπε τίποτε, τι να λεγε, κατάλαβε πως γινόμουν άντρας, έτσι ένιωθα κι εγώ μια μικρή περηφάνια, μέσα στη βροχή, μια ραγδαία καταιγίδα που μας έπιασε στον δρόμο που τρέχαμε με την Σταυρούλα, ώσπου σταματήσαμε σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, πίσω από τις ακακίες, μπήκαμε μέσα με τα νερά να τρέχουν πάνω μας, τα όνειρα να παιδεύονται, οι πρώτες λέξεις που θα πεις εκεί, δεν βγαίνουν, πόσο μάλλον όταν είσαι δεκατριών χρονών και θέλεις να κάνεις έρωτα, να δεις για πρώτη φορά το εφηβαίο και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, που ήταν τόσο κοντά μου και με ήθελε κι αυτή, όσο κι εγώ, η Σταυρούλα κι εγώ ο Αντόνιος, έτσι με φώναζαν όλοι και μου άρεσε, μόνοι μέσα σε ένα τσίγκινο υπόστεγο, με την βροχή να σέρνεται, τώρα ήσυχα, τόσο που φοβήθηκα μήπως τώρα θα ήθελε να φύγουμε και χωρίς να το καταλάβω την φίλησα στο στόμα, έτσι που είχε μείνει μισάνοιχτο να με κοιτάζει και με φίλησε κι εκείνη είναι αλήθεια λίγο άτσαλα, αυτό το κατάλαβα μετά αλλά, τότε λίγο με ένοιαξε αφού η ανάσα της, η ανάσα ενός κοριτσιού δεκατριών χρονών, ήταν, δεν ξέρω ακόμα να δώσω με κάποιες λέξεις, το άρωμα που μου έχει μείνει στο μυαλό πάντοτε όταν την φέρνω κοντά μου, ανασκαλεύοντας το παρελθόν μου, ψάχνοντας να καταλάβω, πως ήταν εκείνη η πρώτη αγκαλιά, μιας σμίξης που έγινε βιαστικά, σαν να μην έπρεπε, σαν να ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, ήταν μια αμαρτία θα έλεγε ο παππάς αλλά η Σταυρούλα ένιωσε πολύ ευτυχισμένη, αμίλητη σε ένα χρόνο νεκρό, με ένα γελάκι να σκάει στα ωραία της χείλη, κι εμένα να μου αρέσει, να νιώθω απίστευτα γεμάτος, μια χαρά ξεπηδούσε από το στήθος, το στήθος ενός παιδιού που μεγάλωνε και γινόταν άντρας, ενώ το λίγο κόκκινο, πηχτό αίμα, αίμα κι επιθυμία, σκουπιζόταν, όπως σκουπιζόταν, κι έκαιγε, τσουρούφλιζε μια απίστευτη επιθυμία, πάλι η επιθυμία, τον νου να είμαστε πάντα μαζί, κι αφού το ξερα, δεν ξέρω πως, ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αφού γνώριζα από τότε την αιώνια πραγματικότητα μου.
ΤΕΛΟΣ
Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την κατάσταση που θα ζητηθεί να βιώσουμε εμείς, και οι αμέσως επόμενοι με πρώτους τα παιδιά μας, είναι αναντίρρητα ζοφερή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να άρχισε όταν γιγαντώθηκαν οι τεχνολογικές εταιρείες, facebook, Google, twiter, κλπ και είναι η πρώτη φορά με βάση παγκόσμιες εκτιμήσεις που επηρεάζουν από το καλύτερο στο χειρότερο τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δυόμισι δισεκατομμύρια το facebook, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που σύμφωνα, πάλι με διεθνείς μετρήσεις μας έκανε όλους-μα όλους! αλγοριθμικές μαριονέτες. Μας έκανε να νιώθουμε πιο μόνοι, αντί να μας φέρει πιο κοντά, αντίθετα μας απομονώνει, μας απομακρύνει και μεγαλώνει τη μοναξιά μας.
Όλα αυτά που νιώθω είναι φανερά η αβεβαιότητα μετά από δεκαπέντε χρόνια και πλέον χρήστης αυτών των συστημάτων, διαβάζοντας και μελετώντας, άρθρα, συζητήσεις, κείμενα, σοβαρών, σπουδαίων επιστημόνων, υπευθύνων, συγγραφέων, αλλά και του απλού κόσμου που η γνώμη του βαραίνει ουσιαστικά αλλά που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, μόλις τώρα μου καρφώθηκε η ιδέα, πως από εδώ και πέρα θα είναι ανέφικτη οποιαδήποτε συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα πως φαίνεται για πρώτη φορά στο παγκόσμιο στερέωμα μια τεράστια απειλή για τη δημοκρατία κι αυτή εκφράζεται -η απειλή- από ανθρώπους που ελέγχουν αυτούς τους γίγαντες, όπως ο Ζακενμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος που μερικοί θέλουν να τον κάνουν Έλληνα, λες και έχει καμιά σημασία πια αυτό, ανέκαθεν το χρήμα δεν έχει πατρίδα,- η Μακέντζι Σκοτ η συγγραφέας και φιλάνθρωπος και τέλος πάντων οι περίπου πεντακόσιοι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτού του καιρού έγιναν πιο πλούσιοι, δηλαδή αύξησαν την περιουσία τους εν μέσω πανδημίας, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο. Και φυσικά όλοι αυτοί έγιναν μέσω του χρήματος και του τέρατος της τεχνολογίας, φασίστες παντός είδους και είναι όλοι πανομοιότυποι, λες και βγήκαν από κάποιο μαγικό καλούπι. Τα δε ΜΜΕ τους ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, τους διαφημίζουν, γράφουν με στομφώδη λόγια την βιογραφία τους και πως απέκτησαν τα πλούτη με έναν θαυμασμό που προκαλεί και προσκαλεί τον κάθε επίδοξο ηλίθιο να προσπαθήσει ν ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Όλα τα μέσα τους λιβανίζουν. Λιβανίζουν με στόχο να εκμαιεύσουν και να καρπωθούν υλικά.
Μας δίνουν δε, τόσο πολλή πληροφόρηση και μας οδηγούν στην παθητικότητα και τον εγωισμό, αυτά είναι δυο οικτρά συμπεράσματα που αποκαλύπτονται με βάση τα πεπραγμένα όλων των μεγάλων πλατφορμών, από το εντελώς φασιστικό facebook που ξεκίνησε από μια παρέα φίλων για να καταλήξει σ αυτό το έκτρωμα αγκίστρωσης και εθισμού δισεκατομμυρίων ανθρώπων, επειδή τους κολάκεψε, τους άνοιξε μια οθόνη, τους παραχώρησε έναν θώκο αποβλάκωσης, μέχρι το τελευταίο ιστολόγιο που προσπαθεί να τους μοιάσει. Υπάρχουν οι περισσότεροι απ τους ακολουθητές του fecebook που δεν μπορούν να ζήσουν δίχως like, η χαζογκόμενα και ο πανύβλακας που ανεβάζοντας κάθε μέρα φωτογραφίες και κάποιες εξυπνάδες νομίζει πως έγινε κάποιος και περηφανεύεται για τα τόσα like τους χιλιάδες φολόουερς, ενώ είναι σίγουρο πως έχει χάσει κάθε επαφή, κάθε πραγματική επικοινωνία με τη χαρά της ζωής, την ανταπόδοση, τη φιλία, την αγκαλιά.
Φυσικά μέσα σ αυτό το τεράστιο πλήθος, ανήκω κι εγώ που παραμένω αμέτοχος χρήστης. Παραμένω αδρανής ανάμεσα σας, ανάμεσα στους αδύναμους και εδώ είναι ο βασικός στόχος όλων αυτών των silikon Balei, όλων αυτών των τεχνολογικών εξελίξεων που θέλουν ν αποκρύψουν την αλήθεια κι ακόμα να σταματήσουν κάθε αντίδραση, κάθε ίχνος που θέλει να έχει διαφορετική γνώμη. Θυμάμαι πως παλιά, κατέβαιναν πεντακόσιες χιλιάδες οικοδόμοι στο κέντρο της Αθήνας και έτρεμαν οι κυβερνήσεις-θα μου πεις τι κατάφερναν κι αυτοί- αλλά σήμερα αν βγεις στο δρόμο μόνος και να φωνάξεις εναντίον του facebook να είσαι σίγουρος πως θα σε σκοτώσουν! θα σε σκοτώσει ο μεγάλος αδερφός, ο σιδερένιος υπολογιστής, το ανώνυμο πλήθος που δεν μπορεί πια να ζήσει δίχως Amazon, δίχως το χυδαίο, χωρίς το πορνό που επιτρέπεται αλλά δεν επιτρέπεται, με την Κατίνα που δημοσιεύει κάθε μέρα τι φαγητό μαγείρεψε, με τα άψυχα χρόνια πολλά.
Αυτοί, λοιπόν οι αποκαλούμενοι επενδυτές υψηλού ρίσκου αμβλύνουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, μολύνουν το τοπίο της πληροφορίας και κάνουν δυσκολότερη τη συνάντηση με διαφορετικούς ανθρώπους! Αυτό, νομίζω είναι και ο κύριος στόχος τους: η συνάντηση των διαφορετικών ανθρώπων, επειδή αυτοί είναι ανέκαθεν ιστορικά το μεγάλο πρόβλημα της εξουσίας.
Θα μου πεις, καλά ρε δεν υπάρχει ούτε ένας καλός λόγος για τα επιτεύγματα της τεχνολογίας; για την τεράστια εξέλιξη της ιατρικής, της κάθε επιστήμης γενικότερα; και θα απαντήσω όχι επειδή τα μειονεκτήματα υπερτερούν κατά κράτος ή πως υπάρχει καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος από το να προάγουμε τον κάθε Ζάκενμπεργκ σε σατραπίσκο, και από το να αποτελούμε μια φυλακισμένη κοινωνία, μια αποβλακωμένη απόλαυση.
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Στον οδοντίατρο δεν
είχε πάει ποτέ, τα δόντια του ήταν γερά, γιατί άλλωστε; Ήταν μονάχα εικοσιπέντε
χρονών, δεν ανησυχούσε. Αόριστα θυμόταν κάποιους πονόδοντους στην νηπιακή
ηλικία. Γι αυτό, όταν τον έπιασε εκείνος ο τρομερός πονόδοντος, του ήρθε ο
ουρανός σφοντύλι. Ήταν νύχτα αργά όταν
ένιωσε στην αρχή κάποιο μικρό ενόχλημα στην δεξιά, επάνω
οδοντοστοιχία.Σιγά-σιγά ο πόνος έγινε αβάσταχτος.Με το ζόρι κρατιόταν και έψαξε
να βρει ντεπόν, ασπιρίνες και τέτοια, αν υπήρχαν ξεχασμένα στο συρτάρι.Τα βρήκε
ενώ θυμήθηκε πως κάποιοι του είχαν πει ότι και το ούζο κάνει καλό. Κι επειδή
στα φάρμακα ήταν λίγο φοβητσιάρης, κοίταξε στο ράφι της κουζίνας που βρισκόταν
ένα μπουκάλι με ούζο.Το κατέβασε, έβαλε σε ένα ποτήρι σκέτο ούζο κι έκανε
γαργάρες.Το ούζο πράγματι, μούδιασε λίγο τον πόνο.Το κατάπιε και έβαλε κι
άλλο..κι άλλο..ώσπου μέθυσε!Ο πόνος ωστόσο μια έφευγε, μια ερχόταν.Κάποιες
στιγμές, νόμιζε πως θα του έφευγε και το
κεφάλι.
Με χίλια δυο βάσανα, ξημέρωσε κάποτε.Καθώς ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, πήγε
στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η φαρμακοποιός, αφού του έδωσε ένα παυσίπονο, του
συνέστησε να πάει στον οδοντίατρο. «Δεν ξέρω κανέναν.» της είπε. «Α, έχει έρθει
στην γειτονιά μας μια καινούρια οδοντίατρος, εκεί να πας, είναι πολύ καλή» του
είπε και του έδωσε την διεύθυνση.
Με σπασμένα σχεδόν τα μηλίγγια έφτασε στο οδοντιατρείο.Μπήκε στο σαλόνι και
περίμενε ίσως το πιο βασανιστικό τέταρτο της ζωής του. Στο σαλόνι δεν υπήρχε
άλλος πελάτης. Για να ξεχαστεί, φυλλορρόησε μερικά περιοδικά.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, άκουσε την πόρτα ν ανοίγει. Βγήκε πρώτα μια κυρία,
μισοκοιτάχτηκαν κι ύστερα πρόβαλλε το κεφάλι της οδοντιάτρου. Ανάμεσα από τον
πόνο του, αντίκρισε δυο κατάμαυρα, μεγάλα μάτια να του χαμογελούν και διέκρινε
κάτι ερωτικό. «Αει στο διάολο» σκέφτηκε. «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.»
-Περάστε, του είπε με την διαπεραστική φωνή της.
Με αργά βήματα πέρασε δίπλα της στο άνοιγμα της πόρτας.
-Που πονάτε; Τον ρώτησε άμεσα.
-Εδώ. Και της έδειξε το δεξί σαγόνι του.
-Ωραία, κάθισε, μη φοβάσαι, του χαμογέλασε πάλι.
Την παρατήρησε καλύτερα καθώς τον έβαλε να καθίσει στην οδοντιατρική καρέκλα.
Ήταν αδύνατη σαν τσίχλα και πολύ ψηλή. Η μύτη της μεγάλη, τα χείλια στενά,
σχεδόν μια γραμμή. Βουνά δεν είχε καθόλου και γενικά ήταν μια άσχημη, τριαντάρα
γυναίκα. Μόνο τα μεγάλα μάτια της φώτιζαν μια αδιόρατη θηλυκότητα.
-Πρέπει να το σφραγίσουμε, του είπε και τον άγγιξε με το σώμα της στο δεξί
μπούτι.
Αυτός έγνεψε συγκαταβατικά, με μπουκωμένο το στόμα από βαμβάκια. Τι να έλεγε;
Εξ άλλου ένιωθε κάπως άβολα, έτσι με
ανοιχτό το στόμα. Σαν βλάκας.
Η αμηχανία του ξεπεράστηκε από το τσίμπημα της βελόνας στο ούλο. Του έκανε
νάρκωση.Σιγά-σιγά του φάνηκε πως το δεξιό χείλος του γινόταν πελώριο. Είχε την
εντύπωση πως, αν κοιταζόταν στον καθρέφτη, τα χείλια του θα ήταν τεράστια σαν
κάποιου αράπη.
-Μούδιασε; Την άκουσε να ρωτάει και τον έπιανε εκεί. Ε; μούδιασε. Ωραία. Μη
φοβάσαι, δεν είναι τίποτε, σε δέκα λεπτά θα τελειώσουμε την πρώτη φάση. Δεν
πονάς τώρα ε;
Έγνεψα όχι, ο πόνος είχε υποχωρήσει. Απλά ένιωθα λιγάκι ζαβλακωμένος.Η
οδοντίατρος τελείωσε την δουλειά της με προσοχή. Ύστερα του είπε να σηκωθεί και
πήγε στο γραφείο της. Σηκώθηκε κι αυτός, αφού ξέπλυνε κάμποσο το στόμα του από
τα ξερά αίματα. Κάθισε απέναντι της.
-Έχεις προβλήματα με τα δόντια σου, δεν τα προσέχεις, άρχισε κάνοντας
σημειώσεις στο μπλοκάκι.
-Δηλαδή;
-Δεν τα πλένεις; τι δουλειά κάνεις;
-Έχει σημασία; Γέλασε όπως μπορούσε .Ξυλουργός.
Του έκανε ολόκληρη ανάλυση περί της στοματικής κοιλότητας. Στο τέλος του έδωσε
φαρμακευτική αγωγή.
-Πρέπει να ξανάρθεις. Εκτός από το σφράγισμα, χρειάζεται να κάνουμε καθαρισμό.
Η ουλίτιδα έχει προχωρήσει.
Κανόνισαν το επόμενο
ραντεβού, την ευχαρίστησε δίνοντας το χέρι του.Του έδωσε το δικό της και του
φάνηκε, φιλικό, οικείο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν με ένα βλέμμα, μάλλον
ερωτικό.
-Εντάξει, της είπε. Την Τετάρτη το απόγευμα στις επτά, θα είμαι εδώ. Γεια.
-Γεια σου, είπε και η οδοντίατρος.
Ο πονόδοντος είχε περάσει, σχεδόν είχε ξεχάσει την τραγική νύχτα, εκείνο που
δεν μπορούσε να ξεχάσει ήταν η οδοντίατρος και δεν ήξερε γιατί..Κάτι του έλεγε
αυτή η άσχημη γυναίκα. Κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Θυμόταν πως εκεί,
μεταξύ φαρμακίλας και πονόδοντου, είχε αναπτυχθεί κάποια έλξη μεταξύ τους και
αδιόρατα την σκεφτόταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να την διώξει από το μυαλό
δουλεύοντας σκληρά όλη την άλλη μέρα, όπως και το πρωινό της Τετάρτης. Το
μεσημέρι βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Πήγε στο σπίτι, έκανε μπάνιο,
ξυρίστηκε, έφαγε και κοιμήθηκε για να είναι φρέσκος το απόγευμα που θα πήγαινε
στο οδοντιατρείο.
Η Αγγέλα, έτσι την έλεγαν, του είπε, ήταν χαρούμενη, κεφάτη. Αφού του έκανε τον
καθαρισμό και το σφράγισμα, ξανακάθισαν στο γραφείο. Του είπε τα σχετικά με τα
δόντια του ενώ είχε αρχίσει πάλι το ζεστό κοίταγμα των ματιών τους.
-Θέλεις να βγούμε το βράδυ; Της πρότεινε ξαφνικά.
-Ε, ναι,γιατί όχι; Που θα πάμε; Τον ρώτησε χωρίς να ξαφνιαστεί.
-Κάπου θα βρούμε, της γέλασε.
-Εντάξει.Τι ώρα;
-Εσύ θα μου πεις.
-Στις δέκα είναι καλά;
-Ωραία, στις δέκα, της απάντησε και βγήκε.
Στις δέκα παρά
τέταρτο, είχε παρκάρει στην είσοδο του οδοντιατρείου όπως είχαν
συμφωνήσει.Χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε μια αδημονία και μια περιέργεια.Ποτέ
δεν είχε γνωρίσει μια παρόμοια γυναίκα. Τον σμπαράλιαζε η ασχήμια της.Τον
εξουθένωνε που δεν την πείραζε, που δεν την ένιωθε κομπλεξική, και γενικά ότι
δεν την ένοιαζε καθόλου.Είχε την εντύπωση πως νόμιζε ότι ήταν η μις υφήλιος.
Πήγανε σε ένα ταβερνάκι παραλιακό. Έφαγαν ,ήπιαν κόκκινο κρασί.Κρατήθηκαν λίγο
από τα χέρια μα τίποτε άλλο.Κουβέντιασαν διάφορα και κάποτε αποφάσισαν να
φύγουν. Μόλις σηκώθηκαν, κατάλαβαν πως το κρασί παραήταν δυνατό. Τρέκλισαν λίγο
και σκάσανε στα γέλια.Αγκαλιασμένοι ύστερα έφτασαν στο σπίτι του. Η Αγγέλα δεν
έφερε καμιά αντίρρηση όταν της είπε πως θα πήγαιναν εκεί, της φαινόταν όλα
φυσιολογικό.Το ίδιο και γι αυτόν αφού ένιωθε πολύ ωραία μαζί της.
Την οδήγησε
κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς φιλιά, ούτε χάδια, την έγδυσε. Το σώμα της
έμοιαζε με αγοριού, δεν είχε καμπύλες.Μόλις έμεινε τελείως γυμνή, προσπάθησε να
κρύψει το γεμάτο τρίχες μαύρο της κι έτρεμε.
Γυμνώθηκε κι αυτός κι ο ξύλος του ήταν ήδη κάγκελο. Η Αγγέλα κάθισε στην κρεβατοκάμαρα γονατιστή με τον
βουνό τουρλωτό προς το μέρος του.Αυτός, πήγε από πίσω της και χώθηκε μέσα στο
δάσος της. Χωρίς διαδικασίες γλίστρησε όμορφα στο βάθος του πάτου της, -δύσκολο
να πιάσεις πάτο- ενώ αυτή βογκούσε δυνατά. Άφηνε αναστεναγμούς και μικρά φωνάκια ηδονής, ενώ άρχισε να
μπαινοβγαίνει ακέραιος και νόμιζε πως
ήταν γυάλινη, πως θα σπάσει.Παρ όλα αυτά εκείνη γύρισε ανάσκελα δαγκώνοντας παντού. Πήρε στο στόμα της ένα πουρνάρι, το
έγλειψε, το γυρόφερνε στα μάγουλα, στα μάτια στο πουθενά και πάλι στο στόμα .Το
ρούφηξε όλον κάνοντας τον να ωραίο. Δεν ήθελε να βιαστεί έτσι την πρώτη φορά,
γι αυτό, της άνοιξε τα πόδια ως το ταβάνι, έβαλε τις πατούσες της στους ώμους
του, για να ανοίξει ο τρισδιάστατος κόσμος της γένεσης. Οι μακριές τρίχες είχαν
μουσκέψει και ο τέτοιος του μπήκε ορμητικά. «Σιγά τέρας! Σιγά!» «Σε πόνεσα; Την
κοίταξε στα μάτια.» «Όχι, λίγο, συνέχισε έτσι. Έλα μάστορα μου…συνέχισε, φτιάξε
κι άλλο γεφύρι, τι λέει; κι άλλο.. έλα,
χτίσε έναν καινούριο κόσμο..»
Κι αυτός έχτιζε συνέχεια.
Η νύχτα φαινόταν για άγρια θηρία- άγρια.Θα είχε πάει ήδη τρεις χωρίς να το
καταλάβει απ τα συνεχόμενα πατήματα του ενός πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή,
σταμάτησε αποκαμωμένος, ανάσκελα με τα χέρια στο πρόσωπο για να μην τον
τυφλώνει το φως των δέντρων. Η Αγγέλα σηκώθηκε.
-Τύφλωσες ; Αυτός είναι ο έρωτας για σένα; Χειρότερος από τον έρωτα του
Πλάτωνα! την άκουσε να του λέει και δεν έδωσε καμιά απάντηση.
Τι ήθελε τώρα; Σκέφτηκε απορημένος. Είχαν πάει στη Σελήνη τέσσερις φορές.
-Ο έρωτας είναι η απελευθέρωση της φαντασίας, άρχισε η Αγγέλα και χάθηκε για
λίγο στην κουζίνα των όπλων.
Γύρισε κρατώντας ένα αγγούρι, κάθισε απέναντι του στην πολυθρόνα με ανοιχτά τα
πόδια κι άρχισε να παίζει με το πράσινο, το πράσινο μέσα μας είναι υγιές κι
αυτός την κοίταζε ξαφνιασμένος, ενώ το πράσινο του έβγαζε την γλώσσα
περιπαιχτικά, ρούφηξε το αγγούρι, το έγλειψε, δεν είναι και τόσο σοι λέξη το
γλείφωκι άρχισε να το χώνει της με μια απορία πως χώρεσε όλο μέσα; Είναι τόσο
μεγάλη η κόκκινη άβυσσο; Ρώτησε κι αυτός
που νόμιζε πως την ξέσχιζε με τον μεγάλο ομολογουμένως ξύλο του;
-Χωράει κι άλλο την άκουσε να του λέει και το έβγαζε αργά από μέσα της.
Θα ήταν τριάντα πόντους.Ίσως παραπάνω και χοντρό σαν τον καρπό του.Η Αγγέλα το
απολάμβανε μ ένα μεγαλείο σαδομαζοχισμού.
-Έλα να μου το ανάψεις λίγο από πίσω,,
τον παρακάλεσε. Αυτή η φωτιά ανήκει στον Προμηθέα. Έλα! Τον πρόσταξε κάπως βίαια.
Αμήχανος πλησίασε κοντά της, έπιασε το πράσινο και διστακτικά άρχισε να το
βάζει στο βουνό της.
-Χώστο , δεν υπάρχει πιο ευάλωτη έννοια από αυτή,! Χώστο, μπορεί κάποτε να την
απαλείψουμε από το λεξιλόγιο των σάπιενς, βάλε και την ξυλένια σου στο μαύρο
μου. Έλα καυλιάρη, δεν μπορείς;
Χωρίς να το καταλάβει είχε διεγερθεί. Ο ξύλινος του είχε σηκωθεί ξανά,έβγαλε το
αγγούρι από το βουνό, το βαλε στο μαύρο κι έχωσε το ξύλο τουστην ανοιγμένη
τρυπίδα.«Ααααα! Έτσι πούστη μου- αυτή κι αν είναι μια λέξη! ούρλιαζε η Αγγέλα
ενώ αυτός προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις του, μέσα-έξω, έξω –μέσα, μια
το πράσινο στον βουνό, μια ο ξύλος στο μαύρο και εναλλάξ, ένιωθε μια άγρια,
πρωτόφαντη περίπατο κι έσκισαν και οι δυο μαζί, ουρλιάζοντας σαν ζώα τον
τελευταίο νόμο της ύπαρξης, έτσι που τελειώνοντας, την καταπλάκωσε με το βαρύ
σώμα στην πολυθρόνα με το πράσινο ακόμα στο βουνό της, ντράπηκε
με τα γενόμενα, σηκώθηκε, πήγε να κατουρήσει και γύρισε.
Την βρήκε ανασηκωμένη να κάνει τσιγάρο.
-Έχεις τσιγάρο; ον ρώτησε.
Έγνεψε ναι κι έβαλε ποτά.Κάθισε απέναντι
της, άναψε τσιγάρο.Ρούφηξαν μια γουλιά, το ουίσκι τους έκαψε τον λαιμό.
-Δεν σου άρεσε; τον κοίταξε με νόημα ήρεμη.
-Δεν ξέρω.Με μπέρδεψες.
-Γιατί αγόρι μου; Το σεξ έχει πολλές αποχρώσεις.Σοφτ εντ χάρτ. Μαλακό και
σκληρό.Κάποτε, όποιος επιδιδόταν σε τέτοιες πράξεις, κρυβόταν.Ο
σαδομαζοχιστικός ερωτισμός, ήταν απομονωμένος σε ένα μικρό γκέτο. Σήμερα, η
σεξουαλική απελευθέρωση, επιτρέπει στον άνθρωπο τα πάντα. Εκτός από την
σωματική, την σαρκική διάσταση, υπάρχει και η φαντασιακή διάσταση…
Αυτός την άκουγε με ανοιχτό το στόμα αλλά εν μέρει συμφωνούσε μαζί της. Είχε
δει και κάτι ανάλογες σκληρές τσόντες αλλά, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το
ζεις.Ύστερα, αναρωτήθηκε τι άλλο θα του ζητούσε.
-…σκεφτόμαστε πολλές φορές, τους κινδύνους των επιλογών μας και τις συνέπειες
των πράξεων μας. Η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο σύνθετη. Μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο που μας ευχαριστεί. Θέλω τώρα να με δείρεις: Έλα,
ξεκίνα! συνέχισε την διάλεξή της κι άφησε το ποτό.
Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει αλλά καθώς τον διέταζε ξανά, πήγε κοντά της.
-Χτύπα ρε! του είπε και η ίδια προσπάθησε να τον χτυπήσει στα στρόγγυλα, εκεί
που ο ανήρ πονάει αδιόρθωτα.
Τραβήχτηκε, αλλά τον βρήκε λίγο και πόνεσε.Την κοίταξε στα μάτια νευριασμένος
που γελούσε και της έσκασε ένα σκαμπίλι.
-Χτύπα ρε καριόλη! Χτύπα ρε παλιόπουστα. Αφού δεν μπορείς να αγαπήσεις, χτύπα.
Ούτε να γαμηθείς μπορείς.
Λες και τον οδηγούσε να κάνει ότι ήθελε-σαν ρομπότ-την χτύπησε στην μούρη αυτή
την φορά. Έβγαλε αίμα, ούρλιαξε, κουλουριάστηκε στο δάπεδο. Σηκώθηκε και του
επιτέθηκε σαν τίγρη. Τον γρατσούνισε στο στήθος, μάτωσε, μπλέχτηκαν σε έναν
άγριο καυγά, αδίστακτο. Ήταν δυνατή, πάλευε με όλες τις δυνάμεις της.Ωστόσο,
κάποια στιγμή, αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει στο δάπεδο.Της έσφιξε τα
χέρια στην έκταση από τους καρπούς, καθισμένος στην κοιλιά της και την ένιωσε
να παραλύει, να παραδίδεται.
-Παραδίνομαι, του είπε βάζοντας τα κλάματα.Πούστη, παραδίνομαι, κάνε με ότι
θέλεις. Κι άνοιξε τα πόδια της σε τέλεια παραδοχή.
Αυτός, τρίφτηκε ανάμεσα στα πόδια και
αργά-αργά ξαναμπήκε μέσα της. Μέσα στα άδυτα του αίματος της.
Το αίμα είχε ξεραθεί στα σώματα τους, ο ιδρώτας της φαντασίας τους αναμίχθηκε
σε μια παράξενη κίνηση. Σπάσανε τα όργανα τους, τσακίστηκαν στην αχαλίνωτη
ηδονή.Οι μασχάλες τους, γεμάτες άσπρο ιδρώτα, τα στόματα κολλημένα σε ένα
απεγνωσμένο φιλί. Τα μάτια συναντιόταν στο υπερπέραν, βούλιαζε η θύμησή τους σε
ένα πράσινο λιβάδι, γεμάτο παπαρούνες. Ένα απέραντο λιβάδι ευτυχίας, στο μέτωπο
του άντρα, που συνέχιζε ακούραστα να δουλεύει το κουρασμένο όργανο του στο
μουλιασμένο αιδοίο, που είχε γίνει πια, μια άμορφη μάζα, διψασμένη για νερό,
για χώμα, για ότι υπήρχε και δεν υπήρχε πάνω σ’ αυτόν τον παράλογο κόσμο μας
ΤΕΛΟΣ
Τι να πεις; Μερικά πράγματα είναι αμετάκλητα . Αυτό μας δείχνει μια απολυτότητα για τους νόμους της ύπαρξης και πως τα πάντα δεν είναι ...