ΣΤΟ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ
Με πήρε τηλέφωνο ξαφνικά, μετά από πολλά χρόνια. Δέκα, ίσως και περισσότερα.Ήταν ένας τύπος μαλθακός, κιτρινιάρης. Ασουλούπωτος, συνήθως μελαγχολικός. Αμίλητος τις περισσότερες ώρες της ζωής του, τόσο που ποτέ δεν είχα καταλάβει, τι σκέφτεται αυτός ο άνθρωπος.
-Με θυμάσαι, μου είπε, είμαι ο Στέλιος.
Πράγμα περίεργο, τον θυμήθηκα αμέσως. Ήρθε στην μνήμη μου το σπυριάρικο πρόσωπό του και αηδίασα.»Τι θέλει αυτός ο μαλάκας τώρα;» αναρωτήθηκα.
-Θέλω να μιλήσουμε μου είπε.
-Πες μου τώρα, δεν γίνεται; Ψιλοαραχνιάστηκα.
-Δεν γίνεται, είναι πράγματα που δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Πρέπει να τα πούμε από κοντά.
-Τουλάχιστον μια ιδέα..αντέκρουσα.
-Θα βάλουμε τον θάνατο στο τσουβάλι, είπε τόσο παγωμένα, που ανατρίχιασα.
Πάντα είχε ένα μπλάκ χιούμορ, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια , μου φάνηκε πως το παράκανε.
-Εύκολο είναι; Του είπα γελώντας. Μαζί με την γάτα;
-Μην γελάς, συνέχισε. Το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Το χεις ακόμα το μεσιτικό γραφείο;
-Χμ, ναι, το έχω, μουρμούρισα.
-Θα περάσω ένα βράδυ αργά. Μεσάνυχτα, να με περιμένεις. Εντάξει φίλε; Και το κλεισε.
Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι. Ή ονειρεύομαι σκέφτηκα ή ο Στέλιος μου έκανε χοντρή πλάκα. Ήταν δυνατόν να μιλούσε αλήθεια; Ποιο θάνατο θα βάζαμε στο τσουβάλι και τρίχες κατσαρές;
Κατέβασα το ακουστικό στην συσκευή κι άναψα τσιγάρο. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από το παρελθόν. Τότε που είχα γνωρίσει τον Στέλιο.
Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν στο καφενείο της γειτονιάς. Έπινε σκεφτικός την πορτοκαλάδα του στο τραπέζι μπροστά από την τζαμαρία και δεν γύριζε καν το κεφάλι δεξιά –αριστερά. Εγώ, τον παρατηρούσα χωρίς να ξέρω γιατί…πως κοιτάμε καμιά φορά έναν άνθρωπο; Έτσι, ασυναίσθητα.
Ήταν ντυμένος με καθαρά ρούχα-πουκάμισο λευκό, παντελόνι γαλάζιο- μάλλον μικροκαμωμένος το δέμας, ασπρουλιάρης από τότε.
Κάποια στιγμή, γύρισε και με κοίταξε με τα επίσης γαλάζια, ξεπλυμένα μάτια του. Δεν τα σμιξε καθόλου και μου φάνηκε πως είχαν πολύ κόκκινο στις άκρες τους. Κάπνιζε τσιγάρο, άφιλτρο, Παλμάρ και ο καπνός του τύλιγε το πρόσωπο.
Εγώ έπινα την μπύρα μου και του χαμογέλασα. Ο Στέλιος ανταπέδωσε αχνά. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτα, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.
-Τι έγινε; Του είπα μισοξαφνιασμένος.
-Τίποτα, αργόσυρε την φωνή του. Καλά είμαι.
-Κι εγώ, του απάντησα γελώντας περισσότερο.
-Γιατί γελάς; Ρώτησε χωρίς να με κοιτάζει.
-Απαγορεύεται; Συνοφρυώθηκα.
-Απαγορεύεται! Είπε στυφά
-Καλά, έκανα και σιώπησα.
Από εκείνη την μέρα, όπου με συναντούσε, ερχόταν κοντά μου.. Δεν θυμάμαι πότε μου συστήθηκε ή μάλλον δεν μου είχε πει ποτέ τα’ όνομα του. Το μαθα από την μητέρα του, ένα άλλο απογευματινό που έπινα τον καφέ μου. Την έφερε στο τραπέζι μου, κάθισαν και καθώς τους κοίταζα παραξενεμένος, εκείνη μίλησε πρώτη.
-Ο Στέλιος μου μίλησε για σένα, είπε στον ενικό.
Ήταν μια πενηντάρα, μεγαλοαστή, καλοζωισμένη γυναίκα. Ξανθιά, ψηλή, αεράτη.. Κάποτε θα έσχιζε χασέδες.
-Τι σας είπε ο Στέλιος για μένα; Απόρεσα.
-Ε, πως έκανε. Είστε καλός άνθρωπος. Τώρα που σε γνωρίζω, καταλαβαίνω πως είχε δίκιο.
-Καλοσύνη σας! Τι θα πιείτε; ΄είπα για να ξεφύγω.
-Βότκα. Βότκα σκέτη. Ο Στέλιος πορτοκαλάδα. Ξέρεις, ο Στέλιος παίζει πιάνο…
Και τι με νοιάζει εμένα;» πήγα να πω αλλά συγκρατήθηκα.
-…διαβάζει ποίηση, θα γίνει συνθέτης, συνέχισε απτόητη.
-Ξέρετε, εγώ είμαι μεσίτης.
-Μου τα είπε ο Στέλιος, μην ανησυχείς. Είσαι καλός άνθρωπος και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από την βότκα της.
-Δεν ανησυχώ…απόρεσα.
-Ξέρω εγώ τι σου λέω. Εμείς, έχουμε πολλά στρέμματα για πούλημα. Θα κάνεις χρυσές δουλειές μαζί μου.
Πράγματι, έκανα κάποιες καλές αγοραπωλησίες μαζί της. Ήταν τίμια, αξιοπρεπής μα πολύ τσιγκούνα. Είχε κληρονομήσει από τους παππούδες πολλά. Χρήματα, οικόπεδα, χρυσά, ομόλογα.
-Κάποτε θα τελειώσουν, μου είπε μια μέρα ο Στ’ελιος. Όλα αυτά είναι ψεύτικα. Μόνο ο θάνατος είναι αληθινός.
-Τι τον θέλεις τώρα αυτόν; είπα σκοτωμένος.
-Δεν έχει σημασία, απάντησε ρουφώντας το αέναο τσιγάρο του, χωρίς άλλη εξήγηση.
Αναρωτιόμουν χιλιάδες φορές, τι σκατά είχε στο κεφάλι του αυτό το παιδί. Παιδί, τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί, τριανταπεντάρηδες ήμασταν και οι δύο.
Τετριμμένα πράγματα δεν έλεγε ποτέ. Τι σχεδίαζε, τι θα έκανε στο μέλλον, πως θα ζούσε. Σαν να μοιρολατρούσε. Και να δεις, που εμένα κάτι με τραβούσε επάνω του. Ίσως αυτή η αμιλησιά του, η ησυχία του, να κέντριζαν βασικά ένστικτα του εγκεφάλου μου. Αλλά δεν τολμούσα ποτέ να του ανοίξω κουβέντα. Απλά προσπαθούσα να καταλάβω, τι σκέφτεται, τι απολαμβάνει, τι ζει.
Ήταν Σάββατο όταν μου έκανε εκείνο το ξαφνικό τηλεφώνημα. Μέχρι την Δευτέρα, που πιθανώς θα δεχόμουν την επίσκεψη του, είχα καιρό να σκεφτώ για το πώς θα βάζαμε στο τσουβάλι τον θάνατο.
Γύρισα στο σπίτι μου κι ενώ δεν ήθελα να το σκέφτομαι, όλο εκεί πήγαινε το μυαλό μου. Στο αυτοκίνητο κάποια στιγμή καθώς οδηγούσα, είπα ένα ωραίο,’’δεν γαμιέται κι ο Στέλιος με τα τσουβάλια και τον θάνατο;». Τι δουλειά είχα εγώ μετά από τόσα χρόνια να σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Στο κάτω της γραφής, ο Στέλιος μπορεί να το είχε χάσει. Να είχε παρανοήσει εντελώς. Είχε, που είχε λίγο μυαλό, τώρα θα του σβούριξε εντελώς.
-Ξέρεις,μου είπε η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι, η γάτα..
-Τι έπαθε η γάτα; Την έκοψα με έξαψη.
-Σιγά! Πώς κάνεις έτσι! Ξαφνιάστηκε.
-Πως κάνω; Μαλάκωσα. Για πες μου για την γάτα…
-Εξαφανίστηκε. Δεν την βρίσκω πουθενά. Αυτή δεν το έκανε ποτέ αυτό. Άιντε να έλλειπε μια- δύο ώρες. Τώρα, από χτες το βράδυ δεν ξέρω που να βρίσκεται.
-Η γάτα; είπα ηλίθια.
-Η γάτα, με κοίταξε παραξενεμένη.
-Έφυγε η γάτα; συνέχισα εγώ και κάθισα στο σαλόνι.
-Έμ, τι σου λέω τόση ώρα;
-Για την γάτα;
-Ε, ναι, για την γάτα, έκανε σκασμένη. Και χάθηκε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας να ετοιμάσει το φαγητό.
Πήγα να συσχετίσω το γεγονός με το τηλεφώνημα του Στέλιου και εντάξει, είπα, δεν ήμουν και τόσο παρανοϊκός. Τι σχέση μπορεί να είχε ο Στέλιος με την εξαφάνιση της γάτας μας; Μπορεί να είχε; Όχι, αποφάνθηκα και μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα με τους εφιάλτες μου. Όλο μαύρες γάτες και μαυροφορεμένες χήρες έβλεπα.
Στην γυναίκα μου δεν τόλμησα να πω τίποτα. Τι να της έλεγα; Θα μ’ έπαιρνε για αλλοπαρμένο, εμένα που με ήξερε λογικόν, μετρημένο. Έτσι, καθώς δεν είχα ύπνο, σηκώθηκα με συντριβή, μεσάνυχτα χολωμένος με τον εαυτό μου. Πήγα στην βιβλιοθήκη των παιδιών-χρόνια είχα ν’ ανοίξω βιβλίο- και ξεσκάλισα τις εγκυκλοπαίδειες. Αράχνες κι έντομα ήταν κολλημένα στα πλευρά τους- τα κωλόπαιδα, ούτε αυτά διάβαζαν. Μια κατσαρίδα πετάχτηκε ανάμεσα από τα φύλλα και μ’ έκανε να χοροπηδήσω. Έφυγε όμως με γρήγορα βήματα κάτω από τον καναπέ. Είπα να την κυνηγήσω μα μετάνιωσα,Αστη να ζήσει σκέφτηκα και φυλλογύρισα τον τόμο που υπήρχε το Θ. Έφτασα στο λήμμα θάνατος. Διάβασα τα σχετικά. Παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού. Νέκρωση οποιασδήποτε λειτουργίας ή αισθήσεως ή στέρηση ιδιότητος, μεταφορικά. Και τελευταίο, το ολέθριο γεγονός, ή η εξουθενωτική κατάσταση. Τέτοια ήταν η δικιά μου κι μ΄έπιασε απερίγραπτος φόβος. Έκλεισα τα λεξικά και τρέμοντας χώθηκα στις κουβέρτες. Κουκουλώθηκα ως επάνω και αργά, βασανιστικά, με πήρε κάποτε ο ύπνος.
Ξημέρωσε όμως κάποτε και η Κυριακή. Ένα ωραίος ήλιος έλουζε τον κόσμο κι γώ είχα ξαστερώσει και απολάμβανα το φραπεδάκι μου στο μπαλκόνι. «Ωραία ζωή! Σκεφτόμουν».
Η γυναίκα μου έψαχνε ακόμα την γάτα αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Μου έφερε και την εφημερίδα,»η γάτα δεν υπάρχει» μονολόγησε και με κοίταζε απορημένα.
-Τι άνθρωπος είσαι εσύ, μου είπε. Δεν σε νοιάζει για τίποτε; Ούτε πότε ήρθαν τα παιδιά, αν κοιμούνται, αν ζουν δεν ρωτάς.
-Γύρισαν; Απόρεσα.
-Εμ, γύρισαν.
-Καλά είναι;
-Κοιμούνται.
-Ε, καλά θα είναι έκανα και κουλουριάστηκα στην σαιζ-λογκ, ένα με την Κυριακάτικη κωλοφυλλάδα.
-Να σου φτιάξω ένα ουζάκι; Με καλόπιασε.
Ήταν καλή η γυναίκα μου, Με αγαπούσε και την αγαπούσα, είκοσι χρόνια τώρα μαζί.
-Φτιάξε, της είπα μελιστάλακτα.
-Είσαι εσύ ένας! Με κολάκεψε με ένα φιλί κι εξαφανίστηκε στο βάθος.
Όταν ξαναγύρισε με τα ούζα, κάθισε αφήνοντας τον δίσκο στο χαμηλό τραπεζάκι.
-Στην υγειά μας είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Τον θυμάσαι τον Στέλιο; Ρώτησα με μια γουλιά γλυκάνισο στο λαρύγγι μου.
-Ποιόν Στέλιο;
-Τον Στέλιο με τα γαλάζια μάτια..
-Τι μου λες… έξυσε το κάτω μέρος του αφτιού της να θυμηθεί. Α, ναι, τον θυμάμαι!
-Αλήθεια; Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα.
-Που είναι το περίεργο; Θα μου πεις τι έγινε με τον Στέλιο;
-Τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο, είπα αδιάφορα.
Πάλι δεν τόλμησα να της πω κάτι. Εξ άλλου. Τι να της έλεγα;. Πως μου είπε ότι θα βάζαμε στο τσουβάλι τον θάνατο; Κι έτσι καταπιάστηκα να λύσω το σταυρόλεξο.
Αυτά τα παιχνίδια του «ελεύθερου χρόνου» είχαν γίνει μια απ’ τις μανίες μου. Και η μεσιτική δουλειά, έχει πολύ ελεύθερο χρόνο Γι’ αυτό κατάντησα χρόνιος σταυρολεξάς. Πολλές φορές, άμα δεν εύρισκα κάποιο περιοδικό του είδους, είτε στο σπίτι είτε στο γραφείο, τα παρατούσα όλα κι έτρεχα στο περίπτερο να βρω.Ακόμα και μεσάνυχτα, όταν είχα αϋπνίες-πράγμα συχνό, τελευταία-έλυνα οριζοντίως και καθέτως. Αυτά τις εφημερίδες ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, όπως και το σημερινό.
Η γυναίκα μου, μόλις με είδε να απορροφιέμαι, σηκώθηκε κουνώντας το κεφάλι της.
-Κατάλαβα, μουρμούρισε. Σε λίγο θα πας και στην τουαλέτα παρέα με το σταυρόλεξο. Ύστερα, καταπιάστηκε στις δουλειές της.
Εγώ, χώθηκα καλύτερα στην πολυθρόνα. Αφοσιώθηκα στους ορισμούς του σταυρολέξου και μου είχε απομείνει μόνο το εφτά κάθετα. Ο ορισμός ήταν:»Αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις
γάτες». Έσπαζα το κεφάλι μου αλλά δεν μου έβγαινε. Οκτώ γράμματα είχε η λέξη και προσπαθούσα από τα βοηθητικά οριζόντια που είχα, να την βρω.
Σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα, καλά το είχε μαντέψει η γυναίκα μου. Με την εφημερίδα. Ή καλύτερα με το φύλλο που είχε το σταυρόλεξο. Κάθισα στην λεκάνη, μέχρι που μούδιασε ο κώλος μου. Τίποτα. «Αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις γάτες» Τι σκατά ήταν αυτό; Το τελευταίο γράμμα ήταν γιώτα το έκτο άλφα και το δεύτερο σίγμα. Τα υπόλοιπα έλλειπαν.
Απογοητευμένος τράβηξα το καζανάκι. Γρρρρ! Έγρουξε σαν στριμμένη κωλόγρια.
-Σιγά! Φώναξε η γυναίκα μου από το σαλόνι. Αφού το ξέρεις πως έχει πρόβλημα. Αλλά που να ασχοληθείς εσύ με τέτοια. Θα φωνάξω την Δευτέρα τον υδραυλικό να μας το αλλάξει. Αμάν πια!
Τη Δευτέρα το πρωί είχα πολλές δουλειές. Έτσι ξύπνησα νωρίς.
Πρώτα έπρεπε να πάω στην τράπεζα κι όσο το βαριόμουν αυτό, δε λέγεται. Είτε να εισπράξω είτε να πληρώσω, το ίδιο σπαστικό μου φαινόταν. Κι άμα είχε ουρά, άστα να πάνε. Πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Παραδόξως στάθηκα τυχερός. Μπάμ-μπούμ τελείωσα.
Ανακουφισμένος έφτασα στο γραφείο. Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά. Τιμολόγια, συζητήσεις, πελάτες, αγορές, πωλήσεις, ενοικιάσεις ιδρώτας.
-Καλύτερα να μην ερχόταν η Δευτέρα, μου είπε η κοπέλα που είχα στο γραφείο για όλες τις δουλειές, κοιτάζοντας το ρολόι της. Πήγε δυόμισι, η ώρα, να φύγω;
-Πότε πήγε δυόμισι; Αναρωτήθηκα.
-Εμ, περνάει η ώρα με την δουλειά. Ούτε που το καταλαβαίνεις. Να φύγω;
-Φύγε, ανασήκωσα τους ώμους.
Την ώρα που έβγαινε χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα βαριεστημένα. ‘Ποιος να ήταν πάλι;»
-Έλα, μου είπε, μια φωνή υπόκωφη.
-Που να έρθω; Βρήκα την δύναμη να αστιευθώ
-Ο Στέλιος είμαι, με ξέχασες;
-Πώς να σε ξεχάσω;
-Περίμενε τότε, έρχομαι. Μη φύγεις, έρχομαι γι’ αυτό που σου είπα.
Κι έκλεισε.
Ωραία, αναλογίστηκα. Επί τέλους θα μάθαινα τι ήθελε αυτός ο
τρελιάρης παλιόφιλος, μετά από δέκα χρόνια. Πάντως, ότι και να ήθελε θα τον ξαπόστελνα γρήγορα. Δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ με τέτοια.. Ψόφιος στην κούραση τώρα εγώ, να πιανόμουν σε ιστορίες για θανάτους και τσουβάλια που έλεγε ο Στέλιος.
Απ’ την άλλη όμως, ήμουν και περίεργος να μάθω τι εννοούσε. Αδημονούσα κι όσο αργούσε τόσο το μυαλό μου έκανε απίθανους συλλογισμούς. «Μήπως είχε πεθάνει η μάνα του και την έθαψε στον κήπο;» σκέφτηκα χωρίς λόγο κάποια στιγμή. Και γιατί η μάνα του; Συνέχισα. Ίσως γιατί, μόνον αυτή γνώριζα από το περιβάλλον του.
Ο Στέλιος απ’ ότι είχα αντιληφτεί δεν την συμπαθούσε και πολύ. Μονοχαρής καθώς ήταν, θα μπορούσε να την θάψει ζωντανή όχι στο τσουβάλι αλλά κάτω από τις τριανταφυλλιές.
Πέρασε κανένα μισάωρο έτσι. Είχα απηυδήσει πως θα ερχόταν κι ετοιμαζόμουν να φύγω όταν εισέβαλλε.
Τον κοίταξα κι έμεινα άναυδος.
-Φίλε μου! Μου είπε και με αγκάλιασε.
Τον αγκάλιασα κι εγώ. Ύστερα αποτραβηχτήκαμε.
-Τι είναι αυτά ρε Στέλιο; Πως έγινες έτσι; Εσύ μοιάζεις με αρχοντόπουλο!
-Όχι μοιάζω, είμαι! Είπε και κάθισε ανάβοντας με έναν ολόχρυσο αναπτήρα το τεράστιο πούρο.
-Εσύ είσαι; Ξαναρώτησα και τον παρατηρούσα ντυμένο στο σικ, με Αρμάνι και τέτοια, απολαυστικό, μελιστάλαχτο.
-Εγώ είμαι! Ανέκραζε.
-Και τι εννοούσες θα βάλουμε τον θάνατο στο τσουβάλι;
-Πέθανε η μάνα μου! Και κληρονόμησα τα πλούτη της. Πως βάζεις τον θάνατο στο τσουβάλι; Με το χρήμα φίλε μου, με το χρήμα. Κατάλαβες τώρα τι εννοούσα;
-Κατάλαβα είπα εγώ αποσβολωμένος. Και στο μυαλό μου ήρθε τελικά η λέξη που δεν εύρισκα στο εφτά κάθετα.»Τσουβάλι» σκέφτηκα. «Τσουβάλι. Κι αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις γάτες.»
ΤΕΛΟΣ