Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ.


ΠΑΛΙΕς ΑΓΑΠΕς

Περπατούσα χαμένος κάπου στον κήπο του Ζαππείου. Τι μέρα ήταν δεν είχε σημασία, ψιλόβρεχε αλλά δε με ένοιαζε. Ήταν μια βροχούλα από κείνες τις πολύ ψιλές, ήσυχη όχι κρύα, λες μου χάιδευε τα μεγάλα μαλλιά. Μου άρεσαν τα μεγάλα μαλλιά μου, σγουρά έπεφταν σαν σύννεφο στις πλάτες μου κι ανέμιζαν την ηλικία μου στον αέρα. Εικοσιπέντε χρονών ήμουν τότε κι όλα μου πήγαιναν καλά. Η δουλειά μου- έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου ένα ζαχαροπλαστείο στο κέντρο- μου άφηνε κέρδη, δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Εκτός από ένα: Δεν μπορούσα να σταυρώσω γυναίκα κι ενώ ήθελα, λαχταρούσα να έχω μια που να με αγαπά και να την αγαπώ. Η τελευταία γυναίκα με είχε εγκαταλείψει, φεύγοντας για το Λονδίνο. Όλες οι γυναίκες για το Λονδίνο φεύγουν, όταν φεύγουν.
 Καθώς περπατούσα-περπατούσα, στην πολύ ψιλή βροχή του Νοέμβρη, χώθηκα σε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Κάπου εκεί, κάτω από μια πέτρα, αφήναμε σημειώματα με τη Βάσω. Τη Βάσω που με πονάει ακόμα η θύμηση της. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που είχαμε χαθεί.Την είχα λατρέψει και έκλαψα πικρά που την έχασα. Σκιρτούσαμε να είμαστε μαζί, κάναμε όνειρα στη θάλασσα, στο δρόμο, παντού. Είχε γαλάζια μάτια, γεμάτα απορίες, μέτωπο ψηλό, περήφανο. Είχα κοπιάσει πολύ για να την κατακτήσω, άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι οι δικοί της δε με ήθελαν. Μελό, Ελληνική ταινία, σκέφτηκα και πικρογέλασα πιστεύοντας πως θα έβρισκα ανάμεσα στους κισσούς, κάτω από μια πέτρα,  κάποιο ακόμα σημείωμα. Άλλο και τούτο, αναρωτήθηκα μήπως μου είχε σαλέψει από την αγάπη μου για κείνην κι ονειρευόμουν φαντάσματα. Λογικέψου Γιάννη, είπα στον εαυτό μου και στο κάτω της γραφής τι να έλεγε ένα ακόμα σημείωμα. Τότε ήταν αλλιώς, μου έγραφε σ αγαπώ, της έλεγα θα ζήσουμε μαζί, με ρωτούσε πόσα παιδιά θα κάνουμε, μου ζωγράφιζε καρδούλες. Τώρα τι να έγραφε; Κι αν υπήρχε σημείωμα, εξάλλου η Βάσω ήταν στο Λονδίνο αλλά, εμένα, κάτι μου έλεγε πως είχε γυρίσει. Έπιανα στον αέρα την οσμή της, τη φωνή της;, έλα, που είσαι; έτσι με ρωτούσε με αγωνία να με δει κι εγώ έφτανα με γρήγορα βήματα κοντά της τότε που ήμασταν ένα αίμα, μια ανάσα και τώρα δεν ήμασταν τίποτε.
Ανασήκωσα την πέτρα, δεν ήταν βαριά, το ψιλόβροχο συνέχιζε να μου λειαίνει τα μάγουλα, ο κισσός δεν θρόιζε τίποτε. Κάτω από την πέτρα, αυτή την πέτρα που είχαμε σημαδέψει εγώ και η Βάσω, υπήρχε ένα αχνοκίτρινο σκουριασμένο χαρτί, διπλωμένο με ενδελέχεια- πάντα ήταν προσεχτική η Βάσω, τα ήθελε όλα με τάξη. Το πήρα στα χέρια μου, άφησα την πέτρα να πέσει στο γκρεμό, κύλησε, κόντεψε να μου σακατέψει τα πόδια, αυτή η πέτρα που είχε σημαδέψει τη ζωή μας. Ξεδίπλωσα το χαρτί, μύριζε κάτι παλιό, μούχλα κι αναμνήσεις, όπως μυρίζουν αυτά τα παλιά γραμμένα σημειώματα. Διάβασα και ξαναδιαβάζω ακόμα και σήμερα τα λόγια της. "Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Δεν έφυγα εγώ. Εσύ  τα κανόνισες έτσι, να φαίνονται πως έφταιγα εγώ." Κράτησα το χαρτάκι ανάμεσα από τα βρεγμένα δάχτυλά  κι ήθελα  να συντρίψω τον εαυτό μου.


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΔΕΡΜΑ.

Το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, με αυλή, με δέντρα,
έναν σκύλο λυπημένο σαν εμένα, μια μικρή ελιά, στην μεριά του
 τοίχου που είχα χτίσει
 πριν από χρόνια, όπως και όλο αυτό που έλεγα σπίτι μου και
έμενα εκεί χρόνια
 με έναν παππού που τον έλεγαν Ρίζο και μια γυναίκα που την
έλεγαν Μάιρα
που ερχόταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα και χαμογελούσε στον ήλιο
 κι εγώ σ εκείνη
 και στον ήλιο που την είχα και ήμουν πολύ περήφανος, αν και τι
σημασία έχουν
τα ονόματα σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο που ζούμε, θα μπορούσαμε
να είμαστε
όλοι ανώνυμοι, ίσως με έναν αριθμό, ό ένας ,ο δυο και ο τρία,  που
στην περίπτωση μου
 ο ένας ήταν ο παππούς, εγώ το δύο, η Μάιρα το τρία, οπότε εκείνο
το πρωινό του Σεπτέμβρη
είχα ξυπνήσει με μαύρες σκέψεις, τι θα κάνεις σήμερα; με ρώτησε
 καπνίζοντας
 το αιώνιο τσιγάρο του κι εγώ κούνησα κάπως αόριστα το κεφάλι,
ενώ αυτός
με κάρφωνε με το επιτηδευμένο βλέμμα του, επιμένοντας πως
 κάτι έπρεπε να κάνω σήμερα,
ξέρεις εσύ! έσμιξε το βλέμμα, να πας να την βρεις, άκουσες;
 να πας να την βρεις!
σε θέλει, μην είσαι κουτός και νομίζεις άλλα, θα χωρίσει με
 τον άλλον και θα
την κρατήσεις εσύ, έτσι πρέπει, ακούς;  αυτά κάνουν οι άντρες,
κι άσε αυτά που
μου έλεγες χτες το βράδυ όταν πίναμε κρασί κι έκλαιγες,
αυτό να κάνεις! και πήρε
τα πόδια του αργά να πάει βόλτα αφήνοντας με μόνο,
στον τρισάθλιο κόσμο μου,
-να την σκέφτομαι αβάσταχτα, να μη μπορώ να τη
διώξω απ το μυαλό -όπως τον είχα καταντήσει τελευταία με την
απερισκεψία μου να την διώξω,
αν και ποτέ δε διώχνεται
ένας άνθρωπος μια γυναίκα, άλλωστε αν είναι
 έξυπνη φεύγει μόνη της,
άρα δε διώχνεται κανένας άνθρωπος και στην
περίπτωση μας, μάλλον
είχαμε συμφωνήσει βουβά, πως έπρεπε να ζήσει ο
καθένας μόνος του
ή τουλάχιστον αυτή με τον άντρα της κι αυτός μόνος του,
έτσι ήταν το ορθότερο
 να πω και να σκεφτώ, πόση ώρα άραγε από τη στιγμή που
 έφυγε ο παππούς;
σημασία δεν είχε ο χρόνος παρά η απόφαση μου να της πως
 να γυρίσει, μόνο αυτό
 ήθελα αλλά δεν το παραδεχόμουν, παράξενο πράγμα το δέρμα μας,
ούτε το καταλάβαινα,
επειδή το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, δίπλα σε
ένα δάσος που συχνά
 η πρωινή ησυχία σου τσάκιζε τα νεύρα,
λες και δεν υπήρχες, λες κι αυτός
 ο κόσμος ήταν εντελώς άηχος, γι αυτό, όταν χτύπησε η πόρτα
νόμισα πως
δε χτύπησε, εξ άλλου ήταν ένα διστακτικό χτύπημα, σιγανό,
κι εγώ έμενα να κοιτάζω
 το φθαρμένο ξύλο, οπότε ξαναχτύπησε πάλι διστακτικά,
μουδιασμένα, ποιος να ήταν άραγε;
και τι να ήθελε εδώ σ αυτό το σπίτι στην άκρη του κόσμου; απόρεσα
και σηκώθηκα να πάω ν ανοίξω με αίσθημα ανασφάλειας
 αλλά, όλα έγιναν γρήγορα
 σαν στο άνοιγμα διαγράφηκε η παρουσία της
γυναίκας που αγαπούσα
εδώ και τρία χρόνια και που είχαμε συμφωνήσει
να ζήσουμε χωριστά πριν από λίγους μήνες.
Χαμογελούσε στο άνοιγμα, πήγε να κάνει ένα
 βήμα μέσα, εγώ της έδειξα όχι
με το βλέμμα ενώ ήθελα να την αγκαλιάσω άλλα
έκανα, εκείνη λυπήθηκε αφάνταστα,
 δεν είπε τίποτε, δεν είπα τίποτε, κανένας ήχος φωνής δεν ακούστηκε,
απίστευτο αλλά έτσι έγινε και ποτέ δεν κατάλαβα
αν έγινε πραγματικά
αυτή η σκηνή ή την είχα στο νου μου σαν όνειρο,
ίσως επειδή την αγαπούσα πολύ
 εκείνη τη γυναίκα που άφησα να φύγει για δεύτερη
 και τελευταία φορά
που το δέρμα μου είχε τσιτωθεί, και το σπίτι στην άκρη του
 κόσμου με την ελιά στη μεριά
του τοίχου και τον σκύλο φαίνονταν ακούνητα πράγματα,
 όπως το πρόσωπο
 της γυναίκας μετέωρο στο κενό του μπλε.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΝΕΙΡΟΠΩΛΗΣ



Πάντα μου άρεσε να περπατάω στους δρόμους, να βαδίζω συνέχεια, ιδιαίτερα στα απόμερα στενά, που δεν έχουν πολυκοσμία, επειδή ο θόρυβος με ενοχλεί να σκέφτομαι. Έτσι και χτες το πρωί βγήκα. Πήρα την εφημερίδα μου την κράτησα στη μασχάλη, αργότερα θα την ξεκοκάλιζα, έτσι κι αλλιώς δεν είχα πάρει τα γυαλιά μαζί μου. Τώρα ήθελα να σκεφτώ για μια παλιά γυναίκα που είχαμε αγαπηθεί λίγο- πως είναι αυτές οι αγάπες οι μικρές; Που διαρκούν το πολύ δυο μέρες; Αυτές. Αυτές που όμως όταν έρχονται στο νου, προσπαθείς να τις αναλύσεις γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα και όχι αλλιώς και τι θα συνέβαινε αν συνεχιζόταν το παραμύθι τους. Παραμυθιαζόμουν κι εγώ δηλαδή, επέστρεφα  πίσω, έπλαθα όλη την εποχή, πέρναγε η ώρα μου μακριά από το σκοτεινό σήμερα, από τη ζοφερή πραγματικότητα που όταν δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω τη στέλνω για τσάι του βουνού. Ωραία που ήταν και χτες! Κι αν εμφανιζόταν από το πουθενά εκείνη η Μαρία των δυο ημερών, που είχε εξαφανιστεί μετά το τελευταίο μας ραντεβού με ένα πικρόχολο σχόλιο για μένα, [είσαι χαζούλης, δε μου κάνεις], όλα θα ήταν τέλεια! Εγώ, ο δρόμος, η εφημερίδα στη μασχάλη κι ένα κορίτσι από μακριά να φοράει πορτοκαλιά και να έρχεται γεμάτη γέλιο καταπάνω μου.
Κι αφού χόρταινα μ αυτή την εικόνα, μερικοί περαστικοί με κοίταζαν περίεργα, εμένα δε με ένοιαζε, εγώ δεν τους είχα κάνει τίποτε, για να κρύψω το πρόσωπο μου κόλλησα την εφημερίδα στη μάπα μου κάνοντας πως διαβάζω, ώσπου έπεσα πάνω στον τηλεφωνικό θάλαμο! Στραπατσάρισα τη μούρη μου, οι περαστικοί ξέσπασαν στα γέλια, εγώ το βαλα στα πόδια και σκέφτηκα ψαχουλεύοντας την πονεμένη μύτη μου, πως, μερικές φορές που βγαίνω στους δρόμους, να μην ξεχνάω τα γυαλιά μου, που φοράω από μικρό παιδί, ένεκα της μυωπίας μου γιατί συνέχεια παθαίνω γκάφες. Πέφτω πάνω στους άλλους, χουφτώνω το στήθος μιας γυναίκας νομίζοντας πως είναι τα πεπόνια του οπωροπώλη, ανεβαίνω αντί να κατεβαίνω και το χειρότερο: δεν μπορώ να διαβάσω την εφημερίδα μου.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ




Κάποιος μου είχε κλέψει το πουκάμισο, την ώρα που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι άφησα τη μπύρα μόνη της να καθιζάνει τον αφρό της, μπύρα χωρίς αφρό δεν πίνεται, που λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος άντρας δίπλα μου, αέρα! αέρα να φύγει η χολέρα, του απαντάει, μια άσχημη μύτη ο φίλος του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής αλλά το πουκάμισο μου είχε κάνει φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή ή θ αφήσουμε αυτόν εδώ τον κόσμο, το ίδιο ανόητο και κακό, όπως τον είχαμε βρει όταν ήρθαμε-αυτό το λέει ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν τον είχα και σε πολύ εκτίμηση πριν απ αυτό- και γιατί να ζήσουμε, αφού η ζωή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη βάσανα και πόνους κι εγώ συνέχιζα να είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά που δεν μου πήραν και το παντελόνι, ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου, ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα, οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους μου κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου και πιο ωραίος ο πούτσος μου, έτσι μου είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες, έχεις τον πιο ωραίο πούτσο που έχω δει ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν πως το  λεγε η Φώφη που είχε δει τις ψολές όλου του κόσμου και αγαλλίασα ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος φορούσε το λευκό μου πουκάμισο. Κανείς.
Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό πουκάμισο που το είχα φορέσει επίτηδες για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία διαμαρτυρίας και όπως γύριζα το βλέμμα μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη κι αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να γουργουρίζει, χωρίς να την νοιάζουν οι φωνές αγανάχτησης, οι φωνές των αγανακτισμένων πολιτών, δεν το πήρα εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την ώρα, όταν αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και δίπλα, τρώγανε νερωμένες φρυγανιές κάτι γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπεγχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει απο πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος πούστης μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο, κανείς δεν ομολογεί, ενώ ο ντιτζέι παίζει το πουκάμισο το θαλασσί, με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας, καθώς ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι, η ζωή θέλει ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση, βράδυ μετά την εκδήλωση των αγανακτισμένων πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθειά απέναντι, καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει τον καραφλό εραστή της χωρις να την νοιάζει που την βλέπουμε, ποιος την γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, άμα την έχεις στο σπίτι την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο κόσμος, ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε ο αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι έτρεξα με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους την χαμένη ευτυχία του Σοπενχάουερ αλλά μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο, μια άλλη πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα, ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο υπεροχής, άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει στον αφρό της, ενώ ο ωραίος ξανθός, έλεγε στον διπλανό με την μύτη, είσαι για τον πούτσο, η επανάσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Γιατί θα είχε ενδιαφέρον μια συζήτηση με τον Βασίλειο Αράπη







Ας ξεκινήσουμε για την τεχνική στη ζωγραφική. Κι ύστερα για το μήνυμα. [Προτιμώ κοφτές απαντήσεις, όπως θα είναι και οι ερωτήσεις. Στο τέλος θα μονολογήσεις εσύ, μπορεί και εγώ.]
  Σε  αυτήν την πρώτη ερώτηση, θα απαντήσω άμεσα, κάθετα και κατηγορηματικά … Ήτοι, υπάρχει τεχνική, στυλ και σχολή, για τους ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες, ποιητές, συγγραφείς κλπ. κλπ. αλλά, επ΄ουδενί για έναν καλλιτέχνη (σε οποιονδήποτε κλάδο) Αυτό, διότι ο καλλιτέχνης, εκφράζει την συνείδηση και την συνειδητότητα που απόκτησε για την ΖΩΗ, ενώ οι άλλοι, εκφράζουν τις διαφορές περιοδικές manieres (εποχιακά νάζια) της κάθε ανθρώπινης περιόδου.

Πιστεύεις σε κάποιον θεό?
Προσωπικά και λόγω του ότι είμαι ερευνητής φιλόσοφος στις επιστήμες, καθώς επίσης και διότι ξεκομμένος από τα γήινα παραμυθολογικά, δεν πιστεύω σε κάτι που δεν υπάρχει. Ήτοι σύμφωνα με τα ανθρωπινά, είμαι Α-ΘΕΟΣ ! - Ωστόσο και λόγω του ότι τίποτα δεν υπάρχει εκτός του Θειου (απολυτό Σύνπαν) είμαι εν δυνάμει και συνειδητά ΕΝ-ΘΕΟΣ, αλλά παντελώς  Α-ΘΡΗΣΚΟΣ και παντελώς αντιτιθέμενος στις ανθρώπινες θεωρήσεις περί «ΘΕΙΟΥ»
Είσαι γενικά ένας παράξενος άνθρωπος. Έτσι μοιάζεις σε μας . Για πες...
Κατά τα ανθρωπινά, είμαι όντως πολύ παράξενος (τελείως φευγάτος)
Ωστόσο, μια τέτοια κατηγοριοποίηση, δεν είναι παρά ένα ανθρώπινο σημείο όρασης και ως εξ αυτού και βάσει των δικών μου δεδομένων, θεωρώ ότι δεν είμαι διόλου παράξενος – απλά, είμαι μια άλλη κατάσταση πολύ δύσκολη στην κατανόηση!
 Ποια είναι η δουλειά του ζωγράφου  και πως πρέπει να πληρώνεται από την πολιτεία ή από τον κόσμο;
 Η κάθε δημιουργική εργασία (ζωγραφικής η άλλης έκφρασης), θεωρώ ότι πρέπει να χρηματοδοτείται από την πολιτεία.
Ωστόσο, δημιουργική καλλιτεχνική εργασία και πολιτικάντικη κοινωνία, είναι δυο διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της Ζωής και ως εξ αυτού, φοβάμαι, ότι ουδεμία πολιτική κοινωνία, δεν θα επενδύσει στην και για την αυτοκαταστροφή της.
 Με τους συναδέλφους τα πας καλά; αν έχεις πρόχειρο θυμήσου κάποιο περιστατικό με κάποιον που θεωρείς "μεγάλον"
  Με τους συναδέλφους μου (όλων των ειδών) που καταλάβαιναν όντως ποιος είμαι (σε όλους του τομείς έκφρασης μου) τα πήγα μόνον καλά
Πιστεύεις πως ο κόσμος σε αγαπάει; και γενικότερα αγαπάει τη φιλοσοφία σου; [Θέλω να μιλήσεις περισσότερο για την εικαστική σου εργασία-για το συγγραφικό σου έργο θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.]
 Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος με αγαπάει, διότι έχω βεβαιότητες, ότι δεν γνωρίζει επακριβώς την έννοια «Αγάπη» ούτε επίσης την έννοια «Φιλοσοφία και Επιστήμη» όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι …. και σε αυτήν μου την τοποθέτηση, είμαι κατηγορηματικά κάθετος.
Ως εκ τούτου, θεωρώ, ότι με θαυμάζουν, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς γιατί, καθώς επίσης, με αγαπούν (με τον ανθρώπινο τρόπο τους) για την ποιότητα της ζωγραφικής μου κλπ. κλπ., η όποια σημειωτέον, είναι κατ΄εικόνα και ομοίωση της φιλοσοφίας και της επιστήμης μου με την ευρεία έννοια των ορών.
 Πες λίγα βιογραφικά, που μεγάλωσες, τι έπαθες στο δρόμο και λοιπά. όπως νομίζεις εσύ πως έγινε η ζωή σου.
  Γεννήθηκα και έως τα 22 μου σπούδασα και μεγάλωσα στην Αθήνα και εν συνεχεία, σπούδασα σε άλλους τομείς της τέχνης και των επιστήμων στην Γαλλία όπου και έζησα έως τα 60μου στο Παρίσι της Γαλλίας
Όσον αφορά τις σπουδές μου και την ζωή μου εν γένει, θεωρώ, ότι οι σπουδές μου, είναι οι πλέον σύνθετες που θα μπορούσαν να γίνουν από μια ανθρωπινή οντότητα.
Όσον δε για τις συνθήκες της διαδρομής μου (από παιδικής ήδη ηλικίας) θεωρώ, ότι υπήρξαν ως οι πλέον αντίξοες (ΚΟΛΑΣΗ)
Παρόλα αυτά, όλα εκτυλίχτηκαν όπως τα προγραμμάτισα και τα όπως τα ήθελα.
 Για να καταλάβουμε ποιος είναι ο Βασίλης Αράπης στη ζωγραφική πρέπει να μας εξηγήσεις.
  Ο Βασίλειος Αράπης, εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκάδες χρονών, δεν είναι ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης κλπ. η ότι άλλο αγγίζει και σε ότι άλλο εκφράζεται, διότι είναι «Καλλιτέχνης» με την κυριολεξία του όρου – ήτοι, ότι εκφράζει στην ζωγραφική κλπ. κλπ., ότι αιτιολογείται αναντίρρητα στην φυσική επιστημονική ερευνά, στην κοινωνιολογία, καθώς επίσης, ότι αιτιολογείται επακριβώς στους καθαρά ανθρωπινούς τρόπους έκφρασης
Εν ολίγοις, δεν μπορώ να καταταχθώ σε ένα στυλ η μια τεχνοτροπία …. και τούτο, διότι όλες μου εκφράσεις, βασίζονται σε τεκμηριωμένες θέσεις των επιστημών του φυσικού δικαίου, οι οποίες, δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τους κοινούς τρόπους της ανθρώπινης έκφρασης.
Οι ζωγράφοι είναι πολιτικά πρόσωπα;
  Οι ζωγράφοι και εν γένει οι «καλλιτέχνες και οι επιστήμονες» πρέπει να είναι και είναι πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή, κοινωνικοί καθοδηγοί……… αλλά, δεν πρέπει να μπλέκονται «ποτέ» με την πολιτική, διότι η πολιτική των ανθρωπίνων κοινωνιών, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την «ορθή κοινωνιολογία» - βλέπε Σωκράτη.
 Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αγάπη του ζωγράφου για το σχέδιο; για το χρώμα; ή απλά είναι ένας άριστος επαγγελματίας, πχ Πικάσο και από τους Έλληνες θα ανέφερα τον Φασιανό για να μη μακρυγορήσουμε σε πολλά ονόματα.
 Ο καλλιτέχνης εν γένει, δεν είναι δυνατόν να είναι επαγγελματίας, διότι είναι καλλιτέχνης
Κατά τα αλλά, ο ζωγράφος, πρέπει να είναι εξ ίσου ειδήμων στο σχέδιο, στο χρώμα και στην δομική σύνθεση …… και επιπροσθέτως, για να θεωρηθεί «καλλιτέχνης» με την ουσιαστική έννοια του όρου, θα πρέπει να είναι τερατάκι στις φυσικές επιστήμες.
Ο Ζωγράφος είναι έμπορας;
Ο Ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης κλπ. κλπ. είναι αναμφίβολα έμπορος – ο καλλιτέχνης «ποτέ»
 Κι όπως πάντα σ αυτές τις κουβέντες-συνεντεύξεις, κάνε μια ερώτηση στον εαυτό σου. Και φυσικά μια απάντηση.
ευχαριστώ
  Η ερώτηση που θα κάνω για πολλοστή φορά στον εαυτό μου, είναι η εξής // Γιατί τόσο στις καλλιτεχνικές όσο και στις επιστημονικές έρευνες και εκφράσεις σου δεν συμβιβαστικές ποτέ ?
Η απάντηση μου είναι // Διότι δεν δύναμαι να αντιτεθώ στο ίδιο μου το «είναι» φυσικού δικαίου!


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.


Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάιδισμα των πουλιών, το κελάρισμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμησα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφτώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλληκάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΞΕΝΟΙ 3

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΞΕΝΟΙ.

Όπου και να πας μια άδικη μοίρα θα σε περιμένει, ήταν μια φράση που συνήθιζε ο Κρίστο Αγκάθινος κι αυτό του κόστιζε πολύ στην αρχή της κάθε γραφής του αλλά και στην ίδια του τη ζωή, ιδιαίτερα τώρα που πράγματα είχαν σκουρύνει και τα βιβλία του είχαν πιάσει πάτο.
-Τι θα κάνετε στην Κέρκυρα; και δη στην Λευκίμη; τον ρώτησε αχνά η γραμματέας του την τελευταία μέρα που την απέλυσε αφού πια δεν μπορούσε να την πληρώνει.
-Έχω εντολή να συλλάβω έναν ισοβίτη που δραπέτευσε πριν δυο μήνες από τις φυλακές.
-Εσείς! άνοιξε τα ματάκια της πελώρια. Η Λευκίμη είναι ένα βρώμικο μέρος, έχετε ξαναπάει; συμπλήρωσε γρήγορα, ενώ μια κατσαρίδα έτρεχε ήδη πίσω από το σχεδόν παρατημένο γραφείο.
-Δεν έχω λεφτά και ούτε προβλέπεται να βγάλω από το συγγραφιλίκι, πρέπει να κάνω κάτι άλλο για να ζήσω, είπε και σφούγγισε το στόμα με το μανίκι του παλιού μπουφάν του, που κι αυτό έδειχνε την παρακμή του άλλοτε καλοζωισμένου άνδρα.
Ο Κρίστο Αγκάθινος πλησίαζε τώρα τα πενήντα έξι χρόνια, γερό σκαρί, ωραίος με ίσιο βλέμμα, γεμάτη και σίγουρη περπατησιά δεν το βαζε ποτέ κάτω, όσο κι αν τα χρόνια περνούσαν, όσο κι αν τα πράγματα έρχονταν ανάποδα. Βέβαια, ήταν αναγνωρίσιμος, ένας φέιμους τύπος, τον ήξεραν και οι πέτρες κι αυτό κάποτε του φερνε περισσότερες δυσκολίες παρά κέρδη.
Η Αριστέα μια από τις τελευταίες γυναίκες του, θα την είχε μαζί του κοντά τέσσερα χρόνια και σκεφτόταν πως να την ξεφορτωθεί αν και δεν του άρεσε ποτέ  αυτή η λέξη, προσπάθησε να τον αποτρέψει.
-Μην πας στη Λευκίμη, θα φας το κεφάλι σου! του είπε όταν της μίλησε.
-Θα έρθεις μαζί μου; της πρότεινε χωρίς να ξέρει γιατί. Στον Κάβο θα πάμε, εκεί δε μου είχες πει πως δούλευες κάποτε;
-Ναι, δούλευα τότε που είχε πέραση το κορμί μου, λύγισε κάτω από την πίεση του άντρα που αγαπούσε αλλά και ήξερε πως ποτέ δε θα τον είχε ολοκληρωτικά δικό της. Θα ρθω, του απάντησε αν και ξέρω πως δεν πρέπει.
Η Αριστέα στα σαράντα πέντε της, πρώην Μις Γιανγκ Ελλάς, μπαρ γούμαν ακόμα και στα πιο κακόφημα στέκια, πολυφαγωμένη γυναίκα, του είχε κολλήσει σα στρείδι.

Στην Κέρκυρα είχε πάει πολλές φορές αλλά εκεί, στον Κάβο της Λευκίμης ποτέ. Έφτασαν απόγευμα προς το σούρουπο με το σαραβαλάκι του το Ρενό πέντε που του είχε απομείνει από τόσα αυτοκίνητα πολυτελείας είχαν περάσει από τα χέρια του.
-Δε λες που έχεις κι αυτό; διάβαζε τις σκέψεις του η Αριστέα σκαλωμένη δίπλα του σα βδέλλα καθώς έμπαιναν στο πιο φτωχικό χοτέλ όπου τους υποδέχτηκε η χοντρή ξενοδόχα βλοσυρή, καπάτσα, φτιασιδωμένη σαν την Σαπφώ Νοταρά.
-Τι θα κάνετε εδώ; πόσες μέρες θα μείνετε; ταυτότητες γρήγορα!
Ο Κρίστο γέλασε στον τοίχο.
-Που γελάς; εδώ είμαι, χαζός μου φαίνεσαι! μμμ, εσύ είσαι...
-Ποιος είμαι...χαζόφερνε αυτός.
-Μμμμ, ο Κρίστο Αγκάθινος! σιγά μη δε σε ξέρουμε.. για να σε δω, του πιασε το πηγούνι, τα μάτια τους ήρθαν κοντά. Καλός είσαι! καλός! αποφάνθηκε και της Αριστέας κουνήθηκε το μεδούλι από τη ζήλια της.
-Να αυτά κάνεις κι έπειτα μου λες πως ζηλεύω. Ποιος είσαι μωρέ! ποιος νομίζεις πως είσαι; σε ξέρουν όλοι! ε, και; αλλά εσύ τους δίνεις δικαίωμα αλλά βάλτο καλά στο μυαλό σου: μόνον εγώ σ αγαπάω! κανείς άλλος! τ ακούς; κανείς άλλος.
Αυτός δεν την αγαπούσε. Ή μάλλον δεν αγαπούσε καμιά και μόλις το σκέφτηκε ανατρίχιασε. Λες; αναρωτήθηκε δυνατά.
-Τι λέω; τον κοίταζε μυστήρια η Αριστέα.
Αργότερα που έπινε τον καφέ του στο πολυτελές Κάβος πλάζα, απελευθερωμένος από τη φρικτή παρουσία της Αριστέας, καθισμένος σε μια γωνιά απόμακρη για να μη δίνει στόχο, σκέφτηκε την υπόθεση του, παρατηρώντας για μια ακόμα φορά τη φωτογραφία που είχε στην οθόνη του κινητού, του τύπου, που είχε δραπετεύσει. Λεγόταν Αλέκος Τριζούβιος και είχε επικηρυχθεί για τριάντα χιλιάδες ευρό, ωραία λεφτά γι αυτές τις δύσκολες μέρες που περνούσε, ομολόγησε ο κυνηγός επικηρυγμένων, άει στο διάολο τι τίτλος ήταν κι αυτός! και στο νου του ήρθαν ο Λι Βαν Κλιφ και ο ωραίος Κλιντ Ίστγουντ, τότε στην άγρια Δύση, αλλά αυτός δεν ένιωθε έτσι. Πίνοντας μια τελευταία γουλιά απ τον καφέ του, με την άκρη του ματιού του πήρε είδηση μια φευγαλέα εικόνα και ασυναίσθητα έφερε το δεξί του χέρι στη μέσα τσέπη του να βεβαιωθεί πως το περίστροφο ήταν στη θέση του και εφησυχάστηκε καθώς ένιωσε την κρύα επαφή του σίδερου. Ωστόσο η φευγαλέα εικόνα ήρθε γρήγορα κοντά του, όμορφη, αέρινη κάθισε απέναντι του, τα μάτια τους συναντήθηκαν, Αλίνα, του συστήθηκε χαμογελαστή και ο Κρίστο έμεινε κάγκελο, και σκέφτηκε πως καιρός ήταν ν αγαπήσει μια γυναίκα, αυτός που είχε γνωρίσει του κόσμου τις γυναίκες!
Αλλά προείχε η δουλειά. Το χρήμα. Το βρώμικο χρήμα.
-Ο τύπος βρίσκεται στο κάβο ντ όρο, του ψιθύρισε στο αυτί και η ανάσα της του κοψε τη δική του. Πήγαινε, μη φοβάσαι θα είναι τα πιο εύκολα λεφτά που θα βγάλουμε και τον φίλησε στο στόμα, έτσι που του ρθε να την πάει στο κρεβάτι αλλά είπαμε προείχε η δουλειά και το εύκολο χρήμα.
Σηκώθηκε αποφασιστικά, τα μάτια του σκλήραιναν στο σκοτάδι, καθώς τα έσμιξε και βγήκε σαν σκιά, κύλησε ανάμεσα στο βουερό πλήθος, που πηγαινοέρχονταν, τουρίστες ήταν οι περισσότεροι που κυκλοφορούσαν με ένα ποτό στο χέρι, μεθυσμένοι, ναρκομανείς, άντρες, γυναίκες όλοι τύφλα στο μεθύσι, αυτόν δεν τον ένοιαζε το πλήθος και βιάστηκε να ξεφύγει απ τον κλοιό του, έφτασε στο κάβο ντ όρο, χώθηκε στο μπαρ. Παράγγειλλε μια βότκα, βότκα σκέτη, ήπιε μια γουλιά. το λευκό της κελάρισε στο λαιμό του και είδε τον άνθρωπο του στο βάθος.
Πράγματι ο ο Τριζούβιος ήταν εκεί. Μόνος και δεν έμοιαζε να φοβάται.
Ο Κρίστο Αγκάθινος σκέφτηκε γρήγορα πως ήταν μοναδική ευκαιρία να τελειώσει αλλά ένα ρίγος κύλησε στη ραχοκοκαλιά του. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, παραφαινόταν εύκολο και γι αυτό δίστασε μια στιγμή ύστερα όμως πλησίασε και στάθηκε πάνω από τον επικηγυγμένο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Σήκω, θα πάμε μια βόλτα, είπε αργά και σταθερά ο Κρίστο καθώς τον σημάδευε με το όπλο μέσα από την τσέπη. Κατάλαβες; μην κάνεις καμιά βλακεία γιατί δεν έχω τη διάθεση να σε στείλω στο διάβολο.
Ο άλλος σηκώθηκε ήρεμος, δεν έμοιαζε να φοβάται, βγήκαν έξω στο σκοτάδι. Μόλις βρέθηκαν μόνοι, του πήρε το πιστόλι.
-Δεν πιστεύω να κρύβεις κι άλλο; είπε και τον έψαξε.
-Όχι, είπε απλά ο άλλος.
-Προχώρα! διέταξε αυτός.
-Θα με παραδώσεις για το χρήμα ε;
-Και εσύ θα το κανες, του απάντησε.
-Έχω μια καλύτερη πρόταση Αγκάθινε...
-Α, με γνωρίζεις...
-Όλοι σε ξέρουν αλλά να φτάσεις σε τέτοια κατάντια δεν το περίμενα. Ξέρεις έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα βιβλία σου.
-Στη φυλακή;
-Έχεις πάει ποτέ;
-Όχι, ούτε απέξω.
-Να πας, πρέπει να γνωρίσεις  τι είναι αυτό που θέλεις να ξαναστείλεις εμένα, έναν αθώο..
-Χαχα! γνωστό το παραμύθι: όλοι είναι αθώοι, κανείς δεν παραδέχεται πως είναι ένοχος.
-Αλλά για πες, ποια είναι η πρόταση σου; αν είσαι ένοχος ή αθώος δε με ενδιαφέρει.
-Υπάρχουν περισσότερα χρήματα.
-Βρώμικα;
-'Ολα τα χρήματα είναι βρώμικα. Λοιπόν, αν αλλάξεις γνώμη πάμε να καθίσουμε κάπου για να σου εξηγήσω.
-Πάμε αλλά πρόσεξε: αν έχεις στο νου σου να ξεφύγεις σε προειδοποιώ πως θα σε σκοτώσω.
-Έχεις σκοτώσει άνθρωπο; τον κοίταξε στα μάτια ο επικηρυγμένος.
Είχε κάτι παράξενο αυτός ο άνθρωπος. Είχε μια ηρεμία και μια γλυκύτητα που σε τσάκιζε.
-Όχι, έκανε αμήχανα. Αλλά αν χρειασθεί θα το κάνω. Έτσι κι αλλιώς τα ίδια λεφτά θα πάρω ή ζωντανό ή ψόφιο σε παραδώσω.
Κάθισαν σε μια καφετέρια και παράγγειλαν ποτό σαν δυο καλοί φίλοι.
-Στη Λευκίμη υπάρχει κρυμμένο ένα εκατομμύριο, ξεκίνησε την κουβέντα ο επικηρυγμένος.
-Ένα εκατομμύριο! τι λες; σπουδαία λεφτά και γιατί δεν τα πήρες μόνος σου;
-Δεν πρόλαβα, εξ άλλου για μένα είναι δύσκολο να πάω εκεί. Με ξέρουν όλοι. Εκεί γεννήθηκα. Θα πας εσύ, είναι πολλά λεφτά τα μοιραζόμαστε και πάει ο καθένας στο δρόμο του.
Ο Κρίστο δε μίλησε. Σκεφτόταν.
-Θα σου δώσω, ένα τοπογράφημα, τα λεφτά είναι εκεί τα κρυψα μετά τη ληστεία της τράπεζας. Κι έβγαλε από την τσέπη του έναν χάρτη.

Όπου και να πας μια άδικη μοίρα θα σε περιμένει ήταν η φράση που είχε κολλήσει στο μυαλό του αλλά να που μάλλον αυτή τη φορά η μοίρα του πρόσφερε μια ευκαιρία να ξεφύγει από τη μιζέρια των τελευταίων χρόνων της ζωής του και ταξίδευε με το Ρενό πέντε για την Λευκίμη που ήταν πολύ κοντά, μια ώρα δρόμος το πολύ, του είπε ο Τριζούβιος όταν τον έδεσε στο δωμάτιο και άφησε την Αριστέα να τον επιτηρεί δίχως να της εξηγήσει πολλά πράγματα, τι να της εξηγούσε έτσι κι αλλιώς θα την παρατούσε, θα έφευγε με την Αλίνα και το χρήμα, ναι το βρώμικο χρήμα που γίνεται πολύ γλυκό άμα το χεις, σου καλύπτει πολλές ανάγκες, πολλά ελαττώματα, πεντακόσιες χιλιάδες ήταν καλά λεφτά και βιάστηκε, πάτησε τέρμα το γκάζι, τσίτα που λένε οι μικροί, το Ρενό στρίγκλιζε στη ζεστή άσφαλτο κι έφτασε στην πιο βρώμικη κωμόπολη που είχε δει στη ζωή του και σταμάτησε στο καφενειο να ρωτήσει πως θα πήγαινε στο μέρος που έψαχνε, οπότε  η γριά που είχε το καφενείο του έλεγε να του πει τη μοίρα του. άσε με ποια μοίρα, είπε αυτός, όχι θα στην πω, είσαι νέος, όμορφος, πολλά είδες, πολλά έμαθες πολλά θα πάθεις, ασήμωσε, ασήμωσε, τι του λεγε τώρα, της έδωσε λίγα ψιλά, να αυτό το δρομάκι θα πάρεις για να πας εκεί, του είπε κι ακόμα βούιζαν στα αυτιά του το ασήμωσε και τ άλλα που λεγε η γριά, όταν πήρε το δρομάκι δίπλα στο ποτάμι που χώριζε την πιο βρώμικη κωμόπολη στα δυο, βγήκε έξω από την πόλη, έφτασε στο σημείο που του δειχνε ο χάρτης, είδε τον μεγάλο πλάτανο που στην κουφάλα του ήταν κρυμμένα τα λεφτά, έσκαψε στη ρίζα και ανακουφισμένος τράβηξε τη μαύρη τσάντα, την άνοιξε, και ω! ναι, το χρήμα φάνηκε μπροστά του! ναι, ήταν πλούσιος, ένα εκατομμύριο σε μάτσα βρισκόταν μέσα στην τσάντα, γιατί να μη τα κρατούσε όλα; τι ανάγκη είχε να επιστρέψει στους άλλους; όμως η σκληρή πραγματικότητα είχε άλλη άποψη που φάνηκε στο πρόσωπο της Αλίνας που τον σημάδευε με το όπλο της χομογελώντας του γλυκά.
-Πέταξε το πιστόλι σου φίλε!
Ανασηκώθηκε, έτριψε το αξύριστο σαγόνι, πέταξε στα πόδια της το όπλο του.
-Εσύ δεν κάνεις γι αυτά, της είπε ατάραχος. Άσε το πιστόλι μπορώ να σου το πάρω ότι ώρα θέλεις.
-Θα το πετάξω αφού κάνουμε μια συμφωνία: θα φύγουμε μαζί!
-Σύμφωνοι, και σηκώθηκε τινάζοντας τη σκόνη απ τα ρούχα του σαν ο ο Χάρισον Φόρντ.

Γύρισαν αγκαλιασμένοι στο κέντρο της πιο βρόμικης κωμόπολης, έπιασαν ένα δωμάτιο με θέα τα ελάζοντα ύδατα, προς το πρασινωπό, που κυλούσε, όταν κυλούσε αυτό το ποταμάκι. Η Αλίνα έκανε μπάνιο πριν τον έρωτα τους, αυτός την έβλεπε πίσω από διαφανή κουρτίνα, θεσπέσιο κορμί, πίνοντας λευκή βότκα, κυλίστηκαν στο δάπεδο στο κρεβάτι, έρωτας, χρήμα, ομορφιά, τι ανάγκη είχαν; είχε λοιπόν ξεφύγει από την άδικη του μοίρα; αυτός ένας αποτυχημένος συγγραφέας κι αυτή ένας διάβολος στο κορμί της, έπρεπε να φύγουν, να εξαφανιστούν προτού τους κυνηγήσουν οι άλλοι, οι θεοί και οι δαίμονες και πιο πολύ, η γριά που τον κυνηγούσε ακόμα να του πει τη μοίρα του, πολλά είδες, πολλά έμαθες, πολλά θα πάθεις, το γυάλινο μάτι έτριζε, όλος ο κόσμος έτριζε, το πρασινωπό ποταμάκι κυλούσε και η Αριστέα που θόλωσε το δικό της μάτι περιμένοντας στο άσημο ξενοδοχείο στον Κάβο, πήρε την απόφαση πως ο συγγραφέας είχε φύγει για αλλού. Έτσι κατέφθασε με τον λυμένο κατάδικο στην Λευκίμη προτού προλάβουν να φύγουν οι εραστές, να παρακολουθήσουν το οικτρό θέαμα, ενός παραδομένου στην ανεντιμότητα, ενός άθλιου τύπου που έκλεψε τον συνεταίρο του, έστω και επικηρυγμένου, που εγκατέλειψε την τελευταία γυναίκα του.
Τίποτε δεν είναι δίκαιο σ αυτόν τον κόσμο και ο Κρίστο Αγκάθινος βγήκε στην έξω πόλη της Λευκίμης να περπατήσει με την Αλίνα κρεμασμένη στο μπράτσο του, αύριο θα φύγουμε, με το ξημέρωμα της έλεγε, δεν είναι ανάγκη μέσα στη νύχτα να τρέχουμε, κι αυτή συμφωνούσε, όταν το πλήθος αναγνώρισε τη μορφή του κι όλοι μαζί άντρες, γυναίκες, παιδιά ούρλιαζαν τ όνομα του, είναι ο Κρίστο Αγκάθινος, αυτός είναι! Κρίστο μου, ω! Κρίστο είσαι θεός τον αγκάλιαζαν όλοι, να τον πιάσουν, να ψηλαφίσουν τη δόξα του, τη φήμη του, τα ωραία του μαλλιά,  τα ρούχα, τη σάρκα, ότι είχε και δεν είχε πάνω σ αυτόν τον κόσμο, το παιρναν οι άλλοι, η τσάντα με τα χρήματα άνοιξε, σκόρπισαν τα μάτσα στο πρασινωπό του ποτάμου, τα ορθάνοιχτα μάτια του πλήθους, της Αριστέας που ούρλιαζε κι αυτή, του επικηρυγμένου που ήταν ο μόνος άφωνος, της Ελίνας που έσκουζε, που προσπαθούσε να κρατήσει λίγα χρήματα αλλά σαν τα πιανε ως δια μαγείας έφευγαν, τίποτα δεν έμενε ασκοτείνιαστο, μια βρόμικη κωμόπολη άρπαζε το χρήμα, ώσπου στην άκρη του ποταμού, γεμάτη αίματα, κρατούσε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του Κρίστο Αγκάθινου η Αλίνα και έκλαιγε για την άδικη μοίρα των ανθρώπων.
ΤΕΛΟΣ

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΤΙΜΙΟΣ ΔΕ ΣΥΜΒΙΒΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ.

...Και οι μεγάλοι συγγραφείς έζησαν στην αθλιότητα.

Η ζωή είναι από ασήμαντη έως τιποτένια. Κάποτε, για λίγο, καταντάει σημαντική. Ο Τζώρτζ Όργουελ επεσήμανε το γεγονός στην Επανάσταση των ζώων. Περισσότερο στο Dawn and out Paris and London. Είναι ένα βιβλίο σπάνιας αξίας, ένα προσωπικό ημερολόγιο, όπου περιγράφει τη ζωή των ανέργων και περιπλανώμενων αλητών στο Παρίσι και το Λονδίνο. Έζησε μαζί τους, άνεργος χωρίς δεκάρα, δούλεψε λαντζέρης σε εστιατόριο. Έτσι γνώρισε την παντελή ένδεια, την απόγνωση, την εξαθλίωση και τις άθλιες συνθήκες τις ανθρώπινης κατάστασης. Έφτασε στα όρια της απελπισίας, χωρίς ελπίδα, χωρίς σκοπό. Είναι απόλυτα κατανοητό πως οι άνθρωποι αυτού του είδους και με αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να κάνουν τον παραμικρότερο αγώνα για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους- είναι ζωντανοί νεκροί. Ο Όργουελ βλέπει παντού γύρω του πως να είσαι τίμιος δεν συμβιβάζεται με την επιβίωση. Το μόνο που μετράει, είναι η υποκρισία και η δουλοπρέπεια. Η ζωή μοιάζει σαν ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα, χωρίς νόημα χωρίς σκοπό και κυλάει σε μια ατέλειωτη αγωνία και εγκατάλειψη, όπως λέει ο ίδιος.

*Ο πίνακας είναι έργο του ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ [Λεπτομέρεια] με τίτλο Η ΣΙΩΠΗ.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

ΣΤΟ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ



ΣΤΟ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ

Με πήρε τηλέφωνο ξαφνικά, μετά από πολλά χρόνια. Δέκα, ίσως και περισσότερα.Ήταν ένας τύπος μαλθακός, κιτρινιάρης. Ασουλούπωτος, συνήθως μελαγχολικός. Αμίλητος τις περισσότερες ώρες της ζωής του, τόσο που ποτέ δεν είχα καταλάβει, τι σκέφτεται αυτός ο άνθρωπος.
-Με θυμάσαι, μου είπε, είμαι ο Στέλιος.
Πράγμα περίεργο, τον θυμήθηκα αμέσως. Ήρθε στην μνήμη μου το σπυριάρικο πρόσωπό του και αηδίασα.»Τι θέλει αυτός ο μαλάκας τώρα;» αναρωτήθηκα.
-Θέλω να μιλήσουμε μου είπε.
-Πες μου τώρα, δεν γίνεται; Ψιλοαραχνιάστηκα.
-Δεν γίνεται, είναι πράγματα που δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Πρέπει να τα πούμε από κοντά.
-Τουλάχιστον μια ιδέα..αντέκρουσα.
-Θα βάλουμε τον θάνατο στο τσουβάλι, είπε τόσο παγωμένα, που ανατρίχιασα.
Πάντα είχε ένα μπλάκ χιούμορ, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια , μου φάνηκε πως το παράκανε.
-Εύκολο είναι; Του είπα γελώντας. Μαζί με την γάτα;
-Μην γελάς, συνέχισε. Το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Το χεις ακόμα το μεσιτικό γραφείο;
-Χμ, ναι, το έχω, μουρμούρισα.
-Θα περάσω ένα βράδυ αργά. Μεσάνυχτα, να με περιμένεις. Εντάξει φίλε; Και το κλεισε.
Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι. Ή ονειρεύομαι σκέφτηκα ή ο Στέλιος μου έκανε χοντρή πλάκα. Ήταν δυνατόν να μιλούσε αλήθεια; Ποιο θάνατο θα βάζαμε στο τσουβάλι και τρίχες κατσαρές;
Κατέβασα το ακουστικό στην συσκευή κι άναψα τσιγάρο. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από το παρελθόν. Τότε που είχα γνωρίσει τον Στέλιο.
Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν στο καφενείο της γειτονιάς. Έπινε σκεφτικός την πορτοκαλάδα του στο τραπέζι μπροστά από την τζαμαρία και δεν γύριζε καν το κεφάλι δεξιά –αριστερά. Εγώ, τον παρατηρούσα χωρίς να ξέρω γιατί…πως κοιτάμε καμιά φορά έναν άνθρωπο; Έτσι, ασυναίσθητα.
Ήταν ντυμένος με καθαρά ρούχα-πουκάμισο λευκό, παντελόνι γαλάζιο- μάλλον μικροκαμωμένος το δέμας, ασπρουλιάρης από τότε.
Κάποια στιγμή, γύρισε και με κοίταξε με τα επίσης γαλάζια, ξεπλυμένα μάτια του. Δεν τα σμιξε καθόλου και μου φάνηκε πως είχαν πολύ κόκκινο στις άκρες τους. Κάπνιζε τσιγάρο, άφιλτρο, Παλμάρ και ο καπνός του τύλιγε το πρόσωπο.
Εγώ έπινα την μπύρα μου και του χαμογέλασα. Ο Στέλιος ανταπέδωσε αχνά. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτα, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.
-Τι έγινε; Του είπα μισοξαφνιασμένος.
-Τίποτα, αργόσυρε την φωνή του. Καλά είμαι.
-Κι εγώ, του απάντησα γελώντας περισσότερο.
-Γιατί γελάς; Ρώτησε χωρίς να με κοιτάζει.
-Απαγορεύεται; Συνοφρυώθηκα.
-Απαγορεύεται! Είπε στυφά
-Καλά, έκανα και σιώπησα.
Από εκείνη την μέρα, όπου με συναντούσε, ερχόταν κοντά μου.. Δεν θυμάμαι πότε μου συστήθηκε ή μάλλον δεν μου είχε πει ποτέ τα’ όνομα του. Το μαθα από την μητέρα του, ένα άλλο απογευματινό που έπινα τον καφέ μου. Την έφερε στο τραπέζι μου, κάθισαν και καθώς τους κοίταζα παραξενεμένος, εκείνη μίλησε πρώτη.
-Ο Στέλιος μου μίλησε για σένα, είπε στον ενικό.
Ήταν μια πενηντάρα, μεγαλοαστή, καλοζωισμένη γυναίκα. Ξανθιά, ψηλή, αεράτη.. Κάποτε θα έσχιζε χασέδες.
-Τι σας είπε ο Στέλιος για μένα; Απόρεσα.
-Ε, πως έκανε. Είστε καλός άνθρωπος. Τώρα που σε  γνωρίζω, καταλαβαίνω πως είχε δίκιο.
-Καλοσύνη σας! Τι θα πιείτε; ΄είπα για να ξεφύγω.
-Βότκα. Βότκα σκέτη. Ο Στέλιος πορτοκαλάδα. Ξέρεις, ο Στέλιος παίζει πιάνο…
Και τι με νοιάζει εμένα;» πήγα να πω αλλά συγκρατήθηκα.
-…διαβάζει ποίηση, θα γίνει συνθέτης, συνέχισε απτόητη.
-Ξέρετε, εγώ είμαι μεσίτης.
-Μου τα είπε ο Στέλιος, μην ανησυχείς. Είσαι καλός άνθρωπος και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά από την βότκα της.
-Δεν ανησυχώ…απόρεσα.
-Ξέρω εγώ τι σου λέω. Εμείς, έχουμε πολλά στρέμματα για πούλημα. Θα κάνεις χρυσές δουλειές μαζί μου.
Πράγματι, έκανα κάποιες καλές αγοραπωλησίες μαζί της. Ήταν τίμια, αξιοπρεπής μα πολύ τσιγκούνα. Είχε κληρονομήσει από τους παππούδες πολλά. Χρήματα, οικόπεδα, χρυσά, ομόλογα.
-Κάποτε θα τελειώσουν, μου είπε μια μέρα ο Στ’ελιος. Όλα αυτά είναι ψεύτικα. Μόνο ο θάνατος είναι αληθινός.
-Τι τον θέλεις τώρα αυτόν; είπα σκοτωμένος.
-Δεν έχει σημασία, απάντησε ρουφώντας το αέναο τσιγάρο του, χωρίς άλλη εξήγηση.
Αναρωτιόμουν χιλιάδες φορές, τι σκατά είχε στο κεφάλι του αυτό το παιδί. Παιδί, τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί, τριανταπεντάρηδες ήμασταν και οι δύο.
Τετριμμένα πράγματα δεν έλεγε ποτέ. Τι σχεδίαζε, τι θα έκανε στο μέλλον, πως θα ζούσε. Σαν να μοιρολατρούσε. Και να δεις, που εμένα κάτι με τραβούσε επάνω του. Ίσως αυτή η αμιλησιά του, η ησυχία του, να κέντριζαν βασικά ένστικτα του εγκεφάλου μου. Αλλά δεν τολμούσα ποτέ να του ανοίξω κουβέντα. Απλά προσπαθούσα να καταλάβω, τι σκέφτεται, τι απολαμβάνει, τι ζει.
Ήταν Σάββατο όταν μου έκανε εκείνο το ξαφνικό τηλεφώνημα. Μέχρι την Δευτέρα, που πιθανώς θα δεχόμουν την επίσκεψη του, είχα καιρό να σκεφτώ για το πώς θα βάζαμε στο τσουβάλι τον θάνατο.
Γύρισα στο σπίτι μου κι ενώ δεν ήθελα να το σκέφτομαι, όλο εκεί πήγαινε το μυαλό μου. Στο αυτοκίνητο κάποια στιγμή καθώς οδηγούσα, είπα ένα ωραίο,’’δεν γαμιέται κι ο Στέλιος με τα τσουβάλια και τον θάνατο;». Τι δουλειά είχα εγώ μετά από τόσα χρόνια να σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Στο κάτω της γραφής, ο Στέλιος μπορεί να το είχε χάσει. Να είχε παρανοήσει εντελώς. Είχε, που είχε λίγο μυαλό, τώρα θα του σβούριξε εντελώς.
-Ξέρεις,μου είπε η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι, η γάτα..
-Τι έπαθε η γάτα; Την έκοψα με έξαψη.
-Σιγά! Πώς κάνεις έτσι! Ξαφνιάστηκε.
-Πως κάνω; Μαλάκωσα. Για πες μου για την γάτα…
-Εξαφανίστηκε. Δεν την βρίσκω πουθενά. Αυτή δεν το έκανε ποτέ αυτό. Άιντε να έλλειπε μια- δύο ώρες. Τώρα, από χτες το βράδυ δεν ξέρω που να βρίσκεται.
-Η γάτα; είπα ηλίθια.
-Η γάτα, με κοίταξε παραξενεμένη.
-Έφυγε η γάτα; συνέχισα εγώ και κάθισα στο σαλόνι.
-Έμ, τι σου λέω τόση ώρα;
-Για την γάτα;
-Ε, ναι, για την γάτα, έκανε σκασμένη. Και χάθηκε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας να ετοιμάσει το φαγητό.
Πήγα να συσχετίσω το γεγονός με το τηλεφώνημα του Στέλιου και εντάξει, είπα, δεν ήμουν και τόσο παρανοϊκός. Τι σχέση μπορεί να είχε ο Στέλιος με την εξαφάνιση της γάτας μας; Μπορεί να είχε; Όχι, αποφάνθηκα και μούσκεψα το βράδυ στον ιδρώτα με τους εφιάλτες μου. Όλο μαύρες γάτες και μαυροφορεμένες χήρες έβλεπα.
Στην γυναίκα μου δεν τόλμησα να πω τίποτα. Τι να της έλεγα; Θα μ’ έπαιρνε για αλλοπαρμένο, εμένα που με ήξερε λογικόν, μετρημένο. Έτσι, καθώς δεν είχα ύπνο, σηκώθηκα με συντριβή, μεσάνυχτα χολωμένος με τον εαυτό μου. Πήγα στην βιβλιοθήκη των παιδιών-χρόνια είχα ν’ ανοίξω βιβλίο- και ξεσκάλισα τις εγκυκλοπαίδειες. Αράχνες κι έντομα ήταν κολλημένα  στα πλευρά τους- τα κωλόπαιδα, ούτε αυτά διάβαζαν. Μια κατσαρίδα πετάχτηκε ανάμεσα από τα φύλλα και μ’ έκανε να χοροπηδήσω. Έφυγε όμως με γρήγορα βήματα κάτω από τον καναπέ. Είπα να την κυνηγήσω μα μετάνιωσα,Αστη να ζήσει σκέφτηκα και φυλλογύρισα τον τόμο που υπήρχε το Θ. Έφτασα στο λήμμα θάνατος. Διάβασα τα σχετικά. Παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός οργανισμού. Νέκρωση οποιασδήποτε λειτουργίας ή αισθήσεως ή στέρηση ιδιότητος, μεταφορικά. Και τελευταίο, το ολέθριο γεγονός, ή η εξουθενωτική κατάσταση. Τέτοια ήταν η δικιά μου κι μ΄έπιασε απερίγραπτος φόβος. Έκλεισα τα λεξικά και τρέμοντας χώθηκα στις κουβέρτες. Κουκουλώθηκα ως επάνω και αργά, βασανιστικά, με πήρε κάποτε ο ύπνος.
Ξημέρωσε όμως κάποτε και η Κυριακή. Ένα ωραίος ήλιος έλουζε τον κόσμο κι γώ είχα ξαστερώσει και απολάμβανα το φραπεδάκι μου στο μπαλκόνι. «Ωραία ζωή! Σκεφτόμουν».
Η γυναίκα μου έψαχνε ακόμα την γάτα αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Μου έφερε και την εφημερίδα,»η γάτα δεν υπάρχει» μονολόγησε και με κοίταζε απορημένα.
-Τι άνθρωπος είσαι εσύ, μου είπε. Δεν σε νοιάζει για τίποτε; Ούτε πότε ήρθαν τα παιδιά, αν κοιμούνται, αν ζουν δεν ρωτάς.
-Γύρισαν; Απόρεσα.
-Εμ, γύρισαν.
-Καλά είναι;
-Κοιμούνται.
-Ε, καλά θα είναι έκανα και κουλουριάστηκα στην σαιζ-λογκ, ένα με την Κυριακάτικη κωλοφυλλάδα.
-Να σου φτιάξω ένα ουζάκι; Με καλόπιασε.
Ήταν καλή η γυναίκα μου, Με αγαπούσε και την αγαπούσα, είκοσι χρόνια τώρα μαζί.
-Φτιάξε, της είπα μελιστάλακτα.
-Είσαι εσύ ένας! Με κολάκεψε με ένα φιλί κι εξαφανίστηκε στο βάθος.
Όταν ξαναγύρισε με τα ούζα, κάθισε αφήνοντας τον δίσκο στο χαμηλό τραπεζάκι.
-Στην υγειά μας είπε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
-Τον θυμάσαι τον Στέλιο; Ρώτησα με μια γουλιά γλυκάνισο στο λαρύγγι μου.
-Ποιόν Στέλιο;
-Τον Στέλιο με τα γαλάζια μάτια..
-Τι μου λες… έξυσε το κάτω μέρος του αφτιού της να θυμηθεί. Α, ναι, τον θυμάμαι!
-Αλήθεια; Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα.
-Που είναι το περίεργο; Θα μου πεις τι έγινε με τον Στέλιο;
-Τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο, είπα αδιάφορα.
Πάλι δεν τόλμησα να της πω κάτι. Εξ άλλου. Τι να της έλεγα;. Πως μου είπε ότι θα βάζαμε στο τσουβάλι τον θάνατο; Κι έτσι καταπιάστηκα να λύσω το σταυρόλεξο.
Αυτά τα παιχνίδια του «ελεύθερου χρόνου» είχαν γίνει μια απ’ τις μανίες μου. Και η μεσιτική δουλειά, έχει πολύ ελεύθερο χρόνο Γι’ αυτό κατάντησα χρόνιος σταυρολεξάς. Πολλές φορές, άμα δεν εύρισκα κάποιο περιοδικό του είδους, είτε στο σπίτι είτε στο γραφείο, τα παρατούσα όλα κι έτρεχα στο περίπτερο να βρω.Ακόμα και μεσάνυχτα, όταν είχα αϋπνίες-πράγμα συχνό, τελευταία-έλυνα οριζοντίως και καθέτως. Αυτά τις εφημερίδες ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, όπως και το σημερινό.
Η γυναίκα μου, μόλις με είδε να απορροφιέμαι, σηκώθηκε κουνώντας το κεφάλι της.
-Κατάλαβα, μουρμούρισε. Σε λίγο θα πας και στην τουαλέτα παρέα με το σταυρόλεξο. Ύστερα, καταπιάστηκε στις δουλειές της.
Εγώ, χώθηκα καλύτερα στην πολυθρόνα. Αφοσιώθηκα στους ορισμούς του σταυρολέξου και μου είχε απομείνει μόνο το εφτά κάθετα. Ο ορισμός ήταν:»Αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις
γάτες». Έσπαζα το κεφάλι μου αλλά δεν μου έβγαινε. Οκτώ γράμματα είχε η λέξη και προσπαθούσα από τα βοηθητικά οριζόντια που είχα, να την βρω.
Σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα, καλά το είχε μαντέψει η γυναίκα μου. Με την εφημερίδα. Ή καλύτερα με το φύλλο που είχε το σταυρόλεξο. Κάθισα στην λεκάνη, μέχρι που μούδιασε ο κώλος μου. Τίποτα. «Αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις γάτες» Τι σκατά ήταν αυτό; Το τελευταίο γράμμα ήταν γιώτα το έκτο άλφα και το δεύτερο σίγμα. Τα υπόλοιπα έλλειπαν.
Απογοητευμένος τράβηξα το καζανάκι. Γρρρρ! Έγρουξε σαν στριμμένη κωλόγρια.
-Σιγά! Φώναξε η γυναίκα μου από το σαλόνι. Αφού το ξέρεις πως έχει πρόβλημα. Αλλά που να ασχοληθείς εσύ με τέτοια. Θα φωνάξω την Δευτέρα τον υδραυλικό να μας το αλλάξει. Αμάν πια!
Τη Δευτέρα το πρωί είχα πολλές δουλειές. Έτσι ξύπνησα  νωρίς.
Πρώτα έπρεπε να πάω στην τράπεζα κι όσο το βαριόμουν αυτό, δε λέγεται. Είτε να εισπράξω είτε να πληρώσω, το ίδιο σπαστικό μου φαινόταν. Κι άμα είχε ουρά, άστα να πάνε. Πιάστη χελώνα και κούρευτη.
Παραδόξως στάθηκα τυχερός. Μπάμ-μπούμ τελείωσα.
Ανακουφισμένος έφτασα στο γραφείο. Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά. Τιμολόγια, συζητήσεις, πελάτες, αγορές, πωλήσεις, ενοικιάσεις ιδρώτας.
-Καλύτερα να μην ερχόταν η Δευτέρα, μου είπε η κοπέλα που είχα στο γραφείο για όλες τις δουλειές, κοιτάζοντας το ρολόι της. Πήγε δυόμισι, η ώρα, να φύγω;
-Πότε πήγε δυόμισι; Αναρωτήθηκα.
-Εμ, περνάει η ώρα με την δουλειά. Ούτε που το καταλαβαίνεις. Να φύγω;
-Φύγε, ανασήκωσα τους ώμους.
Την ώρα που έβγαινε χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα βαριεστημένα. ‘Ποιος να ήταν πάλι;»
-Έλα, μου είπε, μια φωνή υπόκωφη.
-Που να έρθω; Βρήκα την δύναμη να αστιευθώ
-Ο Στέλιος είμαι, με ξέχασες;
-Πώς να σε ξεχάσω;
-Περίμενε τότε, έρχομαι. Μη φύγεις, έρχομαι γι’ αυτό που σου είπα.
Κι έκλεισε.
Ωραία, αναλογίστηκα. Επί τέλους θα μάθαινα τι ήθελε αυτός ο
τρελιάρης παλιόφιλος, μετά από δέκα χρόνια. Πάντως, ότι και να ήθελε θα τον ξαπόστελνα γρήγορα. Δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ με τέτοια.. Ψόφιος στην κούραση τώρα εγώ, να πιανόμουν σε ιστορίες για θανάτους και τσουβάλια που έλεγε ο Στέλιος.
Απ’ την άλλη όμως, ήμουν και περίεργος να μάθω τι εννοούσε. Αδημονούσα κι όσο αργούσε τόσο το μυαλό μου έκανε απίθανους συλλογισμούς. «Μήπως είχε πεθάνει η μάνα του και την έθαψε στον κήπο;» σκέφτηκα χωρίς λόγο κάποια στιγμή. Και γιατί η μάνα του; Συνέχισα. Ίσως γιατί, μόνον αυτή γνώριζα από το περιβάλλον του.
Ο Στέλιος απ’ ότι είχα αντιληφτεί δεν την συμπαθούσε και πολύ. Μονοχαρής καθώς ήταν, θα μπορούσε να την θάψει ζωντανή όχι στο τσουβάλι αλλά κάτω από τις τριανταφυλλιές.
Πέρασε κανένα μισάωρο έτσι. Είχα απηυδήσει πως θα ερχόταν κι ετοιμαζόμουν να φύγω όταν εισέβαλλε.
Τον κοίταξα κι έμεινα άναυδος.
-Φίλε μου! Μου είπε και με αγκάλιασε.
Τον αγκάλιασα κι εγώ. Ύστερα αποτραβηχτήκαμε.
-Τι είναι αυτά ρε Στέλιο; Πως έγινες έτσι; Εσύ μοιάζεις με αρχοντόπουλο!
-Όχι μοιάζω, είμαι! Είπε και κάθισε ανάβοντας με έναν ολόχρυσο αναπτήρα το τεράστιο πούρο.
-Εσύ είσαι; Ξαναρώτησα και τον παρατηρούσα ντυμένο στο σικ, με Αρμάνι και τέτοια, απολαυστικό, μελιστάλαχτο.
-Εγώ είμαι! Ανέκραζε.
-Και τι εννοούσες θα βάλουμε τον θάνατο στο τσουβάλι;
-Πέθανε η μάνα μου! Και κληρονόμησα τα πλούτη της. Πως βάζεις τον θάνατο στο τσουβάλι; Με το χρήμα φίλε μου, με το χρήμα. Κατάλαβες τώρα τι εννοούσα;
-Κατάλαβα είπα εγώ αποσβολωμένος. Και στο μυαλό μου ήρθε τελικά η λέξη που δεν εύρισκα στο εφτά κάθετα.»Τσουβάλι» σκέφτηκα. «Τσουβάλι. Κι αλίμονο αν σε βάλουν σ’ αυτό με τις γάτες.»
ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΑΙΩΝΙΟΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΣ

Ε, τώρα, που βρίσκεται η Ιθάκη;
και πως τα μπερδεύει έτσι ο Τσίπρας; 

 

 Οδυσσέας το παίζει ο πρωθυπουργός και κάπου
μοιάζει με τον Πολύφημο που ενώ δεν μπορεί να πετάξει
την κοτρόνα για να καταστρέψει το πλοίο των Λωτοφάγων!
οϊμέ! δεν είμαστε Λωτοφάγοι, είπε αλλά δυστυχώς δεν πείθει,
επειδή και ντυμένος στα άσπρα αντικατοπτρίζει την ένδεια
του Ελληνικού κόσμου και, σίγουρα έχουμε φάει
πολλούς λωτούς και δεν μπορούμε να ψάχνουμε
πια την χαμένη Ιθάκη, -άσχετο με τη χαμένη Ατλαντίδα.
Νομίζω, πως ο παραλληλισμός είναι εντελώς βλαπτικός
για την εικόνα του ως αρχηγού ενός κράτους,
τι τα θέλει αυτά; και ποιοι τον συμβουλεύουν για παρόμοιες εμφανίσεις
που σε λίγο μόνο γέλωτα θα προξενούν;
Φαίνεται σαν άνοστο αστείο, ειπωμένο από κάποιον
που προσπαθεί μάταια να κάνει τους άλλους να γελάσουν.

Στην πραγματικότητα, άλλα λόγια ν αγαπιώμαστε,
στάχτη στα μάτια ενός λαού που υποφέρει πραγματικά
και έχει ανάγκη από σταθερά λόγια και πράξεις
και όχι αλαφροίσκιωτες παρα-ομοιώσεις
και λογοτεχνισμούς από έναν τεχνοκράτη πρωθυπουργό.








Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ...



Αν είσαι κλεισμένος στα σκοτάδια
έξω νομίζεις πως είναι πάντα νύχτα.

Αγαπητοί φίλοι.
Το ΔΙΑΣΧΙΖΩ έντυπο, ξεκίνησε το δρόμο του από την
Ηγουμενίτσα τον Αύγουστο του 2006 σε χειρόγραφο!
Από το 2010 συνεχίσαμε ηλεκτρονικά,
πέρασαν ήδη δώδεκα χρόνια παρουσίας στα Ελληνικά γράμματα,
μεγαλώσαμε κι εμείς και μυαλό δε βάλαμε!
Συνεχίζουμε ν αγαπάμε τις τέχνες, το γράψιμο,
τη μουντζούρα, τις κουβέντες με τους ανθρώπους των,
την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη μουσική,
τα εικαστικά και τη σάτιρα και τα πολιτικά.
Τα τελευταία γιατί πιστεύουμε στον εκπολιτισμό των πολιτικών μας,
γιατί πιστεύουμε πως η πολιτική, έχει αξία εφάμιλλη της τέχνης.
"Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τόλμησαν να ζήσουν
από υπερβολική ευαισθησία.
Η ευαισθησία για να είναι χρήσιμη, πρέπει
να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.
Μια χώρα που έχει ανθρώπους που πασχίζουν
για την αρετή, είναι πολιτισμένη."
Λόγια του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.

 

ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

  ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΊ σε λίγες μέρες το νέο μου βιβλίο. «Η παράμετρος του Αϊνστάιν», μυθιστόρημα, άνεμος εκδοτική. Οπισθόφυλλο Μόνο κάτι πουλιά πέτα...