Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ




Κάποιος μου είχε κλέψει το πουκάμισο, την ώρα που εγώ πήγα στην τουαλέτα κι άφησα τη μπύρα μόνη της να καθιζάνει τον αφρό της, μπύρα χωρίς αφρό δεν πίνεται, που λέει κι ο ξανθός, ο ωραίος άντρας δίπλα μου, αέρα! αέρα να φύγει η χολέρα, του απαντάει, μια άσχημη μύτη ο φίλος του, κάπου μεταξύ Ναβαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής αλλά το πουκάμισο μου είχε κάνει φτερά, ποιος χρειαζόταν ένα λευκό πουκάμισο, εκτός από μένα που τώρα ήμουν γυμνός και σκεφτόμουν αν θα ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή ή θ αφήσουμε αυτόν εδώ τον κόσμο, το ίδιο ανόητο και κακό, όπως τον είχαμε βρει όταν ήρθαμε-αυτό το λέει ο Βολταίρος, που μεταξύ μας δεν τον είχα και σε πολύ εκτίμηση πριν απ αυτό- και γιατί να ζήσουμε, αφού η ζωή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι γεμάτη βάσανα και πόνους κι εγώ συνέχιζα να είμαι γυμνός απ τη μέση και πάνω, καλά που δεν μου πήραν και το παντελόνι, ξανασκέφτηκα σφίγγοντας την ζώνη μου, ενώ όλο το μαγαζί με κοίταζε περίεργα, οι γυναίκες θαύμαζαν τους ωραίους μου κοιλιακούς, όλα είναι ωραία επάνω μου και πιο ωραίος ο πούτσος μου, έτσι μου είπε η Φώφη, η πουτάνα που πήδαγα χτες, έχεις τον πιο ωραίο πούτσο που έχω δει ποτέ μου κι εγώ καμάρωνα, γιατί σκεφτόμουν πως το  λεγε η Φώφη που είχε δει τις ψολές όλου του κόσμου και αγαλλίασα ψάχνοντας τους γύρω μου να δω, ποιος φορούσε το λευκό μου πουκάμισο. Κανείς.
Κανείς δεν φορούσε ένα άσπρο, λευκό πουκάμισο που το είχα φορέσει επίτηδες για να ξεχωρίζω απ το πλήθος στην πορεία διαμαρτυρίας και όπως γύριζα το βλέμμα μου, ανακάλυψα μια γάτα κουλουριασμένη κι αδιάφορη στην ψάθινη καρέκλα, να γουργουρίζει, χωρίς να την νοιάζουν οι φωνές αγανάχτησης, οι φωνές των αγανακτισμένων πολιτών, δεν το πήρα εγώ, λέει ο άλλος με το μούσι και την μύτη, εγώ γαμούσα εκείνη την ώρα, όταν αυτός έβγαινε από την τουαλέτα και δίπλα, τρώγανε νερωμένες φρυγανιές κάτι γέροι χωρίς δόντια και πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπεγχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει απο πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω και τουλάχιστον ν ανακάλυπτα ποιος πούστης μου πήρε το λευκό μου πουκάμισο, κανείς δεν ομολογεί, ενώ ο ντιτζέι παίζει το πουκάμισο το θαλασσί, με την εξαίσια φωνή της Μαρινέλλας, καθώς ο ωραίος ξανθός, λέει στον φίλο του, πιες τη ρε μαλάκα, Καλοκαίρι είναι, η ζωή θέλει ξεκούραση και ξεκούρασμα απ την κούραση, βράδυ μετά την εκδήλωση των αγανακτισμένων πολιτών, γαμίσι, ιδρώτας, η ξανθειά απέναντι, καυλωμένη, μουσκεμένη, φιλάει τον καραφλό εραστή της χωρις να την νοιάζει που την βλέπουμε, ποιος την γαμάει μωρέ, συνεχίζει η μύτη, άμα την έχεις στο σπίτι την ξεσκίζεις, επειδή δεν σου φτάνει ο κόσμος, ο κόσμος είναι τρελός αλλά θέλεις να γίνεις και συ λίγο μαλάκας, να μιλήσεις στο κινητό, όπως μιλάνε όλοι, λένε για το άσπρο μου πουκάμισο, που το πήρε ο αέρας και το ριξε να κρέμεται σε ένα τεντωμένο σχοινί, ναι, το είδα κι έτρεξα με λαχτάρα να το βουτήξω, να βρω επιτέλους την χαμένη ευτυχία του Σοπενχάουερ αλλά μια μαύρη μούρη ή εικόνα, ή κάτι τέτοιο, μια άλλη πουριτανή με μεγάλη κλειτορίδα, ανοργασμική, παίδευε το μυαλό μου, όταν γύρισα ξανά στο τραπέζι μου, φόρεσα το πουκάμισο, μ ένα χαμόγελο υπεροχής, άδειασα την μπύρα στο ποτήρι να κολυμπάει στον αφρό της, ενώ ο ωραίος ξανθός, έλεγε στον διπλανό με την μύτη, είσαι για τον πούτσο, η επανάσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...