Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάιδισμα των πουλιών, το κελάρισμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμησα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφτώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλληκάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.