Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ.


ΠΑΛΙΕς ΑΓΑΠΕς

Περπατούσα χαμένος κάπου στον κήπο του Ζαππείου. Τι μέρα ήταν δεν είχε σημασία, ψιλόβρεχε αλλά δε με ένοιαζε. Ήταν μια βροχούλα από κείνες τις πολύ ψιλές, ήσυχη όχι κρύα, λες μου χάιδευε τα μεγάλα μαλλιά. Μου άρεσαν τα μεγάλα μαλλιά μου, σγουρά έπεφταν σαν σύννεφο στις πλάτες μου κι ανέμιζαν την ηλικία μου στον αέρα. Εικοσιπέντε χρονών ήμουν τότε κι όλα μου πήγαιναν καλά. Η δουλειά μου- έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου ένα ζαχαροπλαστείο στο κέντρο- μου άφηνε κέρδη, δεν είχα οικονομικό πρόβλημα. Εκτός από ένα: Δεν μπορούσα να σταυρώσω γυναίκα κι ενώ ήθελα, λαχταρούσα να έχω μια που να με αγαπά και να την αγαπώ. Η τελευταία γυναίκα με είχε εγκαταλείψει, φεύγοντας για το Λονδίνο. Όλες οι γυναίκες για το Λονδίνο φεύγουν, όταν φεύγουν.
 Καθώς περπατούσα-περπατούσα, στην πολύ ψιλή βροχή του Νοέμβρη, χώθηκα σε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Κάπου εκεί, κάτω από μια πέτρα, αφήναμε σημειώματα με τη Βάσω. Τη Βάσω που με πονάει ακόμα η θύμηση της. Θα είχε περάσει κανένας χρόνος που είχαμε χαθεί.Την είχα λατρέψει και έκλαψα πικρά που την έχασα. Σκιρτούσαμε να είμαστε μαζί, κάναμε όνειρα στη θάλασσα, στο δρόμο, παντού. Είχε γαλάζια μάτια, γεμάτα απορίες, μέτωπο ψηλό, περήφανο. Είχα κοπιάσει πολύ για να την κατακτήσω, άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι οι δικοί της δε με ήθελαν. Μελό, Ελληνική ταινία, σκέφτηκα και πικρογέλασα πιστεύοντας πως θα έβρισκα ανάμεσα στους κισσούς, κάτω από μια πέτρα,  κάποιο ακόμα σημείωμα. Άλλο και τούτο, αναρωτήθηκα μήπως μου είχε σαλέψει από την αγάπη μου για κείνην κι ονειρευόμουν φαντάσματα. Λογικέψου Γιάννη, είπα στον εαυτό μου και στο κάτω της γραφής τι να έλεγε ένα ακόμα σημείωμα. Τότε ήταν αλλιώς, μου έγραφε σ αγαπώ, της έλεγα θα ζήσουμε μαζί, με ρωτούσε πόσα παιδιά θα κάνουμε, μου ζωγράφιζε καρδούλες. Τώρα τι να έγραφε; Κι αν υπήρχε σημείωμα, εξάλλου η Βάσω ήταν στο Λονδίνο αλλά, εμένα, κάτι μου έλεγε πως είχε γυρίσει. Έπιανα στον αέρα την οσμή της, τη φωνή της;, έλα, που είσαι; έτσι με ρωτούσε με αγωνία να με δει κι εγώ έφτανα με γρήγορα βήματα κοντά της τότε που ήμασταν ένα αίμα, μια ανάσα και τώρα δεν ήμασταν τίποτε.
Ανασήκωσα την πέτρα, δεν ήταν βαριά, το ψιλόβροχο συνέχιζε να μου λειαίνει τα μάγουλα, ο κισσός δεν θρόιζε τίποτε. Κάτω από την πέτρα, αυτή την πέτρα που είχαμε σημαδέψει εγώ και η Βάσω, υπήρχε ένα αχνοκίτρινο σκουριασμένο χαρτί, διπλωμένο με ενδελέχεια- πάντα ήταν προσεχτική η Βάσω, τα ήθελε όλα με τάξη. Το πήρα στα χέρια μου, άφησα την πέτρα να πέσει στο γκρεμό, κύλησε, κόντεψε να μου σακατέψει τα πόδια, αυτή η πέτρα που είχε σημαδέψει τη ζωή μας. Ξεδίπλωσα το χαρτί, μύριζε κάτι παλιό, μούχλα κι αναμνήσεις, όπως μυρίζουν αυτά τα παλιά γραμμένα σημειώματα. Διάβασα και ξαναδιαβάζω ακόμα και σήμερα τα λόγια της. "Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Δεν έφυγα εγώ. Εσύ  τα κανόνισες έτσι, να φαίνονται πως έφταιγα εγώ." Κράτησα το χαρτάκι ανάμεσα από τα βρεγμένα δάχτυλά  κι ήθελα  να συντρίψω τον εαυτό μου.


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΔΕΡΜΑ.

Το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, με αυλή, με δέντρα,
έναν σκύλο λυπημένο σαν εμένα, μια μικρή ελιά, στην μεριά του
 τοίχου που είχα χτίσει
 πριν από χρόνια, όπως και όλο αυτό που έλεγα σπίτι μου και
έμενα εκεί χρόνια
 με έναν παππού που τον έλεγαν Ρίζο και μια γυναίκα που την
έλεγαν Μάιρα
που ερχόταν εκεί σχεδόν κάθε μέρα και χαμογελούσε στον ήλιο
 κι εγώ σ εκείνη
 και στον ήλιο που την είχα και ήμουν πολύ περήφανος, αν και τι
σημασία έχουν
τα ονόματα σε έναν τόσο μεγάλο κόσμο που ζούμε, θα μπορούσαμε
να είμαστε
όλοι ανώνυμοι, ίσως με έναν αριθμό, ό ένας ,ο δυο και ο τρία,  που
στην περίπτωση μου
 ο ένας ήταν ο παππούς, εγώ το δύο, η Μάιρα το τρία, οπότε εκείνο
το πρωινό του Σεπτέμβρη
είχα ξυπνήσει με μαύρες σκέψεις, τι θα κάνεις σήμερα; με ρώτησε
 καπνίζοντας
 το αιώνιο τσιγάρο του κι εγώ κούνησα κάπως αόριστα το κεφάλι,
ενώ αυτός
με κάρφωνε με το επιτηδευμένο βλέμμα του, επιμένοντας πως
 κάτι έπρεπε να κάνω σήμερα,
ξέρεις εσύ! έσμιξε το βλέμμα, να πας να την βρεις, άκουσες;
 να πας να την βρεις!
σε θέλει, μην είσαι κουτός και νομίζεις άλλα, θα χωρίσει με
 τον άλλον και θα
την κρατήσεις εσύ, έτσι πρέπει, ακούς;  αυτά κάνουν οι άντρες,
κι άσε αυτά που
μου έλεγες χτες το βράδυ όταν πίναμε κρασί κι έκλαιγες,
αυτό να κάνεις! και πήρε
τα πόδια του αργά να πάει βόλτα αφήνοντας με μόνο,
στον τρισάθλιο κόσμο μου,
-να την σκέφτομαι αβάσταχτα, να μη μπορώ να τη
διώξω απ το μυαλό -όπως τον είχα καταντήσει τελευταία με την
απερισκεψία μου να την διώξω,
αν και ποτέ δε διώχνεται
ένας άνθρωπος μια γυναίκα, άλλωστε αν είναι
 έξυπνη φεύγει μόνη της,
άρα δε διώχνεται κανένας άνθρωπος και στην
περίπτωση μας, μάλλον
είχαμε συμφωνήσει βουβά, πως έπρεπε να ζήσει ο
καθένας μόνος του
ή τουλάχιστον αυτή με τον άντρα της κι αυτός μόνος του,
έτσι ήταν το ορθότερο
 να πω και να σκεφτώ, πόση ώρα άραγε από τη στιγμή που
 έφυγε ο παππούς;
σημασία δεν είχε ο χρόνος παρά η απόφαση μου να της πως
 να γυρίσει, μόνο αυτό
 ήθελα αλλά δεν το παραδεχόμουν, παράξενο πράγμα το δέρμα μας,
ούτε το καταλάβαινα,
επειδή το σπίτι μου ήταν σε μια άκρη του κόσμου, δίπλα σε
ένα δάσος που συχνά
 η πρωινή ησυχία σου τσάκιζε τα νεύρα,
λες και δεν υπήρχες, λες κι αυτός
 ο κόσμος ήταν εντελώς άηχος, γι αυτό, όταν χτύπησε η πόρτα
νόμισα πως
δε χτύπησε, εξ άλλου ήταν ένα διστακτικό χτύπημα, σιγανό,
κι εγώ έμενα να κοιτάζω
 το φθαρμένο ξύλο, οπότε ξαναχτύπησε πάλι διστακτικά,
μουδιασμένα, ποιος να ήταν άραγε;
και τι να ήθελε εδώ σ αυτό το σπίτι στην άκρη του κόσμου; απόρεσα
και σηκώθηκα να πάω ν ανοίξω με αίσθημα ανασφάλειας
 αλλά, όλα έγιναν γρήγορα
 σαν στο άνοιγμα διαγράφηκε η παρουσία της
γυναίκας που αγαπούσα
εδώ και τρία χρόνια και που είχαμε συμφωνήσει
να ζήσουμε χωριστά πριν από λίγους μήνες.
Χαμογελούσε στο άνοιγμα, πήγε να κάνει ένα
 βήμα μέσα, εγώ της έδειξα όχι
με το βλέμμα ενώ ήθελα να την αγκαλιάσω άλλα
έκανα, εκείνη λυπήθηκε αφάνταστα,
 δεν είπε τίποτε, δεν είπα τίποτε, κανένας ήχος φωνής δεν ακούστηκε,
απίστευτο αλλά έτσι έγινε και ποτέ δεν κατάλαβα
αν έγινε πραγματικά
αυτή η σκηνή ή την είχα στο νου μου σαν όνειρο,
ίσως επειδή την αγαπούσα πολύ
 εκείνη τη γυναίκα που άφησα να φύγει για δεύτερη
 και τελευταία φορά
που το δέρμα μου είχε τσιτωθεί, και το σπίτι στην άκρη του
 κόσμου με την ελιά στη μεριά
του τοίχου και τον σκύλο φαίνονταν ακούνητα πράγματα,
 όπως το πρόσωπο
 της γυναίκας μετέωρο στο κενό του μπλε.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΝΕΙΡΟΠΩΛΗΣ



Πάντα μου άρεσε να περπατάω στους δρόμους, να βαδίζω συνέχεια, ιδιαίτερα στα απόμερα στενά, που δεν έχουν πολυκοσμία, επειδή ο θόρυβος με ενοχλεί να σκέφτομαι. Έτσι και χτες το πρωί βγήκα. Πήρα την εφημερίδα μου την κράτησα στη μασχάλη, αργότερα θα την ξεκοκάλιζα, έτσι κι αλλιώς δεν είχα πάρει τα γυαλιά μαζί μου. Τώρα ήθελα να σκεφτώ για μια παλιά γυναίκα που είχαμε αγαπηθεί λίγο- πως είναι αυτές οι αγάπες οι μικρές; Που διαρκούν το πολύ δυο μέρες; Αυτές. Αυτές που όμως όταν έρχονται στο νου, προσπαθείς να τις αναλύσεις γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα και όχι αλλιώς και τι θα συνέβαινε αν συνεχιζόταν το παραμύθι τους. Παραμυθιαζόμουν κι εγώ δηλαδή, επέστρεφα  πίσω, έπλαθα όλη την εποχή, πέρναγε η ώρα μου μακριά από το σκοτεινό σήμερα, από τη ζοφερή πραγματικότητα που όταν δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω τη στέλνω για τσάι του βουνού. Ωραία που ήταν και χτες! Κι αν εμφανιζόταν από το πουθενά εκείνη η Μαρία των δυο ημερών, που είχε εξαφανιστεί μετά το τελευταίο μας ραντεβού με ένα πικρόχολο σχόλιο για μένα, [είσαι χαζούλης, δε μου κάνεις], όλα θα ήταν τέλεια! Εγώ, ο δρόμος, η εφημερίδα στη μασχάλη κι ένα κορίτσι από μακριά να φοράει πορτοκαλιά και να έρχεται γεμάτη γέλιο καταπάνω μου.
Κι αφού χόρταινα μ αυτή την εικόνα, μερικοί περαστικοί με κοίταζαν περίεργα, εμένα δε με ένοιαζε, εγώ δεν τους είχα κάνει τίποτε, για να κρύψω το πρόσωπο μου κόλλησα την εφημερίδα στη μάπα μου κάνοντας πως διαβάζω, ώσπου έπεσα πάνω στον τηλεφωνικό θάλαμο! Στραπατσάρισα τη μούρη μου, οι περαστικοί ξέσπασαν στα γέλια, εγώ το βαλα στα πόδια και σκέφτηκα ψαχουλεύοντας την πονεμένη μύτη μου, πως, μερικές φορές που βγαίνω στους δρόμους, να μην ξεχνάω τα γυαλιά μου, που φοράω από μικρό παιδί, ένεκα της μυωπίας μου γιατί συνέχεια παθαίνω γκάφες. Πέφτω πάνω στους άλλους, χουφτώνω το στήθος μιας γυναίκας νομίζοντας πως είναι τα πεπόνια του οπωροπώλη, ανεβαίνω αντί να κατεβαίνω και το χειρότερο: δεν μπορώ να διαβάσω την εφημερίδα μου.

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...