Υποτίθεται
πως οι κουλτουριάρηδες δεν είναι ποδοσφαιρόφιλοι, εγώ τουναντίον ανήκω σ
αυτούς που αγαπάνε το ποδόσφαιρο και γενικότερα τον αθλητισμό [άρα δεν
είμαι κουλτουριάρης] κι έπαιξα σε κάποιες μικρές κατηγορίες μπάλα σε
ικανοποιητικό μέχρι πολύ καλό επίπεδο, ταχύτατος με επιτάχυνση στο μικρό
χώρο, γύρω στα δώδεκα δευτερόλεπτα το κατοστάρι, δεξιοπόδαρος αν και το
αριστερό δεν το είχα μόνο για να περπατώ, έτσι έλεγε ο Βασιάδης μια
ποδοσφαιρόφατσα, αμυντικός από κείνους που έσπαγαν
κνήμες κι όταν με μάρκαρε ακόμα και στις προπονήσεις το βρίσιμο και το
σκληρό του μαρκάρισμα με έκαναν να φοβηθώ για τη σωματική μου
ακεραιότητα κι ενώ μπορούσα να ακολουθήσω μια ένδοξη καριέρα, κάποια
άλλα ζωγραφικά και συγγραφικά προτερήματα, με έρριξαν από το βάρθρο αυτό
και επέλεξα να παίζω με τους βετεράνους, από Βαμβακούλα μέρχι
Σάντμπερκ, ένας Σουηδός φορ που είχε βγεί και πρώτος σκόρερ στο μεγάλο
πρωτάθλημα μας που με ρωτούσε με έκπληξη, σε σπασμένα Ελληνικά, Κώστας
σε ποια ομάδα παίζει εσύ, δεν μπορεί, πρέπει εσύ παίζει σε μεγάλη ομάδα,
μέχρι Παπαιωάνου, και άλλους που δε μου έρχονται τώρα στο νου και αυτό
που ήθελα να πω πω δεν το ξεκίνησα ακόμα, για τον Μαραντόνα ήθελα να
μιλήσω και είναι αλήθεια πως χρόνια τώρα, από μικρό παιδί που διαβάζω
τον αθλητικό τύπο και παρακολουθώ ποδόσφαιρο, ποτέ δεν ήμουν φανατικός
οπαδός, λέω πως είμαι Ολυμπιακός, αν και δεν το πιστεύω επειδή πάντα μου
άρεσαν κατά καιρούς όλες οι ομάδες που έπαιξαν καταπληκτικό ποδόσφαιρο,
από τον Παναθηναικό του Δομάζου, τον Άρη του Ντίνου Κούη, του Κεραμιδά
και των άλλων, τον Ηρακλή του Χατζημαναγή, την ΑΕΚ του Τσάρτα και τον
ανεπανάληπτο Μαραντόνα, που νομίζω σε σύγκριση με τον Πελέ υπερτερούσε
όλα εκτός από την κεφαλιά που όμως, αυτό το κεφάλι του Μαραντόνα, μας
έδειξε για μια ακόμα φορά πως δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα αλανόπαιδο
στις φτωχογειτονιές της Αργεντινής, μια μπαλόφατσα που όσοι έχουν παίξει
ποδόσφαιρο τις καταλαβαίνουν από μακριά τι κουμάσια είναι, τι
σκατόφατσες και αλητόβιοι τύποι και πως αυτός δεν μπορούσε να ξεφύγει
από αυτόν τον κανόνα πως οι ποδοσφαιριστές είναι ανεγκέφαλοι, μέχρι
σημείου ν απορείς πως είναι δυνατόν αυτός ο ανόητος να κάνει τέτοια
πράγματα με τη μπάλα και εκτός αυτού, ο Μαραντόνα εκτός γηπέδων μοιάζει
με έναν κακομοίρη πρεζάκια, από εκείνους που δεν έχουν ή και δεν ξέρουν ν
αρθρώσουν λέξη, γιατί υπάρχουν και λίγα πρεζόνια που δεν έχουν καεί
εντελώς ακόμα, και, περίπου πιστεύω πως αθλητικά, μόνο αυτός ο Ρονάλντο ο
Πορτογάλος τον έχει ξεπεράσει, γιατί ο Μέσι δεν κάνει για τέτοιες
συγκρίσεις αν και εγώ θεωρώ μεκαλύτερο όλων αυτών, εκείνο τον καπνισιάρη
και στεγνό Ολλανδό, τον Γιόχαν Κρόιφ, ως τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή
του πλανήτη γη, που είχα την τύχη να παρακολουθήσω ζωντανά σε ένα ματς
με την Εθνική μας στο Καραισκάκης, τότε που η Ολλανδοί έπαιζαν το πιο
ξέφρενο ποδόσφαιρο που έχει παιχτεί σε όλα τα γήπεδα του κόσμου. Ο
Μαραντόνα, λοιπόν είναι συγκρίσιμος για καλύτερος ποδοσφαιριστής αλλά
και για χειρότερος των ανθρώπων, όπως ο Χάιντεγκερ ήταν ο μέγιστος των
φιλοσόφων αλλά και ο χείριστος των ανθρώπω
Ωστόσο
το ηφαίστειο είχε υπομονή μέχρι να
εκραγεί, μέχρι να χάσει κανείς ολότελα
τα μυαλά του και να μην υπολογίζει
τίποτα, γιατί τίποτα δεν αξίζει. Όλα
είναι προσωρινά αμετάκλητα. Η φωτιά που
έκαιγε μέσα στα στήθη του Γιάννη
Παράμετρου έσβηνε. Ήταν σαν ένα ξαφνικός
πόνος που τελείωνε. Δεν είχε την υποψία,
ήταν σίγουρος. Αυτή η σκιά που διάβηκε
πάνω από τον κώνο του ηφαιστείου, μέσα
από τη λάβα ενός κόσμου παραμελημένου
και ανόητου, γιατί τάχα καιγόμαστε;
δίκαιο ή άδικο δεν υπήρχε παρά μόνο στις
φυλλάδες κάποιων ανόητων δικαστών,
κάποιων αρχόντων που έτρωγαν με βουλιμία
του συκώτι των λαών κ έπειτα έλεγαν πως
έχουν δίκιο.
Η ομίχλη σκέπαζε από
παντού τη θάλασσα, η άκρη της λίγης
στεριάς, υψωνόταν κατακόρυφα, έκοβε την
ομίχλη σα με σουγιά ενός πειρατή που
εμφανίστηκε στη μέση της Καλδέρας. Ήταν
ο Μάικ, ο Βίκινγκ που έψαχνε το δίκιο
του. Απέναντι του ο Γιάννης Παράμετρος
σφίγγοντας το ατσάλι πως έκανε το σωστό,
γύρω και πίσω απ το σύννεφο που τυλίγει
την ανθρώπινη πραγματικότητα κι ανάμεσό
τους ο μπάτσος. Ο Εβραίος Σαμψωνίδης με
το πιστόλι στη δεξιά και στην αριστερή
παλάμη να πάλλεται.
Η διαμάχη ήταν
σπουδαία. Ο Μάικ κατηγορούσε τον φίλο
του πως αγάπησε τη γυναίκα του χωρίς τη
θέληση της και άρα έπρεπε να πληρώσει
γι αυτό με τη ζωή του,
-Ποιος το
βεβαιώνει; ρώτησε ο Εβραίος.
-Δεν
υπάρχουν μάρτυρες! Το λέω εγώ, εγώ που
τον ξέρω από τότε που ήμασταν στη
φυλακή..
-Και τι σημαίνει αυτό; γνωρίζεις
πως η γυναίκα σου δεν πήγε με τη θέληση
της μαζί του;
- Η Μόνικα αγαπούσε μόνον
εμένα, αυτός την παρέσυρε με δόλιο τρόπο
και άρα πρέπει να πεθάνει!
- Η πιο
ωραία ζωή είναι η ψεύτικη! Και οι
περισσότεροι των ανθρώπων ανόητοι. Μάικ
θέλεις να ξαναπάς φυλακή; και να χάσεις
τον καλύτερο σου φίλο; για μια γυναίκα
που τώρα είναι δική σου; ρώτησε ο
υπαστυνόμος.
-Τι ξέρεις εσύ από φιλία;
πείσμωσε απαντώντας με ερώτηση. Εσύ
ένας μπάτσος είσαι και μάλιστα Εβραίος
Ο
Γιάννης Παράμετρος βγήκε απ τις σκιές
της κόλασης ή του Άδη. Έσκισε το πουκάμισο
του και προέβαλλε το στήθος κάνοντας
στην άκρη τον υπαστυνόμο με το αριστερό
χέρι.
-Χτύπα! Εδώ, ίσια στην καρδιά
Μάικ! Χτύπα σου είπα και τον κοίταζε
ίσια στα μάτια.
Η στιγμή ήτανε κρίσιμη.
Ο Μάικ έκανε ένα βήμα μπροστά, ύψωσε το
μαχαίρι που έλαμψε στις ανταύγειες της
λάβας, ένα κατέβασμα με δύναμη στο μέρος
της καρδιά και σε δευτερόλεπτα ο Γιάννης
Παράμετρος δε θα υπήρχε στη ζωή. Ο ίδιος
δεν κατάλαβε αν αγαπούσε περισσότερο
τη ζωή ή τον θάνατο. Όσο κι αν πέρασε
κοντά του, ξυστά από τη λεπίδα που έφυγε
από το χέρι του Μάικ και κύλισε στα πόδια
του.
-Δεν μπορώ να το κάνω! βόγκηξε!
Βάζοντας τα κλάματα και κάθισε χάμω
δίπλα στη λάβα, δίπλα στο κύμα που ορμούσε
να την σβήσει.
Ο πόλεμος των σκιών
είχε τελειώσει.
Στο
βάθος του χρόνου είμαστε όλοι απελπισμένοι.
Περιμένουμε κάτι να γίνει για ν αλλάξει
η ζωή μας αλλά ο Γιάννης Παράμετρος δεν
ήταν ποτέ ακριβώς απελπισμένος. Απλά
του φαινόταν αδιόρατα τρελά ορισμένα
πράγματα που έκαναν οι φίλοι του, οι
άνθρωποι γενικότερα αλλά πρόσεχε, χωρίς
να το επιδιώκει να φυλάγετε από τέτοιου
είδους κακοτοπιές, σαν αυτή τώρα του
Μάικ., που έκλαιγε σαν μικρό παιδί,
ξαπλωμένος ανάσκελα στην παραλία.
-Γιατί
κλαίει ο φίλος σου; ρώτησε η Ρόσα Πάβλοβα,
απορημένη.
Δεν είχε τι να της απαντήσει,
ή δεν ήξερε αν έπρεπε.
-Ο Μάικ είναι
συγκινημένος επειδή πρέπει να γυρίσει
πίσω.
-Γιατί δε μένεις λίγο ακόμα
Μάικ; τον ρώτησε η Πάβλοβα σκουπίζοντας
του τα μάτια. Αλήθεια ήσασταν μαζί στη
φυλακή;
-Ναι, πάντα είμαστε μαζί αλλά
τώρα έχουν χωρίσει οι δρόμοι μας κι αυτό
δεν το αντέχω! Φώναξε και σηκώθηκε
αγκαλιάζοντας μια τον έναν και μια την
άλλη.
-Μην κάνεις έτσι Μάικ! Εδώ θα
είμαστε, μη φοβάσα δε θα χάσεις τον φίλο
σου! Θα έρθουμε στην Αθήνα να γνωρίσω
και την Μόνικα. Ε, ; θα πάμε; γύρισε στον
Παράμετρο.
Ο Μάικ έφυγε την ίδια μέρα.
[δυο σελίδες από το καινούριο μου μυθιστόρημα]
Από την πρώτη φορά πού είδε τη φωτογραφία, στο προφίλ της στο φεις μπουκ, την ερωτεύτηκε. Πως συμβαίνει στη ζωή; Όταν συναντάς έναν άγνωστο, μια άγνωστη σε μια παρέα κάποιο βράδυ που πηγαίνετε για ποτό; Έτσι ακριβώς. Όταν όμως συναντάς το άτομο που πρόκειται να ζήσεις, να έχεις μια ιστορία μαζί του, τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Ο Μάικ τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ζήσει μια και ήταν ήδη σαράντα χρονών. Στη ζωή είναι αλλιώς, είπε στον εαυτό του. Πίσω απ τις οθόνες πως να ερωτευτείς;. Του φαινόταν απίθανο, έως απίστευτα τραγικό και τίναξε τη στάχτη απ το τσιγάρο του στο όστρακο. Που το είχε βρει αυτό το όστρακο; Αλλά τόσα χρόνια που του άρεσε η θάλασσα, τα νησιά τα ταξίδια, κάπου δε θα μάζευε ένα όστρακο για να το κάνει σταχτοθήκη; Ναι, το θυμήθηκε. Ήταν από το Καλοκαίρι του 2002 στα Κύθηρα. Τότε ζούσε με την Καίτη την παρ ολίγο γυναίκα του, τώρα ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα. Ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρω, μονολόγησε αλλά μόλις είδα τη φωτογραφία της, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησε κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα πάντα γι αυτήν. Ξεκίνησε από τις πληροφορίες. Έψαξε πρώτα να βρει πόσο χρονών ήταν. Τζίφος. Έγραφε πως γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια ένα. Πλάκα έκανε η κυρία κι έτρεξε παρακάτω να δει αν ήταν ελεύτερη. Ελεύθερη, ω, ναι, το είδε και ηρέμησε. Η Ντίνα ήταν ελεύθερη. Κοίταξε το επάγγελμα. Φιλόλογος. Εδώ κόμπιασε λίγο, αυτός ήταν ηλεκτρολόγος, μάστορας, ταιριάζει με μια φιλόλογο; Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, του είπε στο πρώτο τους τσάτ κι αυτός έτρεμε. Ναι, δίκιο έχεις της απάντησε αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει πόσο χρονών ήταν. Άσε, σκέφτηκε, πρώτη φορά ήταν που μιλήσαμε και ξαναγύρισε στις πληροφορίες που δεν τον φώτισαν και πολύ. Μόνο στις μουσικές προτιμήσεις ταιριάζανε απ ότι κατάλαβε, αυτή έπαιζε σκάκι, ο Μάικ τάβλι, δεν πειράζει, του έγραψε σε ένα μήνυμα, άμα έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις θα μονοτονίσουμε, καλύτερα να είμαστε λίγο διαφορετικοί. Για όλα έβρισκε λύσεις η Ντίνα. Η Κωνσταντίνα που έλεγε πως ήταν από την Αθήνα κι ο Μάικ έγραφε πως η καταγωγή του ήταν από το Μελιγαλά. Χα! κορόιδεψε εκείνη και σα να την έβλεπε που φύσηξε τη μύτη της.Χα! απ το Μελιγαλά! να το αλλάξεις στην ανάγκη να πεις ένα ψέμα και κάπου εκεί τσίνιξε λίγο ο Μάικ. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και του φάνηκε πως τα πράγματα θα γινόταν όπως και με τις άλλες εδώ μέσα. Το ξανασκέφτηκε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο στο μπαλκόνι του. Έπρεπε να φύγει, κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή, οχτώ, εντάξει, είχε ώρα ακόμη. Κοίταξε πέρα τον Ημμητό έτσι πως το είχαν καταντήσει. Βουνό ήταν αυτό; και ξαναγύρισε στο ποντίκι. Έπαιζε με το βέλος, που σταμάτησε ξαφνικά στην Μαρίνα. Στραβομουτσούνιασε. Ήταν από τις πρώτες που είχε γνωρίσει στο φεις. Μελαχροινή, σοβαρή, πανέμορφη φαινόταν στις φωτογραφίες και τον φλέρταρε με την πρώτη. Θυμήθηκε πως έκαναν πολλά όνειρα, πολλές νύχτες και μέρες, ώσπου εκείνη αραίωσε και τώρα δεν έλεγαν ούτε καλημέρα χωρίς να ξέρει το γιατί. Απορούσε που δεν την είχε διαγράψει από τους φίλους του και το ξανασκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Έσυρε το βέλος στη διαγραφή αλλά δείλιασε. Α στην, ας υπάρχει σκέφτηκε, να μου θυμίζει πως οι γυναίκες εδώ μέσα, όπως και στη ζωή, είναι ψεύτικες όλες. Όλες εκτός από την Ντίνα. Α, όλα κι όλα η Ντίνα ήταν αλλιώτικη, ήταν γυναίκα με αρχές, με ήθος. Αφηρημένα ξαναγύρισε στην αρχική σελίδα. Είδε πως του αφιέρωνε ανοιχτά, [αυτό δεν έλεγε κάτι;] ένα παλιό τραγούδι. Ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Άναψε κι άλλο τσιγάρο ακούγοντας το, φύσηξε τον καπνό μέσα κι έξω από την οθόνη. Λογάριασε πως ο έρωτας στο διαδίκτυο, είναι όπως ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Τεράστιο το ένα, απέραντο το άλλο, τι να κανε; Πως να βρισκε το ταίρι του σε ένα αρχιπέλαγος; Τέλειωσε με το τσιγάρο, έκλεισε την οθόνη βιαστικά και βγήκε.
Η
Ντίνα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης
που έδειχνε τα πάντα,
δεν μπορούσες να του κρύψεις τίποτα. Στεκόταν εκεί ολόγυμνη και κοίταζε
το
κορμί της. Δε ντρεπόταν, της άρεσε να βλέπει το ωραίο σώμα της. Ήταν
τριανταένα χρονών, αψεγάδιαστη κι αυτο της άρεσε πολύ. Έκανε μια αστεία
γκριμάτσα, πλησίασε
το πρόσωπο της στον καθρέφτη, ζούληξε τη μύτη της που την θεωρούσε
μεγάλη και
κάποτε, μικρή, είχε σκεφτεί να την κόψει. Ταυτόχρονα στο μυαλό της ήρθε ο
Μάικ.
Τον σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία, τον είδε στη φαντασία της, όπως ήταν σ
αυτή
τη φωτογραφία που είχε στο φει μπουκ. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί
αλλιώς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι της , σα να ήθελε να ξαστερώσει. Ή ώρα
ήταν
εννιά. Εννιά το βράδυ. Γυμνή όπως ήταν γύρισε στο σαλόνι. Στο μυαλό της
δεν
ήταν ο Μάικ τώρα, ήρθε ο Δημήτρης, ο
αιώνιος εραστής της. Χαμογέλασε που τόσα είχε να θυμηθεί μαζί του. Πέρασε το
χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, στάθηκε λίγο μετέωρη, άνοιξε τον υπολογιστή.
Κοίταξε να δει αν ήταν ο Μάικ μέσα. Όχι δεν ήταν. Καλύτερα σκέφτηκε, θα του
γραφε ένα ωραίο μήνυμα ανάμεσα από πασχαλιές που της είχε πει, ότι του άρεσαν. Τι να του γραφε όμως; Πήγε στα μηνύματα, έσυρε το βέλος, διάλεξε ένα μπουκέτο
πασχαλιές κι έγραψε από κάτω:" Όλα είναι τόσο ωραία, Γιατί να μην είμαστε
μαζί όταν πρέπει;" Πάτησε κοινοποίηση, το μήνυμα έφυγε σαν περιστέρι κι η
Ντίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πήγε στην αρχική σελίδα, έβαλε μουσική, ο ήχος του
Βιβάλντι γέμισε το σαλόνι. Αντάλλαξε μερικές καλησπέρες με κάποιες φίλες της
που στην ουσία δεν τις χώνευε αλλά από τις οθόνες ήταν υποχρεωμένη να είναι
ευγενικιά, μίλησε και σε μερικούς επίδοξους σαλιάρηδες εραστές της δεκάρας,
όπως τους αποκαλούσε από μέσα της και από έξω της αν χρειαζόταν, έτσι για να
περάσει η ώρα, μέχρι να πήγαινε δέκα που θα ερχόταν ο Δημήτρης, ο αιώνιος
εραστής. Της άρεσε που έκανε έρωτα μαζί του, δε φανταζόταν ποτέ τη ζωή της
χωρίς αυτόν. Ήταν υποχρεωμένη από τη φύση της να σέβεται όσα της έδιναν με
υπομονή και σύνεση. Στον έρωτα όμως δεν υπάρχει σύνεση! μονολόγησε δυνατά και
το γραψε σε κάποιον Τάκη που την φλέρταρε χρόνια τώρα στην οθόνη. Συμφωνώ μαζί
σου κι άλλες τέτοιες μπούρδες της απάντησε ο ξενέρωτος. Γιατί τα έκανε αυτά;
Δεν ξέρω, μονολόγησε σκεφτική. Δεν ήταν καμιά του πεταμού η Ντίνα, φαινόταν
έξυπνη γυναίκα εκτός απο το όμορφη. Αυτό το όμορφη την κόλλαγε στον τοίχο και ο
Μάικ της το είχε πει καθαρά: οι μπάνικοι δεν πάνε καλά στη ζωή τους.
Δυσανασχέτησε μ αυτή τη σκέψη. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άκουσε το κλειδί στην
πόρτα να γυρίζει αργά. Ήταν ο Δημήτρης, μόνο αυτός άνοιγε τόσο αργά, τόσα γλυκά
κι έμπαινε στο άνοιγμα γελαστός. Και το νερό ξανακύλησε στο ίδιο ποτάμι. Όρμησε στην αγκαλιά του και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα.
Πήγε στη δουλειά του ανόρεχτα και κείνη τη μέρα. Τίποτα δεν του φτιαχνε το
κέφι, πως είναι μερικές φορές που δε σου φτάνει τίποτα; Όλα του φαινόταν πληκτικά. Ακόμα και οι
πασχαλιές που τόσο αγαπούσε, στο μήνυμα της Ντίνας, ούτε αυτές του άρεσαν.
Είμαι βαρεμένος , σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος με μια φωτογραφία ξανά και
νευρίασε περισσότερο όταν θυμήθηκε μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια να βρει
σύντροφο μέσα απο το δίκτυο. Κάποια ανεπαίσθητη Μάρθα που έμενε στο Βέλγιο και
περίπου δυο μήνες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Εκείνη να δεις τι του λεγε
και τι έκανε! Δεν τον άφηνε στιγμη μόνο του. Όταν δεν ήταν στο δίκτυο του
έστελνε μηνύματα στο κινητό. Πέρασε όμως ο καιρός και σιγά-σιγά έστριψε κι αυτή
για άλλες πολιτείες και ο Μάικ δεν μπορούσε να συνεχίσει να θυμάται πόσες
Μάρθες είχε απορρίψει και πόσες Νίτσες τον είχαν στείλει για τσάι. Και να πεις
πως ήταν κανένας μαλάκας! Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο Μάικ, πως διάλο τα κατάφερνε
έτσι, δεν μπορούσε να το καταλάβει και γι αυτό ήταν νευριασμένος εκείνη τη
μέρα. Το ξανασκέφτηκε και είπε πως δεν έπρεπε να την χάσει με τίποτα. Εξ άλλου εκείνη του είχε κάνει την ερώτηση γιατί να μην
είμαστε μαζί όταν πρέπει...τι εννοούσε άραγε; Πότε έπρεπε να είναι μαζί; Αυτός
της είχε προτείνει να συναντηθούν κι εκείνη είχε αρνηθεί λέγοντας πως ήταν
νωρίς ακόμη, άρα; Άρα μάλλον παίζει μαζί μου μονολόγησε δυνατά. Τι είπες;
συνοφρυώθηκε ο προϊστάμενος του από το απέναντι γραφείο και τον κοίταζε
εξεταστικά. Δεν είναι τίποτε, έγνεψε. Μήπως είσαι ερωτευμένος; συνέχισε
ξύνοντας ένα φις με το δοκιμαστικό και του Μάικ του γυάλισε το μάτι. Μόνο οι
ερωτευμένοι χάσκουν έτσι γνωμάτευσε ο προϊστάμενος και ο Μάικ δεν έβλεπε την
ώρα να γυρίσει σπίτι, να μπει στον υπολογιστή και να την δει, να μιλήσει μαζί
της. Δεν μπορούσε στιγμή χωρίς αυτήν και κοίταξε τον υπολογιστή του
προιστάμενου. Να μπω λίγο; του γνεψε. Έλα, τον εξέτασε περίεργα σμίγοντας τα
χείλη μπρος και έξω. Όρμησε στον υπολογιστή, ο προϊστάμενος πήγε να κατουρήσει,
να χέσει, ίσως θα ήταν καλύτερα, ο
Μάικ χτύπησε τους κωδικούς γρήγορα μπήκε στο προφίλ του, κοίταξε στη συνομιλία,
τίποτε, η Ντίνα έλειπε. Ε, ναι, ρε, είπε στον εαυτό του. Η γυναίκα δουλεύει το
ξέχασες; Ναι, αλλά και άλλες μέρες που δούλευε ήταν μέσα. Ε, τώρα δεν είναι,
του απάντησε κάποιος ή κάποια που δεν τους ήξερε. Κοίταξε γύρω του, δεν τους είδε, ήταν καλά κρυμμένοι οι
άνθρωποι, δε φαίνονται όταν τους χρειάζεσαι, αλλά τι τον ένοιαζε; Αυτός άλλα
έπρεπε να κάνει τώρα.Σκέφτηκε να της γράψει ένα μήνυμα κι αστραπιαία του πέρασε
απο το μυαλό το σ αγαπώ, μα πως να της τό λεγε; Με τα πλήκτρα; Η αγάπη
εκφράζεται με όλους τους τρόπους, τι θα πει με τα πλήκτρα; αναρωτήθηκε και της το γραψε. Απλά, όμορφα με κεφαλαία, Σ΄ΑΓΑΠΩ. Το
κοίταξε ευχαριστημένος κι έκανε την αποστολή, πάτησε εντερ. Αυτό ήταν, τώρα η
Ντίνα θα ήξερε.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη
Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
-χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, ήταν που
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου, πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.
Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα.
Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος
Κι αφού εγώ τουλάχιστον σε ήξερα, σε είχα μάθει πως να
ξεφεύγεις από τις κακοτοπιές, πως να γλιτώσεις από τους επαναστάτες
Αλλά εσύ! ω εσύ, ταξίδευες πάντα με τους ανέμους σε όλες τις θάλασσες.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Πάει κανείς στο Ηρώδειο; το κινητό χειρότερο απ τη Μαριχουάνα, Στοπ, Ούτε η θεία Λόλα δεν υπάρχει πια και, ίσως μόνο τα ονόματα των ζωγράφων, Καραβάτζιο Γκόγια. Βελάσκεθ, Τιτσιάνο μπορεί να σου προκαλούν ίλιγγο με την άποψη μόνο στην εκφορά των ονομάτων τους και όχι με την μελέτη του έργου τους. Εξ άλλου έχουμε συνηθίσει να ωραιοποιούμε ότι παλιό και να μειώνουμε ότι σύγχρονο κι ας είναι καλύτερο από το παλιό. Δηλαδή πόσο ωραίος πίνακας είναι τέλος πάντων αυτό το "φιλί" του Γκουσταβ Κλιμτ; Και στο κάτω της γραφής πόσο καλύτεροι ήταν οι παλιοί συγγραφείς; δεν τα χω με κανέναν αλλά αυτή η αρχαιολαγνεία, αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση, νομίζω πως καταντάει εκνευριστική σε όσους τουλάχιστον έχουν κάτι να πουν στον σύγχρονο άνθρωπο που η τεχνητή νοημοσύνη πάει να τον καταστρέψει ολοσχερώς. Πίσω στα δάση λοιπόν.[αν και είμαι σίγουρος πως κανείς δε θα με πιστέψει
νΑ ΓΡΑΨΩ ΚΙ ΆΛΛΑ..ΑΝΒ ΚΆΤΩ; ΜΠΟΡΕΊ
ΟΙ
ΔΕΣΠΟΙΝΊΔΕΣ ΤΟΙΣ ΑΘΗΝΏΝ .. Ω αλευροπίτουρες! Ω άνδρες Αθηνών που
εξυμνείτε το κάλλος. Ο Πικάσο, παρ ότι λάτρευε το γυναικείο φύλο, τις
περισσότερες φορές προσπάθησε -χωρίς λόγο;- ν ασχημίσει τις μορφές των.
Τώρα.. αυτό το σπάσιμο των μορφών, η δυσκαμψία του ύφους, ίσως του
έβγαιναν τυχαία. [υπάρχει το τυχαίο στην τέχνη όταν αυτή δεν είναι
κλασσική] ΠΑΡΈΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΓΆΛΟΥΣ λέγεται αυτή η σειρά έργων που άρχισα
εδώ και λίγο καιρό. Και μ αρέσει γιατί πρόκειται για ένα σκάψιμο, μια
συνεύρεση με κάποιους απ αυτούς που μεγάλωσα μαζί τους και άλλους που η
δουλειά τους με συνεπήρε, με συντρόφευε, και γενικά αγαπούσα τις τρέλες
των, τις λύπες των και τον τρόπο που ζούσαν, τον μαγικό τρόπο της
τέχνης αλλά και το πόσο βασανιστικό είναι να συνυπάρξεις μαζί της.
Ανέβαινα με κόπο την Χαριλάου Τρικούπη, κάποιο μεσημέρι τον χειμώνα του 2060. Καταπληγωμένος που τόσα χρόνια ο κόσμος δε με καταλάβαινε, προσπαθούσα να τον καταλάβω εγώ. Ο κόσμος έλεγα, είναι σπουδαίο πράγμα, ο κόσμος είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Τώρα μάλιστα, που είχαν τελειώσει όλα τα θρησκευτικά δόγματα και είχαμε απελευθερωθεί από τις θρησκείες και τα καμώματα των παπάδων, η ζωή μας κυλούσε ανεξάρτητη, ελεύθερη. Εγώ βέβαια που πλησίαζα τα ενενήντα πέντε, παρά ήμουν παλιός αν και όλοι έλεγαν πως παρέμενα ένας διαχρονικός καφετζής και φαινόμουν πάραυτα ένας σαραντάρης της εποχής του μεγάλου πολέμου.
[ Η σύλληψη: ένας άνθρωπος με γιούςκοπέλες, δραστήριος, στο τέλος της εποχής ή μήπως, επειδή έχουν ασχοληθεί πολλοί, να πλεονάζει; Αλλά τότε ήταν θεατρικό, τώρα, στο διήγημα, η βασική αρχή θα είναι πάλι η επιβίωση των ηρώων λίγο πριν την καταστροφή και την περιστροφή των πόλων. Οι εναπομείναντες στις Άνδεις και στην Ελλάδα ή μάλλον νοτιότερα του Μεσημβρινού, στον οποίο θα αναπτυχθεί ξανά, τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, ο τέλειος πολιτισμός. Σχετικά με την περιστροφή των πόλων που λένε πως γίνεται περίπου κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νώε πιθανώς ήταν κάποιος μεγιστάνας που έζησε μια τέτοια ολική καταστροφή κι οπότε η εποχή των παγετώνων ξαναεμφανίζεται- Δεν είναι θέμα ανάπτυξης της θεωρίας, μπορεί να συμβεί στον ήρωα μας. Η περιφρόνηση των θεών, από έναν άνθρωπο σαν τον καφετζή-γιατί, ο καφετζής είναι που επιστρατεύεται να γίνει ο επόμενος Νώε και η θαλαμηγός του προσαράζει σε ένα καινούριο βουνό, όχι στο Αραράτ, πάντως.]
Καθώς προχωρούσα προς το μαγαζί μου, με αργά βήματα, σκεφτόμουν, πως είχαν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια από τότε που είχα γεννηθεί. Αμυδρότατα θυμάμαι, εικόνες από τη γέννηση μου, στη γωνιά, στο τζάκι, όπως έλεγε η μητέρα μου, που με έφερε στον κόσμο, χωρίς γιατρούς και μαμή. Το 2060 όμως αυτό θα ήταν αδιανόητο, όπως αδιανόητες ήταν τότε, για μας, οι εποχές που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε εδώ. Συνήθως, ήμουν από τους τελευταίους ανθρώπους που περπατούσαν ακόμη. Όλοι πετούσαν έχοντας στο στήθος, ένα τσιπάκι, που μετέφερε το ανθρώπινο σώμα, όπου κι όποτε ήθελε. Φανάρια στους δρόμους δεν υπήρχαν πια. Μόνο γιγάντιες οθόνες, πάνω από τα χτίρια κολοσσούς, κανόνιζαν την κίνηση, με αισθητήρες, πολύπλοκα αέρινα πλήκτρα-κουμπιά που τα πίεζαν αόρατα δάχτυλα.. Άναψα ένα τσιγάρο- οι άνθρωποι δεν καπνίζουν πια- αλλά εγώ, είπαμε ήμουν μια διαχρονική μαριονέτα, που πιθανώς κανείς δε με έβλεπε πια. Όλοι οι άνθρωποι, που πετούσαν, ήταν νέοι, μέχρι τριάντα ετών το πολύ. Κανείς δε μεγάλωνε περισσότερο. Η οριακή ηλικίατου ανθρώπου. Κάποιος Μαρξ, είχε πει πως οι άνθρωποι παλιά πέθαιναν τριάντα χρονών και τους έθαβαν εβδομήντα. Ίσως από αυτόν η επιστήμη να επικύρωσε την οριακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή τριάντα χρόνια, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Φυσικά, στις τεράστιες οθόνες μεταφερόταν; περιφερόταν; κάθε στιγμή η κίνηση στο σύμπαν. Οι ταχύτητεςπλησίαζαν το φως, η εξερεύνηση του γήινου κόσμου δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον, όσο στον Άρη, όπου προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι για ένα καλύτερο μέλλον. Στο φεγγάρι, τον ενδιάμεσο διαστημικό σταθμό, είχε δημιουργηθεί αδιαχώρητο.
Σταμάτησα μπροστά στο καφενείο μου που έγραφε ακόμα την επιγραφή και το έτος ίδρυσης. 1880. Το καφενείο το είχε πρωτοανοίξει κάποιος παππούς μου. Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είμαι μοναχογιός κι έζησα όλη μου τη ζωή εκεί μέσα. Το άφηνα επίτηδες έτσι, ασυντήρητο, αναπαλαίωτο, καθώς οι κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νόμους γι αυτά τα πατροπαράδοτα νεοκλασικά χτίρια. Σε όλους τους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι οι παλιοί σταρ. Ο Γκρέκορυ Πεκ, ο Τζέιμς Ντιν, η Μερυλιν, η Τζένη Καρέζη, ο Κούρκουλος. Όλοι πεθαμένοι, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Τώρα δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε κινηματογράφος. Ο καθένας άνθρωπος φτιάχνει πανεύκολα το δικό του φιλμ, τους δικούς του ήρωες, σε όποια οθόνη θέλει.
ΤΕΛΟΣ
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...