Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΕΛΛΑΣ, ΌΧΙ ΓΚΡΕΚΊΑ

 


Δε θα συμφωνήσω με τους πολλούς που κλαίνε και μοιρολογούν πως δεν υπάρχουν πια Έλληνες και θα ξεκινήσω μ ένα βασικό συμπέρασμα που εκδόθηκε από έγκυρες και διαπιστευμένες παγκόσμιες έρευνες: Η γενετική αλληλουχία του πληθυσμού της Ελλάδας, υπάρχει από την Νεολιθική εποχή έως σήμερα.
Άρα, λοιπόν, καμία δάφνη δεν κατεμαράνθη, όσο κι αν δάκρυζε ο κατά πάντας αξιότατος ποιητής, Διονύσιος Σολωμός.
Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν έπαψε ποτέ ν ακτινοβολεί και η συνέχεια του στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, η διατήρηση του Αρχαίου και Μεσαιωνικής σοφίας, οι λεκτικοί και φωνητικοί αρχαϊσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, οι παροιμίες και τα τραγούδια, τα τοπωνύμια, η αρχιτεκτονική, δηλώνουν την πραγματική εικόνα της Ελλάδας.
Καμία ανάγκη δεν έχουμε, αγαπητοί φίλοι, να ρωτάμε τους ξένους, ποια είναι η γνώμη τους για την Ελλάδα. Μήπως ξέρουν να μας πουν ποια είναι η γνώμη τους για τη δικιά τους πατρίδα; Την Αγγλία, την Ολλανδία, τη Γουαδελούπη; Γιατί καίγεστε να μάθετε τι σκέφτονται όλοι αυτοί για εμάς τους σύγχρονους Έλληνες; Διαφωνώ τελείως με τους μεμψίμοιρους, τους κλαψιάρηδες και φυσικά και με τον Λιαντίνη που ενίοτε προσπαθεί ν ανατρέψει και τον ίδιο του τον εαυτό! Αυτός δεν υπήρξε Νεοέλληνας και μάλιστα σημαντικός; γιατί απαξιώνει και διαλαλεί πως η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον χάρτη των Εθνών;
Η Ελλάδα δεν είναι αγαπητοί φίλοι, τα δέκα εκατομμύρια που κατοικούν εδώ και τα άλλα τόσα, διάσπαρτα σε όλον τον πλανήτη.
Λένε μερικοί πως δεν έχουμε ταυτότητα σαν λαός! αν είναι δυνατόν! Ένας λαός που η γλώσσα του-μαζί με τους Κινέζους- οι πολυπληθέστεροι και οι λιγότεροι! σε αριθμούς κατά μια σατανική σύμπτωση- μιλιέται και γράφεται από τότε που πρωτομίλησαν και πρωτοέγραψαν οι άνθρωποι.
Σκέφτομαι, γιατί να συνεχίσουμε αυτή την αθλιότητα, δηλαδή την σύγκριση Αρχαίων και Νέων Ελλήνων και να εξάγουμε συντριπτικό συμπέρασμα υπέρ των Αρχαίων; Μήπως σταμάτησε ποτέ αυτός ο τόπος να γεννάει άξιους ανθρώπους; δηλαδή ο Σολωμός τι είναι; αρχαίος ή νέος; Ο Παπανικολάου δεν έχει καμία σχέση με τον Ιπποκράτη; οι μεγάλοι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς, Καζαντζάκης και λοιποί για να μην αναφέρομαι σε καθέναν ξεχωριστά, δεν είναι απόγονοι των Αρχαίων; τι διάολο ανομοιότητα είναι αυτή; Θεωρώ ανοητολογία να υποστηρίζουμε την γνώμη, αλήθεια ποιοι βλαμμένοι υποστηρίζουν πως, επειδή οι Αγγλογάλλοι ανακάλυψαν τους Αρχαίους Έλληνες, άρα αυτοί είναι και οι απόγονοι τους! Γιατί;
Και γιατί μειώνουν εμάς που γεννηθήκαμε σ αυτό τον τόπο που λέγεται Ελλάς και όχι Γκρεκία [όποτε τους συμφέρει είμαστε Έλληνες και όποτε τους βλάφτει, είμαστε, Γραικύλοι].
Αν δηλαδή οι φίλοι μας οι Ιταλοί, κι αυτοί λένε πως είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, γεννιόντουσαν εδώ, στην Ελλάδα, θα ήταν καλύτεροι από εμάς; τους σύγχρονους Έλληνες; και γιατί; μήπως έχετε γνωρίσει τι συντριπτικά ελαχιστότατος λαός είναι οι Νορβηγοί; έχετε συνομιλήσει με ηλίθιους Γάλλους; με χαζοχαρούμενες Γερμανίδες; ή με τους υπερόπτες Άγγλους που το μέγιστο τους, ίσως πάνω από το 70%, δεν ξέρουν τι είναι η Ελλάδα! και το χειρότερο; ο μέσος Αμερικάνος σχεδόν πάνω από 90% δε γνωρίζει που βρίσκεται η χώρα που λέγεται Ελλάδα!
Αγαπητοί φίλοι, δε νομίζω πως χρειάζεται ν αναφερθώ εκτενώς σ αυτή την αθλιότητα κάποιου Φαλμεράγιερ, περί της Ελληνικότητας των Νέων Ελλήνων- αρκεί μια ώριμη σκέψη: ο τόπος αφομοιώνει τον μετανάστη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αφομοίωσε και τους κατακτητές.
Ένα μεγάλο ερώτημα παραμένει το γιατί όσοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα δεν είναι άξιοι συνεχιστές των, ενώ όσοι θέλουν να μείνουν εδώ, είναι καλύτεροι;
Δε με πιάνει καμιά ελληνολατρεία ή ελληνοπάθεια. Γνωρίζω πολύ καλά την ιστορία και τα πάθη μας, σαν λαού, και δεν πετάω στα ύψη. Αλλά οι βλακείες και οι διοχετευμένες επιθέσεις εναντίον μας, με εξαγριώνουν. Τι θέλει ο παγκόσμιος πολιτισμός από τους σύγχρονους Έλληνες; γιατί γκρινιάζουν για τις δικές μας αθλιότητες οι Αγγλογάλλοι; οι χορτάτοι κοιλαράδες Γερμανοαμερικάνοι; για πιο λόγο κατηγορούν τις ασπιδωτές κοιλιές των παπάδων μας;

 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ 3

 

 



Ωστόσο το ηφαίστειο είχε υπομονή μέχρι να εκραγεί, μέχρι να χάσει κανείς ολότελα τα μυαλά του και να μην υπολογίζει τίποτα, γιατί τίποτα δεν αξίζει. Όλα είναι προσωρινά αμετάκλητα. Η φωτιά που έκαιγε μέσα στα στήθη του Γιάννη Παράμετρου έσβηνε. Ήταν σαν ένα ξαφνικός πόνος που τελείωνε. Δεν είχε την υποψία, ήταν σίγουρος. Αυτή η σκιά που διάβηκε πάνω από τον κώνο του ηφαιστείου, μέσα από τη λάβα ενός κόσμου παραμελημένου και ανόητου, γιατί τάχα καιγόμαστε; δίκαιο ή άδικο δεν υπήρχε παρά μόνο στις φυλλάδες κάποιων ανόητων δικαστών, κάποιων αρχόντων που έτρωγαν με βουλιμία του συκώτι των λαών κ έπειτα έλεγαν πως έχουν δίκιο.
Η ομίχλη σκέπαζε από παντού τη θάλασσα, η άκρη της λίγης στεριάς, υψωνόταν κατακόρυφα, έκοβε την ομίχλη σα με σουγιά ενός πειρατή που εμφανίστηκε στη μέση της Καλδέρας. Ήταν ο Μάικ, ο Βίκινγκ που έψαχνε το δίκιο του. Απέναντι του ο Γιάννης Παράμετρος σφίγγοντας το ατσάλι πως έκανε το σωστό, γύρω και πίσω απ το σύννεφο που τυλίγει την ανθρώπινη πραγματικότητα κι ανάμεσό τους ο μπάτσος. Ο Εβραίος Σαμψωνίδης με το πιστόλι στη δεξιά και στην αριστερή παλάμη να πάλλεται.
Η διαμάχη ήταν σπουδαία. Ο Μάικ κατηγορούσε τον φίλο του πως αγάπησε τη γυναίκα του χωρίς τη θέληση της και άρα έπρεπε να πληρώσει γι αυτό με τη ζωή του,
-Ποιος το βεβαιώνει; ρώτησε ο Εβραίος.
-Δεν υπάρχουν μάρτυρες! Το λέω εγώ, εγώ που τον ξέρω από τότε που ήμασταν στη φυλακή..
-Και τι σημαίνει αυτό; γνωρίζεις πως η γυναίκα σου δεν πήγε με τη θέληση της μαζί του;
- Η Μόνικα αγαπούσε μόνον εμένα, αυτός την παρέσυρε με δόλιο τρόπο και άρα πρέπει να πεθάνει!
- Η πιο ωραία ζωή είναι η ψεύτικη! Και οι περισσότεροι των ανθρώπων ανόητοι. Μάικ θέλεις να ξαναπάς φυλακή; και να χάσεις τον καλύτερο σου φίλο; για μια γυναίκα που τώρα είναι δική σου; ρώτησε ο υπαστυνόμος.
-Τι ξέρεις εσύ από φιλία; πείσμωσε απαντώντας με ερώτηση. Εσύ ένας μπάτσος είσαι και μάλιστα Εβραίος
Ο Γιάννης Παράμετρος βγήκε απ τις σκιές της κόλασης ή του Άδη. Έσκισε το πουκάμισο του και προέβαλλε το στήθος κάνοντας στην άκρη τον υπαστυνόμο με το αριστερό χέρι.
-Χτύπα! Εδώ, ίσια στην καρδιά Μάικ! Χτύπα σου είπα και τον κοίταζε ίσια στα μάτια.
Η στιγμή ήτανε κρίσιμη. Ο Μάικ έκανε ένα βήμα μπροστά, ύψωσε το μαχαίρι που έλαμψε στις ανταύγειες της λάβας, ένα κατέβασμα με δύναμη στο μέρος της καρδιά και σε δευτερόλεπτα ο Γιάννης Παράμετρος δε θα υπήρχε στη ζωή. Ο ίδιος δεν κατάλαβε αν αγαπούσε περισσότερο τη ζωή ή τον θάνατο. Όσο κι αν πέρασε κοντά του, ξυστά από τη λεπίδα που έφυγε από το χέρι του Μάικ και κύλισε στα πόδια του.
-Δεν μπορώ να το κάνω! βόγκηξε! Βάζοντας τα κλάματα και κάθισε χάμω δίπλα στη λάβα, δίπλα στο κύμα που ορμούσε να την σβήσει.
Ο πόλεμος των σκιών είχε τελειώσει.

Στο βάθος του χρόνου είμαστε όλοι απελπισμένοι. Περιμένουμε κάτι να γίνει για ν αλλάξει η ζωή μας αλλά ο Γιάννης Παράμετρος δεν ήταν ποτέ ακριβώς απελπισμένος. Απλά του φαινόταν αδιόρατα τρελά ορισμένα πράγματα που έκαναν οι φίλοι του, οι άνθρωποι γενικότερα αλλά πρόσεχε, χωρίς να το επιδιώκει να φυλάγετε από τέτοιου είδους κακοτοπιές, σαν αυτή τώρα του Μάικ., που έκλαιγε σαν μικρό παιδί, ξαπλωμένος ανάσκελα στην παραλία.
-Γιατί κλαίει ο φίλος σου; ρώτησε η Ρόσα Πάβλοβα, απορημένη.
Δεν είχε τι να της απαντήσει, ή δεν ήξερε αν έπρεπε.
-Ο Μάικ είναι συγκινημένος επειδή πρέπει να γυρίσει πίσω.
-Γιατί δε μένεις λίγο ακόμα Μάικ; τον ρώτησε η Πάβλοβα σκουπίζοντας του τα μάτια. Αλήθεια ήσασταν μαζί στη φυλακή;
-Ναι, πάντα είμαστε μαζί αλλά τώρα έχουν χωρίσει οι δρόμοι μας κι αυτό δεν το αντέχω! Φώναξε και σηκώθηκε αγκαλιάζοντας μια τον έναν και μια την άλλη.
-Μην κάνεις έτσι Μάικ! Εδώ θα είμαστε, μη φοβάσα δε θα χάσεις τον φίλο σου! Θα έρθουμε στην Αθήνα να γνωρίσω και την Μόνικα. Ε, ; θα πάμε; γύρισε στον Παράμετρο.
Ο Μάικ έφυγε την ίδια μέρα.  

 

[δυο σελίδες από το καινούριο μου μυθιστόρημα] 


 

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

ΣΤΗ ΖΩΉ ΕΊΝΑΙ ΑΛΛΙΏΣ...

 

 

 


Από την πρώτη φορά πού είδε τη φωτογραφία, στο προφίλ της στο φεις μπουκ, την ερωτεύτηκε. Πως συμβαίνει στη ζωή; Όταν συναντάς έναν άγνωστο, μια άγνωστη σε μια παρέα κάποιο βράδυ που πηγαίνετε για ποτό; Έτσι ακριβώς. Όταν όμως συναντάς το άτομο που πρόκειται να ζήσεις, να έχεις μια ιστορία μαζί του, τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Ο Μάικ τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ζήσει μια και ήταν ήδη σαράντα χρονών. Στη ζωή είναι αλλιώς, είπε στον εαυτό του. Πίσω απ τις οθόνες πως να ερωτευτείς;. Του φαινόταν απίθανο, έως απίστευτα τραγικό και τίναξε τη στάχτη απ το τσιγάρο του στο όστρακο. Που το είχε βρει αυτό το όστρακο; Αλλά τόσα χρόνια που του άρεσε η θάλασσα, τα νησιά τα ταξίδια, κάπου δε θα μάζευε ένα όστρακο για να το κάνει σταχτοθήκη; Ναι, το θυμήθηκε. Ήταν από το Καλοκαίρι του 2002 στα Κύθηρα. Τότε ζούσε με την Καίτη την παρ ολίγο γυναίκα του, τώρα ήταν ερωτευμένος με τη Ντίνα. Ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρω, μονολόγησε αλλά μόλις είδα τη φωτογραφία της, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησε κι άρχισε να ψάχνει με μανία τα πάντα γι αυτήν. Ξεκίνησε από τις πληροφορίες. Έψαξε πρώτα να βρει πόσο χρονών ήταν. Τζίφος. Έγραφε πως γεννήθηκε το χίλια εννιακόσια ένα. Πλάκα έκανε η κυρία κι έτρεξε παρακάτω να δει αν ήταν ελεύτερη. Ελεύθερη, ω, ναι, το είδε και ηρέμησε. Η Ντίνα ήταν ελεύθερη. Κοίταξε το επάγγελμα. Φιλόλογος. Εδώ κόμπιασε λίγο, αυτός ήταν ηλεκτρολόγος, μάστορας, ταιριάζει με μια φιλόλογο; Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί, του είπε στο πρώτο τους τσάτ κι αυτός έτρεμε. Ναι, δίκιο έχεις της απάντησε αλλά δεν τόλμησε να τη ρωτήσει πόσο χρονών ήταν. Άσε, σκέφτηκε, πρώτη φορά ήταν που μιλήσαμε και ξαναγύρισε στις πληροφορίες που δεν τον φώτισαν και πολύ. Μόνο στις μουσικές προτιμήσεις ταιριάζανε απ ότι κατάλαβε, αυτή έπαιζε σκάκι, ο Μάικ τάβλι, δεν πειράζει, του έγραψε σε ένα μήνυμα, άμα έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις θα μονοτονίσουμε, καλύτερα να είμαστε λίγο διαφορετικοί. Για όλα έβρισκε λύσεις η Ντίνα. Η Κωνσταντίνα που έλεγε πως ήταν από την Αθήνα κι ο Μάικ έγραφε πως η καταγωγή του ήταν από το Μελιγαλά. Χα! κορόιδεψε εκείνη και σα να την έβλεπε που φύσηξε τη μύτη της.Χα! απ το Μελιγαλά! να το αλλάξεις στην ανάγκη να πεις ένα ψέμα και κάπου εκεί τσίνιξε λίγο ο Μάικ. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του και του φάνηκε πως τα πράγματα θα γινόταν όπως και με τις άλλες εδώ μέσα. Το ξανασκέφτηκε κι άναψε ένα ακόμα τσιγάρο στο μπαλκόνι του. Έπρεπε να φύγει, κοίταξε το ρολόι στον υπολογιστή, οχτώ, εντάξει, είχε ώρα ακόμη. Κοίταξε πέρα τον Ημμητό έτσι πως το είχαν καταντήσει. Βουνό ήταν αυτό; και ξαναγύρισε στο ποντίκι. Έπαιζε με το βέλος, που σταμάτησε ξαφνικά στην Μαρίνα. Στραβομουτσούνιασε. Ήταν από τις πρώτες που είχε γνωρίσει στο φεις. Μελαχροινή, σοβαρή, πανέμορφη φαινόταν στις φωτογραφίες και τον φλέρταρε με την πρώτη. Θυμήθηκε πως έκαναν πολλά όνειρα, πολλές νύχτες και μέρες, ώσπου εκείνη αραίωσε και τώρα δεν έλεγαν ούτε καλημέρα χωρίς να ξέρει το γιατί. Απορούσε που δεν την είχε διαγράψει από τους φίλους του και το ξανασκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Έσυρε το βέλος στη διαγραφή αλλά δείλιασε. Α στην, ας υπάρχει σκέφτηκε, να μου θυμίζει πως οι γυναίκες εδώ μέσα, όπως και στη ζωή, είναι ψεύτικες όλες. Όλες εκτός από την Ντίνα. Α, όλα κι όλα η Ντίνα ήταν αλλιώτικη, ήταν γυναίκα με αρχές, με ήθος. Αφηρημένα ξαναγύρισε στην αρχική σελίδα. Είδε πως του αφιέρωνε ανοιχτά, [αυτό δεν έλεγε κάτι;] ένα παλιό τραγούδι. Ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Άναψε κι άλλο τσιγάρο ακούγοντας το, φύσηξε τον καπνό μέσα κι έξω από την οθόνη. Λογάριασε πως ο έρωτας στο διαδίκτυο, είναι όπως ο έρωτας στο αρχιπέλαγος. Τεράστιο το ένα, απέραντο το άλλο, τι να κανε; Πως να βρισκε το ταίρι του σε ένα αρχιπέλαγος; Τέλειωσε με το τσιγάρο, έκλεισε την οθόνη βιαστικά και βγήκε.

 Η Ντίνα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη της. Ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης που έδειχνε τα πάντα, δεν μπορούσες να του κρύψεις τίποτα. Στεκόταν εκεί ολόγυμνη και κοίταζε το κορμί της. Δε ντρεπόταν, της άρεσε να βλέπει το ωραίο σώμα της. Ήταν τριανταένα χρονών, αψεγάδιαστη κι αυτο της άρεσε πολύ. Έκανε μια αστεία γκριμάτσα, πλησίασε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, ζούληξε τη μύτη της που την θεωρούσε μεγάλη και κάποτε, μικρή, είχε σκεφτεί να την κόψει. Ταυτόχρονα στο μυαλό της ήρθε ο Μάικ. Τον σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία, τον είδε στη φαντασία της, όπως ήταν σ αυτή τη φωτογραφία που είχε στο φει μπουκ. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί αλλιώς.Ύστερα κούνησε το κεφάλι της , σα να ήθελε να ξαστερώσει. Ή ώρα ήταν εννιά. Εννιά το βράδυ. Γυμνή όπως ήταν γύρισε στο σαλόνι. Στο μυαλό της δεν ήταν ο Μάικ τώρα, ήρθε ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής της. Χαμογέλασε που τόσα είχε να θυμηθεί μαζί του. Πέρασε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της, στάθηκε λίγο μετέωρη, άνοιξε τον υπολογιστή. Κοίταξε να δει αν ήταν ο Μάικ μέσα. Όχι δεν ήταν. Καλύτερα σκέφτηκε, θα του γραφε ένα ωραίο μήνυμα ανάμεσα από πασχαλιές που της είχε πει, ότι του άρεσαν. Τι να του γραφε όμως;  Πήγε στα μηνύματα, έσυρε το βέλος, διάλεξε ένα μπουκέτο πασχαλιές κι έγραψε από κάτω:" Όλα είναι τόσο ωραία, Γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει;" Πάτησε κοινοποίηση, το μήνυμα έφυγε σαν περιστέρι κι η Ντίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πήγε στην αρχική σελίδα, έβαλε μουσική, ο ήχος του Βιβάλντι γέμισε το σαλόνι. Αντάλλαξε μερικές καλησπέρες με κάποιες φίλες της που στην ουσία δεν τις χώνευε αλλά από τις οθόνες ήταν υποχρεωμένη να είναι ευγενικιά, μίλησε και σε μερικούς επίδοξους σαλιάρηδες εραστές της δεκάρας, όπως τους αποκαλούσε από μέσα της και από έξω της αν χρειαζόταν, έτσι για να περάσει η ώρα, μέχρι να πήγαινε δέκα που θα ερχόταν ο Δημήτρης, ο αιώνιος εραστής. Της άρεσε που έκανε έρωτα μαζί του, δε φανταζόταν ποτέ τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ήταν υποχρεωμένη από τη φύση της να σέβεται όσα της έδιναν με υπομονή και σύνεση. Στον έρωτα όμως δεν υπάρχει σύνεση! μονολόγησε δυνατά και το γραψε σε κάποιον Τάκη που την φλέρταρε χρόνια τώρα στην οθόνη. Συμφωνώ μαζί σου κι άλλες τέτοιες μπούρδες της απάντησε ο ξενέρωτος. Γιατί τα έκανε αυτά; Δεν ξέρω, μονολόγησε σκεφτική. Δεν ήταν καμιά του πεταμού η Ντίνα, φαινόταν έξυπνη γυναίκα εκτός απο το όμορφη. Αυτό το όμορφη την κόλλαγε στον τοίχο και ο Μάικ της το είχε πει καθαρά: οι μπάνικοι δεν πάνε καλά στη ζωή τους. Δυσανασχέτησε μ αυτή τη σκέψη. Έκλεισε τον υπολογιστή κι άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει αργά. Ήταν ο Δημήτρης, μόνο αυτός άνοιγε τόσο αργά, τόσα γλυκά κι έμπαινε στο άνοιγμα γελαστός. Και το νερό ξανακύλησε στο ίδιο ποτάμι. Όρμησε στην αγκαλιά του και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα.
Πήγε στη δουλειά του ανόρεχτα και κείνη τη μέρα. Τίποτα δεν του φτιαχνε το κέφι, πως είναι μερικές φορές που δε σου φτάνει τίποτα;  Όλα του φαινόταν πληκτικά. Ακόμα και οι πασχαλιές που τόσο αγαπούσε, στο μήνυμα της Ντίνας, ούτε αυτές του άρεσαν. Είμαι βαρεμένος , σκέφτηκε, είμαι ερωτευμένος με μια φωτογραφία ξανά και νευρίασε περισσότερο όταν θυμήθηκε μια ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια να βρει σύντροφο μέσα απο το δίκτυο. Κάποια ανεπαίσθητη Μάρθα που έμενε στο Βέλγιο και περίπου δυο μήνες αντάλλαζαν όρκους αιώνιας αγάπης. Εκείνη να δεις τι του λεγε και τι έκανε! Δεν τον άφηνε στιγμη μόνο του. Όταν δεν ήταν στο δίκτυο του έστελνε μηνύματα στο κινητό. Πέρασε όμως ο καιρός και σιγά-σιγά έστριψε κι αυτή για άλλες πολιτείες και ο Μάικ δεν μπορούσε να συνεχίσει να θυμάται πόσες Μάρθες είχε απορρίψει και πόσες Νίτσες τον είχαν στείλει για τσάι. Και να πεις πως ήταν κανένας μαλάκας! Μια χαρά άνθρωπος ήταν ο Μάικ, πως διάλο τα κατάφερνε έτσι, δεν μπορούσε να το καταλάβει και γι αυτό ήταν νευριασμένος εκείνη τη μέρα. Το ξανασκέφτηκε και είπε πως δεν έπρεπε να την χάσει με τίποτα.
  Εξ άλλου εκείνη του είχε κάνει την ερώτηση γιατί να μην είμαστε μαζί όταν πρέπει...τι εννοούσε άραγε; Πότε έπρεπε να είναι μαζί; Αυτός της είχε προτείνει να συναντηθούν κι εκείνη είχε αρνηθεί λέγοντας πως ήταν νωρίς ακόμη, άρα; Άρα μάλλον παίζει μαζί μου μονολόγησε δυνατά. Τι είπες; συνοφρυώθηκε ο προϊστάμενος του από το απέναντι γραφείο και τον κοίταζε εξεταστικά. Δεν είναι τίποτε, έγνεψε. Μήπως είσαι ερωτευμένος; συνέχισε ξύνοντας ένα φις με το δοκιμαστικό και του Μάικ του γυάλισε το μάτι. Μόνο οι ερωτευμένοι χάσκουν έτσι γνωμάτευσε ο προϊστάμενος και ο Μάικ δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι, να μπει στον υπολογιστή και να την δει, να μιλήσει μαζί της. Δεν μπορούσε στιγμή χωρίς αυτήν και κοίταξε τον υπολογιστή του προιστάμενου. Να μπω λίγο; του γνεψε. Έλα, τον εξέτασε περίεργα σμίγοντας τα χείλη μπρος και έξω. Όρμησε στον υπολογιστή, ο προϊστάμενος πήγε να κατουρήσει, να χέσει, ίσως θα ήταν καλύτερα, ο Μάικ χτύπησε τους κωδικούς γρήγορα μπήκε στο προφίλ του, κοίταξε στη συνομιλία, τίποτε, η Ντίνα έλειπε. Ε, ναι, ρε, είπε στον εαυτό του. Η γυναίκα δουλεύει το ξέχασες; Ναι, αλλά και άλλες μέρες που δούλευε ήταν μέσα. Ε, τώρα δεν είναι, του απάντησε κάποιος ή κάποια που δεν τους ήξερε.  Κοίταξε γύρω του, δεν τους είδε, ήταν καλά κρυμμένοι οι άνθρωποι, δε φαίνονται όταν τους χρειάζεσαι, αλλά τι τον ένοιαζε; Αυτός άλλα έπρεπε να κάνει τώρα.Σκέφτηκε να της γράψει ένα μήνυμα κι αστραπιαία του πέρασε απο το μυαλό το σ αγαπώ, μα πως να της τό λεγε; Με τα πλήκτρα; Η αγάπη εκφράζεται με όλους τους τρόπους, τι θα πει με τα πλήκτρα; αναρωτήθηκε και της το γραψε. Απλά, όμορφα με κεφαλαία, Σ΄ΑΓΑΠΩ. Το κοίταξε ευχαριστημένος κι έκανε την αποστολή, πάτησε εντερ. Αυτό ήταν, τώρα η Ντίνα θα ήξερε.

 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

ΒΛΑΚΑΣΜΑΝ

 


 

-Έλα εδώ ρε!
-Τι να ρθω να κάμω; μου χαλάς το κέφι δε σε μπορώ!
-Γιατί ρε, τι σου κανα;
-Έχεις παραγίνει συντηριτικούρα. Έχεις διαρκώς κατεβασμένα μούτρα..λες και σου πήρανε το βόδι
-Και τι θες να κάνω; να γελάω σαν ηλίθιος και μόνος! που είναι το βόδι; απορεί εν τέλει ο βλάκασμαν
-Ναι, έτσι να κάμεις. Εμείς προχτές με τον Μάικ που δεν έχουμε να φάμε, μόλις του τραγούδησα το "θα σου πάρω ένα κουτί με σπίρτα" δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε το γέλιο μια ώρα!
-Γελάγατε μια ώρα επειδή είπες για το σπίρτο; σουφρώνει τα χείλια του ο αηδίας σύγχρονος Γκρέκος
-Να γελάς επειδή το νιώθεις, επειδή σου σηκώνεται ακόμα το πουλί και έχεις κέφια για αστεία, επειδή θέλεις να ζήσεις και να χαρείς, όχι να πεθαίνεις μέσα σε μαυρίλες και σεμνοτυφίες..
-Με λες σεμνότυφο επειδή είμαι σοβαρός; επειδή είμαι μετρημένος; εσύ δεν είσαι καλά!
-Αυτά σε έχουν φάει! οι σεμνοτυφίες, οι κρυμμενο-αηδίες σου, τάχα πως σου φταίνε οι λέξεις και οι εικόνες..
-Ε, πως! δεν μπορούμε να τα μηδενίζουμε όλα, υπάρχει και θεός, κουνάει το κεφάλι του ο πλερέζαρμεν
-Υπάρχει ε;
-Ποιο; το βόδι; κοιτάζει γύρω του με τρόμο
-Κι άμα σου πω και το άλλο θα φύγεις τρέχοντας και δε θα μου μιλάς εσαεί..
Μένει να με κοιτάζει σαν χάνος.[πως κοιτάει ο χάνος; έχετε δει ψάρι να σε κοιτάει;]
-Αλλά εγώ θα σου το πω εσύ έτσι κι αλλιώς: φοβάσαι γι αυτό δε γελάς! γι αυτό γίνεσαι σεμνότυφος και τάχα ταπεινός. Φοβάσαι τις λέξεις, τις εικόνες.. μόλις δεις ζωγραφισμένο μουνί κάνεις σαν να μην το βλέπεις-μήπως και το είδες καμιά φορά κατάμουτρα;
-Εσύ από αυτά που κάνεις πήγες χαμένος!
-Ενώ εσύ πήγες μπροστά! πα να φύγω δε σε αντέχω Γκρέκο, μου χαμηλώνεις το ηθικό που σε βλέπω μέσα σου κι απ έξω σου μαυρισμένο. Και το χειρότερο που δε βλέπω να αλλάζεις ούτε με χειρόφρενο!

 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Η ΤΥΧΕΡΉ ΜΟΥ ΜΈΡΑ 2

 

 

 

 
Η ΤΥΧΕΡΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ.
Κατέβαινα την Ιπποκράτους χτες το πρωί και κάτι, όταν στη διασταύρωση με την Σόλωνος, διαβαίνοντας απέναντι, πήρε τον μάτι μου τον χοντρό ταξιτζή που παράτησε το ταξί με τα κλειδιά στο καντράν και βγήκε στο πεζοδρόμιο, σχεδόν έπεσε πάνω μου, που πας έτσι βιαστικός, του λέω, να φάω μια τυρόπιτα με έκοψε η πείνα, μου λέει, πάρε μια μπουγάτσα του κλείνω το μάτι, με την τυρόπιτα θα διψάς. Δίκιο έχεις, μου λέει και ορμάει στη μπουγάτσα, ενώ εγώ πηδάω σβέλτα μέσα στο ταξί, στη θέση του οδηγού, πατάω γκάζι και εξαφανίζομαι στο κενό, ενώ ο ταρίφας έχει μείνει με τη μπουγάτσα στο ανοιχτό στόμα να κατακυλάει και στη χοντρή κοιλιά του. Που πας; περίμενε! άκουσα τις φωνές του, πρωί και κάτι ήταν, τι μέ ένοιαζε, εγώ είχα ένα ταξί και διολισθούσα πέρα στην Πατησίων, τι ωραία, έβρεχε κίνηση πολύ δεν είχε, οπότε, μες τη βροχή, πρωί και κάτι μου σηκώνει το χέρι μια ξανθιά, ταξί! ταξί! φωνάζει κι εγώ σταματώ μπροστά της κι ανοίγω την μπροστινή πόρτα. Μπαίνει μέσα γελαστή, πανγέλαστη, όμορφη, εσύ δε μοιάζεις με ταρίφα, μου κάνει και με εξετάζει, ναι, όχι, δεν είμαι, τα ψιλομπερδεύω αλλα δεν πειράζει, είσαι ωραίος! την ακούω που ανοίγει τα πόδια της και τρέχω, τρέχω πρωί και κάτι προς την Εθνική οδό, που πάμε; ουρλιάζει η ξανθιά, αυτός δεν είναι ο δρόμος μου, ούτε ο δικός μου! ουρλιάζω κι εγώ και σταματώ σε μιαν άκρη γκρεμόδασους. Με κοιτάζει, είναι πρωί και κάτι, μου λέει αναψοκοκκινισμένη καθώς εγώ πέφτω πάνω της, αυτή ανοίγει τα πόδια, το ταξί τραντάζεται, τα τακούνια χτυπάνε στον ουρανό, τι μου κάνεις! προλαβαίνει να φωνάξει μια - δυο φορές αλλά μετά φωνάζει αλλιώτικα, κάποιοι μας ακούνε κι όταν τελειώνουμε βλέπουμε τις φάτσες γύρω από τα τζάμια που, αφού απήλαυσαν το μάτι εξαφανίζονται ως δια μαγείας, σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα, λέω στην ξανθιά, πως σε λένε, με ρωτάει, χαρούμενη, ευτυχισμένη, κι εμένα, μου λέει, ναι γιατί σε βρήκα στο δρόμο μου, πως σε λένε; Νίκο, απαντώ, τι σημασία έχουν τα ονόματα πάμε να φύγουμε από εδώ τώρα θα μας κυνηγάει όλη η αστυνομία και βλέπω τα πρώτα περιπολικά κάπου πίσω μας, στο βάθος να ξεσκίζουν με τις σειρήνες τους τον κόσμο μας. Εμάς κυνηγάνε; απορεί η ξανθιά καθώς φοράει την κυλότα της κι εγώ ξεκινώ σαν σίφουνας, οι τροχοί στριγγλίζουν, η άσφαλτο σπιθίζει, είμαι πιο γρήγορος απ τους μπάτσους, χάνομαι πίσω και μακριά. Ηρεμώ. Οδηγώ σε έναν παράδρομο κάπου στην Ακράτα. Δεν έχω ξανάρθει εδώ! κάνει με τρόμο η ξανθιά. Πως σε λένε; την ρωτώ. Νίκη, μου λέει, τι σημασία έχουν τα ονόματα, ακόμα είναι πρωί και κάτι, δεν πάμε για κανέναν καφέ; Ναι, λέω, πάμε κι αράζουμε στην κεντρική καφετέρια, οπότε μας πλησιάζει ο παραθαλάσσιος μπάτσος, μήπως είδατε κανένα ταξί; μας ρωτάει, όχι! απαντάμε ταυτόχρονα εμείς οι δυο, κάποιος έκλεψε ένα ταξί, μου είπαν τώρα στο ασύρματο αλλά ποιος νοιάζεται! λέει και εξαφανίζεται στην πολυθρόνα του, ενώ εμείς κυλάμε στην άβυσσο του πρωινού, παίρνουμε ένα φραπέ στο χέρι κι ορμάμε στην παραλία των ονείρων.
[Από τα μικρά ΣΑΤΙΡΙΚΑ μου.--μόλις γραφέν σήμερα το πρωί!]

 

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

ΑΡΑΧΝΈΝΙΟΣ

 


Είχε σκιάσει το πρόσωπο της σαν μ ένα χρώμα δέρματος με πολύ πράσινο μέσα του και πρόσδινε μια άλλη ανταύγεια στην ωραιότητα της- αν και δεν μπορούσες να πεις πως ήταν ακριβώς όμορφη γυναίκα η Μαριλένα, που ήταν μικρή, ίσως μόνο εικοσιπέντε χρονών. Είχε έναν τύπο ξανθό, ίσια μαλλιά, σχεδόν σκληρά χαρακτηριστικά με κάποιες φακίδες που κατά έναν περίεργο τρόπο συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά την ακμή της ήβης σε ορισμένα πρόσωπα. Μακρύ λαιμό, στηριγμένο σε εξώπλατους ώμους, στήθος τσιτωμένο έτοιμο να πεταχτεί από το φόρεμα, σπάνια φορούσε σουτιέν. Από κει και κάτω ήταν πιο όμορφη. Κάτω από τη μέση, όπου επιτρέπονταν όλα τα χτυπήματα, σύμφωνα με το νόμο του Μάρκου Συνεπιάδη.
Στο ίδιο τραπέζι είχαν καθίσει πολλές φορές. Στρωμένο από ιδανικά χέρια, φτιαγμένο από σοβαρούς σεφ, σερβιρισμένο από χαμογελαστούς μπάτλερ, χαβιάρι και χρήμα. Ότι πιο ωραίο προσφέρει αυτή η ζωή σε ανθρώπους σαν τον χρηματιστή Νίκο Ανθρωπέσκου.
-Αυτό είναι η ζωή Μάρκο! Χαβιάρι και χρήμα!
-Μμμμ, μόρφασε σαν τον Κλίντ Ίστγουντ, αυτός, στο Για μια χούφτα δολάρια.
Η ευτυχία που καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο του Ανθρωπέσκου εξ αιτίας του χρήματος και του χαβιαριού που ήταν λίγο μεγαλύτερος της γυναίκας του Μαριλένας, δηλαδή περίπου τριαντάρης, η ευτυχία, λοιπόν, ήταν απλωμένη, ήταν αιώνια επειδή έμοιαζε να τα έχει όλα. Λεφτά, υγεία, μια υπέροχη γυναίκα. Υγεία; Αυτή δεν ήταν και απόλυτα εξακριβωμένη, κάτι του έλειπε, κάτι που δε φαινόταν αλλά υπήρχε. Ήταν άρρωστος; Και τότε πως χαμογελούσε; Οι άρρωστοι απ ότι ξέρετε δε χαμογελούν. Τότε;
-Δεν μπορώ να κάνω έρωτα Μάρκο!
Ο Μάρκος έφτυσε σαν τον Ρόμπερτ Μίτσαμ. Στράβωσε το ωραίο πρόσωπο του, κάτι δεν του άρεσε σ αυτή τη δήλωση.
-Μη το ψάχνεις φίλε μου, ψιθύρισε. Αυτή είναι η αλήθεια. Γεννήθηκα χωρίς πέος.
Ο Μάρκος είχε μείνει μετέωρος να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ο Ανθρωπέσκου του το κλεισε με ευλάβεια.
-Η κρυφή συμφωνία μας ισχύει εφ όρου ζωής, σκλήρυνε τον τόνο της φωνής του. Ξέρω, είμαι γνώστης τι κάνεις με τη γυναίκα μου. Την αγαπώ και θα κάνω τα πάντα να είμαι μαζί της. Εσύ δεν την αγαπάς, εσύ θέλεις το χρήμα από μένα και το κορμί της για να διασκεδάσεις τον αισχρό σου χαραχτήρα! Και μη! Μην κουνιέσαι! Κάτω απ τη μασχάλη έχω το όπλο που θα σε στείλει πολύ εύκολα στο σκοτάδι!
Αυτό τον αισχρό σου χαρακτήρα, είχε εντυπωθεί πολύ άσχημα στο μυαλό του Μάρκου Συνεπιάδη από εκείνο το βράδυ που είχαν περάσει σχεδόν τρία χρόνια κι αυτός συνέχιζε να είναι σκλάβος του χρήματος και της σάρκας. Και τα δυο: χρήμα, σάρκα εξουσιάζουν τον κόσμο, σκέφτηκε.
-Χρήμα και σάρκα, απάντησε στον Σωλήνα.
-Τι είπες; παραξενεύτηκε αυτός.
-Τίποτα, συνήλθε. Βάλε βότκα.
-Μην πίνεις άλλο, συνέχισε το βιολί του αυτός, γεμίζοντας με άσπρο θάνατο το γυαλιστερό ποτό που κελάρυζε γαργαλιστικά ανάμεσα από τα στρόγγυλα παγάκια. Δεν ήρθαν ακόμα;
-Βλέπεις να ήρθαν, σκυθρώπιασε.
Ο Σωλήνας έφυγε πάλι σαν τον σκίουρο πάνω στο δέντρο. Ο Μάρκος γύρισε στην καταθλιπτική πραγματικότητα και σκέφτηκε πως έπρεπε να τελειώνει μ αυτή την ιστορία. Να τελειώνει αλλά πως; Να τον σκότωνε. Να τον σκότωνε; Ναι και τότε όλα θα έμεναν δικά του. Χρήμα, σάρκα, ευτυχία. Ναι, αυτό θα έκανε, θα τον σκότωνε. Εξ άλλου εκείνος δεν είχε πει πως είχε όπλο κάτω απ τη μασχάλη και πως ήταν εύκολο να τον στείλει στο σκοτάδι; Γιατί να μη τον έστελνε αυτός;
Σηκώθηκε αποφασισμένος για όλα όπως ο Αλ Πατσίνο στον Κυνηγημένο, πέταξε πάνω στη μπάρα μια χούφτα Ευρώ, που αναπήδησαν και ακούστηκε αυτός ο ήχος του αναπηδήματος σαν να ήταν μόνο αυτά εκεί, μέχρι που έμειναν ακούνητα πάνω στο μάρμαρο, και με αργά βήματα πήγε προς την έξοδο. [Κοντινό στο πρόσωπο του Σωλήνα καθώς και στο χέρι του που μαζεύει τα ευρώ.]
Ο Μάρκος βγήκε στο λουσμένο μαύρο, ενώ ένα φεγγάρι πασπάλιζε με χρώμα κίτρινο έναν κόσμο παράξενο. Περπάτησε παραπέρα, βγήκε στην άσφαλτο, στάθηκε στη μέση του δρόμου, κοίταξε δεξιά κι αριστερά, πίσω από τους κορμούς των δέντρων με υποψία, κάποιος φάνηκε να κρύβεται εκεί, ίσως ήταν ο Ανθρωπέσκου! Ναι, αυτός ήταν και ξεπρόβαλλε μπροστά από τον κορμό κρατώντας το όπλο και σημαδεύοντας τον από τα έξι μέτρα.
-Ξεπέρασες τα ανθρώπινα όρια και γι αυτό πρέπει να πεθάνεις! Του είπε επίσημα.
Απόσπασμα από το διήγημα μου με τίτλο ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

ΉΣΟΥΝΑ ΜΌΝΗ

 


 

Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ολόγυρα από τον κόσμο σου ένα κίτρινο έφεγγε
Όχι, όχι δεν ήταν φωτοστέφανο, δεν ήσουν αγία εσύ
Και πως γίνεται να μη θυμάμαι;
Εγώ που πάντα φρόντιζα να ξέρω τι σκέφτεσαι επειδή σ αγαπούσα;
Όμως αυτή τη φορά με κορόιδεψες, ήξερες πως θα πονούσα και παρ όλα αυτά έφευγες.
Γιατί σου είχα πει, πριν πάρω τους δρόμους να φοβάσαι τον εαυτό σου στους πέντε ανέμους
Αλλά εσύ! ω εσύ, ήσουν πάντα άνεμος που ταξίδευες με όλα τα ποτάμια
δε σε νοιαζε ποτέ τι θ απογίνω μέσα σ αυτή την πολιτεία μονάχος
με όλους τους επαναστάτες γύρω μου να λιθοβολάνε το κενό.
Πάντα οι επαναστάτες κρύβονταν.

Τι φορούσες όταν έφυγες;
Το κόκκινο της νύχτας στα χείλη

Οι φωνές για τα περασμένα για όσα δεν έγιναν καλά
-γιατί τις ώρες των χωρισμών σκεφτόμαστε τα κακά;-
μα εσύ έφευγες ήταν οριστικό, όπως ότι υπάρχει ο ήλιος
όπως μέσα σ αυτή την πολιτεία χρόνια φορούσα το δικό σου παντελόνι και
δεν σκέφτηκα πως μια τέτοια νύχτα θα την έκανες για κάπου που δεν ήθελες να ξέρω.
Μόνον εγώ περπατούσα σ αυτούς τους δρόμους
Ναι, δεν ήταν η ώρα να περάσω από το σπίτι σας
φοβόμουν τους επαναστάτες, τα φοβόμουν όλα αλλά δεν ήξερα
Δεν ήξερα πως δε μ αγαπούσες λίγο, ούτε πως είχες πάρει την απόφαση
-χρόνια κρυβόσουν έτσι που δεν το θεωρούσα εύκολο αλλά να, ήταν που
κάτι όμοιο με την ελπίδα του ανίατου άρρωστου, πως τάχα θα γίνει καλά.
Ή πως οι επαναστάτες θα έπαιρναν κάποτε τούτη την πόλη κρυμμένοι στα σκοτεινά
μαζί κι εμένα που τριγυρνούσα μέσα στην καρδιά της, μέσα στην καρδιά σου.

Τι φορούσες όταν έφυγες;
Ναι, καταλάβαινα από πριν πότε ανθίζουν τα χρυσάνθεμα.
Λίγο πριν, λίγο μετά
Αλλά τι νόημα είχε αυτή μας η αγάπη; Εμείς δεν έπρεπε να συναντηθούμε
έτσι λέγαν τα σημεία, δυο άρρωστοι κι ο έρωτας τρίτος
Κι αφού εγώ τουλάχιστον σε ήξερα, σε είχα μάθει πως να
ξεφεύγεις από τις κακοτοπιές, πως να γλιτώσεις από τους επαναστάτες
Αλλά εσύ! ω εσύ, ταξίδευες πάντα με τους ανέμους σε όλες τις θάλασσες.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

ΗΡΩΔΕΙΟ

 

 


Πάει κανείς στο Ηρώδειο; το κινητό χειρότερο απ τη Μαριχουάνα, Στοπ, Ούτε η θεία Λόλα δεν υπάρχει πια και, ίσως μόνο τα ονόματα των ζωγράφων, Καραβάτζιο Γκόγια. Βελάσκεθ, Τιτσιάνο μπορεί να σου προκαλούν ίλιγγο με την άποψη μόνο στην εκφορά των ονομάτων τους και όχι με την μελέτη του έργου τους. Εξ άλλου έχουμε συνηθίσει να ωραιοποιούμε ότι παλιό και να μειώνουμε ότι σύγχρονο κι ας είναι καλύτερο από το παλιό. Δηλαδή πόσο ωραίος πίνακας είναι τέλος πάντων αυτό το "φιλί" του Γκουσταβ Κλιμτ; Και στο κάτω της γραφής πόσο καλύτεροι ήταν οι παλιοί συγγραφείς; δεν τα χω με κανέναν αλλά αυτή η αρχαιολαγνεία, αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση, νομίζω πως καταντάει εκνευριστική σε όσους τουλάχιστον έχουν κάτι να πουν στον σύγχρονο άνθρωπο που η τεχνητή νοημοσύνη πάει να τον καταστρέψει ολοσχερώς. Πίσω στα δάση λοιπόν.[αν και είμαι σίγουρος πως κανείς δε θα με πιστέψει

 

νΑ ΓΡΑΨΩ ΚΙ ΆΛΛΑ..ΑΝΒ ΚΆΤΩ; ΜΠΟΡΕΊ

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

ΛΥΠΆΜΑΙ

 


Λυπάμαι που άφησα να νυχτώσει
χωρίς να δω το γαλάζιο χρώμα του ήλιου
τυλίχτηκα στις σκιες
είπα δε θέλω να ζήσω άλλο μαζί σου.
Λυπάμαι.
Όλες οι λέξεις δεν έφταναν
να σου εξηγήσω την απόφαση
να ζήσω στο σκοτάδι
τα ακούνητα φύλλα του δάσους
το πράσινο που δεν ήταν ποτέ πιο πράσινο
η απόφαση να φύγω.
Λυπάμαι που άφησα να νυχτώσει
χωρίς να δω όλα τα καλά του κόσμου
-και οι πιο μεγάλοι έρωτες τελειώνουν σήμερα.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

ΈΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΠΙΑ 2

 


 

ΑΚΟΥΣΕ ΤΩΡΑ ΜΑΓΚΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ: ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ..
Άκουσε τώρα μάγκα να σου πω σημαντικά πράγματα κι άμα θέλεις τα σημειώνεις, γιατί είσαι μπούφος και δεν θέλω μα μείνεις εκεί από ιδιοτροπία, όχι πως σ΄ αγαπάω ή σε συλλογιέμαι επειδή είσαι βλάκας αλλά από ιδιοτροπία και μια έξη προς την αλήθεια. Θα σου πω μαντάμ, πως κανένα Ελληνικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ μετά την υποταγή των Αρχαίων Ελλήνων στου Ρωμαίους το 146 π.χ. Από τότε, κυβερνούν αυτόν τον τόπο κατή σειρά μετά τους Ρωμαίους, οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι, οι Άγγλοι και σήμερα οι Αμερικάνοι. Αυτοί σε κυβερνούν αιώνες τώρα και μην έχεις αντιρρήσεις, μην πιστεύεις πως σήμερα κυβερνάει εδώ κάποιος Γιώργος Παπανδρέου, απόγονος του Γεώργιου Παπανδρέου ο οποίος ήταν πράκτορας των Εγγλέζων, ενώ ο Γιωργάκης είναι των Αμερικάνων. Αυτός ο τόπος μάγκα είναι γεμάτος ανομοιομορφία στο βιοτικό επίπεδο. Οι βιομήχανοι, οι έμποροι και οι κερδοσκόποι, ζούνε μέσα στον πλούτο και στην χλίδα. ΚΑΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ. Εν τω μεταξύ, αιώνες τώρα, οι λαϊκές μάζες, υποφέρουν μια τρισάθλια ζωή και τους εξοργίζει ο πολυτελής τρόπος ζωής εν μέσω φτώχειας, των εκάστοτε τοποτηρητών. Αυτό δείχνει ακόμα πιο έντονα την δυστυχία των φτωχών. Κανένα μέτρο δεν έχει παρθεί ποτέ, για να δοθεί χρήσιμη εργασία στους δυνάμενους Έλληνες, από το ευρύ στρώμα του πληθυσμού. Για να πάρεις ένα μικρό παράδειγμα πως αυτά που σου λέω είναι σωστά, άκου τι γράφει ο Πωλ Ποτερ το 1947 στην έκθεσή του προς τους ανωτέρους του Αμερικανούς που μόλις έχουν πάρει την θέση του κηδεμόνα της Ελλάδας στη θέση της ανήμπορης πια Αγγλίας. " Η κλίκα αυτή, είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε τρόπο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου, για το τι μπορεί να κοστίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας, επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο το φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί, με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο. Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίζει να βγάζουν τα κέρδη τους, στις τράπεζες του Καϊρου και της Αργεντινής. Δε διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα, για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της Εθνικής οικονομίας." Αυτά γράφει μαντάμ ο κύριος Πότερ, ο τοποτηρητής και στην ουσία ο κυβερνήτης της Ελλάδας στις αρχές του δεύτερου εμφυλίου. Αυτός ο Πότερ που είχε δώσει σφαλιάρα στον Στέφανο Στεφανόπουλο, υπουργό συντονισμού παρακαλώ μάγκα μου και συ μου λες πως σε κυβερνάει ο Παπανδρέου με τον Σαμαρα και τον Τσίπρα! Αλλά για να μείνω λίγο ακόμα εκεί, θα σου και το άλλο. Τί έγινε τότε με το δόγμα Τρούμαν; Μας έδωσαν λεφτά με την σέσουλα οι Αμερικάνοι από τον φόβο της Κομουνιστικοποίησης της περιοχής. Έδωσαν όμως και στους Γερμανούς, σημερινούς κυρίαρχους στο παγκόσμιο παιχνίδι. Τα ελληνικά αυτά χρήματα που πήγαν; όπου πηγαίνουν και τα σημερινά από τα δάνεια της Ευρωπαϊκής ένωσης: στους επιτήδειους, στους κλέφτες μιας αιώνιας φατρίας, που δεν τους ενδιαφέρει, δεν τους καίγεται καρφάκι για το τι θα γίνει στην Ελλάδα. Και συ φτωχόμαγκα χάφτεις όλα τα παραμύθια της εκάστοτε κλίκας. Μηδενός εξαιρουμένου πρωθυπουργού, μηδενός εξαιρουμένου κυβερνήτη αυτής της χώρας, κανείς δεν υπήρξε πατριώτης. Δεν υπήρξε Έλληνας. Γιατί Έλληνες δεν υπάρχουν πια.

 

ΟΙ ΔΕΣΠΟΝΊΔΕΣ ΤΟΙΣ ΑΘΗΝΩΝ.

 

 


 

 

ΟΙ ΔΕΣΠΟΙΝΊΔΕΣ ΤΟΙΣ ΑΘΗΝΏΝ .. Ω αλευροπίτουρες! Ω άνδρες Αθηνών που εξυμνείτε το κάλλος. Ο Πικάσο, παρ ότι λάτρευε το γυναικείο φύλο, τις περισσότερες φορές προσπάθησε -χωρίς λόγο;- ν ασχημίσει τις μορφές των. Τώρα.. αυτό το σπάσιμο των μορφών, η δυσκαμψία του ύφους, ίσως του έβγαιναν τυχαία. [υπάρχει το τυχαίο στην τέχνη όταν αυτή δεν είναι κλασσική] ΠΑΡΈΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΓΆΛΟΥΣ λέγεται αυτή η σειρά έργων που άρχισα εδώ και λίγο καιρό. Και μ αρέσει γιατί πρόκειται για ένα σκάψιμο, μια συνεύρεση με κάποιους απ αυτούς που μεγάλωσα μαζί τους και άλλους που η δουλειά τους με συνεπήρε, με συντρόφευε, και γενικά αγαπούσα τις τρέλες των, τις λύπες των και τον τρόπο που ζούσαν, τον μαγικό τρόπο της τέχνης αλλά και το πόσο βασανιστικό είναι να συνυπάρξεις μαζί της.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΔΙΕΎΡΥΝΣΗ ΣΥΝΕΊΔΗΣΗΣ

 

 


Πάντως, έχετε πλάκα ορε αλευροπίτουρες. Ωραίοι είσαστε! Κάνω καμιά βόλτα που και που στην αρχική σελίδα και τρελαίνομαι με τις ευφυολογίες, τα τεχνάσματα σας. Είναι εντυπωσιακή η παραγωγή του σπέρματος και του ωαρίου σας. Η φαιά ουσία καταναλώνεται, κυρία μου, σπαταλιέται χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Α, ρε πούστη Ζούκενμπεργκ τι μας έκανες! Εν μέρει, νόμιζα πως θα προηγούνταν αι κυρίαι αλλά το αντρικό γένος συνεχίζει να σπάει καρύδια. Ο συναγωνισμός είναι ανελέητος [καλό είναι αυτό] και οι μπουνιές κάτω από τα αρχίδια δίνουν και παίρνουν. Προηγούνται τα αρχαία ρητά, ο Ηράκλειτος, α, τον αρχέγονο μαλάκα, και ο ο Επίκουρος, ο των ηδονών κράτει και έπονται οι ανοσιολογίες οι συγκριτικές τάσεις, τα ποιήματα έρπονται, αι πολιτικαί αναλύσεις, ιδιαζόντως απεχθείς, τα άσματα κυριαρχούν και αι τέχναι πενίας κατεργάζονται. Ω, και εφόσον τα αρέσειν πέφτουν όπως η βρόχα, ιδιαίτερα στα βαριά ονόματα όπου πίπτουν όλαι αι κυρίαι [ τι γελάς κυρία μου;] αφιλοκερδώς να μουνουχίσουν τις οξείες αντιλήψεις του γράφοντος που λογικά θα κορδώνεται πίσω από την οθόνη του και γενικά γίνεται το μάλε - βράσε στο ασύμμετρο αυτό γεγονός που λέγεται προσωπικό βιβλίο. Δια ταύτα διατελώ υπεύθυνος δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Διεύρυνση συνείδησης. Υπάρχει αυτό το πράγμα;
Ισχυόμορφη πραγματικότητα.
Η αποτυχία χρειάζεται παραδοχή, αλλιώς δε χωνεύεται
Πρέπει να παραδεχτούμε πως ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αποτέλεσμα ενός αγώνα που στηρίζεται στο ψέμα. Κατά βάση εξελισσόμαστε σε μεγάλους απατεώνες και όποιος δεν μπορεί να λέει ψέματα, ή να παραδεχτεί αυτό το αξίωμα, σημαίνει πως δεν είναι καλός ψεύτης.
Η αλήθεια κατάματα δε βλεπεται.
Πρέπει να διδάξουμε το λύκο να μην τρώει τα πρόβατα;
Καθ έδρας ομιλών, χτίζεται δίκαιον.
Τις μεγαλύτερες συμφορές τις έπαθα από αυτούς που αγάπησα.
Ενταξει μωρε, ξερω. Είστε όλοι ηλίθιοι.
Τις περισσότερες φορές η αντίληψη που έχουμε για τη ζωή απορρίπτερται ανεπιστρεπτί.
Το ότι αρκετοί μεγιστάνες του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο όταν αισθάνονται προς το τέλος της ζωής τους πως κατασπατάλησαν ανούσια το χρόνο τους σε απολαύσεις και επιδίδονται σε χορηγίες, σε στηρίξεις καλλιτεχνών και επιστημόνων, δε μου λέει τίποτε. Ας είχαν το μυαλό να το καταλάβουν νεώτεροι ή το καλύτερο, οι πολιτείες να τους αφαιρούσαν αυτή την τάχα φιλανθρωπία.
Πάντα είχαμε στο μυαλό μας να γίνουμε ή να μείνουμε αθάνατοι. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν αυτό; Και γιατί θέλουν να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων; τι είναι τόσο ελκυστικό, τόσο ηδονικό στην κατά κάποιο τρόπο αθανασία ενός ονόματος; Υπάρχει κανείς απο σας που δεν θέλει να τον θυμούνται οι άνθρωποι; Μπορεί όμως να γίνει αυτό; Ρεαλιστικά, κανείς δεν είναι αθάνατος. Αν υπάρχει ενας τρόπος και ίσως μοναδικός είναι ν αφήσει έργο: Να, λένε αυτό το έκανε ο Λαβουαζιέ,[νόμος της αφθαρσίας της ύλης] ή ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε ο μεγαλύτερος επαναστάτης ή ακόμα-για να μην αδικήσουμε τας γυναίκας- η μανταμ Κιουρί ανακάλυψε το ράδιο. Αθάνατος γίνεται κανείς με τα έργα του αυτή την εκατομμυριοστή επιστρoφή.
Πάψε να θεωρείς τους άλλους ανόητους.
Η τέλεια ερώτηση: Γιατί η τελεία πάει έξω από τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό μέσα; Ο Μπαμπινιώτης δεν μπόρεσε ν απαντήσει όσο ήταν υπουργός πολιτισμού.
Εμενα δε μου αρέσουν τα αμύγδαλα που σπάνε με το χέρι. Κι αυτοι επιμένουν να μας ταίζουν ζάχαρη και μέλι.
Η Χρυσή Αυγή λένε έγινε γιατί έχουμε κανά Πολιτικής! Φοβερή ανακάλυψη των πολιτικών μας ένθεν και ένθεν στα φοβερά παράθυρα της Ελληνικής δημοσιογραφίας.
Είναι λυπηρό να απορρίπτεις έναν φίλο, μια φίλη μετά από χρόνια και να λες, κοίτα πόσο πίσω έμεινε! Αυτή η αίσθηση της απόρριψης, μέσα μου, για κάποιους που θεωρούσα ανώτερους, κάποιου επιπέδου τέλος πάντων, με συνθλίβει. Εχω πολλούς τέτοιους φίλους που κατα καιρούς τους βλέπω και απορώ πως επιμένουν στερεότυπα σε πράγματα που έχουν αλλάξει άρδην, με έναν εγωισμό που καταδυκνύει την ασχετοσύνη τους.
ΒΑΡΙΕΜΑΙ...σφόδρα τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ και λένε τα ίδια πράγματα, χωρίς να μπορείς να τους σταματήσεις. Βαριέμαι να περιμένω στη στάση του λεωφορείου, να είμαι ένας αριθμός στην τράπεζα είτε πρόκειται να πάρω, πόσο μάλλον να δώσω λεφτά. Βαριέμαι αλύπητα τις ανοργασμικές γκόμενες που δεν καυλώνουν ποτέ και ανελέητα τους ανήξερους ειδήμονες [αν κάποιος γνωρίζει το αντικείμενο του με συναρπάζει να τον ακούσω]. Βαριέμαι τους εντελώς αμίλητους κι αυτούς που σου κλείνουν το δρόμο με απίστευτη νωθρότητα και τέλος, βαριέμαι να μένω ακούνητος χωρίς να κάνω τίποτα, κοιτάζοντας το κενό ή το ταβάνι.
[Από τις σημειώσεις μου]

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

παλιά νοημοσύνη

 

 


Ανέβαινα με κόπο την Χαριλάου Τρικούπη, κάποιο μεσημέρι τον χειμώνα του 2060. Καταπληγωμένος που τόσα χρόνια ο κόσμος δε με καταλάβαινε, προσπαθούσα να τον καταλάβω εγώ. Ο κόσμος έλεγα, είναι σπουδαίο πράγμα, ο κόσμος είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει. Τώρα μάλιστα, που είχαν τελειώσει όλα τα θρησκευτικά δόγματα και είχαμε απελευθερωθεί από τις θρησκείες και τα καμώματα των παπάδων, η ζωή μας κυλούσε ανεξάρτητη, ελεύθερη. Εγώ βέβαια που πλησίαζα τα ενενήντα πέντε, παρά ήμουν παλιός αν και όλοι έλεγαν πως παρέμενα ένας διαχρονικός καφετζής και φαινόμουν πάραυτα ένας σαραντάρης της εποχής του μεγάλου πολέμου.

 [ Η σύλληψη: ένας άνθρωπος με γιούςκοπέλες, δραστήριος, στο τέλος της εποχής ή μήπως, επειδή έχουν ασχοληθεί πολλοί, να πλεονάζει; Αλλά τότε ήταν θεατρικό, τώρα, στο διήγημα, η βασική αρχή θα είναι πάλι η επιβίωση των ηρώων λίγο πριν την καταστροφή και την περιστροφή των πόλων. Οι εναπομείναντες στις Άνδεις και στην Ελλάδα ή μάλλον νοτιότερα του Μεσημβρινού, στον οποίο θα αναπτυχθεί ξανά, τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια, ο τέλειος πολιτισμός. Σχετικά με την περιστροφή των πόλων που λένε πως γίνεται περίπου κάθε δέκα χιλιάδες χρόνια. Ο Νώε πιθανώς ήταν κάποιος μεγιστάνας που έζησε μια τέτοια ολική καταστροφή κι οπότε η εποχή των παγετώνων ξαναεμφανίζεται- Δεν είναι θέμα ανάπτυξης της θεωρίας, μπορεί να συμβεί στον ήρωα μας. Η περιφρόνηση των θεών, από έναν άνθρωπο σαν τον καφετζή-γιατί, ο καφετζής είναι που επιστρατεύεται να γίνει ο επόμενος Νώε και η θαλαμηγός του προσαράζει σε ένα καινούριο βουνό, όχι στο Αραράτ, πάντως.]



 Καθώς προχωρούσα προς το μαγαζί μου, με αργά βήματα, σκεφτόμουν, πως είχαν περάσει ενενήντα πέντε χρόνια από τότε που είχα γεννηθεί. Αμυδρότατα θυμάμαι, εικόνες από τη γέννηση μου, στη γωνιά, στο τζάκι, όπως έλεγε η μητέρα μου, που με έφερε στον κόσμο, χωρίς γιατρούς και μαμή. Το 2060 όμως αυτό θα ήταν αδιανόητο, όπως αδιανόητες ήταν τότε, για μας, οι εποχές που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουμε εδώ. Συνήθως, ήμουν από τους τελευταίους ανθρώπους που περπατούσαν ακόμη. Όλοι πετούσαν έχοντας στο στήθος, ένα τσιπάκι, που μετέφερε το ανθρώπινο σώμα, όπου κι όποτε ήθελε. Φανάρια στους δρόμους δεν υπήρχαν πια. Μόνο γιγάντιες οθόνες, πάνω από τα χτίρια κολοσσούς, κανόνιζαν την κίνηση, με αισθητήρες, πολύπλοκα αέρινα πλήκτρα-κουμπιά που τα πίεζαν αόρατα δάχτυλα.. Άναψα ένα τσιγάρο- οι άνθρωποι δεν καπνίζουν πια- αλλά εγώ, είπαμε ήμουν μια διαχρονική μαριονέτα, που πιθανώς κανείς δε με έβλεπε πια. Όλοι οι άνθρωποι, που πετούσαν, ήταν νέοι, μέχρι τριάντα ετών το πολύ. Κανείς δε μεγάλωνε περισσότερο. Η οριακή ηλικίατου ανθρώπου. Κάποιος Μαρξ, είχε πει πως οι άνθρωποι παλιά πέθαιναν τριάντα χρονών και τους έθαβαν εβδομήντα. Ίσως από αυτόν η επιστήμη να επικύρωσε την οριακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή τριάντα χρόνια, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Φυσικά, στις τεράστιες οθόνες μεταφερόταν; περιφερόταν; κάθε στιγμή η κίνηση στο σύμπαν. Οι ταχύτητεςπλησίαζαν το φως, η εξερεύνηση του γήινου κόσμου δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον, όσο στον Άρη, όπου προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι για ένα καλύτερο μέλλον. Στο φεγγάρι, τον ενδιάμεσο διαστημικό σταθμό, είχε δημιουργηθεί αδιαχώρητο.

Σταμάτησα μπροστά στο καφενείο μου που έγραφε ακόμα την επιγραφή και το έτος ίδρυσης. 1880. Το καφενείο το είχε πρωτοανοίξει κάποιος παππούς μου. Εγώ το κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Είμαι μοναχογιός κι έζησα όλη μου τη ζωή εκεί μέσα. Το άφηνα επίτηδες έτσι, ασυντήρητο, αναπαλαίωτο, καθώς οι κυβερνήσεις είχαν θεσπίσει νόμους γι αυτά τα πατροπαράδοτα νεοκλασικά χτίρια. Σε όλους τους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι οι παλιοί σταρ. Ο Γκρέκορυ Πεκ, ο Τζέιμς Ντιν, η Μερυλιν, η Τζένη Καρέζη, ο Κούρκουλος. Όλοι πεθαμένοι, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Τώρα δεν υπάρχουν πια σταρ ούτε κινηματογράφος. Ο καθένας άνθρωπος φτιάχνει πανεύκολα το δικό του φιλμ, τους δικούς του ήρωες, σε όποια οθόνη θέλει.

ΤΕΛΟΣ





 

ΕΛΛΑΣ, ΌΧΙ ΓΚΡΕΚΊΑ

  Δε θα συμφωνήσω με τους πολλούς που κλαίνε και μοιρολογούν πως δεν υπάρχουν πια Έλληνες και θα ξεκινήσω μ ένα βασικό συμπέρασμα που εκδόθ...