Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023
ΕΔΩ ΕΊΝΑΙ ΕΛΛΆΔΑ
Τρίτη 29 Αυγούστου 2023
ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΝΟΉΜΑΤΟΣ
Σάββατο 26 Αυγούστου 2023
ΚΥΛΛΉΝΗΝ ΤΕ
Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023
ΤΟ ΣΚΊΤΣΟ
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εκφραστείς με τη ζωγραφική. Ένας απ αυτούς το σκίτσο, που αγαπώ πολύ. Με το σκίτσο μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα, να μιλήσεις χωρίς λόγια, να δημιουργήσεις φόρμες και καταστάσεις που μόνο μ αυτό τον τρόπο μπορείς. Νομίζω πως οι σκιτσογράφοι είναι ή πρέπει να είναι πανέξυπνα άτομα γιατί πέραν της τεχνικής, χρειάζεται η σκέψη, η νόηση βαθύτερων νοημάτων, σπουδαίων τσιτάτων γέλιου ή φιλοσοφίας και περιττό να πω πως ο χρόνος για να βρει ο σκιτσογράφος τις λίγες λέξεις που θα εμπεριέχει το κάθε σκίτσο είναι κατά πολύ περισσότερος απ αυτόν της σκιτσογρακής εργασίας. Η σύλληψη είναι σπουδαίο γεγονός, η εύρεση του θέματος, της ιδέας, επίσης που μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Σίγουρα το πιο βασανιστικό μέρος της εργασίας είναι να βρεθεί η ατάκα και οι διάλογοι.
Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023
Η ΓΥΝΑΊΚΑ
Κυριακή 20 Αυγούστου 2023
ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΦΤΩΧΟΊ ΜΟΥ ΆΝΘΡΩΠΟΙ!
Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023
ΌΤΑΝ ΞΈΡΕΙΣ ΌΤΙ ΔΕ ΦΟΡΆΕΙ...
Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023
Ν ΑΓΑΠΆΣ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΈΧΕΙΣ
Ξεκίνησα
λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό.
Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλά δεν μπορούσα ν
αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος,
σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου,
ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον
έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως
από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα
αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις
πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε
αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν
υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο
στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα
συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα
πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του
κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός
-στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν
πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως
κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια.
Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα.
Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί
μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγώ δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα.
Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν
μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και
προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το
δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα
κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες
αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι
αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη
δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο
κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα
μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα!
δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς
άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή
πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά.
Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος,
γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό
αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ
τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην
Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή
την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως
δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας.
Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα
υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ.
Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα
τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα
ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο
Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα
χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω,
είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα
χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.
Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023
MOGGOLOI
Σάββατο 12 Αυγούστου 2023
ΠΡΙΝ
Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023
ΜΟΝΌΛΟΓΟΣ; [ΠΕΡΙ ΩΜΟΡΦΙΆΣ]
- Εν τάξει, περί της δικής μας σκεπτικότητας, ουδείς λόγος. Αντικειμενικά ούτε ο Ερμής του Πραξιτ'ελη, μηδέ η Αφροδίτη της Μήλου είναι πρότυπα ομορφιάς. Ας πούμε, εσύ είσαι ωραία, έχω δει μερικές φωτογραφίες σου με το χαμόγελο σου, αντικειμενικά, το ωραίο είναι κάτι μυστήριο, ας πούμε αυτή Μέριλιν, ίσως από τις γυναίκες η Ζωή Λάσκαρη ήταν. Τώρα, ο Σωκράτης ήταν 'ωμορφος;Εντάξει, άλλο όμως η ωμορφιά. Ο Σωκράτης κατα έναν περίεργο τρόπο; πράξη; δε μου αρέσει. Λέω τώρα, μπορούμε να το κουβεντιάσουμε, ωραίος ήταν ο Αλκιβιάδης! αυτός μάλιστα! μπορούσα να τον είχα εραστή! όρε πλάκα! εγώ δεν είχα εραστή ποτέ κανέναν άντρα! [ Η Βασιλειάδου; τι να πω; ούτε κρύο και τα λοιπά- να δεις που εμείς οι δυο μπορούμε να κουβεντιάζουμε τελικά.]
Τρίτη 8 Αυγούστου 2023
τραγουδι μέρας
Κυριακή 6 Αυγούστου 2023
ΑΚΟΥ ΦΊΛΕ 2
- ΑΚΟΥ ΦΙΛΕΆκου φίλεΑν είναι που σου γράφω απόψε, είναι που με καίειτο ίδιο πρόβλημα με σέναείναι που καίγονται τα δάχτυλα μου απο το δικό σου τσιγάροείναι που ακούω τη φωνή σου να λιγοστεύειστα στέκια των ανώνυμων αλκολικώνκαι στις πλατείες τα γερόντια εβδομήντα εφτά χρονώνζητάνε τράκα ψεύτικες ελπίδεςΆκου φίλεδεν θέλω να τους την δώσωκάτω απο τα μαζεμένα μάγουλα τουςμιλάνε για τρία λεπτά καφέκαι για τα στέκια των αστέγωνΠερπάτησες ποτέ την νύχτα μόνος στην πλατεία Βάθηςεκεί που κυλάει το κάτουρο βροχήκαι οι ανάσες των μελλοθανάτων δεν ακούγονται παραπέρα απο την ανάσα μας;Άκου φίλετην νύχτα οι άνθρωποι των πόλεων δεν κοιμούνταισέρνουν τα λευκά βλέμματα τους μετέωρα στη δραχμήανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα, ψάχνουν τον χαμένο εαυτό τουςκι οι νταβαντζήδες αστράφτουν τα μαχαίριακαι κανείς φίλε δεν ξέρει πως πέθαναν την αυγήΆκου φίλε-γιατί σου τα λέω τώρα όλα αυτά;Είναι που έχω τα ίδια προβλήματα με σένακαι κανένας πούστης δε θα μας κάνει τη χάρη να μας τα σβήσει.Δε νοιάζονται τα όρνια για τα κόκκαλα που απομένουνΓι αυτό σου τα λέω φίλε, μήπως και κάποτε συναντηθούμεμήπως και διασταυρώσουμε τα ξίφη μας με αυτούς που μας λιγόστεψαν το φωςμήπως και κάποτε αντρειέψουμε και τους φωνάξουμε να πάνε στο διάολογι αυτό σου τα λέω φίλε μήπως και ανταμώσουμε ποτέ την νύχτα στην πλατεία Βάθης πουφοβάσαι να περπατήσεις, φοβάσαι να πιστέψεις πως έγιναν όλα έτσι που δεν ήθελεςΈνα ποίημα που το έχω ξαναδημοσιεύσει αλλά μου αρέσει και έτσι το ανέβασα πάλι. Ελπίζω να μη σας κουράζει μια τέτοια επανάληψη!
8 σχόλια
- Απάντηση
- Απάντηση
- Απάντηση
- Απάντηση
- Απάντηση
- Απάντηση
- Απάντηση
οτι πεις
Αν άκουγα αυτούς που με συμβούλευαν θα είχα βουλιάξει περισσότερο απ ότι έχω βουλιάξει, κάνοντας του κεφαλιού μου. Δέκα και είκοσι ώρα για μ...
