Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

ΗΔΥΣΤΥΧΊΑ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ

 

Εκεί που οι βράχοι κόβονται με το μαχαίρι η θάλασσα δε νικιέται.

Ο απαλός ήχος εκείνου του πρωινού που έκανε το ταξίδι προς το Βορά, ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν από τα καλύτερα που του είχαν συμβεί. Αυτή η φράση με τους βράχους και τη θάλασσα που δε νικιέται, ήταν σφηνωμένη όλη τη νύχτα στο μυαλό του. Γιατί δε νικιέται η θάλασσα; Αναρωτήθηκε δυνατά καθώς είχε καθίσει στη θέση του, μέσα στο τρένο που ταξίδευε από το κέντρο για το Μαρούσι.
Δεν ήταν μακριά. Συνήθως σ αυτά τα ταξίδια δεν καθόταν, δεν ήθελε να στερήσει τη θέση από κάποιους αδύνατους αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισε ν απολαύσει τη μικρή διαδρομή καθιστός.
Ο Ντίνος Βελεμέντης ήταν ένας αγγειοπλάστης το επάγγελμα- άνθρωπος βαρεμένος κατά τους άλλους, τους πολλούς, που δεν ήξεραν και πολλά πράγματα για τη ζωή του. Όμως αυτός πίστευε πως είχε να προσφέρει πολλά στη ζωή. Μεγαλωμένος μέσα σε μια αστική οικογένεια, μοναχογιός, γύρω στα σαράντα, άνθρωπος της κουλτούρας, ασκούσε μια γοητεία στον περίγυρο του. Όλοι έλεγαν πως ήταν σπουδαίο μυαλό, μα αυτός δε ζήλευε τίποτε παραπέρα από τη γνώση του, την ευστροφία του για την ανθρώπινη ύλη. Χρησιμοποιούσε αυτό το «ανθρώπινη ύλη» για να υποδείξει τη μάζα του υπερπληθυσμού του πλανήτη, από την Ιαπωνία μέχρι την Αμερική και δήλωνε αμέτοχος στη συμφορά που βάραινε τον κόσμο από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά.
Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο του Χιούστον σπουδάζοντας εκεί σημειολογία, πριν από πολλά χρόνια. Τα φοιτητικά χρόνια που έλεγε ή καυχιόταν πως ήταν τα καλύτερα στη ζωή του ανθρώπου κι αργότερα, όταν είχε παντρευτεί τη Μαριλένα μια εξίσου βαρεμένη μ αυτόν Κερκυραία, λογίστρια των ηθικών αρχών του ανθρώπου, πίστευε ακράδαντα πως ούτε τα βράχια κόβονταν στα δυο, ούτε πως η θάλασσα νικιέται.
Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε  χρόνια. Η εξέλιξη των ειδών του Ντάρβιν δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιρρήσεων αλλά θα ξεκινούσε  έτσι: Όχι, δεν καταγόμαστε από τους πιθήκους. Η πρώτη, σθεναρή αντίρρηση είναι πως κανένα από τα γνωστά είδη πιθήκων δε μετεξελίσσεται σε άνθρωπο. Ο χιμπατζής παραμένει χιμπατζής, ο
  ουρακοτάγκος, ουρακοτάγκος και ούτω καθεξής. Είναι πολύ απλό να σκεφτούμε εδώ πως μόνο ένα είδος πίθηκου, αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο εξελίχτηκε σε άνθρωπο, άρα αυτό αναιρεί άμεσα την καταγωγή μας από το συγκεκριμένο είδος. Ούτε ξαδέρφια μας είναι οι πίθηκοι, ούτε καθόλου τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι υπάρχουν πάνω στη γη περίπου τεσσεράμισι δισεκατομμύρια χρόνια, μιλάμε για αριθμό που και συμπαντικά είναι ικανός, και τίποτα δε μεταμορφώνει πια την εικόνα του: ήθελε να πει, πως με την εμφάνιση του ανθρώπου τελείωσε ο νόμος της εξέλιξης των ειδών; Και εφόσον όλα τα είδη δε μετεξελίσσονται σε άλλο, το λιοντάρι σε αλεπού, το ψάρι σε πουλί, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι το τελειότερο των ειδών; Και από απόψεως λογικής και μορφής και ότι άλλο συνεπάγεται με αυτό;
Είχε μια σκέψη διαφορετική αν και υπήρχε φυσικά σαν άθεος, που θα πηγαίνει κάπως προς τους ιδεολόγους: ο άνθρωπος υπήρχε πάντα και δεν είναι προϊόν καμιάς εξέλιξης. Οι κλιματικές συνθήκες οι φυσικές καταστροφές, τον έκαναν άλλοτε πρωτόγονο κι άλλοτε πολιτισμένο. Αν εξετάσουμε τη δική μας ιστορία δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια, είναι μηδαμινή μπροστά στα τέσσερα δισεκατομμύρια που υπάρχουμε εδώ πάνω. Τι σημαίνει αυτό; Μπορούμε να προδικάσουμε ακριβώς ποιος ήταν ο πολιτισμός πριν εκατό χιλιάδες χρόνια πριν; Όχι.
Και επανερχόταν στο βασικό ερώτημα. Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Η απάντηση είναι όχι. Ούτε όμως μας έσπειρε κάποιος θεός. Πως όμως θα εξηγήσουμε τη στασιμότητα της τελειοποίησης του είδους των ανθρώπων; Και μη του έλεγε κανένας πως δεν είμαστε ίδιοι εδώ και χιλιάδες χρόνια θα το απέρριπτε. Έχουμε πάντα δυο μάτια, δυο πόδια, πέντε αισθήσεις και μια μορφή που την αλλάζουμε μόνο εμείς, επεμβαίνοντας στη φύση μας. Η ίδια από μόνη της δεν αλλάζει τη μορφή και τον εγκέφαλο μας, ούτε μας πάει στο καλύτερο ή στο χειρότερο, αυτό αναγκαία δεν υπάρχει στη φύση, δηλαδή το καλό και το κακό [ Καλό για το λιοντάρι είναι
 να φάει την αντιλόπη, κακό είναι για την αντιλόπη να φαγωθεί]  Ο πίθηκος που είναι όντως ένα άσχημο ζώο και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο, όπως φυσικά και κανένα άλλο ζώο. Οποιεσδήποτε συγκρίσεις σ αυτό, καταντούν έξω από τη λογική του ανθρώπου. Βεβαίως τα ζώα έχουν μόνο ένστικτο,  το καθένα λίγο περισσότερο και το άλλο λίγο χειρότερο, η σύγκριση όμως με τον άνθρωπο είναι ανεπανόρθωτα συντριπτική : Ο άνθρωπος είναι το τέλειο ον που γνωρίζουμε σ αυτόν τον γήινο πολιτισμό. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο και θα διαφωνούσε  εδώ με τον Μίλαν Κούντερα που λέει: Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας [η πιο ουσιαστική κρυμμένη ώστε να μη τη βλέπουμε] έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με όσους είναι στο έλεος του: τα ζώα.
Και γιατί να μην είναι στο έλεος του τα ζώα; Με την έννοια να τα λυπάται που και που και να τα αφήνει να ζήσουν λίγο παραπάνω;
Ο Ντίνος Βελεμέντης δε λυπόταν τα ζώα, μόνο τους ανθρώπους και από αυτούς όχι όλους. Τα ζώα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο υπηρετικό προσωπικό του ανθρώπου από καταβολής λογικής; Κανένα ζώο δε μοιάζει στον άνθρωπο είτε το θέλετε, είτε όχι. Αυτός όσο έζησε δήλωνε αυτή τη διαφορά. Με την άποψη πως ο κόσμος μας, είναι κόσμος ικανοτήτων, έβγαζε το συμπέρασμα για την τεράστια διαφορετικότητα του από τον πίθηκο.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου 

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

ΠΑΛΆΜΕΣ ΣΦΙΧΤΆ ΔΕΜΈΝΕΣ

 

[Γράφτηκε υπό το μηδέν, για κάποιο Σάββατο στην Αθήνα τον Ιανουάριο το 2012, για έναν άντρα- εμένα και μια γυναίκα-εσένα.]

Το βράδυ κρύο, το χάδι, έφεγγε στο σκοτάδι.
Λυπόσουν ή δεν ήξερες, τι να περιμένεις,
ένας ο κόσμος ο μικρός, μέσα σε μεγάλα μάτια.
Μου θυμίζουν τη λίγη μας ευτυχία.

Ο ύπνος δύσκολος μετά τα φιλιά
οι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούν ν αγαπηθούν.

Ένα βράδυ είναι η ζωή μας;

Κάπνιζες συνέχεια με κάποια χαρά κυλούσε ο καπνός ανάμεσα μας
Ανάμεσα σε παλάμες σφιχτά δεμένες, έτρεχε το κρασί μιας αγάπης που
την είχαμε ορίσει από πριν.
Είπες έπρεπε να γνωριστούμε πριν
δέκα, είκοσι χρόνια, γιατί τότε θα μας περίσσευε η όψη του φεγγαριού
οι μέρες και οι νύχτες των φιλιών, η προσμονή να φτιάξουμε μαζί καλύτερο το σπίτι μας.
Η δύναμη πως θα τα κάναμε όλα μαζί, η δυστυχία να παραδεχτούμε πως υπάρχουν κι αυτά.

Η αρχή ορίζει το τέλος σου είπα, δεν ήθελα να σε λιγοστέψω.
Και μπορεί να έκλαιγα στο σταθμό του τρένου, ανήξερος επειδή δεν θέλω να παραδεχτώ τέτοιες ήττες.

Σκόρπια λεπτή άμμος, ο πόνος σίγουρος, λίγος πράσινος χρυσός
φαντάζει αόριστο τι θα γίνουμε.
Οι μεγάλες αγάπες τελειώνουν γρήγορα
ηχούν σαν τα βήματα κάποιου που μας ακολουθεί.

Ο ύπνος δύσκολος μετά από τα φιλιά
ένα βράδυ ήταν η ζωή μας;
Τα χέρια, τα χέρια, η αγωνία
πως μπορεί να μην ξαναβρεθούμε, εμείς που ξέραμε από αγάπη.


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

ΕΝΩ

 

Πολλές φορές τ απογεύματα
ανέβαινα την ανηφόρα πίσω από την πλατεία.
Με χαιρετούσαν πολλοί άνθρωποι
ακόμα κι αυτοί που δεν ήξεραν τ΄όνομα μου
Τι σημασία έχουν τα ονόματα
ένας άνθρωπος που διαβαίνει κάπου πηγαίνει
Περνούσαν τότε και ζευγάρια πιασμένα από το χέρι
και ήταν σα να έφεγγε μια αχτίδα ανάμεσα από τα φύλλα της ακακίας
Εγώ χαμογελούσα με τις άκρες των ματιών και των χειλιών
Καθώς αυτοί έφευγαν στη στροφή αφήνοντας μια χούφτα σκόνη
στα μάτια, πηγαίνοντας πιο πέρα τη ζωή
που κυλούσε ανάμεσα από πράσινα
έως πορτοκαλιά χρώματα της μοναξιάς
Εγώ έμενα ακόμα εκεί παρέα με την μνήμη των σφιχτοδεμένων χεριών τους ενώ η ακακία θρόιζε στο γκρίζο που σουρούπωνε αποδείλι.
 
ΠΟΊΗΣΗ Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ

 

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΟΙΧΤΉ ΠΌΡΤΑ

 

Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ήλιος θα ήταν υπέροχος.

Όλοι οι τρελοί γυρνάνε τη νύχτα, δεν έχουν αλλού να πάνε

ακουμπάνε στις τύχες τ ουρανού

Σα να είναι η τελευταία φορά που αγαπάνε

καμιά πόρτα δεν είναι ανοιχτή θεού.

Για να αρέσεις στους άλλους πρέπει ν αρέσεις στον εαυτό σου. Πόσο μάλλον για την αγάπη. Αν δεν αγαπάς τον εαυτό σου μπορείς ν΄αγαπήσεις τους άλλους; Υπάρχουν όμως άνθρωποι που δεν τους αρέσει ο εαυτός τους; Άνθρωποι που δεν αγαπάνε την ύπαρξή τους; Και για ποιους λόγους άραγε; Όλο ερωτήματα είμαι. Καλό βράδυ.

Τώρα, ετούτο μόνο κακόγουστο αστείο μπορεί να είναι:Η Ελλάδα είναι μια από τις πλουσιώτερες χώρες της Νότιας Ευρώπης και επίσης στην 25η θέση των πλουσιωτέρων χωρών του κόσμου! Αν πάρουμε σαν παράδειγμα τη φτώχεια που κυριαρχεί εδω-φανταστείτε τι συμβαίνει στη Ζιμπάμπουε. Δεν ξέρω πως υπολογίζουν τον πλούτο μιας χώρας οι στατιστικές. Ο Καπιταλισμός βέβαια ξέρω: πως θα κάνει φτωχότερους τους πολλούς ανθρώπους.

Δεν ήθελα να πάω πουθενά, σκόρπιος σαν πεταμένο βιβλίο, πήρα πάλι τους δρόμους.

Φίλες και φίλοι ξέρω πόσο σας αρέσει η ποίηση. Οι Έλληνες είμαστε λαός ποιητικός, όλοι γράφουμε. Μερικές φορές όμως καταντάει βαρετό. Νομίζουμε πως θα γίνουμε όλοι Όμηροι και είμαστε όμηροι με μικρό βέβαια, φυλακισμένοι κατα κάποιον τρόπο μεγαλόπνοων ιδεών, επειδή γράψαμε μιας πεντάρας λόγια. Φαίνεται πως θεωρούμε την ποίηση εύκολο λόγο.

Δεν ξέρω αλλά θα πω κάτι εδώ που με εκφράζει όταν γράφω ποίηση:[επειδή χρησιμοποιώ σχεδόν όλα τα είδη του λόγου] Νιώθω την ποίηση σαν μια άλλη απέραντη δύναμη, κάτι που με ωθεί να το πω μόνον έτσι. Οι λέξεις, τα συναισθήματα, οι εικόνες, στην αρχή τρέχουν αλόγιστα, θαρρείς πως θα φτιάξεις μ΄αυτές μια Πυραμίδα, και έχει αυτό μια άλλη ευχαρίστηση. Κι έπειτα έρχεται κάτι άλλο: πόσοι μπορούν να γράψουν ποίηση κατα παραγγελία; Ο Ρίτσος ήταν ένας επαγγελματίας ποιητής; Ο Παλαμάς; Ο Έλιοτ ίσως και ο Ελύτης απέκτησαν αυτό το δικαίωμα. Ο Καρυωτάκης ήταν αμεσότατος ποιητής δεν υποκρινόταν.

Αργά. Μεσάνυχτα και κάτι.

Αν δεν κουνήσουμε το βρακί μας δε γίνεται τίποτα.

Και πως να το κουνήσεις; Σημαία είναι;

Αχά! τελειώσαμε σε μια σπείρα ύπαρξης

Ανόητο μου φαίνεται να υπάρχεις έτσι.

Το τσιγάρο μου αρέσει όταν το στρίβω και μόλις ανάβω την πρώτη ρουφηξιά.. μούρχεται να το πετάξω αλλά δεν το κάνω. Το ποτό στην τελευταία γουλιά-άδειο ποτήρι είν΄η ζωή και η γυναίκα είναι ωραία, πριν από το πρώτο χάδι. Όταν την περιμένεις...

Απο τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροιδέψω, επειδή εγω ήμουν και κανένας άλλος. Απο τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται απο το τίποτε. Εκεί που ξεκινας ταξίδι κι αντι να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό.

Μάγκες και μαγκίτισσες τα πράγματα είναι σοβαρά. Φτάσαμε στην άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δε μιλάει. Και τι να πει; Μερικοί εδω μέσα εμφανίζονται σαν κομήτες, αμολάνε την ουρά τους και φεύγουν. Δεν εχουν κάτι να προσθέσουν σ΄αυτή τη ζωή. Μου αρέσουν αυτοί, ζητάνε τη φιλία και ούτε που ξαναεμφανίζονται και λεω εγω γιατί ήρθαν; Περίεργη μου φαίνεται η στάση τους, είναι κάποιοι που δεν έχω μιλήσει ποτε μαζί τους.

Σκέφτομαι πραγματικα, σε τι ποσοστό να ενδιαφέρει η τέχνη τους ανθρώπους. Αν την τέχνη γέννησε πρώτα η πείνα κι αν θεωρήσουμε την ζωγραφική την πρώτη έννοια της-για τον άνθρωπο των σπηλαίων- και την μουσική, την έναρθρη κραυγή του, να δώσει άλλο νόημα στη ζωή του, την δεύτερη. Μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι "τεχνίζοναι", ενω θα μπορούσαν απλά να τέρπονται με το φαγητό και την ιατρική τους περίθαλψη.

 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΚΆΠΟΤΕ ΣΤΟ ΝΌΤΟ

 

Υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνουμε εκείνο τον καιρό που
όλα φαίνονταν καλά.
Η ωραιότης της αγάπης, το σύνορο ενός ατέλειωτου χρόνου
ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι μας, μια στάλα τσιγάρο, ένα ρόδο ανθισμένο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ.
Κρατήσαμε την ανάσα μας αποσταμένοι, δε θέλαμε να το πούμε
υπήρχε πάντα αυτή η απόσταση μεταξύ μας, άλλος εγώ άλλη εσύ
Γι΄αυτό δε λύσαμε ποτέ το σχοινί της βάρκας που
έμενε δεμένη στο ήσυχο λιμάνι μας.
Μας απόμενε να κοιταχτούμε στα μάτια κάποτε
όταν αυτό που θέλαμε να πούμε ήταν αναγκαίο
Μα για την αγάπη μας δε μιλήσαμε ποτέ
μας στεναχωρούσε ένα αγκάθι από παλιά. Εμένα και εσένα.
Η ζωή μας θα κυλούσε αμείωτα στερημένη εξ αιτίας
πως έπρεπε κάποτε να μιλήσουμε στα ίσια. Εσύ κι εγώ.
Κρατούσαμε μυστικά χωμένα στο βυθό της ψυχής
όπως αν είχαμε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ένα ζώο.
Ο φόβος της αποδοχής, μην είμαστε οι καλύτεροι
ο χρόνος που έτρεχε εναντίον μας μη μας κατηγορήσουνε για προδότες
ένα ποτάμι συμπληγάδων βράχων πήγαινε πέρα-δώθε τη θέληση μας
να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Ήρθαμε εδώ στο απέραντο λιβάδι με τις παπαρούνες
νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι- κατά μια έννοια σκλάβοι αυτής της ιδέας.
Το λιβάδι δεν ήταν δικό μας, το χωρίσαμε σε πολλά μικρά-μικρά κομματάκια
και πήρε ο καθένας την απόφαση να το δουλέψει όπως έπρεπε. Εσύ κι εγώ.
Υποκριτές, ηθοποιοί της μιας δεκάρας, επειδή πάντα κάτι έπρεπε να κρύβουμε
μη μας πούνε οι άλλοι ένοχους επειδή ποτέ δεν μπορούσαμε να τα πούμε όλα
ν ανοίξουμε μια πέτρα στα δύο, να κινήσουμε ένα δρόμο που ν΄αγγίζει την καρδιά μας.
Ο κόσμος μας φτιαγμένος απο σπάνιο υλικό της λογικής, ξεγελούσε εφήμερα
-να κάνουμε την ανάγκη, πραγματικότητα, να δεχτούμε πως άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν
απλά γιατί έτσι έπρεπε εσύ κι εγώ να δεχτούμε πως ο κόσμος είναι πολύς.
Αν όμως απλά δε φιλιόμαστε πια, δεν κλαίμε επειδή
στο λιβάδι στέγνωσαν οι παπαρούνες και γεμίσαμε αγκάθια
η ωραιότης της θάλασσας που αγαπήσαμε με πάθος
καθώς τα κύματα είναι πάντα συντροφιά μας
είναι γιατί η απόγνωση κυρίευσε τα σωθικά μας
Να εξηγήσουμε την αλλοτρίωση δεν μπορούμε
Η εναντιότητα δεν τελειώνει στο πουθενά
Εν ολίγοις
κερδίζουμε ότι κερδίζουμε βαδίζοντας σε ένα στενό μονοπάτι
μέχρι ο θάνατος να στερήσει τις απόψεις μας
Με υπεροψία αντιμετωπίσαμε την αγάπη
Ο κόσμος δεν είναι κακός;
Θέλαμε πολλά να πούμε μα δεν τα λέγαμε
η ελευθερία ένας κόμπος στο λαιμό.
Διαβάσαμε πολλά βιβλία, μάθαμε την εξουσία να κυβερνά φιλόφτωχα
Αλλά το πρόβλημα άλυτο μεταξύ εσένα κι εμένα.
Η ωραιότης ενός κόσμου φτιαγμένου από σίδερο
με σφυρί και αμόνι, στο περιθώριο γραμμένο με Γραμμική βήτα.
Κοντάρια με αιχμηρές μύτες, σπαθιά που θέριζαν κορμιά αντί στάχυα
Άνθρωποι που πέθαιναν στο πουθενά.
Εσύ κι εγώ.
 
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ.

 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Η ΩΡΑΙΌΤΗΤΑ

 


 

Ξέρεις, μια ωραία εικόνα είναι αυτή: δεν μετάνιωσα που σε αγάπησα, μετάνιωσα που δε σε ξέχασα.

Καλύτερα εχθρός παρά κόλαξ.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να έγινε κάποτε το Μπινγκ μπάγκ, η μεγάλη έκρηξη. Ο κόσμος υπάρχει από μόνος του.

Ποιο να είναι άραγε το πιο ωραίο πράγμα που έζησες; ρωτώ τον εαυτό μου και δεν ξέρει να μου απαντήσει. Ή δε θέλει. ίσως εσείς που ξέρετε πιο πολλά από μένα να απαντήσετε.

Έχετε ξυριστεί καμιά φορά χωρίς καθρέφτη;

Βιαστικό σιγάρο, ξευτίλα.

Σαν το γαμίσι στην τουαλέτα με μια ξένη

με έναν άντρα που δεν τον ήξερες ποτέ.

Τι ήθελες να κάνεις το πρωί και το βράδυ;

Κοίταξε τώρα! εγώ μπορώ να συγκρουστώ με τον Επίκουρο, τον φιλόσοφο των ηδονών, να πω πως αρχή του κόσμου δεν είναι η ηδονή και θα το κάνω αν το συμπεραίνω. Σ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που ζούμε ο Αϊνστάιν είναι μετριοπαθής, ο Μάρκ Ζούκερμπεργκ μεγαλοφυής. Κατά βάθος είμαι μετριοπαθής, ή επιεικής με τον άνθρωπο. Αίφνης δεν υπάρχει πια κανένας Αλέν Ντελόν, καμία Βουγιουκλάκη να απειλεί τη σοβαροφάνεια μας. Ξέρεις σου λέω μερικά πράγματα που σκέφτομαι κι αν δεν συμφωνείς εγώ είμαι εδώ για να τα κουβεντιάσουμε.

Μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι "τεχνάζονται", ενώ θα μπορούσαν απλά να τέρπονται με το φαγητό και την ιατρική τους περίθαλψη.

Αν ας πούμε ο μελλοντικός άνθρωπος δε θα ζωγραφίζει πως σας φαίνεται;

Ο εικονικός άνθρωπος δε θα έχει χρόνο να πάει σε μια δεξίωση χορού ας πούμε ή να παρακολουθήσει μια όπερα, τα διαστημικά ταξίδια, οι άλλοι τρόποι διατροφής, φαντάζεσαι έναν αστροναύτη να αναζητά ένα ουίσκι; τρομακτικός ο επόμενος κόσμος, τουλάχιστον για μας. θα παίζει κανείς κομπολόι;

Εαυτός

Τύραννος από γέννηση.

Έρωτας

ανίκητη αρετή

Χρήμα

Καταχθόνια εφεύρεση

Όχι κατάκαρδα

Η νεότης θεωρείται είδος πολυτελείας

Είναι τραγικό να μην ανήκεις σε κανέναν.

Η ζωή δεν είναι ένα μικρό αστείο, αν έτσι νομίζετε. Από τις απαντήσεις σας καταλαβαίνω πως δεν την παίρνετε και τόσο σοβαρά. Θεωρείτε, σεις, πως περνάει σαν ένα ποτάμι. Βέβαια δεν ξέρω αν είστε άξιοι να ζείτε, μέσα σ΄αυτό το ποτάμι. Η ζωή τελικά είναι κάτι σοβαρό; Η ερώτηση τίθεται κατ΄ιδίαν.

Περι ασχήμιας και ωραιότητας του ανθρώπινου είδους. Την ομορφιά τόσο έχουμε υμνήσει. Την ασχήμια όμως; Τι ακριβώς είναι άσχημο; Αυτό που δεν έχει σχήμα; [ Σχήμα δεν έχει το αιδοίο.] Κι αν είναι έτσι ποιο είναι το ωραίο σχήμα; Ο κύκλος ή το τετράγωνο; η ο κώλος

 Απο τότε που ήμουν παιδί και δεν ήθελα να μεγαλώσω, γιατί έβλεπα τι πάθαιναν αυτοί που μεγάλωναν και ίσως γιατί κάποτε νόμιζα πως μπορούσα να εξηγήσω τον κόσμο, ν αλλάξω τον κόσμο, να σας γεμίσω με ψεύτικες εικόνες, να σας κοροιδέψω, επειδή εγω ήμουν και κανένας άλλος. Απο τότε όμως, πάλι φοβόμουν το ελάχιστο. Αυτό που γίνεται απο το τίποτε. Εκεί που ξεκινας ταξίδι κι αντι να πας στον προορισμός σου, πηγαίνεις στο γκρεμό.

Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που έχει περάσει τα εκατό. Ο Χεμινγουέη αυτοκτόνησε στα εξήντα δυο. Ο Σταινμπεκ είπε πως αν σε θυμούνται μια βδομάδα μετα την κηδεία σου θα είσαι μεγάλος. Ο Εινστάιν πεθαίνοντας είπε πως υπάρχει θεός! Ο Μέγας Αλέξαντρος πέθανε από ακατάσχετη οινοποσία στα τριάντατρία. Ο Τζερόνιμο,Το Τρελό Δέντρο ζει ακόμη.

ΕΊΠΑΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

«Δώστε τη ματιά σας στα έργα του Πλιάτσικα. Ίσως σας συνδέσουν με κάτι που έχετε ξεχάσει. Ίσως σας πουν κάτι που είδατε χτες στο όνειρο σας!»

«Τα έργα του δεν είναι προσπάθεια να σας κλέψουν: έχετε το νου σας σ αυτό που είναι ανεξήγητο, σ αυτό που μπορεί να δώσει την εξήγηση που θα ποθούσατε.»

Όταν σου έρχονται στραβά κι ανάποδα τα πράγματα, τι κάνεις; ουρλιάζεις;

Δεν μπορώ να ζήσω όπως εσύ.

Ας πούμε θα ήθελες να είσαι τυφλός και πλούσιος; κάποιοι λένε ναι! Ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να ζηλεύει τη ζωή του άλλου ή και αντίθετα να την θεωρεί μίζερη. Έχω δει ανθρώπους να ζηλεύουν ανάπηρους επειδή παίρνουν μια σύνταξη!

Η σιωπή. Δύσκολη λέξη. Όσο μεγαλώνεις, μεγαλώνει κι αυτή.

πίνω μια γουλιά μπύρα χωρίς αφρό, σκατά είναι, αλήθεια δεν πίνεται χωρίς αφρό, σκατά είναι όλα, ακόμα και η ευδαιμονολογία του Σοπενχάουερ, που επιμένει πως, η ατομικότητα του ανθρώπου, του έχει ορίσει από πριν ως ποιο μέτρο ευτυχίας μπορεί να φτάσει αλλά δε μου γεμίζει το κεφάλι, επειδή οι περισσότεροι αρκούνται σε μια μέτρια ζωή, οικογενειακή, με πρόσκαιρες απολαύσεις και χυδαίες διασκεδάσεις, σαν αυτήν τώρα που ζω εγώ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο, λέω και ξαναλέω.

 

ποίμα για μια αγάπη χαμένη: ΠΊΝΩ ΚΌΚΑ-ΚΌΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ 2

   Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι κόκα-κόλα που τέλειωσε και χά...