Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ







ΚΩΣΤΑς ΠΛΙΑΤΣΙΚΑς



ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ


ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ






Είναι ένα μακρύ ποτάμι στην ευθεία η ζωή. Όσο χάνεται το μάτι σου, ευθεία. Δεν υπάρχουν λεύκες, ούτε ιτιές στις όχθες του. Άσπρο χαλίκι μονάχα, που στο βάθος γίνεται ρύζι, γυαλιστερή σκόνη. Στη θάλασσα που φτάνει η απλωσιά του, μεγαλώνει το νόημα της ζωής. 

Έτσι είναι, μια ευθεία, μου λεγε πάντα ο πατέρας μου. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα τότε, όταν ήταν νέος- όλοι είμαστε νέοι κάποτε. Καβάλα σε μια φοράδα, να τρέχει τον κατήφορο στον κάμπο. Άσπρη κι αυτή με λίγες γκρίζες βούλες στα πλευρά.
Ήταν τα παλιά χρόνια. Γεμάτα από  καλντερίμια, σκαρπιά και σκίνα, λερωμένα να σβαρνίζονται στην παχυλή σκόνη. Οι άνθρωποι, μουντζουρωμένοι, χολωμένοι και απλοί. Έπιναν τα ούζα τους σε βρώμικα καφενεία και κάπνιζαν οι γέροι τις τσιμπούκες τους, αραχτοί, σε κόσμους που δεν τους έφτανε ο νους.
Χαμογελούσαν και οι κοπελιές στο δρόμο, μουλωχτά συνήθως, πίσω από το λευκό χνούδι της κρυμμένης αξιοπρέπειας. Τις έβλεπε έτσι ο Ντάφλος και το μάτι του γυάλιζε. Πόσο θα ήταν τότε; Είκοσι τρία -εικοσιτέσσερα, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος. Ψυχή Αστραπόγιαννου.  Σαν από τότε φαινόταν τι θα κουβαλούσε μέχρι εδώ.. Εγώ ήμουν πιο μικρός, τέλειωνα το γυμνάσιο και τον έβλεπα σχεδόν καθημερινά στις αλάνες, να τριγυρίζει σαν αδέσποτο σκυλί. Κάναμε παρέα και υπήρχε μια παράξενη έλξη φιλίας, ένα δέσιμο συμπάθειας μεταξύ μας.
Ο πατέρας μου δεν τον συμπαθούσε. Είναι αλήτης, μου έλεγε, δε θα πάει καλά στη ζωή του να μου το θυμηθείς. Τι θέλεις εσύ μαζί του; Θα καταστραφείς κακομοίρη μου. Κοίταζε τις σπουδές και τίποτε άλλο. Έχεις καιρό για τέτοια πράγματα.
Τι τέτοια πράγματα; Συλλογιζόμουν εγώ απορημένος.
Ερχόταν λοιπόν, ο Ντάφλος στην εξώπορτα- μέναμε τότε σε μια μονοκατοικία με αυλή στον Άγιο Αρτέμιο. «Έει, Αχρηστόπουλε! Μου φώναζε. Άιντε πάμε!
Τον άκουγε έτσι ο πατέρας μου κι ανταριαζόταν. Στραβομουτσούνιαζε αλλά δεν έλεγε τίποτε. Σπάνια, καμιά φορά, απαντούσε στην καλημέρα που του απηύθυνε ο Ντάφλος, πάντα χαμογελαστός.
-Δε με συμπαθεί και πολύ, μου είπε μια μέρα. Αμβράζη, το καταλαβαίνω που δε με συμπαθεί αλλά δεν του έχω κάνει και τίποτε. Πες μου εσύ του έχω κάνει τίποτε; Γέρασε όμως πολύ ο Μπάρμπα-Φώτης και ξεκούτιανε από το πολύ ούζο.
Εμένα με φώναζε Αμβράζη. Σπάνια με το μικρό μου όνομα και το μητρικό: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας! Έλεγε καμιά φορά φωναχτά το όνομα μου και ρουφούσε τη μύτη του. Τρία ονόματα, τι να τα κάνεις; Ένα και να φτάνει: Ντάφλος!
Τουναντίον, ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος για το όνομα μας. «Αμβράζης» έλεγε και κορδωνόταν. «Είμαστε παλιό, αρχοντικό σόι εμείς, όχι παίξε-γέλασε.»
Παλιό αρχοντικό σόι, έλεγα κι εγώ σαρδόνια από μέσα μου. Τώρα τι είμαστε; Παλιό φτωχικό, απαντούσα, με μόνους εναπομείναντες, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα.
Το Αλμύρας βέβαια, ο πατέρας μου, ούτε που καταδεχόταν να το πιάσει στο στόμα του. Ήταν παρακατιανό το σόι της μάνας μου και σώπαινε. Παρ όλα αυτά, εγώ το είχα γράψει  και στην ταυτότητα μου. «Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας.» Κάτι μου έλεγε αυτό το Αλμύρας.
Εν πάση περιπτώσει, που κοπανάει συνέχεια και ο πατέρας μου, πιάναμε τους δρόμους με το Ντάφλο κι όπου μας έβγαζαν. Ο Ντάφλος πείραζε όλες τις κοπέλες που μας τύχαιναν μπροστά μας. Και είχε ένα κέφι ο αφιλότιμος!
-Γεια σου κουκλάρα! Ήταν το προσφιλές του πείραγμα. Για σου μανάρι μου, συνέχιζε αν έβλεπε κανένα πονηρό γελάκι και να ένα χαμόγελο ο ίδιος μέχρι εκεί πέρα.
Δεν ήταν άσχημος. Παρ όλη την ασουλουπωσιά του, είχε μια γοητεία. Ιδιαίτερα όταν τα πινε και τα πινε πολύ ο άτιμος. Μου φώναζε και μένα, «ρούφα ρε!» αλλά που εγώ. Σπάνια έπινα κανένα ουζάκι, τις περισσότερες φορές πορτοκαλάδα. «Θα κιτρινίσεις κακομοίρη μου!» σάρκαζε ο Ντάφλος και με σεργιανούσε στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λέσχες, παντού. Λεφτά δεν είχαμε, πως τα βόλευε, ακόμα παραξενεύομαι. Ήταν το Καλοκαίρι που είχα τελειώσει το γυμνάσιο κι έπιασα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Το μέλλον μου διαγραφόταν δυσοίωνο, καλά έλεγε ο πατέρας μου. Και δικαιώθηκε όταν το Σεπτέμβριο απέτυχα στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήθελα να γίνω ζωγράφος. Να πάω στην Καλών Τεχνών.
Ο Ντάφλος με κορόιδευε. «Άιντε ρε ζωγράφε της πυρκαγιάς! Νομίζεις πως επειδή φτιάχνεις δυο σκίτσα και κάτι κάνεις. Εδώ είναι τα λεφτά ρέ! Να βρεις μια τρύπα να τρυπώσεις, να κάνεις σιρμαγιά, κονόμα.. δε στα λέει αυτά ο Μπάρμπα-Φώτης;»
Άμα με έβλεπε παραπονεμένο άλλαζε τροπάρι. «Εντάξει ρε, ένα αστείο κάναμε, θα βρεις άλλο τρόπο εσύ να κάνεις αυτό που θέλεις. Σε ξέρω εγώ δε σε ξέρω, εγώ σε έχω γεννήσει. Δεν πειράζει που σε κόψανε οι κερατάδες. Θα βρεις εσύ τι θα κάνεις»,
Είχε πάει δυο-τρία χρόνια  στο γυμνάσιο, στην πρώτη- Δευτέρα απ ότι μου έλεγε και μετά τα παράτησε. Μπήκε στο μεροκάματο, όπου έβρισκε, στο πεζοδρόμιο, στα καπηλειά, στις ταβέρνες, παντού. Έκοβε το μυαλό του, σπίρτο μοναχό.
όταν λοιπόν, έμαθα πως παντρεύεται τη Μαγδαληνή του Σταυρέα, έμεινα. Για να μην πω αλληθώρισα. Και το έπαθα αυτό επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα πως είχε άλλες αντιλήψεις για το γάμο και τη ζωή. «Δεν παντρεύομαι εγώ,» έλεγε «Εγώ θέλω να τη ζήσω τη ζωή και να τη γλεντήσω πρώτα. Ύστερα βλέπουμε».
Τι τον έσπρωξε να κάνει αυτή την κουτουράδα;


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

ΑΣΚΟΎΠΙΣΤΑ





ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ


Πλατεία. Ο Καραμανλής όρθιος βηματίζει σκεφτικός.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: [ μισοκλείνοντας το μάτι κοιτάζοντας στο κοινό] Ε, το φανταζόσουν αυτό; Το φανταζόσουν να γίνεις πρωθυπουργός; [τραβάει τα χείλια του σα να μην το πιστεύει, πιάνει το πηγούνι του, κάνει αστείες γκριμάτσες] Μέχρι βουλευτής κάτι γινόταν. Άιντε και υπουργός αλλά όχι και αρχηγός κράτους! Αρχηγός κράτους! [πιάνει τα πέτα του σακακιού του με έπαρση] Τι άλλο μπορώ να γίνω τώρα; Ναπολέων; Γιατί όχι; Αυτός ο ρόλος θα μου πήγαινε..[σα να κοιτάζεται στον καθρέφτη] Του μοιάζω κιόλας…[παύση] Αλλά κι εδώ στην Ελλάδα παίζω χωρίς αντίπαλο. Είμαι ασυναγώνιστος! Ποιος Παπανδρέου τώρα και ποιος Βενιζέλος..αυτοί είναι για τα μπάζα. Ιδιαίτερα ο Γιωργάκης..[ξεκαρδίζεται στα γέλια]
Από την άλλη άκρη της πλατείας έρχεται ο Παπανδρέου.Κρατάει στα χέρια του μια σκούπα κι ένα φαράσι.
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ:[ξαφνιάζεται] Επ, τι θέλεις εσύ εδώ Γιωργάκη;
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:[προσπαθεί να κρύψει τη σκούπα και το φαράσι] Δεν είναι όλη η πλατεία δικιά σου..
ΚΑΡΑΜ: Ρε Γιώργο, πως κάνεις έτσι; Οι δικοί μας ήταν φίλοι κατά βάθος..
ΠΑΠ.: [με υποψία] Ποιοι δικοί μας; Ο Αντρέας με τον θείο σου; Είσαι γελασμένος.
ΚΑΡΑΜ.:[φέρνει βόλτα γύρω του να δει τι κρατάει] Τι κρατάς ρε; [με απορία]
ΠΑΠ.: Να μη σε νοιάζει! [κάνει να φύγει]
ΚΑΡΑΜ.:[βλέποντας επιτέλους την σκούπα και το φαράσι] Ποιος σε έστειλε να σκουπίσεις ρε; Η γυναίκα σου; Η Άντα; Εγώ την Νατάσσα την έχω στείλει για κουνουπίδι από την πρώτη στιγμή, εσύ ακόμα ακούς τις γυναίκες;
ΠΑΠ.:[δείχνοντας τα σύνεργα] Αυτά κύριε Καραμανλή, μου τα έδωσε ο Ελληνικός λαός και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
ΚΑΡΑΜ.:[ξεκαρδίζεται] Ποιος;Αυτόν κι αν τον έχω στείλει για πιπεριές! Τι μου λες ρε Γιώργο.Αλλά για πες μου τώρα που βρισκόμαστε από κοντά. Τα πιστεύεις αλήθεια αυτά;[παύση].[στον εαυτό του[ Λες να είναι αλήθεια, όπως τον λέει ο λαός, αγαθούλης ή αγαθιάρης;
ΠΑΠ.: [περήφανα] Όπως ο Αντρέας σκούπισε τον θείο σου, έτσι θα κάνω κι εγώ με σένα. Εξάλλου, ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Σουηδία μιας χώρας που είναι η μαμά του σοσιαλισμού…
ΚΑΡΑΜ.:[τον κόβει, ξύνει τον κώλο του] Είναι μαμά σου εδώ; [κοιτάζει γύρω]
ΠΑΠ.: [χάνεται για λίγο, συνέρχεται] Δεν θα με κοροϊδέψεις εμένα όπως κοροϊδεύεις τον Ελληνικό λαό! Η μαμά το ξέρω είναι στο εξοχικό της.
ΚΑΡΑΜ.:Αμάν ρε Γιώργο! Ένα αστείο έκανα, πως κάνεις έτσι άνθρωποι είμαστε κι εμείς.Γέλα λίγο.Αλήθεια δεν θυμάμαι να σε έχω δει μια φορά να γελάς…
ΠΑΠ.:[μισογελάει] Νομίζεις πως δεν ξέρω εγώ από γέλια..
ΚΑΡΑΜ.: Έτσι μπράβο! Γέλα!
Ο ΠΑΠ. Γελάει πιο πολύ.Σιγά-σιγά ξεκαρδίζονται και οι δυο.
ΠΑΠ.: Γιατί γελάμε τώρα;
ΚΑΡΑΜ.: Για τον σοσιαλισμό, που γλίτωσε από τον Ζαχόπουλο.
ΠΑΠ.: [αλαφιασμένος] Που πήγε; Γιατί έφυγε; Ήταν σοσιαλιστής ο Ζαχόπουλος;
ΚΑΡΑΜ.: Μεγάλος.
ΠΑΠ.: Επειδή έδωσε προίκα στην γραμματέα του; Αυτή την Εύη..Τσέκου..Τσέκου την λένε τελικά;
ΚΑΡΑΜ.; Λίγο το χεις αυτό; Εγώ, έτσι κι αλλιώς θα τον τελείωνα αυτόν. Θα έβαζα την Βροχοπούλόυ να τον ερωτευθεί.
ΠΑΠ.: [απορημένος] Ποια είναι αυτή;
ΚΑΡΑΜ.: Δεν την ξέρεις; Δεν ξέρεις την Βροχοπούλου; Καλά δεν παρακολουθείς καθόλου τα δρώμενα;
ΠΑΠ.:Τα ιδρωμένα θέλεις να πεις;
ΚΑΡΑΜ.: [τον περιπαίζει] Ήταν ιδρωμένα τα κορμιά του Ζαχόπουλου και της άλλης;
ΠΑΠ.:[πειραγμένος] Εγώ πάντως φεύγω.
ΚΑΡΑΜ.: Γιατί;
ΠΑΠ.: Γιατί σε είχα για σοβαρό αλλά τώρα κατάλαβα τι σοι είσαι και συ. Κάθεσαι και ακούς αυτά που λένε στον Σκάυ και πας να με μπερδέψεις. Τα τρώω εγώ αυτά!
ΚΑΡΑΜ.: Τα ραδίκια;
ΠΑΠ.: Τι είναι τα ραγιάδικα; Τρώγονται; Να σου πω…εγώ προτιμώ το κουνουπίδι..
ΚΑΡΑΜ.; Τι…έγινες κουνουπίδι; Εσύ δεν πίνεις ρε!
ΠΑΠ.:[περήφανα] Ευτυχώς που σ αυτό δεν έμοιασα του Αντρέα.
ΚΑΡΑΜ.:[φτύνει τον κόρφο του] Ευτυχώώώς!
ΠΑΠ.:[απτόητος] Γι’ αυτό θα γίνω μεγαλύτερος από τον πατέρα μου.Θα τον ξεπεράσω όπως ο Ι σκεντερίν τον Φιλίπ. Ξέρεις ιστορία;
ΚΑΡΑΜ.:[με σιχασιά] Ποιος την γαμάει την Ιστορία! Και τους ιστορικούς![αναρωτιέται] Ποιος ξέρει τι αηδίες θα γράψουν για τον εκατοστό έκτο πρωθυπουργό της Ελλάδας, σ΄αυτόν τον χάρτη που κρεμάνε στα καφενεία.
ΠΑΠ.:Αμ, είδες; Δεν μπορούν ν α γράψουν Μέγας Καραμανλής! Δεν πάει..πάει; Ενώ Μέγας Γεώργιος..
ΚΑΡΑΜ.: Πάει ε; Σαν Τζώρτζ..ναι.. Σαν Τζώρτζ..[παύση] Δεν έπρεπε να είχα το όνομα του θείου μου..[συλλογίζεται[..Βλέπεις είχα αυτή την ατυχία. Μέγας Κώστας δεν γίνεται..δεν πάει .Ενώ Κωνσταντίνος ο δεύτερος ο Μέγας θα ήταν αλλιώς.Φτού σου! Την πάτησα σαν τον Κωνσταντίνο τον Μικρό στο Βυζάντιο..
ΠΑΠ.:[με ενδιαφέρον] Υπήρχε Κωνσταντίνος Μικρός;
ΚΑΡΑΜ.: [με δυσφορία] Ναι ο ΠΟΎΣΤΗΣ!
ΠΑΠ.; [τον συμπονάει] Μη στεναχωριέσαι..Ελα δεν κάνει.
ΚΑΡΑΜ.:Ναι αλλά η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι ανιψιοί ποτέ δεν γίνονται μεγάλοι. Αλλά για στάσου..ο Ιουστινιανός ανιψιός του Ιουστίνου δεν ήταν;
ΠΑΠ.;[γουρλώνει τα μάτια] Ποιος; Έζησαν αυτοί;
ΚΑΡΑΜ.:[σαν να αγανακτεί] Ναι μωρέ Γιώργο, έζησαν! Μη με μπερδεύεις κι εσύ! Άρα έχω ελπίδες…
ΠΑΠ.: [κουνάει το κεφάλι του] Λυπάμαι αλλά δεν έχεις καμιά ελπίδα κύριε Καραμανλή.
ΚΑΡΑΜ.: Κώστα με λένε.
ΠΑΠ.;Εντάξει, Κώστα.Κύριε Κώστα τελείωσες. Ο δίχρ..δίχρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.:Διαχρονικός θέλεις να πεις;
ΠΑΠ.: ΑΥΤΌ! Διαχρονικός. Ωραία λέξη.
ΚΑΡΑΜ.:[Βαριέται, αλλάζει θέμα] Πως τα κατάφερες με τον Βενιζέλο; Αλλά θα μου πεις τι λέω τώρα αφού κι εγώ να σου πω την αλήθεια, εσένα θα ψήφιζα.
ΠΑΠ.:[με χαρά, τον αγκαλιάζει]Σ’ευχαριστώ..σ’ ευχαριστώ..το ξερα πως είσαι φίλος!
ΚΑΡΑΜ.:[προσπαθώντας να ξεφύγει από το αγκάλιασμα] Σιγά ρε! Ούτε η Νατάσσα δεν με αγκαλιάζει έτσι!
ΠΑΠ.; Είσαι όμως και λίγο κατεργάρης..
ΚΑΡΑΜ.;[με παράπονο] Γιατί ρε Γιώργο; Γιατί το λες αυτό τώρα; Με πικραίνεις…
ΠΑΠ.: Εμ, πως..είσαι…φαίνεται αυτό. Το λέει κι ο Μητσοτάκης.
ΚΑΡΑΜ.;[ενοχλημένος] Ποιος τον χέζει αυτόν..τάκημήτσος..όνομα είναι αυτό για την Ιστορία;
ΠΑΠ.: Σ’ αυτό συμφωνώ.Βέβαια συμφωνώ αφού αυτός ήταν επιστάτης στα χρόνια του παππού.
ΚΑΡΑΜ.: Αποστάτης.
ΠΑΠ.: Υποστάτης, εντάξει, ξέρω εγώ τι λέω, με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα; Δεν ξέρω εγώ τι υποστάτης ήταν ο Μητσοτάκης; Επειδή λένε εκεί στο σκάι ότι δεν ξέρω Ελληνικά;
ΚΑΡΑΜ.:[ύπουλα, σκωπτικά] Ξέρεις.
ΠΑΠ. [στο κοινό] Είδατε; Και ο πρωθυπουργός συμφωνεί ότι ξέρω καλά Ελληνικά. Ευχαριστώ κύριε Καραμανλή αλλά δεν με ρίχνεις. Ο επόμενος πρωθυπουργός θα είμαι εγώ.
ΚΑΡΑΜ.[καμώνεται πως πέφτει ψυχολογικά] Γιατί ρε Γιώργο; Δεν είμαι καλός πρωθυπουργός;…
ΠΑΠ.:[τον παρηγορεί, τον χαϊδεύει] Εντάξει, καλός ήσουν. Τι να κάνουμε όμως; Ήρθε η σειρά μου.
ΚΑΡΑΜ.: Σε παρακαλώ, άφησέ με μια τετραετία ακόμα
ΠΑΠ.: Είναι πολύ. Φτάνει.
ΚΑΡΑΜ.: Μα δεν ολοκλήρωσα το έργο μου..όλοι στην Ελλάδα θέλουν να ολοκληρώσουν..[σιγανά] και η Νατάσσα το ίδιο. Η Άντα;
ΠΑΠ.: Είπα φτάνει!
ΚΑΡΑΜ.: Φτάνει η Άντα;
ΠΑΠ.:Φτάνει; Πότε φτάνει; Τι μου λες τώρα;
ΚΑΡΑΜ.;Καλά. αλλά σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Μια τετραετία ακόμη και μετά κάνε ότι θέλεις.Θα σε βοηθήσω κι εγώ.
ΠΑΠ.:[κλαίει, δακρύζει] Τι να σου κάνω που είμαι ευαίσθητη ψυχή! [στον εαυτό του] ήταν ανάγκη να σε βρω τώρα εδώ; [στο κοινό] Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός βλέπει την μεγαλοκαρδια του ΠΑΣΟΚ.
ΚΑΡΑΜ.: [αναπτερώνεται] Θα με αφήσεις;
ΠΑΠ.: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αλλά μια τετραετία, ούτε μέρα παραπάνω.
ΚΑΡΑΜ.: Σ’ ευχαριστώ! Είσαι μεγαλόκαρδος!
ΠΑΠ.: Μωρέ ξέρω εγώ τι είμαι, άσε με τώρα να φύγω.
ΚΑΡΑΜ.: [σπαραχτικά] Γι’ωργο μη φεύγεις!
ΠΑΠ.: [απορημένος] Τι να κάνουμε; Έχω και δουλειές. Έχω το λάπ τόπ…
ΚΑΡΑΜ.: Εγώ λέω να πούμε πρώτα ένα τραγούδι..
ΠΑΠ.: Ξέρεις κανένα τραγούδι;
ΚΑΡΑΜ.: Τα πουλιά του Νταλάρα.
ΠΑΠ.: Αυτό είναι δικό μας. Τι δουλειά έχει η Ν.Δ με τα πουλιά;
ΚΑΡΑΜ.: Τώρα όλα είναι ολονών.Πάμε;
Και αρχίζουν αγκαλιασμένοι να τραγουδούν.



ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα πουλιά τα βρίσκει ο χάρος στο πλευρό
Τους δούλους όταν σκύβουν στο γκρεμό.
Μα του δυο μας που μαστε φίλοι στη ζωή
Μας συντροφεύει η κοινή πολιτική.


Φίλε μου σε παρακαλώ
Πες στους δυστυχισμένους
Πως τους δικούς μας αστακούς
Έχουμε πληρωμένους.


      ΑΥΛΑΙΑ

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΊΟ ΤΩΝ ΔΈΝΤΡΩΝ



ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ.
Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του, τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα, πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του, κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.
Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ



ΛΕΝΕ ΠΩς ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΤΡΕς
Περπατώ στην παραλία των Εξαρχείων και νομίζω πως δεν έχουμε πάθει κρίση αλλά παράκρουση. Είμαστε όλοι ένοχοι, λέει ένας μεσήλικας, ενώ οι γκόμενες λιάζουν τους αφαλούς σφαδάζοντας από την ανυπαρξία του πούτσου. Δίπλα ο μαυράκος κουβαλάει σίδερα, σίδερα, σίδερα.
Στη Μαυρομιχάλη κατάχαμα ένας μηχανόβιος τρώει την άσφαλτο. Μαύρο κατράμι, πετρέλαιο και αίμα. Κανείς δεν τον σηκώνει. Η γριά ρίχνοντας ένα απρόσμενο βλέμμα, με την ξεβαμμένη ανηψιά δίπλα της, μιλάει για την εκατοντάχρονη μάνα της που πέθανε χτες το βράδυ. Εικόνα δηλαδή ενός ξεχαρβαλωμένου τοπίου. Οι Αλβανοί ασυνάρτητοι παίζουν ντόμινο-πέρα βρέχει και ποιος νιάζεται; Στον κόσμο τους.
Και στην Μεθώνης τον πεζόδρομο, χέζουν και κατουράνε όλα τα σκυλιά. Σε πειράζει, μου λέει η άλλη, να μπω στο εργαστήρι σου με τον σκύλο μου; Δεν πειράζει, της απαντάω. Αφήστε τον εδώ γύρω να γαβγίζει, να μου δείχνει τα δόντια του, να χέζει-έτσι κι αλλοιώς μας έχουν χεσμένους όλοι. Για ένα σκύλο θα κάνουμε έτσι.
Στο περίπτερο όλοι οι σκεφτικοί διαβάζουν με προσήλωση τον τύπο. Το πρες. Το πιεστήριο. Εγώ δε λέω τίποτα. Τι να πω; Ο χοντρός αποφασίζει ν αγοράσει την Συντακτών, ο Αιγύπτιος επιμένει πως πρέπει να κάνουμε κάτι για το βασίλειο της Κλεοπάτρας. Ωστόσο, μπαίνει ένας άλλος στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στο εργαστήρι της τέχνης σέρνοντας ένα ντόπερμαν έτοιμο να μου φάει τα σωθικά, το μυαλό. Πειράζει που έχω τον Μπούμπι μαζί; Μου λέει. Να δούμε τους πίνακες;
Με τον Μπούμπι; Αμηχανεύομαι.
Βγάλτον έξω, στην παραλία.
Μα, επιμένει, δεν είσαι φιλόζωος;
Άμα είναι να μας χέσει ο Μπούμπις, όχι δεν είμαι φιλόζωος.
Αναγκαστικά φτιάξαμε έναν κόσμο παράλογο. Παλιά δεν ήμασταν έτσι, υπήρχε μεγαλύτερος σεβασμός στην ύπαρξη, στο θαυμασμό, στην αξία. Ενώ τώρα υπάρχουμε σε έναν κόσμο γερασμένο, αξιολύπητο, παραδομένο στην ανεπάρκεια.
Ας πούμε πως φταίω εγώ που τα βλέπω έτσι. Οι νέοι παραπονιούνται για τις γκόμενες που είναι ανοργασμικές. Οι γκόμενες λένε πως δεν υπάρχουν πια άντρες αλλά, δε θέλω να το ρίξω εκεί- ωραίο το ρίχνω-να χύσω στο ωραίο πρόσωπο των άλλων ήθελα.
Μάλλιασε η γλώσσα μου στην κυριολεξία, όχι από καθέδρας. Επί της ουσίας.
Πολλές φορές φαίνονται απλά, μα δεν είναι.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΓΥΝΑΊΚΑ






Η εξουσία της γυναίκας.
Ημέρες της γυναίκας. Πολλές. Όλες δικές της, τα πάντα για την γυναίκα, την εργαζόμενη, 
την ερωτευμένη, την όμορφη γυναίκα. Τη μητέρα με τη στοργική αγκαλιά, τη μάνα που αγαπάει, 
τη σύζυγο που υπομένει, την ερωτική Λαϊδα των ανάλαφρων ονείρων [ημέρα της πόρνης υπάρχει;], 
τη γυναίκα αγρότισσα, με τους ρόζους στα τραχιά χέρια, τη γυναίκα του λαού, τη γυναίκα που
 είναι το μισό του άντρα αλλά το ξεχνάμε.
Το στήριγμα του κόσμου είναι η γυναίκα. Και βέβαια ο αγώνας για την απελευθέρωση 

των γυναικών, πολλές φορές έχει φτάσει σε ακραίες καταστάσεις, τέτοιες που να χάνει
 το νόημα του, αφού εξίσωση με τον άντρα δεν έχει νόημα ει μη μόνο η οικονομική, 
προνομιακή, και δικαιωματική, πράξεις οι οποίες έχουν επιτευχθεί με βάση τα σημερινά 
δεδομένα και τις σημερινές συμμετοχές της γυναίκας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας μας. 
Οι γυναίκες είναι πια διευθύντριες, γιατρίνες, βουλευτές, πρωθυπουργοί, αρχηγοί κρατών.
 Δεν πρέπει να  έχουν παράπονα: η πλήρη ισότητα τους με τους άντρες έχει επέλθει αλλά 
δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα στο παγκόσμιο σκηνικό. Τα ίδια πράγματα συμβαίνουν
 και με τις γυναίκες στην εξουσία. Υπάρχει μια εύκολη ακολουθία των πεπραγμένων από τους
 άντρες εκατομμύρια χρόνια πριν. Δεν άλλαξαν το παραμικρό στις δομές της εξουσίας
[ εδώ εμφαίνεται μια αποτυχία στον όρο γυναίκα], στον τρόπο διακυβέρνησης των κρατών, 
δεν βρήκαν καινούριες λύσεις να σταματήσουν την παγκόσμια κατρακύλα και τον εκτραχηλισμό 
του ανθρώπινου είδους. Αυτό το πρόσωπο της γυναίκας, στην ουσία πρόκειται για ανδρογύναικο,
 δεν μπορείς να ισχυρισθείς πως η Μέρκελ είναι γυναίκα, ή η Θάτσερ- αυτό είναι ένα 
κατασκεύασμα του εξελισσόμενου xomo sapiens, ένα κατασκεύασμα του ρομποτικού 
συστήματος που ακολουθεί αναγκαστικά ο άνθρωπος του πλανήτη γη.
Αν παρατηρήσουμε τις γυναίκες αθλήτριες θα δούμε πως η εξομοίωση τους με το αντίστοιχο

 ανδρικό πρότυπο είναι τρομακτική. Χωρίς στήθος, γεμάτες τραχείς μυς, πλησιάζουν τον αντρικό
 σωματότυπο, μόνο γένια δεν τους επιτρέπουν ν αφήσουν. Σε αντίθεση με τα αντρικά πρότυπα,
 που μάλλον εκλεπτύνονται.
Η γυναίκα δεν πρέπει να χάσει τη φύση της. Την έννοια του θηλυκού. Όμως αυτό δεν μπορούμε

 να το σταματήσουμε. Η ροή του κόσμου- με την συμπαντική έννοια- είναι έξω από τις 
ελεγχόμενες ανθρώπινες δυνάμεις.
Χρόνια πολλά λοιπόν στις γυναίκες όλου του κόσμου!



Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΈΣ




Πακιστανός τις γαρ, περιφέρετο μεν εις κάδον τινά, εν μέρει και περί τας δειλινάς ώρας προτού ο ήλιος δύσει, ωμίλει δε εν τω άμα και ες το κινητόν εν ώ γέγραφε τηλεσημικά. Ύστερον έρριπτε τους οφθαλμούς εις το βάθος του κάδου εκτιμών το εν λόγω εμπόρευμα ό θα ήτο αρκετό δια το σημερινό του γεύμα μετά της συμβίας του ήν τώρα συνωμίλει ανέτως περί τον σκουπιδοτενεκέν.
Η ώρα θα είχεν παρέλθει περί της ημισείας ότε εμφανώς χαρούμενος, τοποτέτησε την συσκευήν της τηλεσημίας εν τινί θύλακα και ήρχισεν την εργασίαν του μετά μεγάλης αφοσιώσεως.
Πόθεν όμως ενεφανίσθη άλλος τις εξ Ασίας ορμώμενος, όστις ήτο έμπλεος νεύρων και επετέθη κατά του Πακιστανού ανδρός; Ουδείς αντελήφθη. Έγινε το μάλε βράσε, αίματα έτρεχον από τα παρειάς των, σχίστηκαν τα ιμάτιά των μέχρι να ομοφωνήσουν για να μοιράσουν τα πλούσια απορρίμματα.
[Έστι δε αύτη η γαία εις ην συνέβησαν τα παραπάνω, πατρίς αντρών τε και σπουδαίων, οίτινες δόξαν μεγάλην εκόμισαν αλλ αυτήν μόνο οι απόγονοι κατακράτησαν.]

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΌ





ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, ο ναύτης Όποιος Νάναι, περπατούσε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο έξω από το μεγάλο λιμάνι. Τα βήματα του ακούγονταν, τακ-τακ, τακ-τακ, στις πλάκες και αντηχούσαν στο ηλιόλουστο απογευματινό κι αυτός χαμογελούσε. Όλο χαμοχελούσε ο ναύτης Όποιος Νάναι με ότι και να του συνέβαινε. Ε, θα το λύσουμε κι αυτό, έλεγε κι έτσι βάδιζε πάντα στη ζωή του. Του άρεσε να σκορπάει το χαμόγελο, να δίνει χαρά στη ζωή, στους ανθρώπους. Φορούσε την ωραία του ασπρογάλαζη στολή, είχε λίγο στραβά πόδια, προς τα μέσα αλλά αυτό δεν πείραζε και η μύτη του ήταν στραβιά αλλά ούτε αυτό πείραζε και τα δυο μπροστινά δόντια του προεξείχαν αρκετα για να μοιάζει με κουνέλι, που ήταν  χαμογελαστό όμως. Έτσι έμοιαζε μα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αρκεί να ήταν γερός για να μπορεί να κρατάει στα χέρια του τη ζωή. Στα χέρια του που κρατούσε πάντα μια χρυσή αλυσσίδα, που κάπου-κάπου την έδενε γύρω από τη μέση του. Σιγανοτραγουδούσε ένα τετράστιχο που ποτέ δεν είχε μάθει την συνέχειά του.
Με είδαν τ΄αστέρια
να κυλιέμαι καταγής
και στάθηκαν ακούνητα.
Νανανανά! νάνανα!νανανά!
Περπατούσε βιαστικά στον αστραφτερό πεζόδρομο, τα-τακ,τακ-τακ γιατι έπρεπε να προλάβει την Όμορφη Επειδή, που ήταν η αγαπημένη του και τον περίμενε στο μικρό αλσος και ποτέ δεν ήθελε να την κάνει να περιμένει. Ήξερε πως δεν είναι καλό να κάνεις τον άλλον να περιμένει γιατί είναι σαν να τον βασανίζεις επειδή δεν είσαι εκεί. Με γοργά βήματα, λοιπόν, έφτασε και την είδε να κάθεται στο παγκάκι. Τι όμορφη ήταν θε μου! Νεράιδα με ξανθά μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση, γαλάζια μάτια ορθάνοιχτα, χέρια μακριά κατάλευκα, χείλη κατακόκκινα κι ένα μικρό στόμα! Και όμως δεν μπορούσε να τα φιλήσει. Του το υπενθύμησε μόλις την αγκάλιασε.-Ξέχασες πως δεν μπορούμε να φιληθούμε προτού με παντρευτείς; κελάρισε σαν γυιάλινος βόλος στο μάρμαρο η φωνή της.-Το ξέρω, μα είναι τόση η λαχτάρα μου καλή μου!-Όταν με κάνεις γυναίκα σου θα γίνουν όλα, του απάντησε ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα παιχιδιάρικα.
Η Όμορφη Επειδή ήταν απίστευτα λεπτή. Σαν τσάκνο που το φυσούσε ο άνεμος, σαν χνούδι από λουλούδι του δάσους. Η μέση της σαν δαχτυλίδι, τα πόδια της μακριά κατέληγαν σε μικροσκοπικές πατούσες. Φορούσε κόκκινες γόβες χωρίς τακούνι και ήταν ψηλή, όχι πιο ψηλή από τον ναύτη Όποιον Νάναι, που την έπιασε τώρα από τους ώμους και της είπε πως έπρεπε να βιαστούνε να πάνε το φάρμακο στον γέρο πατέρα του που ήταν άρρωστος πέρα στο Μεγάλο Περιβόλι.-Πάμε ναύτη, ναι, το θυμάμαι καλέ μου, του είπε και σηκώθηκαν.
Δεν είχαν κάνει πέντε βήματα στο χωμάτινο μονοπάτι, ο ήλιος βασίλευε, έρριχνε τις τελευταίες αχτίνες πάνω τους, όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Άλλος Όρθιος, ο κακός γείτονας της Όμορφης Επειδή. Ήταν τεράστιος, γεμάτος τρίχες, όλες ίσιες σαν βελόνια. Τα μάτια του κόκκινα έβγαζαν σπίθες, το ένα χέρι του ήταν κομμένο στον ώμο αλλά δεν τον πείραζε, η δύναμη του βρισκόταν όλη στο άλλο το αριστερό και μπορούσε μ΄αυτό να σηκώσει ολόκληρο βουνό. Γελώντας βραχνά, άρπαξε την Όμορφη Επειδή από τα χέρια του ναύτη κι εξαφανίστη κε στο βάθος. Χώθηκε σε ένα φορτηγό κίτρινο, κατακίτρινο, όπως είχε γίνει το πρόσωπο της από την τρομάρα. Ο ναύτης όποιος Νάναι, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Έμεινε με τα χέρια στη μέση να κοιτάζει το κίτρινο φορτηγό που χανόταν στην κόκκινη αχλύ που σκορπούσε το ηλιοβασίλεμα. Παρ΄όλα αυτά δεν έχασε το χαμόγελο του. Ανασκουμπώθηκε, έλυσε την χρυσή αλύσίδα από τη μέση του, την στριφογύρισε στον αέρα και στροβιλίστηκε μαζί της. Εξακοντίσθηκε μακριά, να ακολουθήσει το κίτρινο φορτηγό αλλά δεν το βλεπε πουθενά. Είχε εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Μετά από περιπλάνηση μιας ώρας, είχε νυχτώσει για τα καλά, προσγειώθηκε στην άκρη του μεγάλου Δάσους. Το σκοτάδι ήταν βαρύ, οι σκιές των δέντρων που έφταναν ως τον ουρανό, το έκαναν ακόμα πιο βαθύ. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Μούσκεμα στον ιδρώτα κάθισε πάνω σε μια λευκή πέτρα σκεφτικός και στεναχωρημένος. Το χαμόγελο του ήταν τώρα λυπημένο. Σηκώθηκε, δεν ήταν ώρα για αργοπορίες. Έλυσε ξανά τη χρυσή αλυσσίδα, την έπιασε και ψαχούλεψε τον τρίτο κροίκο από το τέλος της. Έβαλε τον δείχτη μέσα και έκανε τρεις στροφές στον αέρα. Μια αστραπή έσχισε το δάσος, το ξέφωτο που στεκόταν, έλαμψε. Στο κέντρο της αστραπής, σέρνοντας το φως, ερχόταν η Μάγισσα Οπωσδήποτε. Ήταν η καλή μάγισσα, η φίλη του που την φώναζε στις δύσκολες στιγμές. Έφτασε κοντά του, στάθηκε παράμερα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπο της που ήταν σκαμμένο.
 -Τι θέλεις; η φωνή της αντιβούισε σε όλο το δάσος.
-Ο Όρθιος άλλος έκλεψε την Όμορφη Επειδή, είπε αχνά.
- Και θέλεις να τη βρεις; ρώτησε με ζήλεια. Εμένα με φωνάζεις μόνο όταν με έχεις ανάγκη. Εξ, αιτίας σου έχασα το πρόσωπο μου!
-Θα σε βοηθήσω, της είπε κι έκανε να την αγγίξει.
-Μη μ αγγίζεις! αντιλάλλησε η φωνή της βροντερή έτσι που όλα τα φύλλα των δέντρων σάλεψαν, τόσο που να γίνει άνεμος φοβερός
Πέτρες σηκώθηκαν μαζί με τα σούφαρα, παλιόξυλα σαπισμένα σκόρπισαν δώθε-κείθε. Του ναύτη Όποιος Νάναι παραλίγο να του φύγει η αλυσσίδα απο τα χέρια αλλά την κράτησε, ήταν η ζωή του.
-Λοιπόν; θα με βοηθήσεις; ρώτησε όταν όλα ησύχασαν.
- Άκουσε τι πρέπει να κάνεις, δεν έχω καιρό, του απάντησε κι έδεσε τα χέρια της κόμπο σφιχτό μπροστα της. Η κοπέλα βρίσκεται πέρα από τα εφτά Δάση, μετά από τα εφτά Ποτάμια, ύστερα από τις εφτά Φωτιές. Υπάρχει μια πολιτεία μόνο με ουρανοξύστες. Εκεί θα την βρεις στον έβδομο Ουρανό, τρέξε να προλάβεις!
 Αυτά είπε η Μάγισσα Οπωσδήποτε και περνώντας πάνω του σαν αστραπή, ανέβηκε πάνω από τα δέντρα, εξαφανίστηκε στο άπειρο.
 Ποτέ δεν είχε δει μια τέτοια πολιτεία ο ναύτης όποιος Νάναι γι΄αυτό στάθηκε πάνω από το ύψωμα να την χαζεύει. Ήταν τόσο όμορφη, τυλιγμένη με όλα τα χρώματα της ίριδας! Τα πανύψηλα χτίρια έφταναν μέχρι τους ουρανούς, ακουμπούσαν οι σκεπές τους στα πουπουλένια σύννεφα. Αέρας δε φυσούσε καθόλου κι έμοιαζαν όα σαν σταματημένα στο χρόνο του απείρου. Αραχνούφαντα πέπλα, δαντελλένιες κουρτίνες, στόλιζαν την είσοδο και οι άνθρωποι φαινόταν όλοι ευτυχισμένοι. Χόρευαν στις πλατείες, έπιναν νέκταρ το κρασί των θεών, έτρωγαν αμβροσία, γελούσαν όλοι σαν παιδιά που τους χάρισαν ένα παιχνίδι. Ο Ναύτης όποιος Νάναι περπάτησε γρήγορα προς την είσοδο, μπήκε στους δρόμους, περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί ανάμεσα στο πλήθος. Όλοι τον χαιρετούσαν κάνοντας υπόκλιση κι αυτός ανταπέδιδε αλλά και σκεφτόταν πως θα έφτανε τώρα στον΄Εβδομο ουρανό. Ρώτησε κάποιον΄παππού που είχε μια κατάλευκη και μακριά γενειάδα.
-Δεν ξέρεις που είναι ο ΄Εβδομος ουρανός; Τρείς χρόνους μετά και δυο ημέρες πίσω, στην μεγάλη πλατεία. Εκεί θα πας, είπε και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Ο Ναύτης Όποιος Νάναι που βιαζόταν και δεν ήθελε τώρα να λύνει άλλα αινίγματα, άνοιξε την αλυσσίδα του και πέταξε μαζί της ανάμεσα από τα χτίρια. Οι τρείς Χρόνοι ήταν στη σειρά τα τρία μεγαλύτερα χτίρια που έγραφαν σε μια μεγάλη ταμπέλα ο καθένας το όνομα του: Γέννηση, Ζωή, Θάνατος. Πριν τον Θάνατο, έκανε δυο βήματα πίσω που ήταν οι δυο ημέρες. Κατέβηκε στην μεγάλη πλατεία, σκεφτικός. Τώρα χρειαζόταν βοήθεια. Έτσι έβαλε το μικρο δαχτυλάκι μέσα στον τελευταίο κροίο της αλυσσίδας του. Ένα χάος άνοιξε μπροστά του και μια σχοινένια σκάλα ταλαντευόταν πέρα-δώθε. Την άρπαξε κι άρχισε ν ανεβαίνει τους ουρανούς. Ο Έβδομος ήταν ο τελευταίος κι εκεί ήταν το παλάτι του, Άλλου όρθιου. Μπήκε στη σάλα παραμερίζοντας τους φρουρούς κι έφτασε μπροστά στον θρόνο. Η Όμορφη Επειδή μόλις τον είδε, ξέφυγε από τα χέρια του΄Άλλου όρθιου κι πήγε κοντά του με λαχτάρα. Ο Άλλος όρθιος μαυρισμένος από το κακό του, έκανε να ξεφύγει αλλά ο ναύτης τον άρπαξε από τον λαιμό. Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω, πήγε να τον πνίξει μα δεν του πήγαινε. Τον παράτησε κάτω να ξεφυσάει και να παρακαλάει.
-Μη! Μη μου κάνεις κακό, κλαψούρισε σηκώνοντας το χέρι του.
-Αν μου υποσχεθείς πως θα πάμε πίσω στην Γοργόνα να την παντρευτείς για να ξαναγίνει άνθρωπος θα σε αφήσω να ζήσεις, μίλησε ο ναύτης.
-Ναι, ναι, θα κάνω ότι πεις, γλύκανε το πρόσωπο του ο Άλλος Όρθιος.
-Πρώτα όμως θα μας παντρέψεις, εδώ μέσα στο παλάτι σου. Εσύ θα είσαι ο κουμπάρος. Κάνε γρήγορα γιατί θέλω να φιλήσω τη νύφη. Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται να την φιλήσω πριν από τον γάμο; Εμπρός σήκω!
Έτσι και έγινε. Όλος ο κόσμος πήγε στο γάμο. Νέοι γέροι παιδιά. Ήταν ο πιο χαρούμενος γάμος που έγινε ποτέ. Μόλις τέλειωσε το μυστήριο ο ναύτης Όποιος Νάναι, φίλησε υπέροχα την αγαπημένη του. Ύστερα πήραν τα βουνά και τα όρη οι τρεις τους να γυρίσουν πίσω στην Γοργόνα. Ο Έβδομος ουρανός εξαφανίστηκε, η παραμυθένια πολιτεία χάθηκε στο βάθος του χρόνου. Οι τρεις τους έφτασαν στην γοργόνα που έκλαιγε πάνω στα κύματα. Μόλις τους είδε, σκούπισε τα μάτια της, βγήκε στη στεριά.
-Αγκάλιασε την! πρόσταξε ο ναύτης τον Άλλο όρθιο.
Αυτός την αγάλιασε και με μιας έφυγαν τα λέπια από πάνω της. Έγινε μια πανέμορφη γυναίκα. Ακόμα και ο κακός Άλλος Όρθιος έλαμψε, άλλαξε το πρόσωπο του από την αγάπη της Γοργόνας.
-Εμείς θα φύγουμε τώρα, είπε ο ναύτης Όποιος Νάναι.
-Εμείς θα μείνουμε εδώ να κάνουμε το σπιτάκι μας. Θα κάνουμε και πολλά παιδιά, πότε θα ξανάρθετε;
- Μετά από έναν αιώνα και δυο μέρες πίσω, χαμογέλασε με σημασία ο ναύτης. Γεια σας!
Ανοιξε τη χρυσή αλυσίδα του, τύλιξε μ΄αυτή και την Όμορφη Επειδή και πέταξαν κείθε. Πέρασαν ποτάμια, λίμνες, βουνά για να φτάσουν στο δάσος με τις πεταλούδες όπου κατοικούσε η καλή Μάγισσα Οπωσδήποτε. Έψαξαν, μα δεν την βρήκαν πουθενά. Μόνο το πέπλο  της σερνόταν στον ανθισμένο τόπο ανάμεσα από τις πεταλούδες. Ο ναύτης Οποιος Νάναι κατάλαβε. Η καλή μάγισσα είχε φύγει για τον άλλο κόσμο και αφού δεν είχαν τι άλλο να κάνουν εκεί, περπάτησαν μέχρι την καλύβα να προλάβουν τουλάχιστον τον γέρο πατέρα του ζωντανό, να του δώσουν το φάρμακο, να μην πονάει, να γίνει καλά. Έφτασαν κάποτε στην καλύβα, μπήκαν μέσα και γέρος ήταν κατάχαμα. Βογγούσε από τους πόνους. Ο ναύτης πήγε κοντά του, έβγαλε το μπουκαλάκι, του δωσε να πιει τρεις φορές. Με μιας ο πατέρας του σηκώθηκε, γέλασαν τα ματάκια του, άστραψε η χαρά στο πρόσωπό του. Αγκάλιασε τα παιδιά του κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟς

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

ΜΕ ΤΗΝ ΆΚΡΗ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΎ




Χρόνια έψαχνε-μια ζωή.
Όμως όλα αυτά που έψαχνε ήταν δύσκολα.  Ή δυσκολοεύρετα.
Εκείνο το πρωί της Κυριακής στάθηκε εμβρόντητος μπροστά στο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους. Είδε το χειρόγραφο στη βιτρίνα κι έμεινε να το εξετάζει με θαυμασμό [όχι ανυπόκριτο] και σφιγμένα τα μάτια. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα χαμόγελο πονηριάς εκμεταλλεύσιμης καθώς με την άκρη του ματιού του συνέλαβε την εικόνα του παλαιοπώλη που ξεκίνησε από απέναντι φουριόζος-μυρίστηκε πελάτη, καθώς τον είδε κι αυτός, κουστουμαρισμένο να περιεργάζεται το μαγαζί του. Δεν ήξερε όμως τι έψαχνε, νόμιζε πως ήταν ένας τυχαίος που φορούσε ένα κουστούμι μπλε, σκούρο μπλε, κόκκινο παπιγιόν, ζώνη κορακάτη, παπούτσι μελιτζανί.
Ο παλαιοβιβλιοπώλης μπήκε στο μαγαζί, δε μίλησε. Έκανε πως ταχτοποιούσε κάποιες γκραβούρες ενώ  η ματιά του τύπου με τα μελιτζανιά παπούτσια έπεσε στην πινακίδα που έγραφε : Οδός Ιπποκράτους και υπότιτλος, « κάντε τη ζωή σας πιο ήρεμη, μετρώντας  τη δυστυχία, πως, αν δεν είσαστε υγιής δεν έχει νόημα να ζείτε!»
Ο Ιπποκράτης  ήταν ο πιο συμπαθής από τους αρχαίους φιλόσοφους επειδή ασχολήθηκε με κάτι πολύ ουσιαστικό, την υγεία των ανθρώπων. Πάντα του άρεσαν οι άνθρωποι που έβλεπαν τη ζωή στα ίσια, που αντιμετώπιζαν καθημερινά το θάνατο.
-Πόσο κοστίζει αυτό; Ρώτησε, όταν μπήκε στο κατάστημα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα να τον κοιτάξει.[Τον παλαιοβιβλιοπώλη.]
-Αυτό! Έκανε ζωηρά. Α, κύριε μου δεν ξέρετε τι μου ζητάτε! Αυτό είναι ένα από τα σπανιότερα είδη που βρέθηκε στην κατοχή μας. Είναι το μοναδικό αντίγραφο γράμματος-το πραγματικό γράμμα  το έχουμε σε θυρίδα- του Καρυωτάκη προς την Μαρία Πολυδούρη. Αυθεντικό κύριε μου. Αυθεντικό γράμμα για την μοναξιά και την αθλιότητα της ζωής!
-Και τι ενδιαφέρει κάποιον αυτή η αθλιότητα;
Τι ενδιαφέρει ένα γράμμα του Καρυωτάκη; Μίλησε προσπαθώντας να μειώσει το γεγονός και το χειρόγραφο.
-Μα τι λέτε! Σεις ένας εκλεπτυσμένος κύριος της καλής κοινωνίας έπρεπε να γνωρίζετε πως τα πάθη μας είναι περισσότερο ελκυστικά από την ευτυχισμένη ζωή μας.
Σήκωσε τα μάτια και τον πρόσεξε με σημασία. Ένα απρόσωπο ανθρωπάκι του φάνηκε. Τι να τον ένοιαζε η φιλοσοφία και η θεωρία του; Αυτός στην πραγματικότητα είχε δώσει ένα ραντεβού σε μια γυναίκα που την ήξερε από χρόνια, για να πιούνε εκεί, έναν καφέ, στο βρώμικο καφενέ που διατηρούσε ο ίδιος ο παλαιοβιβλιοπώλης. Με μια γυναίκα που τον είχε απαρνηθεί κάποτε, λέγοντας πως δεν άξιζε τον έρωτα της. Αυτός δεν επέμενε να της εξηγήσει, είχε καταλάβει, ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε εύκολα. «Είσαι ο τελευταίος μεγάλος που με ερωτεύτηκε» του είχε πει. Αυτός δεν πίστευε πως θα μπορούσε ποτέ να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε ερωτευθεί και του είχαν αρνηθεί τον έρωτα του. Δεν πίστευε πως υπάρχει κάποιος τελευταίος, συνήθως μεγάλος. Ας πούμε ο τελευταίος μεγάλος δικτάτορας πως ήταν ο Αδόλφος.. Όχι, δεν ήταν ο τελευταίος μεγάλος ηθοποιός ο Χόρν, ούτε ο τελευταίος μεγάλος  των ποιητών ο Σολωμός. Πάντα θα υπήρχε ο επόμενος.
Η γυναίκα που τον είχε αρνηθεί άργησε να έρθει. Μα όταν ήρθε σα θεά με τα γαλάζια φορέματα της μοναξιάς, του χάρισε το ωραιότερο χαμόγελο της και του είπε για άλλη μια φορά στο αφτί, πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος της μεγάλος έρωτας.
-Θα πιούμε καφέ; Μίλησε έχοντας κατά νου πως θα ψώνιζε εκείνο το αλλοπαρμένο χειρόγραφο του Καρυωτάκη με όσο το δυνατόν μικρότερη τιμή.
-Κερνάει το κατάστημα! Προθυμοποιήθηκε ο παλαιοπώλης και τους έδειξε  το σκοτεινό τραπέζι στο βάθος.
Πίσω απ το σκοτάδι υπήρχαν τα πάντα.  Δυο φλιτζάνια καφέ, μια όμορφη εξαθλιωμένη από τον καιρό γυναίκα, αυτός και το γράμμα του Καρυωτάκη.
-Τι γράφει σ αυτό το γράμμα ο απελπισμένος εραστής; Ρώτησε όταν επιτέλους απολάμβαναν τον καφε στο σκοτάδι η εξαθλιωμένη ομορφιά.
-Δε θυμάμαι, απάντησε. Θα το διαβάσουμε μετά.
-Εγώ θυμάμαι ένα γράμμα της Πολυδούρη. «Τον αγαπώ..τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια.
Ό,τι νιώθω σιμά μου κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του, το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος αλλά έτσι πρέπει να γίνει.»
Το σκοτάδι είχε γίνει περισσότερο πηχτό.
-Τι σε ενδιαφέρει ένα αξιοθρήνητο κείμενο, προς την αγαπημένη του; τι σε ενδιαφέρει η ζωή ενός χτικιάρη ποιητή;
Αυτή η αλλοπρόσαλλη στάση της, το αλλόκοτο πήγαινε-έλα του άστατου χαραχτήρα της τον εκνεύριζε. Χρόνια τώρα. Τι τον ήθελε εκείνον τον καφέ; Με μια γυναίκα που του χε σκοτίσει την ψυχή τόσα χρόνια;
-Είναι πολλά τα λεφτά! Αξίζει μια περιουσία. Υπάρχει κάποιος που δίνει εκατό χιλιάδες..
-Εκατό χιλιάδες! Χλόμιασε βουτώντας την τελευταία φρυγανιά στο κατακάθι του καφέ. Εκατό χιλιάδες για να διαβάζει κάποιος την αθλιότητα του έρωτα, του βασανισμένου έρωτα δυο ανθρώπων που δεν τους άφησαν να ζήσουν μαζί. Μπορείς να μου πεις γιατί τους το απαγόρεψαν; Αγρίεψε και φώναξε πιο πολύ την τελευταία φράση της.
-Εκατό χιλιάδες, επιβεβαίωσε σαν ηχώ. Άμα τελείωσες τον καφέ σου αποχώρησε, φύγε εσύ, εγώ θα προσπαθήσω ν αγοράσω…
-Θέλεις να πεις να κλέψεις, τον έκοψε ειρωνικά. Εσύ δεν αγοράζεις ποτέ!
-Με προσβάλλεις! Πήγαινε σε παρακαλώ. Δε θέλω να ξαναπιούμε άλλον καφέ μαζί. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος καφές που ήπιαμε μαζί.
Η γυναίκα σηκώθηκε. Τον κοίταξε ψυχρά από πάνω του,
-Εύχομαι να μην ευτυχίσεις ποτέ! του είπε φτύνοντας το αίμα στο σκοτάδι.
Αυτός γύρισε το πρόσωπο του στη νύχτα που φευγε θολή. Όλα για μια στιγμή του φαίνονταν αχρείαστα. 
«Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
                         ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
                         σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη
                                                       της νυχτός
                         κάποιον ποχει πεθάνει.»
Ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν που διάβασε τους στίχους. Γύρισε και τον κοίταξε σκυθρωπά.
-Πόσα λεφτά θέλεις;
-Τα λεφτά! Πφ! έκανε. Τι αξία έχουν τα λεφτά μπροστά στην τραγωδία;
Όλα είναι μια τραγωδία αγαπητέ μου. Θα σου το δώσω το χειρόγραφο, μην αδημονείς, θα σου το δώσω.
Αυτός αναπήδησε στο σκοτάδι. Τα μελιτζανί παπούτσια του έλαμψαν, το φως ενός κεριού άνοιξε το πλάνο. Ο παλαιοβιβλιοπώλης πήγε και γύρισε κρατώντας το πολυκαιρισμένο, το κίτρινο προς την ώχρα φύλλο γραφής. Του δωσε μόνο το αντίτιμο των καφέδων: δυο δραχμές.
Ύστερα πήρε το χειρόγραφο κι έφυγε. Χάθηκε απ τα μάτια της σιωπής κατηφόρισε  όπου κυλούσε ο χρόνος σα νερό. Έφτασε σε ένα άλλο σκοτάδι που κάποιος ωχρός σαν σπειροχαίτη, τον περίμενε.
ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΟΝΆΤΑ ΤΗΣ ΛΉΘΗΣ




Τίποτε που λες
όλα τ άλλα είναι μηδέν
μόνο ο έρωτας λάμπει

Που εγώ να κλάψω δεν μπορώ;
του τελευταίου μου εαυτού, να δω εικόνα;

Την άσπρη μέρα
Να τη δεις, τον ήλιο απ το πρωί
να καίγεται και να  μιλούν μόνο για σένα.

Όλα τ άλλα είναι μηδέν
 ψέμα και ο ήχος της βροχής
που πέφτει στο περβάζι
 Κι αν μια ιδέα κοφτερή
τ ανέμου να σφυρίζει
εκεί που τρώνε οι νεκροί.

Τίποτα που λες
τα πάντα γίνανε σκιές
κι εμείς γυρνάμε.

Που εγώ ακόμα δεν μπορώ
του ιδανικού μου εαυτού να ψάξω εικόνα.

Την μαύρη ώρα
να χωράς μες το μυαλό μ αλάτι
του χωρισμού η αγκαλιά, μισά είναι ψέμα;

Όλα τ άλλα είναι μηδέν
 ψέμα και ο ήχος της βροχής
που πέφτει στο περβάζι
 Κι αν μια ιδέα κοφτερή
τ ανέμου να σφυρίζει
εκεί που τρώνε οι νεκροί.

[ΚΑΙΝΟΎΡΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  Κ. ΠΛΙΆΤΣΙΚΑ.








Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΆΧΡΩΑ




Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνονθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τα πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξεφτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθίσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολλά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσής στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς


συνέντευξη ΕΛ ΜΩΡΑΙΤΗ

  1} Πότε ξεκίνησες να γράφεις βιβλία & ποιες είναι οι πηγές εμπνεύσεως σου -για το κάθε θέμα ή τίτλο βιβλίου σου? Ξεκίνησα να γράφω από...