Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025
Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025
ευρομάνια
ΔΙΑΒΑΖΑ
Διάβαζα
Ιλιάδα και Οδύσσεια, είχα μπει στον
κόσμο των Αρχαίων Ελλήνων, στο Άγριο δε
μιλούσαμε άλλη γλώσσα, δεν είχαμε
αρβανίτες ή βλάχους κι αυτό ήταν μια
περηφάνια, αργότερα θα καταλάβαινα τι
σήμαινε αυτό, -οι Σπαρτιάτες και οι
Αθηναίοι μου άπλωναν τη μάθηση, μου
γύρευαν άλλα σημεία ένδειξης πως ο
κόσμος ήταν αυτός που ήταν.
Οι Αθηναίοι
ήσαν οι Δημοκράτες. Οι Σπαρτιάτες οι
σκληροί πολεμιστές, ή ταν ή επί τας, οι
Θηβαίοι με τον Επαμεινώνδα και τον
Πελοπίδα, μου ήταν πιο συμπαθείς, όταν
ανέλαβαν την κηδεμονία της Ελλάδος, με
τον ιερό λόχο με την λοξή φάλαγγα.
Φάλαγγα! Μια περίεργη λέξη.
Τι ήταν
η Ελλάδα; 
Στον χάρτη κάθε μέρα
μελετούσαμε τον χώρο της, έδειχνα με
τον χάρακα τους νομούς, τις πρωτεύουσες,
τις πόλεις, τα χωριά, μάθαινα τον τόπο
αυτόν που ήταν η πρωτεύουσα του παγκόσμιου
πολιτισμού. Έδειχνα τα ποτάμια, ο
Αλιάκμονας, ο Αώος, η λίμνη Δοϊράνη, τα
όρη και τα βουνά, ο Όλυμπος και ο Κίσαβος,
τα δυο βουνά μαλώνουν πως μαλώνουν δυο
βουνά; , ο Ταΰγετος με τις νύμφες, ο
Παρνασσός, η Μουργκάνα, τι όνομα, η Κατάρα
στα σύνορα Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, ο
Καλαμάς που κυλούσε τα νερά του κάπου
κοντά μου, οι θάλασσες, τα πελάγη. Ιόνιο,
Αιγαίο και Θρακικό, οι κόλποι και γενικά
έπρεπε να μάθω Γεωγραφία, Ιστορία, αυτά
ήταν κάτι που έθελγαν την φαντασία μου
να τα περάσω κάποτε, να διαβώ πρώτα τον
Καλαμά κι ύστερα τον Εύηνο, παρέα με τη
δασκάλα Μαρία.
-Θα μας απαγγείλεις
Κωνσταντίνε;
Διάβαζα δυνατά,
ευανάγνωστα, άκουγα τη φωνή μου και ήταν
παράξενο αυτό, να χαίρομαι, οι λέξεις
ξερνούσαν το μεσημεριανό φαγητό που
μας έστελναν οι Αμερικάνοι, κίτρινο
τυρί,  ασπρόμαυρο πλιγούρι που δεν το
άγγιζα, το δόγμα Τρούμαν και η βοήθεια
προς την Ελλάδα, που ήθελαν να ήταν
προτεκτοράτο μιας Αμερικής που μόνο
στο χάρτη είχα δει και μιας Ρωσίας που
αγαπούσε μας αλλά δεν μπορούσε να κάνει
το παραπάνω και τότε ο Χάρης, ο μεγάλος
μου αδερφός, ο μέθυσος των πέντε ηπείρων
μου έστειλε τον Γουίτ. Ένα ογκώδες
μυθιστόρημα για τους θανατοποινίτες
στους θαλάμους αερίων, που τελικά δε
γλίτωσε, όσο κι αν προσπάθησε δεκατρείς
φορές να ξεφύγει από τα αέρια και η
Σκάρλετ Οχάρα, στο Όσα παίρνει ο ένεμος-
ένεμος ή άνεμος, θα παιζα κάποτε με τις
λέξεις, θα τις έκανα ότι ήθελα εγώ-, παρέα
με τον Ρετ Μπάτλερ, την Πελαγία, τον
εμφύλιο πόλεμο, τους δυστυχισμένους
αφροαμερικάνους και σίγουρα η Μαρία η
δασκάλα μου, έμοιαζε με την Σκάρλετ, τι
ωραία!
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025
ΛΑΚΟΥΒΑ.
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025
ΤΟ ΓΈΛΙΟ
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κριώνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΆΝΟΥΜΕ ΠΑΡΈΑ
ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ ΕΜΕΙΣ.
Αν
δεν ήταν έτσι τα πράγματα
δεν
θα φεύγαμε ποτέ  εκείνο
το πρωινό του Ιουλίου το 1974
Δεν
είχαμε λόγους ν αρνηθούμε την ύπαρξη
μας
Να
αρνηθούμε τους δρόμους που περπατήσαμε
μαζί 
και
κλέψαμε
ότι είχε απομείνει
Ένα
κλωνί σπίρτο, μια θάλασσα τρικυμισμένη
ένα
σάπιο λιόσπορο 
και
το
πάτημα του δάσκαλου στα ίδια βήματα 
σε
έναν κόσμο που δεν τον φοβηθήκαμε όταν
έπρεπε
κι
άλλοι δεν τον πίστεψαν ποτέ
-αυτοί
καλά έκαναν-μα εμείς! ω, εμείς
μαγεμένα
ανθρωπάκια, στρατιώτες άγνωστοι
της
Ελλάδας
πιστοί
σύντροφοι μέχρι θανάτου
Υπερασπιστήκαμε
το χρέος της Γηραιάς κυρίας
το
χρέος του Σαίξπηρ.
 Δεθήκαμε
στο άρμα με ηνιόχους ανάξιους
στο
λέγειν και ειπείν
Μα
δεν το γνωρίζαμε
Ο τόπος
μας ήταν ποιητικός γεμάτος
παλιές παγίδες δόξας 
Οι
νέοι άνθρωποι των πεδιάδων ούτε που
ήθελαν ν ακούσουν
 Μόνο
μερικά συνθήματα
Ερωτικά,
Ζήτω η επανάσταση
Με
τον Τσε θα κάνουμε παρέα, εμείς! 
ώ
εμείς οι Έλληνες
Απόγονοι
σπουδαίων ποταμών τε και λιμνών.
Και
με τον Ντύλαν Τόμας στο πλευρό κινήσαμε
εκείνο το πρωινό το 1974
Να
πάμε στα νησιά, να περπατήσουμε νύχτα
βόρεια της Λήμνου
κάθετα
στης Σαντορίνης την μαύρη άμμο
ν
απλώσουμε την σκέπη μας
να
μην φοβόμαστε πια
που
είχαμε μια πατρίδα σκλαβωμένη
Που
δεν είχαμε πατρίδα-σε κάποιους άρεσε
καλύτερα έτσι
Μπορεί
να είχαν δίκιο μα εμείς! 
ώ
εμείς! 
Ποτέ
δεν
λησμονήσαμε πως είμαστε έλληνες.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025
ΤΟ ΚΥΝΉΓΙ ΤΗΣ ΜΟΊΡΑΣ.
Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε
όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας
προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα
μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και
εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να
είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και
κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν
οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η
Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι
χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική
Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή,
όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι
κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει
από τον πατέρα της το Μεσογειακό
ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και
μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει
στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια
λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη
να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό
φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική
στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών
Ελλάδος.
Είχαν
καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που
εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός
κόσμος.
-Πότε
πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες
το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό,
απάντησε η Πέτρα.
-Το
ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι
να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου
μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν
ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε.
Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα
χέρια του.
Η
Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε
θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και
να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε
μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο
το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω
εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι
είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε
φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά
τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το
ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα
κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να
φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και
φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου,
δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή!
λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο
Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την
ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος
του.
-Μην
κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω
να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα
ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι
να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για
κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι,
όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας
μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα
πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα.
Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά,
είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της
έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το
Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα
σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει
μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από
το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα
πράγματα μου.
Το
σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα
σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για
τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που
ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν
εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από
την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να
ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες
συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής
που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα
τα προηγούμενα.
Τα
επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα,
σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα
επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν
και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι
όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει
για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την
περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που
έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω
στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με
καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο
του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια
ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η
μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα
από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα
τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το
μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο
αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση,
έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία
της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα,
το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο.
Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά
θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις
του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος
άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία
Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις
στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα
για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό
του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε
ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν
ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο
Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά
μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί
από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ
όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως
συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος
μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον
όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται
πως κάπου θα το είχε ακούσει και του
άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε
από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το
γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο,
σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε
από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε
βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε
έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε
στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το
ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες
ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο
των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά,
λουστραρισμένα, άστραφταν στον
χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε
το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν
έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;
Απ το μυθιστόρημα μου Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ
Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025
ΥΠΟΨΊΑ
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025
ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025
ΕΙΜΊ
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025
ΛΑΤΡΕΎΩ.
Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025
Η ΗΛΙΚΊΑ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ
οϊμέ τοις υπάρχουσι-φοβερή η λαϊκή ρήση: αφού γεννήθηκες θα υπάρχεις τραγωδός.
με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι γύρευα
στίχοι του Ελύτη απ τους οποίους εμπνεύστηκα τον πίνακα
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025
ΣΕΜΝΟ ΚΑΙ ΆΣΕΜΝΟ
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025
ΤΑ ΕΝΝΙΆΜΕΡΑ
ΆΤΡΩΤΗ ΦΤΈΡΝΑ
Η ΦΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια, ήταν μια φράση ειπωμένη το χίλια εννιακόσια εβδομήντα δυο, όταν η Άννυ είχε...
 







 
 














