Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ευρομάνια

 

 


Με αφορμή μια διαμάχη με μια φίλη για το πως γράφεται και πως πρέπει να γράφεται το ευρο, αυτή η φίλη ανήκει σ αυτούς που επικαλούνται τη βικιπεδια κλπ για να επιβεβαιωθεί και μάλιστα με ισχυρογνωμοσύνη ...αρβανίτη, που σημαίνει αγύριστο κεφάλι, και επειδή εγώ επέμενα και επιμένω πως πρέπει να γράφεται ευρο, χωρίς τόνο και ουδέποτε ευρώ με τόνο και ωμέγα, σκέφτηκα μερικά περισσότερα πράγματα γύρω από αυτό. Λοιπόν, κατά πρώτον όλες οι εισαγόμενες λέξεις στην Ελληνική πρέπει να γράφουν όλα τα ι με ι, όλα τα ο, ο-δεν υπάρχει ωμέγα στα Λατινικά απ όπου προέκυψε η ονομασία του συγκεκριμένου νομίσματος. Το πως μας προέκυψε το ευρώ, ανήκει στα σαΐνια που διοικούν αυτή τη Γερμανογαλλική επαρχία που ονομάζουν Γκρεκία και όχι Ελλάδα. Η λέξη euro-EURO, είναι άκλιτη και άτονη. Αναγράφεται δε Λατινικά στο νόμισμα που προέκυψε και που αρχικά προτάθηκε να πάρει το όνομα της δραχμής, ως αρχαιότερου Ευρωπαϊκού νομίσματος αλλά απορρίφτηκε-πιθανώς για κάποιους ωφελιμιστικούς όρους που θα κέρδιζε η χώρα μας. Το νόμισμα, από τους νόμους και το νομίζω κατά τον Αριστοτέλη, είναι το όργανο που χρησιμεύει κυρίως για την ανταλλαγή, είναι μετά τη φωτιά και τον τροχό, η τρίτη σπουδαιότερη ανακάλυψη του ανθρώπου- δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς έτσι αλλά φαίνεται πως είναι μια αναγκαία παραδοχή. Η δραχμή που παράγεται από το δράττομαι- ότι πιάνω σφιχτά στην παλάμη μου, ήταν ένα νόμισμα που μου άρεσε περισσότερο από το ευρο, το οποίο είναι ένα σκληρό νόμισμα που δεν ωφελεί τον πολύ κόσμο αλλά ευνοεί την ολιγαρχία και είναι το μοναδικό νόμισμα μετά το Ρωμαικό δηνάριο, αν θυμάμαι καλά που επικράτησε σε όλη την Ευρωπαική ήπειρο για πρώτη φορά. [Εξ αυτού ανάγονται τα όποια συμπεράσματα για το πόσα τράβηξε η ανθρωπότητα από τον λεγόμενο Ρωμαικό ιμπεριαλισμό.]
Ανήκω σε κείνους τους Έλληνες που διαβάζουν και μελετούν χρόνια, παιδιόθεν, με πάθος, τη γλώσσα μας και φυσικά έχω κάθε λόγο να εναντιώνομαι στις όποιες βλακείες ισχυρίζεται ο κάθε Μπαμπινιώτης, [το όνομα αυτό αναφέρω προς χάριν αναγνωρισιμότητας, όπως παλιά έλεγαν το σλόγκαν, έτσι μού ρχεται να το γράψω με ω το σλώγκαν, ποιος είσαι ρε! η Δομή είσαι!]ο κάθε ισχυρογνώμων ανόητος που δέχεται ευκόλως ότι του σερβίρουν. Και το λέω αυτό, επειδή το πλείστον του Ελληνικού λαού επιμένει πως αυτό είναι σωστό γιατί το άκουσε στην.. τηλεόραση!

 

ΔΙΑΒΑΖΑ

 


Διάβαζα Ιλιάδα και Οδύσσεια, είχα μπει στον κόσμο των Αρχαίων Ελλήνων, στο Άγριο δε μιλούσαμε άλλη γλώσσα, δεν είχαμε αρβανίτες ή βλάχους κι αυτό ήταν μια περηφάνια, αργότερα θα καταλάβαινα τι σήμαινε αυτό, -οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι μου άπλωναν τη μάθηση, μου γύρευαν άλλα σημεία ένδειξης πως ο κόσμος ήταν αυτός που ήταν.
Οι Αθηναίοι ήσαν οι Δημοκράτες. Οι Σπαρτιάτες οι σκληροί πολεμιστές, ή ταν ή επί τας, οι Θηβαίοι με τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα, μου ήταν πιο συμπαθείς, όταν ανέλαβαν την κηδεμονία της Ελλάδος, με τον ιερό λόχο με την λοξή φάλαγγα. Φάλαγγα! Μια περίεργη λέξη.
Τι ήταν η Ελλάδα;
Στον χάρτη κάθε μέρα μελετούσαμε τον χώρο της, έδειχνα με τον χάρακα τους νομούς, τις πρωτεύουσες, τις πόλεις, τα χωριά, μάθαινα τον τόπο αυτόν που ήταν η πρωτεύουσα του παγκόσμιου πολιτισμού. Έδειχνα τα ποτάμια, ο Αλιάκμονας, ο Αώος, η λίμνη Δοϊράνη, τα όρη και τα βουνά, ο Όλυμπος και ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν πως μαλώνουν δυο βουνά; , ο Ταΰγετος με τις νύμφες, ο Παρνασσός, η Μουργκάνα, τι όνομα, η Κατάρα στα σύνορα Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, ο Καλαμάς που κυλούσε τα νερά του κάπου κοντά μου, οι θάλασσες, τα πελάγη. Ιόνιο, Αιγαίο και Θρακικό, οι κόλποι και γενικά έπρεπε να μάθω Γεωγραφία, Ιστορία, αυτά ήταν κάτι που έθελγαν την φαντασία μου να τα περάσω κάποτε, να διαβώ πρώτα τον Καλαμά κι ύστερα τον Εύηνο, παρέα με τη δασκάλα Μαρία.
-Θα μας απαγγείλεις Κωνσταντίνε;
Διάβαζα δυνατά, ευανάγνωστα, άκουγα τη φωνή μου και ήταν παράξενο αυτό, να χαίρομαι, οι λέξεις ξερνούσαν το μεσημεριανό φαγητό που μας έστελναν οι Αμερικάνοι, κίτρινο τυρί, ασπρόμαυρο πλιγούρι που δεν το άγγιζα, το δόγμα Τρούμαν και η βοήθεια προς την Ελλάδα, που ήθελαν να ήταν προτεκτοράτο μιας Αμερικής που μόνο στο χάρτη είχα δει και μιας Ρωσίας που αγαπούσε μας αλλά δεν μπορούσε να κάνει το παραπάνω και τότε ο Χάρης, ο μεγάλος μου αδερφός, ο μέθυσος των πέντε ηπείρων μου έστειλε τον Γουίτ. Ένα ογκώδες μυθιστόρημα για τους θανατοποινίτες στους θαλάμους αερίων, που τελικά δε γλίτωσε, όσο κι αν προσπάθησε δεκατρείς φορές να ξεφύγει από τα αέρια και η Σκάρλετ Οχάρα, στο Όσα παίρνει ο ένεμος- ένεμος ή άνεμος, θα παιζα κάποτε με τις λέξεις, θα τις έκανα ότι ήθελα εγώ-, παρέα με τον Ρετ Μπάτλερ, την Πελαγία, τον εμφύλιο πόλεμο, τους δυστυχισμένους αφροαμερικάνους και σίγουρα η Μαρία η δασκάλα μου, έμοιαζε με την Σκάρλετ, τι ωραία!

 

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

ΛΑΚΟΥΒΑ.

 


Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή, πάντα έλεγα υπάρχει το καλύτερο. Ούτε το σεξ, ούτε η ζωγραφική, πόσο μάλλον το γράψιμο δε σε κάνουν καλύτερον άνθρωπο. Η πιθανότητα να επιβιώσεις σ αυτόν τον κόσμο είναι ελάχιστη. Να επιβιώσουν οι ιδέες σου είναι σπανιότερο και, ίσως το εγωϊστικό μέρος αυτού του πράγματος να είναι πως θα ήθελες να εφαρμοστούν αυτά που πρεσβεύεις.
Γιατί δε μου άρεσε η ζωή από τα πολύ μικρά μου; Γεννήθηκα σαν ογκόλιθος, έλεγα αυτό κάνει, εκείνο όχι, δε μου άρεσε να ζω ηλίθια. Βέβαια, αυτό ποτέ δεν έγινε επιτρεπτό από την κοινωνία που σφυρίζει ακόμα όχι, πρόσεξε, πατάς πεπονόφλουδα.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή κι ας είμαι ένας απίστευτος κροίκος ακριβώς σαν αυτό που θα λεγες πως πεθαίνει για τη ζωή. Το μεγαλύτερο σημείο αυτής της κατηφόρας είναι εκείνοι που νομίζουν πως έφτιαξαν φτερά. Ούτε η αγάπη με λυτρώνει. Σε λυτρώνει. Είναι μια λακούβα-βέβαια, έχει μια κοινωνική σημασία, είμαι κοντά σου είσαι κοντά μου, υπάρχει ένα διέξοδο, υπάρχουμε κάπου κοντά ο ένας στον άλλον.
Κι όμως, όλο αυτό το τίποτε, το παναμέρισμα των τριχών για να εισχωρίσει το πέος, η ηδονή πως δεν είμαστε ηλίθιοι, είναι η απάντηση σ αυτό που δε μου άρεσε. Πολλές φορές έχω σκεφτεί γιατί η ζωγραφική μου μοιάζει με ρουτίνα, σαν κάτι εύκολο για μένα, το γράψιμο ένα παιχνίδι και κάποιοι θα πουν πως είμαι υπερφίαλος για να λέω τέτοιες αηδίες αλλά τι το όφελος; Εγώ μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω, είμαι καλύτερος του παντός, δεν έχει αξία η καταμέτρηση του είδους. Χιλιάδες ζωγραφίσκοι-μόνο εγώ υπάρχω, είμαι ο καλύτερος.
Τίποτε δε μου άρεσε στη ζωή παρά μονάχα ο εαυτός μου. Έφτιαξα φτερά, ανέβηκα στους ουρανούς, στον κόσμο που μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να γνωρίζει.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΓΈΛΙΟ

 


 

Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κριώνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.

ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΆΝΟΥΜΕ ΠΑΡΈΑ

 


ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΕ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ ΕΜΕΙΣ.

Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα
δεν θα φεύγαμε ποτέ  εκείνο το πρωινό του Ιουλίου το 1974
Δεν είχαμε λόγους ν αρνηθούμε την ύπαρξη μας
Να αρνηθούμε τους δρόμους που περπατήσαμε μαζί 
και
κλέψαμε ότι είχε απομείνει
Ένα κλωνί σπίρτο, μια θάλασσα τρικυμισμένη
ένα σάπιο λιόσπορο 
και
το πάτημα του δάσκαλου στα ίδια βήματα 
σε έναν κόσμο που δεν τον φοβηθήκαμε όταν έπρεπε
κι άλλοι δεν τον πίστεψαν ποτέ
-αυτοί καλά έκαναν-μα εμείς! ω, εμείς
μαγεμένα ανθρωπάκια, στρατιώτες άγνωστοι
της Ελλάδας
πιστοί σύντροφοι μέχρι θανάτου

Υπερασπιστήκαμε το χρέος της Γηραιάς κυρίας
το χρέος του Σαίξπηρ.

 Δεθήκαμε στο άρμα με ηνιόχους ανάξιους
στο λέγειν και ειπείν

Μα δεν το γνωρίζαμε
Ο τόπος μας ήταν ποιητικός γεμάτος παλιές παγίδες δόξας 
Οι νέοι άνθρωποι των πεδιάδων ούτε που ήθελαν ν ακούσουν
 Μόνο μερικά συνθήματα
Ερωτικά, Ζήτω η επανάσταση
Με τον Τσε θα κάνουμε παρέα, εμείς! 

ώ εμείς οι Έλληνες
Απόγονοι σπουδαίων ποταμών τε και λιμνών.
Και με τον Ντύλαν Τόμας στο πλευρό κινήσαμε εκείνο το πρωινό το 1974
Να πάμε στα νησιά, να περπατήσουμε νύχτα βόρεια της Λήμνου
κάθετα στης Σαντορίνης την μαύρη άμμο
ν απλώσουμε την σκέπη μας
να μην φοβόμαστε πια
που είχαμε μια πατρίδα σκλαβωμένη
Που δεν είχαμε πατρίδα-σε κάποιους άρεσε καλύτερα έτσι
Μπορεί να είχαν δίκιο μα εμείς! 
ώ εμείς!
Ποτέ
δεν λησμονήσαμε πως είμαστε έλληνες.





 

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΚΥΝΉΓΙ ΤΗΣ ΜΟΊΡΑΣ.

 


 

Η Πέτρα Σμίθ έκλαιγε όσο πιο βουβά μπορούσε. Ο Φάνης Καζάρμας προσπαθούσε να της συγκρατήσει τα δάκρυα μα δεν ήταν εύκολο, εξ άλλου ήταν και εκείνος λυπημένος. Δε μιλούσαν, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις. Πατέρας και κόρη ενός παράνομου δεσμού, έτσι έλεγαν οι άνθρωποι τα παιδιά εκτός γάμου.
 Η Πέτρα Σμίθ που είχε γεννηθεί πριν είκοσι χρόνια, δεν έμοιαζε με μια τυπική Γερμανίδα, ψυχρή κι ανέκφραστη μορφή, όπως τις θέλουν να τις παρουσιάσουν οι κριτικές των λαών. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της το Μεσογειακό ταμπεραμέντο, ήταν μισή Γερμανίδα και μισή Ελληνίδα, που μάλλον είχε επικρατήσει στον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Ήταν μια λεπτή, σχεδόν διάφανη παρουσία, έτοιμη να σπάσει, έτοιμη να λυγίσει στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Σπούδαζε Ζωγραφική στην ανωτέρα σχολή καλών Τεχνών Ελλάδος.
Είχαν καθίσει σε ένα παγκάκι του άλσους που εκείνη την ώρα υπήρχε λιγοστός κόσμος.
-Πότε πέθανε; ρώτησε ο Φάνης.
-Χτες το βράδυ, ήταν άρρωστη, πολύ καιρό, απάντησε η Πέτρα.
-Το ήξερες και δε μου το είχες πει...
-Τι να σου έλεγα; αφού δεν ήθελες να σου μιλάω για τη μητέρα μου...
-Δεν ήθελα γιατί εκείνη με παράτησε. Τότε. Εγώ δεν ήθελα να χωρίσουμε, άνοιξε τα χέρια του.
Η Πέτρα σταμάτησε να κλαίει.
-Δε θα έρθεις ε; ρώτησε με απογοήτευση.
-Και να ήθελα δεν μπορώ, είπε.
-Δε μας αγάπησες μπαμπά, αγαπάς περισσότερο το άλλο σου παιδί...Αλλά τι σου τα λέω εγώ τώρα αυτά εσένα...
-Τι είναι αυτά που λες; τόσα χρόνια δε σε φροντίζω, δε σου δίνω χρήματα; λίγα αλλά τόσα μπορώ, δεν είμαι κανένας πλούσιος...
-Το ξέρω μπαμπά και σ ευχαριστώ για όλα, όσα κάνεις για μένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Και φοβάμαι μπαμπά, φοβάμαι να πάω μόνη μου, δεν έχω κανέναν άλλον πια στη ζωή! λύγισε βάζοντας πάλι τα κλάματα.
Ο Φάνης Καζάρμας την αγκάλιασε, την ταρακούνησε, γυρνώντας την προς το μέρος του.
-Μην κάνεις έτσι, έχεις εμένα, δε θα σ αφήσω να το βάλεις κάτω! έλα, σύνελθε, πως θα ταξιδέψεις άμα κάνεις έτσι; σκέφτομαι να μη σ αφήσω να πας. Δεν είσαι εσύ για κηδείες και τέτοια πράγματα.
-Όχι, όχι! θα πάω, είναι η κηδεία της μητέρας μου, όχι οποιουδήποτε άλλου. Λοιπόν θα πάω, σφούγγισε αποφασιστικά τα δάκρυα. Θα μου δώσεις χρήματα;
-Φυσικά, είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Της έδωσε χρήματα και προχώρησαν προς το Λάντα που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα.
-Θα σε πάω στο αεροδρόμιο, της είπε.
-Εντάξει μπαμπά. Πάμε. Πρέπει να περάσουμε από το σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με τα πράγματα μου.

Το σπίτι της οδού Κέρενσκι ήταν πάντα σκοτεινό, ακατοίκητο, διαλεγμένο για τέτοιες καταστάσεις από ανθρώπους που ήξεραν τι ζητούσαν. Ότι και να έλεγαν εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτε από την ιστορία του, δε θα μπορούσαν να ομολογήσουν ποτέ, πως υπήρξαν μάρτυρες συγκλονιστικών γεγονότων, μιας ζωής που κυλούσε εύκολα ξεχνώντας πιο εύκολα τα προηγούμενα.

Τα επόμενα ήταν πάντα τα πιο δύσκολα, σύμφωνα με τον ανακριτή. Όλα τα επόμενα επειδή δεν γινόταν να προβλεφθούν και ούτε υπήρχαν πια προφήτες.
Ότι όμως δεν υπάρχει για τον έναν, υπάρχει για τον άλλον. Κι ο άλλος σ αυτή την περίπτωση ήταν ο Αλέκος Μπέρης που έφτασε στη γιάφκα εκείνο το πρωινό, γύρω στις δέκα. Κουβαλούσε ένα πλαστικό με καφέ και είχε αναμμένο το αιώνιο τσιγάρο του, μπήκε στο σκοτεινό χώρο, άνοιξε μια ρωγμή τα παντζούρια μπήκε λίγο φως, η μούχλα σφύριζε παντού, κατάχαμα αποκόμματα από εφημερίδες, στον τοίχο κρεμασμένα τα όπλα. Κάθισε στο γραφείο έφτιαξε το μπάφο του να συνέλθει, να δει τον κόσμο αλλιώτικα. Ρούφηξε με ευχαρίστηση, έβγαλε το μενταγιόν με τη φωτογραφία της Παναγιάς που φορούσε κατάσαρκα, το φίλησε και το ακούμπησε στο έπιπλο. Το κοίταξε και το πίστευε πως η Παναγιά θα τον βοηθούσε σε όλες τις πράξεις του-ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, μεγαλωμένος στην επαρχία Αγρινίου, είχε πάει δυο-τρεις τάξεις στο γυμνάσιο κι ύστερα έφτασε στην Αθήνα για να κυνηγήσει τη μοίρα του, τ όνειρό του. Είχε στρατολογηθεί στην ομάδα ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ τα δυο τελευταία χρόνια. Έκανε ότι του έλεγαν χωρίς αντιρρήσεις, ήταν ένα τέλειο όπλο που πίστευε πως μόνο ο Χριστός ήταν θεός και μόνο η Παναγιά μπορούσε να βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί από τις αμαρτίες και την καταστροφή.
Παρ όλα αυτά του άρεσε και ο κίνδυνος. Πως συνδυάζονται τώρα αυτά μόνο εκείνος μπορούσε να τα εξηγήσει. "Εγώ ζω μόνον όταν με κυνηγάνε!" έλεγε. Φαίνεται πως κάπου θα το είχε ακούσει και του άρεσε να το επαναλαμβάνει.
Έβγαλε από το συρτάρι ένα σαρανταπεντάρι. Το γέμισε, το απέθεσε στο γραφείο, σηκώθηκε. Κάποιος θόρυβος σαν ν ακούστηκε από τον ακάλυπτο. Θορυβήθηκε, πήγε βιαστικά κι έκλεισε τις γρίλιες. Κοίταξε έξω από τις ρωγμές. Είδε πρώτα, τις μπλε στολές, με αστέρια και σαρδέλες. Το ύφασμα σχεδόν ατσαλάκωτο, οι γραβάτες ίσιες, γυαλιστερές, στο σκληρό κολάρο των πουκαμίσων. Τα παπούτσια μυτερά, λουστραρισμένα, άστραφταν στον χειμωνιάτικο ήλιο. Τον ήλιο που έπαιζε το γνωστό κρυφτούλι με τα σύννεφα. Είχαν έρθει για εκείνον ή κάτι άλλο έψαχναν;

Απ το μυθιστόρημα μου Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ

 

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

ΥΠΟΨΊΑ

 


 

Είναι πολύ δύσκολο να είσαι καλός με όλους. Αν το προσπαθήσεις θα είναι εν μέρει υποκρισία και τότε πρέπει να γίνεις πρώτα ηθοποιός. Απορρίπτεται, δηλαδή η υποψία πως ο κόσμος μας είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Υπερισχύει σαφώς το δεύτερο με βάση όσα γνωρίζουμε και όσα γίνονται ή έγιναν στο παρελθόν.
Θα είσαι καλός όταν μπορείς να κάνεις τα χατίρια όλων όσων είναι γύρω σου και νομίζεις πως σε αγαπάνε ανιδιοτελώς. Αυτό δε συμβαίνει παρά μόνο για ένα τοις χιλίοις και πολύ είπα. Αυτά για την ανθρώπινη συμπεριφορά ιδιαίτερα αυτής που βασίζεται στους λόγους και τις υποσχέσεις που ξεχνιούνται και αλλάζουν πάραυτα, σύμφωνα με τα συμφέροντα του υποτιθέμενου γύρω σου ανθρώπινου δυναμικού πως υποστηρίζει ότι θα πέσει στη φωτιά για σένα και αντ αυτού ξεχνάει και αναποδογυρίζει τα πάντα υπέρ του εαυτούλη του! Αυτά για τους μικρούς ανθρώπους. Τους παραδόπιστους λυκόφιλους που συνεχίζουν αδιάντροπα να παραποιούν την αλήθεια παρουσιάζοντας έναν εαυτό ακραιφνή, αντίθετα με σένα που έχεις γίνει κακός, μισερός και γενικά ότι δεν έχει αξία στη ζωή. Ούτε εσύ, ούτε η εργασία σου.
Το χειρότερο είναι σ αυτές τις περιπτώσεις να σε κατακλίσει ο θυμός και ν αντιδράσεις άμεσα, οπότε μάλλον θα χάσεις κι εσύ τις αξίες σου. Νομίζω πως, τελικά η καλύτερη αντίδραση είναι η χαμηλή αδιαφορία. Θα την έλεγα ευγενική αδιαφορία. Γιατί αν συνεχίσεις τον διάλογο θα χάσεις εκτός από την ηρεμία σου και περισσότερα.

 

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

 

 


Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την κατάσταση που θα ζητηθεί να βιώσουμε εμείς, και οι αμέσως επόμενοι με πρώτους τα παιδιά μας, είναι αναντίρρητα ζοφερή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται να άρχισε όταν γιγαντώθηκαν οι τεχνολογικές εταιρείες, facebook, Google, twiter, κλπ και είναι η πρώτη φορά με βάση παγκόσμιες εκτιμήσεις που επηρεάζουν από το καλύτερο στο χειρότερο τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δυόμισι δισεκατομμύρια το facebook, για να πάρουμε ένα παράδειγμα που σύμφωνα, πάλι με διεθνείς μετρήσεις μας έκανε όλους-μα όλους! αλγοριθμικές μαριονέτες. Μας έκανε να νιώθουμε πιο μόνοι, αντί να μας φέρει πιο κοντά, αντίθετα μας απομονώνει, μας απομακρύνει και μεγαλώνει τη μοναξιά μας.
Όλα αυτά που νιώθω είναι φανερά η αβεβαιότητα μετά από δεκαπέντε χρόνια και πλέον χρήστης αυτών των συστημάτων, διαβάζοντας και μελετώντας, άρθρα, συζητήσεις, κείμενα, σοβαρών, σπουδαίων επιστημόνων, υπευθύνων, συγγραφέων, αλλά και του απλού κόσμου που η γνώμη του βαραίνει ουσιαστικά αλλά που δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, μόλις τώρα μου καρφώθηκε η ιδέα, πως από εδώ και πέρα θα είναι ανέφικτη οποιαδήποτε συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ακόμα πως φαίνεται για πρώτη φορά στο παγκόσμιο στερέωμα μια τεράστια απειλή για τη δημοκρατία κι αυτή εκφράζεται -η απειλή- από ανθρώπους που ελέγχουν αυτούς τους γίγαντες, όπως ο Ζακενμπεργκ, ο Τζεφ Μπέζος που μερικοί θέλουν να τον κάνουν Έλληνα, λες και έχει καμιά σημασία πια αυτό, ανέκαθεν το χρήμα δεν έχει πατρίδα,- η Μακέντζι Σκοτ η συγγραφέας και φιλάνθρωπος και τέλος πάντων οι περίπου πεντακόσιοι πιο πλούσιοι άνθρωποι αυτού του καιρού έγιναν πιο πλούσιοι, δηλαδή αύξησαν την περιουσία τους τον καιρό της πανδημίας, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο. Και φυσικά όλοι αυτοί έγιναν μέσω του χρήματος και του τέρατος της τεχνολογίας, φασίστες παντός είδους και είναι όλοι πανομοιότυποι, λες και βγήκαν από κάποιο μαγικό καλούπι. Τα δε ΜΜΕ τους ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, τους διαφημίζουν, γράφουν με στομφώδη λόγια την βιογραφία τους και πως απέκτησαν τα πλούτη με έναν θαυμασμό που προκαλεί και προσκαλεί τον κάθε επίδοξο ηλίθιο να προσπαθήσει ν ακολουθήσει αυτό το πρότυπο. Όλα τα μέσα τους λιβανίζουν. Λιβανίζουν με στόχο να εκμαιεύσουν και να καρπωθούν υλικά.
από δοκίμιο μου

 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

 


διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντας το πρώτο να το πίνει ο εκάστοτε άνομος εραστής της καθώς ο Χένρι της έλεγε για πολλοστή φορά πως την αγαπούσε και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα, κατακόκκινα, όπως είναι τα μάτια των ερωτευμένων.
-Και θα ζήσουμε για πάντα μαζί; τον ειρωνεύτηκε η πουτάνα Πόπη.
-Ναι, την επιβεβαίωσε φτύνοντας μια ροχάλα φτηνό αίμα και ρίχνοντας της μια στριφνή σφαλιάρα στο δρόμο προς την ισότητα των δυο φύλων.
-Φύγε ρε καριόλη! του σφύριξε αυτή από κατάχαμα.
Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι από πανάρχαια εχθρικά, στιγμιαία, πολλοί θα με κατηγορήσουν για όλα αυτά τα ρήματα, είναι εύκολο να σου ρίξουν στάχτη στα μάτια, είπε ο Χένρι, μπορούν να σε πουν ξεδιάντροπο μη γνωρίζοντας πόσην ξετσιποσύνη κουβαλούν οι ίδιοι μέσα στην άχαρη ζωή τους όπως ισχυρίζεται ο άλλος των ποιητών Κώστας Καρυωτάκης, αν και οι άνθρωποι μισούνται ή σκοτώνονται, αυτή είναι η μοίρα των ανόητων που κάποτε σαν θεατές κοιτούν κατάματα στον καθρέπτη την αλήθεια που δεν μπορούν να παραδεχτούν και για αυτό ο Χένρι προσπάθησε να δεχτεί την πραγματικότητα όπως είναι, δηλαδή ότι είναι Φθινόπωρο και βρέχει και πως το σπέρμα μπορεί να είναι χρήσιμο στα μούτρα μιας γυναίκας, αφού έτσι τα έφτιαξε ένας θεός που δεν ήξερε ή δε χρειαζόταν να λέει τη λέξη θεός αλλά αφού την χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο για να μην ξεχωρίζει από τον όχλο.
Η Πόπη σηκώθηκε απ το κατάχαμα, απ το κάτω του πεζοδρομίου, άναψε ένα τσιγάρο, ο Χένρι συνέχιζε να φτύνει την υπόληψή του, ο όχλος τους κοίταζε με συμπόνια, άλλο κι αυτό! Να σε κοιτάζει ο όχλος με λύπηση και παρ όλα αυτά ο Χένρι, μαζεύω τις λέξεις όπως μου γουστάρει, όχι όπως θέλετε εσείς, παρ όλα αυτά ο Χένρι ήταν συμπαθής, το ίδιο και η Πόπη, που σε λίγο τον αγκάλιασε και προχώρησαν κοιτάζοντας τον όχλο απορημένοι επειδή δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να πάρουν δρόμο και να μην ασχολούνται για το τι θα γίνει η αγάπη τους κι αν θα ζούσαν μαζί τα επόμενα χρόνια τους.
απόσπασμα από το διήγημα μου ΜΙΑ ΜΈΡΑ.

 

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΜΊ

 


Ουδέν. Είμαι έξω από τα γεγονότα της ζωής-ούτε καν στο τρένο που εκτροχιάστηκε κάπου στην Αμερική και επέζησε κάποιος Κασελάκης. Έξω απ τον χρόνο. Αλλού γεννάν οι κότες. Ανίκανος ειμί.
Ας το θυμηθώ:
Ειμί
ει
εστί
Εσμέν
εστέ
εισίν.

 

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

ΛΑΤΡΕΎΩ.

 

 


Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.
Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σού ρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΗΛΙΚΊΑ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ

 


 

 οϊμέ τοις υπάρχουσι-φοβερή η λαϊκή ρήση: αφού γεννήθηκες θα υπάρχεις τραγωδός.

 

 

με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι γύρευα

στίχοι του Ελύτη απ τους οποίους εμπνεύστηκα τον πίνακα


 
 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΕΜΝΟ ΚΑΙ ΆΣΕΜΝΟ

 

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
 
Υπάρχει χυδαίο στην τέχνη; Όπως υπάρχει στη ζωή, έτσι και στην τέχνη. Ζωγραφίζοντας αυτό το γυμνό, κάποιοι είπαν, σίγουρα, πως είναι σεμνό και δεν προσβάλλει. Εγώ τους κοίταζα με μισό μάτι, το άλλο μισό είχε φύγει ταξίδι για τον κόσμο της ευτυχίας. Εκεί πουν δεν υπάρχει σεμνό και άσεμνο.

 


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΕΝΝΙΆΜΕΡΑ

 

 


Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε τη γκόμενα
που κλαίει στη γωνία;
Όχι, ο Γιάγκος Δράκος μίλησε
ο Γιάγκος Δράκος είπε:
Μέριασε Κιμούλη να διαβώ!
Κι η Δανδουλάκη έκλαιγε
προχτές το μεσημέρι
στον καναπέ του ΕΡΤ 1
μισούνται οι ηθοποιοί
κλαίει η μάνα Ελλάδα
χαιρέτα με κι εμένα
Έγινε φασαρία, έπεσε κανας βράχος;
ή κάποιος ενοστάλγησε
να γίνει πάλι βλάχος;
Ο Φιλιππίδης μίλησε
γι αυτόν ο Γιάγκος Δράκος
που χρόνια ταλαιπώρησε
να μη γίνει φωνογράφος
του Φώσκολου
και τώρα καρποφόρησε
το μίσος για τον σενιαρίστα
όταν πεθάνει ο γάιδαρος
μη του κοιτάς του κώλου
τα εννιάμερα
Έγινε σαματάς; ή μήπως ο Λιγνάδης
εφούσκωσε τη γκόμενα
που κλαίει στην οθόνη;
κι απόμεινε η άμοιρη
να τρώει άσπρη σκόνη;
Τίποτα απ όλα αυτά δεν έγινε
το χρήμα ήταν ωραίο
που παίρναν απ την Λάμψη
μα τώρα που λογάριασε
την άγρια του κόσμου όψη
είπε θα πάω στην ερημιά
εκεί θα πάω, το χρήμα δε με νοιάζει
όλοι ακόμη και ο Μιχαλόπουλος
πήγε στην ερημιά να γίνει ένα τσακάλι
κι απέμεινε μόνος ο γερόλυκος
ο Γιάννης Βογιατζής, παλικαρόπουλος
να βγάζει τα σύκα απ το τσουκάλι
γιατί όλοι σύκα ήταν αυτοί
που όταν πεθάναν οι Μινωτές
ξεφούλκησαν
να πάρουν το μερίδι
οι ήρωες ηθοποιοί
να σώσουν την Ελλάδα
Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε αφού ένιωσε
του κόσμου την ανία;
Όχι, φώναξε ο Χρήστο Πολίτη
ο Χρίστο Γιάγκος είπε:
Τον Φώσκολο εμίσησα αυτόνε τον αλήτη
κι έβγαλε όλα τ άπλυτα στη φόρα
Πως λεν καμιά φορά
καλύτερα να μη μιλάς;
έτσι βγαίνουν και μερικοί δε λεω
ανώδυνοι, επώνυμοι που τους είχες ξεχάσει
να ρίξουν λάδι στη φωτιά
θα μου πεις αυτό αφορά
την περασμένη μας γενιά
ποιος νοιάζεται και ποιος πονά από τη νεολαία;
αν έκλαψε ο Νίτσε;
χαιρέτα μας τον πλάτανο
κι από τίτλο σκίζουν
αλλά μια ατάκα να πετάξουν δεν μπορούν
όλοι αυτοί οι τεράστιοι ηθοποιοί
που σαν τη Τζοις Ευήδη
θέλουν να κλέψουν τη δόξα
κάποιου Τριανταφιλλίδη Χάρη
κατά κόσμον Χάρη Κλιν
που δεν μπορούν
ούτε τα πόδια του να πλυν
Έγινε φασαρία; για κάνε μας τη χάρη!
εδώ άνεμος και φλόγα θα περνά
θα ουρλιάζει η Καραμπέτη
αυτή η θεία γκόμενα που κλαίει στη γωνία
δε λέω καλή
αλλά να ξύνεται με τόση φαντασία
σαν η Κυβέλη;
δε λέω καλή
μα δεν μπορεί κι αυτή να μου ξεφύγει
απ τα δικά μου βέλη
συνεχίζεται

 

ΆΤΡΩΤΗ ΦΤΈΡΝΑ

  Η ΦΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Πάψε να κλαις και να αισθάνεσαι ηλίθια, ήταν μια φράση ειπωμένη το χίλια εννιακόσια εβδομήντα δυο, όταν η Άννυ είχε...