Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟ ΣΠΈΡΜΑ

 


διαλέγοντας ακόμα και εραστές παντός καιρού αν αυτό ήταν το πρόβλημα της επειδή είχε απορρίψει το αλκοόλ και προτιμούσε το σπέρμα αφήνοντας το πρώτο να το πίνει ο εκάστοτε άνομος εραστής της καθώς ο Χένρι της έλεγε για πολλοστή φορά πως την αγαπούσε και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα, κατακόκκινα, όπως είναι τα μάτια των ερωτευμένων.
-Και θα ζήσουμε για πάντα μαζί; τον ειρωνεύτηκε η πουτάνα Πόπη.
-Ναι, την επιβεβαίωσε φτύνοντας μια ροχάλα φτηνό αίμα και ρίχνοντας της μια στριφνή σφαλιάρα στο δρόμο προς την ισότητα των δυο φύλων.
-Φύγε ρε καριόλη! του σφύριξε αυτή από κατάχαμα.
Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι από πανάρχαια εχθρικά, στιγμιαία, πολλοί θα με κατηγορήσουν για όλα αυτά τα ρήματα, είναι εύκολο να σου ρίξουν στάχτη στα μάτια, είπε ο Χένρι, μπορούν να σε πουν ξεδιάντροπο μη γνωρίζοντας πόσην ξετσιποσύνη κουβαλούν οι ίδιοι μέσα στην άχαρη ζωή τους όπως ισχυρίζεται ο άλλος των ποιητών Κώστας Καρυωτάκης, αν και οι άνθρωποι μισούνται ή σκοτώνονται, αυτή είναι η μοίρα των ανόητων που κάποτε σαν θεατές κοιτούν κατάματα στον καθρέπτη την αλήθεια που δεν μπορούν να παραδεχτούν και για αυτό ο Χένρι προσπάθησε να δεχτεί την πραγματικότητα όπως είναι, δηλαδή ότι είναι Φθινόπωρο και βρέχει και πως το σπέρμα μπορεί να είναι χρήσιμο στα μούτρα μιας γυναίκας, αφού έτσι τα έφτιαξε ένας θεός που δεν ήξερε ή δε χρειαζόταν να λέει τη λέξη θεός αλλά αφού την χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο για να μην ξεχωρίζει από τον όχλο.
Η Πόπη σηκώθηκε απ το κατάχαμα, απ το κάτω του πεζοδρομίου, άναψε ένα τσιγάρο, ο Χένρι συνέχιζε να φτύνει την υπόληψή του, ο όχλος τους κοίταζε με συμπόνια, άλλο κι αυτό! Να σε κοιτάζει ο όχλος με λύπηση και παρ όλα αυτά ο Χένρι, μαζεύω τις λέξεις όπως μου γουστάρει, όχι όπως θέλετε εσείς, παρ όλα αυτά ο Χένρι ήταν συμπαθής, το ίδιο και η Πόπη, που σε λίγο τον αγκάλιασε και προχώρησαν κοιτάζοντας τον όχλο απορημένοι επειδή δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να πάρουν δρόμο και να μην ασχολούνται για το τι θα γίνει η αγάπη τους κι αν θα ζούσαν μαζί τα επόμενα χρόνια τους.
απόσπασμα από το διήγημα μου ΜΙΑ ΜΈΡΑ.

 

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΜΊ

 


Ουδέν. Είμαι έξω από τα γεγονότα της ζωής-ούτε καν στο τρένο που εκτροχιάστηκε κάπου στην Αμερική και επέζησε κάποιος Κασελάκης. Έξω απ τον χρόνο. Αλλού γεννάν οι κότες. Ανίκανος ειμί.
Ας το θυμηθώ:
Ειμί
ει
εστί
Εσμέν
εστέ
εισίν.

 

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

ΛΑΤΡΕΎΩ.

 

 


Αν δεν πίστευα πως μπορώ ν αλλάξω κάτι σ αυτό τον κόσμο, δε θα ζωγράφιζα και δε θα έγραφα ποτέ. Μπορεί να μην το καταφέρω αλλά είναι το βασικό κίνητρο.
Όταν έχεις πολλά λεφτά, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Είναι όπως όταν δεν έχεις καθόλου που δεν ξέρεις τι να κάνεις. [Μοιάζουν αυτά τα δύο;]
Λίγοι μας αγάπησαν γι αυτό που είμαστε. Κι οι πιο πολλοί μας απαξίωσαν επειδή δε γίναμε αυτό που ήθελαν.
Μερικά ρήματα είναι υποβιβαστικά. Όπως το λατρεύω. Εγώ δε λατρεύω τίποτα και δεν πόθησα να με λατρέψουν. Ούτε τη ζωγραφική λάτρεψα, πόσο μάλλον τους θεούς. Άκου αφοσίωση, μεγάλη αγάπη σε πρόσωπο ή πράγμα!
Οι πιο εκνευριστικοί άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου, είναι αυτοί που προσπαθούν να σε μειώσουν. Και το κάνουν τόσο επιδεικτικά που σού ρχεται να τους ρίξεις μια μπουνιά στο μάτι.
Τι αθλιότης! να συναντάς τη σοφία όταν γερνάς.
Για να αισιοδοξείς: να σκέφτεσαι πως υπάρχουν πιο βλάκες από σένα. Καλή βδομάδα. Πάω για τρέξιμο.
Όσο για το "ήθελε να είναι λέφτερος, σκοτώστε τον" δεν μπορεί να ειπωθεί για κανέναν θρησκευόμενο. Τι σόι ελευθερία ζητάει ένας που είναι δούλος του θεού;
 

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΗΛΙΚΊΑ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ

 


 

 οϊμέ τοις υπάρχουσι-φοβερή η λαϊκή ρήση: αφού γεννήθηκες θα υπάρχεις τραγωδός.

 

 

με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι γύρευα

στίχοι του Ελύτη απ τους οποίους εμπνεύστηκα τον πίνακα


 
 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΕΜΝΟ ΚΑΙ ΆΣΕΜΝΟ

 

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
 
Υπάρχει χυδαίο στην τέχνη; Όπως υπάρχει στη ζωή, έτσι και στην τέχνη. Ζωγραφίζοντας αυτό το γυμνό, κάποιοι είπαν, σίγουρα, πως είναι σεμνό και δεν προσβάλλει. Εγώ τους κοίταζα με μισό μάτι, το άλλο μισό είχε φύγει ταξίδι για τον κόσμο της ευτυχίας. Εκεί πουν δεν υπάρχει σεμνό και άσεμνο.

 


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΑ ΕΝΝΙΆΜΕΡΑ

 

 


Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε τη γκόμενα
που κλαίει στη γωνία;
Όχι, ο Γιάγκος Δράκος μίλησε
ο Γιάγκος Δράκος είπε:
Μέριασε Κιμούλη να διαβώ!
Κι η Δανδουλάκη έκλαιγε
προχτές το μεσημέρι
στον καναπέ του ΕΡΤ 1
μισούνται οι ηθοποιοί
κλαίει η μάνα Ελλάδα
χαιρέτα με κι εμένα
Έγινε φασαρία, έπεσε κανας βράχος;
ή κάποιος ενοστάλγησε
να γίνει πάλι βλάχος;
Ο Φιλιππίδης μίλησε
γι αυτόν ο Γιάγκος Δράκος
που χρόνια ταλαιπώρησε
να μη γίνει φωνογράφος
του Φώσκολου
και τώρα καρποφόρησε
το μίσος για τον σενιαρίστα
όταν πεθάνει ο γάιδαρος
μη του κοιτάς του κώλου
τα εννιάμερα
Έγινε σαματάς; ή μήπως ο Λιγνάδης
εφούσκωσε τη γκόμενα
που κλαίει στην οθόνη;
κι απόμεινε η άμοιρη
να τρώει άσπρη σκόνη;
Τίποτα απ όλα αυτά δεν έγινε
το χρήμα ήταν ωραίο
που παίρναν απ την Λάμψη
μα τώρα που λογάριασε
την άγρια του κόσμου όψη
είπε θα πάω στην ερημιά
εκεί θα πάω, το χρήμα δε με νοιάζει
όλοι ακόμη και ο Μιχαλόπουλος
πήγε στην ερημιά να γίνει ένα τσακάλι
κι απέμεινε μόνος ο γερόλυκος
ο Γιάννης Βογιατζής, παλικαρόπουλος
να βγάζει τα σύκα απ το τσουκάλι
γιατί όλοι σύκα ήταν αυτοί
που όταν πεθάναν οι Μινωτές
ξεφούλκησαν
να πάρουν το μερίδι
οι ήρωες ηθοποιοί
να σώσουν την Ελλάδα
Έγινε φασαρία; έγινε σαματάς;
ή κάποιος εγκατέλειψε αφού ένιωσε
του κόσμου την ανία;
Όχι, φώναξε ο Χρήστο Πολίτη
ο Χρίστο Γιάγκος είπε:
Τον Φώσκολο εμίσησα αυτόνε τον αλήτη
κι έβγαλε όλα τ άπλυτα στη φόρα
Πως λεν καμιά φορά
καλύτερα να μη μιλάς;
έτσι βγαίνουν και μερικοί δε λεω
ανώδυνοι, επώνυμοι που τους είχες ξεχάσει
να ρίξουν λάδι στη φωτιά
θα μου πεις αυτό αφορά
την περασμένη μας γενιά
ποιος νοιάζεται και ποιος πονά από τη νεολαία;
αν έκλαψε ο Νίτσε;
χαιρέτα μας τον πλάτανο
κι από τίτλο σκίζουν
αλλά μια ατάκα να πετάξουν δεν μπορούν
όλοι αυτοί οι τεράστιοι ηθοποιοί
που σαν τη Τζοις Ευήδη
θέλουν να κλέψουν τη δόξα
κάποιου Τριανταφιλλίδη Χάρη
κατά κόσμον Χάρη Κλιν
που δεν μπορούν
ούτε τα πόδια του να πλυν
Έγινε φασαρία; για κάνε μας τη χάρη!
εδώ άνεμος και φλόγα θα περνά
θα ουρλιάζει η Καραμπέτη
αυτή η θεία γκόμενα που κλαίει στη γωνία
δε λέω καλή
αλλά να ξύνεται με τόση φαντασία
σαν η Κυβέλη;
δε λέω καλή
μα δεν μπορεί κι αυτή να μου ξεφύγει
απ τα δικά μου βέλη
συνεχίζεται

 

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

ΣΚΟΥΡΑ ΚΑΠΑΡΝΤΊΝΑ

 

 


Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντό, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαμπό. Μόνος μου.
μικρά διηγήματα Κ.Π

 


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΝΟΜΊΑ

 


Κοιτάχτηκαν στα μάτια βαθιά. Έψαχνε ο ένας τον άλλον. Ο νόμος και η παρανομία.
-Λοιπόν; το πήρες απόφαση να ομολογήσεις ή θέλεις να συνεχίσουμε τα ίδια;
-Εσύ τι λες; μίλησε ο Γιάννης
-Εγώ λέω να ομολογήσεις.
-Δώσε μου ένα τσιγάρο, είπε και το πήρε απ το χέρι του. Το άναψε, τράβηξε δυο ρουφηξιές ενώ ο Αστυνόμος τον έψαχνε ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε να σπάσει τόσο εύκολα.
-Δεν έσπασα Αστυνόμε θα μπορούσα να σε παιδεύω μια ζωή και να μην ομολογήσω ποτέ αλλά δεν θέλω να σε βλέπω! δε θέλω να ξαναδώ τη φάτσα σου ποτέ! μου προξενείς αηδία. Ναι, εγώ έκλεψα τα λεφτά του φούρναρη. Θέλω όμως μια χάρη Αστυνόμε...
Ο άλλος τον κοίταξε ερωτηματικά.
-Να μου δώσεις δυο ώρες άδεια προτού με κλείσεις μέσα.
-Από μένα ζητάς άδεια; και τι θα κάνεις αυτές τις δυο ώρες; και ποιος μου εγγυάται πως θα γυρίσεις;
-Είσαι έξυπνος άνθρωπος Αστυνόμε, το ξέρεις πως θα γυρίσω, απλά θέλω να πάω να φροντίσω για τον σκύλο μου.
Πράγμα όχι περίεργο του έδωσε την άδεια, κάτι τέτοια τα έκανε ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης χωρίς να συνειδητοποιεί το γιατί. Ίσως ήθελε ν απαλύνει το βάρος τόσων άτιμων πράξεων του, ίσως για ν απαλύνει την ψυχή του που πολλές φορές δεν άντεχε τόση αγριότητα των καταστάσεων που περνούσε. Έτσι έδωσε την δίωρη άδεια στον υπόδικο Γιάννη Παράμετρο να πάει να δει τον σκύλο του που βιάστηκε να φτάσει στην παράγκα του αφού ψώνισε μερικά τρόφιμα για τον Μούργο κι δυο μπουκάλια ποτά ένα λευκό κρασί και μια ρακί για τον εαυτό του.
Ο Μούργος μόλις τον είδε όρμησε στην αγκαλιά του και κυριολεκτικά τον φιλούσε. Άνθρωπος και ζώο έγιναν ένα και κύλισαν χάμω. "Σιγά!" του φώναξε όταν κατόρθωσε ν απαλλαγεί απ την αγκαλιά του και τον πρόσεξε που ήταν σχετικά μια χαρά ενόσω έλειπε και κατάλαβε πως μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του όσο εκείνος δε θα ήταν εκεί. Θα ήταν πια ένας αδέσποτος σκύλος.
-Αδέσποτος σκύλος! μουρμούρισε. Χάρη σας κάνουν που σας λένε αδέσποτους. Δηλαδή δίχως αφεντικό! τι ωραία! φώναξε κι άνοιξε τη ρακή. Ήπιε μια γερή γουλιά, το αλκοόλ κύλισε μέσα του βαθιά, του σκισε την καρδιά, ένιωσε τον κόσμο του χαμένον. Έφαγε μια ελιά, έδωσε στο Μούργο την κονσέρβα του κι ήπιε το υπόλοιπο του μπουκαλιού μονομιάς. Ύστερα έβαλε τα κλάματα. Έκλαψε πολύ, τα δάκρυα κύλισαν πάνω στα μαλλιά του Μούργου που συνέχιζε να τον κοιτάζει λυπημένος.
-Μούργο θα πάω φυλακή, του είπε. Καταλαβαίνεις; δε θα είμαστε πια μαζί, μας χωρίζουν, εσύ ελεύθερος κι εγώ φυλακισμένος. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ φίλε, άκουσες!
΄Εστριψε τσιγάρο, άναψε, φύσηξε τον καπνό στον αγέρα. Στον ελεύθερο αέρα. Σταμάτησε το κλάμα, άνοιξε και το μπουκάλι με το κρασί κι αφού το ήπιε όλο αργά-αργά κάνοντας πολλά τσιγάρα, σηκώθηκε. Κοίταξε την ώρα, έπρεπε να γυρίσει πίσω στον Αστυνόμο, πόσο γρήγορα περνάει η ώρα όταν δεν το θέλεις;
Αγκάλιασε για τελευταία φορά τον Μούργο και πήρε το δρόμο για να πάει στη στάση να πάρει το λεωφορείο ενώ ο Μούργος τον ακολούθησε μέχρι εκεί. Την ώρα που η πόρτα έκλεινε πίσω του, χίμηξε πάνω της να προλάβει, να μπει αλλά δεν το κατάφερε, χτύπησε, λίγο, προφυλάχτηκε, ούρλιαξε κι έμεινε στην άσφαλτο να κοιτάζει το λεωφορείο που απομακρυνόταν.
Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Έγινε ψευτοδικαστήριο για τους τύπους, διόρισαν κι έναν δικηγόρο υπεράσπισης, κάποιο ανθρωπάκι αποστεωμένο.
-Πες κάτι για να μπορέσω να σε βοηθήσω, του είπε.
-Τι να σου πω; γέλασε ο Γιάννης. Την ιστορία της ζωής μου; δε θέλω να με βοηθήσεις.
-Είσαι παράξενος άνθρωπος, είπε αυτός κι απόρησε.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε πέντε χρόνια φυλάκισης μη εξαγοραστέα. Το δικαστήριο τη δέχτηκε κι έτσι τον μετέφεραν στις φυλακές.
Οι άνθρωποι που ζουν εκεί μέσα είναι συγκεκριμένοι. Οι δεσμοφύλακες, ο Διευθυντής και οι κρατούμενοι. Οι δεσμοφύλακες λίγοι αλλά έχουν τα όπλα κι έτσι επιβάλλονται. Ο διευθυντής συνήθως κάποιος αιμοβόρος, κάποιος αποτυχημένος της έξω κοινωνίας. Τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και καμιά φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες. Η πιο διάσημη φυλακή που είχε ακούσει ο Γιάννης Παράμετρος ήταν οι φυλακές του Αλκατράζ που είναι στην Αμερική. Γενικά, είχε ακούσει και για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σαν Κουεντίν, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν, ωραία λέξη για την φιλοξενία, τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες, από τους οποίους ελάχιστοι κατορθώνουν να ολοκληρώσουν τις ποινές τους όχι για να πάρουν εξιτήριο αλλά για να μην τρελαθούν εκεί
Απόσπασμα από το νέο μου μυθιστόρημα.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΑΛΑΙΌΤΗΤΑ.

 


 

Βρήκα αυτό το παλιό έργο και θυμήθηκα τον τρόπο που το ζωγράφισα αλλά και που δημιούργησα τον καμβά. Είναι φτιαγμένο το μακρινό 1974, όταν είμαι περίπου είκοσι χρονών. Πήρα, λοιπόν ένα τσουβάλι κι αφού το τέντωσα σε τελάρο το πέρασα αστάρι πλαστικό, μπρος πίσω και ύστερα, άπλωσα αραιά διάφορα χρώματα για να γίνει η επιφάνεια, ζωγραφική, όπως λέμε και κάπως σαγρέ γιατί έτσι έχουμε καλύτερα οπτικά αποτελέσματα αλλά και πρακτικά. Περιττό να τονίσω πως όλο αυτό γίνεται χωρίς να έχω διδαχτεί κάτι περί αυτού, όπως και για τον τρόπο που θα ζωγράφιζα πάνω σ αυτό το σακί. Τα πλαστικά στεγνώνουν γρήγορα και μ ένα στραβό μολύβι κι ένα χοντρό μεγάλο πινέλο, άρχισα να σχεδιάζω την εικόνα μιας νέας γυναίκας που είχα στο μυαλό μου και κάπως σαν τις γυναίκες που ζωγράφιζε ο Ντελακρουά. Ίσως, όμως, επειδή μου είχε εντυπωθεί στη μνήμη από διάφορες ζωγραφιές παρόμοιων γυναικών, προσπάθησα να φτιάξω το πρόσωπο της που ήθελα να είναι μια Ελληνίδα, που κουβαλάει στον ώμο κάτι μπλε, όχι αναγκαστικά τη σημαία αλλά καλύτερα ένα ρούχο, που τελικά το έκανα κόκκινο και να δρασκελάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, μ ε ύφος λυπημένο αλλά και όμορφο. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει αυτό το έργο που ξανακοιτάω σήμερα μετά σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια και μια παράξενη συναίσθηση με πιάνει και λίγη περιέργεια για τον τρόπο που ζωγράφιζα τότε, τη φιγούρα μιας γυναίκας που δεν είχα μοντέλο, από τη φαντασία μου όλα, τα μάτια, το λοξό βλέμμα. ο τρόπος που σφίγγει το ρούχο, το ένα στήθος, το άχνουδο αιδοίο, το άλλο χέρι που κρατιέται στο περβάζι και ο τρόπος που δρασκελάει στο άνοιγμα. Στο φόντο κάτι σαν κολώνες, κάτι σαν μπαλκόνι και ναι δεν είναι πόρτα αλλά παράθυρο αυτό που δρασκελάει η γυναίκα. 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΝΕΜΟΧΤΥΠΗΜΈΝΟΙ.

 

 


Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά.
Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς: αυτούς που βρίσκονται κάπου εκεί στα έξι, στα εφτά τους χρόνια. Ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερους. Αυτή η ηλικία παρέχει ίσως τη μεγαλύτερη αθωότητα. Ίσως τα πιο αγνά μάτια, τα πιο υπέροχα χέρια που κινούνται και δείχνουν αυτό που θέλουν χωρίς καμιά σκοπιμότητα.
Χτες το προμεσήμερο καθόμουν στο εργαστήρι και διάβαζα τις εφημερίδες πίνοντας καφέ. Κόσμος λίγος κυκλοφορούσε, αραιός, η Μαυρομιχάλη δεν έχει πυκνή κίνηση και ετοιμαζόμουν να πάω καμιά βόλτα στον ήλιο, όταν στάθηκαν στην πόρτα μια κοριτσούλα με τη μαμά της. Η κοριτσούλα με ένα φανταχτερό χαμόγελο, όρμησε μέσα! Η μαμά έμεινε διστακτική αλλά καλωσυνάτη να κοιτάζει.
-Α! εγώ δεν έχω ξαναδεί πραγματικούς πίνακες! φώναξε κι έκανε το γύρο του εργαστηρίου, κοιτάζοντας, αγγίζοντας.
-Μην αγγίζεις Αιμιλία, είπε η μητέρα της.
-Αφήστε την, δεν πειράζει ας αγγίξει, είπα παρατηρώντας το όλο σκηνικό με πραγματική απόλαυση της εικόνας και της δράσης.
Η μικρή Αιμιλία στην πρώτη Δημοτικού πήγαινε, άστραφτε από χαμόγελο και κίνηση. Με ρωτούσε διάφορα και στο τέλος είπε στη μητέρα της πως ήθελε να της αγοράσει ένα έργο! Μάλιστα είχε σταθεί σε ένα από τα περισσότερο πολύπλοκα. Η μητέρα της υποσχέθηκε πως θα της έκανε το χατήρι αλλά άλλη φορά επειδή δεν κρατούσε μαζί της χρήματα. Κι έτσι η Αιμιλία μούτρσε λιγάκι, όχι πολύ. Εγώ την προέτρεψα να πάρει μια πετρούλα απ αυτές που ζωγραφίζω στη θάλασσα. Διάλεξε μια και με κοίταζε στα μάτια. Να την πάρω; άνοιξε τα δικά της. Ναι, στη χαρίζω, της είπα.
Πήρε την πέτρα στο υψωμένο χέρι της, η μητέρα με ευχαρίστησε κι έφυγαν. Κανένας μεγάλος δεν μπορεί να συμπεριφερθεί έτσι, σκέφτηκα. Τόσο απλά, τόσο γενναία. Είμαστε κλεισμένοι σε ένα τεράστιο δωμάτιο και βλέπουμε τον κόσμο μας σα μια κλειδαρότρυπα.

 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

ΔΙΑΣΧΊΖΩ..2501

 


Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του. Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα, έναν ανελέητο επαναληπτισμό.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΌ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 

 


ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο Άρης Μπέρτας, ένας κουρασμένος σαραντάρης,επιστρέφει στην επαρχία, έπειτα από πολλά χρόνια που ζούσε στην πρωτεύουσα. Γνωρίζει την Αρετή ,μια ονειρική γυναίκα..Ερωτεύονται.Ωστόσο η μητέρα της η Λευκοθέα ,θέλει να την παντρέψει με τον Αντρέα Τζαβάρα. Έναν επίσης σαραντάρη τοπικό μεγαλοεπιχειρηματία.Μεταξύ Μπέρτα και Τζαβάρα υπάρχει μια άσπονδη φιλία.
Η Αρετή και ο Μπέρτας παντρεύονται τον ίδιο χρόνο .Όταν μπέρτας μαθαίνει πως ήταν εραστές, την παίρνει και φεύγουν από το χωριό.Επιστρέφουν στην πρωτεύουσα.
Τότε αρχίζει ο πόλεμος με την γειτονική χώρα. Οι δύο άντρες επιστρατεύονται.Ο μεν Τζαβάρας πηγαίνει στην πρώτη γραμμή,ο δε Μπέρτας υπηρετεί στο στρατολογικό γραφείο. Ταυτόχρονα γεννιέται το πρώτο τους παιδί ο Μάριος .
Ο πόλεμος κρατάει δύο χρόνια .Ο Τζαβάρας έχει γίνει ήρωας του μετώπου.Τις τελευταίες μέρες όμως του πολέμου συλλαμβάνει έναν αντίπαλο, τον Αμπουριάν Τετίρωφ που του μοιάζει καταπληκτικά.Σαν διδυμος αδερφός.Οι δυο άντρες γνωρίζονται καλά καθώς πηγαίνει να τον παραδώσει.Μεταξύ τους αναπτύσσεται φιλία.
Ο πόλεμος τελειώνει. Επιστρεφοντας στο στρατόπεδο, ο Τζαβάρας σκοτώνεται από κάποια υπολείμματα του εχθρού.Ο Αμπουριάν Τετίρωφ που πολέμησε μαζί του και προσπάθησε να τον σώσει, τον θάβει στα βουνά,αφού πριν αλλάζει τα χαρτιά του με αυτά του νεκρουΤζαβαρα.Έτσι παίρνει την θέση του .Ύστερα, πηγαίνει στο στρατόπεδο,όπου του κάνουν τιμές ήρωα και τον παρασημοφορούν.Αποστρατεύεται χωρίς να καταλάβει κανείς την αλλαγή
Πηγαίνει στην πρωτεύουσα, κατοικεί στο σπίτι του Τζαβάρα,
αναλαμβάνει τις επιχειρήσεις του. ερωτεύεται την γραμματέα του,
Κατερίνα Ιβάνοβα .Ωστόσο κάποιος τον παρακολουθεί.
Ο Μπέρτας απ’ την άλλη πλευρά ζει μια ωραία ζωή με την Αρετή
και τον γιο τους τον Μάριο. Ασχολείται με τα έπιπλα.Οι δουλειές του
πηγαίνουν πολύ καλά στην αρχή. Παράλληλα όμως έχει αρχίσει να
πίνει .Σιγά-σιγά γίνεται αλκοολικός. Η κατάρρευση του δεν θ αργήσει.
Ο Αμπουριάν Τετίρωφ, παντρεύεται την Κατερίνα Ιβάνοβα.

Γεννιέται η κόρη τους η Τατιάνα.Υστερα ο Νικήτας.Εκείνο το διάστημα ο Αμπουριαν επισκέπτεται τον αδερφό του Τζαβάρα, τον παπα-Στέφανο που τελικά έχει αρνηθεί τα εγκόσμια και έχει γίνει ffμοναχός σε μοναστήρι.Κατορθώνει να τον ξεγελάσει και αυτόν.Ο τύπος όμως που τον παρακολουθεί τόσον καιρό, εμφανίζεται.Του ζητάει κάποια αμοιβή για δουλειές που είχε κάνει μαζί του πριν απ τον πόλεμο σαν Τζαβάρας. Τον πληρώνει και το θέμα λήγει.
Στην πρωτεύουσα, η οικονομική και ηθική κατάρρευση του Μπέρτα ολοκληρώνεται. Μένει στον άσσο, χωρίς δουλειά χωρίς τίποτε.Είναι πλέον ένα ρεμάλι.Η Αρετή αηδιασμένη τον εγκαταλείπει.Φεύγει με τον μικρό Μάριο.Η ζωή τους γίνεται δύσκολη,γεμάτη στερήσεις.
Απρόοπτα μετά από κανένα χρόνο γνωρίζεται με τον Αμπουριαν και
Φυσικά νομίζει πως είναι ο Τζαβάρας. Ο παλιός έρωτας αναβιώνει. Γίνεται σφοδρότερος. Ζούνε μαζί παράνομα αφού δεν της αποκαλύπτει πως είναι παντρεμένος.Όταν η Αρετή το μαθαίνει φεύγει. Βάζει τον γιο της τον Μάριο σε κάποιο ίδρυμα και αρχίζει να δουλεύει σε μπάρ. Σιγά-σιγά εξελίσσεται σε πόρνη. Δεν την ενδιαφέρει πια η ζωή της .Ένα βράδυ την βιάζουν ομαδικά. Σακατεμένη από την άσωτη ζωή της, αλλάζει για λίγο.Πιάνει δουλειά σε λουλουδάδικο. Γίνεται και ίδια ένα λουλούδι. Ετσι κάποια μέρα απογοητευμένη,μανιοκαταθλιπτική, αυτοκτονεί.

Ο Μπέρτας πηγαίνει στην κηδεία της. Συντετριμμένος από τον θάνατο της, κόβει το ποτό .Επανακάμπτει. Ενώ τόσον καιρό ζούσε σαν ρακοσυλλέκτης, τώρα του δίνουν μια θέση σε κάποιο εργοστάσιο χαρτοποιίας.Αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον γιο του τον Μάριο.
Ο Αμπουριαν Τετίρωφ , σαν Αντρέας Τζαβάρας φυσικά, θέτει υποψηφιότητα για την Δημαρχία της πρωτεύουσας. Ο Μπέρτας παρακολουθεί διακριτικά την όλη κατάσταση και αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Ανακαλύπτει με διάφορα κόλπα πως, τελικά ο Τζαβάρας είναι κάποιος ‘άλλος.Αυτό γίνεται μια βραδιά στην αίθουσα ενός ξενοδοχείου,όπου με το τελείωμα της ομιλίας του υποψήφιου Δημάρχου, επακολουθεί επίθεση εναντίον του από τραμπούκους. Ο Μπέρτας με κίνδυνο της ζωής του τον σώζει. Σε μακρά συνομιλία που έχουν οι δυο τους, τον ξεσκεπάζει.Ο Αμπουριαν παραδέχεται πως δεν είναι ο Τζαβάρας Και ο Μπέρτας είναι σίγουρος πως τον σκότωσε για να πάρει την θέση του.Ταυτόχρονα ο ίδιος, έχει γίνει ένα είδος λαϊκού ήρωα.Απ την άλλη σκέφτεται να σκοτώσει τον Αμπουριαν. Ο τελευταίος όμως τον πείθει με αποδείξεις, πως δεν έχει σκοτώσει τον Τζαβάρα. Εως τότε, έχει συντελεσθεί βαθιά συμπάθεια μεταξύ τους. Πολύ καλύτερη απ αυτήν που υπήρχε ανάμεσα στον Μπέρτα και τον πραγματικό Τζαβάρα. Επισυνάπτουν προσωπικές σχέσεις, η φιλία τους γίνεται δυνατή.Αποφασίζουν να μην αποκαλύψουν τίποτα.
Ο Αμπουριαν με καινούργιες δυνάμεις συνεχίζει τον προεκλογικό αγώνα. Στην τελευταία του ομιλία όμως, δολοφονείται από τους τραμπούκους.
Η κηδεία του γίνεται στο χωριό, μέσα σε γενικό πένθος, με τιμές ήρωα. Κανείς δε γνωρίζει ότι αυτός που κηδεύουν εκείνη την μέρα δεν ήταν ο Αντρέας Τζαβάρας.
Ο Μπέρτας, παρακολουθεί ράκος την κατάσταση. Σχεδόν παραλογισμένος, μετά την κηδεία, πίνει τσίπουρο με τον μπάρμπα-Νικόλα, στο καφενείο του χωριού. Του λέει πως αυτός που έθαψαν, δεν ήταν ο Τζαβάρας. Φυσικά, ο μπάρμπας του δεν τον πιστεύει. Πιστεύει πως ο ανιψιός του τρελάθηκε.
Ο Μπέρτας μένει μόνος του με τις αναμνήσεις κι ένα ποτήρι τσίπουρο, μετέωρο στα χείλη του.




Υ.Γ. Τα μυθιστόρημα, είναι ένας συνεχής αγώνας για την ανάδειξη του ‘ΚΑΛΟΥ’, ανάμεσα από την αιώνια πάλη με το ‘κακό’.











 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

ΈΝΑ ΔΎΣΚΟΛΟ...

 



ΙΟΥΛΙΑ
Αποφάσισα να ταξιδέψω μια και δεν είχα τίποτε σπουδαίο να κάμω στην πρωτεύουσα. Μάζεψα λίγα σύνεργα, όχι πολλά για να μη με βαραίνουν στις πλάτες μου, ξέχασα όλες μου τις υποχρεώσεις, τι θα τις έκανα μαζί μου; κι έφτασα σε μια απομακρυσμένη στάση. Θα πήγαινα σ ένα αγρόκτημα, κάποια μου είχε μιλήσει γι αυτό πριν χρόνια.
Κάθισα στο παγκάκι, ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω, το κρύο ήταν κοφτό, ευτυχώς είχα ντυθεί καλά και διάβασα στα φορτωμένα από ξεσχισμένες αφίσες προστατευτικά τζάμια, μερικές φράσεις επίδοξων επαναστατών ή κάποιων που απλά ήθελαν να περάσουν την ώρα τους, μερικά συνθήματα, κάποια τσιτάτα. "Ποτέ μην υποτιμάς έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα!" στάθηκα σ αυτό κάμποσα λεπτά, έτσι έγραφε με ακανόνιστα μαύρα γράμματα. Φοβερή συμβουλή, σκέφτηκα και μου ταίριαζε γάντι, εμένα που τα είχα χάσει όλα, ότι είχα και δεν είχα. Γυναίκα, παιδιά, σπίτια, φίλους κι αδέρφια. Ακόμα και την υπόληψη μου στην πιάτσα είχα χάσει κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, θυμήθηκα μια άλλη συμβουλή ενός φίλου μου του Νικ απ το Αμέρικα που είχε πεθάνει γιατί δεν είχε μπορέσει να κρατήσει την υπόληψη του και τα τελευταία χρόνια της ζωής είχε καταλήξει σ ένα υπόγειο θλιβερό να πίνει και να καπνίζει μερόνυχτα αλλά τώρα όλο αυτό δεν είχε σημασία ο Νικ είχε πεθάνει κι εγώ περίμενα σε μια στάση κάποιο λεωφορείο να με πάρει μακριά.
Κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά
τόσο
ταξίδι στους θεούς
για να σε πάω.
Έστριψα ένα τσιγάρο, τι το θελα, η απελπισία είναι χειρότερη απ το τσιγάρο και περίμενα αλλά το λεωφορείο δε φαινόταν πουθενά. Ένα κύμα αγέρα σφύριξε, μου πήρε το τσιγάρο απ τα χέρια κι έτρεξα να το προλάβω μα δεν το πρόλαβα, η κάφτρα του χάθηκε στον σκουπιδότοπο κι έτσι γύρισα στο παγκάκι να στρίψω άλλο ένα και ένιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ. Πρέπει να είναι πολύ άσχημο να μένει μόνος ένας άνθρωπος έτσι που έχουμε καταντήσει και έχουμε ανάγκη ο ένας απ τον άλλον και για να περάσει η ώρα βάλθηκα να σκέφτομαι μια παλιά ιστορία. Ξέρετε όταν σκέφτεσαι παλιές ιστορίες που δε θυμάσαι ακριβώς πότε έγιναν αλλά έγιναν που να πάρει ο διάβολος κι εμένα αυτή η ιστορία μου είχε γίνει βραχνάς, λογικά έπρεπε να την ξεχάσω, γιατί να θυμόμουν ένα βράδυ που είχε έρθει ξαφνικά η Κάθυ και να μου πουλήσει ψεύτικο έρωτα;
Όμως τη θυμόμουν, δεν μπορούσα να τη σβήσω, ότι γίνεται υπάρχει σε κάποιες μνήμες ούτως ή άλλως και δεν μπορούμε να το διαγράψουμε, τουλάχιστον εγώ.
Την Κάθυ την είχα γνωρίσει ένα βράδυ για πρώτη φορά πριν από κάμποσα χρόνια που ήμουν κι εγώ ένας καθως πρέπει άνθρωπος, με δουλειά, με σπίτι, νοικιασμένο βέβαια, με αυτοκίνητο, με φίλους και γνωστούς, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το κακό συναπάντημα και φαίνεται πως της γυάλισα, ήμουν ωραίος άντρας και βάλθηκε να μου κάνει παρέα.
Εγώ έτσι όπως την είδα, όπως βλέπεις έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, κάτι δε μου άρεσε και σκέφτηκα κάποτε να της το πω αλλά δεν τόλμησα, παρά κράτησα τυπικές έως ζεστές φιλοφρονήσεις μεταξύ μας, ενώ εκείνη όλο και ζητούσε κάτι παραπάνω, όλο και έψαχνε υποσχέσεις και λόγια πως εμείς οι δυο ήμασταν φτιαγμένοι ο εις για τον άλλον και υπό άλλες προυποθέσεις μπορεί να ήταν έτσι.
-Τι δουλειά κάνεις; τη ρώτησα ένα άλλο τέτοιο βράδυ και μούτρωσε.
-Δε ρωτάνε μια κυρία τι δουλειά κάνει! ένας άντρας πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα που αγαπάει, έτσι ξέρω εγώ.
Εγώ όμως έμαθα. Η Κάθυ ήταν στριπτιζέζ κι εγώ ένας κύριος του καλού κόσμου τι σινάφι θα έκανα μαζί της; γι αυτό άρχισα να την αποφεύγω, με φόβιζαν αυτές οι γυναίκες και όλο το περίγυρο τους. Άνθρωποι της νύχτας, ποτά, ναρκωτικά και όλο το κακό συνοθύλευμα αλλά όσο κι αν προσπαθείς να βγάλεις την ουρά σου απ έξω, είναι κάποια άλλα πράγματα που σε έλκουν σαν μαγνήτης, όπως η ομορφιά της Κάθυ, τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τα ψηλά και μακριά πόδια, που όπως να το κάνεις τραβάνε χωρίς να το θέλουμε. Κι έτσι, μέσα απ όλες τις φορές που συναντιόμαστε, έτσυχε και μια μοιραία.. α, τι λένε για τις μοιραίες βραδιές οι άνθρωποι! πως δεν το θελα, είχαμε πιει, είχαμε τα θέλω μας και η σάρκα μέσα σ αυτό το μαύρο χρώμα της νύχτας γίνετε παιχνίδι, οπότε ξύπνησα σε ένα κρεβάτι που δεν ήξερα πως είχα βρεθεί αγκαλιά με την Κάθυ που όλο επέμενε πως από κει και πέρα έπρεπε να τη φροντίζω, να την αγαπάω και να της προσφέρω μια ωραία ζωή, να της δίνω λεφτά όποτε δεν είχε και πότε είχε δηλαδή, αφού όπως αποφάσισε δεν της άρεσε να δείχνει πια το κορμί της στα στριπτιζάδικα.
-Πως είναι όταν γδύνεσαι μπροστά σε τόσο κόσμο; τη ρώτησα και δεν είχα πάρει καμιά απόφαση για το τι θα έκανα μαζί της.
-Θες να σου δείξω; έκανε με νάζι κι άρχισε να κάνει το νούμερο της μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας και το έκανε τόσο ξετσίπωτα που δε μου άρεσε. Δε μου άρεσε καθόλου παρ ότι είχα παρακολουθήσει αρκετές φορές τέτοιου είδους θεάματα αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν ξένες γυναίκες, ήταν μέσα σε ένα μπαρ, σε ένα καταγώγιο και δε με ενδιέφερε και πολύ ποια είναι αυτή που γδύνεται παρά μόνο το γδυμνό κορμί της, το λάγνο της νύχτας και το αχόρταγο βλέμμα της επιθυμίας. Της επιθυμίας που γίνεται απόκρυφη, που κρύβεται αλλά και φουντώνει ειδικά τα σερνικά σαν είναι πιο μεγάλη απ την πραγματικότητα και πρέπει κάπου να σβήσει.
Κι επειδή δεν ήθελα να μπλέξω άλλο στα γρανάζια αυτής της ακολασίας πήρα τους κύκλους ανάποδα και εξαφανίστηκα αλλά πάντα μου έμενε η απορία για την Κάθυ, τι να έκανε, που γυρνούσε και τι θα έφτιαχνε στη ζωή της αυτή που πίστευε πως ήμασταν πλασμένοι ο εις για τον άλλον.
Κανείς όμως δεν μπορεί να σε πάει μακριά
είναι το παράθυρο ανοιχτό
και οι θεοί πεθαίνουν μόνοι.
Η αλήθεια είναι πως όταν ένας άντρας και μια γυναίκα ξαπλώσουν μαζί, τά πάντα αλλάζουν μεταξύ τους και ειδικά για κάποιους που είναι απαιτητικοί, που θέλουν όλο το τυρί δικό τους, όπως η Κάθυ που κλαίγοντας ήρθε ένα άλλο βράδυ να με βρει πιωμένη ως το κόκκαλο και χωρίς να δείξει τίποτε απ όλο αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας, κουβαλώντας μαζί της έναν ξερακιανό άντρα, έναν τύπο που εγώ δε θα έφτυνα πάνω του και μου στον σύστησε σαν μέλλοντα σύζυγο της! και μέσα σ αυτή την παραζάλη, εμένα τι με πείραζε αλλά είπαμε, κάποιοι άνθρωποι σε θεωρούν για πάντα δικό τους χωρίς να υπολογίζουν πως έχεις κάτι άλλο να κάνεις σ αυτή την ξευτίλα που λέγεται ζωή, γιατί, ένα αγκάθι από σπασμένο κόκκαλο ψαριού είχε καθήσει στο λαιμό μου, μέρες τότε και πάσχιζα πως να ξεφύγω από τη μαυρίλα της ζωής μου που είχε αρχίσει να παίρνει μια αδυσώπητη κατρακύλα και μέσα από το παραμίλημα της Κάθυ, ο ξερακιανός δε μίλησε ποτέ, καθόταν στην άκρη του ποτού κι όλο έβαζε να πίνει, εγώ δεν ήπια ούτε σταγόνα, φοβόμουν αυτό που ήθελε να κάνει η Κάθυ και κάποτε τον έστειλε να φύγει, λέγοντας, έρχομαι αγάπη μου, πήγαινε σπίτι μας και φεύγοντας αυτός, όρμησε πάνω μου να με γεμίσει φιλιά και κλάματα, όπως και σάρκα στο ίδιο έτοιμο κρεβάτι, ενώ ο ξερακιανός δεν ήθελε; ή και δεν τον ένοιαζε όλο αυτό που γινόταν ή γίνεται πίσω από την πλάτη μας, πίσω από τ αγκάθια που τσιμπούν την ηθική μας ταυτότητα κι όταν όλο αυτό τελείωσε, φεύγω, είπε, πάω να γίνω αγρότισσα, ο άντρας μου έχει ένα κτήμα Δυτικά του κόσμου, έχει και ζωντανά, πήγα μια φορά και τώρα το πήρα απόφαση να ζήσω μαζί του, να κάνουμε παιδιά, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, επειδή μέχρι τότε ήταν ζώα.
Όλο αυτό δε θα είχε και μεγάλη σημασία, αν εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα, καθισμένος στο ασήμαντο παγκάκι μιας στάσης που δεν ήξερα αν τελικά περνάει λεωφορείο, όχι δεν περνάει! μου είπε μια γειτόνισσα, η στάση αυτή έχει καταργηθεί και συ περιμένεις εδώ μέσα στο κρύο κι εγώ ανατρίχιασα, επειδή η γειτόνισσα χάθηκε, και απ το βάθος φάνηκε μες τη σκουριά να έρχεται η Κάθυ.
Γεμάτη, ορθή κατολίσθηση κάθισε δίπλα μου, με κοίταξε με ξεπλυμένα μάτια, άχρωα και μου είπε:
-Τον σκότωσα.
Πίσω απ το φύλλο της ακακίας που έπεσε στην ποδιά της, μια ποδιά αγρότισσας, γεμάτη χώματα, ξεραμένες πέτσες και τρίχες γουρουνιών, τα μαλλιά της είχαν πάρει το χρώμα αυτό το καστανί της θλίψης, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω.
όσο μακριά ένας φίλος είναι
ήθελα ταξίδι να με πας
πιο μακριά κι απ τους θεούς.
-Όταν πήγα εκεί είχε πολλά γουρούνια, πολά φυτά κι ένα σπίτι μεγάλο. Εγώ επειδή δεν μπορούσα να ταίζω τα γουρούνια άρχισα να τα σκοτώνω. Ώσπου μια μέρα δεν είχαμε κανένα γουρούνι. Τα σκότωνα και τα πετούσα στο λάκκο. Κάθε πρωί αργούσα να ξυπνήσω, αυτός πήγαινε στο καφενείο για να πιει, γύριζε το μεσημέρι με πηδούσε κάθε μεσημέρι κι έπειτα κοιμόταν καταμεσήσς στο μεγάλο σπίτι. Δε με παντρεύτηκε ποτέ, όλοι οι άντρες είσαστε ψεύτες, εκτός από σένα που μου ταξες ταξίδι να με πας, πιο μακριά κι απ τους θεούς.
Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά
ΤΕΛΟς
ΑΠ ΤΑ ΑΝΈΚΔΟΤΑ ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΜΟΥ

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

ΗΛΙΑΥΓΕΙΑ

 


ΣΕ ΜΙΑ ΑΥΛΗ
Τον γκρίζο κόσμο ενός απογεύματος θελήσαμε να ανεβούμε στο βουνό
Είχαμε μαζί μας όλα τα εφόδια και κανείς πια δεν μας κυνηγούσε
Δεν ήμασταν πολλοί, ο καθείς και ο εαυτός του
Μπορούσες να δεις πως αποφεύγαμε να μιλήσουμε για τον χρόνο
για τον ήλιο που σκόρπιζε το μυαλό μας στα λιγοστά κίτρινα ρείκια
στις καψαλισμένες ασφάκες, κινδυνολογώντας τον θάνατο μας.
Ο καθείς και ο εαυτός του,
Να δρασκελίσουμε τούτο το βουνό που ήταν απο διαμάντι
που ήταν γυαλιστερό σαν κόψη ξυραφιού
ενώ ο μεγάλος αετός γυρόφερνε κοφτερός στις άκρες των δακτύλων
πισωπατώντας τα όνειρα όσων έλεγαν πως δεν θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην κορυφή
Έχοντας κατά νου να γυρίσουν εύκολα πίσω
Μη και δεν ήξεραν, πως δεν υπάρχει γυρισμός
αφού κι ο Σίσυφος δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει αυτό το ταξίδι
Ο χλωμός τόπος του απογεύματος, δε μας θύμιζε τίποτε απ΄ τον καλό εαυτό μας
Χαραμάδες ηλιαύγειας κεντούσαν τις λιγοστές πέτρες της μνήμης, δω κι εκεί
κι ο κόσμος αυτός ήταν ολότελα δικός μας. Δεν θα μας τον έπαιρνε κανείς. 
Ούτε Έλληνας, μηδέ Θετταλός
Αρκούσε μονάχα η θέλησή μας
να γλιτώσουμε απ το κακό και το καλό μιας ερημιάς αφιερωμένης στην έννοια του Ενός
που καταδυνάστευε αιώνες την ύπαρξή μας.
Γυρίσαμε κάποτε κουρασμένοι. Κανείς δεν έφτασε στην κορυφή
να δει τι γινόταν στην σκοτεινή πλευρά του χρόνου
χωρίς να φταίει κανείς, ούτε οι ασφάκες που κιτρίνιζαν τα φτερά τους.
Είχαμε διαλέξει. Ο καθείς και ο εαυτός του.
 

από τύχη μένει

 


 

Ποιος ξέρει τι πράγμα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Υπάρχει άραγε, αυτό ακριβώς που λέμε ψυχή; Άβυσσος λένε πολλοί. Σκοτεινή δηλαδή, με πλοκάμια και μονοπάτια λαβυρινθώδη- λε και μόνο στα σκοτεινά μπορεί να κατοικεί.
Εγώ πίστευα πως συνταυτίζεται με τη σκέψη, κάπου εκεί στο μυαλό την είχα τοποθετήσει, στη λογική. Όχι στην καρδιά. Ο Ντάφλος που δεν τα ψείριζε όλα αυτά, έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα χαλίκι. Να, αυτό το χαλίκι εδώ, που το παρασέρνει το ποτάμι και ή το στρογγυλεύει στο μακρύ ταξίδι ή το ξερνάει σε ακροποταμιά παράμερη Κείθε πέρα! Και κλωτσούσε ένα χαλίκι με δύναμη. Ένα οποιοδήποτε, δεν τον ένοιαζε, το ξεχνούσε την άλλη στιγμή. Έτσι φαντάζομαι θα ξέχασε και το γάμο του με τη Μαγδαληνή, σα να μην έγινε ποτέ. Αυτά μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα. Κάποια ήσυχη βραδιά σε ένα ταβερνάκι των Εξαρχείων.
Την ημέρα λοιπόν που ταξίδευε για την Κέρκυρα με τη Μαγδαληνή, ήταν όλο νεύρα. Τα πάντα του φταίγανε. Και πιο πολύ αυτό το καθίκι ο Σταυρέας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν του έδωσε φράγκο από την προίκα. Του χρέωσε μάλιστα κι όλα τα έξοδα του γάμου και του τραπεζιού.
-Κάνει να πάρεις εκατό λίρες ακόμα, του είπε. Αυτές τις κρατάω εγώ, γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη. Όταν λογικευτείς και βάλεις κι εσύ κάνα φράγκο στην άκρη, ν αγοράσουμε ένα διαμέρισμα να βάλετε το κεφάλι σας μέσα. Όμως μη φοβάσαι, δικά σας είναι.
Αλλά ο Ντάφλος φοβόταν. Σε λίγες μέρες αν δεν πλήρωνε τα γραμμάτια που είχαν λήξει, το διαμέρισμα της μάνας του θα το τρώγανε οι επιτήδειοι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Προτού γυρίσει από το ταξίδι του μέλιτος, είχανε βρεθεί στο δρόμο. Η μάνα του μάζεψε τα λίγα πράγματα τους και στριμώχτηκε στην παράγκα του κυρ-Βασίλη, στο διπλανό οικόπεδο. Έπιασε και δουλειά, γριά γυναίκα να σφουγγαρίζει τις σκάλες σε δυο πολυκατοικίες.
Δεν είχε άλλον στον κόσμο ο Ντάφλος. Ούτε αδέρφια, ούτε θείους, ούτε αδερφές. Μόνο αυτός και η μάνα του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Αλβανίας αλλά σύνταξη δεν έπαιρνε. Ήταν από εκείνους που περνούσαν στα άγραφα.
Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα, απογευματάκι του Ιούνη θα ήταν, κατέληξαν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Ούτε και που έδινε σημασία στη Μαγδαληνή, που πράγμα περίεργο ήταν χαμογελαστή και εξηγούσε στον ξενοδόχο πως έκαναν ταξίδι του μέλιτος. Είχε τα νεύρα του.
Αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους, βγήκανε βόλτα στην πόλη, περιδιάβαιναν. Η Μαγδαληνή του έλεγε να καθίσουν σε ένα καθώς πρέπει μαγαζί να πάρουν τον καφέ τους και ο Ντάφλος έψαχνε γύρω-γύρω κανένα κουτουκάκι, καμιά τρύπα, ουζερί, να παλουκωθεί, να πιει τα ούζα του.
-Εδώ! Της είπε κι άραξε σε δυο καρέκλες.
Παρήγγειλαν απ όλα. Ότι είχε το μαγαζί. Και τα πιναν οι δυο τους, δεν είχαν άλλον. Ένιωσε και η Μαγδαληνή πως κάτι ήταν στη ζωή. Ευχαριστήθηκε άλλον αέρα, άλλη φάση. Μακριά από τον αδερφό της τον Σταυρέα, την οικογένεια. Τους αγαπούσε βέβαια και πιο πολύ τον Σταυρέα, που μπορεί να ήταν αυταρχικός, μονόχνοτος, γεροντοκόρος αλλά τον σεβόταν γιατί βοηθούσε όλη την οικογένεια.
Το Ντάφλο τον ένιωθε, τον κοίταζε, τον εξέταζε πιο πολύ όταν αυτός έβλεπε αλλού, αλλά την πείραζε που έπινε. Τότε γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε τα πάντα και του έβγαιναν τα απωθημένα εναντίον της κοινωνίας και των ανθρώπων. Έτσι και τώρα που τον έβλεπε να κατεβάζει το ένα καραφάκι μετά το άλλο, μούτρωνε. Μούτρωνε και φοβόταν. Σιγά-σιγά, η χαρά της γινόταν θλίψη Δεν ήταν αυτή για τέτοια πράγματα, για τέτοια ζωή. Του το είπε και κατάλαβε πως η νύχτα που θα ακολουθούσε θα ήταν βαριά, δύσκολη παρ ότι ήταν Καλοκαιράκι και το ελαφρύ αέρι θρόιζε την ομορφιά της ζωής.
Το μυαλό του Ντάφλου βρισκόταν συνέχεια στην πουστιά που του έκανε ο Σταυρέας. Είχε κολλήσει εκεί. Που να ήξερε ότι τους είχαν βγάλει από το σπίτι …ότι η μάνα του ήταν ήδη στην παράγκα του κυρ-Βασίλη.
Κάθισαν εκεί στο ουζερί κάμποσο. Όταν σηκώθηκαν να πάνε στο ξενοδοχείο- η Μαγδαληνή τον κρατούσε αγκαζέ- ο Ντάφλος, φαίνεται πως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα έφευγε τη νύχτα. Θα την παρατούσε εκεί σύξυλη και ούτε θα γύριζε να την ξανακοιτάξει. Να ξανακοιτάξει τη χοντρή μύτη της και ν ακούσει τις αιώνιες χοντράδες της. Δεν ένιωθε τίποτε γι αυτήν. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, πόσο μάλλον αγάπη. Αργότερα θα την συμπονούσε. Προς το παρόν, την παρέσυρε όλο το βράδυ σε ένα ερωτικό ξεφάντωμα. Όλη τη νύχτα την κανόνιζε κι εκείνη βογκούσε σαν αγελάδα. Συμμαζεμένη καθώς ήταν, δεν άφηνε τις ερωτικές της κραυγές να βγαίνουν ελεύθερα. Μούγκριζε και σε λίγο άρχισε να βαριέται με όλα αυτά που της έλεγε και της έκανε ο άντρας της.
Κατά τις πέντε το πρωί, μεθυσμένος ακόμα, άρχισε να της φωνάζει και να τη βρίζει. Έτσι στα καλά καθούμενα. Πουτάνα την ανέβαζε, βλαμμένη την κατέβαζε. Σκρόφα. Περίμενε να του αντιμιλήσει, να του δώσει την ευκαιρία για να κάνει αυτό που ήθελε. Και δεν άργησε.
Η Μαγδαληνή σηκώθηκε πάνω περισσότερο πικραμένη παρά νευριασμένη. Του είπε πως θα έφευγε κι έκανε να βάλει το νυχτικό της.
Ο Ντάφλος πετάχτηκε στη στιγμή επάνω.
-Που θα πας μωρή! Έβαλε άγρια φωνή, τον άκουσε όλο το ξενοδοχείο.
Και την άρχισε στο ξύλο. Μπουνιές, κλωτσιές, ανάποδε, την έκανε μαύρη. Μαζεύτηκε όλο το ξενοδοχείο. Κάποιος είπε να φωνάξουν την Αστυνομία. Ο Ντάφλος τον έπιασε από το λαιμό- τόσος δα ήταν αλλά ψυχή Αστραπόγιαννου.
-Δε θα φωνάξεις καμιά αστυνομία, του είπε. Άιντε τράβα στο σπίτι σου να κάνεις κουμάντο. Τι κοιτάτε εσείς ρε! Ούρλιαξε στο πλήθος που στριμώχνονταν στην πόρτα. Άιντε στο σπίτι σας! Δρόμο!
Φύγανε.
Μέσα στην ησυχία, στο βουβό, πια κλάμα της Μαγδαληνής, φόρεσε το κουστούμι του, πήρε τα τσιγάρα του- μονάχα αυτά- και βγήκε σαν ποντικός.

δυο σελίδες από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΥΣ 

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

    Έτσι πως έγιναν και γίνονται τα πράγματα είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως οι δυσμενείς υποθέσεις των προηγούμενων γενεών για την...