Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΛΕΝ ΝΤΕΛΌΝ

 


 

Μεγάλα γράμματα. Ρεκλάμα. Σινεμά Μαργαρίτα 1972. Η ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΤΟΥ ΤΡΌΤΣΚΙ. Σε πρώτο πλάνο ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Τρότσκι, πίσω του ο δολοφόνος Αλέν Ντελόν. Ανάμεσα τους η σπαρακτική Ρόμι Σνάιντερ. Το έργο παιζόταν επί μήνες στους Αθηναϊκούς κινηματογράφους κι εγώ περνούσα αδιάφορος κάτω και απέναντι από τις ρεκλάμες. Κινηματογραφόφιλος ήμουν, έβλεπα μέχρι και δυο ταινίες μ ένα εισιτήριο, καουμπόικα, σοφτ πορνό, Μπρους Λι, πιτσιρικάς ήμουν ακόμα. Που και που διάλεγα και κάποιες ποιοτικές, του καλού σινεμά όπως έλεγαν τότε οι κουλτουριάρηδες. Τον Ντελόν δεν τον είχα δει στη μεγάλη οθόνη, τον είχα δει σε πολλές φωτογραφίες στα περιοδικά και μπορώ να πω πως στην αρχή δε με ενδιέφερε, επειδή τον υμνούσαν περισσότερο για την ομορφιά του και όχι για την υποκριτική του τέχνη. Τον άντρα να τον εξυμνείς για τις αρετές του, έλεγα. Αν είναι γενναίος, δίκαιος, υπερασπιστής των φτωχών, ιππότης. Όχι επειδή είναι όμορφος, έτσι έλεγα τότε επειδή ήμουν κι εγώ ένας ωραίος άντρας και δε μου άρεσε όταν άντρες, γυναίκες, παιδιά με λάτρευαν γι αυτή μου την ιδιότητα. Η πιθανότητα να μου άρεσε ο Αλέν Ντελόν, ελάχιστη. Συμπαθούσα πιο πολύ τον Μπελμοντό, τον Ζαν- Λουί Τρεντινιάν, τον Ζαν Γκαμπεν.
Αφού το έργο παιζόταν επί μήνες στους κινηματογράφους. με βαριά βήματα αγόρασα εισιτήριο και πήγα να το δω. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πραγματικά σοκ! Ο Μπάρτον και ο Ντελόν έδιναν ένα ρεσιτάλ στο πανί κι εγώ παραδέχτηκα πως είχα άδικο για όσα σκεφτόμουν για τον Ντελόν- ο Μπάρτον έτσι κι αλλιώς ήταν στις προτιμήσεις μου σαν σπουδαίος ηθοποιός.
Έκτοτε έβλεπα όλες τις ταινίες του Γάλλου σταρ και τσακωνόμουν με τους φίλους μου που με περιέπαιζαν ειρωνικά γι αυτή μου την προτίμηση, λέγοντας πως αυτός άξιζε μόνο για την ομορφιά του.

Στην Ακρόπολη ανέβαινα πολύ συχνά και οι βόλτες μου με παρέα ή και μόνος στην Πλάκα, δε σταμάτησαν ποτέ. Τον Αλέν Ντελόν συνάντησα σε μια απ αυτές περίπου γύρω στο 1980. Καθόμουν στο καφενεδάκι στα ριζά της Ακρόπολης όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο. Μου χαμογέλασε, κάθισε στο τραπέζι απέναντί μου. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, ακριβώς είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια φιλικά, μου δωσε το χέρι. Χαμογέλασε.
-Δε θα με κεράσεις ένα ποτήρι κρασί; είπε και χωρίς να περιμένει πήρε ένα ποτήρι από το διπλανό τραπέζι, το γέμισε και τσούγκρίσαμε.
Ήταν πολύ φιλικός κι εγώ στην αρχή λίγο σαστισμένος.
-Ζωγράφε, είπε, μάθε να είσαι ο εαυτός σου!
- Από ποια ταινία σου είναι αυτό; ρώτησα.
-Δεν έχει σημασία, μου το μαθε ο πρώτος μου σκηνοθέτης. Λοιπόν; πως θέλεις να σταθώ για να με ζωγραφίσεις;
-Σαν τον ήρωα που ξέρει πάντα πως να πεθαίνει! είπα μια δικιά του θέση.
-Σ αυτό καλύτερος ήταν ο κύριος Κλάιν, επειδή αγαπούσε τη ζωγραφική, όπως κι εγώ. Ποτέ όμως δε θα κατάφερνα να γίνω ζωγράφος..
-Δεν έχασες τίποτε...μουρμούρισα.
-Μη το λες αυτό! επαναστάτησε. Είναι πολύ σπουδαία η τέχνη σου..
-Ξέρεις... του είπα. Δεν έχω πάει σε καμιά σχολή!
-Ε, και; ανασήκωσε τους ώμους του. Μήπως εγώ πάτησα ποτέ σε καμιά σχολή θεάτρου; ή κινηματογράφου..τίποτα. Απ τον πόλεμο της Ινδοκίνας κατευθείαν στα γυρίσματα.
-Ναι, αλλά γιατί διάλεξες εμένα να σε ζωγραφίσω;
-Είδα τις φωτογραφίες σου κι εσένα. Έχεις νοοτροπία αλήτη, σ αυτό μοιάζουμε. όταν έπαιξα τον Ρίπλει στο Γυμνοί στον ήλιο, κατάλαβα πως ο κόσμος δεν είναι τίποτε.
-Δηλαδή;
-Να, μπορείς να κάνεις ότι θέλεις αρκεί να σ αγαπάνε οι γυναίκες. Αν έχεις την αγάπη τους δε χάνεις ποτέ.
Ωστόσο γύρω μας είχαν μαζευτεί εκατοντάδες. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Ο θόρυβος απ τις φωνές τους τρομερός, δύσκολα θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Αλλά για έναν Ντελόν όλα ήταν εύκολα. Πιαστήκαμε γερά με τις παλάμες, τα δάχτυλα ίδρωσαν, βάλαμε φτερά στα πόδια, σπάσαμε το πλήθος που ούρλιαζε, χαθήκαμε στο χάος των αρχαίων βημάτων.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΦΕΎΓΕΙΣ Ή ΈΡΧΕΣΑΙ.

 

 


ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ.
Πολλές φορές συναντιούνται
με ρούχα ωραία τα κορμιά
αναλογίστηκα μετά πως
αυτή η αγκαλιά της γλυκιάς στιγμής που φεύγεις ή έρχεσαι
δεν είναι κάτι απερίγραπτο;
Όχι δε μιλώ για την άπλα ενός κρεβατιού
με νοιάζει η αγκαλιά του λεπτού
με ανθρώπους που δεν είναι ανάγκη ν αγαπήθηκαν με πάθος-
αυτοί ξέρουν πόσο αγαπήθηκαν-
το τρίψιμο των λαιμών και των παρειών
τα σώματα φευγαλέα ενώνονται στήθος με στήθος μέχρι τις μύτες των ποδιών
και μένει σαν ένα κλικ στη μνήμη
και μια λύπη λέει, πως δε θα ξανάρθουν τέτοιες στιγμές.
 
[Ανέκδοτη ποίηση Κώστα Πλιάτσικα. Εδώ προσπάθησα ν αποδώσω στιγμή αποχαιρετισμού ή ερχομού, δεν ξέρω αν τα κατάφερα να αποδώσω το συναίσθημα.]

 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΙ ΕΣΏΡΟΥΧΑ ΦΟΡΆΣ;

 

 


Ντύθηκα τα καλά μου. Απόψε με περιμένουν και πρέπει να πάω. Παλιά μου άρεσε αυτό πιο πολύ. Έβαλα τη ραφ καπαρντίνα μου, γραβάτα Μπορντώ, μαύρο σακάκι, όχι ακριβώς, λίγο προς το γκρι με ελάχιστο κόκκινο μέσα, αδιόρατο, ίδιο και το πανταλόνι, φυσικά. Το πουκάμισο σκούρο μπλε, ίδιο με το σλιπάκι και το φανελάκι. Α, δεν ξέρετε πόσο μου αρέσουν τα σκούρα ες; ρούχα! Κι έπειτα όλοι βλέπουν χωρίς να ξέρουν τι εσώρουχα φοράς. Άρα, όλα έχουν σημασία για μια καλή διάθεση. Πριν απ όλα αυτά έκαμα μπάνιο. Λευκό. Ο ατμός μαλάκωσε το άθλιο κορμί μου, το σαπούνι ημέρεψε τη σάρκα μου. Η χτένα πέρασε μέσα από τα κατσαρά, μακριά μαλλιά, περιποιήθηκα και τα νύχια μου ποδιών τε και χεριών. Χώρεσα όλος μέσα στη σκέψη μου πως σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Που ξέρεις; μπορεί να συναντούσα το άλλο μου μισό στο δρόμο. Μπορεί να το εύρισκα εκεί που θα πήγαινα. Πριν απ όλα αυτά, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος μου, την άφησα μισάνοιχτη προς τα μέσα- προς τα μέσα ανοίγουν οι πόρτες;- άφησα τα κλειδιά στην κλειδαριά, γύρισα μέσα πήρα την πιο ακριβή μου ομπρέλα, βυσσινί, να ταιριάζει με την καπαρντίνα, όλα έχουν σημασία την σήμερον ημέρα κι επειδή έβρεχε ή θα έβρεχε προέβλεψα αν και δεν μου άρεσε να πάρω κι ένα κασκόλ να το τυλίξω στο λαιμό μου για καλό και για κακό, επειδή μαζί με τη βροχή θα έκανε ένα ψοφόκρυο, κι αναγκαστικά έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά αφού ήθελα μια ωραία έξοδο σήμερα που γιορτάζουν όλοι να γιόρταζα κι εγώ. Έσβησα όλα τα φώτα μα μετάνιωσα, άφησα αυτό στο σαλόνι ανοιχτό, όχι ότι φοβόμουν τους κλέφτες αλλά να έτσι να φαίνεται κάτι να μη λεν αυτό το σπίτι είναι άδειο. Ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως ήμουν πολύ καλός. Όποιοι και να με έβλεπαν, αυτοί που με περίμεναν, θα ήταν ενθουσιασμένοι με την εικόνα μου. Όλοι οι φίλοι θα ζήλευαν πιο πολύ την καπαρντίνα μου και με τις σκέψεις αυτές άναψα το φως του διαδρόμου, κάλεσα το ασανσέρ, α, πως αργεί μερικές φορές το ασανσέρ, και κάποτε γλούπ! σταματάει και κανένας άλλος ήχος δεν ακούγεται στην πολυκατοικία μας. Μόνο εγώ κατεβαίνω για να πάω στους φίλους μου που με περιμένουν να γιορτάσουμε γιατί απόψε είναι μια ξεχωριστή μέρα. Η μέρα που γιορτάζουν όλοι οι άνθρωποι και μαζί τους κι εγώ. Σταμάτησα στο ισόγειο. Βγήκα στο δρόμο. Άνοιξα τη βυσσινί ομπρέλα. Περπατώντας έφτασα σε ένα μακρινό μπαρ. Μπήκα μέσα. Σκοτάδι. Κανείς δεν ήταν εκεί. Καλύτερα σκέφτηκα. Άφησα την ομπρέλα μου στην άκρη, πήγα στο μπαρ που αχνόφεγγε. Έβαλα ένα κατακόκκινο κρασί σε ημίψηλο ποτήρι. Κάθισα στο σκαπό. Μόνος μου.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΑ ΒΡΩ ΚΑΙ ΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΛΥΠΆΜΑΙ

 

 


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
 
Είπα να πάρω
το τρένο
να πάω κάπου
Σκεφτόμουν πως θα γνώριζα άλλους ανθρώπους
Δεν ήξερα
πως κι αυτοί ήταν σαν εμένα
Οι νόμοι της ζωής
κάτω απ τη μασχάλη του Φθινοπώρου
το αυλάκι
η σελιδοποιός
τράνταξε το δοκάρι.
 [Ποίηση Κ.ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ]

 

ΓΕΛΆΣΤΕ, ΆΜΑ ΘΈΛΕΤΕ

 


 

΄Όλη η ιστορία άρχισε όταν πήγα να να μου φτιάξει κότσο τα μαλλιά η Χρύσα στο Μαγικό καπέλο. Γεια σου, της είπα και με κάθισε στην καρέκλα, μ έλουσε, με περιποιήθηκε, μου φτιαξε τον κότσο, με κέρασε ένα τσίπουρο κι ένα φιλικό φιλί στο μάγουλο και βγήκα στο δρόμο. Απόβραδο, σούρουπο κι κόσμος τίγκα στα πεζοδρόμια, εγώ που πήγαινα με τον γαλάζιο κότσο ν ανεμίζει στους ώμους μου; Έφτασα στην Ακαδημίας, δε μ ένοιαζε που θα πήγαινα, περπατούσα ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, όταν ακούστηκε μια κραυγή και είδα έναν άντρα να ορμάει πάνω στη μισόγυμνη γυναίκα του, εξαγριωμένος να φωνάζει, " μη φεύγεις καριόλα, σ αγαπάω!"
Αυτή ήταν μισότρελη, αποκαμωμένη. "Δε σε θέλω πια, φύγε!" φώναζε κι έκλαιγε σπαραχτικά σαν τη Δώρα Σιτζάνη στο Αμάρτησα για το παιδί μου κι εγώ σαν ιππότης που είμαι έπιασα τον άντρα από τους ώμους, τον γύρισα και του είπα, φύγε ρε, δε σε θέλει, ενώ το πλήθος είχε κάνει κύκλο. Αυτός προσπάθησε να μου ρίξει μια μπουνιά, κοιταχτήκαμε άγρια σαν δυο παλιοί κατσερ και ορμήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Όρμησαν κι άλλοι από το πλήθος η γυναίκα που ούρλιαζε βρήκε την ευκαιρία να την κάνει, οπότε εγώ κι ο άντρας της σταματήσαμε λαχανιασμένοι.
-Εντάξει φίλε, μου είπε. Έφυγε. Με λένε Στέλιο, συγνώμη αν σε χτύπησα αλλά την αγαπούσα. Έχεις αγαπήσει ποτέ φίλε;
Τον κοίταζα μέσα από τα μάτια ενός πενηντάρη.
-Ναι, απάντησα πολλές φορές φίλε.
Ωστόσο είχε καταφτάσει ο γνωστός μπάτσος των περιχώρων
-Τι γίνεται εδώ; όλοι μέσα. Εσύ γιατί φοράς ένα παπούτσι; μίλησε σε μένα απειλητικά.
Εγώ κοίταξα κάτω και είδα ανοίγοντας πελώρια τα μάτια μου πως όντως φορούσα ένα παπούτσι και το βαλα στα πόδια ενώ ο μπάτσος των περιχώρων μ έστρωσε στο κυνήγι, μέσα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε. Μπήκα στη λεωφόρο για να του ξεφύγω, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, που φρέναραν, οι οδηγοί τραβούσαν τα μαλλιά τους, ένας κόσμος άνω κάτω κι ο μπάτσος να με τραβάει απ τον κότσο, με είχε προλάβει ο πούστης τι να έκανα; Με κάποιον τρόπο του ριξα μια αγκωνιά στη μούρη, γέμισε αίματα, έπεσε στο κέντρο της Ακαδημίας να σφουγγίζεται κι εγώ τότε είδα τη μοναδική μου ελπίδα να ξεφύγω, μια γκόμενα που διάβαινε με μικρή ταχύτητα πάνω σε μια Χάρλει, οπότε πετάχτηκα πίσω στη σέλα της και φώναξα φύγε!
Αυτή γύρισε και με κοίταξε
-Είσαι τρελός, μου είπε. Που πάμε;
Πίσω στο Μαγικό καπέλο, η Χρύσα κούρευε έναν φαλακρό και του λεγε, Γλυκέ μου, είσαι σαν τον Τέλι!
-Ποιος είναι αυτός; ψέλλισε εμένα με λένε Φαλακρό βουνό και είμαι από το Σιατλ. Και μπέρδευε τα πόδια του σε τρία παπούτσια. Μια έβγαζε το ένα και φορούσε το άλλο και τα λοιπά.
-Συμβαίνει κάτι με τα πόδια σου; τον ρώτησε γλυκά
-Όχι, όχι, τίποτε, μια χαρά, κάντε τη δουλειά σας και προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε τρία πόδια ή τρία παπούτσια
-Α, τι ωραία! είσαι κούκλος, ξαναείπε και τον διέταξε να σηκωθεί και μόλις αυτός το έκανε, πρόσεξε πως φορούσε διαφορετικά παπούτσια. Ένα μαύρο κι ένα καφέ
Εννοείται πως εγώ είχα ξεχάσει το μαύρο παπούτσι μου.
Σας δημοσιεύω ένα απόσπασμα από την τελευταία κωμωδία που γράφω, μήπως και σκάσει λίγο το χείλι μας, επειδή από δράματα έχουμε φλομώσει. Γελάστε παρακαλώ!

 

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΑΜΙΆ ΗΘΙΚΉ

 


Για την έκφραση πρωτοτυπία στην τέχνη μπορώ να πω μερικά πράγματα εδώ. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει κάτι που γίνεται για πρώτη φορά και στη συνέχεια, πρωτότυπος είναι ο καινοτόμος, αυτός που δε μιμείται κάτι άλλο, ο ασυνήθιστος, ο καινοφανής. Σήμερα φαίνεται, πως δεν υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη από όταν τελείωσαν όλοι οι -ισμοί. Παγκόσμια οι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν από τον πρωτόγονο κλασικισμό μέχρι τον κυβισμό. Όλα τα άλλα περί μετακυβισμού, μεταμοντερνισμού, αφηρημένου εξπρεσιονισμού κλπ, είναι μαλαγανιές κάποιων επιτήδειων κριτικών τέχνης. Ένας σύγχρονος ζωγράφος δημιουργεί σε πολυεπίπεδα, με πολλούς τρόπους. Η μεγάλη αξία της σημερινής ζωγραφικής πρωτοπορίας υπάρχει μόνο στην ιδέα. Στο νόημα της σύνθεσης κι αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς μόνο σε ζωγράφους εκτός κυκλωμάτων, σε ζωγράφους επαναστάτες που δε φοβούνται μη τους κάνει ντα ο καθηγητής ή αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του γκαλερίστα-μάνατζερ θα χάσει την εικόνα του, το προφίλ του. Έτσι το πλείστον των ζωγράφων ακολουθούν μια πεπατημένη, μια μανιέρα, έναν ανελέητο επαναληπτισμό. 

 Και είμαι περίεργος πως έφτιαξαν τέτοιες λέξεις! ηθική, αγάπη, ελευθερία. Σ αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει από μόνη της καμιά ηθική.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

 


 ...

Πάντα κάποιος επιβιώνει, θυμόταν αιώνες τώρα, από την καταστροφή. Δεν υπάρχει η τέλεια καταστροφή, ομολογούσε στον εαυτό του, στους άλλους δεν έλεγε τίποτε. Μελετούσε τους ανθρώπους, έβγαζε το συμπέρασμα οριστικό πως όλοι μπορούσαν να γίνουν κακοί, όταν θα τους δίνονταν η ευκαιρία, ακόμα και ο ίδιος ο εαυτός του. Κανέναν δεν έβγαζε απ έξω, όλοι ήταν στον ίδιο βούρκο. Άλλοι της άγνοιας, άλλοι της γνώσης. Λίγοι πραγματικά γνώριζαν γιατί υπάρχουν. Το πλήθος γεννιόταν, μεγάλωνε και ξαφνικά μια μέρα γινόταν γεροντάκι χωρίς να το καταλάβει. Όσοι επιζούσαν γιατί ένας μέρος των ανθρώπων πεθαίνουν νέοι. Δεν προλαβαίνουν να δουν την ωραιότητα της ζωής.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος.
Δεν ήξερε ν απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το υποστήριζε με θέρμη, το έβλεπε, το ζούσε: οι άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων των, για θυσία σε θεούς, οι άλλοι τους τηγάνιζαν με καυτερό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δε χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις για αυτό. Η καλότητα υπήρχε κι αυτή. Εκδηλωνόταν κυρίως με φιλανθρωπίες, με χορηγίες των πλουσίων και από μέρους της Δημοκρατίας, που προσπαθούσε να δη...
Έχασα μια σελίδα. Και νευρίασα. Τι να πεις; σήμερα έγραψα μόνο τρεις, μείον τη χαμένη, ίσον πενήντα δύο. Για να τελειώσει το βιβλίο πρέπει να γράψω άλλες τρακόσιες περίπου, τόσες υπολογίζω πως χρειάζομαι, τι νομίζετε; είναι εύκολο να γράψει κανείς τρακόσιες πενήντα σελίδες; απλώς να γράφει χωρίς να σκέφτεται, τι λέτε; και για ποιο λόγο; έχει σημασία ένα ακόμα μυθιστόρημα; εύκολα μπορώ ν απαντήσω όχι, δεν έχει. Γράφονται πλέον τόσα πολλά κι εγώ αν δεν έχω να προσθέσω κάτι καινούργιο, αρνούμαι να κουραστώ, αρνούμαι να προσθέσω μια ακόμα απομίμηση σπουδαίων συγγραφέων, αν και σήμερα έχουμε χάσει πια τον όρο μεγάλος συγγραφέας είτε γιατί δεν υπάρχει αυτό το είδος είτε γιατί δε χρειάζεται. Τι λέτε; να γράψω ακόμα μερικές σελίδες και να το σκεφτώ καλύτερα;

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΊΧΩΣ ΣΕΞ

 


Να ζεις πάνω στη γη δίχως σεξ είναι σα να ζεις μέσα στην κόλαση. ['Εφτιαξα αυτό το κάρβουνο-σύμπλεγμα όταν ήμουν λίγο πιο μεγάλο παιδί.] Όταν ακόμα υπέγραφα σαν Κώστας Αυγερινός!

 


Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου. 

 

 
 
 
Ο πληθωρικός αισθησιασμός των γυμνών του Αμεντέο, εκτεθιμένων στη βιτρίνα με την ελπίδα να προσελκύσουν περισσότερους επισκέπτες, θα προκαλέσει τη διακοπή της έκθεσης, λίγες μέρες μετά το άνοιγμα της, με την κατηγορία της προσβολής της δημοσίας αιδούς!
Διαβάζω για την εποχή του 1917, εκατό χρόνια πριν, όταν το ζευγάρι Μοντιλιάνι, Ζαν Εμπιτερν δεν είχανε να φάνε.
Σήμερα αυτοί οι άθλιοι εκμεταλλεύονται τα έργα του. Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Προσβολή της δημοσίας αιδούς δεν είναι οι αποκεφαλισμοί που γίνονται στη Βαγδάτη και αλλού!

 

 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΈΝΑΣ, ΜΌΝΟΣ ΤΟΥ

 


Πεσμένος σ ένα χάμω
σ ένα τίποτα
πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
πιστοποιητικό οικογενείας, Κώστα Πλιάτσικα
ένας μόνος του
υπεύθυνη δήλωση του νόμου 4000 μηδέν, μηδέν, τέσσερα
τράπεζα ναι
μισθωτήριο ναι
-κανείς δεν είναι μόνος του
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς;
θα φάω τον κόσμο πριν σε συναντήσω
Πεσμένος χάμω
σ ένα αδυσώπητο παρόν
γυρίζω πίσω σ αυτό που με έκαιγε
να πεθάνω ή να ζήσω
κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου
Χμ
Υποψιάζομαι πως οι
λογαριασμοί είναι απλήρωτοι
-πρέπει να πούμε
ορισμένα πράγματα με τ όνομα τους;
να ζήσω ή να πεθάνω
κάποτε δεν είναι δική μας επιλογή
Πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
που σημαίνει δεν έπρεπε ν σ αγαπήσω
Ταυτότητα
Όταν ζητηθεί να υπάρχει εν ευκόλω
Ποιος είσαι;
Δε λέω πως είναι άσχημες αλλά φακές είναι
πόσο όμορφες να είναι;
Πεσμένος χάμω
σ ένα τίποτα, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια
από τον θεό αλλά δεν μου την έδωσε
είπε, πως είσαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχεις στα κιτάπια μου
Πως γίνεται αυτό, είπα
αφού εγώ είμαι ζωντανός;
Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς
αφού εγώ έφαγα τον κόσμο για να σε συναντήσω.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΤΆΖΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ.

 


Αν νομίζετε πως μια μέρα και μια νύχτα ενός τέτοιου ανθρώπου είναι ευτυχισμένη, χαρούμενη και τα λοιπά, είστε γελασμένοι, συνήθως είναι πάνω από την έννοια του κοπιαστικού.
Αιώνια, ξυπνώ ή για να πω την αλήθεια, σηκώνομαι από το κρεβάτι γύρω στις επτάμισι το πρωί. Γιατί, άλλο ξυπνώ κι άλλο σηκώνομαι από το κρεβάτι. Μέχρι να νιφτώ, να ρίξω κάτι πάνω μου γιατί κοιμάμαι γυμνός, να κάνω ένα ντους, να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να πω σήμερα είσαι ωραίος ή άσχημος ανάλογα τη νύχτα, ετοιμάζω ταυτόχρονα το μπρίκι για τον καφέ, λίγες φορές δεν το προλαβαίνω και παραφουσκώνει και τότε είμαι αναγκασμένος ανάμεσα από βρισιές και άλλες τέτοιες αηδίες, να φτιάξω έναν καινούργιο γιατί αυτός θα είναι η συντροφιά μου μέχρι το μεσημέρι.
Στις οκτώ ανοίγω τον υπολογιστή, μαιιλ, μηνύματα, φειςμπουκ, μπλογκ, Διασχίζω και ανάλογα ετοιμάζομαι αν θα γράψω ή θα ζωγραφίσω. Και τα δυο τα κάνω το πρωί, όταν ζωγραφίζω αν είναι παραγγελία για να πάρω κάποια χρήματα, εργάζομαι εντατικά, τουλάχιστον μέχρι τις δυο το μεσημέρι που κυριολεκτικά βαριέμαι αφόρητα και καταλαβαίνω πως πρέπει να κάνω κάτι άλλο γιατί η ζωή μου καταντάει μονότονη, εφιαλτική, ανάμεσα από καβαλέτα, ώχρες, πινέλα, νέφτια, λάδια, ασύλληπτες ιδέες, λερωμένες μπλούζες, σανδάλια, καταστροφέας ενδυμάτων αλλά και σωματική κούραση ο αυχένας δεν αντέχει τόσες ώρες σ αυτή τη στάση, και το βλέμμα από το μοντέλο, στον καμβά, η παρατήρηση, ευτυχώς σπάνια κάνω λάθη πια αλλά άμα κάνω, ποιος με είδε και δεν πήρε δρόμο!
Αν γράφω τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα τι γράφω και σε αυτές τις περιπτώσεις που περισσότερο αξίζει ν αναφερθώ εδώ, είναι το μυθιστόρημα που μέχρι να το βάλεις σε μια σειρά και να κυλάει ο ρυθμός, οι ήρωες, οι περιλήψεις, τα γεγονότα είναι πιο οδυνηρό, μπορεί να κάθεσαι πριν γράψεις μια λέξη πάνω από μια-δυο ώρες μπροστά στον υπολογιστή και ν αναρωτιέσαι τι κάνω τώρα, κάνω τίποτα ή περνάει ο χρόνος μου χαμένος περιμένοντας να ξυπνήσεις επιτέλους και να γράψεις μιαν αράδα απ αυτά που πρέπει ή που χρειάζεται και εδώ μου φαίνεται ανόητο να χτυπάει το τηλέφωνο που το κοιτάζω με συμφορά πριν το σηκώσω ακόμα κι όταν βλέπω πως με καλεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, επειδή τέτοιες ώρες δε θέλω να με διακόπτει κανείς, υπάρχουν άλλες ώρες γι αυτά αλλά ποιος σε ακούει; κανείς, κανείς γιατί και οι ζητιάνοι που εισβάλλουν τις πιο ακατάλληλες ώρες για να μου ζητήσουν δανεικά, σπάνια δίνω, αυτό είναι μια άλλη ιστορία και επανέρχομαι για να κάνω σύνδεση με τα προηγούμενα στο μυθιστόρημα Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ, τίτλος είναι αυτός που βρήκες; αναρωτιέμαι άμεσα αλλά ξέρεις ανάμεσα από πόσους τον διάλεξα; ξέρεις πόσους απέρριψα; δεν ξέρεις γι αυτό μιλάς και λες τα δικά σου, δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ, μόνο ο θεός των φτωχών είναι άδικος, τι να λέμε τώρα κι αφού η ώρα περνάει σαν σίφουνας έτσι έρχονται και οι λέξεις, οι φράσεις, τα νοήματα και επιτέλους εγράφη αυτό που ήθελα, λέω καθώς το ξαναδιαβάζω, τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ η ώρα έχει διαγράψει την πορεία της προς τις δυο το μεσημέρι, ώρα που πρέπει να σταματήσω, ώρα που πρέπει να σκεφτώ πως δεν έχω κάτι να φάω, αν πρέπει να φάω και επειδή έχω χρόνια τώρα πετάξει στον κάλαθο τα σουβλάκια, τους γύρους και γενικά τα βρώμικα φαγητά, ψάχνομαι περίπου δυο ώρες μεταξύ αυτών που μαγειρεύω κι αυτών που τρώω, συνήθως σαλάτες, κρύα πιάτα, λίγες μακαρονάδες, αρκετά όσπρια, ελάχιστο κρέας, λίγο ή αρκετό κρασί, ακούγοντας ΕΡΑ, αέρα-αέρα να πάρει το μυαλό αέρα! και τι ωραία που είναι η ζωή αν τυχαίνει να είμαι ερωτευμένος και να έρθει τότε η καλή μου για να κάνουμε τα περαιτέρω, λέξη κι αυτή, περαιτέρω! οπότε το μεσημέρι κλείνει γύρω στις τρεις-τέσσερις που την πέφτω, αιώνες τώρα, να πάρω τον μεσημεριανό μου ύπνο, που σπάνια ξεπερνάει τον κανονικό ύπνο μισής ώρας, άιντε τρία τέταρτα, έτσι που να κόψω τη μέρα στα δυο, έτσι με συμβούλευε χρόνια τώρα ο μπάρμπα-Γιώργης , που πράττοντας κατ αυτό τον τρόπο, έζησε τουλάχιστον ενενήντα χρόνια σοβαρής ζωής προτού τα τινάξει στα ενενήντα επτά, τέσσερα χρόνια αργότερα δηλαδή, που τα έζησε εντελώς άουτ, ήτοι σα να μη ζούσε καθόλου αφού ούτε με γνώριζε ούτε θυμόταν αν έζησε ποτέ και, σκέφτομαι πως αν γίνω ποτέ έτσι, θα είμαι ένας θαυμάσιος άνθρωπος! που πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή, καθώς ήδη έχω ξυπνήσει γύρω στις πέντε με ανακατωμένα μαλλιά, είναι κι αυτά πρόβλημα, τα μεγάλα μαλλιά, να έχεις ή να μην έχεις μαλλιά; και αποφασίζω πως να έχεις, οπότε σηκώνομαι, στην αρχή με βαριεστημάρα, άμεσα πως μου χρειάζεται ένα ντους και το κάνω, αλλάζοντας βρακάκια, φανελάκια, μέχρι να έβγω πάλι στην επιφάνεια των πραγμάτων.
ΤΟ 24ΩΡΟ ΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ. Η συνέχεια και το τέλος αύριο [να είστε σίγουροι πως θα είναι συνταρακτικό]

 

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΑΜΝΑΓΚΆΘΙ

 


Είχα μια συμπάθεια στ αγκάθια
ίδια με τα λουλούδια
ίδια τα όμορφα με τα άσχημα
όμοια η αρκούδα με το αρνί
Από δε τους ανθρώπους φοβήθηκα.
Όχι μόνο τη δολιότητα.
Περισσότερο τον πλούτο και την ανοησία.
 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ  Ζωγραφίζω από απελπισία.

Φενια Παρασκευα
Δεν θέλω να πιστέψω αυτό που γράφεις.

Φενια Παρασκευα
Είσαι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης.Να ζωγραφίζεις με χαρά, υπάρχουν άνθρωποι που σε θαυμάζουν,υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να δούνε μέσα από τα μάτια σου .Δεν σου κρύβω, ότι πολλές φορές προσπαθούσα να καταλάβω την διαδρομή που είχε το πινέλο σου.

Φενια Παρασκευα
Κώστα θέλω να σου ζητήσω συγνώμη, που δεν σου έγραψα ποτέ πόσο μου αρέσει αυτό που κάνεις.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Φενια Παρασκευα Φένια είναι δραματική η συγνώμη σου, δεν ξέρω τι προσφέρω μ αυτό που κάνω. Αδυνατώ να συλλάβω τα συγκριτικά μεγέθη της ιστορίας μας.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Φένια μερικές φορές οι ομολογίες μας είναι δραματικές όσο η αλήθεια που ζούμε.


 

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

στο βάθος των δρόμων

 ΄΄


..καβάλησε την παλιά Χάρλει και έτρεξε στο βάθος των δέντρων, στην μαύρη άσφαλτο της παλιάς Ενικής οδού. Πέρασε σε άλλες πολιτείες, περιπλανήθηκε χωρίς κινητό και χωρίς θεό για κάμποσο. Καταλάβαινε περισσότερο τώρα πως το σώμα του έβαζε κανόνες στη ζωή του. Όχι ο εγκέφαλος, το σώμα. Αυτό τον φόβιζε περισσότερο γιατί το σώμα ήταν πιο φθαρτό, έτσι νόμιζε, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πολλά πράγματα δεν ήθελε να παραδεχτεί γιατί να συμβαίνουν έτσι αλλά δε μοιρολατρούσε, έτρωγε το ψωμί του, δούλευε στη γης, εδώ κι εκεί, ο θάνατος της Ρόζας του στάθηκε βαρύ φορτίο στην πλάτη. Στην αρχή θεωρούσε και τον εαυτό του υπεύθυνο αλλά σιγά-σιγά μετρίασε αυτή την άποψη, σκεπτόμενος πως ο καθένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και η Ρόζα τραβώντας εκείνο το μαχαίρι εναντίον του, ποτέ δεν είχε καταλάβει αν θα τον σκότωνε, γιατί πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν; ο ίδιος δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του να κάνει τέτοιες πράξεις, η Ιστορία όμως άλλα τον δίδασκε, πως ο κόσμος του ήταν γεμάτος από φόνους, λεηλασίες, μαζικές καταστροφές, χιλιάδες νεκροί από χέρια άλλων που θα γινόταν κι αυτοί κάποτε νεκροί κι ανάμεσα τους και ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης, που από τις αρχές θεωρούνταν εξαφανισμένος αλλά για τον ίδιο ήταν πεπεισμένος πως ο Αστυνόμος δεν θα ξαναπερπατούσε πάνω ς αυτόν τον πλανήτη, που δεν μπορούσες πια να υπάρχεις χωρίς κινητό, δίχως μέιλ. Οι άνθρωποι είχαν γίνει για άλλη μια φορά ένα νούμερο, ένας αριθμός, με πλαστικό χρήμα, πλαστικές μάσκες, αόριστο τρόπο ζωής, τα νοσοκομεία δεν χωρούσαν άλλους αρρώστους, στα ψυχιατρεία η κατάθλιψη θέριζε νέους και γέρους, φτωχούς και πλούσιους. Οι πιο φοβισμένοι φορούσαν μια αιώνια μάσκα. Κέρινη. Και απλά κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ψώνιζαν στα σούπερ μάρκετ, έπιναν καφέδες στα παζοδρομιακά καφενεία. Τρέχοντας άλλοτε με την Χάρλει ανάμεσα σε νουνά και λαγκάδια, ταξιδεύοντας αργά σε μικρές και μεγάλες πολιτείες, τα αποθέματα των χρημάτων που είχε αποταμιεύσει τέλειωναν. Ώσπου μια μέρα δεν είχε στην τσέπη του ούτε ένα σέντσι. Σταμάτησε σε μια παλιά βρύση κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο. Ήπιε δροσερό νερό με τις φούχτες, άναψε τσιγάρο, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι να απολαύσει κι ένα τσίπουρο. Τα πουλάκια πάνω στον αιωνόβιο πλάτανο, φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Ήταν λευκό μεσημέρι, η ησυχία τράνταζε τον ορίζοντα, πίσω απ τα φυλλώματα των δέντρων. Κανείς δεν υπήρχε σ αυτή την ερημιά.

 

σελίδες από την ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
































Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΑΘΑΡΕΎΟΥΣΑ

 


-Θα κρυφθεί το φεγγάρι από ζήλια, με είπεν.
-Ουχί, του ηπήντησεν ευκόλως τις παρευρισκόμενος εν τω άμα.
-Προς τι γαρ ο τίτλος και η αμέσως κείμενη πρότασις περί ζήλειας της σελήνης;
-Το εν εστί, επείν μεν πορευθείς ο Σαραμάγκου χιλίας και πλέον χρόνους εν τη φιλοσοφία ουδέν απεκόμισε περαιτέρω εις ημάς και αφ ετέρου δε, πολλάκις αυτόν αντάμωσεν η περισσόν κλέος τύχη.
-Α! ούτως ερμηνεύεις την μελαγχολικήν αυτήν προσωπικότητα; Δεν νομίζεις πως ανακαλύψας το σκότος, έχασες τον νου σου;
-Εις εμέ ωμιλείς με αυτάς τας μελανάς εκφράσεις; [Αλλά παρεμπιπτόντως αξίζει αυτη η έκφρασις: ανακαλύψας το σκότος έχασες τον νου σου!] Διατί μελαγχολίζουσα μορφή ο φιλόσοφος ούτος; Εις εμέ, φαίνετο, αρκούντως λαλίστατος και ευκρινής. Μάλιστα ουχί δυσκόλως αναγιγνώσκεις όσα γέγραπται.
-Έχω τας αμφιβολίας μου. Ψηλαφίζοντας α γέγραπται, μερικάς στιγμάς, μου ήρεσεν η ακολουθία της σκέψεως του. Ματαίως προσπαθείς, εκών άκοντι, να με πείσεις περί των αντιθέτων.
-Ου με πείσεις, καν με πείσεις...Ποίος είπεν; Αισχίνης ή Δημοσθένης; ιδού ένα μέγιστο ερώτημα της στιγμής! Εκλιπούσης της μνήμης...
-Χαχα! βέβαια! σοι εκλίπει πλέον η μνήμη και ελοχεύεις στη σκιά, περιμένοντας τον Σαραμάγκου..
-Μα τι λες ρε; Εγώ κρύβομαι και περιμένω τον Σαραμάγκου; Τι με νοιάζει εμένα ρε; ο κάθε Σαραμάγκου; Α να χαθείς παλιορεζίλη!
-Ρε καραγκιόζη σε μένα μιλάς έτσι; επειδή δε σ αρέσει εσένα ο Σαραμάγκου, τα βάζεις μαζί μου; Ξέρεις ποιος είμαι γω ρε σαχλόμαγκα;
-Αει ρε κατούρα να γίνουν τα χόρτα, έτσι θέλεις να σου μιλάω εσένα!
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; πιε τον καφέ σου κει πέρα κι άσε με ήσυχο.
Και ο καθένας έφυγε χωριστά*

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΠΙΟ "ΤΡΕΛΌΣ" ΕΠΙΒΙΏΝΕΙ

 

 

Ο ΠΙΟ "ΤΡΕΛΟΣ" ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ...




Είχα πολλούς φίλους που δεν πήγαν φαντάροι. Πούλησαν τρέλα.
Από φτωχοί μέχρι πλούσιοι την ίδια τρέλα πουλούσαν κι εμείς τα
αιώνια θύματα αγοράζουμε. Η επιβίωση μέσω τρέλας είναι δύσκολη. Ανάλογα όμως την τρέλα που πουλάει ο καθένας. Άλλη τρέλα ο
κουλουράς, άλλη ο ζωγράφος, άλλη ο ποιητής. Ένας από τους
μεγαλύτερους τρελούς ο Νταλί. Εφάμιλλος του Χίτλερ. Έμενα μου
το λένε πολλοί πως είμαι τρελός αλλά δεν τους πιστεύω.

 


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ.

 


Καλοκαίρι ήταν τότε. Αυτή η γυναίκα έμενε στο διπλανό δωμάτιο, μας χώριζε δηλαδή μια μεσοτοιχία από χάρμποτ κι έτσι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε, μόνο που στην αρχή δεν του δώσαμε και πολύ σημασία. Τι μας νοιάζει; σκεφτήκαμε, εμείς δεν κάναμε κάτι απαγορευμένο, έρωτα κάναμε και μπορεί να φωνάζαμε, να μουγκρίζαμε, να γκρινιάζουμε μερικές φορές. Μετά από αρκετό καιρό, αρκετές μέρες και νύχτες που συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, συναντήθηκα με τον άνθρωπο που μας χώριζε η μεσοτοιχία. Σταθήκαμε στο σκοτάδι του διαδρόμου προσπαθώντας να δει ο ένας τον άλλον, σχεδόν δίπλα-δίπλα αφού οι πόρτες μας δεν απείχαν ούτε μισό μέτρο. Δεν ανάψαμε το φως, τα μάτια μας συναντήθηκαν κι αυτά στο σκοτάδι, ποια είναι αυτή αναρωτιόμουν κι όταν συνήθισα στο μαύρο, προσπάθησα να ξεδιακρίνω τη σιλουέτα της. Ήταν μια κομψή κυρία. Έκανε αβέβαιες κινήσεις να φύγει ή να μείνει, να πει κάτι, μια καλησπέρα, δεν είπε. Ούτε κι εγώ είπα, τι να έλεγα, αισθάνθηκα αμέσως μια ενοχή πως μας είχε κρυφακούσει και ένιωσα μια ντροπή γιατί δεν ήθελα κανείς να ξέρει τι κάνω στο κρεβάτι μου και γενικότερα στο σπίτι μου. Στα δευτερόλεπτα που κύλισαν, πόση είναι η ζωή μιας στιγμής; Σκέφτηκα-δεν ξέρω γιατί- πως αυτή η γυναίκα ήταν μόνη, πόσοι άνθρωποι δεν είναι μόνοι, και πως ζήλευε τη δικιά μας ευτυχία, που δεν ήταν τόσο μεγάλη αφού κι εμείς μέρα-νύχτα καυγαδίζαμε με τη Σοφία, σκοτωνόμασταν στην κυριολεξία, άσχετο αν μετά κάναμε κι ότι κάναμε. Όμως, φαίνεται πως η μοναξιά είναι χειρότερη από το να έχεις έναν άνθρωπο που έστω τσακώνεσαι τις περισσότερες φορές.
Αυτές οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν κάμποσο καιρό και ήταν πάντα ίδιες. Δίπλα-δίπλα, στο σκοτάδι, ακουμπούσαμε τις πλάτες στους τοίχους, δε μιλούσαμε-ποτέ δε μιλήσαμε- κοιταζόμαστε στα μάτια, μερικές φορές αγγίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου κι άλλες δυο-τρεις, κλάψαμε, πιο πολύ εκείνη, εμένα έτρεξαν δυο δάκρυα χωρίς να ξέρω αν ήθελα να την συμπονέσω. Η κομψή γυναίκα έκλαιγε με αναφιλητά, εγώ δεν ήξερα τι κάνω, γιατί έκλαιγε και τι της συνέβαινε. Μια όμως από αυτές τις φορές, καθώς έκλαιγε τη φίλησα στα χείλη. Χείλη βρεγμένα από δάκρυα, σκέψεις μισοσφιγμένες, δυο άγνωστοι στο σκοτάδι και η κομψή κυρία χάθηκε στο μαύρο. Από κείνη τη βραδιά δεν την ξαναείδα. Την φέρνω αρκετές φορές στο μυαλό μου, εν ευθέτω χρόνο ανοίγει ένα παράθυρο μνήμης και συλλογιέμαι πολύ γι αυτές τις μικρές μου πράξεις που δεν έγιναν όνειρο, γι αυτές τις πελώριες στιγμές που δεν ξανάρχονται ποτέ και μυστήριο πράγμα τις αγάπησα πολύ περισσότερο από άλλες.
[Από τα μικρά διηγήματα μου]

ΓΩΓΟΥ.

    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ Ήταν ένα πρωινό σαν αυτό. Η ώρα εντεκάτη πρωινή. Περπατούσα στη Σόλωνος, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Μπενάκη. Τέτοιος...