Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ.

 


Καλοκαίρι ήταν τότε. Αυτή η γυναίκα έμενε στο διπλανό δωμάτιο, μας χώριζε δηλαδή μια μεσοτοιχία από χάρμποτ κι έτσι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε, μόνο που στην αρχή δεν του δώσαμε και πολύ σημασία. Τι μας νοιάζει; σκεφτήκαμε, εμείς δεν κάναμε κάτι απαγορευμένο, έρωτα κάναμε και μπορεί να φωνάζαμε, να μουγκρίζαμε, να γκρινιάζουμε μερικές φορές. Μετά από αρκετό καιρό, αρκετές μέρες και νύχτες που συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, συναντήθηκα με τον άνθρωπο που μας χώριζε η μεσοτοιχία. Σταθήκαμε στο σκοτάδι του διαδρόμου προσπαθώντας να δει ο ένας τον άλλον, σχεδόν δίπλα-δίπλα αφού οι πόρτες μας δεν απείχαν ούτε μισό μέτρο. Δεν ανάψαμε το φως, τα μάτια μας συναντήθηκαν κι αυτά στο σκοτάδι, ποια είναι αυτή αναρωτιόμουν κι όταν συνήθισα στο μαύρο, προσπάθησα να ξεδιακρίνω τη σιλουέτα της. Ήταν μια κομψή κυρία. Έκανε αβέβαιες κινήσεις να φύγει ή να μείνει, να πει κάτι, μια καλησπέρα, δεν είπε. Ούτε κι εγώ είπα, τι να έλεγα, αισθάνθηκα αμέσως μια ενοχή πως μας είχε κρυφακούσει και ένιωσα μια ντροπή γιατί δεν ήθελα κανείς να ξέρει τι κάνω στο κρεβάτι μου και γενικότερα στο σπίτι μου. Στα δευτερόλεπτα που κύλισαν, πόση είναι η ζωή μιας στιγμής; Σκέφτηκα-δεν ξέρω γιατί- πως αυτή η γυναίκα ήταν μόνη, πόσοι άνθρωποι δεν είναι μόνοι, και πως ζήλευε τη δικιά μας ευτυχία, που δεν ήταν τόσο μεγάλη αφού κι εμείς μέρα-νύχτα καυγαδίζαμε με τη Σοφία, σκοτωνόμασταν στην κυριολεξία, άσχετο αν μετά κάναμε κι ότι κάναμε. Όμως, φαίνεται πως η μοναξιά είναι χειρότερη από το να έχεις έναν άνθρωπο που έστω τσακώνεσαι τις περισσότερες φορές.
Αυτές οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν κάμποσο καιρό και ήταν πάντα ίδιες. Δίπλα-δίπλα, στο σκοτάδι, ακουμπούσαμε τις πλάτες στους τοίχους, δε μιλούσαμε-ποτέ δε μιλήσαμε- κοιταζόμαστε στα μάτια, μερικές φορές αγγίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου κι άλλες δυο-τρεις, κλάψαμε, πιο πολύ εκείνη, εμένα έτρεξαν δυο δάκρυα χωρίς να ξέρω αν ήθελα να την συμπονέσω. Η κομψή γυναίκα έκλαιγε με αναφιλητά, εγώ δεν ήξερα τι κάνω, γιατί έκλαιγε και τι της συνέβαινε. Μια όμως από αυτές τις φορές, καθώς έκλαιγε τη φίλησα στα χείλη. Χείλη βρεγμένα από δάκρυα, σκέψεις μισοσφιγμένες, δυο άγνωστοι στο σκοτάδι και η κομψή κυρία χάθηκε στο μαύρο. Από κείνη τη βραδιά δεν την ξαναείδα. Την φέρνω αρκετές φορές στο μυαλό μου, εν ευθέτω χρόνο ανοίγει ένα παράθυρο μνήμης και συλλογιέμαι πολύ γι αυτές τις μικρές μου πράξεις που δεν έγιναν όνειρο, γι αυτές τις πελώριες στιγμές που δεν ξανάρχονται ποτέ και μυστήριο πράγμα τις αγάπησα πολύ περισσότερο από άλλες.
[Από τα μικρά διηγήματα μου]

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

ΑΝΤΊΟ

 

 


Δε μιλούσαμε. Οι καρέκλες μας έτριζαν και για λίγο; Για πολύ; Τα κεφάλια μας ήταν γυρισμένα αλλού. Έκανε θόρυβο ο κόσμος και το σημείο που συναντηθήκαμε το είχαμε επιλέξει τυχαία. «Πάμε αλλού;» γύρισα το κεφάλι να την κοιτάξω. Ήταν ωχρή αδύναμη, δε μου απάντησε, άναψε τσιγάρο. Κάτι άλλο ήθελε να πει, δεν το λεγε αλλά φαινόταν η αντίρρηση κι όλο έτριβε το πηγούνι της. Εγώ της χαμογελούσα που και που, όχι αμήχανα, ήξερα τι θα συμβεί απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί να γίνει τώρα; Έλεγα. Άστο γι αργότερα αν και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της αναμονής και της αναβολής. Ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, σταθερός στο να ξέρω που πηγαίνω. Πίναμε αυτό τον καφέ εκείνο το πρωινό και ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Ζευγάρι. Την αγαπούσα και μ αγαπούσε, η Αλεξάνδρα. «Καλά είναι κι εδώ,,,» μίλησε μετά από ώρα. Γύρισε και σταμάτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου. Πως κοιτιούνται δυο άνθρωποι; Μέσα, βαθιά, να ψάχνουν, τα μύχια;. Το βλέμμα της ήταν απελπισμένο. Τι θα κάνουμε; Λυπημένο, δε θα είμαστε πια μαζί ε; σερνόταν η βεβαιότητα, κρίμα δεν είναι, σκέφτηκα κι εγώ και φάνηκε η υποψία πως μπορεί να μην ήθελα να χαθούμε. Ναι αλλά δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί πια, να χτίσουμε κι άλλα όνειρα. Ο καφές τέλειωσε, η σιωπή μας μεγάλωνε. Σηκώθηκα, σηκώθηκε και κείνη. Δώσαμε τα χέρια χωρίς αγκαλιά, μόνο κοιταζόμαστε πιο πολύ να κρατήσουμε την εικόνα επειδή ήταν σίγουρα η τελευταία.
-Γεια σου Αλεξάνδρα, είπα.
-Αντίο Μίλτον, είπε κι έφυγε.
Την παρακολούθησα να περπατάει σαν όνειρο στο βάθος της λεωφόρου, χαμένη στο λιγοστό κόσμο. Ύστερα έφυγα κι εγώ με έναν κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό.

 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

ΤΑ ΞΈΠΛΕΚΑ ΜΑΛΛΙΆ ΣΟΥ

 


 

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
 
Μια ψίχα πικραμύγδαλο
και του πουλιού το γάλα
κάθισα στη μικρή σκιά
και στράγγισα μια στάλα
 
Κι ως να πλυθούνε στη βροχή
τα ξέπλεκα μαλλιά σου
ένα βήμα έκανα πιο κει
κι ήρθα στην αγκαλιά σου

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

ΕΙΚΟΝΟΛΆΤΡΕΣ

 

 


ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΠΑΡΜΕΝΟΙ, ΠΕΡΑΣΤΕ ΣΤΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ..

Μια και για σας είναι μια άγια μέρα η αυριανή, [για μένα δεν υπάρχουν άγιες μέρες, απλά χρόνος που κυλάει] μια και οι Μουσουλμάνοι έχουν κι αυτοί ραμαζάνι να λατρέψουν τον Αλλάχ τους, ας πούμε μερικά πράγματα περισσότερο για τους αδαείς χριστιανούς. Και θα ξεκινήσω με ένα δικό τους ρητό, νόμο, όπως θέλεις πάρτο. " Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ και όσα εν τη γη.... ου προσκυνήσεις, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς." Πιο απλά δεν μπορούσε να το πει ο νομοθέτης. Έτσι γράφεται και είναι από τα λίγα δίκαια πράγματα που γράφει αυτό το βιβλίο της παλαιάς διαθήκης των Εβραίων. Και κάθε νοήμων άνθρωπος το καταλαβαίνει. Έλα όμως που οι παπάδες, δεν το θέλουν έτσι; Έλα που πρέπει να πουλαν φετίχ στον κάθε ηλίθιο πιστό;. Πριν από κάμποσα χρόνια είχα τύχει δεκαπενταύγουστο στην Τήνο για εργασίες. Περνώντας έξω από την εκκλησία με μια παρέα φίλων, μόλις είδα τη λέξη ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ στα πλευρά του ναού, γέλασα ειρωνικά και αναφώνησα: Παιδιά, το λογιστήριο του θεού. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος από τα όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν εκεί. Ένας συφερτός κόσμου, ένα μπουλούκι ανόητων  να σέρνεται, να κουβαλάει, χρυσό, ασήμι, και ότι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους σε μια εικόνα, που κάνει λένε θαύματα. Είναι να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Μίλησα με κάποιον που εργαζόταν στο ναό και έπαθα την πλάκα μου. Όλα αυτά που μαζεύουμε σε χρυσό σε ασήμι και ότι άλλο, τα ξεχωρίζουμε και τα μετατρέπουμε όλα σε χρυσό. Μιλάμε για τόνους χρήμα! Αν δεν δεις ,δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το τι χρήμα βγαίνει μόνο από αυτόν εδώ το ναό. Τι να πω; Έβλεπα τους ανθρώπους να σέρνονται μέσα στα κεριά και στα λιβάνια και λυπόμουν τότε πολύ. Τώρα δε λυπάμαι. Απλά καταλαβαίνω πόσο βλάκες τους έχουν κάνει,. Βέβαια, κολλάω ακόμα στο πως το καταφέρνουν, γιατί, μου φαίνεται αδιανόητο ένας σύγχρονος άνθρωπος να λατρεύει ξύλινες εικόνες, με χριστούς, αγίους και παναγίες. Τόσο ηλιθίους κατασκευάζει μια θρησκεία- θεωρώ τον χριστιανισμό  από τις πιο αιμοβόρες θρησκείες- που αναπαραγάγει το μίσος των πιστών εναντίον των απίστων! συγκαλυμμένο υπό το κέλυφος της αγάπης. Πως είναι δυνατόν μια εικόνα, ένα χαρτί, ένα ξύλο ν αναπαραγάγει δύναμη; Όταν έγιναν οι εικονομαχίες στο Βυζάντιο από το 726 και μετά, επί Λέοντος Γ και Κωνσταντίνου του Ε, θα μπορούσες να πεις πως ο κόσμος βρισκόταν εκεί που βρισκόταν. Στο σκοτάδι και την πλήρη αμάθεια. Στον λήθαργο και την αμορφωσιά. Σήμερα όμως που το 98 τοις εκατό των επιστημόνων παγκοσμίως, να δηλώνουν άθεοι, δεν επιτρέπεται να συνεχίζεται αυτή η ηλιθιότητα, αυτή η βλακεία, τόσων αιώνων. Σήμερα που δημιουργήθηκε, άκουσα και το πρώτο; πανεπιστήμιο αθεΐας στη Ρώμη, εσείς τρέχετε στις παναγιές να τους προσφέρετε χρυσό, λες και το έχει ανάγκη κανένας θεός τον χρυσό. Δεν έχω ζωγραφίσει ποτέ αγιογραφίες, ενώ είναι το πιο εύκολο είδος ζωγραφικής, ακόμα και στις χειρότερες μέρες της φτώχειας μου, μη θέλοντας ποτέ να διαιωνίσω μια κατάσταση. Όπως και δεν πατάω το πόδι μου σε καμία εκκλησία, είτε πρόκειται ακόμα και για κοινωνικές υποχρεώσεις, γάμους , βαφτίσια, κηδείες. Διότι θέλω να είμαι συνεπής απέναντι στον εαυτό μου, σε κανέναν άλλον. Εφόσον αρνούμαι να πιστέψω, σε οτιδήποτε έχει σχέση με τον χριστιανισμό [και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, μιλώ για τον χριστιανισμό, επειδή έτυχε να γεννηθώ εδώ και χωρίς την θέληση μου προσήψαν αυτήν την ιδιότητα] χρειάζεται και να το αποδεικνύω εμπράκτως.





 

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΤΡΕΛΌ ΔΈΝΤΡΟ

 

 


Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που έχει περάσει τα εκατό. Ο Χεμινγουέη αυτοκτόνησε στα εξήντα δυο. Ο Σταινμπεκ είπε πως αν σε θυμούνται μια βδομάδα μετά την κηδεία σου θα είσαι μεγάλος. Ο Αϊνστάιν πεθαίνοντας είπε πως υπάρχει θεός! Ο Μέγας Αλέξαντρος πέθανε από ακατάσχετη οινοποσία στα τριάντατρία. Ο Τζερόνιμο, Το Τρελό Δέντρο ζει ακόμη.
Είστε λοιπόν, σπουδαίες κουφάλες, κωλόπαιδα, οι πιο έξυπνοι άνθρωποι που γεννήθηκαν ποτέ, σκέφτεστε τον εαυτό σας, σαν τον σκίουρο. Τρώει τους καρπούς,σκάβει τον κορμό του δέντρου, τρώει τ αρχίδια του. Ωραία δουλειά κάνετε. Σκάβετε τους κορμούς, ωραία η ζωή λέτε εως αύριο. Μεθαύριο θα δείτε αν τα δέντρα υπάρχουν[πέντε λέξεις παραπάνω δεν αρκουν.] Στην ουσία δε λέω τίποτα.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τον κόσμο. Προσπάθησα αλλά ήταν αδύνατο. Κανείς άνθρωπος δεν το κατάφερε. Όταν πεθάνω θα σκέφτομαι ακόμα την αδυνατότητα της ύλης μου.
Έχω μερικές απορίες, πάντα από παιδί-λάθος μου- έπαιρνα όλα τα πράγματα σοβαρά αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί έζησα και γιατί ζω. Αν εξυπηρετεί κανένα σκοπό η παρουσία μου δηλαδή. Εσείς σίγουρα θα ξέρετε κάτι περισσότερο από μένα γι΄αυτό.
Ένα θύμα ψάχνω- χρόνια τώρα στο καπό του αυτοκινήτου μου
Από το γκάζι γλίτωσα- όχι απ΄το μουνί
Ένα θύμα.
Για να έχει κανείς ευτυχισμένο θάνατο τι πρέπει να κάνει;
Πρέπει να έζησε δραματικά. Ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει το χαμόγελο. Το χάος της ζωής του δεν είναι τίποτα μπροστά στην "αποτρόπαια φιγούρα". Ο Φράνσις Μπέικον, ένας Δουβλινέζος, ομοφυλόφιλος του κερατά, αμόρφωτος, άξεστος, καταπιεσμένος αλκοολικός
ακροσημειώσεις μου

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

κουρμπε

 


Ασυμβίβαστος. Δεν ήταν σκλάβος ούτε μαθητής κανενός. Δεν ακολούθησε καμιά σχολή, ούτε θρησκεία. Με την Ακαδημία υπήρξε άμεσος εχθρός και κανένα καθεστώς, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα που θεωρείται η εποχή της χυδαιότητας του χρήματος, δεν κατόρθωσε να τον εντάξει στις τάξεις του. Είναι ο Γκούσταβ Κουρμπέ ο πρώτος μποέμ καλλιτέχνης που ζούσε απομονωμένος από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες της εποχής. Είχε αρχίσει η βιομηχανική επανάσταση που ήθελε την τέχνη φτηνή, μαζική και κακοφτιαγμένη. Οι άνθρωποι άρχιζαν να γίνονται σκλάβοι της μηχανής-και που να φαντάζονταν που θα φτάναμε εμείς μόνον δυο αιώνες αργότερα με την Τεχνητή Νοημοσύνη [Α1] ν αρχίζει να εξουσιάζει τα πάντα. [Η μεγαλύτερη επανάσταση του ανθρώπου μετά την επανάσταση της γλώσσας]
Ο Κουρμπέ ήρθε σε άμεση ρήξη με τις ακαδημίες που αποκτούσαν κύρος υποστηρίζοντας πως μόνο ότι θεωρούσαν αυτές ήταν τέχνη και τι όχι. Εξ άλλου οι δικές τους απόψεις υποστηρίζονταν και από το κράτος. "Ο Ρεαλισμός στην τέχνη γεννήθηκε το 1848 και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ως καλλιτεχνική τάση ήταν συνυφασμένος με την αποτυχία των επαναστατικών σοσιαλιστικών κινημάτων του 1848, την αστική ανάπτυξη, την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη γέννηση των εθνικών κρατών", μας πληροφορούν τα βιβλία αν και εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες γεννήσεις, απλά κάπου υπήρχαν άλλοι που έκαναν ρεαλιστική τέχνη και πιο πριν. Με λίγα λόγια τίποτε δεν αρχίζει και τίποτε δεν τελειώνει στην τέχνη. Οι τρόποι που ζωγραφίζουν οι άνθρωποι είναι σχεδόν όλοι ίδιοι και στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα:στη διαμόρφωση ενός κώδικα ηθικής και όχι μόνο. Ο Κουρμπέ ζωγραφίζοντας την προέλευση του κόσμου, με τον πίνακα αυτόν ασχολήθηκα ιδιαίτερα αρκετό καιρό, σχετικά με όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί, και ακόμη με τους τρόπους αντιμετώπισης του και από το λαίμαργο κοινό και από τις κατά καιρούς θέσεις των Ακαδημιών αλλά και πολλών ανθρώπων της διανόησης. Φυσικά ο Κουρμπέ δεν πίστευε πως το αιδοίο από μόνο του μπορούσε να ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του κόσμου. Άρα τι ήθελε να πει εκθέτοντας φόρα παρτίδα το γεννητικό όργανο της γυναίκας; το πρώτο πρέπει να ήταν η απελευθεροποίηση από τον μύθο του σεξ. Η εξοικείωση των ανθρώπων με το σώμα τους, ιδιαίτερα όσων ήταν και είναι θεοσεβούμενοι, θεοκρατούμενοι και γενικά όσων αρνούνται να κοιτάξουν κατάφατσα το πέος τους ή το αιδοίο και τέλος πάντων, γενικότερα τα απόκρυφα σημεία του ανθρώπινου σώματος. 

Ο Κουρμπέ ζωγράφιζε «Εργάτες που σπάνε πέτρες» με τόση αλήθεια και ανθρωπιά, που σίγουρα η αστική τάξη αισθάνθηκε τη σοσιαλιστική του ομολογία, τη συμπόνια για την κακιά μοίρα των εργατών και το δριμύ κατηγορώ ενάντια σε κάθε είδους αυταρέσκεια.  Ήθελε να αφυπνίσει, να σοκάρει, να σπάσει τα δεσμά από τους συμβιβασμούς που πρόσταζε η εποχή του. Ζωγράφιζε τον εαυτό του σαν αλήτη, χωρίς στημένες πόζες, χωρίς λαμπερά χρώματα, χωρίς υπολογισμένα σχέδια, θέλοντας να προσβάλει και να ειρωνευτεί τους «αξιοπρεπείς» ζωγράφους[ («Καλημέρα, Κύριε Κουρμπέ). Να τους δείξει ότι η τέχνη δεν ήταν απόγονος της σωστής τεχνοτροπίας, αλλά της «ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής ειλικρίνειας» Aκόμα και όταν ζωγράφιζε αλληγορίες όπως το «Εργαστήρι του ζωγράφου», συσχέτιζε την προσωπική του αντίληψη με την πραγματικότητα. Σε μια φανταστική σκηνή τοποθέτησε μορφές αληθινές, πραγματικές, που ζούσαν και είχαν σημαδέψει την μέχρι τότε πορεία του: τον ποιητή Μπωλνταίρ και τον πεζογράφο Σανφλέρυ, διαβάζω στο ιντερνετ κάποια από αυτά που δεν ήξερα για αυτόν και πραγματικά εκπλήσσομαι - μ αρέσει να ομολογώ κάτι που  με κάνει να νιώθω ηλίθιος που δεν το ήξερα. Ο θαυμασμός μου για κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους σε οποιονδήποτε κλάδο είναι πασιφανής και όταν αντιλαμβάνομαι πως αδίκησα κάποιον νιώθω πλήρη αμηχανία γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ακριβοδίκαιο.
Ο Κουρμπέ δεν ήταν από παιδί στις πρώτες μου προτιμήσεις αλλά και ούτε είχα βγάλει κάποια οριστικά συμπεράσματα γι αυτόν και την τέχνη του και περισσότερο για την σύμπλευση του με όσα υποστήριζε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και τα έκανε πράξεις. Ελάχιστοι άνθρωποι το κατορθώνουν αυτό.
Η ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ είναι ένα έργο που ακόμα και σήμερα μουντζουρώνεται. Και το λέω αυτό γιατί σε πολλές αναφορές και εμφανίσεις της εικόνας οι γραμμές πάνω στον πίνακα αυτό δείχνουν: τη απαίσια στάση που κρατούμε απέναντι σ ένα θαυμάσιο έργο τέχνης στην εποχή που όλο το διαδίκτυο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δείχνει πορνό. [Εμένα δε με αφορούν όσοι πιστεύουν πως οι ταινίες πορνό δεν είναι δείγμα του πολιτισμού μας!] Η Κινέζικη βιομηχανία πορνό είναι στην πρώτη θέση όσον αφορά το κέρδος από αυτό το εμπόριο. Βέβαια οι Κινέζοι ήταν πρωτοπόροι σ αυτό το είδος. Δείτε τις ανάλογες γκραβούρες σχετικά με τα ανθρώπινα όργανα, τις απίστευτες στάσεις ερωτικών συμπλεγμάτων- ούτε οι Αρχαίοι Έλληνες πήγαιναν πίσω.


Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΆΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΟΥΆΡ

 


 

Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα συνεπής – αν και αυτό έρχεται αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου. Ένα από αυτά είναι η καθαριότητα. Ααα, δε μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος-για τις βρώμικες γυναίκες με την άλλη άποψη δεν θα έλεγα όχι-αλλά η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά όπως και να το κάνουμε.
Τέλος πάντων, είχα μια φίλη εκείνο τον καιρό που δε στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Μόλις έμπαινε στο σπίτι μας, μέναμε τότε κάπου στις παρυφές του Λυκαβηττού, άρχιζε να συγυρίζει. Τίναζε τα μαξιλάρια από τον καναπέ του σαλονιού, άδειαζε συνέχεια τα τασάκια, πήγαινε στην κουζίνα έπλενε ότι έβρισκε μπροστά της, επέστρεφε στο σαλόνι ήρεμη λες και δε συνέβαινε τίποτε. Εμείς την παρατηρούσαμε σιωπηλοί, η γυναίκα μου την παρότρυνε συχνά να συνεχίζει το έργο της, μια και είχε μπουχτίσει μέρα- νύχτα με τη φασίνα και το σφουγγαρόπανο στο χέρι. Αχ, μου έλεγε, κάνε και συ κάτι όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα. Να σφουγγαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, να στρώνω να ξεστρώνω κρεββάτι α, τι είμαι εγώ; Δούλα σας είμαι; Και κοίταζε εμένα και τα παιδιά μας.
Εγώ έξυνα τα αφτί μου αμήχανος αλλά μια και δεν ήθελα να δίνω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες που δε με συνέφερνε, προσπαθούσα ν αλλάζω κουβέντα ή την αγκάλιαζα και της έλεγα πόσο σπουδαία νοικοκυρά ήταν. Βέβαια, εμένα η δουλειά μου είναι στρατιωτικός. Μια ζωή εκεί μέσα μόνο διέταζα. Έτσι και στο σπίτι μου; Όλοι ήταν υποχρεωμένοι ν υπακούν και περισσότερο η γυναίκα μου που την είχα παντρευτεί για να κάνουμε παιδιά και να νοικοκυρεύει. Τώρα, αν τη βόλευε που η Αθηνά έτυχε να έχει αυτό το κουσούρι με την καθαριότητα, εμένα ποσώς με ενδιέφερε. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να είναι το σπίτι μας καθαρό. Ποιος θα έκανε τη δουλειά, καρφάκι δε μου καιγόταν.
Η Αθηνά ερχόταν συχνά-πυκνά και άρχιζε όσες ώρες και να έμενε στο σπίτι μας να μην αφήνει τζάμι για τζάμι ακαθάριστο. Άχνιζε μάλιστα με το στόμα της κι ύστερα σφούγγισε με το χαρτί. Χου! Χου! Έκανε κι έσκυβε κάτω από τις καρέκλες μήπως ανακαλύψει κανένα σκουπιδάκι, καμιά σκονούλα. Σχεδόν έγλειφε το μωσαϊκό, τα πλακάκια, ξεσκόνιζε τα κομό, ανέβαινε πάνω στην καρέκλα να δει μήπως πάνω από τις πόρτες υπήρχε σκόνη, έψαχνε στα πιο περίεργα μέρη κι όταν ανακάλυπτε μια βρωμιά, κοίταζε επιτιμητικά τη φίλη της κι εμένα. Μμμ..ού! έκανε και στρωνόταν στη δουλειά.
Εγώ την παρατηρούσα, δεν ήταν άσχημη, ίσα-ίσα, ψηλή, ωραίο σώμα, νέα γυναίκα, σφριγηλή. Δεν έλεγε πολλά πράγματα, θέλω να πω κουβέντες αλλά απ ότι είχα καταλάβει μόνο με τη γυναίκα μου συζητούσε πολύ όταν εγώ έλειπα.
Μια μέρα που γύρισα ξαφνικά από την υπηρεσία μου, κουρασμένος καθώς ήμουν από μια ολονύχτια άσκηση, σκεφτόμουν πότε να φτάσω στο σπίτι και να ξαπλώσω στον καναπέ, άνοιξα την πόρτα και την είδα γυμνή στο μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν με πήρε είδηση που είχα μπει και συνέχιζε να κοιτάζει έξω καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ρουφούσε ηδονικά τον καπνό και τον φυσούσε έξω. Το γαλάζιο, θολό του καπνού, τύλιγε το κατάλευκο κορμί της. Πιο λευκό γυναικείο κορμί δεν είχα ξαναδεί! Κατάλευκο σαν αρχαίας ιέρειας που δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος.
Δεν έκαμα καμιά κίνηση, έμεινα εκεί να την κοιτάζω.
-Η γυναίκα σου πήγε για ψώνια, μίλησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
Ώστε έτσι! Με είχε αντιληφθεί κι εγώ νόμιζα αλλιώτικα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μη ξέροντας τι να πω και τι να κάμω. Ωστόσο, η Αθηνά γύρισε προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας το φουσκωτό εφηβαίο της. Σα να το πρότεινε, με τις κατσαρές, κατακάθαρες τρίχες να τρέχουν μέχρι την κοιλιά της. Ύστερα, φόρεσε την κιλότα της, αργά-αργά. Τύλιξε το σουτιέν, έκρυψε τα στήθη, φόρεσε τα υπόλοιπα και το τζιν παντελόνι της.
Ακόμα θυμάμαι το θόρυβο που έκανε το κλείσιμο του φερμουάρ που έκρυβε πίσω του το άσπρο της κιλότας της.

 

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΉ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΎ.

 


Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.  

 

Ρε σεις...απλά πράγματα. Η κριτική σας να γίνεται πάνω σ αυτά που γράφω και δημοσιεύω και όχι στο "ποιος είσαι εσύ", αν έχω πτυχία, αν είμαι σοφός ή βλάκας, ή ταυτόχρονα και τα δυο. [Και κάτι ακόμα: πως μιλάτε και μάλιστα απαξιωτικά για το έργο κάποιου που δεν έχετε καν διαβάσει; πόσο μάλλον μελετήσει!]
 

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

ΕΚΕΊΝΗ Η ΜΑΡΊΑ

 


 

ΝΑ ΡΩΤΑΣ Ή Ν ΑΠΑΝΤΑΣ;
Πάντα μου άρεσε να περπατάω στους δρόμους, να βαδίζω συνέχεια, ιδιαίτερα στα απόμερα στενά, που δεν έχουν πολυκοσμία, επειδή ο θόρυβος με ενοχλεί να σκέφτομαι. Έτσι και χτες το πρωί βγήκα. Πήρα την εφημερίδα μου την κράτησα στη μασχάλη, αργότερα θα την ξεκοκάλιζα, έτσι κι αλλιώς δεν είχα πάρει τα γυαλιά μαζί μου. Τώρα ήθελα να σκεφτώ για μια παλιά γυναίκα που είχαμε αγαπηθεί λίγο- πως είναι αυτές οι αγάπες οι μικρές; Που διαρκούν το πολύ δυο μέρες; Αυτές. Αυτές που όμως όταν έρχονται στο νου, προσπαθείς να τις αναλύσεις γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα και όχι αλλιώς και τι θα συνέβαινε αν συνεχιζόταν το παραμύθι τους. Παραμυθιαζόμουν κι εγώ δηλαδή, επέστρεφα πίσω, έπλαθα όλη την εποχή, πέρναγε η ώρα μου μακριά από το σκοτεινό σήμερα, από τη ζοφερή πραγματικότητα που όταν δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω τη στέλνω για τσάι του βουνού. Ωραία που ήταν και χτες! Κι αν εμφανιζόταν από το πουθενά εκείνη η Μαρία των δυο ημερών, που είχε εξαφανιστεί μετά το τελευταίο μας ραντεβού με ένα πικρόχολο σχόλιο για μένα, [είσαι χαζούλης, δε μου κάνεις], όλα θα ήταν τέλεια! Εγώ, ο δρόμος, η εφημερίδα στη μασχάλη κι ένα κορίτσι από μακριά να φοράει πορτοκαλιά και να έρχεται γεμάτη γέλιο καταπάνω μου.
Κι αφού χόρταινα μ αυτή την εικόνα, μερικοί περαστικοί με κοίταζαν περίεργα, εμένα δε με ένοιαζε, εγώ δεν τους είχα κάνει τίποτε, για να κρύψω το πρόσωπο μου κόλλησα την εφημερίδα στη μάπα μου κάνοντας πως διαβάζω, ώσπου έπεσα πάνω στον τηλεφωνικό θάλαμο! Στραπατσάρισα τη μούρη μου, οι περαστικοί ξέσπασαν στα γέλια, εγώ το βαλα στα πόδια και σκέφτηκα ψαχουλεύοντας την πονεμένη μύτη μου, πως, μερικές φορές που βγαίνω στους δρόμους, να μην ξεχνάω τα γυαλιά μου, που φοράω από μικρό παιδί, ένεκα της μυωπίας μου γιατί συνέχεια παθαίνω γκάφες. Πέφτω πάνω στους άλλους, χουφτώνω το στήθος μιας γυναίκας νομίζοντας πως είναι τα πεπόνια του οπωροπώλη, ανεβαίνω αντί να κατεβαίνω και το χειρότερο: δεν μπορώ να διαβάσω την εφημερίδα μου.

 

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

ΤΟΥ ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ

 


ΜΝΗΜΕΣ
«Γιατί πέρασαν τόσα και τόσα μπροστά από τα μάτια μας
που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτα παραπέρα..»
Γ. Σεφέρης [μυθιστόρημα]
Τον Αύγουστο με τα πανηγύρια
στις χαμηλές κωμοπόλεις της επαρχίας
γιατί γύριζαν τόσο μεθυσμένα
τα βραδινά παλικάρια
-ξαδέρφια και φίλοι αγκαλιασμένοι
και τραγουδούσαν λαϊκά τραγούδια
με φωνές ζεστές, ερωτευμένες;
Γιατί περνούσαν τόσο νωρίς τα Καλοκαίρια
Όταν εμείς περιμέναμε πολλά
Όταν εμείς δεν ξέραμε από φόβο;
Ήταν πικρές οι αγριοροδακινιές στα περιβόλια
Και
Στα μποστάνια οι πετροβολημένες χελώνες
δάγκωναν τα αγγούρια που διψούσαν για νερό
Ήταν και οι κληματαριές, γεμάτες σφήκες
που περίμεναν το αόριστο τέλος
το τέλος του Καλοκαιριού
Ήταν τα παιδιά που μεγάλωναν
πέρα από τις κληματαριές
πέρα από τη ζέστη
Μακριά από την περπατησιά του μερμηγκιού
Οι ίσιοι τους μεγάλωναν μες τα κοντά παντελόνια τους
με την αύριο, να μη χρειάζονται πια
το παιχνίδι της μακριά γαϊδάρας, τα σκλαβάκια
και το κυνηγητό στες αυλές
Τότε χάθηκαν μες τις καπνισμένες πέτρες του Αυγούστου
Οι μικρές σιαμιαμίδες τρέχοντας γρήγορα να καούν
Τόσα Καλοκαίρια
Τι είδαμε εμείς που φωνάζαμε για λευτεριά;
Το σιτάρι μας το είχαμε αμπαριάσει με σιγουριά
Και
Τότε, τίποτε δεν θα έρχονταν να διώξει
τις σφήκες από τα μαλλιά των κοριτσιών
που λούζονταν στα πηγάδια του έρωτα
Τον Αύγουστο περπατούσαν οι μνήμες στις πέτρες
Αυτές τις πέτρες που έχτιζαν τα πεζούλια οι πατεράδες
να φυλάξουν τα πουρνάρια και τα σχίνα
Τα σχίνα με τα κόκκινα αγουροξυπνημένα ματάκια
που σέρνονταν χαμηλά στις σκόνες
Αυτές τις πέτρες, μαύρες κι ακανόνιστες
σε χώρους ποτισμένους με ψυχές
κοντά στη ησυχία του νεκροταφείου
εκεί που έκλαιγαν κάτι μαύρες γριές
εκεί που περνάγαμε κι εμείς μια αναπνοή
από λεμονανθούς και μια στυφή έγνοια
από σπασμένο ρόδι
Αυτές τις πέτρες τι να τις κάναμε τώρα;
 
[Απόσπασμα από το ομότιτλο ποίημα μου]

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

ΚΆΤΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΏΝΕΙ. ΤΙ ΕΊΝΑΙ;

 

 


Κανείς δεν είναι ότι δηλώνει. Είναι ότι δείχνουν τα έργα του. Δεν μπορείς να δηλώνεις ζωγράφος χωρίς να έχεις ζωγραφίσει, δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να έχεις κάνει παγκόσμια κριτική-λέω μερικά πράγματα, τυχαία, επειδή πολλοί ηλίθιοι χωρίς να με έχουν διαβάσει αραδιάζουν ανοησίες. Κανείς, λοιπόν δεν είναι ότι δηλώνει, χρειάζονται αποδείξεις. Ο χρόνος είναι κάτι που τελειώνει, λέει ο Μπάροουζ. Η καχυποψία, ο φόβος, η αυτοεπιβεβαίωση, οι άκαμπτες προκαταλήψεις για το σωστό και το λάθος, συνεχίζει. Είναι όμως κάτι που τελειώνει ο χρόνος; μόνο σοβαρές υποθέσεις. Δεν είναι δικαιολογίες, ο θάνατος αποδεικνύει ότι έκανες. Όσον αφορά την κριτική, όλοι μπορούμε να την κάνουμε ανεξέλεγκτα, δικαίωμα του καθενός, σύμφωνα με τις γνώσεις του, και τις γνώσεις του άλλου. Ο χρόνος, λοιπόν, είναι κάτι που τελειώνει και η μορφή, θα λεγα εγώ, ίσως κάτι πιο απόλυτο από τον χρόνο; είδες πόσα βγαίνουν συνομιλώντας! πρέπει μια στιγμή να νιώσεις ελεύθερος από ότι δήποτε. Αλλά δεν είναι εύκολο. Κανείς δεν είναι ελεύθερος!

ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΤΡΑΓΩΔΊΑ

 

 


-Δεν πρόκειται ν αγοράσει άλλο σπίτι, είπε στον Αστυνόμο σκουπίζοντας τα δάκρυα. Ξαναέφυγε μη κοιτάζοντας πίσω.
-Γιατί τόση τραγωδία
; ρώτησε πίνοντας μια γουλιά κρασί.
-Δεν υπάρχει τραγωδία, μίλησε ο Παράμετρος. Απλώς όπως ξέρεις οι γυναίκες τα μεγαλοποιούν.
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν ξέρω από γυναίκες! Γέλασε. Ξεκαρδίστηκε. Έπεσε στο πάτωμα, λέρωσε το κουστούμι του, σηκώθηκε. Ξεσκονίστηκε.
-Εσείς οι Εβραίοι φταίτε για όλα, τι έκανες τώρα;
-Για ποια όλα φταίνε οι Εβραίοι; επειδή γκρέμισαν τον κόσμο και τον ξανάφτιαξαν; Έχασες όλη την περιουσία σου και κάθεσαι και φιλοσοφείς;
-Ξέρεις μια μέρα
στο Λουτράκι, στο καζίνο..
-Πας και στο καζίνο; τον έκοψε
-...μια βραδιά στο καζίνο, συνέχισε απτόητος, είχα χάσει τα τελευταία μου οχτώ εκατομμύρια.
Η Ρόζα ξαναμπαίνει
με ολάνοιχτα μάτια.
-Δεν έχουμε πια χρήματα, είμαστε φτωχοί; φώναξε.
-Εσύ δεν είχες τίποτε για να χάσεις, απάντησε σκληρά ο Παράμετρος. Που λες, γύρισε στον Αστυνόμο, έχασα οχτώ τελευταία εκατομμύρια..
-Και τι έκανες;
-Βγήκα έξω πήρα δανεικά από το παιδί στην είσοδο ν αγοράσω τσιγάρα και πήρα το δρόμο για την Αθήνα. Γύρισα με τα πόδια και σε όλο το δρόμο μονολογούσα πως δε θα ξαναπάω στο καζίνο
-Ήρθες με τα πόδια απ το Λουτράκι;
δεν το πιστεύω! Και δεν ξαναπήγες; πάλι έσκασε στα γέλια ο Αστυνόμος.
Αυτή τη φορά δεν κυλίστηκε χάμω, απλά γούρλωσε τα μάτια, έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπο και κοίταξε από πολύ κοντά το πρόσωπο του Παράμετρου. Ήρθαν πολύ κοντά, ακούμπησαν τα μάγουλα τους.
-
Δεν ξαναπήγα Αστυνόμε, βλέπεις κρατάω το λόγο μου, απάντησε πικρά.
Η Ρόζα περπάτησε σιγά- σιγά προς το μέρος του. Είχε ένα ύφος πολύ λυπημένο,
πήγε κοντά του κάθισε δίπλα στον καναπέ και τον αγκάλιασε.
-Δεν πειράζει αγάπη μου εσύ να είσαι καλά και θα τα φτιάξουμε όλα. Ύστερα του πήρε απ το χέρι το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο του κρασιού.
Θα δουλέψω κι εγώ!
-Τι θα κάνεις;
-Ξεχνάς ότι είμαι ηθοποιός. Είμαι η Τζένη Καρέζη της Γιουγκοσλαβίας! Είπε και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της με ύφος και στιλ μεγάλης ντίβας.
-Αλήθεια λέει; ρώτησε ο Αστυνόμος.
-Δείξτου φωτογραφίες Ρόζα, απάντησε ο Παράμετρος.
Η Ρόζα σηκώθηκε πήρε από δόπλα το κινητό της και έδειξε πολλές φωτογραφίες στον Αστυνόμου που κοίταζε μια τις φωτογραφίες και μια την ίδια τη Ρόζα για να διαπιστώνει πως ήταν αυτή που έβλεπε και στα βίντεο που του δειχνε.

 

δυο σελίδες απ το τελευταίο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΣΟΥ ΑΡΈΣΕΙ Η ΈΡΗΜΗ ΑΘΉΝΑ;

 


Η αγριότητα της ησυχίας. Κάθε Αύγουστο αυτοί που μένουμε πίσω λέμε τα ίδια τετριμμένα πράγματα. Άδειασε η Αθήνα, πιο άδεια δεν ήταν ποτέ, που πήγαν όλοι; Που τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε διακοπές...χαχαχα! κανένας δεν ξέρει πως οι Έλληνες πάντα έχουν- οι μισοί τουλάχιστον.
Η αγριότητα της ησυχίας μ αρέσει και δε μ αρέσει γιατί όταν κυκλοφορείς σε μέρη πολυσύχναστα και τα βλέπεις έρημα σου κάνει ένα κλικ αλλιώτικο, πολλοί λένε πως τους αρέσει, εμένα δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει, μια ζωή μέσα στον κόσμο αν ήθελα να γίνω ερημίτης θα πήγαινα σε κανένα ξωκκλήσι... φτου! φτού!
Γιατί να σου αρέσει η έρημη Αθήνα;
Αφού είμαι εδώ, ανοίγω τα χρώματα μου στο εργαστήρι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη σύνθεση της ντυστοπίας, οπότε μέσα στην αγριότητα του κόσμου μπαίνει ένας Βούλγαρος και με ρωτάει αν μπορεί να μου πει κάτι για την γυναίκα του που τον παράτησε με ένα παιδί στην πλάτη.
Τον κοιτάζω με σουβλερή αθωότητα.
-Όχι, του λέω δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για τη γυναίκα σου που σε παράτησε.
-Μια μπύρα έχει; μου λέει παρακαλώντας.
Του δίνω μια μπύρα αμίλητος. Αυτός φεύγει και μου αφήνει ανοιχτή τη σήτα που έχω βάλει στην πόρτα για τα γαμοέντομα. Δεν τον κυνηγάω να του πάρω τη μπύρα πίσω. Πάω και κλείνω ήσυχα τη σήτα και επιστρέφω στην αγριότητα της dystopia. Κάπως έτσι είναι τον Αύγουστο η Αθήνα της ερημιάς.

 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

 

 


Αντιδιαισθητική συμμετρία.
Από τη στιγμή που δεχόμαστε τον όρο μη αναστρέψιμο, παραδεχόμαστε το απόλυτο. Πράγμα που δεν υπάρχει σύμφωνα με τα πάντα ρει που δεν έχει αμφισβητήσει κανένας μεγάλος ή μικρός φιλόσοφος. Παρεμβάλλεται μεταξύ μας ο άχρονος χρόνος!
Την αντιδιαισθητική συμμετρία την αναφέρω μόνο και μόνο σαν ένδειξη του ανόητου λόγου, του μη εξηγήσιμου-όποιος καταφέρει να μου εξηγήσει τι είναι ο όρος αυτός θα τον παραδεχτώ ως ανώτερο ον.
Σκοτεινό ποτάμι μέσα στο οποίο ταξιδεύει το σύμπαν είναι ο χρόνος σύμφωνα με το Πλάτωνα. Σύμφωνα με μένα ο χρόνος δεν είναι ποτάμι. Δεν είναι σκοτεινός. Ο χρόνος είναι το ένα, το δυο και το τρία. Είναι απόλυτα μετρήσιμο υλικό, μέχρι το δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Αλλά εγώ απέχω από τον πλάτωνα αιώνες.



Η ΤΣΕΠΗ
Είχα σχισμένη την αριστερή μου τσέπη. Το παντελόνι που φορούσα ήταν καινούργιο, το αγόρασα πριν χρόνια στις εκπτώσεις κι επειδή η μνήμη μου με μπερδεύει συνέχεια, ρίχνω συχνά τα ψιλά σ αυτή την αριστερή τσέπη. Μόλις νιώθω το κρύο νόμισμα να τσουλάει στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και τελικά στην άσφαλτο, βλαστημάω που πάλι την έπαθα. Πιάνω τα κέρματα, όσα βρίσκω και προσπαθώ με το αριστερό χέρι να τα βάλω στη δεξιά τσέπη που όλως περιέργως παραμένει άσχιστη. Δύσκολο αλλά τα καταφέρνω. Ο κόσμος που διαβαίνει, με κοιτάζει περίεργα έτσι που μοιάζω με πίθηκα σ αυτή την ανάποδη κίνηση. Γιατί δεν τα βάζει με το δεξί που είναι το κανονικό; Σκέφτεται. Και να πεις ότι δεν έχω δεξί χέρι…
Όμως εγώ συνεχίζω χρόνια αυτή την αναποδιά. Αλλά προχτές που πήρα το επίδομα ανεργίας-θα το λαβαίνουν όλοι οι άνεργοι από δω και πέρα, -μη φοβάστε, αν μείνετε άνεργοι- αποφάσισα να ράψω αυτή την τσέπη. Έψαξα στα συρτάρια να βρω κλωστή και βελόνι, θυμήθηκα τη μάνα μου, μια ζωή να ράβει, να ξηλώνει. Νευρίασα που δεν έβρισκα τίποτε. Αυτά τα αντικείμενα έχουν εξαφανιστεί από τα σύγχρονα σπίτια. Πήγα σε πέντε-έξι ψιλικατζίδικα, το πέτυχα. Κάθισα να βελονιάσω, γάμησε τα! Άιντε να βρεις την τρύπα με τόση στραβομάρα. Τέλος πάντων τη βρήκα. Την τρύπα. Θαύμασα τον εαυτό μου κι άρχισα να ράβω την αριστερή, σχισμένη τσέπη μου. Βέβαια, μη νομίσετε πως την έβγαλα έξω όπως έπρεπε, όχι. Την έραψα απ έξω, έτσι δηλαδή που να μην έχω αριστερή τσέπη και μετά γελώντας έραψα και την δεξιά! Έτσι που αυτό το παντελόνι να μην έχει τσέπες, ούτε κωλότσεπη. Και μ αρέσει, γιατί, όταν περπατάω στο δρόμο δε μου πέφτουν τα ψιλά, δε νιώθω την κρύα επαφή του μετάλλου στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και γελάω ευτυχισμένος, ακόμα πιο πολύ, επειδή δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου. Που να τα βάλω. ..

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΜΙΑΣ ΩΡΑΊΑΣ

 


Ένα σπίτι μεγάλο όπως το ονειρευόταν, στην άκρη του γυαλιστερού κόσμου, -τζαμένιες ψευδαισθήσεις και το ξέρεις, κάποιος στίχος σφηνώθηκε ανάμεσα σ αυτή την πολυτέλεια, σ αυτή τη χλιδή που ονειρευόταν από παιδί η Αρχοντούλα Πέρκινς και στην πραγματικότητα που θρόιζε τα ωραία δέντρα στην αυλή. Στην αυλή όπου υπήρχε μόνο πράσινο και δεν υπήρχαν ζώα. Η Αρχοντούλα σιχαινόταν τα ζώα. Τα ζώα και τους ανθρώπους. Αγαπούσε τη μοναξιά και το πράσινο, μόνο αυτά τα δυο ήταν η ευτυχία της σ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο της.
Όλα αυτά τα είχε φτιάξει μόνη της, εξ άλλου δεν είχε και κανέναν σ αυτόν τον κόσμο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ή είχαν σκοτωθεί σε μακάβριο ατύχημα. Κάποια ξαδέρφια φρόντισε να τα ξεφορτωθεί αλλάζοντας το πατρικό της από Περκινιάδη σε Πέρκινς, επειδή της άρεσε αυτός ο Άντονι, ο Άντονι Πέρκινς σε εκείνα τα σαδιστικά Ψυχώ που έπαιζε όταν ζούσε.
Ήταν πρωί τα Αυγούστου που η μοναξιά της μεγαλούπολης χτυπούσε κόκκινο, να είσαι μόνος σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά αυτό επιθυμούσε αυτό αγαπούσε. Τίποτε άλλο, το μεγάλο σαλόνι, όπου μπορούσε να παίζει, να χορεύει ν ακούει Ραχμάνινοφ, ααα αυτός ο Ραχμάνινοφ της είχε φάει τη ζωή. Την όμορφη ζωή πάνω ακριβώς στα τριάνταένα της χρόνια, παρθένα που δε χάριζε σε κανέναν τον υμένα της, όμορφη σαν νεράιδα που χαμογελούσε πάνω απ το ρυάκι, που κελάρυζε ανάμεσα από τα χαλίκια σαν λέξεις υδάτινες, τόση ήταν η ευτυχία της!
Ο άνθρωπος είχε φτάσει εκεί πριν από λίγο. Χτύπησε το κουδούνι με τον δείχτη και λέω με τον δείχτη γιατί συνήθως χτυπάμε το κουδούνι με τον μεσαίο δάχτυλο. Ο δάχτυλος του δαχτύλου και περίμενε. Κανείς. Ο ήλιος στραφτάλιζε τις ακτίνες στο απέραντο γαλάζιο. Ξαναχτύπησε. Η Αρχοντούλα επάνω αναρωτήθηκε ποιος να ήταν; δε θυμόταν να είχε καλέσει κάποιον. Ποιος είναι; φώναξε!
-Ο ταχυδρόμοοοοοοοος! ακούστηκε η φωνή κι από μέσα και από έξω. [Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις σε ένα σπίτι, όλοι ανοίγουν στους ταχυδρόμους.]
Α, ο ταχυδρόμος .... μισόσμιξε τα νεραιδένια χείλη της, άνοιξε και την πόρτα. Περίμενε κανένα γράμμα; Μήπως κάποια κάρτα ή μια επιταγή; Δε θυμόταν. Όχι, δεν περίμενε τίποτε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ ευχαριστημένη που δε φοβόταν τίποτε στη ζωή της. Άπλωσε το χέρι, έπιασε την τσαγέρα, έβαλε λίγο τσάι Τενερίφης στο πορσελάνινο φλιτζάνι, μισή κουταλιά μέλι φθονερού μελισσοκόμου από το Πήλιο, γιατί φθονερού; Έχει κάποια σημασία αλλά τέλος πάντων, δίπλα υπήρχε ένας φάκελος που τον έσκισε πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο τσάι της.
Ω, Γουίλλυ έπρεπε να ήσουν εδώ
είσαι η λατρεία μου
εσύ κι ένας σκίουρος,
έλεγε η σημείωση στην κάρτα του φακέλου αλλά ποιος ήταν ο Γουίλλυ; Και γιατί αγαπούσε τους σκίουρους; Αυτή δεν αγαπούσε κανένα ζώο!
Χαμογέλασε λοξά με το κοροϊδευτικό της βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που είχαν λατρέψει όλοι οι καθρέφτες.
Ωστόσο ο άνθρωπος που χτύπησε το κουδούνι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας γυμνός. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο του, την αξιοπρέπεια του, δεν ήταν ούτε όμορφος, μηδέ άσχημος και οι αφαλοί της Αρχοντούλας λύθηκαν. Τι θα της έκανε τώρα αυτός ο απαίσιος; Τα ρούχα της έπεσαν στο μεγάλο σαλόνι, το κρυστάλλινο γέλιο της πάγωσε στην ατμόσφαιρα, το βαλς του Μπάχ, είχε αλλάξει το σιντι από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι, γέμισε τον αέρα, η δαντελλένια κυλόττα άφησε να φανεί το χνούδι, το χνούδι γλίστρησε στη σχισμή, μαζί με το λαχταριστό κρέας, ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο σπίτι της, μπήκε μέσα στη σάρκα της, ο ταχυδρόμος χτυπούσε πάντα δυο φορές μαζί μ αυτόν τον αδιόρθωτο Τζακ Νίκολσον, ο καινούριος φάκελος έπεσε στο δάπεδο του μεγάλου σαλονιού της Αρχοντούλας Πέρκινς.
Άθελά του, άθελα του φακέλου; Φύσηξε ο άνεμος; Ο άνεμος πάντα φυσάει κάποτε κι έδειξε την οπή του κόσμου. Ήταν ωραία η οπή απέναντι απ τον καθρέφτη, ωραίο ήταν και το νούμερο, πέντε ίσως έξι χιλιάδες ευρώ για μια ώρα, για μια νύχτα σε ένα μαγεμένο κόσμο, για μέρα στον παράδεισο, δεν ήταν και ευκαταφρόνητο ποσό έστω και για κάποια σαν την παρθένα Αρχοντούλα που αγαπούσε τα δέντρα και δεν αγαπούσε τα ζώα.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ.
ΤΕΛΟς

 

ΧΩΡΊΣ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ Ο ΘΕΌς ΕΊΝΑΙ ΆΧΡΗΣΤΟΣ

    .. Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε καν...