Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022
ΠΕΦΉΦΑΝΟΣ ΉΧΟΣ
Κυριακή 28 Αυγούστου 2022
ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΑΠΟΤΥΧΊΑΣ
ΑΧΥΡΟΧΑΛΒΆΔΕΣ
Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022
ΣΤΗΝ ΆΣΠΡΗ ΓΩΝΊΑ
Καθόταν
στη γωνιά του κι άναβε το ένα τσιγάρο
κατόπιν του άλλου. Μάλιστα
επειδή δεν
είχε φωτιά, σπίρτα, αναπτήρα, ίσκα και
τα
λοιπά, άναβε απ το τελευταίο, λίγο
προτού κάψει την κιτρινισμένη
του απ΄την
νικοτίνη, ψυχή, λίγο προτού πάρουν φωτιά
τα
ωχριασμένα μουστάκια του. Έπινε μαύρη
ρετσίνα, τράβαγε γeρές
ρουφηξιές θανάτου,
στόχευε την καρδιά
του και δεν του καίγονταν
καρφί, αν
πέθαινε τώρα απ το φούμο, απ τον καρκίνο
του..
πνεύματος, όπως τον είχε προειδοποιήσει
ο γιατρός. Θα πεθάνεις, κακομοίρη του
είπε
και κάπνιζε τον στριφτό μαύρο καπνό
του κι
αυτός. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο
έπεσε καταγής κι ο γέρος
χώθηκε με μιας
κάτω από το τραπέζι, κάτω απ τις καρέκλες,
κάτω
απ τον εαυτό του, βούτηξε τη γόπα
και την ρούφηξε ενώ τα μάτια
του
τσουρουφλιζόταν απ την ξευτίλα του
ποτού και του τσιγάρου.
Όταν ανορθώθηκε,
τραγουδούσε τα ποτά και τα τσιγάρα κι
αμέσως,
το καθισμένος στο απόμερο
παγκάκι, το τσιγάρο έχει πέσει καταγής,
χαμογελώντας,
σαν να ήξερε πως όλος ο
κόσμος ήταν δικός του, και μονολόγησε
πως όποιος έχει
υπάρξει καπνιστής και το
κοψε, κάποια
μέρα θα ξαναφουμάρει ο
διάολος να σκάσει Στις
Δημοκρατικές
κοινωνίες, δεν επιτρέπονται
οι ολικές απαγορεύσεις, έλεγε στην
οθόνη, ο καθηγητής εγκληματολογίας,
Γ.Πανούσης,
μιλώντας για
την απαγόρευση του τσιγάρου,
κι ο γέρων περηφανεύτηκε,
ανάβοντας με
την στουρναρόπετρα, αυτή τη φορά το
τελευταίο
τσιγάρο, το τσιγάρο που κρατώ,
στον ένα μου θεό, μια ζωή θα σ
αγαπώ, πως
ακόμα και οι θεοί συμφωνούσαν μαζί του,
άρα και ο καθηγητής, που
ήξερε τόσα
πράγματα, τι διάλο καθηγητής θα ήταν
αλλιώς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο του
τσιγάρο στην
πραγματικότητα, αφού σε
λίγο είχε πεθάνει, είχε γείρει,
με βλέμμα
άδειο, πάνω στο τραπέζι, ενώ
το τσιγάρο του έκαιγε το μυαλό,
του
έκαιγε τα σπάργανα του νου.
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022
Ι-ΔΑΝΕΙΚΉ ΖΩΉ 2
χωρίς το χάδι μιας χαριτωμένης εταίρας
Θα έλεγε κάποιος πως δεν ήξερε τίποτε
Την ιδανική ζωή που του χάρισαν
Το χέρι μιας χαριτωμένης εταίρας
Τρίτη 23 Αυγούστου 2022
ΠΩΣ ΟΙ ΑΡΧΑΊΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΓΝΏΡΙΖΑΝ ΠΩς Ο ΌΛΥΜΠΟΣ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΨΗΛΌΤΕΡΟ ΒΟΥΝΌ;
ΓΙΑΤΙ ΚΥΛΑΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ
Από
μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να
κάθεται πάνω από
ένα ρυάκι και να κοιτάζω
τη ροή του. Μου έκανε εντύπωση
αυτό
το
τρέξιμο του νερού και σκεφτόμουν πόσο
είναι το νερό
της γης
και γιατί κυλάει
το ρυάκι. Γιατί κυλάει το νερό και προς
τα που.
[ Βασανιστικά σκεφτόμουν γιατί
δεν πηγαίνει τον ανήφορο].
Όταν μεγάλωσα,
έμαθα πως το νερό κυλάει εξ αιτίας της
ελκτικής
δύναμης που λέγεται βαρύτητα.
Η εξήγηση ελευθέρωσε
ένα μέρος
της
αγωνίας μου, μα όχι όλο. Σκέφτομαι τώρα,
γιατί το
νερό να
καλύπτει το 70% της γης.
Κι ακόμα, αναρωτιόμουν τότε,
αν η γη
κινείται από μόνη της, νοώντας πως οι
δυνάμεις της
είναι μέσα
στον πυρήνα.
Αργότερα πάλι έμαθα πως κινείται εξ
αιτίας των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων
που ασκούνται
εξωτερικά από
αυτήν, μα
πάντα το ρυάκι κυλάει στο μυαλό μου.
Σήμερα,
σκέφτομαι πως είμαστε φτιαγμένοι
από αστρική σκόνη-
κι εμείς τσακωνόμαστε
αν ανήκουμε στην Ευρώπη- που
"κύλησε"
εδώ,
πριν από πέντε δισεκατομμύρια
χρόνια, κι ο χρόνος μεγαλώνει
κατά ένα
δευτερόλεπτο το γήινο εικοσιτετράωρο.
Πάντα με
απασχολούσαν αυτές οι φυσικές
λεπτομέρειες- όχι αυτή καθ
αυτή η φυσική
με τους μαθηματικούς τύπους-όσον αφορά
την
θεωρητική πρόσβαση στην επιστήμη
της φυσικής.
Η φιλοσοφία,
δηλαδή της
φυσικής.
Αργότερα πάλι, έμαθα πολλά
πράγματα, προσπαθώντας
μέσα από
την
μελέτη, να βρω διέξοδο σε ερωτήματα
τέτοια.
Η παλινδρόμηση
των κενών
δημιουργούσε συνέχεια απορίες και
φοβόμουν
το νερό,
σαν κυρίαρχο μέρος
της ζωής μας. Συνειδητά, απλώνομαι
πάνω
από αυτό, επιπλέω σ΄αυτή τη συνείδηση
πως πάνω από τους
νόμους υπάρχει, το
σύμπαν που δεν μπορεί να κινηθεί έξω
από
αυτήν. Βέβαια, η ξηρά, το μέρος που
κατοικούμε μας δίνει
περισσότερη
σιγουριά. Γη, θεωρούμε το χώμα, τα βουνά,
τις
πεδιάδες. Και μου έρχεται στο νου
να ρωτήσω πως οι Αρχαίοι
Έλληνες γνώριζαν
ότι ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό.
Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022
ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ, ΠΑΛΙΆ ΓΟΗΤΕΊΑ
Τελειώνοντας
αυτό το παραλήρημα, ο συγγραφέας,
ανασαίνει βαριά. Ήθελε να τα πει όλα και
κουράστηκε. Πέφτει αποκαμωμένος σε μια
ξεχασμένη καρέκλα, μοναχικός και
εχέμυθος. Ο σκηνοθέτης τον
κοιτάζει
περίεργα. Μόνο η πουτάνα η ιστορία τον
συλλυπιέται.
"Υπάρχει για σένα το
μέγεθος της ιστορίας," του ψιθυρίζει.
"Ποιος
άλλος έχει αυτή τη χάρη;" Ο
σκηνοθέτης διαφωνεί με αυτή την
άποψη,
δυσανασχετεί. "Οι συγγραφείς,"
επιμένει, "δεν πρέπει να
είναι και
ήρωες". Ήρωες είναι ο Αχιλλέας και ο
Έκτορας αλλά όχι ο Όμηρος. Ο συγγραφέας
που κοιμάται βαθειά ευτυχισμένος, δεν
ανοίγει τα μάτια του. Κοντινό πλάνο στο
πρόσωπο του.
Οι τυραννισμένες ρυτίδες
του, γεμίζουν την οθόνη. Με φλας μπακ,
ανακαλύπτουμε τα όνειρο του: Ένας
εξαίσιος κόσμος, γεμάτος
ανισότητες,
ένα παιδί του δρόμου, βρίσκει το
ξεροκόμματο του και
το τρώει με βουλιμία.
Ένας ποδεμένος που λύνει τα κορδόνια
των παπουτσιών του και τα δίνει σε έναν
ξυπόλυτο. [Αυτό είναι κλεμμένο απ το
ΑΜΕΡΙΚΑ-ΑΜΕΡΙΚΑ, του Ελία Καζάν]. Μια
γλυκιά μελωδία, παιγμένη από μια μπάντα
σαλτιμπάγκων μουσικών, απλώνεται
πάνω
και μέσα στην οθόνη. Είναι σημαντική η
διάρκεια της. Ίσως
πάνω από πέντε λεπτά.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται τρείς φορές
μέχρι
να την εμπεδώσουν οι ηθοποιοί. Το
πλάνο κλείνει, με ζουμ-άουτ, επανερχόμαστε
στην πραγματικότητα. Η κάμερα κινείται
γρήγορα
στους δρόμους μιας πολύβουης
πόλης. Του Νιου Μέξικο ή της
Αθήνας.
Κόσμος πάει κι έρχεται. Αυτοκίνητα,
χειράμαξες,
αχθοφόροι, παντός είδους
Κινέζοι. Ανάμεσα τους ο πρωταγωνιστής
Α, τρεκλίζει με ένα μπουκάλι βότκα ή
τεκίλα στο χέρι. Μοιάζει με
τον Νίκο
Κούρκουλο, στο κοινωνία ώρα μηδέν. Με
σημάδια στο
πρόσωπο, με λεριασμένα
ρούχα, σχισμένα. Αξύριστος, ταλαιπωρη-
μένος
αλλά είναι ωραίος! Ο θεατής μένει
κεραυνοβολημένος στην εμφάνιση του.
Πόσο θα ήθελε να ήταν ο ίδιος! Να περνούσε
αυτά
που τραβάει ο πρωταγωνιστής. Η
νοσταλγία του τσακίζει τα κόκαλα.
Οι
γυναίκες κλαίνε αναφιλητά. Πως κατάντησε
έτσι! Τελικά ο Α κατορθώνει να μπει σ
ένα μπαρ. Σωριάζεται σε μια καρέκλα. Σ
ένα
σκαμπό, σε ότι βρίσκει. Πάντως
σωριάζεται. Από την άλλη πόρτα
μπαίνει
ο Β πρωταγωνιστής, αγκαλιά με μια άγνωστη.
Πλησιάζουν, κοιτάζουν με συμφορά τον
Α, στέκονται από πάνω του.
"Τι μπορούμε
να κάνουμε γι αυτόν; Είναι ένας
κατεστραμμένος πρωταγωνιστής. Τον
εγκατέλειψε η γυναίκα του, τον παράτησαν
τα παιδιά του, δεν έχει καμιά ελπίδα πια
στον κόσμο. Γιατί να ζήσει;" Η άγνωστη
του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο Α, ανατινάζεται,
με σκοτεινό
βλέμμα, μουγκρίζει: "Φύγετε
απο εδώ! Πάρτε δρόμο!" και
ρουφώντας
την μπουκάλα ξαναπέφτει με τα μούτρα
στο τραπέζι.
Οι άλλοι ανασηκώνουν τους
ώμους και φεύγουν.
Σάββατο 20 Αυγούστου 2022
ΜΟΥΡΌΧΑΒΛΟΙ
ΑΝΆΠΟΔΟΣ ΚΌΣΜΟΣ
Έκανα
τα μαλλιά μου κότσο, έτσι για
ν αλλάξω
χαραχτήρα και
βγήκα έξω στις
έξι ακριβώς. Φόρεσα ένα
εφαρμοστό κολάν, κατηφόρισα την
Ιπποκράτους με το μυαλό
μου στο μέσα
της γης. Κοίταξα γύρω μου
και προσπέρασα
τους δεκαπέντε
περίεργους ταβατζήδες,
αδιάφορα και σε
όσους με κοίταζαν
περίεργα έβγαλα τη
γλώσσα έξω. Όχι, που
να το παινευτώ
αλλά γυμνασμένος που
είμαι έβαλα τις
παλάμες μου στο έδαφος,
σηκώθηκα κάθετος κι άρχισα να περπατάω,
έτσι με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτηκα πως
ήταν καλύτερα και από δω και πέρα έτσι
θα βάδιζα κι έτσι θα έβλεπα
τον κόσμο.
Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022
ΑΤΈΛΕΙΩΤΗ ΖΩΉ
Δηλαδή,
τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα
πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν
ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα
συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά
τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν
ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο
μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την
ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους
που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που
βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.
Τρίτη 16 Αυγούστου 2022
ΔΙΑΚΟΠΈΣ ΣΤΟ ΛΥΚΑΒΗΤΤΌ
Ερημιά. Τόση ερημιά ποτέ δεν την είχα. Μέσα και έξω μου. Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο έμεινα μόνος στην Αθήνα. Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι κρυβόταν αλλά δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός, όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου, ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό. Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία. Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή. Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα, με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι, μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια, στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου, λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός -στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς. Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγω δεν περπατούσα, δεν ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν; Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς- και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα, όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον, σ αυτή την ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη, σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος. Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός, λες και θα έπεφτε αρρώστια, άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά. Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα. Παράτησα τις διόπτρες, έτσι κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του. Σταμάτησα κάτω από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που έκανε για να ξαπλώσω. Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι που σκοτείνιασε ο κόσμος.
Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022
ΟΙ ΜΟΓΓΟΛΟΙ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΈΞΥΠΝΟΙ ΑΠ ΤΟΥς ΈΛΛΗΝΕΣ;
Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022
ΟΜΗΡΙΣΤΉΣ
Κι εγώ έχω μελετήσει τον Όμηρο αρκετά μπορώ να πω,
ειδικά εκείνα τα χρόνια της Τρίτης Γυμνασίου και Α Λυκείου με καθηγητή
έναν εξαίρετο Ομηριστή τον Ζαγκελίδη. Εν πρώτης εγώ δεν πιστεύω πως ο
Όμηρος ήταν ..ένας. Βασιζόμενος στις παραδόσεις πως εφτά πόλεις
μαίρνοντο-όπως το θυμάμαι ηχητικά το ρήμα-δεν ξέρω και δεν ανοίγω το
Γκουγκλη για περαιτέρω- που σημαίνει, ερίζουν, τσακώνονται για την
καταγωγή του Ομήρου, μεταξύ τους η Μίλητος, η Αλικαρνασσός, η Σμύρνη,
που σημαίνει ότι στους αιώνες που τα έπη τραγουδιόνταν από τους αοιδούς
και δεν ήταν καταγραμμένα, φαντάζεσαι έναν μόνο ποιητή να επαναλαμβάνει
συνέχεια τις ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας; μέχρι την εποχή του
Πεισιστράτου που αναθέτει στους γραφιάδες του, αυτή την πραγματικά
μεγάλη πράξη. Με βάση τη λογική ο Όμηρος δεν ήταν ένας αλλά πολλοί. Στην
ουσία είναι κάτι σαν παραδοσιακή ποίηση μεταδιδόμενη από στόμα σε
στόμα. [Στα Ομηρικά έπη η βάση της θρησκείας είναι καθαρά πολυθεϊστική
και τελείως ανθρωπιστικές πολλές φορές οι δυνατότητες και τα
μειονεκτήματα των θεών]
Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022
ΜΩΡΈ ΜΑΛΆΚΑ
Μωρέ
μαλάκα, για να υπάρξεις καλύτερος των πραγμάτων πρέπει
να μη συνεχίζεις
να είσαι κομπλεξικός. Βγες απ το καβούκι σου, μη κρύβεσαι, πες μερικά
πράγματα όπως είναι, πες ότι παίζεις μαλακία πρωί, μεσημέρι, βράδυ, δεν
είναι και κακό να ομολογήσεις πως είσαι δολοφόνος του ωραίου, πως είσαι
άπληστος, τότε μπορεί να μη σε κακοκαρδίσουμε, παρ ότι συνεχίζουμε να
αντιπαθούμε τους καθ έξιν ηλίθιους. Διάβασα τον Γουίτ πολύ μικρός, Κάρυλ
Τσέσμαν. Ποιος να τον ξέρει. Μωρέ μαλάκα, είδες πως μπορείς να γίνεις
αντιπαθής; είδες ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο τελικά απ αυτό που
νομίζεις; απ αυτό που έχεις μέσα στο μουνή σου; είναι όντως εκπληκτικό
να γυμνάζεις τους μύες σου, συμφωνώ ο χρόνος σου αρχίζει από τώρα! Τώρα
που θ αρχίσεις ν αρθρώνεις, φοβερό το αρθρώνεις; τρία-τέσσερα σύμφωνα
στη σειρά, υπάρχουν κάποιοι που μας συμπάθησαν για την ωραία μύτη
μας-ωραίο τον συν και τα λοιπά, μόνο ο Κατσίκας και ο Δήμου Χρήστος
έπαιζαν ωραία μπάλα, η κυρία Ιωάννα υπήρξε ή υπάρχει ωραία, δύσκολο να
είσαι ή να γεννήθηκες ωραίος χωρίς εναντιότητα; χωρίς μια πράξη; χωρίς
να υποθέσουμε πόσο βάναυσος είναι ο χρόνος της ομορφιάς και της
καλότητας; γιατί χωρίς καλότητα δεν υπάρχει ομορφιά, ότι και να μου
πεις. Τα χαρακτηριστικά του ωραίου δεν κρύβονται πίσω από καμιά μάσκα,
τι θέλω να σου πω ρε; βγες απ το καβούκι σου, πες μερικά πράγματα όπως
είναι, ο χρόνος σου μετράει από τώρα, μαζί κουβεντιάζουμε όσο κι αν
νομίζεις πως δε σε ξέρω.
ΤΣΙΛΙΑΔΌΡΟΙ
Πήγα
μια βόλτα. Όχι μακρινή, μέχρι το Θησείο. Κάθισα σε ένα παγκάκι, εκεί
στο παζάρι, λιγόπρωο ήταν ακόμα, κάθισα να χαζεύω. Ένα πανηγύρι άρχισε
να κλώθεται, γύρω μου κι έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών
να συνωστίζονται, να κάνουν αστεία μεταξύ τους, να τσακώνονται ποιος θα
πάρει το καλύτερο πόστο στην αγορά. Άνθρωποι απ όλον τον κόσμο, παγκοσμιοποίηση, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή με κέντρισαν πέντε-έξι τύποι,
που έστησαν ένα χαρτοκούτι κι άρχισαν να παίζουν τον παππά. Το γνωστό
παιχνίδι. Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που΄ναι ο παππάς. Τα χαρτιά έπαιζε
μια χοντρή τεραστίων διαστάσεων. Έλα βάλε πενήντα, κάτω εσύ, πάνω εσύ,
έλα πάρε, κι έδιναν το πενηντάρικο ο ένας στον άλλον, οι αβανταδόροι
μεταξύ τους, περιμένοντας το θύμα. Σε λίγο ο ένας τσιλιαδόρος που ήταν μπροστά μου έδωσε σύρμα. Ως δια μαγείας διαλύθηκαν όλοι, όλα έγιναν
καπνός, το χαρτοκούτι έφαγε μια κλωτσιά, τα χαρτιά κρύφτηκαν στην ρόδα ενός αυτοκινήτου, οι αβανταδόροι βόλταραν αδιάφορα και είχε μια πλάκα να
τους βλέπεις, σαν στην οθόνη ενός κινηματογράφου, τα πάντα γινόταν στην
εντέλεια. Ένα μάθημα που το είχαν μάθει χρόνια. Μόλις έφυγε η
Αστυνομία, το σκηνικό επαναλήφθηκε, εδώ παππάς, εκεί παππάς,
περιμένοντας το θύμα που κάποτε έσκασε μύτη και ήταν ένας μουγγός
κακομοίρης, που του πήραν σχεδόν μαγικά διακόσια ευρώ, που να καταλάβει ο
κακομοίρης, δεν μπορούσε και να μιλήσει, να διαμαρτυρηθεί και οι
παπατζήδες εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας όπως δια μαγείας είχαν
εμφανιστεί. Αυτή είναι η Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, ένα ατέλειωτο
παπαδιλίκι, εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι παππάς;
ΤΕΧΝΗΤΉ ΝΟΗΜΟΣΎΝΗ ΤΟΥ ΠΈΟΥΣ
Και η φυσική επιλογή του Τέσλα [Να ζηλεύεις κάτι καλύτερο.] Να ζωγραφίσουμε ένα πέος δηλαδή ή πολλά. Πέη. Δεν είναι και τόσο εύηχη λέξη,...
