Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

ΙΟΥΛΊΑ

 

 
Ξεχάσαμε από πότε ήμασταν ελεύθεροι. Μας μπέρδεψαν τα ψέματα και οι αλήθειες τους
φυλάκισαν με μάσκες τα ωραία πρόσωπα μας, -ίσως το πιο ύπουλο ψυχολογικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ
Ζωγραφίζω γιατί δεν μπορώ να επαναστατήσω
Αυτό το έργο το ονόμασα ΤΟ ΠΙΟ ΘΛΙΒΕΡΌ ΑΝΘΡΏΠΙΝΟ ΕΊΔΟΣ κι αυτοί ονομάζουν αυτή την κατάσταση, μεγάλη επανεκκίνηση.
Χρυσοπέταλα κι αν σου φορέσουν, πέταλα θα είναι με καρφιά
Ξέχασα κι εγώ πότε ήμουν ελεύθερος, ίσως μόνο όταν ήμουν παιδί- γράφω και όχι δεν ξεσπώ στο χαρτί. Μοιράζομαι κάτι μαζί σας που χρόνια κουβεντιάζουμε και πιστεύω πως με τους πολλούς συμφωνήσαμε να έχουμε μια κοινή λογική προτού μας φορέσουν άλλα προσωπεία από αυτά που ξεκινήσαμε εδώ μέσα και λυπάμαι που δεν μπορούμε να επαναστατήσουμε επειδή ο εχθρός είναι αμείλικτος, αδυσώπητος, κακός. Ίσως ο χειρότερος που θα αντιμετωπίσουμε ποτέ: Ο ΦΌΒΟΣ
Στο πρώτο μου βιβλίο τους ΙΚΈΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ που το γραψα σχεδόν είκοσι χρονών, υπάρχει αυτή η φράση: ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο φόβος!
Η αμηχανία μου γέννησε αυτόν τον πίνακα, σα να μην ήθελα να φτιάξω κάτι, σα να μη θέλω πια να ζωγραφίζω, αφού δεν έχω να πω τίποτε στους συνανθρώπους και περισσότερο ανίκανος να πολεμήσω αυτούς που μας έφεραν στην ολέθρια κατάσταση.

ΟΙ ΔΟΡΥΦΌΡΟΙ ΤΟΥ ΙΛΟΝ ΠΑΣΚ

  

 


 

 

Η ζωή είναι παράξενη, περίεργη και απατηλή. Εκεί που νομίζεις πως κάτι ξέρεις σου ρχεται κατακέφαλα αυτός ο Ιλόν Μάσκ και σου λέει πως έχει πάνω από τρεις χιλιάδες δορυφόρους που τρέχουν; κινούνται; με ταχύτητες πάνω από 7.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο! και ρωτάς ο αδαής γιατί τρέχουν; πως γίνεται ν αναπτύσσουν τέτοιες ταχύτητες; κι άραγε τι κάνει ένας δορυφόρος εκεί έξω στο διάστημα;, εδώ εσύ δεν έχεις πατίνι να κινηθείς, το όριο της φτώχειας σε κυνηγάει, το χωράφι με τις ελιές γέμισε σκίνα και πουρνάρια και ποιος Αλβανός θα το καθαρίσει, και δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τι ανάγκη έχουν τους δορυφόρους όλοι αυτοί οι πλούσιοι αλλά και τα κράτη που ανταγωνίζονται για την κατάκτηση του διαστήματος. Ακόμα και η Νιγηρία, η Αίγυπτος ξοδεύουν δισεκατομμύρια για τον διαστημικό εξοπλισμό τους εκτός φυσικά από τις πρώτες, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ευρώπη. Σε λίγο γύρω απ τον πλανήτη γη η κυκλοφορία δορυφόρων χαμηλής πτήσης θα πυκνώσει τόσο που θα κινδυνεύουμε να φυλακιστούμε στον πλανήτη μας κι εσύ κάθεσαι και κλαις που ο μισθός δε σου φτάνει, η σύνταξη ξοδεύεται στις πρώτες δέκα μέρες του μηνός, ο άλλος ψάχνει στα σκουπίδια κανένα κομμάτι ψωμί και τολμάς να μου πεις πως η ζωή μας δεν είναι παράξενη! Αυτή η φοβερή και ακατάσχετη τεχνολογική εξέλιξη που αφορά φυσικά κατά κύριο λόγο όσους την κατέχουν αλλά και γενικά όλους εμάς που δεν έχουμε καμία συμμετοχή σ αυτό το γίγνεσθαι και ούτε θα μάθουμε ποτέ πως καταστράφηκε ο πλανήτης γη, γιατί τα μικροπροβλήματα της ατομικής μας μακαριότητας δε μας άφησαν ποτέ ν ασχοληθούμε με τέτοιες και άλλες καταστάσεις που δημιουργούν οι λίγοι εις βάρος των πολλών. Κι αν είναι να αναφερθώ και στην περίφημη Α1, έτσι αποκαλούμε πα την τεχνητή νοημοσύνη, ίσως αυτή να είναι πιο προσιτή στην κατανόησή της επειδή μοιάζει με παραμύθι και φυσικά τα παραμύθια τα καταλαβαίνουμε όλοι. Μόνο το παραμύθι του Ιλόν Μάσκ, της Μαικροσοφτ,, της ουανγουεμπ, δε θα καταλάβουμε ποτέ κι έτσι αδαείς θα ταξιδεύουμε δορυφορικά στον μικρόκοσμο μας.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

ΑΤΑΚΕΣ

 

 


Πόσο αξίζει ένας καφές και φύγαμε
Δε σας γουστάρω ρε μαλάκες
Στην άλλη άκρη τη ζωή την πήγατε
και ψάχνετε γι΄ατάκες.
Νταμ, ντίρι νταμ, ντιριντάμ, ντιμ...ντάμ!
Νταμ, ντιριντάμ..ντιμ, νταμ!
Πικρό τσιγάρο το σ΄αγαπώ στην άκρη του δρόμου
Φαντάρος που γύρισε και δεν θα ξαναπάει
Μικρή η ζωή, το φιλί, τα σ΄αγαπώ τα λάικ, επ΄ώμου
Κερδισμένος, χαμένος, είναι αυτός που γαμάει;
Νταμ, ντιριτάάάάμ...ντιριντάμ, μτιριντάμ!
Ντιρρρρι...νταμ.
Πόσο αξίζει ένας καφές και πήγαμε
στην άλλη άκρη της ζωής, μαλάκες.
Πάντα να ξέρεις το κακό προσμένει
εσέ που τίποτα δεν σε περιμένει
Δεν μπορώ χωρίς τσιγάρο μαλάκα, ντιρινταμ
μου πότισε το χείλι η νικοτίνη
Μοιάζω λίγο με τον Ροζέ Βαν Ντ΄αμ
Γνώρισα κάποτε τη σκοτοδίνη.
Νταμ ντιριντάμ και νταμ και νταμ
Ντα ντιριντάμ.΄
Πόσο κοστίζει ένας καφές στην άκρη του κόσμου;
Δεν μπορώ να σε διώξω απ΄το μυαλό μου Χρυσάνθη
Στέγνωσε, το φιλί, η υποψία, αν θελεις, δός μου
Νταμ,νταμ, ντιριντάμ, νικοτίνη πίκρα και άνθη.
Τραγούδα όσο θέλεις το ντιριντάμ
είναι ένα τραγούδι απ΄την άκρη του κόσμου.
Νταμ, νταμ,νταμ, ντιριντάμ. Νταμ ντιριντάμ.
Σατιρική ποίηση Κ. ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ

 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

ΤΟ ΛΊΓΟ

 


Μα εσύ δίχως λόγο να πεις δεν κοιμάμαι, δε φεύγω
πάντα υπάρχει ένας λόγος να κλάψεις
και ο κόσμος στεγνός,
περιμένει ένα δάκρυ από σένα
Μακριά ένα σύννεφο σβήνει
ο καπνός ανοιχτά συνορεύει
μια φορά να γυρίσεις από κει
-Την αλήθεια να πεις, μη φοβάσαι!
Περπατώντας, γλιτώνεις λες
Μόνο η θάλασσα στέκει.


 

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

ΧΕΙΜΏΝΕς 3

 


Κάθομαι εδώ, απέναντι με τον Χειμώνα που άρχισε επιτέλους να δείξει τα δόντια του. Για να πω την αλήθεια μου, ο Χειμώνας μου άρεσε και μου αρέσει καλύτερα από το Καλοκαίρι. Το κρύο από τη ζέστη.
Τα δέντρα έξω από το ανοιχτό παραθύρι μου στο λόφο του Στρέφη, στάζουν υδάτινους τόνους, ίδιους με τα γράμματα που έμαθα: τη δασεία και την υπογεγραμμένη. Δε φοβάμαι μη μου την κλέψουν, δε φοβάμαι μη μου κλέψουν τίποτα, σε αντίθεση με τους εκκολαπτόμενους συγγραφείς, που μου λένε συνέχεια πως φοβούνται μη τους κλέψουν τα περίφημα γραφτά τους- εμένα, ας μου κλέψουν το κατηγόρημα. Θα είμαι περήφανος που κάποιοι θέλησαν να με αντιγράψουν. Να αντιγράψουν έναν πίνακα ζωγραφιάς μου ή ένα χειρόγραφο που θα το οικειοποιηθούν.. Να κλέψουν δηλαδή τη χαρά μου, αυτή που γίνεται ένα με αυτή τη γη, την Ελληνική γη ή ένα από τα ευγενικά πεύκα.
Απέναντι μου ο Χειμώνας κλαίει και θα μπορούσα αιώνες να κάθομαι εδώ για να τον βλέπω. Να θυμάμαι τα ξεροβόρια της παιδικής μου ηλικίας, να σκέφτομαι πως έφτασα ως εδώ. «Όμως για να το αντιληφτεί αυτό κανείς, πρέπει να έχει περάσει απ όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει, που κείται το καίριο.» Ελύτης
Να, λοιπόν που μπορώ να κλέβω. Να κλέβω κάτι που αξίζει. Να έχεις δηλαδή κάποια διαμάντια, κρυμμένα στα ντουλάπια σου και δικαίως να φοβάσαι για την τύχη τους. Εγώ δεν έχω τέτοια κι αν είχα, είναι απλωμένα στον κόσμο, έτσι που να μη χρειάζεται να τα κλέψεις, αφού είναι κοινά. Η τέχνη δεν κλέβεται, παραδίδεται στον κόσμο, άρα πώς να κλέψεις τη Τζοκόντα; Όλος ο κόσμος την ξέρει τη Τζοκόντα, όπως και την Αφροδίτη της Μήλου.
Για να κλέψεις πρέπει να ξέρεις. Που σημαίνει πως είσαι έξυπνος, πώς να το διαπράξεις και πως το πιο σπουδαίο, είναι να γνωρίζεις πως θα διαφυλάξεις το κλοπιμαίο.
Απέναντι ο Χειμώνας συνεχίζει το βιολί του. Περνούν γυναίκες με τις κομψές ομπρέλες των. Να είχα κι εγώ μια τέτοια ομπρέλα! Να μη βρέχομαι αφουγκράζοντας την οσμή των δέντρων!
Με θαυμαστικά όμως δε γίνεται δουλειά, οι λέξεις, οι πινελιές, τα βλέμματα των ανθρώπων, η ωραία νοσταλγία για τη ζωή, τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της Ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς να τα φορτώσεις στον κόκορα. Η βροχή λιγόστεψε, τα δέντρα λουσμένα τη γυαλιστερή άχνα του πράσινου που ανακατεύεται με το μαύρο, το οποίο κυκλώνει το σκοτεινό μέρος της νόησης, να μια ωραία εικόνα καταδικιά μου, την ώρα που βλέπω το σκοτάδι να πέφτει, την ώρα που οι άνθρωποι πενθούν για τα διαμάντια και τον χρυσό. Τον χρυσό μιας περισπωμένης, μιας θλίψης που κανείς δεν την ήθελε και κανείς δεν μπορούσε να τη διώξει απ το μυαλό μας.
Ο Χειμώνας αυτός, μπορεί να είναι ο τελευταίος μας. Σκεφτείτε πως ο Χειμώνας αντιπροσωπεύει το δύσκολο μέρος της ζωής, έτσι όπως μας το μετέφεραν στα βιβλία, σπουδαίοι λογοτέχνες, επειδή βυθίζεται πιο γρήγορα στο σκοτάδι και στο κρύο, σε αντίθεση με την Άνοιξη που η γη βοά την ανθοσπορία κι όλος ο κόσμος κρύβεται στο κίτρινο, στο κόκκινο των λουλουδιών, με τις λευκές πεταλούδες που κι αυτές θα ζήσουν μόνο μια Άνοιξη.
Απέναντι μου ο Χειμώνας. Βαρύς, γκρίζος, ερμητικά μονότονος όπως το σιγανό πέσιμο της βροχής. Σταλάζει στο πεζοδρόμιο το χιόνι, λευκότερο από ποτέ, τα ξεροβόρια της παιδικής ηλικίας όταν οι άνεμοι σφύριζαν από παντού στη χαλικόστρωτη πλατεία του χωριού, όταν τα δέντρα έσκυβαν στη γη-τόσοι μεγάλοι άνεμοι δεν είχαν περάσει ποτέ- η εικόνα των ανθρώπων που ήθελαν να τα κλέψουν και τότε και τώρα δεν μου άλλαξε τη σκέψη πως οι άνθρωποι μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.

 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η ΚΑΚΊΑΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ

 


να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
άρχεται η συνεδρίασις εις δίκην της συνειδήσεως Η αυτού μεγαλειότης θ απονείμει δικαιοσύνη εις τα ζώα. Θα δοθούν δωρεάν νομικές και ιατρικές συμβουλές [δεν πιστεύω πως μπορούσα να ξεφύγω και να μη σας πως την αλήθεια] Ούτω, άπαντες είναι αποδεκτοί ασμένως.
Ερώτηση: τι να κάμω με τις φοβίες και τις αρνήσεις μου;
Απάντηση: να τις καταπνίξεις φίλε μου.
Μα πρόκειται περί επαναληφθέντων κατά συρροήν εγκλημάτων εις βάρος του λαού με τρομοκρατικές ενέργειες και εάν εν μέτρον αποτυγχάνει, αποσύρεται επεί, μάλλον βλάπτειν τους ένοικους! [δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχω σαν νομοταγής πολίτης αλλά ενίσταμαι και εξοργίζομαι. ξεκίνησα να εμβολιαστώ αλλά η συνεχιζόμενη ανόητη πολιτική με ανάγκασε σε δρόμους άλλους]
Ερώτηση: ποία είναι η μετάλλαξις της ελλειπτικής τροχιάς του Αλδεβαράν; και γιατί δεν φοράτε μάσκαν;
Αποφεύγω να σας πιστεύω επειδή το παρελθόν σας δεν είναι έντιμο κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι και ως εκ τούτου αν ένα πανί μπορεί να με προφυλάξει από τον ιο, παρεμπιπτόντως οι ιοί είναι αόρατοι δια γυμνού οφθαλμού και άρα διαπερνούν ανά πάσα στιγμή τον χώρο και τον χρόνο, υποστηρίζω πως με υποχρεώνετε σεις, να φορώ μάσκαν εσαεί! και φυσικά αρνούμαι να το πράξω ακόμα και αν ξέρω πως θα πεθάνω-αφού αν ακολουθήσω τας δικά σας εντολάς θα είμαι πεθαμένος εκ των προτέρων! εις έντιμος βίος δεν μπορεί να υποταχθεί εις τας αθλίους σας μεθόδους. [χρήματα για όλους, ελεύθερος έρωτας, ελεύθεροι μέσα σε ένα κράτος λαϊκό, δημοκρατικό. ελεύθερη αγκαλιά, και άλλα που αν μου τα προσβάλλεις αρνούμαι να ζω]
Διαφωνείτε πως υπάρχει ιός; αυτό είναι ανήκουστο, μας θεωρείτε απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου;
Απάντηση! μάλιστα. τοιούτοι υπάρχετε, σεις που [με έξαψη] διάγετε βιολογικούς πολέμους, σεις που δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώσετε, σεις ερχόσαστε σαν λυτρωτές μου; αρνούμαι να σας πιστέψω και γι αυτό δεν εμβολιάζομαι είσαστε υπότροποι και πρέπει να δικαστείτε και να καταδικαστείτε δια τούτο.
Πολύ θα ήθελα αδελφοί, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και έτεροι, να μην ακολουθήσετε την χυδαία υποκριτική στάση της παγκόσμιας κοινότητας
Εαν δεν μπορείτε να αντεπεξέλθετε παραιτηθείτε των καθηκόντων σας άρχοντες, διότι αυτό που προσπαθείτε να με πείσετε πρόκειται περί μιας βδελυρής αστειότητας. η ζωή δεν μπορεί να κλεισθεί σε κουτί όσοι κι αν πεθάνουν. το ξέρετε πως καταντήσατε σεις την διάσπασιν του κοινωνικού ιστού; γνωρίζετε πως σκοτώνονται αδέρφια, πως χωρίζουν ανδρόγυνα, πως νέοι άνθρωποι χώνονται στις ψυχιατρικές κλινικές; και συνεχίζετε την ανόητη επανάληψη μέτρων που αποδείχτηκαν ανεπιτυχή;
το δις και τρις επαναλαμβανόμενο λάθος σημαίνει πως είσαι ηλίθιος αδερφέ επεί, ο εγκλεισμός, αι μάσκαι, το εμβόλιον, απεδείχθησαν μέτρα ανεπαρκή εναντίον του υποτιθέμενου ιού και συ συνεχίζεις να επιβάλλεις άλλους νόμους όπως οι περιορισμοί στις εισόδους σε κέντρα, σε καταστήματα, σε χώρους όπου σε λίγο δε θα επιτρέπεις σε κανέναν να υπάρχει!
η λήξις αυτής της συνεδρίασης συνειδήσεως ουδόλως εύκολη εστί και είναι πρόδηλον πως σεις θα συνεχίσετε όπως και εγώ θα συνεχίσω να μη σας έχω εμπιστοσύνη και ούτω θα καταλήξουμε σε μια διαμάχη διαρκείας.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

οπισθοφυλλο παραμέτρου

 

Η ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΑΪΝ


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ



Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε, είναι από τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε τ’ αγαπούσε, ούτε τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος δε μισούσε τίποτε. Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους: τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια, όλα τα δέντρα. Ακόμα κι όσα είχαν αγκάθια για να προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.

Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών. Έλεγε ότι τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και πως καμία φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες.

Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος. Δεν ήξερε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το έβλεπε, το ζούσε: άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων τους ως θυσία σε θεούς˙ άλλοι τους τηγάνιζαν σε καυτό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δεν χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις γι’ αυτό.

«Η ζωή είναι ωραία», απαντούσε ο Μάικ.

Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο ισχυρά δεσμά.




Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΕΦΉΜΕΡΟ

 


Πέρναγε κάθε βδομάδα έξω από το μαγαζί μου η Αντωνία, και με ρωτούσε χαμογελαστή: τι κάνει ο Γιάννης; Στεκόταν στην πόρτα μπροστά στη βιτρίνα, έκανε βήμα μέσα και μετά πάλι έξω, έβγαζε τα τσιγάρα με τα πιπάκια κι άναβε. Διατηρούσα ένα παπουτσάδικο, επιδιορθώσεις, τακούνια και λοιπά, στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου, χρόνια τώρα αλλά ποτέ δεν έμαθα, ούτε ρώτησα, γιατί είχαν βάλει αυτά τα ονόματα σ αυτούς τους δρόμους. Εξ άλλου τι μ ένοιαζε; χρόνια τσαγκάρης τώρα- μη νομίζετε πως είμαι και μεγάλος, πλησιάζω τα σαράντα πέντε- μια χαρά ήμουν, τίποτα δε μου έλειψε κι ας φαίνεται παρακατιανό το επάγγελμά μου. Το μόνο που μου έλλειπε τελευταία ήταν η συντροφιά μιας γυναίκας, μια και είχα χωρίσει με την δικιά μου μερικούς μήνες πριν, οριστικά. Έτσι, αμυδρά μες το μυαλό μου έπαιζε και η Αντωνία σαν μια υποψήφια. Ομορφούλα ήταν, χήρα με ένα γιο αλλά δεν πείραζε κι γω είχα ένα κορίτσι. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μου έλεγε καλημέρα, εκτός κι αν της το υπενθύμιζα, με κοίταζε όμως στα μάτια όταν άναβε την πίπα της και επαναλάμβανε αν πέρασε ο Γιάννης. Αν της απαντούσα όχι, σα να την πείραζε. Θα κοιμάται, έλεγε. Μπα, μου είπε πως έχει δουλειές. Χα! ο Γιάννης δουλειές, στράβωνε τα χείλη. Τι δουλειές να έχει αυτός; άιντε πάω να φύγω, αν τον δεις πες του χαιρετίσματα. Κι έφευγε σε πέντε -δέκα λεπτά. Έβγαινα στην πόρτα να την παρακολουθήσω πως περπατούσε, δε γύριζε πίσω- ίσια μπροστά κοιτούσε μήπως χύσει τον τραχανά. Αμάν ρε Αντωνία, της είπα μια μέρα. Γύρνα και λίγο το κεφάλι όταν περπατάς. Πότε; που; ζωντάνεψε. Προχθές σε φώναζα στην Ιπποκράτους... Αααα, δε θα σε είδα. Πέρασε ο Γιάννης; Τι κάνει ο Γιαννούλης; Πάλι τα ίδια, σκέφτηκα. Την επόμενη φορά που θα ερχόταν εκτός από την πρόταση που θα της έκανα να βγούμε θα την ρωτούσα πρώτα αν τα είχε ποτέ με το Γιάννη και μετά αν ήθελε να τα φτιάξουμε. Φυσικά εγώ δεν ήξερα κανέναν τέτοιον Γιάννη, απλά στην αρχή το είχα πάρει για παιχνίδι και το συνέχιζα γιατί έπιανα λίγο κουβέντα μαζί της, αφού τίποτε άλλο δε λέγαμε. Αλλά εκείνη τη μέρα αποφάσισα να ξεδιαλύνω το πράγμα. Μόλις την είδα και είπαμε τα σχετικά, την πέρασα μέσα, στο μικρό σαλόνι σχεδόν με το ζόρι. Έλα, να τα πούμε λίγο, της είπα. Τι στέκεσαι όλο στην πόρτα. Εντάξει, είπε κι άναψε τσιγάρο. Άναψα κι εγώ που έψαχνα τα μάτια της αλλά δεν μου τα δινε, τα χαμήλωνε. Τι κάνει ο Γιάννης; τον είδες; άρχισε. Όχι, δεν τον είδα, άστον τον Γιάννη τώρα, τι να της έλεγα πως δεν γνώριζα κανέναν τέτοιον Γιάννη; Μπα, θα την έχανα. Λοιπόν Αντωνία, κοίτα εμένα μου αρέσεις, τόλμησα. Θέλω να γνωριστούμε καλύτερα, μιλάω σοβαρά. Η Αντωνία σήκωσε τα μάτια, τράβηξε μια γερή τζούρα από την πίπα της, την φύσηξε στο ταβάνι. Έσιαξε τη φούστα της κι ενώ εγώ την κοιτούσα με αγωνία, σηκώθηκε, περπάτησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε, γύρισε με κοίταξε γλυκά στα μάτια και μου είπε. Άμα δεις το Γιάννη, πες του χαιρετίσματα.
απ τα μικρά διηγήματα μου

 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ

 

 


Τα κοντινά πλάνα μιας ζωής που τείνει να ξεφύγει από την ηρωοποίηση και να ξεπέσει στη χλεύη, που δεν προσπάθησε τουλάχιστον να καταλάβει ότι φάγαμε μεγάλο μπουκέτο, ακόμη κι ότι μας κορόιδεψαν οι πιο έξυπνοι από εμάς του πολυτεχνείου κι εμείς ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε γιατί απατηθήκαμε και τώρα που το καταλαβαίνουμε, νιώθουμε σαν τη ζηλιάρα σύζυγο, σαν τον ανόητο εραστή μιας γλαφυρής εποχής, επαναστάτες της γλυκοπατάτας, περάσαμε τα πιο ωραία χρόνια μας, τόσο, μα τόσο γλυκά! σαν όνειρο! σαν μια οξεία αστροπελέκι, τόσο ωραίο ήταν το παραμύθι που μας βόλεψε, θα έρθω και στο ξεβόλεμα, καμιά αντίρρηση πως τώρα είμαστε χειρότεροι, κι αν έρθει έστω ένας βλάκας να υποστηρίξει το αντίθετο θα κάνω χαρακίρι στην πλατεία Αβάθης, όμως η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή, χείριστη των προηγουμένων αφού οι σημερινοί σύντροφοι ούτε στα μάτια δεν μπορούν να κοιταχτούν, πόσο δε μάλλον ν αγκαλιαστούν και να φιληθούν, τ αδέρφια, και οι γυναίκες τους, οι φίλοι, τα ξαδέρφια δεν μπορούν να πιστέψουν πως τους χώρισαν σε 80 με 20 τοις εκατό, σε βολεμένους και αβόλευτους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, το τραγικότερο μέρος της κατάληξης ενός πολιτισμού, χωρίς ποτέ να καταλάβει το 80 τοις εκατό πως έχει άδικο! δεν κερδίζει η πλειοψηφία ποτέ! μόνο κάποιοι λίγοι έφτιαξαν το δικό μας πολυτεχνείο, μόνο κάποιοι λίγοι θέλουν να μας σκοτώσουν όλους και, το δραματικό, το σημερινό, είναι αυτή η απάτη της αρρώστιας του παγκόσμιου φόβου, της παγκόσμιας δικτατορίας που θέλουν να επιβάλλουν πάλι κάποιοι λίγοι, αυτή είναι η δραματική αλήθεια που ζούμε παραμονές μιας ηρωικής πράξης εμάς των ιδίων πριν από λίγα χρόνια αλλά που μοιάζουν τεράστια μακρινά σύμφωνα με την εξέλιξη που πήρε η σημερινή ζωή μας, και, ένα πράγμα απομένει στο κοντινό μας πλάνο, αφού δεν έχουμε τη δύναμη ν αντισταθούμε στον καινούργιο όλεθρο που ετοιμάζουν οι φωστήρες της παγκόσμιας καταστροφής, να μπορέσουμε τουλάχιστον να τους πούμε κατάμουτρα: είστε οι χειρότεροι κάτοικοι αυτού του πλανήτη, εσείς οι λίγοι που κυβερνάτε τους πολλούς κι εσείς οι πολλοί που φοβάστε και πιστεύετε αυτούς τους λίγους.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΌΜΙΟς

  

 


Τώρα, να είσαι 91 χρονών και να τερματίζεις στον Μαραθώνιο... τι να πεις. Εντάξει, εμένα αυτή η μαραθωνειάδα, η μαραθωνοπληξία μου φαίνεται κάπως παράλογη, κάπως υπερ-φορτωμένη [εδώ άλλοι δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους στα σαράντα!] και εντάξει ο αθλητισμός κι εμένα είναι στα φόρτε μου αλλά ρε μπαγάσα μη το παρατραβάς το σχοινί, κόψε κάτι, Παρεμπιπτόντως έχω και ένα φίλο 93 χρονών, τον μπάρμπα Κώστα στου Γκύζη που είναι πρωταθλητής στο τσίπουρο! ναι, έτσι που στα λέω αλευροπίτουρα, δέκα τσίπουρα την ημέρα ο μπάρμπα Κώστας άειντε να τα πιει ο μαραθωνοδρόμος Στέλιος. Τι να πει κανείς για την ανθρώπινη παραδοξολογία, για τον κόσμο που υπάρχει γύρω μας, πάντως εγώ δεν διάλεξα ποτέ να τρέχω άσκοπα, μια θορά γυμνασιόπαις έτρεξα μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων και έκτοτε έκανα πρωταθλητισμό στα εκατό μέτρα, 11, 10 ρεκόρ στους πανστρατιωτικούς. Αυτά. Έκτοτε κάνω πρωταθλητισμό με τον συνονόματο μπάρμπα Κώστα στα ...τσίπουρα

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ο ΣΚΎΛΟΣ ΚΙ Η ΒΡΟΧΉ

 


Ο σκύλος και η βροχή
που έρχεται
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του ευτυχία
γαμημένο αλκοόλ
οι μικροί δε βλέπουν ότι κάτι μύρισε άσχημα
ο καθένας άνθρωπος έχει τη δικιά του μούρη
Αν ήταν μόνο τα λεφτά για την ευτυχία θα την είχαν αγοράσει οι λίγοι
αλλά δεν είναι
στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
δε γαμιούνται τα χρήματα
Αλλά ο σκύλος και η βροχή που έρχεται
κι όλο είναι μακριά
πόσο ωραία ήσουν κάποτε!
ωραίο αυτό: στην ίδια καρέκλα δεν μπορείς να ξανακαθήσεις
Ο σκύλος στην βροχή
κόλλησε η τρίχα του στο μυαλό
τι να σου κάνει κι ένας σκύλος!
η αλήθεια είναι πως πρέπει να
σκεφτόμαστε σοβαρά αλλά δεν μπορούμε, πάντα
ή ποτέ
η ζωή μας είναι δυστυχώς ασόβαρη
ζυγίζει από την ελαφριά
όχι άλλο, φτάνει το τίποτα και το μηδέν και
ας πούμε κάτι ωραίο να ξεφύγουμε απ τον πόνο:
κόκκινα τριαντάφυλλα ξεχύθηκαν στο βάζο
-απ της αγάπης να ξεφύγουμε το κάζο
ποιος αγάπησε και δεν είναι δυστυχής
Ο σκύλος στη βροχή κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό
δεν είναι που δεν αγαπήσαμε τα ζώα,
τα δέντρα και τη λύπη μας
για όσα παίρνει ο ποταμός που τρέχει
και δεν τον νοιάζει γιατί φοβούνται οι άνθρωποι

 

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΊ σε λίγες μέρες το νέο μου βιβλίο.
«Η παράμετρος του Αϊνστάιν», μυθιστόρημα, άνεμος εκδοτική.
⭐️ Οπισθόφυλλο
Μόνο κάτι πουλιά πέταγαν δώθε κείθε. Τα πουλιά, σκέφτηκε, είναι από τα πιο άσχημα είδη που υπήρχαν σ’ αυτόν τον κόσμο. Ούτε τ’ αγαπούσε, ούτε τα μισούσε. Ο Γιάννης Παράμετρος δε μισούσε τίποτε. Απλώς αγαπούσε περισσότερο τα δέντρα ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους: τα πεύκα, τις ελιές, τα πλατάνια, όλα τα δέντρα. Ακόμα κι όσα είχαν αγκάθια για να προστατευθούν από την κακία των ανθρώπων.
Ο Μάικ περίμενε να γίνει κάποτε η μεγάλη επανάσταση των φτωχών. Έλεγε ότι τίποτε καλό δεν μπορείς να βρεις πίσω από τα κάγκελα και πως καμία φυλακή δεν είναι καλύτερη από τις άλλες.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος. Δεν ήξερε ν’ απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το έβλεπε, το ζούσε: άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων τους ως θυσία σε θεούς˙ άλλοι τους τηγάνιζαν σε καυτό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δεν χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις γι’ αυτό.
«Η ζωή είναι ωραία», απαντούσε ο Μάικ.
Γιατί σκοπός του ανθρώπου είναι η ελευθερία που δεν φυλακίζεται, ακόμα και πίσω από τα πιο ισχυρά δεσμά.
⭐️ Βιογραφικό
Ο Κώστας Πλιάτσικας γεννήθηκε το 1954 στη Θεσπρωτία και ζει στην Αθήνα. Είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος και συγγραφέας. Έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις και αρκετά έργα του κοσμούν σπίτια και δρόμους ανά την Ελλάδα. Διατηρεί εργαστήρι ζωγραφικής στην οδό Μαυρομιχάλη 102, στα Εξάρχεια.
Εργάστηκε σε εφημερίδες, στο σκίτσο και στη γελοιογραφία. Άρθρα, διηγήματα και γελοιογραφίες του έχουν φιλοξενηθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Εξέδιδε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Δρόμος», αργότερα το «ΔΙΑΣΧΊΖΩ», το οποίο συνεχίζει την πορεία του ηλεκτρονικά. Έχει καταπιαστεί σχεδόν με όλα τα είδη λόγου: σενάριο, μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θέατρο, δοκίμιο.
Εργογραφία:
«Ικέτες της αλήθειας», μυθιστόρημα, 1981.
«Όλα μοιάζουν καλά», θεατρικό, 1982.
«Νέον έργον: Η ιστορία ενός τρομοκράτη», μυθιστόρημα, 1989.
«Δέκατη τρίτη ώρα», μυθιστόρημα, 2013. Δείτε λιγότερα

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

ΕΠΙΘΥΜΊΑ ΚΑΙ ΔΎΝΑΜΗ

 


Τράβηξα την κουρτίνα να δω τον κόσμο.
Και πίσω απ την κουρτίνα άνοιξε μια άλλη. Μια άλλη. Πειθαρχώ. Φτιάχνω ισοζύγιο μεταξύ επιθυμίας και δύναμης.
Άνοιξα την κουρτίνα με απείθεια. Ποια είναι η ουσία αυτού του κόσμου;
Να υποτάξεις την ύλη.
Πολύ δύσκολο για μένα,που κινούμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάποιες στιγμές νομίζω πως είμαι θεός και κάποιες άλλες φύλλο τρεμάμενο.
Πάνω απ όλα όμως στέκει η αρετή και η πειθαρχία, που μαζί με τη γενναιότητα στέκουν τεράστια εμπόδια στην καθυπόταξη της ύλης. Να σκεφτώ καλύτερα από τους προγόνους, να ξεπεράσω το νου του ανθρώπου που μπορεί να συλλαμβάνει μονάχα τα φαινόμενα.
Ανοίγω την κουρτίνα, στέκομαι πίσω απ το παράθυρο. Βλέπω τον κόσμο, είναι ένα φως απέραντο-παρ όλα αυτά εγώ βρίσκομαι σε μια άβυσσο. Εδώ έρχεται η αβεβαιότητα, δε στηρίζομαι πουθενά, το περβάζι είναι έτοιμο να πέσει, τρέμουν συνθέμελα οι νόμοι και οι εξουσίες μου. Άραγε ότι έφτιαξα ήταν μηδαμινό, πίσω απ την κουρτίνα, κρύβεται η ολιγότητα της ύπαρξης, ο χρόνος που δε φτάνει να εξηγήσω μόνος μου τον κόσμο. Η σκληρότητα του απάνθρωπου ποτίζει τον νωτιαίο μυαλό, η ανάγκη γίνεται πιο αισχρή απ την αγάπη, απ την ελευθερία. Δεν είμαι ελεύθερος. Ανεξάρτητος να κάνω ότι θέλω. Αισθάνομαι συνέχεια πεινασμένος σαν τον Τάνταλο, κουρασμένος σαν τον Σίσυφο, ανήμπορος να συλλάβω την αλήθεια. Την αλήθεια που θα εκφράζει το απόλυτο. Ήρθα εδώ από ένα απόλυτο σκοτάδι. Θα καταλήξω σε ένα εξ ίσου απόλυτο σκοτάδι.
Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες του ανθρώπου. Η ακεραιότητα αυτής της συνύπαρξης δεν μπορεί να ελευθερώσει τον νου.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου με τίτλο Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΛΑΙΚΑΤΖΉΔΕΣ

 




Κάθε Σάββατο έχει λαϊκή στη γειτονιά μου και σήμερα είπα να έβγω για λίγα ψώνια. Κοίταξα την τσέπη μου κάτι φραγκοδίφραγκα κουδούνισαν. Ναι, δεν έφταναν ούτε για αβγά. Τι να κανα; Ό μως έπρεπε να ψωνίσω κάτι τι θα έτρωγα όλη τη βδομάδα; Ας πάω, είπα μια βόλτα και βλέπουμε. Έτσι βγήκα στους πάγκους και περιδιάβαινα. Κοίταζα τα φρούτα, τα φασόλια, τις μπάμιες τα ψάρια, όλα τα κοίταζα. Πάρε, πάρε! Φώναζαν οι λαϊκατζήδες. Τι να πάρω, σκεφτόμουν εγώ αφού δεν υπάρχει μία. Πήγα βόλτα μέχρι κάτω, ξαναγύρισα. Σταμάτησα σε έναν που πουλούσε αγγούρια, ντομάτες. Πάρε μάστορα, πάρε αγγούρια Καλυβιώτικα ντομάτες Κορινθίας, ότι πάρεις ένα ευρώ ...;Θα πάρω, κούνησα το κεφάλι μου και διάβασα την πινακίδα που έγραφε τη λαϊκή σοφία, ανάμεσα από αγγουροντοματοπιπεριές: Η γυναίκα όσο θέλει. Ο άντρας όσο μπορεί. Μίμης Χατζής ο του Περικλέους.
-Εσύ είσαι ο του Περικλέους; Τον ρωτώ
-Ολάκερος! Μου γνέφει με περηφάνεια. Δε συμφωνείς αφεντικό;
-Εμένα λες αφεντικό; Κοίταξα γύρω μου
-Εμ ποιον άλλον, φαίνεσαι και έβαζε ντομάτες σε κάποιον περιποιημένο μπουρζουά, με δεμάτινες τσάντες και τα λοιπά.
Καθώς τον παρατηρούσα είδα ένα πενηντάρικο να εξέχει από την τσέπη του. Όπα! Είπα μέσα μου. Σου φεξε Νικόλα και με μια επιδέξια κίνηση που δεν την έπιασε κανείς βούτηξα το πενηντάρικο. Ο μπουρζουάς πλήρωσε από την άλλη τσέπη κι έφυγε ευχαριστημένος σφυρίζοντας ένα παλιό άσμα. Είχε αυτός λεφτά γιατί να μην του το παιρνα; Έτσι ήταν το δίκαιο και πήγα παρακάτω να ψωνίσω, είχα ολόκληρο πενηντάρικο τώρα.
Πήρα απ όλα τα καλά. Πήρα και ψωμί απ το φούρνο, τα πήγα σπίτι μου. Ακούμπησα όλες τις τσάντες χάμω, τις κοίταξα και είδα που δεν είχα πάρει καρπούζι ή πεπόνι τα αγαπημένα μου φρούτα. Έτσι βγήκα πάλι στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στο μπουρζουά με τα δερμάτινα και τη λεπτεπίλεπτη φωνή.
-Θα κάνει πολύ ζέστη σήμερα, συγνώμη κύριε που σας σκούντηξα
-Δεν πειράζει, του απάντησα ευγενικά και πήρα δρόμο.
Έφτασα στον καρπουζά στην άλλη γωνία. Βάλε μου, του λέω. Μου το ζυγίζει, πέντε ευρώ λέει και μου το δίνει. Εγώ τον κοιτάζω καλά-καλά, χοντρός μου φάνηκε πολύ κι έτσι βούτηξα την τσάντα με το καρπούζι και το βαλα στα πόδια. Ο χοντρός ξεχύθηκε πίσω μου, εγώ είχα ξεμακρύνει τρέχοντας καμιά δεκαριά μέτρα, κάποιοι προσπάθησαν να με συγκρατήσουν, πιάστε τον! Ούρλιαζε ο καρπουζάς αλλά εγώ σβέλτος καθώς είμαι κατάφερα να την κοπανήσω. Ουφ! Έφτασα στο σπίτι, αφουγκραστηκα, κανείς δε με κυνηγούσε πια. Μπήκα καταιδρωμένος κι έπεσα στον καναπέ. Ουφ! Ανάσανα πάλι. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ

 

ΧΩΡΊΣ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ Ο ΘΕΌς ΕΊΝΑΙ ΆΧΡΗΣΤΟΣ

    .. Είχα φύγει πολύ μακριά, απροσπέλαστος από τις φωνές των φίλων και δικών, ενώ τους ήθελα όλους, σ αυτό το ταξίδι, τελικά δεν ήρθε καν...