Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΣ ΚΌΣΜΟΣ. ΤΟ ΝΈΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ

 


Ο Άντον χαμογελούσε ή μειδιούσε. Τέλος πάντων κάπως γελούσε καταλαβαίνοντας τον τυχερό πατέρα, ενώ μέσα του ένιωθε μια χαρά που θα ζούσε κοντά σε μια τέτοια υπέροχη γυναίκα. Ο εκδότης σκεφτόταν μόνο πως η κόρη του έπρεπε να έκανε μια ζωή ευτυχισμένη χωρίς να της λείπει τίποτε.
Ωστόσο η Νέλα Περδίνη είχε εισβάλλει στον χώρο.
-Καλημέρα μπαμπά, είπε αγκαλιάζοντας τον. Ύστερα γύρισε στον Άντον. Καλημέρα κύριε Φιεράτο, είπε όσο πιο σεμνά και απλά μπορούσε.
Σκέφτηκε τα όνειρα που έκανε παιδί. Αστραπιαία. Μπαμ, οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, κι ο πατροκτόνος Ορέστης. [Δε θα δικαιολογηθούμε τώρα γι αυτόν ή τις Ερινύες που τον κυνηγούσαν μέχρι τον Άδη αλλά είναι δύσκολο να σκοτώσεις τον πατέρα σου]
Λες να το γράψω έτσι; μια δοκιμή κάνω.
-Ότι καταλαβαίνω είναι πως είσαι μοντέρνος συγγραφέας! Είπε ο Αριστείδης.
-Μπα! Κλασικός! Επεσήμανε αυτός. Έχω μια ευρυγνωσία.
-Το Άντον Φιεράτος είναι ψευδώνυμο μπαμπά! Επεσήμανε η Νέλα. Συνεχίζοντας να είναι πάντα μόνη σε έναν κόσμο μουσικής περιδίνησης. Έχοντας πάντα κατά νου πως οι άνθρωποι δεν είναι ένα πράγμα μόνο: η φαιά τους ουσία. Ο εγκέφαλος.
-Ο Καζαντζάκης σε μια συνομιλία μας, μου είπε πως υπάρχει θεός κι αυτοί τον αφόρισαν, μονολόγησε ο εκδότης.
-Ωωωωωω! Μπιγκ τλακ...οεοεοεοεοε! Αναφώνησαν και οι δυο.
Η επαναφορά στην πραγματικότητα άρεσε στον συγγραφέα, ποτέ στη Νέλα που πετούσε στα σύννεφα. Όλα έπρεπε να είναι ιδανικά, όλα να έχουν μια τάξη, έναν σεβασμό, μια ηθική ταυτότητα, και ιδιαίτερα ο Χριστιανισμός. Και είναι απίστευτο πως είχαν καταφέρει οι μπάσταρδοι να πείσουν ολόκληρο τον κόσμο πως ο Χριστός αναστήθηκε και πως οι πιστοί του έπρεπε να κοινωνούν το σώμα και το αίμα του. Μια βαριεστημένη ιστορία των Εβραίων που δεν θα μπορούσε να πείσει ούτε ένα παιδάκι προσχολικής ηλικίας κατόρθωσε να έχει οπαδούς τον μισό πλανήτη γη.
Τα γεγονότα όμως, όχι τα τεκταινόμενα όπως νομίζουν πως είναι, κάποιοι ηλίθιοι. Τεκταινόμενα είναι αυτά που προσχεδιάζονται να γίνουν, όχι αυτά που γίνονται. Γκέκε;
Γεγονός ήταν πως ο Αριστείδης Περδίνης είχε εντυπωσιαστεί από τον νέο συγγραφέα. Αλλά προείχαν άλλες εργασίες αυτή την ώρα. Τη στιγμή διάολε!
-Σας αφήνω, είπε απλά. Έχω συμβούλιο κι ακούμπησε το βιβλίο που τόση ώρα κρατούσε στα χέρια του, πάνω στο γραφείο. Το βιβλίο έπεσε. Ο Αριστείδης δεν το πρόσεξε. Αποχώρησε μ ένα χαμόγελο. Η Νέλα έτρεξε να προλάβει να μην πέσει το βιβλίο, δεν τα κατάφερε. Το βιβλίο έπεσε ούτως ή άλλως.
Ο Άντον την πλησίασε τρυφερά, τη στιγμή που το σήκωνε από κάτω, το πήρε απ τα χέρια του, τρυφερά, τ ακούμπησε προσεκτικά στο γραφείο κι ύστερα την αγκάλιασε και τη φίλησε. Ήταν μόνοι τους σε έναν κόσμο, παράξενο, ελκυστικό. Κόλλησαν τα χείλη τους ηδονικά, η Νέλα ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι.
Κι ο Άντον συναίνεσε. Η ωραιότητα αυτού του κόσμου συνίστατο κατά κάποιον τρόπο και στον έρωτα ή ένα μεγάλο κομμάτι της γήινης πραγματικότητας των ανθρώπων, ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με αυτόν: τον έρωτα. Έναν από τους μεγαλύτερους θεούς των Αρχαίων Ελλήνων. Μετέπειτα ξέπεσε στην αθλιότητα του Χριστιανισμού. Και στη Μπούρμα του Ισλάμ.
Ο Άντον είχε γνωρίσει μια Χριστιανομουσουλμάνα, την Άλβιν, απ τους γιατρούς χωρίς σύνορα που έκανε έρωτα κατακόρυφα, η οποία τον αγάπησε αλλά τελικά ταξίδεψε στην Καλιφόρνια όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς της κι έτσι χάθηκαν τα ίχνη της στο υπερπέραν.
-Τι σκέφτεσε; ρώτησε η Νέλα.
-Τίποτε, είπε ψέματα.


Ο Φάνης Περδίνης πηδούσε απ τη χαρά του, γελούσε κι έπινε μπύρες. Πολλές μπίρες με ιώτα ή με ύψιλον. Ψηλός κοντά στα δυο μέτρα, αρρενωπός, έμοιαζε με τον Έλβις Πρίσλευ. Χαώδης, ανοικονόμητος.

-Ώστε δεν έχεις λεφτά! Άνοιξε πελώρια τα μάτια του. Ωραία! Θα σου δίνω εγώ κάθε μήνα για να πληρώνεις το ενοίκιο, να πάρε! Και του δωσε πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές.
-Μα δεν έχω να στα επιστρέψω, έκανε ο Άντον Φιεράτος.
--Δεν τα θέλω πίσω! στα δίνω γιατί σε θεωρώ αδερφό μου.
-Επειδή θα παντρευτώ την αδερφή σου; απόρησε αυτός βάζοντας τα χρήματα στην τσέπη.
Είχαν συναντηθεί στο καφενείο Μουριά που το είχε ένας ηλίθιος Μάνθος ή Σπύρος ή βλάχος από τα Τζουμέρκα κι έπιναν. Και μιλούσαν. Δεν τους ένοιαζαν οι άλλοι αν και ο Φάνης κοιτούσε πολύ τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες. Κουτσές, στραβές, ανήμπορες, αυτές επί το πλείστον, τις όμορφες τις απέφευγε ευσχήμως.
-Θα την παντρευτείς αλήθεια; άνοιξε τα μάτια του. Εγώ δεν σε πιστεύω! Ακούω, όλα όσα μου λες, και είσαι έξυπνος ρε! Πως να σου πω, είσαι έξυπνος και όμορφος.
Ο συγγραφέας τον κοίταζε και σκεφτόταν αν είχε κάτι μες την φαιά του ουσία αλλά πράγμα παράξενο τον συμπαθούσε αυτόν τον τρελάρα. Όχι από οίκτο, δεν τον λυπόταν, προσπαθούσε να βάλει σε μια συνομοταξία την επιπεδότητα του Φάνη αλλά και αν παράλληλα είχε αισθήματα ή συναισθήματα ένας τέτοιος άνθρωπος.
Τη φοβόταν αυτή τη φάρα των ανθρώπων όχι για κανέναν άλλον λόγο αλλά περισσότερο που καταλάβαινε πως μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, χωρίς να σκέφτονται συνέπειες, ευθύνες ή και ν απολογηθούν σε κάποιον τόσο για τις καλές και πόσο μάλλον για τις κακές τους πράξεις. Και τότε ένιωθε ανήμπορος, δεν μπορούσε ν αντιμετωπίσει τους ηλίθιους και τους μεθυσμένους.
-Ο πατέρα σου; δε σε προσέχει…
-Ο πατέρας μου::: τον έκοψε με κάποια έξαψη. Ξέρεις τι είναι αυτός; χμ, μόνο για τη γυναίκα του και την αδερφή μου νοιάζεται. Να ξερες τι είναι αυτός!
-Μα είναι καλός, έξυπνος, έκανε περιουσία, χρήματα…
-Να τα βράσω τα λεφτά του! Τίποτα δεν έκανε. Εσύ κάνεις! Εσύ είσαι σπουδαίος. Ο πατέρας μου ένα τίποτε! Το κατάλαβες; κι έπινε μπύρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΧΑΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ 2

    Χαμένος χρόνος. Πόσες φορές έχω σκεφτεί αν πραγματικά έχω χάσει χρόνο, παλεύοντας με άσχετα πράγματα, με άσχετους ανθρώπους, σε λάθος τό...