Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

 


 ...

Πάντα κάποιος επιβιώνει, θυμόταν αιώνες τώρα, από την καταστροφή. Δεν υπάρχει η τέλεια καταστροφή, ομολογούσε στον εαυτό του, στους άλλους δεν έλεγε τίποτε. Μελετούσε τους ανθρώπους, έβγαζε το συμπέρασμα οριστικό πως όλοι μπορούσαν να γίνουν κακοί, όταν θα τους δίνονταν η ευκαιρία, ακόμα και ο ίδιος ο εαυτός του. Κανέναν δεν έβγαζε απ έξω, όλοι ήταν στον ίδιο βούρκο. Άλλοι της άγνοιας, άλλοι της γνώσης. Λίγοι πραγματικά γνώριζαν γιατί υπάρχουν. Το πλήθος γεννιόταν, μεγάλωνε και ξαφνικά μια μέρα γινόταν γεροντάκι χωρίς να το καταλάβει. Όσοι επιζούσαν γιατί ένας μέρος των ανθρώπων πεθαίνουν νέοι. Δεν προλαβαίνουν να δουν την ωραιότητα της ζωής.
Είναι ωραία η ζωή; αναρωτιόταν συχνά ο Γιάννης Παράμετρος.
Δεν ήξερε ν απαντήσει με σαφήνεια. Ότι είναι κακιά η ζωή, το υποστήριζε με θέρμη, το έβλεπε, το ζούσε: οι άνθρωποι είχαν βγάλει τις καρδιές άλλων συνανθρώπων των, για θυσία σε θεούς, οι άλλοι τους τηγάνιζαν με καυτερό λάδι, άλλοι τους τύφλωναν, τους σταύρωναν, τους παλούκωναν, τους έριχναν μια σταγόνα στο κρανίο μέχρι να τρελαθούν. Δε χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις για αυτό. Η καλότητα υπήρχε κι αυτή. Εκδηλωνόταν κυρίως με φιλανθρωπίες, με χορηγίες των πλουσίων και από μέρους της Δημοκρατίας, που προσπαθούσε να δη...
Έχασα μια σελίδα. Και νευρίασα. Τι να πεις; σήμερα έγραψα μόνο τρεις, μείον τη χαμένη, ίσον πενήντα δύο. Για να τελειώσει το βιβλίο πρέπει να γράψω άλλες τρακόσιες περίπου, τόσες υπολογίζω πως χρειάζομαι, τι νομίζετε; είναι εύκολο να γράψει κανείς τρακόσιες πενήντα σελίδες; απλώς να γράφει χωρίς να σκέφτεται, τι λέτε; και για ποιο λόγο; έχει σημασία ένα ακόμα μυθιστόρημα; εύκολα μπορώ ν απαντήσω όχι, δεν έχει. Γράφονται πλέον τόσα πολλά κι εγώ αν δεν έχω να προσθέσω κάτι καινούργιο, αρνούμαι να κουραστώ, αρνούμαι να προσθέσω μια ακόμα απομίμηση σπουδαίων συγγραφέων, αν και σήμερα έχουμε χάσει πια τον όρο μεγάλος συγγραφέας είτε γιατί δεν υπάρχει αυτό το είδος είτε γιατί δε χρειάζεται. Τι λέτε; να γράψω ακόμα μερικές σελίδες και να το σκεφτώ καλύτερα;

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΊΧΩΣ ΣΕΞ

 


Να ζεις πάνω στη γη δίχως σεξ είναι σα να ζεις μέσα στην κόλαση. ['Εφτιαξα αυτό το κάρβουνο-σύμπλεγμα όταν ήμουν λίγο πιο μεγάλο παιδί.] Όταν ακόμα υπέγραφα σαν Κώστας Αυγερινός!

 


Οι μόνοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ακόμα για την τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι τρελοί [εμένα μ αγαπάνε όλοι αυτοί, δεν ξέρω γιατί] και κάτι φτωχοί που λένε πως, αν είχαν λεφτά θα αγόραζαν όλα τα έργα μου. 

 

 
 
 
Ο πληθωρικός αισθησιασμός των γυμνών του Αμεντέο, εκτεθιμένων στη βιτρίνα με την ελπίδα να προσελκύσουν περισσότερους επισκέπτες, θα προκαλέσει τη διακοπή της έκθεσης, λίγες μέρες μετά το άνοιγμα της, με την κατηγορία της προσβολής της δημοσίας αιδούς!
Διαβάζω για την εποχή του 1917, εκατό χρόνια πριν, όταν το ζευγάρι Μοντιλιάνι, Ζαν Εμπιτερν δεν είχανε να φάνε.
Σήμερα αυτοί οι άθλιοι εκμεταλλεύονται τα έργα του. Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Προσβολή της δημοσίας αιδούς δεν είναι οι αποκεφαλισμοί που γίνονται στη Βαγδάτη και αλλού!

 

 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΈΝΑΣ, ΜΌΝΟΣ ΤΟΥ

 


Πεσμένος σ ένα χάμω
σ ένα τίποτα
πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
πιστοποιητικό οικογενείας, Κώστα Πλιάτσικα
ένας μόνος του
υπεύθυνη δήλωση του νόμου 4000 μηδέν, μηδέν, τέσσερα
τράπεζα ναι
μισθωτήριο ναι
-κανείς δεν είναι μόνος του
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς;
θα φάω τον κόσμο πριν σε συναντήσω
Πεσμένος χάμω
σ ένα αδυσώπητο παρόν
γυρίζω πίσω σ αυτό που με έκαιγε
να πεθάνω ή να ζήσω
κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου
Χμ
Υποψιάζομαι πως οι
λογαριασμοί είναι απλήρωτοι
-πρέπει να πούμε
ορισμένα πράγματα με τ όνομα τους;
να ζήσω ή να πεθάνω
κάποτε δεν είναι δική μας επιλογή
Πρέπει να είμαι πιο δυνατός απ την πραγματικότητα
που σημαίνει δεν έπρεπε ν σ αγαπήσω
Ταυτότητα
Όταν ζητηθεί να υπάρχει εν ευκόλω
Ποιος είσαι;
Δε λέω πως είναι άσχημες αλλά φακές είναι
πόσο όμορφες να είναι;
Πεσμένος χάμω
σ ένα τίποτα, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια
από τον θεό αλλά δεν μου την έδωσε
είπε, πως είσαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχεις στα κιτάπια μου
Πως γίνεται αυτό, είπα
αφού εγώ είμαι ζωντανός;
Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στους καταλόγους
Πως γίνεται να μη μ αγαπάς
αφού εγώ έφαγα τον κόσμο για να σε συναντήσω.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΤΆΖΕΣΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΈΦΤΗ.

 


Αν νομίζετε πως μια μέρα και μια νύχτα ενός τέτοιου ανθρώπου είναι ευτυχισμένη, χαρούμενη και τα λοιπά, είστε γελασμένοι, συνήθως είναι πάνω από την έννοια του κοπιαστικού.
Αιώνια, ξυπνώ ή για να πω την αλήθεια, σηκώνομαι από το κρεβάτι γύρω στις επτάμισι το πρωί. Γιατί, άλλο ξυπνώ κι άλλο σηκώνομαι από το κρεβάτι. Μέχρι να νιφτώ, να ρίξω κάτι πάνω μου γιατί κοιμάμαι γυμνός, να κάνω ένα ντους, να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να πω σήμερα είσαι ωραίος ή άσχημος ανάλογα τη νύχτα, ετοιμάζω ταυτόχρονα το μπρίκι για τον καφέ, λίγες φορές δεν το προλαβαίνω και παραφουσκώνει και τότε είμαι αναγκασμένος ανάμεσα από βρισιές και άλλες τέτοιες αηδίες, να φτιάξω έναν καινούργιο γιατί αυτός θα είναι η συντροφιά μου μέχρι το μεσημέρι.
Στις οκτώ ανοίγω τον υπολογιστή, μαιιλ, μηνύματα, φειςμπουκ, μπλογκ, Διασχίζω και ανάλογα ετοιμάζομαι αν θα γράψω ή θα ζωγραφίσω. Και τα δυο τα κάνω το πρωί, όταν ζωγραφίζω αν είναι παραγγελία για να πάρω κάποια χρήματα, εργάζομαι εντατικά, τουλάχιστον μέχρι τις δυο το μεσημέρι που κυριολεκτικά βαριέμαι αφόρητα και καταλαβαίνω πως πρέπει να κάνω κάτι άλλο γιατί η ζωή μου καταντάει μονότονη, εφιαλτική, ανάμεσα από καβαλέτα, ώχρες, πινέλα, νέφτια, λάδια, ασύλληπτες ιδέες, λερωμένες μπλούζες, σανδάλια, καταστροφέας ενδυμάτων αλλά και σωματική κούραση ο αυχένας δεν αντέχει τόσες ώρες σ αυτή τη στάση, και το βλέμμα από το μοντέλο, στον καμβά, η παρατήρηση, ευτυχώς σπάνια κάνω λάθη πια αλλά άμα κάνω, ποιος με είδε και δεν πήρε δρόμο!
Αν γράφω τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα τι γράφω και σε αυτές τις περιπτώσεις που περισσότερο αξίζει ν αναφερθώ εδώ, είναι το μυθιστόρημα που μέχρι να το βάλεις σε μια σειρά και να κυλάει ο ρυθμός, οι ήρωες, οι περιλήψεις, τα γεγονότα είναι πιο οδυνηρό, μπορεί να κάθεσαι πριν γράψεις μια λέξη πάνω από μια-δυο ώρες μπροστά στον υπολογιστή και ν αναρωτιέσαι τι κάνω τώρα, κάνω τίποτα ή περνάει ο χρόνος μου χαμένος περιμένοντας να ξυπνήσεις επιτέλους και να γράψεις μιαν αράδα απ αυτά που πρέπει ή που χρειάζεται και εδώ μου φαίνεται ανόητο να χτυπάει το τηλέφωνο που το κοιτάζω με συμφορά πριν το σηκώσω ακόμα κι όταν βλέπω πως με καλεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, επειδή τέτοιες ώρες δε θέλω να με διακόπτει κανείς, υπάρχουν άλλες ώρες γι αυτά αλλά ποιος σε ακούει; κανείς, κανείς γιατί και οι ζητιάνοι που εισβάλλουν τις πιο ακατάλληλες ώρες για να μου ζητήσουν δανεικά, σπάνια δίνω, αυτό είναι μια άλλη ιστορία και επανέρχομαι για να κάνω σύνδεση με τα προηγούμενα στο μυθιστόρημα Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ, τίτλος είναι αυτός που βρήκες; αναρωτιέμαι άμεσα αλλά ξέρεις ανάμεσα από πόσους τον διάλεξα; ξέρεις πόσους απέρριψα; δεν ξέρεις γι αυτό μιλάς και λες τα δικά σου, δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ, μόνο ο θεός των φτωχών είναι άδικος, τι να λέμε τώρα κι αφού η ώρα περνάει σαν σίφουνας έτσι έρχονται και οι λέξεις, οι φράσεις, τα νοήματα και επιτέλους εγράφη αυτό που ήθελα, λέω καθώς το ξαναδιαβάζω, τουλάχιστον τρεις φορές, ενώ η ώρα έχει διαγράψει την πορεία της προς τις δυο το μεσημέρι, ώρα που πρέπει να σταματήσω, ώρα που πρέπει να σκεφτώ πως δεν έχω κάτι να φάω, αν πρέπει να φάω και επειδή έχω χρόνια τώρα πετάξει στον κάλαθο τα σουβλάκια, τους γύρους και γενικά τα βρώμικα φαγητά, ψάχνομαι περίπου δυο ώρες μεταξύ αυτών που μαγειρεύω κι αυτών που τρώω, συνήθως σαλάτες, κρύα πιάτα, λίγες μακαρονάδες, αρκετά όσπρια, ελάχιστο κρέας, λίγο ή αρκετό κρασί, ακούγοντας ΕΡΑ, αέρα-αέρα να πάρει το μυαλό αέρα! και τι ωραία που είναι η ζωή αν τυχαίνει να είμαι ερωτευμένος και να έρθει τότε η καλή μου για να κάνουμε τα περαιτέρω, λέξη κι αυτή, περαιτέρω! οπότε το μεσημέρι κλείνει γύρω στις τρεις-τέσσερις που την πέφτω, αιώνες τώρα, να πάρω τον μεσημεριανό μου ύπνο, που σπάνια ξεπερνάει τον κανονικό ύπνο μισής ώρας, άιντε τρία τέταρτα, έτσι που να κόψω τη μέρα στα δυο, έτσι με συμβούλευε χρόνια τώρα ο μπάρμπα-Γιώργης , που πράττοντας κατ αυτό τον τρόπο, έζησε τουλάχιστον ενενήντα χρόνια σοβαρής ζωής προτού τα τινάξει στα ενενήντα επτά, τέσσερα χρόνια αργότερα δηλαδή, που τα έζησε εντελώς άουτ, ήτοι σα να μη ζούσε καθόλου αφού ούτε με γνώριζε ούτε θυμόταν αν έζησε ποτέ και, σκέφτομαι πως αν γίνω ποτέ έτσι, θα είμαι ένας θαυμάσιος άνθρωπος! που πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή, καθώς ήδη έχω ξυπνήσει γύρω στις πέντε με ανακατωμένα μαλλιά, είναι κι αυτά πρόβλημα, τα μεγάλα μαλλιά, να έχεις ή να μην έχεις μαλλιά; και αποφασίζω πως να έχεις, οπότε σηκώνομαι, στην αρχή με βαριεστημάρα, άμεσα πως μου χρειάζεται ένα ντους και το κάνω, αλλάζοντας βρακάκια, φανελάκια, μέχρι να έβγω πάλι στην επιφάνεια των πραγμάτων.
ΤΟ 24ΩΡΟ ΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ. Η συνέχεια και το τέλος αύριο [να είστε σίγουροι πως θα είναι συνταρακτικό]

 

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΑΜΝΑΓΚΆΘΙ

 


Είχα μια συμπάθεια στ αγκάθια
ίδια με τα λουλούδια
ίδια τα όμορφα με τα άσχημα
όμοια η αρκούδα με το αρνί
Από δε τους ανθρώπους φοβήθηκα.
Όχι μόνο τη δολιότητα.
Περισσότερο τον πλούτο και την ανοησία.
 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ  Ζωγραφίζω από απελπισία.

Φενια Παρασκευα
Δεν θέλω να πιστέψω αυτό που γράφεις.

Φενια Παρασκευα
Είσαι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης.Να ζωγραφίζεις με χαρά, υπάρχουν άνθρωποι που σε θαυμάζουν,υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να δούνε μέσα από τα μάτια σου .Δεν σου κρύβω, ότι πολλές φορές προσπαθούσα να καταλάβω την διαδρομή που είχε το πινέλο σου.

Φενια Παρασκευα
Κώστα θέλω να σου ζητήσω συγνώμη, που δεν σου έγραψα ποτέ πόσο μου αρέσει αυτό που κάνεις.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Φενια Παρασκευα Φένια είναι δραματική η συγνώμη σου, δεν ξέρω τι προσφέρω μ αυτό που κάνω. Αδυνατώ να συλλάβω τα συγκριτικά μεγέθη της ιστορίας μας.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑΣ
Φένια μερικές φορές οι ομολογίες μας είναι δραματικές όσο η αλήθεια που ζούμε.


 

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

στο βάθος των δρόμων

 ΄΄


..καβάλησε την παλιά Χάρλει και έτρεξε στο βάθος των δέντρων, στην μαύρη άσφαλτο της παλιάς Ενικής οδού. Πέρασε σε άλλες πολιτείες, περιπλανήθηκε χωρίς κινητό και χωρίς θεό για κάμποσο. Καταλάβαινε περισσότερο τώρα πως το σώμα του έβαζε κανόνες στη ζωή του. Όχι ο εγκέφαλος, το σώμα. Αυτό τον φόβιζε περισσότερο γιατί το σώμα ήταν πιο φθαρτό, έτσι νόμιζε, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πολλά πράγματα δεν ήθελε να παραδεχτεί γιατί να συμβαίνουν έτσι αλλά δε μοιρολατρούσε, έτρωγε το ψωμί του, δούλευε στη γης, εδώ κι εκεί, ο θάνατος της Ρόζας του στάθηκε βαρύ φορτίο στην πλάτη. Στην αρχή θεωρούσε και τον εαυτό του υπεύθυνο αλλά σιγά-σιγά μετρίασε αυτή την άποψη, σκεπτόμενος πως ο καθένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και η Ρόζα τραβώντας εκείνο το μαχαίρι εναντίον του, ποτέ δεν είχε καταλάβει αν θα τον σκότωνε, γιατί πόσοι άνθρωποι μπορούν να σκοτώσουν; ο ίδιος δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του να κάνει τέτοιες πράξεις, η Ιστορία όμως άλλα τον δίδασκε, πως ο κόσμος του ήταν γεμάτος από φόνους, λεηλασίες, μαζικές καταστροφές, χιλιάδες νεκροί από χέρια άλλων που θα γινόταν κι αυτοί κάποτε νεκροί κι ανάμεσα τους και ο Αστυνόμος Σαμψωνίδης, που από τις αρχές θεωρούνταν εξαφανισμένος αλλά για τον ίδιο ήταν πεπεισμένος πως ο Αστυνόμος δεν θα ξαναπερπατούσε πάνω ς αυτόν τον πλανήτη, που δεν μπορούσες πια να υπάρχεις χωρίς κινητό, δίχως μέιλ. Οι άνθρωποι είχαν γίνει για άλλη μια φορά ένα νούμερο, ένας αριθμός, με πλαστικό χρήμα, πλαστικές μάσκες, αόριστο τρόπο ζωής, τα νοσοκομεία δεν χωρούσαν άλλους αρρώστους, στα ψυχιατρεία η κατάθλιψη θέριζε νέους και γέρους, φτωχούς και πλούσιους. Οι πιο φοβισμένοι φορούσαν μια αιώνια μάσκα. Κέρινη. Και απλά κυκλοφορούσαν στους δρόμους, ψώνιζαν στα σούπερ μάρκετ, έπιναν καφέδες στα παζοδρομιακά καφενεία. Τρέχοντας άλλοτε με την Χάρλει ανάμεσα σε νουνά και λαγκάδια, ταξιδεύοντας αργά σε μικρές και μεγάλες πολιτείες, τα αποθέματα των χρημάτων που είχε αποταμιεύσει τέλειωναν. Ώσπου μια μέρα δεν είχε στην τσέπη του ούτε ένα σέντσι. Σταμάτησε σε μια παλιά βρύση κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο. Ήπιε δροσερό νερό με τις φούχτες, άναψε τσιγάρο, κάθισε στο πέτρινο πεζούλι να απολαύσει κι ένα τσίπουρο. Τα πουλάκια πάνω στον αιωνόβιο πλάτανο, φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Ήταν λευκό μεσημέρι, η ησυχία τράνταζε τον ορίζοντα, πίσω απ τα φυλλώματα των δέντρων. Κανείς δεν υπήρχε σ αυτή την ερημιά.

 

σελίδες από την ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
































Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΑΘΑΡΕΎΟΥΣΑ

 


-Θα κρυφθεί το φεγγάρι από ζήλια, με είπεν.
-Ουχί, του ηπήντησεν ευκόλως τις παρευρισκόμενος εν τω άμα.
-Προς τι γαρ ο τίτλος και η αμέσως κείμενη πρότασις περί ζήλειας της σελήνης;
-Το εν εστί, επείν μεν πορευθείς ο Σαραμάγκου χιλίας και πλέον χρόνους εν τη φιλοσοφία ουδέν απεκόμισε περαιτέρω εις ημάς και αφ ετέρου δε, πολλάκις αυτόν αντάμωσεν η περισσόν κλέος τύχη.
-Α! ούτως ερμηνεύεις την μελαγχολικήν αυτήν προσωπικότητα; Δεν νομίζεις πως ανακαλύψας το σκότος, έχασες τον νου σου;
-Εις εμέ ωμιλείς με αυτάς τας μελανάς εκφράσεις; [Αλλά παρεμπιπτόντως αξίζει αυτη η έκφρασις: ανακαλύψας το σκότος έχασες τον νου σου!] Διατί μελαγχολίζουσα μορφή ο φιλόσοφος ούτος; Εις εμέ, φαίνετο, αρκούντως λαλίστατος και ευκρινής. Μάλιστα ουχί δυσκόλως αναγιγνώσκεις όσα γέγραπται.
-Έχω τας αμφιβολίας μου. Ψηλαφίζοντας α γέγραπται, μερικάς στιγμάς, μου ήρεσεν η ακολουθία της σκέψεως του. Ματαίως προσπαθείς, εκών άκοντι, να με πείσεις περί των αντιθέτων.
-Ου με πείσεις, καν με πείσεις...Ποίος είπεν; Αισχίνης ή Δημοσθένης; ιδού ένα μέγιστο ερώτημα της στιγμής! Εκλιπούσης της μνήμης...
-Χαχα! βέβαια! σοι εκλίπει πλέον η μνήμη και ελοχεύεις στη σκιά, περιμένοντας τον Σαραμάγκου..
-Μα τι λες ρε; Εγώ κρύβομαι και περιμένω τον Σαραμάγκου; Τι με νοιάζει εμένα ρε; ο κάθε Σαραμάγκου; Α να χαθείς παλιορεζίλη!
-Ρε καραγκιόζη σε μένα μιλάς έτσι; επειδή δε σ αρέσει εσένα ο Σαραμάγκου, τα βάζεις μαζί μου; Ξέρεις ποιος είμαι γω ρε σαχλόμαγκα;
-Αει ρε κατούρα να γίνουν τα χόρτα, έτσι θέλεις να σου μιλάω εσένα!
-Γιατί, εσύ είσαι καλύτερος; πιε τον καφέ σου κει πέρα κι άσε με ήσυχο.
Και ο καθένας έφυγε χωριστά*

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΠΙΟ "ΤΡΕΛΌΣ" ΕΠΙΒΙΏΝΕΙ

 

 

Ο ΠΙΟ "ΤΡΕΛΟΣ" ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ...




Είχα πολλούς φίλους που δεν πήγαν φαντάροι. Πούλησαν τρέλα.
Από φτωχοί μέχρι πλούσιοι την ίδια τρέλα πουλούσαν κι εμείς τα
αιώνια θύματα αγοράζουμε. Η επιβίωση μέσω τρέλας είναι δύσκολη. Ανάλογα όμως την τρέλα που πουλάει ο καθένας. Άλλη τρέλα ο
κουλουράς, άλλη ο ζωγράφος, άλλη ο ποιητής. Ένας από τους
μεγαλύτερους τρελούς ο Νταλί. Εφάμιλλος του Χίτλερ. Έμενα μου
το λένε πολλοί πως είμαι τρελός αλλά δεν τους πιστεύω.

 


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ.

 


Καλοκαίρι ήταν τότε. Αυτή η γυναίκα έμενε στο διπλανό δωμάτιο, μας χώριζε δηλαδή μια μεσοτοιχία από χάρμποτ κι έτσι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε, μόνο που στην αρχή δεν του δώσαμε και πολύ σημασία. Τι μας νοιάζει; σκεφτήκαμε, εμείς δεν κάναμε κάτι απαγορευμένο, έρωτα κάναμε και μπορεί να φωνάζαμε, να μουγκρίζαμε, να γκρινιάζουμε μερικές φορές. Μετά από αρκετό καιρό, αρκετές μέρες και νύχτες που συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, συναντήθηκα με τον άνθρωπο που μας χώριζε η μεσοτοιχία. Σταθήκαμε στο σκοτάδι του διαδρόμου προσπαθώντας να δει ο ένας τον άλλον, σχεδόν δίπλα-δίπλα αφού οι πόρτες μας δεν απείχαν ούτε μισό μέτρο. Δεν ανάψαμε το φως, τα μάτια μας συναντήθηκαν κι αυτά στο σκοτάδι, ποια είναι αυτή αναρωτιόμουν κι όταν συνήθισα στο μαύρο, προσπάθησα να ξεδιακρίνω τη σιλουέτα της. Ήταν μια κομψή κυρία. Έκανε αβέβαιες κινήσεις να φύγει ή να μείνει, να πει κάτι, μια καλησπέρα, δεν είπε. Ούτε κι εγώ είπα, τι να έλεγα, αισθάνθηκα αμέσως μια ενοχή πως μας είχε κρυφακούσει και ένιωσα μια ντροπή γιατί δεν ήθελα κανείς να ξέρει τι κάνω στο κρεβάτι μου και γενικότερα στο σπίτι μου. Στα δευτερόλεπτα που κύλισαν, πόση είναι η ζωή μιας στιγμής; Σκέφτηκα-δεν ξέρω γιατί- πως αυτή η γυναίκα ήταν μόνη, πόσοι άνθρωποι δεν είναι μόνοι, και πως ζήλευε τη δικιά μας ευτυχία, που δεν ήταν τόσο μεγάλη αφού κι εμείς μέρα-νύχτα καυγαδίζαμε με τη Σοφία, σκοτωνόμασταν στην κυριολεξία, άσχετο αν μετά κάναμε κι ότι κάναμε. Όμως, φαίνεται πως η μοναξιά είναι χειρότερη από το να έχεις έναν άνθρωπο που έστω τσακώνεσαι τις περισσότερες φορές.
Αυτές οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν κάμποσο καιρό και ήταν πάντα ίδιες. Δίπλα-δίπλα, στο σκοτάδι, ακουμπούσαμε τις πλάτες στους τοίχους, δε μιλούσαμε-ποτέ δε μιλήσαμε- κοιταζόμαστε στα μάτια, μερικές φορές αγγίξαμε ο ένας τα χέρια του άλλου κι άλλες δυο-τρεις, κλάψαμε, πιο πολύ εκείνη, εμένα έτρεξαν δυο δάκρυα χωρίς να ξέρω αν ήθελα να την συμπονέσω. Η κομψή γυναίκα έκλαιγε με αναφιλητά, εγώ δεν ήξερα τι κάνω, γιατί έκλαιγε και τι της συνέβαινε. Μια όμως από αυτές τις φορές, καθώς έκλαιγε τη φίλησα στα χείλη. Χείλη βρεγμένα από δάκρυα, σκέψεις μισοσφιγμένες, δυο άγνωστοι στο σκοτάδι και η κομψή κυρία χάθηκε στο μαύρο. Από κείνη τη βραδιά δεν την ξαναείδα. Την φέρνω αρκετές φορές στο μυαλό μου, εν ευθέτω χρόνο ανοίγει ένα παράθυρο μνήμης και συλλογιέμαι πολύ γι αυτές τις μικρές μου πράξεις που δεν έγιναν όνειρο, γι αυτές τις πελώριες στιγμές που δεν ξανάρχονται ποτέ και μυστήριο πράγμα τις αγάπησα πολύ περισσότερο από άλλες.
[Από τα μικρά διηγήματα μου]

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

ΑΝΤΊΟ

 

 


Δε μιλούσαμε. Οι καρέκλες μας έτριζαν και για λίγο; Για πολύ; Τα κεφάλια μας ήταν γυρισμένα αλλού. Έκανε θόρυβο ο κόσμος και το σημείο που συναντηθήκαμε το είχαμε επιλέξει τυχαία. «Πάμε αλλού;» γύρισα το κεφάλι να την κοιτάξω. Ήταν ωχρή αδύναμη, δε μου απάντησε, άναψε τσιγάρο. Κάτι άλλο ήθελε να πει, δεν το λεγε αλλά φαινόταν η αντίρρηση κι όλο έτριβε το πηγούνι της. Εγώ της χαμογελούσα που και που, όχι αμήχανα, ήξερα τι θα συμβεί απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Γιατί να γίνει τώρα; Έλεγα. Άστο γι αργότερα αν και ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της αναμονής και της αναβολής. Ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, σταθερός στο να ξέρω που πηγαίνω. Πίναμε αυτό τον καφέ εκείνο το πρωινό και ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Ζευγάρι. Την αγαπούσα και μ αγαπούσε, η Αλεξάνδρα. «Καλά είναι κι εδώ,,,» μίλησε μετά από ώρα. Γύρισε και σταμάτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου. Πως κοιτιούνται δυο άνθρωποι; Μέσα, βαθιά, να ψάχνουν, τα μύχια;. Το βλέμμα της ήταν απελπισμένο. Τι θα κάνουμε; Λυπημένο, δε θα είμαστε πια μαζί ε; σερνόταν η βεβαιότητα, κρίμα δεν είναι, σκέφτηκα κι εγώ και φάνηκε η υποψία πως μπορεί να μην ήθελα να χαθούμε. Ναι αλλά δε γίνεται αλλιώς, δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί πια, να χτίσουμε κι άλλα όνειρα. Ο καφές τέλειωσε, η σιωπή μας μεγάλωνε. Σηκώθηκα, σηκώθηκε και κείνη. Δώσαμε τα χέρια χωρίς αγκαλιά, μόνο κοιταζόμαστε πιο πολύ να κρατήσουμε την εικόνα επειδή ήταν σίγουρα η τελευταία.
-Γεια σου Αλεξάνδρα, είπα.
-Αντίο Μίλτον, είπε κι έφυγε.
Την παρακολούθησα να περπατάει σαν όνειρο στο βάθος της λεωφόρου, χαμένη στο λιγοστό κόσμο. Ύστερα έφυγα κι εγώ με έναν κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό.

 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

ΤΑ ΞΈΠΛΕΚΑ ΜΑΛΛΙΆ ΣΟΥ

 


 

ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
 
Μια ψίχα πικραμύγδαλο
και του πουλιού το γάλα
κάθισα στη μικρή σκιά
και στράγγισα μια στάλα
 
Κι ως να πλυθούνε στη βροχή
τα ξέπλεκα μαλλιά σου
ένα βήμα έκανα πιο κει
κι ήρθα στην αγκαλιά σου

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

ΕΙΚΟΝΟΛΆΤΡΕΣ

 

 


ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΠΑΡΜΕΝΟΙ, ΠΕΡΑΣΤΕ ΣΤΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ..

Μια και για σας είναι μια άγια μέρα η αυριανή, [για μένα δεν υπάρχουν άγιες μέρες, απλά χρόνος που κυλάει] μια και οι Μουσουλμάνοι έχουν κι αυτοί ραμαζάνι να λατρέψουν τον Αλλάχ τους, ας πούμε μερικά πράγματα περισσότερο για τους αδαείς χριστιανούς. Και θα ξεκινήσω με ένα δικό τους ρητό, νόμο, όπως θέλεις πάρτο. " Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ και όσα εν τη γη.... ου προσκυνήσεις, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς." Πιο απλά δεν μπορούσε να το πει ο νομοθέτης. Έτσι γράφεται και είναι από τα λίγα δίκαια πράγματα που γράφει αυτό το βιβλίο της παλαιάς διαθήκης των Εβραίων. Και κάθε νοήμων άνθρωπος το καταλαβαίνει. Έλα όμως που οι παπάδες, δεν το θέλουν έτσι; Έλα που πρέπει να πουλαν φετίχ στον κάθε ηλίθιο πιστό;. Πριν από κάμποσα χρόνια είχα τύχει δεκαπενταύγουστο στην Τήνο για εργασίες. Περνώντας έξω από την εκκλησία με μια παρέα φίλων, μόλις είδα τη λέξη ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ στα πλευρά του ναού, γέλασα ειρωνικά και αναφώνησα: Παιδιά, το λογιστήριο του θεού. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος από τα όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν εκεί. Ένας συφερτός κόσμου, ένα μπουλούκι ανόητων  να σέρνεται, να κουβαλάει, χρυσό, ασήμι, και ότι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους σε μια εικόνα, που κάνει λένε θαύματα. Είναι να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Μίλησα με κάποιον που εργαζόταν στο ναό και έπαθα την πλάκα μου. Όλα αυτά που μαζεύουμε σε χρυσό σε ασήμι και ότι άλλο, τα ξεχωρίζουμε και τα μετατρέπουμε όλα σε χρυσό. Μιλάμε για τόνους χρήμα! Αν δεν δεις ,δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το τι χρήμα βγαίνει μόνο από αυτόν εδώ το ναό. Τι να πω; Έβλεπα τους ανθρώπους να σέρνονται μέσα στα κεριά και στα λιβάνια και λυπόμουν τότε πολύ. Τώρα δε λυπάμαι. Απλά καταλαβαίνω πόσο βλάκες τους έχουν κάνει,. Βέβαια, κολλάω ακόμα στο πως το καταφέρνουν, γιατί, μου φαίνεται αδιανόητο ένας σύγχρονος άνθρωπος να λατρεύει ξύλινες εικόνες, με χριστούς, αγίους και παναγίες. Τόσο ηλιθίους κατασκευάζει μια θρησκεία- θεωρώ τον χριστιανισμό  από τις πιο αιμοβόρες θρησκείες- που αναπαραγάγει το μίσος των πιστών εναντίον των απίστων! συγκαλυμμένο υπό το κέλυφος της αγάπης. Πως είναι δυνατόν μια εικόνα, ένα χαρτί, ένα ξύλο ν αναπαραγάγει δύναμη; Όταν έγιναν οι εικονομαχίες στο Βυζάντιο από το 726 και μετά, επί Λέοντος Γ και Κωνσταντίνου του Ε, θα μπορούσες να πεις πως ο κόσμος βρισκόταν εκεί που βρισκόταν. Στο σκοτάδι και την πλήρη αμάθεια. Στον λήθαργο και την αμορφωσιά. Σήμερα όμως που το 98 τοις εκατό των επιστημόνων παγκοσμίως, να δηλώνουν άθεοι, δεν επιτρέπεται να συνεχίζεται αυτή η ηλιθιότητα, αυτή η βλακεία, τόσων αιώνων. Σήμερα που δημιουργήθηκε, άκουσα και το πρώτο; πανεπιστήμιο αθεΐας στη Ρώμη, εσείς τρέχετε στις παναγιές να τους προσφέρετε χρυσό, λες και το έχει ανάγκη κανένας θεός τον χρυσό. Δεν έχω ζωγραφίσει ποτέ αγιογραφίες, ενώ είναι το πιο εύκολο είδος ζωγραφικής, ακόμα και στις χειρότερες μέρες της φτώχειας μου, μη θέλοντας ποτέ να διαιωνίσω μια κατάσταση. Όπως και δεν πατάω το πόδι μου σε καμία εκκλησία, είτε πρόκειται ακόμα και για κοινωνικές υποχρεώσεις, γάμους , βαφτίσια, κηδείες. Διότι θέλω να είμαι συνεπής απέναντι στον εαυτό μου, σε κανέναν άλλον. Εφόσον αρνούμαι να πιστέψω, σε οτιδήποτε έχει σχέση με τον χριστιανισμό [και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, μιλώ για τον χριστιανισμό, επειδή έτυχε να γεννηθώ εδώ και χωρίς την θέληση μου προσήψαν αυτήν την ιδιότητα] χρειάζεται και να το αποδεικνύω εμπράκτως.





 

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΤΡΕΛΌ ΔΈΝΤΡΟ

 

 


Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που έχει περάσει τα εκατό. Ο Χεμινγουέη αυτοκτόνησε στα εξήντα δυο. Ο Σταινμπεκ είπε πως αν σε θυμούνται μια βδομάδα μετά την κηδεία σου θα είσαι μεγάλος. Ο Αϊνστάιν πεθαίνοντας είπε πως υπάρχει θεός! Ο Μέγας Αλέξαντρος πέθανε από ακατάσχετη οινοποσία στα τριάντατρία. Ο Τζερόνιμο, Το Τρελό Δέντρο ζει ακόμη.
Είστε λοιπόν, σπουδαίες κουφάλες, κωλόπαιδα, οι πιο έξυπνοι άνθρωποι που γεννήθηκαν ποτέ, σκέφτεστε τον εαυτό σας, σαν τον σκίουρο. Τρώει τους καρπούς,σκάβει τον κορμό του δέντρου, τρώει τ αρχίδια του. Ωραία δουλειά κάνετε. Σκάβετε τους κορμούς, ωραία η ζωή λέτε εως αύριο. Μεθαύριο θα δείτε αν τα δέντρα υπάρχουν[πέντε λέξεις παραπάνω δεν αρκουν.] Στην ουσία δε λέω τίποτα.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τον κόσμο. Προσπάθησα αλλά ήταν αδύνατο. Κανείς άνθρωπος δεν το κατάφερε. Όταν πεθάνω θα σκέφτομαι ακόμα την αδυνατότητα της ύλης μου.
Έχω μερικές απορίες, πάντα από παιδί-λάθος μου- έπαιρνα όλα τα πράγματα σοβαρά αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί έζησα και γιατί ζω. Αν εξυπηρετεί κανένα σκοπό η παρουσία μου δηλαδή. Εσείς σίγουρα θα ξέρετε κάτι περισσότερο από μένα γι΄αυτό.
Ένα θύμα ψάχνω- χρόνια τώρα στο καπό του αυτοκινήτου μου
Από το γκάζι γλίτωσα- όχι απ΄το μουνί
Ένα θύμα.
Για να έχει κανείς ευτυχισμένο θάνατο τι πρέπει να κάνει;
Πρέπει να έζησε δραματικά. Ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει το χαμόγελο. Το χάος της ζωής του δεν είναι τίποτα μπροστά στην "αποτρόπαια φιγούρα". Ο Φράνσις Μπέικον, ένας Δουβλινέζος, ομοφυλόφιλος του κερατά, αμόρφωτος, άξεστος, καταπιεσμένος αλκοολικός
ακροσημειώσεις μου

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

κουρμπε

 


Ασυμβίβαστος. Δεν ήταν σκλάβος ούτε μαθητής κανενός. Δεν ακολούθησε καμιά σχολή, ούτε θρησκεία. Με την Ακαδημία υπήρξε άμεσος εχθρός και κανένα καθεστώς, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα που θεωρείται η εποχή της χυδαιότητας του χρήματος, δεν κατόρθωσε να τον εντάξει στις τάξεις του. Είναι ο Γκούσταβ Κουρμπέ ο πρώτος μποέμ καλλιτέχνης που ζούσε απομονωμένος από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες της εποχής. Είχε αρχίσει η βιομηχανική επανάσταση που ήθελε την τέχνη φτηνή, μαζική και κακοφτιαγμένη. Οι άνθρωποι άρχιζαν να γίνονται σκλάβοι της μηχανής-και που να φαντάζονταν που θα φτάναμε εμείς μόνον δυο αιώνες αργότερα με την Τεχνητή Νοημοσύνη [Α1] ν αρχίζει να εξουσιάζει τα πάντα. [Η μεγαλύτερη επανάσταση του ανθρώπου μετά την επανάσταση της γλώσσας]
Ο Κουρμπέ ήρθε σε άμεση ρήξη με τις ακαδημίες που αποκτούσαν κύρος υποστηρίζοντας πως μόνο ότι θεωρούσαν αυτές ήταν τέχνη και τι όχι. Εξ άλλου οι δικές τους απόψεις υποστηρίζονταν και από το κράτος. "Ο Ρεαλισμός στην τέχνη γεννήθηκε το 1848 και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ως καλλιτεχνική τάση ήταν συνυφασμένος με την αποτυχία των επαναστατικών σοσιαλιστικών κινημάτων του 1848, την αστική ανάπτυξη, την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη γέννηση των εθνικών κρατών", μας πληροφορούν τα βιβλία αν και εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες γεννήσεις, απλά κάπου υπήρχαν άλλοι που έκαναν ρεαλιστική τέχνη και πιο πριν. Με λίγα λόγια τίποτε δεν αρχίζει και τίποτε δεν τελειώνει στην τέχνη. Οι τρόποι που ζωγραφίζουν οι άνθρωποι είναι σχεδόν όλοι ίδιοι και στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα:στη διαμόρφωση ενός κώδικα ηθικής και όχι μόνο. Ο Κουρμπέ ζωγραφίζοντας την προέλευση του κόσμου, με τον πίνακα αυτόν ασχολήθηκα ιδιαίτερα αρκετό καιρό, σχετικά με όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί, και ακόμη με τους τρόπους αντιμετώπισης του και από το λαίμαργο κοινό και από τις κατά καιρούς θέσεις των Ακαδημιών αλλά και πολλών ανθρώπων της διανόησης. Φυσικά ο Κουρμπέ δεν πίστευε πως το αιδοίο από μόνο του μπορούσε να ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του κόσμου. Άρα τι ήθελε να πει εκθέτοντας φόρα παρτίδα το γεννητικό όργανο της γυναίκας; το πρώτο πρέπει να ήταν η απελευθεροποίηση από τον μύθο του σεξ. Η εξοικείωση των ανθρώπων με το σώμα τους, ιδιαίτερα όσων ήταν και είναι θεοσεβούμενοι, θεοκρατούμενοι και γενικά όσων αρνούνται να κοιτάξουν κατάφατσα το πέος τους ή το αιδοίο και τέλος πάντων, γενικότερα τα απόκρυφα σημεία του ανθρώπινου σώματος. 

Ο Κουρμπέ ζωγράφιζε «Εργάτες που σπάνε πέτρες» με τόση αλήθεια και ανθρωπιά, που σίγουρα η αστική τάξη αισθάνθηκε τη σοσιαλιστική του ομολογία, τη συμπόνια για την κακιά μοίρα των εργατών και το δριμύ κατηγορώ ενάντια σε κάθε είδους αυταρέσκεια.  Ήθελε να αφυπνίσει, να σοκάρει, να σπάσει τα δεσμά από τους συμβιβασμούς που πρόσταζε η εποχή του. Ζωγράφιζε τον εαυτό του σαν αλήτη, χωρίς στημένες πόζες, χωρίς λαμπερά χρώματα, χωρίς υπολογισμένα σχέδια, θέλοντας να προσβάλει και να ειρωνευτεί τους «αξιοπρεπείς» ζωγράφους[ («Καλημέρα, Κύριε Κουρμπέ). Να τους δείξει ότι η τέχνη δεν ήταν απόγονος της σωστής τεχνοτροπίας, αλλά της «ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής ειλικρίνειας» Aκόμα και όταν ζωγράφιζε αλληγορίες όπως το «Εργαστήρι του ζωγράφου», συσχέτιζε την προσωπική του αντίληψη με την πραγματικότητα. Σε μια φανταστική σκηνή τοποθέτησε μορφές αληθινές, πραγματικές, που ζούσαν και είχαν σημαδέψει την μέχρι τότε πορεία του: τον ποιητή Μπωλνταίρ και τον πεζογράφο Σανφλέρυ, διαβάζω στο ιντερνετ κάποια από αυτά που δεν ήξερα για αυτόν και πραγματικά εκπλήσσομαι - μ αρέσει να ομολογώ κάτι που  με κάνει να νιώθω ηλίθιος που δεν το ήξερα. Ο θαυμασμός μου για κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους σε οποιονδήποτε κλάδο είναι πασιφανής και όταν αντιλαμβάνομαι πως αδίκησα κάποιον νιώθω πλήρη αμηχανία γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ακριβοδίκαιο.
Ο Κουρμπέ δεν ήταν από παιδί στις πρώτες μου προτιμήσεις αλλά και ούτε είχα βγάλει κάποια οριστικά συμπεράσματα γι αυτόν και την τέχνη του και περισσότερο για την σύμπλευση του με όσα υποστήριζε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και τα έκανε πράξεις. Ελάχιστοι άνθρωποι το κατορθώνουν αυτό.
Η ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ είναι ένα έργο που ακόμα και σήμερα μουντζουρώνεται. Και το λέω αυτό γιατί σε πολλές αναφορές και εμφανίσεις της εικόνας οι γραμμές πάνω στον πίνακα αυτό δείχνουν: τη απαίσια στάση που κρατούμε απέναντι σ ένα θαυμάσιο έργο τέχνης στην εποχή που όλο το διαδίκτυο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δείχνει πορνό. [Εμένα δε με αφορούν όσοι πιστεύουν πως οι ταινίες πορνό δεν είναι δείγμα του πολιτισμού μας!] Η Κινέζικη βιομηχανία πορνό είναι στην πρώτη θέση όσον αφορά το κέρδος από αυτό το εμπόριο. Βέβαια οι Κινέζοι ήταν πρωτοπόροι σ αυτό το είδος. Δείτε τις ανάλογες γκραβούρες σχετικά με τα ανθρώπινα όργανα, τις απίστευτες στάσεις ερωτικών συμπλεγμάτων- ούτε οι Αρχαίοι Έλληνες πήγαιναν πίσω.


Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΆΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΟΥΆΡ

 


 

Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα συνεπής – αν και αυτό έρχεται αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου. Ένα από αυτά είναι η καθαριότητα. Ααα, δε μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος-για τις βρώμικες γυναίκες με την άλλη άποψη δεν θα έλεγα όχι-αλλά η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά όπως και να το κάνουμε.
Τέλος πάντων, είχα μια φίλη εκείνο τον καιρό που δε στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Μόλις έμπαινε στο σπίτι μας, μέναμε τότε κάπου στις παρυφές του Λυκαβηττού, άρχιζε να συγυρίζει. Τίναζε τα μαξιλάρια από τον καναπέ του σαλονιού, άδειαζε συνέχεια τα τασάκια, πήγαινε στην κουζίνα έπλενε ότι έβρισκε μπροστά της, επέστρεφε στο σαλόνι ήρεμη λες και δε συνέβαινε τίποτε. Εμείς την παρατηρούσαμε σιωπηλοί, η γυναίκα μου την παρότρυνε συχνά να συνεχίζει το έργο της, μια και είχε μπουχτίσει μέρα- νύχτα με τη φασίνα και το σφουγγαρόπανο στο χέρι. Αχ, μου έλεγε, κάνε και συ κάτι όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα. Να σφουγγαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, να στρώνω να ξεστρώνω κρεββάτι α, τι είμαι εγώ; Δούλα σας είμαι; Και κοίταζε εμένα και τα παιδιά μας.
Εγώ έξυνα τα αφτί μου αμήχανος αλλά μια και δεν ήθελα να δίνω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες που δε με συνέφερνε, προσπαθούσα ν αλλάζω κουβέντα ή την αγκάλιαζα και της έλεγα πόσο σπουδαία νοικοκυρά ήταν. Βέβαια, εμένα η δουλειά μου είναι στρατιωτικός. Μια ζωή εκεί μέσα μόνο διέταζα. Έτσι και στο σπίτι μου; Όλοι ήταν υποχρεωμένοι ν υπακούν και περισσότερο η γυναίκα μου που την είχα παντρευτεί για να κάνουμε παιδιά και να νοικοκυρεύει. Τώρα, αν τη βόλευε που η Αθηνά έτυχε να έχει αυτό το κουσούρι με την καθαριότητα, εμένα ποσώς με ενδιέφερε. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να είναι το σπίτι μας καθαρό. Ποιος θα έκανε τη δουλειά, καρφάκι δε μου καιγόταν.
Η Αθηνά ερχόταν συχνά-πυκνά και άρχιζε όσες ώρες και να έμενε στο σπίτι μας να μην αφήνει τζάμι για τζάμι ακαθάριστο. Άχνιζε μάλιστα με το στόμα της κι ύστερα σφούγγισε με το χαρτί. Χου! Χου! Έκανε κι έσκυβε κάτω από τις καρέκλες μήπως ανακαλύψει κανένα σκουπιδάκι, καμιά σκονούλα. Σχεδόν έγλειφε το μωσαϊκό, τα πλακάκια, ξεσκόνιζε τα κομό, ανέβαινε πάνω στην καρέκλα να δει μήπως πάνω από τις πόρτες υπήρχε σκόνη, έψαχνε στα πιο περίεργα μέρη κι όταν ανακάλυπτε μια βρωμιά, κοίταζε επιτιμητικά τη φίλη της κι εμένα. Μμμ..ού! έκανε και στρωνόταν στη δουλειά.
Εγώ την παρατηρούσα, δεν ήταν άσχημη, ίσα-ίσα, ψηλή, ωραίο σώμα, νέα γυναίκα, σφριγηλή. Δεν έλεγε πολλά πράγματα, θέλω να πω κουβέντες αλλά απ ότι είχα καταλάβει μόνο με τη γυναίκα μου συζητούσε πολύ όταν εγώ έλειπα.
Μια μέρα που γύρισα ξαφνικά από την υπηρεσία μου, κουρασμένος καθώς ήμουν από μια ολονύχτια άσκηση, σκεφτόμουν πότε να φτάσω στο σπίτι και να ξαπλώσω στον καναπέ, άνοιξα την πόρτα και την είδα γυμνή στο μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν με πήρε είδηση που είχα μπει και συνέχιζε να κοιτάζει έξω καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ρουφούσε ηδονικά τον καπνό και τον φυσούσε έξω. Το γαλάζιο, θολό του καπνού, τύλιγε το κατάλευκο κορμί της. Πιο λευκό γυναικείο κορμί δεν είχα ξαναδεί! Κατάλευκο σαν αρχαίας ιέρειας που δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος.
Δεν έκαμα καμιά κίνηση, έμεινα εκεί να την κοιτάζω.
-Η γυναίκα σου πήγε για ψώνια, μίλησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
Ώστε έτσι! Με είχε αντιληφθεί κι εγώ νόμιζα αλλιώτικα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μη ξέροντας τι να πω και τι να κάμω. Ωστόσο, η Αθηνά γύρισε προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας το φουσκωτό εφηβαίο της. Σα να το πρότεινε, με τις κατσαρές, κατακάθαρες τρίχες να τρέχουν μέχρι την κοιλιά της. Ύστερα, φόρεσε την κιλότα της, αργά-αργά. Τύλιξε το σουτιέν, έκρυψε τα στήθη, φόρεσε τα υπόλοιπα και το τζιν παντελόνι της.
Ακόμα θυμάμαι το θόρυβο που έκανε το κλείσιμο του φερμουάρ που έκρυβε πίσω του το άσπρο της κιλότας της.

 

η Ιστορία δε μας δικαιώνει

Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός ή τόσο καλός, όσο φανταζόμαστε. Έκοψε λίγο το πολύ κρύο κι αν είχαμε περισσότερη αγάπη και περίσκεψη, αυτός ο ...