Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

κουρμπε

 


Ασυμβίβαστος. Δεν ήταν σκλάβος ούτε μαθητής κανενός. Δεν ακολούθησε καμιά σχολή, ούτε θρησκεία. Με την Ακαδημία υπήρξε άμεσος εχθρός και κανένα καθεστώς, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα που θεωρείται η εποχή της χυδαιότητας του χρήματος, δεν κατόρθωσε να τον εντάξει στις τάξεις του. Είναι ο Γκούσταβ Κουρμπέ ο πρώτος μποέμ καλλιτέχνης που ζούσε απομονωμένος από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες της εποχής. Είχε αρχίσει η βιομηχανική επανάσταση που ήθελε την τέχνη φτηνή, μαζική και κακοφτιαγμένη. Οι άνθρωποι άρχιζαν να γίνονται σκλάβοι της μηχανής-και που να φαντάζονταν που θα φτάναμε εμείς μόνον δυο αιώνες αργότερα με την Τεχνητή Νοημοσύνη [Α1] ν αρχίζει να εξουσιάζει τα πάντα. [Η μεγαλύτερη επανάσταση του ανθρώπου μετά την επανάσταση της γλώσσας]
Ο Κουρμπέ ήρθε σε άμεση ρήξη με τις ακαδημίες που αποκτούσαν κύρος υποστηρίζοντας πως μόνο ότι θεωρούσαν αυτές ήταν τέχνη και τι όχι. Εξ άλλου οι δικές τους απόψεις υποστηρίζονταν και από το κράτος. "Ο Ρεαλισμός στην τέχνη γεννήθηκε το 1848 και κράτησε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ως καλλιτεχνική τάση ήταν συνυφασμένος με την αποτυχία των επαναστατικών σοσιαλιστικών κινημάτων του 1848, την αστική ανάπτυξη, την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη γέννηση των εθνικών κρατών", μας πληροφορούν τα βιβλία αν και εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες γεννήσεις, απλά κάπου υπήρχαν άλλοι που έκαναν ρεαλιστική τέχνη και πιο πριν. Με λίγα λόγια τίποτε δεν αρχίζει και τίποτε δεν τελειώνει στην τέχνη. Οι τρόποι που ζωγραφίζουν οι άνθρωποι είναι σχεδόν όλοι ίδιοι και στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα:στη διαμόρφωση ενός κώδικα ηθικής και όχι μόνο. Ο Κουρμπέ ζωγραφίζοντας την προέλευση του κόσμου, με τον πίνακα αυτόν ασχολήθηκα ιδιαίτερα αρκετό καιρό, σχετικά με όσα έχουν γραφεί και ειπωθεί, και ακόμη με τους τρόπους αντιμετώπισης του και από το λαίμαργο κοινό και από τις κατά καιρούς θέσεις των Ακαδημιών αλλά και πολλών ανθρώπων της διανόησης. Φυσικά ο Κουρμπέ δεν πίστευε πως το αιδοίο από μόνο του μπορούσε να ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του κόσμου. Άρα τι ήθελε να πει εκθέτοντας φόρα παρτίδα το γεννητικό όργανο της γυναίκας; το πρώτο πρέπει να ήταν η απελευθεροποίηση από τον μύθο του σεξ. Η εξοικείωση των ανθρώπων με το σώμα τους, ιδιαίτερα όσων ήταν και είναι θεοσεβούμενοι, θεοκρατούμενοι και γενικά όσων αρνούνται να κοιτάξουν κατάφατσα το πέος τους ή το αιδοίο και τέλος πάντων, γενικότερα τα απόκρυφα σημεία του ανθρώπινου σώματος. 

Ο Κουρμπέ ζωγράφιζε «Εργάτες που σπάνε πέτρες» με τόση αλήθεια και ανθρωπιά, που σίγουρα η αστική τάξη αισθάνθηκε τη σοσιαλιστική του ομολογία, τη συμπόνια για την κακιά μοίρα των εργατών και το δριμύ κατηγορώ ενάντια σε κάθε είδους αυταρέσκεια.  Ήθελε να αφυπνίσει, να σοκάρει, να σπάσει τα δεσμά από τους συμβιβασμούς που πρόσταζε η εποχή του. Ζωγράφιζε τον εαυτό του σαν αλήτη, χωρίς στημένες πόζες, χωρίς λαμπερά χρώματα, χωρίς υπολογισμένα σχέδια, θέλοντας να προσβάλει και να ειρωνευτεί τους «αξιοπρεπείς» ζωγράφους[ («Καλημέρα, Κύριε Κουρμπέ). Να τους δείξει ότι η τέχνη δεν ήταν απόγονος της σωστής τεχνοτροπίας, αλλά της «ασυμβίβαστης καλλιτεχνικής ειλικρίνειας» Aκόμα και όταν ζωγράφιζε αλληγορίες όπως το «Εργαστήρι του ζωγράφου», συσχέτιζε την προσωπική του αντίληψη με την πραγματικότητα. Σε μια φανταστική σκηνή τοποθέτησε μορφές αληθινές, πραγματικές, που ζούσαν και είχαν σημαδέψει την μέχρι τότε πορεία του: τον ποιητή Μπωλνταίρ και τον πεζογράφο Σανφλέρυ, διαβάζω στο ιντερνετ κάποια από αυτά που δεν ήξερα για αυτόν και πραγματικά εκπλήσσομαι - μ αρέσει να ομολογώ κάτι που  με κάνει να νιώθω ηλίθιος που δεν το ήξερα. Ο θαυμασμός μου για κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους σε οποιονδήποτε κλάδο είναι πασιφανής και όταν αντιλαμβάνομαι πως αδίκησα κάποιον νιώθω πλήρη αμηχανία γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ακριβοδίκαιο.
Ο Κουρμπέ δεν ήταν από παιδί στις πρώτες μου προτιμήσεις αλλά και ούτε είχα βγάλει κάποια οριστικά συμπεράσματα γι αυτόν και την τέχνη του και περισσότερο για την σύμπλευση του με όσα υποστήριζε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και τα έκανε πράξεις. Ελάχιστοι άνθρωποι το κατορθώνουν αυτό.
Η ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ είναι ένα έργο που ακόμα και σήμερα μουντζουρώνεται. Και το λέω αυτό γιατί σε πολλές αναφορές και εμφανίσεις της εικόνας οι γραμμές πάνω στον πίνακα αυτό δείχνουν: τη απαίσια στάση που κρατούμε απέναντι σ ένα θαυμάσιο έργο τέχνης στην εποχή που όλο το διαδίκτυο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δείχνει πορνό. [Εμένα δε με αφορούν όσοι πιστεύουν πως οι ταινίες πορνό δεν είναι δείγμα του πολιτισμού μας!] Η Κινέζικη βιομηχανία πορνό είναι στην πρώτη θέση όσον αφορά το κέρδος από αυτό το εμπόριο. Βέβαια οι Κινέζοι ήταν πρωτοπόροι σ αυτό το είδος. Δείτε τις ανάλογες γκραβούρες σχετικά με τα ανθρώπινα όργανα, τις απίστευτες στάσεις ερωτικών συμπλεγμάτων- ούτε οι Αρχαίοι Έλληνες πήγαιναν πίσω.


Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΆΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΦΕΡΜΟΥΆΡ

 


 

Υπάρχουν μερικά πράγματα που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να είμαι πάντα συνεπής – αν και αυτό έρχεται αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου. Ένα από αυτά είναι η καθαριότητα. Ααα, δε μου αρέσει ο βρώμικος κόσμος-για τις βρώμικες γυναίκες με την άλλη άποψη δεν θα έλεγα όχι-αλλά η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά όπως και να το κάνουμε.
Τέλος πάντων, είχα μια φίλη εκείνο τον καιρό που δε στεκόταν σε χλωρό κλαρί. Μόλις έμπαινε στο σπίτι μας, μέναμε τότε κάπου στις παρυφές του Λυκαβηττού, άρχιζε να συγυρίζει. Τίναζε τα μαξιλάρια από τον καναπέ του σαλονιού, άδειαζε συνέχεια τα τασάκια, πήγαινε στην κουζίνα έπλενε ότι έβρισκε μπροστά της, επέστρεφε στο σαλόνι ήρεμη λες και δε συνέβαινε τίποτε. Εμείς την παρατηρούσαμε σιωπηλοί, η γυναίκα μου την παρότρυνε συχνά να συνεχίζει το έργο της, μια και είχε μπουχτίσει μέρα- νύχτα με τη φασίνα και το σφουγγαρόπανο στο χέρι. Αχ, μου έλεγε, κάνε και συ κάτι όλα εγώ τα κάνω εδώ μέσα. Να σφουγγαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, να στρώνω να ξεστρώνω κρεββάτι α, τι είμαι εγώ; Δούλα σας είμαι; Και κοίταζε εμένα και τα παιδιά μας.
Εγώ έξυνα τα αφτί μου αμήχανος αλλά μια και δεν ήθελα να δίνω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες που δε με συνέφερνε, προσπαθούσα ν αλλάζω κουβέντα ή την αγκάλιαζα και της έλεγα πόσο σπουδαία νοικοκυρά ήταν. Βέβαια, εμένα η δουλειά μου είναι στρατιωτικός. Μια ζωή εκεί μέσα μόνο διέταζα. Έτσι και στο σπίτι μου; Όλοι ήταν υποχρεωμένοι ν υπακούν και περισσότερο η γυναίκα μου που την είχα παντρευτεί για να κάνουμε παιδιά και να νοικοκυρεύει. Τώρα, αν τη βόλευε που η Αθηνά έτυχε να έχει αυτό το κουσούρι με την καθαριότητα, εμένα ποσώς με ενδιέφερε. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν να είναι το σπίτι μας καθαρό. Ποιος θα έκανε τη δουλειά, καρφάκι δε μου καιγόταν.
Η Αθηνά ερχόταν συχνά-πυκνά και άρχιζε όσες ώρες και να έμενε στο σπίτι μας να μην αφήνει τζάμι για τζάμι ακαθάριστο. Άχνιζε μάλιστα με το στόμα της κι ύστερα σφούγγισε με το χαρτί. Χου! Χου! Έκανε κι έσκυβε κάτω από τις καρέκλες μήπως ανακαλύψει κανένα σκουπιδάκι, καμιά σκονούλα. Σχεδόν έγλειφε το μωσαϊκό, τα πλακάκια, ξεσκόνιζε τα κομό, ανέβαινε πάνω στην καρέκλα να δει μήπως πάνω από τις πόρτες υπήρχε σκόνη, έψαχνε στα πιο περίεργα μέρη κι όταν ανακάλυπτε μια βρωμιά, κοίταζε επιτιμητικά τη φίλη της κι εμένα. Μμμ..ού! έκανε και στρωνόταν στη δουλειά.
Εγώ την παρατηρούσα, δεν ήταν άσχημη, ίσα-ίσα, ψηλή, ωραίο σώμα, νέα γυναίκα, σφριγηλή. Δεν έλεγε πολλά πράγματα, θέλω να πω κουβέντες αλλά απ ότι είχα καταλάβει μόνο με τη γυναίκα μου συζητούσε πολύ όταν εγώ έλειπα.
Μια μέρα που γύρισα ξαφνικά από την υπηρεσία μου, κουρασμένος καθώς ήμουν από μια ολονύχτια άσκηση, σκεφτόμουν πότε να φτάσω στο σπίτι και να ξαπλώσω στον καναπέ, άνοιξα την πόρτα και την είδα γυμνή στο μισάνοιχτο παράθυρο. Δεν με πήρε είδηση που είχα μπει και συνέχιζε να κοιτάζει έξω καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ρουφούσε ηδονικά τον καπνό και τον φυσούσε έξω. Το γαλάζιο, θολό του καπνού, τύλιγε το κατάλευκο κορμί της. Πιο λευκό γυναικείο κορμί δεν είχα ξαναδεί! Κατάλευκο σαν αρχαίας ιέρειας που δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος.
Δεν έκαμα καμιά κίνηση, έμεινα εκεί να την κοιτάζω.
-Η γυναίκα σου πήγε για ψώνια, μίλησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
Ώστε έτσι! Με είχε αντιληφθεί κι εγώ νόμιζα αλλιώτικα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου μη ξέροντας τι να πω και τι να κάμω. Ωστόσο, η Αθηνά γύρισε προς το μέρος μου αποκαλύπτοντας το φουσκωτό εφηβαίο της. Σα να το πρότεινε, με τις κατσαρές, κατακάθαρες τρίχες να τρέχουν μέχρι την κοιλιά της. Ύστερα, φόρεσε την κιλότα της, αργά-αργά. Τύλιξε το σουτιέν, έκρυψε τα στήθη, φόρεσε τα υπόλοιπα και το τζιν παντελόνι της.
Ακόμα θυμάμαι το θόρυβο που έκανε το κλείσιμο του φερμουάρ που έκρυβε πίσω του το άσπρο της κιλότας της.

 

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΉ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΎ.

 


Δηλαδή, τι θα γινόταν αν ο Σίσυφος κατάφερνε τελικά να σταθεροποιήσει την πέτρα πάνω στην κορυφή του βουνού! Αυτός είναι ο στόχος του; Το θέμα είναι αν ο Σίσυφος το ξέρει ή έστω το καταλαβαίνει πως ο στόχος του είναι ένα συνεχές ανύπαρκτο μέλλον, όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος κάνει καθημερινά τα ίδια πράγματα: πηγαίνει στο γραφείο του, εργάζεται, προσπαθεί ν ανεβάσει τις μετοχές της επιχείρησης του, την οποία θα μεταβιβάσει στο μέλλον στα παιδιά του για να κάνουν και εκείνα την ίδια προσπάθεια. Είναι δηλαδή μια διαρκής επανάληψη με άπειρους στόχους που δεν μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου που βάζει στόχο το ακατόρθωτο, αυτό αποδεικνύει ο μύθος του Σίσυφου.  

 

Ρε σεις...απλά πράγματα. Η κριτική σας να γίνεται πάνω σ αυτά που γράφω και δημοσιεύω και όχι στο "ποιος είσαι εσύ", αν έχω πτυχία, αν είμαι σοφός ή βλάκας, ή ταυτόχρονα και τα δυο. [Και κάτι ακόμα: πως μιλάτε και μάλιστα απαξιωτικά για το έργο κάποιου που δεν έχετε καν διαβάσει; πόσο μάλλον μελετήσει!]
 

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

ΕΚΕΊΝΗ Η ΜΑΡΊΑ

 


 

ΝΑ ΡΩΤΑΣ Ή Ν ΑΠΑΝΤΑΣ;
Πάντα μου άρεσε να περπατάω στους δρόμους, να βαδίζω συνέχεια, ιδιαίτερα στα απόμερα στενά, που δεν έχουν πολυκοσμία, επειδή ο θόρυβος με ενοχλεί να σκέφτομαι. Έτσι και χτες το πρωί βγήκα. Πήρα την εφημερίδα μου την κράτησα στη μασχάλη, αργότερα θα την ξεκοκάλιζα, έτσι κι αλλιώς δεν είχα πάρει τα γυαλιά μαζί μου. Τώρα ήθελα να σκεφτώ για μια παλιά γυναίκα που είχαμε αγαπηθεί λίγο- πως είναι αυτές οι αγάπες οι μικρές; Που διαρκούν το πολύ δυο μέρες; Αυτές. Αυτές που όμως όταν έρχονται στο νου, προσπαθείς να τις αναλύσεις γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα και όχι αλλιώς και τι θα συνέβαινε αν συνεχιζόταν το παραμύθι τους. Παραμυθιαζόμουν κι εγώ δηλαδή, επέστρεφα πίσω, έπλαθα όλη την εποχή, πέρναγε η ώρα μου μακριά από το σκοτεινό σήμερα, από τη ζοφερή πραγματικότητα που όταν δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω τη στέλνω για τσάι του βουνού. Ωραία που ήταν και χτες! Κι αν εμφανιζόταν από το πουθενά εκείνη η Μαρία των δυο ημερών, που είχε εξαφανιστεί μετά το τελευταίο μας ραντεβού με ένα πικρόχολο σχόλιο για μένα, [είσαι χαζούλης, δε μου κάνεις], όλα θα ήταν τέλεια! Εγώ, ο δρόμος, η εφημερίδα στη μασχάλη κι ένα κορίτσι από μακριά να φοράει πορτοκαλιά και να έρχεται γεμάτη γέλιο καταπάνω μου.
Κι αφού χόρταινα μ αυτή την εικόνα, μερικοί περαστικοί με κοίταζαν περίεργα, εμένα δε με ένοιαζε, εγώ δεν τους είχα κάνει τίποτε, για να κρύψω το πρόσωπο μου κόλλησα την εφημερίδα στη μάπα μου κάνοντας πως διαβάζω, ώσπου έπεσα πάνω στον τηλεφωνικό θάλαμο! Στραπατσάρισα τη μούρη μου, οι περαστικοί ξέσπασαν στα γέλια, εγώ το βαλα στα πόδια και σκέφτηκα ψαχουλεύοντας την πονεμένη μύτη μου, πως, μερικές φορές που βγαίνω στους δρόμους, να μην ξεχνάω τα γυαλιά μου, που φοράω από μικρό παιδί, ένεκα της μυωπίας μου γιατί συνέχεια παθαίνω γκάφες. Πέφτω πάνω στους άλλους, χουφτώνω το στήθος μιας γυναίκας νομίζοντας πως είναι τα πεπόνια του οπωροπώλη, ανεβαίνω αντί να κατεβαίνω και το χειρότερο: δεν μπορώ να διαβάσω την εφημερίδα μου.

 

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

ΤΟΥ ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ

 


ΜΝΗΜΕΣ
«Γιατί πέρασαν τόσα και τόσα μπροστά από τα μάτια μας
που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτα παραπέρα..»
Γ. Σεφέρης [μυθιστόρημα]
Τον Αύγουστο με τα πανηγύρια
στις χαμηλές κωμοπόλεις της επαρχίας
γιατί γύριζαν τόσο μεθυσμένα
τα βραδινά παλικάρια
-ξαδέρφια και φίλοι αγκαλιασμένοι
και τραγουδούσαν λαϊκά τραγούδια
με φωνές ζεστές, ερωτευμένες;
Γιατί περνούσαν τόσο νωρίς τα Καλοκαίρια
Όταν εμείς περιμέναμε πολλά
Όταν εμείς δεν ξέραμε από φόβο;
Ήταν πικρές οι αγριοροδακινιές στα περιβόλια
Και
Στα μποστάνια οι πετροβολημένες χελώνες
δάγκωναν τα αγγούρια που διψούσαν για νερό
Ήταν και οι κληματαριές, γεμάτες σφήκες
που περίμεναν το αόριστο τέλος
το τέλος του Καλοκαιριού
Ήταν τα παιδιά που μεγάλωναν
πέρα από τις κληματαριές
πέρα από τη ζέστη
Μακριά από την περπατησιά του μερμηγκιού
Οι ίσιοι τους μεγάλωναν μες τα κοντά παντελόνια τους
με την αύριο, να μη χρειάζονται πια
το παιχνίδι της μακριά γαϊδάρας, τα σκλαβάκια
και το κυνηγητό στες αυλές
Τότε χάθηκαν μες τις καπνισμένες πέτρες του Αυγούστου
Οι μικρές σιαμιαμίδες τρέχοντας γρήγορα να καούν
Τόσα Καλοκαίρια
Τι είδαμε εμείς που φωνάζαμε για λευτεριά;
Το σιτάρι μας το είχαμε αμπαριάσει με σιγουριά
Και
Τότε, τίποτε δεν θα έρχονταν να διώξει
τις σφήκες από τα μαλλιά των κοριτσιών
που λούζονταν στα πηγάδια του έρωτα
Τον Αύγουστο περπατούσαν οι μνήμες στις πέτρες
Αυτές τις πέτρες που έχτιζαν τα πεζούλια οι πατεράδες
να φυλάξουν τα πουρνάρια και τα σχίνα
Τα σχίνα με τα κόκκινα αγουροξυπνημένα ματάκια
που σέρνονταν χαμηλά στις σκόνες
Αυτές τις πέτρες, μαύρες κι ακανόνιστες
σε χώρους ποτισμένους με ψυχές
κοντά στη ησυχία του νεκροταφείου
εκεί που έκλαιγαν κάτι μαύρες γριές
εκεί που περνάγαμε κι εμείς μια αναπνοή
από λεμονανθούς και μια στυφή έγνοια
από σπασμένο ρόδι
Αυτές τις πέτρες τι να τις κάναμε τώρα;
 
[Απόσπασμα από το ομότιτλο ποίημα μου]

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

ΚΆΤΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΏΝΕΙ. ΤΙ ΕΊΝΑΙ;

 

 


Κανείς δεν είναι ότι δηλώνει. Είναι ότι δείχνουν τα έργα του. Δεν μπορείς να δηλώνεις ζωγράφος χωρίς να έχεις ζωγραφίσει, δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να έχεις κάνει παγκόσμια κριτική-λέω μερικά πράγματα, τυχαία, επειδή πολλοί ηλίθιοι χωρίς να με έχουν διαβάσει αραδιάζουν ανοησίες. Κανείς, λοιπόν δεν είναι ότι δηλώνει, χρειάζονται αποδείξεις. Ο χρόνος είναι κάτι που τελειώνει, λέει ο Μπάροουζ. Η καχυποψία, ο φόβος, η αυτοεπιβεβαίωση, οι άκαμπτες προκαταλήψεις για το σωστό και το λάθος, συνεχίζει. Είναι όμως κάτι που τελειώνει ο χρόνος; μόνο σοβαρές υποθέσεις. Δεν είναι δικαιολογίες, ο θάνατος αποδεικνύει ότι έκανες. Όσον αφορά την κριτική, όλοι μπορούμε να την κάνουμε ανεξέλεγκτα, δικαίωμα του καθενός, σύμφωνα με τις γνώσεις του, και τις γνώσεις του άλλου. Ο χρόνος, λοιπόν, είναι κάτι που τελειώνει και η μορφή, θα λεγα εγώ, ίσως κάτι πιο απόλυτο από τον χρόνο; είδες πόσα βγαίνουν συνομιλώντας! πρέπει μια στιγμή να νιώσεις ελεύθερος από ότι δήποτε. Αλλά δεν είναι εύκολο. Κανείς δεν είναι ελεύθερος!

ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΤΡΑΓΩΔΊΑ

 

 


-Δεν πρόκειται ν αγοράσει άλλο σπίτι, είπε στον Αστυνόμο σκουπίζοντας τα δάκρυα. Ξαναέφυγε μη κοιτάζοντας πίσω.
-Γιατί τόση τραγωδία
; ρώτησε πίνοντας μια γουλιά κρασί.
-Δεν υπάρχει τραγωδία, μίλησε ο Παράμετρος. Απλώς όπως ξέρεις οι γυναίκες τα μεγαλοποιούν.
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.
-Δεν ξέρω από γυναίκες! Γέλασε. Ξεκαρδίστηκε. Έπεσε στο πάτωμα, λέρωσε το κουστούμι του, σηκώθηκε. Ξεσκονίστηκε.
-Εσείς οι Εβραίοι φταίτε για όλα, τι έκανες τώρα;
-Για ποια όλα φταίνε οι Εβραίοι; επειδή γκρέμισαν τον κόσμο και τον ξανάφτιαξαν; Έχασες όλη την περιουσία σου και κάθεσαι και φιλοσοφείς;
-Ξέρεις μια μέρα
στο Λουτράκι, στο καζίνο..
-Πας και στο καζίνο; τον έκοψε
-...μια βραδιά στο καζίνο, συνέχισε απτόητος, είχα χάσει τα τελευταία μου οχτώ εκατομμύρια.
Η Ρόζα ξαναμπαίνει
με ολάνοιχτα μάτια.
-Δεν έχουμε πια χρήματα, είμαστε φτωχοί; φώναξε.
-Εσύ δεν είχες τίποτε για να χάσεις, απάντησε σκληρά ο Παράμετρος. Που λες, γύρισε στον Αστυνόμο, έχασα οχτώ τελευταία εκατομμύρια..
-Και τι έκανες;
-Βγήκα έξω πήρα δανεικά από το παιδί στην είσοδο ν αγοράσω τσιγάρα και πήρα το δρόμο για την Αθήνα. Γύρισα με τα πόδια και σε όλο το δρόμο μονολογούσα πως δε θα ξαναπάω στο καζίνο
-Ήρθες με τα πόδια απ το Λουτράκι;
δεν το πιστεύω! Και δεν ξαναπήγες; πάλι έσκασε στα γέλια ο Αστυνόμος.
Αυτή τη φορά δεν κυλίστηκε χάμω, απλά γούρλωσε τα μάτια, έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπο και κοίταξε από πολύ κοντά το πρόσωπο του Παράμετρου. Ήρθαν πολύ κοντά, ακούμπησαν τα μάγουλα τους.
-
Δεν ξαναπήγα Αστυνόμε, βλέπεις κρατάω το λόγο μου, απάντησε πικρά.
Η Ρόζα περπάτησε σιγά- σιγά προς το μέρος του. Είχε ένα ύφος πολύ λυπημένο,
πήγε κοντά του κάθισε δίπλα στον καναπέ και τον αγκάλιασε.
-Δεν πειράζει αγάπη μου εσύ να είσαι καλά και θα τα φτιάξουμε όλα. Ύστερα του πήρε απ το χέρι το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο του κρασιού.
Θα δουλέψω κι εγώ!
-Τι θα κάνεις;
-Ξεχνάς ότι είμαι ηθοποιός. Είμαι η Τζένη Καρέζη της Γιουγκοσλαβίας! Είπε και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της με ύφος και στιλ μεγάλης ντίβας.
-Αλήθεια λέει; ρώτησε ο Αστυνόμος.
-Δείξτου φωτογραφίες Ρόζα, απάντησε ο Παράμετρος.
Η Ρόζα σηκώθηκε πήρε από δόπλα το κινητό της και έδειξε πολλές φωτογραφίες στον Αστυνόμου που κοίταζε μια τις φωτογραφίες και μια την ίδια τη Ρόζα για να διαπιστώνει πως ήταν αυτή που έβλεπε και στα βίντεο που του δειχνε.

 

δυο σελίδες απ το τελευταίο μου μυθιστόρημα Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΣΟΥ ΑΡΈΣΕΙ Η ΈΡΗΜΗ ΑΘΉΝΑ;

 


Η αγριότητα της ησυχίας. Κάθε Αύγουστο αυτοί που μένουμε πίσω λέμε τα ίδια τετριμμένα πράγματα. Άδειασε η Αθήνα, πιο άδεια δεν ήταν ποτέ, που πήγαν όλοι; Που τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε διακοπές...χαχαχα! κανένας δεν ξέρει πως οι Έλληνες πάντα έχουν- οι μισοί τουλάχιστον.
Η αγριότητα της ησυχίας μ αρέσει και δε μ αρέσει γιατί όταν κυκλοφορείς σε μέρη πολυσύχναστα και τα βλέπεις έρημα σου κάνει ένα κλικ αλλιώτικο, πολλοί λένε πως τους αρέσει, εμένα δεν μπορώ να πω πως με συναρπάζει, μια ζωή μέσα στον κόσμο αν ήθελα να γίνω ερημίτης θα πήγαινα σε κανένα ξωκκλήσι... φτου! φτού!
Γιατί να σου αρέσει η έρημη Αθήνα;
Αφού είμαι εδώ, ανοίγω τα χρώματα μου στο εργαστήρι και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη σύνθεση της ντυστοπίας, οπότε μέσα στην αγριότητα του κόσμου μπαίνει ένας Βούλγαρος και με ρωτάει αν μπορεί να μου πει κάτι για την γυναίκα του που τον παράτησε με ένα παιδί στην πλάτη.
Τον κοιτάζω με σουβλερή αθωότητα.
-Όχι, του λέω δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για τη γυναίκα σου που σε παράτησε.
-Μια μπύρα έχει; μου λέει παρακαλώντας.
Του δίνω μια μπύρα αμίλητος. Αυτός φεύγει και μου αφήνει ανοιχτή τη σήτα που έχω βάλει στην πόρτα για τα γαμοέντομα. Δεν τον κυνηγάω να του πάρω τη μπύρα πίσω. Πάω και κλείνω ήσυχα τη σήτα και επιστρέφω στην αγριότητα της dystopia. Κάπως έτσι είναι τον Αύγουστο η Αθήνα της ερημιάς.

 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

 

 


Αντιδιαισθητική συμμετρία.
Από τη στιγμή που δεχόμαστε τον όρο μη αναστρέψιμο, παραδεχόμαστε το απόλυτο. Πράγμα που δεν υπάρχει σύμφωνα με τα πάντα ρει που δεν έχει αμφισβητήσει κανένας μεγάλος ή μικρός φιλόσοφος. Παρεμβάλλεται μεταξύ μας ο άχρονος χρόνος!
Την αντιδιαισθητική συμμετρία την αναφέρω μόνο και μόνο σαν ένδειξη του ανόητου λόγου, του μη εξηγήσιμου-όποιος καταφέρει να μου εξηγήσει τι είναι ο όρος αυτός θα τον παραδεχτώ ως ανώτερο ον.
Σκοτεινό ποτάμι μέσα στο οποίο ταξιδεύει το σύμπαν είναι ο χρόνος σύμφωνα με το Πλάτωνα. Σύμφωνα με μένα ο χρόνος δεν είναι ποτάμι. Δεν είναι σκοτεινός. Ο χρόνος είναι το ένα, το δυο και το τρία. Είναι απόλυτα μετρήσιμο υλικό, μέχρι το δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Αλλά εγώ απέχω από τον πλάτωνα αιώνες.



Η ΤΣΕΠΗ
Είχα σχισμένη την αριστερή μου τσέπη. Το παντελόνι που φορούσα ήταν καινούργιο, το αγόρασα πριν χρόνια στις εκπτώσεις κι επειδή η μνήμη μου με μπερδεύει συνέχεια, ρίχνω συχνά τα ψιλά σ αυτή την αριστερή τσέπη. Μόλις νιώθω το κρύο νόμισμα να τσουλάει στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και τελικά στην άσφαλτο, βλαστημάω που πάλι την έπαθα. Πιάνω τα κέρματα, όσα βρίσκω και προσπαθώ με το αριστερό χέρι να τα βάλω στη δεξιά τσέπη που όλως περιέργως παραμένει άσχιστη. Δύσκολο αλλά τα καταφέρνω. Ο κόσμος που διαβαίνει, με κοιτάζει περίεργα έτσι που μοιάζω με πίθηκα σ αυτή την ανάποδη κίνηση. Γιατί δεν τα βάζει με το δεξί που είναι το κανονικό; Σκέφτεται. Και να πεις ότι δεν έχω δεξί χέρι…
Όμως εγώ συνεχίζω χρόνια αυτή την αναποδιά. Αλλά προχτές που πήρα το επίδομα ανεργίας-θα το λαβαίνουν όλοι οι άνεργοι από δω και πέρα, -μη φοβάστε, αν μείνετε άνεργοι- αποφάσισα να ράψω αυτή την τσέπη. Έψαξα στα συρτάρια να βρω κλωστή και βελόνι, θυμήθηκα τη μάνα μου, μια ζωή να ράβει, να ξηλώνει. Νευρίασα που δεν έβρισκα τίποτε. Αυτά τα αντικείμενα έχουν εξαφανιστεί από τα σύγχρονα σπίτια. Πήγα σε πέντε-έξι ψιλικατζίδικα, το πέτυχα. Κάθισα να βελονιάσω, γάμησε τα! Άιντε να βρεις την τρύπα με τόση στραβομάρα. Τέλος πάντων τη βρήκα. Την τρύπα. Θαύμασα τον εαυτό μου κι άρχισα να ράβω την αριστερή, σχισμένη τσέπη μου. Βέβαια, μη νομίσετε πως την έβγαλα έξω όπως έπρεπε, όχι. Την έραψα απ έξω, έτσι δηλαδή που να μην έχω αριστερή τσέπη και μετά γελώντας έραψα και την δεξιά! Έτσι που αυτό το παντελόνι να μην έχει τσέπες, ούτε κωλότσεπη. Και μ αρέσει, γιατί, όταν περπατάω στο δρόμο δε μου πέφτουν τα ψιλά, δε νιώθω την κρύα επαφή του μετάλλου στο μπούτι μου, στον αστράγαλο και γελάω ευτυχισμένος, ακόμα πιο πολύ, επειδή δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου. Που να τα βάλω. ..

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΜΙΑΣ ΩΡΑΊΑΣ

 


Ένα σπίτι μεγάλο όπως το ονειρευόταν, στην άκρη του γυαλιστερού κόσμου, -τζαμένιες ψευδαισθήσεις και το ξέρεις, κάποιος στίχος σφηνώθηκε ανάμεσα σ αυτή την πολυτέλεια, σ αυτή τη χλιδή που ονειρευόταν από παιδί η Αρχοντούλα Πέρκινς και στην πραγματικότητα που θρόιζε τα ωραία δέντρα στην αυλή. Στην αυλή όπου υπήρχε μόνο πράσινο και δεν υπήρχαν ζώα. Η Αρχοντούλα σιχαινόταν τα ζώα. Τα ζώα και τους ανθρώπους. Αγαπούσε τη μοναξιά και το πράσινο, μόνο αυτά τα δυο ήταν η ευτυχία της σ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο της.
Όλα αυτά τα είχε φτιάξει μόνη της, εξ άλλου δεν είχε και κανέναν σ αυτόν τον κόσμο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ή είχαν σκοτωθεί σε μακάβριο ατύχημα. Κάποια ξαδέρφια φρόντισε να τα ξεφορτωθεί αλλάζοντας το πατρικό της από Περκινιάδη σε Πέρκινς, επειδή της άρεσε αυτός ο Άντονι, ο Άντονι Πέρκινς σε εκείνα τα σαδιστικά Ψυχώ που έπαιζε όταν ζούσε.
Ήταν πρωί τα Αυγούστου που η μοναξιά της μεγαλούπολης χτυπούσε κόκκινο, να είσαι μόνος σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν ήταν και ότι καλύτερο αλλά αυτό επιθυμούσε αυτό αγαπούσε. Τίποτε άλλο, το μεγάλο σαλόνι, όπου μπορούσε να παίζει, να χορεύει ν ακούει Ραχμάνινοφ, ααα αυτός ο Ραχμάνινοφ της είχε φάει τη ζωή. Την όμορφη ζωή πάνω ακριβώς στα τριάνταένα της χρόνια, παρθένα που δε χάριζε σε κανέναν τον υμένα της, όμορφη σαν νεράιδα που χαμογελούσε πάνω απ το ρυάκι, που κελάρυζε ανάμεσα από τα χαλίκια σαν λέξεις υδάτινες, τόση ήταν η ευτυχία της!
Ο άνθρωπος είχε φτάσει εκεί πριν από λίγο. Χτύπησε το κουδούνι με τον δείχτη και λέω με τον δείχτη γιατί συνήθως χτυπάμε το κουδούνι με τον μεσαίο δάχτυλο. Ο δάχτυλος του δαχτύλου και περίμενε. Κανείς. Ο ήλιος στραφτάλιζε τις ακτίνες στο απέραντο γαλάζιο. Ξαναχτύπησε. Η Αρχοντούλα επάνω αναρωτήθηκε ποιος να ήταν; δε θυμόταν να είχε καλέσει κάποιον. Ποιος είναι; φώναξε!
-Ο ταχυδρόμοοοοοοοος! ακούστηκε η φωνή κι από μέσα και από έξω. [Είναι ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις σε ένα σπίτι, όλοι ανοίγουν στους ταχυδρόμους.]
Α, ο ταχυδρόμος .... μισόσμιξε τα νεραιδένια χείλη της, άνοιξε και την πόρτα. Περίμενε κανένα γράμμα; Μήπως κάποια κάρτα ή μια επιταγή; Δε θυμόταν. Όχι, δεν περίμενε τίποτε και κάθισε στον μεγάλο καναπέ ευχαριστημένη που δε φοβόταν τίποτε στη ζωή της. Άπλωσε το χέρι, έπιασε την τσαγέρα, έβαλε λίγο τσάι Τενερίφης στο πορσελάνινο φλιτζάνι, μισή κουταλιά μέλι φθονερού μελισσοκόμου από το Πήλιο, γιατί φθονερού; Έχει κάποια σημασία αλλά τέλος πάντων, δίπλα υπήρχε ένας φάκελος που τον έσκισε πίνοντας μια γουλιά από το υπέροχο τσάι της.
Ω, Γουίλλυ έπρεπε να ήσουν εδώ
είσαι η λατρεία μου
εσύ κι ένας σκίουρος,
έλεγε η σημείωση στην κάρτα του φακέλου αλλά ποιος ήταν ο Γουίλλυ; Και γιατί αγαπούσε τους σκίουρους; Αυτή δεν αγαπούσε κανένα ζώο!
Χαμογέλασε λοξά με το κοροϊδευτικό της βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που είχαν λατρέψει όλοι οι καθρέφτες.
Ωστόσο ο άνθρωπος που χτύπησε το κουδούνι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας γυμνός. Κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο του, την αξιοπρέπεια του, δεν ήταν ούτε όμορφος, μηδέ άσχημος και οι αφαλοί της Αρχοντούλας λύθηκαν. Τι θα της έκανε τώρα αυτός ο απαίσιος; Τα ρούχα της έπεσαν στο μεγάλο σαλόνι, το κρυστάλλινο γέλιο της πάγωσε στην ατμόσφαιρα, το βαλς του Μπάχ, είχε αλλάξει το σιντι από τη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι, γέμισε τον αέρα, η δαντελλένια κυλόττα άφησε να φανεί το χνούδι, το χνούδι γλίστρησε στη σχισμή, μαζί με το λαχταριστό κρέας, ο άνθρωπος μπήκε μέσα στο σπίτι της, μπήκε μέσα στη σάρκα της, ο ταχυδρόμος χτυπούσε πάντα δυο φορές μαζί μ αυτόν τον αδιόρθωτο Τζακ Νίκολσον, ο καινούριος φάκελος έπεσε στο δάπεδο του μεγάλου σαλονιού της Αρχοντούλας Πέρκινς.
Άθελά του, άθελα του φακέλου; Φύσηξε ο άνεμος; Ο άνεμος πάντα φυσάει κάποτε κι έδειξε την οπή του κόσμου. Ήταν ωραία η οπή απέναντι απ τον καθρέφτη, ωραίο ήταν και το νούμερο, πέντε ίσως έξι χιλιάδες ευρώ για μια ώρα, για μια νύχτα σε ένα μαγεμένο κόσμο, για μέρα στον παράδεισο, δεν ήταν και ευκαταφρόνητο ποσό έστω και για κάποια σαν την παρθένα Αρχοντούλα που αγαπούσε τα δέντρα και δεν αγαπούσε τα ζώα.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ.
ΤΕΛΟς

 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Ο ΔΥΣΣΈΑΣ

 


Όμορφα είναι τα ταξίδια σου Οδυσσέα
στους ύμνους
Τόσους ύμνους φτιάξαμε γι’ αυτόν
Κάποιου ΌΜΗΡΟΥ, όμηροι κι εμείς
Μα και της Πηνελόπης
Που ποτέ δεν είδαμε
Την λυγερή κορμοστασιά
Πολλά καλά της τραγουδάει ο αοιδός
Γιος θεού και μια θνητή
Τι ταιριαστό ζευγάρι!
Της Πηνελόπης να δειχνες κι εσύ την προσμονή
Κι εγώ Οδυσσέας που δεν γύρισε ποτέ

 

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΓΈΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΎ

 

 


Αύγουστος ο μήνας των διακοπών στην Αίγινα και αλλού, στην Πάργα, στο Καραβοστάσι, στα Κύθηρα, στη Μονεμβάσια και αλλού. Ξεχύθηκαν οι Έλληνες στις παραλίες. Ήρθαν και πολλοί άλλοι. Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί. Οι Αλβανοί στο καβούκι τους, τρώνε το ζουμί τους. ΤΟ ΖΟΥΜΊ ΤΟΥΣ.
Ένα άδειο χαρτί είναι η ζωή μας Ή καλύτερα ένα λευκό χαρτί όπως η ψυχή μας: κατάλευκη. Αλλά που να καταλάβουν όσοι κυβερνούν, όσοι διαχειρίζονται τα κέρδη μας, πόσο αγνή είναι η ψυχή μας; και πως δεν τους χρωστάμε τίπτε; [τουναντίον μας χρωστάνε αλλά δε θα τα λάβουμε ποτέ]. Κι ακόμα μήπως καταλάβουν πως δεν τους ανεχόμαστε πια. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι ή αντίθετα, κομπιάσαμε. Και δε χωράει πια, καμιά συγχώρεση. Μια κουβέντα παραπάνω και θα σπάσει, θα ξεχειλίσει το νερό. Θα γίνει συντρίμμια το γυαλί, θα βγουν κάποτε, έξω, στη στεριά, τα ψάρια.
Οι ζεστές μέρες τ Αυγούστου αρχίζουν. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα διαδέχεται μια άλλη, πνιγηρή ατμόσφαιρα. Οι κάψες του Καλοκαιριού μας ορφάνεψαν ακόμα λίγο-μας αφάνισαν. Κάμποσοι γέροι στην παραλία απόκαμαν-συνταξιούχοι, χωρίς καμιά απόφαση ζωής.
Όλες οι παραλίες της Ελλάδας, μοιάζουν. Στ Αργοστόλι, στον Αρίλα, στο Πεταλίδι. Κούφιο νερό, σπασμένα καράβια, να μαι πέρα μακριά. Σ αμμουδιά ξεχασμένος. Έτσι να μαι.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

...σε σκέφτομαι.

 

 

 
Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι
να βγάζεις το βρακάκι σου στη θάλασσα
την έρημη- και για μια άλλη νοιάζομαι
κόκα-κόλα που τέλειωσε και χάλασα
όλη την ομορφιά σου μαυρομάτα
τόσον καιρό που εσύ με αγάπησες
αν και είχα και μια γαλανομάτα
μα εγώ εσένα και συ εμένα, λάτρεψες
Πίνω κόκα-κόλα και σε σκέφτομαι
άκαρδη, μου έμεινε το βρακάκι σου
και κλαίω που ακόμα χάνομαι
όταν θυμάμαι το λευκό κορμάκι σου
που κάποιος άλλος τώρα γεύεται
άπονη που τόσα χρόνια σ αγαπούσα
και με παράτησες γι αυτόν που ρεύεται
με αγένεια μπροστά σου ω μούσα
πίνω κόκα - κόλα και σε σκέφτομαι!!

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ΣΚΛΗΡΗ ΠΈΤΡΑ

 


 

ΜΕΤΑΞΥ ΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΜΟΥ

-Κατάλαβες ψυχάκια;

-Εμένα μιλάς;

-Βλέπεις κανέναν άλλον εδώ;[κοιταζω γύρω, κοιτάζει κι αυτός]

-Βλέπεις τίποτα άλλο; Γιατί εσύ όλο κατι περίεργο θα δεις..

-Βλέπω την ψυχολογία της μάζας πεσμένη.

-Εγώ την πούτσα σου βλέπω πεσμένη, ο άλλος.

-Τι άλλο θα βλεπες εσύ! Τι σχέση έχει η φούτσα με την ψυχολογία της μάζας, [με ψάχνει ερευνητικά]

-Άκου μπακαλόμαγκα: Εγω, τα ξέρω όλα και μην μου κάνεις κήρυγμά. Η ψυχολογία της μάζας έχει να κάνει με την ελπίδα, με το όνειρο. Αυτη την ώρα ο Έλληνας δεν μπορεί να ονειρευτεί..

-Γιατί;[τον κόβω] Μήπως και πριν που ονειρευόταν του βγαιναν τα όνειρα;

-Δεν έχει σημασία αυτό μαλάκα. Σημασία έχει πως ο κάθε μικροαστός φτιάχνεται με την ελπίδα πως κάποτε θα κάνει το πέρασμα στην ανωτέρα τάξη. Ο Κάθε μικρέμπορας, ψιλικατζής ονειρεύεται να φτιάξει σουπερ μάρκετ..

-Και ο κάθε ταρίφαρμαν ελπίζει να φτιάξει στόλο! τον ξανακόβω.

-Ταρίφαρμαν; ψιλομπερδεύεται, ξύνει την κεφάλα του.Πετάει έξω τα χείλια του. Τέλος πάντων εσυ μια ζωή πετάγεσαι σαν πούτσα..

-Α, για να σου πώ! σηκώνω το χέρι μου και του καταφέρνω μια καραγκιοζίδικη φάπα. Δεν ουρλιάζει.

-Ενταξει ρε! κατάλαβα, εννοείς τους ταξιτζήδες. Για βλάκα με περνάς; Εχουν κι απεργία μέρες τώρα...Ε, ναι ο καπιταλισμός επιτρέπει στην μάζα το όνειρο, της δίνει κίνητρο πως θα καταφέρει το όνειρο. Κι επειδη μερικοί το καταφέρνουν...

-Ενας στο εκατομμύριο; στρίβω το μούτρο μου.

-Μπορεί και λιγώτερο.

-Δε βλέπουν πως οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί;

-Δεν βλέπουν τέτοια αυτοί.Επανέρχομαι στην ψυχολογία της μάζας. Να τώρα οι ιδιοκτήτες ταρίφαρμαν που λες εσύ, ξεκινούν απ όλα τα μέρη να έρθουν στην Αθήνα. Κα κάνουν την ήδη κολασμένη ζωή μας χειρότερη. Εσύ θα συμφωνήσεις γι αυτό το κομβόι;

-Εγω δεν είμαι ταρίφας.

-Αν ήσουν ρε πούστη μου![νευριάζει, του ξαναχώνω σφαλιάρα, κάθεται στ΄αυγά του]

-Οχι, δεν θα πήγαινα ρε. Γιατι εγω δεν είμαι μάζα..

-Και τι είσαι συ; μου λέει και τρέχει παραπέρα κοιτάζοντας με λυκίσιο μάτι.

-Εγω είμαι η μονάδα. Ξεχωρίζω. Δεν γίνομαι μπάζο.

-Και νομίζεις ότι αυτα που λες και γράφεις πως ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο, την μάζα;

-Ε, ναι..ανοίγω τα μάτια μου και του απαντάω φυσικά.

-Ε, πάρτες! κι μου ορμάει ο τρισάθλιος και με κάνει μαύρον στις μπουνιές.


Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΈΛΕΙΑ ΓΥΝΑΊΚΑ

 

 


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙς ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙς ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ...



Χειμώνας λίγο πριν, λίγο μετά την κόλαση. Το κρύο έμπαζε από παντού  όσα ρούχα κι αν φορούσες, όσο κι αν επιδιόρθωνα τις ρωγμές του σπιτιού μου. Η σκεπή είχε χαλάσει προ πολλού, την πήρε ο αγέρας και την πήγε στο πουθενά. Κεραμιδένια ήταν η σκεπή που την είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου που ήταν μάστορας στην πέτρα. Μια ζωή με ένα σφυρί στον ώμο με τις άσπρες πέτρες να ομορφαίνουν στα χέρια του, έτσι μας μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου κι ύστερα πήρε τα μάτια του να πάει ή στην κόλαση ή στον παράδεισο του. Η αδερφή μου παντρεύτηκε έναν εφοριακό, έναν άνθρωπο στηριγμένο στο χρήμα και πουθενά αλλού. Σε λίγο έκαναν δυο-τρία παιδιά κι από τότε σταμάτησαν να κάνουν έρωτα. Ζούσαν μαζί μισώντας ο ένας τον άλλον για την ανάγκη που τους ένωσε. Εγώ συνέχιζα να ζω στο σπίτι χωρίς σκεπή. Χρόνια πετροβολούσα τα ντουβάρια ν ανοίξουν, κοιμόμουν σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, χωρίς γυναίκα ή για να λέω και κάποιες αλήθειες που και που τον βάφτιζα σε πρόσκαιρα ξένα πόδια που ποτέ δε μου έδωσαν άλλη χαρά εκτός από τη χαρά του βιαστικού ξεπεσμού της αγάπης που περίμενα λίγο πριν λίγο μετά την κόλαση.
Το όνομα μου είναι Νίκος, αν αυτό λέει κάτι, αν έχει νόημα το όνομα ενός ανθρώπου που δεν πήρε ποτέ σοβαρά τη ζωή και ζούσε όπως ζούσε. Δουλειά σταθερή δεν έκανα ποτέ. Πότε εδώ και πότε εκεί αρμένιζα τα πανιά μου. Τελευταία όμως αφού ήδη σαραντάριζα κάτι σκαρφίστηκε το τσερβέλο μου πως η ζωή είναι σύντομη και δεν προλαβαίνω κι αποφάσισα ν αλλάξω τροπάρι. Είχα έναν ξάδερφο που χρόνια με αγαπούσε κι όλο ήθελε να με δει να κάνω προκοπή. Έλα μου έλεγε στο φούρνο να δουλεύεις και θα δεις πως θ αλλάξει η ζωή σου. Φούρναρης εγώ; σκεφτόμουν αλλά
  σαν έδεσαν τα πλοία το πήρα απόφαση. Φούρναρης γαμω το κέραττο μου! Έτσι βολεύτηκα από δουλειά, ξυπνούσα τέσσερις το πρωί κάθε μέρα βέβαια αλλά λίγο με ένοιαζε. Για μένα όλα ήτανε ίδια: τι μέρα τι νύχτα έλεγα. Ναι αλλά πρέπει και να παντρευτείς τώρα, μου έλεγε συνέχεια ο ξάδερφος που ήταν σαράντα χρόνια φούρναρης και σαράντα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν είχαν, δεν μας έδωσε ο θεός έλεγε η Ελένη κι εγώ γελούσα κάτω από τα μουστάκια μου. Μη γελάς ξάδερφε, συνέχιζε η Ελένη. Όλα είναι κανονισμένα, συνέχιζε κι έτρεχε κάθε μέρα στα καντήλια και τις εκκλησιές. Εγώ όμως όλα αυτά τ άκουγα βερεσέ. Δεν ήθελα να παντρεφτώ, να βρω τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου έψαχνα, το άλλο μου μισό και τα λεγα στον ξάδερφο. Νίκο, μην πετάς στα σύννεφα, δεν υπάρχουν τα άλλα μισά, κοίτα να βρούμε μια καλή γυναικούλα, να χει κάτι, κανένα σπίτι, να βάλετε το κεφάλι μέσα. Εχω σπίτι, απαντούσα εγώ που είχα αρχίσει να επιδιορθώνω τη σκεπή του δικού μου. Εντάξει, αλλά να έχει κι αυτή κάτι, μην είναι του πεταμού, το χαβά του ο ξάδερφος που είναι αλήθεια ήταν ανοιχτοχέρης μαζί μου. Βγαίναμε πολλές φορές στο καφενείο και ποτέ δε με άφηνε να πληρώσω. Αυτή ήταν μια από τις διασκεδάσεις μου. Κι άλλη μια που την είχα απωθημένο από καιρό ήταν τα ρούχα. Α, μου άρεσαν τα ωραία τα ακριβά ντυσίματα! ήταν μια ιδιοτροπία μου αυτή και ανεξέλεγκτα από το φύλο πάντα πρόσεχα τους καλοντυμένους ανθρώπους.
Κάθε Σάββατο μεσημέρι που έκλεινε ο φούρνος έπαιρνα τα μάτια μου και εξαφανιζόμουν. Φορούσα τα σπορ ή τα κουστούμια μου και έφτανα σε κάποιο σταθμό τρένου. Μόνο με τα τρένα μου άρεσε να ταξιδεύω, τα είχα αγαπήσει από παιδί και ασκούσαν μια μαγεία επάνω μου. Ένιωθα μια απίστευτη ευτυχία μόλις έμπαινα σε κάποιο βαγόνι για να φύγω για το πουθενά, για την κόλαση μου αλλά δε με ενδιέφερε. Το ταξίδι με ένοιαζε, να τσουλάω πάνω στις ράγες, τα τρένα να σφυρίζουν κι έξω να βρέχει, να φουσκώνει μια ομίχλη τον κόσμο κι εγώ να χάνομαι σε ωραία παραμύθια. Έτσι κι αυτό το Σαββατοκύριακο είχα αποφασίσει να πάω στο τέρμα του πουθενά. Έβγαλα εισητήριο μέχρι τη Λάρισα κι έπειτα θα έβλεπα. Αυτό ήταν το πουθενά αλλά δε με ένοιαζε. Κάθισα στο κουπε χαρούμενος και χαρούμενος άνοιξα το βιβλίο μου να χαζέψω κοιτάζοντας ευτυχισμένος έξω από τα τζάμια, ενώ το τρένο ήταν ακόμα στην αναμονή, στο τσακ για να ξεκινήσουμε. Σαν αστραπή,σα κινηματογραφική ταινία, μια κυρία έτρεχε με την ανάσα της να προλάβει ν ανέβει, ήταν λίγο χοντρούλα, μελαχροινή, πότε πρόλαβα και το είδα αυτό και μου φάνηκε όμορφη που είπα να, μια τέτοια γυναίκα ήθελα να μου τύχει.



Το τρένο για την κόλαση ξεκίνησε αργά - αργά όπως ξεκινάνε όλα τα τρένα του κόσμου. Δεν ήξερα τι με περίμενε και ποιος ξέρει άραγε τι το περιμένει. Η ζωή του καθενός είναι αόριστη και δεν ξέρω γιατί, ενώ συνήθως ήμουν χαρούμενοςσ΄αυτά τα ταξίδια, με έπιασε κάτι σαν θλίψη. Αόριστη κι αυτή, πως είναι μερικές φορές που δεν ξέρεις τι σου φταίει; Ήθελα ν ανάψω τσιγάρο να κρύψω τα χέρια μου αλλά απογορεύεται να καπνίζεις πια στα τρένα. Ήθελα να κατέβω αλλά η επόμενη στάση 'ηταν μαριά στο Κακοσάλεσι, ή στον Αχλαδόκαμπο. Τελικά έμεινα ριζωμένος στο κουπέ μου. Η ροδοπέταλη χοντρούλα απέναντι με παρατηρούσε άνετα, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Στο κουπέ ήμασταν οι δυο μας, κανείς άλλος. Κοίταξα γύρω να δω. Κανείς.
-Τι κοιτάτε; μου έκανε ευθέως την ερώτηση.
-Μα, όχι κυρία μου...εγώ...πήγα να δικαιολογηθώ.
-Καταλαβαίνω κύριε μου, καταλαβαίνω. Έχετε μοναξιά. όλος ο κόσμος έχει.
-Ναι, δηλαδή, όχι, με παρεξηγήσατε. Μα, τι έλεγα; Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι με τις γυναίκες; Σοβαρεύτηκα λοιπόν και πήρα το καλό μου, το ωραίο μου ύφος.
-Με λένε Νίκο, της είπα. Να συστηθούμε μια και έχουμε ταξίδι μπροστά μας.
-Έχετε δίκιο, εντυπωσιάστηκε από την αλλαγή μου, εμένα Αλίκη και χάιδεψε τα ανάκατα μαλλιά της με χάρη. Είμαι από τη Λάρισα, ξέρετε εκεί πάω τώρα, συνέχισε λίγο αδέξια. Αλήθεια τι δουλειά κάνετε; Εγώ γράφω ποιήματα!
-Κι αυτό είναι δουλειά; γέλασα πλατειά.
-Μη γελάτε. Μου φαίνετε πως γελάτε σε άσχετο χρόνο. Όχι δεν είναι δουλειά αλλά μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι προισταμένη σε μια εταιρεία αλλά δεν έχω ανάγκη.
-Θέλετε να πείτε είσαστε πλούσία; έγειρα προς το μέρος της έτσι που τα χνώτα μας συναντήθηκαν και τα μάτια μας ερωτεύθηκαν από την πρώτη στιγμή. Φορούσε ένα υπέροχο άρωμα και τα χείλη της ήταν ολοστρόγγυλα, βαμμένα κόκκινα, γλυκά. Μου ήρθε να τη φιλήσω.
- Ααα, κύριε! έκανε λίγο πίσω το κεφάλι της. Είστε πολύ επιθετικός και γνωριζώμαστε μόνο λίγα λεπτά της ώρας!
-Έχει σημασία αυτό;
-Όχι, έχεις δίκιο, δεν έχει, γύρισε στον Ενικό. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Βοηθός φούρναρη, αχνογέλασα και κείνη στραβομουτσούνιασε, το πιασα το σκηνικό.
-Δεν πειράζει, είπε για να πει κάτι. Κι ύστερα: θέλετε να σας διαβάσω ένα ποίημα μου; ε; είναι για τον έρωτα; Α, δε σε ρώτησα είσαι παντρεμένος;
-Όχι, εσύ;
-Ο άντρας μου πέθανε, μου άφησε δυο παιδιά και μια περιουσία στον κάμπο της Λάρισας. Να σας διαβάσω το ποίημα; κι έβγαλε
  ένα ακριβό σημειωματάριο.
- Διάβασε, κι εμένα μου αρέσει η ποίηση. Διαβάζω Πόε, Ντύλαν Τόμας, Λάγιος..
-Αααα, αυτό είναι υπέροχο! Ταιριάζουμε. Άκουσε λοιπόν:
Ο έρωτας στις γειτονιές
μοιάζει με κυπαρίσσι
κι εγώ λατρεύω τις θεούς
το εργατικό μελίσσι.

Το κόκκινο χιόνι άφριζε στις ακτές του νου
κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει
ξερόκλαδα του κάμπου η ζωή
στηριγμένος ο πονος στον έρωτα
όλα είναι έρωτας στο κόκκινο χιόνι

Το ανοιχτό παράθυρο έμπαζε πρωινό αέρα, ομίχλη που κοιμόταν στη σκιά του Ολύμπου κι εγώ καθόμουν κι άκουγα ποίηση που μου διάβαζε η Αλίκη. Το τρένο ταξίδευε με ιλλιγιώδη ταχύτητα, όπως και η ζωές μας. Την ξανακοίταξα και σκέφτηκα από ποιο όνειρο είχε ξεφυτρώσει.

Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, το τρένο σταμάτησε. Μια στάση πριν το τέλος ήταν αυτή; ή το τρένο είχε πάθει βλάβη; Κοίταξα έξω απ΄το παράθυρο. Η ερημιά τύλιγε με σεντόνια ομίχλης τα λιγνά δέντρα, το πράσινο τοπίο της μοναξιάς.. Τα βουνά αργοκυλούσαν ανάμεσα στα σύννεφα κι εγω μαζί τους, κάπου εκεί βρισκόμουν."Τι έγινε;" με ρώτησε με αγωνία η Αλίκη και σφίχτηκε πάνω μου. "Δεν ξέρω" μουρμούρισα και κοίταζα τα χέρια της που έσφιγγαν το μπράτσο μου. "Σταμάτησε πριν από ένα τουνελ" είπα χωρίς ανάσα. Απο ένα μεγάφωνο μας ειδοποίησαν πως έπρεπε να περιμένουμε τη συνάντηση με ένα άλλο τρένο και μετά το τούνελ θ αλλάζαμε γραμμή. Μπορούσαμε αν θέλαμε να κατεβούμε. Κοιταχτήκαμε με την Αλίκη. 'Αλλο που δε θέλαμε κι ορμήσαμε στην έξοδο παρασέρνοντας όσους βρίσκονταν στο διάδρομο, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έρριχναν βλέμματα απορίας ή χαιρεκακίας αλλά τι μας ένοιαζε; Βγήκαμε στο ψιλόβροχο, περπατήσαμε στη χλόη, ανάψαμε τσιγάρο. Είμασταν πολύ χαρούμενοι. Η Αλίκη κάθε τόσο με κοίταζε με ενθουσιασμό. Το ίδιο κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε πάνω στις ράγες και μου απάγγειλε με υποκριτικό ταλέντο:

"Θέλω να'σαι παρόν στην κάθε μου ανάσα.
Το ακίνητο σημείο μου,
σε έναν κόσμο που μόνο περιστρέφεται.*

Χειροκρότησα. Είναι δικό σου αυτό; τη ρώτησα. Ναι, μου απάντησε και φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Ανάμεσα από τη γλύκα του φιλιού της έβλεπα τους επιβάτες να μας κοιτούν με τρόμο, με ολάνοιχτα μάτια κι όλοι σκέφτονταν, πως είναι δυνατόν; αφού μόλις πριν μια ώρα έχουν γνωριστεί; Το πλήθος μου άρεσε πάντα σαν εικόνα, ήθελα να βλέπω κόσμο, συγκεντρωμένο λαό, να φωνάζει, να ουρλιάζει, στις πλατείες, στα μπαλκόνια, στα γήπεδα, παντού. Με γιγάντωνε αυτή η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια.
-Ωραίο αυτό! Είσαι και εσύ ποιητής μάτια μου; Ω, πόσο σ αγαπώ! αναφώνησε η Αλίκη.
-Ποιο;
-Το "με γιγάντωνε η λεηλασία της ψυχής τους στους δρόμους να ζητάνε τα δίκαια", μεγάλη σκέψη, είσαι και εσύ ποιητής!
-Όχι, δεν είμαι. Είμαι βοηθός φούρναρη, αχνοείπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια, πως διάβασες τη σκέψη μου;
-Είναι εύκολο όταν αγαπάς. Και συ μ αγαπάς, έτσι δεν είναι; Γιατί να είσαι βοηθός φούρναρη;
-Τι θα θελες να είμαι; μούτρωσα.
-Ελα, μην κάνεις έτσι αλλά εσύ μου μοιάζεις για βασιλιάς, για αρχοντόπουλο, πες μου πως θα με παντρευτείς!
-Αααα! γέλασα. Πότε έφτασες μέχρι εκεί;
-Είδες πόσο εύκολο είναι; Εγώ λέω να έρθεις στη Λάρισα, να μείνουμε μαζί. Μη σε νοιάζει, έχω εγώ απ΄όλα. Σπίτια λεφτα, περιουσία.
Και φιληθήκαμε πάλι ενώ είχε φτάσει το άλλο τρένο κι άλλαζαν γραμή, και σφύριζαν αδιάκοπα μέσα στην ερημιά. Για μένα σφυρίζουν, σκέφτηκα. Ήταν τα τρένα της κόλασης που συναντιόνταν σε
  μια αποτρόπαια ερημιά. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα, οι μύτες μας είχαν κοκκινίσει. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα ορμήσαμε να προλάβουμε το δικό μας τρένο, μη μας φύγει, στο τσάκ αρπαχτήκαμε από τις λαβές της πόρτας που είχε μισοκλείσει και για λίγο ταξιδεύαμε κρεμασμένοι, μετέωροι, λίγο πριν το θάνατο. Η Αλίκη ούρλιαζε με τρόμο, το τρένο σφύριζε οι σιδεροτροχιές έβγαζαν σπίθες, τα μάτια μου πέταγαν σπίθες, θα πεθαίναμε τώρα που βρεθήκαμε; συλλογίστηκα. Το πλήθος από μέσα ούρλιαζε, ξεσκιζόταν στη λύπη ή τη χαρά για μας που ή θα πέφταμε στο γκρεμό ή θ άνοιγε η πόρτα και θα χωνόμασταν μέσα στο βαγόνι και θα γλιτώναμε από του χάρου τα δόντια. Κανείς δεν ήξερε. Όλα κρεμόταν από μια κλωστή. Ή ζούμε ή πεθαίνουμε. Τελικά η πόρτα άνοιξε, μας είδε ο οδηγός από τον καθρέφτη και τραβούσε τα μαλλιά του, θα με πάτε φυλακή ηλίθιοι, ούρλιαξε. Μπείτε μέσα! που να με πάρει και να με σηκώσει!
Μόλις έκλεισε η πόρτα, έγινε πρώτα μια σιωπή, όλοι μας κοίταζαν επιτιμητικά. Αγέλαστες μάσκες, ανδρών, γυναικών και μωρών παιδιών, μας κοίταζαν βλοσυρά κι έρχονταν προς το μέρος μας, έκαναν κύκλο απειλιτικό. Ήμασταν μέσα στο τούνελ. Μέσα σε ένα ανθρώπινο τούνελ. Γλιτώσαμε από το γκρεμό, δε θα γλιτώσουμε από δαύτους, είπε σιγανά δίπλα μου η Αλίκη και κρεμάστηκε στον ώμο μου. Ωχ, από τώρα ήθελε να την κουβαλάω, σκέφτηκα και την πήρα αγκαλιά με αγέρωχο ύφος προχώρησα, ανοιξα δρόμο στο φουρτουνιασμένο πλήθος. Προτού μπώ στο κουπέ μας έρριξα μια ματιά πίσω μου και τους είδα όλους να μειδιούν ειρωνικά με σφιγμένα χείλια.

Στριμωχτήκαμε από το πλήθος στο διάδρομο, μέχρι να φτάσουμε στο κουπέ είχα πάρει παραμάσχαλα την Αλίκη, με το δεξί μου χέρι, μπήκα μέσα κι ανάσαινα βαριά αφού την άφησα με σιγουριά στο κάθισμα. Εκείνη ανασηκώθηκε σχεδόν δακρυσμένη και με κοίταξε στα μάτια.
-Όταν σε κοιτάζω στα μάτια, καταλαβαίνω γιατί γεννήθηκα. Είσαι ένα άπλετο φως που άνοιξε ξαφνικά για να φωτίσει το σκοτάδι γύρω μου. Καλέ μου, είσαι ένα πανέρι γεμάτο λουλούδια. Τι καλός που είσαι; Γιατί είσαι τόσο καλός; Ξέρω πως δε θα ξαναβρώ άλλον σαν εσένα!
Είχε γυρισμένη την πλάτη προς τα παράθυρα του κουπέ και δεν έβλεπε κατα εκεί. Της έγνεψα με τα μάτια να γυρίσει, να δει. Δεν ήμασταν πια μόνοι. Στο παράθυρο στέκονταν δυο φιγούρες. Η Αλίκη στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά αμέσως χαμογέλασε.
-Εμείς είμαστε! μου είπε.
Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι Εκείνη με το νυφικό πέπλο, αυτός με το γαμπριάτικο κουστούμι. Όρθιοι στο ανοιχτό παράθυρο απ όπου έμπαινε η απογευματινή ομίχλη. Και τι ωραία εικόνα! Σαν παλιά φωτογραφία από αλλοτινά άλμπουμ, όταν οι άνθρωποι παντρεύονταν. Είκοσι χρονών παιδιά θα ήταν. Εκείνος σγουρομάλλης ροδόξανθος, εκείνη μαυρομαλλούσα κοπελιά με χαμηλωμένα τα μάτια. Χωρίς να πούνε τίποτε, αγκαλιασμένοι πέρασαν δίπλα μας, άνοιξαν την πόρτα, βγήκαν, χάθηκαν μαζί με την ομίχλη.
Μείναμε μόνοι. Σκοτάδι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει ή μπήκαμε σε μεγάλο τούνελ; Είναι το μεγαλύτερο τούνελ αγάπη μου με πληροφόρησε η Αλίκη που ήξερε τη διαδρομή. Τώρα; σκέφτηκα θλιβερός. Τι θα γινόταν τώρα; πως είχα μπλέξει ξαφνικά στα πλοκάμια του έρωτα; Και την αγαπούσα πραγματικά ή ήταν ο πόθος μόνο που με κυρίευε; Έλα μωρέ, αστειεύθηκα στον εαυτό μου. Τι αγαπάς; Πότε πρόλαβες μέσα σε δυο ώρες; Γίνεται, δε λέω, μου δικαιολογήθηκε αλλά εσύ τώρα είσαι ερωτευμένος; Και η Αλίκη σε αγαπάει;
Την κοίταξα που είχε κλείσει τα μάτια με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Ήταν όμορφη με τα κατακόκκινα χείλια της μισάνοιχτα. Έσκυψα και τα φίλησα. Η ανάσα της με
  δρόσισε απαλά, αργοσάλεψε ανέμελα, κοιμόταν πράγματι. Έφερα το δεξί μου χέρι στο πηγούνι μου, το πιασα με τον δείχτη και τον αντίχειρα και έμεινα εκεί για λίγο σαν απομίμηση του σκεπτόμενου του Ροντέν, να κοιτάζω στο κενό από εμένα μέχρι εκεί που άρχιζαν τα τοιχώματα του τούνελ. Περνούσαν αστραπιαία, μαυρισμένα ντουβάρια, χώματα, πέτρες, πόσα χρόνια έκαναν οι άνθρωποι μέχρι να φτιάξουν τα πρώτα τούνελ; Θυμήθηκα που ήμασταν παιδιά και παινευόμασταν πως η χώρα μας επιτέλους έφτιαξε μεγάλα τούνελ όπως ή Αμερική, η Γερμανία κι άλλες χώρες. Σκέφτηκα κι άλλα πολλά μέχρι να βγούμε από το τούνελ, μέχρι που με πήρε και μένα ο ύπνος κι έγειρα στην αγκαλιά της Αλίκης.
Όταν κατεβήκαμε στο σταθμό, στη Λάρισα, οι συνεπιβάτες εξαφανίστηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εμείς κατεβήκαμε τελευταίοι, μόνοι. Ερημιά. Η ώρα θα ήταν οχτώ το απόγευμα αλλά τίποτα δε σάλευε. Οι γραμμές των τρένων παιχνίδιζαν σαν φίδια από τα φώτα που λαμπίριζαν πάνω τους. Τίποτε άλλο. Καθίσαμε σε ένα πράσινο ή λαδί παγκάκι. Λαδί. Δεν ξέρω γιατί είχαν αυτή την προτίμηση να βάφουν λαδιά τα παγκάκια σε όλους τους σταθμούς. Δεν ήταν χρώμα αυτό. Αυτό ήταν μια μουντή συμφορά.
-Φτάσαμε, είπε στεναχωρημένη δίπλα μου η Αλίκη. Το ταξίδι τελείωσε. Αντίο αγαπημένε.
Άνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος ν αρνηθώ, μα μου το κλεισε με την παλάμη της.
-Μη! Μην το χαλάσεις! Ξέρω πως θα είναι φριχτό για σένα, πως δε θα το αντέξεις αλλά πρέπει. Αντίο αγαπημένε.
Σηκώθηκε. Ήταν πράγματι πολύ λυπημένη. Κι εγώ. Έκανε μερικά βήματα, προς τα εκεί, γύρισε.

Μια στάλα όνειρο είμαι κολλημένο στο τζάμι
ο έρωτας κρεμασμένος στην πόρτα
τυφλός.
Λογαριάζει τα κορμιά που θα παραδώσει
Πρώτα αγαπήσαμε το θάνατο
έλα , έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε.
Με θάλασσα θα σκεπαστώ απόψε
Θέλω τα πόδια μου να γίνουν κύμα
κι έτσι ανήξερο να γιατρευτείς
μικρό μου όχι *.*

Απάγγειλε τους στίχους και χάθηκε σαν ηχώ, στο άδειο του μεγάλου σκοταδιού που με τύλιγε. Έμεινα εκεί, καθισμένος να χαζεύω. Τίποτε δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Είναι καμιά φορά κάποιες λύπες αβάσταχτες. Όπως αυτές του χωρισμού. Όταν δυο άνθρωποι δε θα ξαναβρεθούν. Γιατι ο χωρισμός είναι σαν τον θάνατο. Σηκώθηκα. Περπάτησα δίπλα στις ράγες του τρένου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει αλλά δε με πείραζε. Τι να με πείραζε; Ήμουν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα ταξίδια με τα τρένα.



* Οι στίχοι είναι της Βενετίας Μακρυνώρη.





**Οι στίχοι είναι της ποιήτριας Χρύσας Αλεξίου.

ΤΕΛΟς















 

ΦΕΎΓΕΙΣ Ή ΈΡΧΕΣΑΙ.

    ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. Πολλές φορές συναντιούνται με ρούχα ωραία τα κορμιά αναλογίστηκα μετά πως αυτή η αγκαλιά της γλυκιάς στιγμής που φεύγεις ή ...