Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

ΑΠ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΆΤΩΝ

 


 

Είναι  ασύλληπτες οι σκέψεις ενός πραγματικά τυραγνισμένου ανθρώπου. Εκατό χρόνια γεννημένος πριν απο μένα,[1853-1954] μου φύτεψε απο μικρό παιδί την ακέραια φυσιογνωμία του στο μυαλό, μου μετέδωσε την αγωνία για την τέχνη και τη ζωή. Διαβάζοντας ξανά αυτές τις επιστολές προς τον αδερφό του Τεό, με πιάνει μια σφοδρή μελαγχολία, μια λύπη για την τραγικότητα και των δυο- ο Τεό πέθανε ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του Βίνσεντ- αλλά και με γεμίζει με κάποια δύναμη, ο τρόπος που αυτός ο άνθρωπος έζησε τα λιγοστά του χρόνια. Περιπλανώμενος στην κεντρική Ευρώπη, αλήτης στα χωράφια της Ερλ, ανάμεσα σε στάχυα, σε κάμπους με ένα καββαλέτο στο χέρι, έναν καμβά, μερικά χρώματα, ζωγράφιζε αδιάκοπα τις λιγνές στιγμές του βίου απλών ανθρώπων-"θέλησα να προσπαθήσω ευσυνείδητα ν΄αποδώσω κι εγώ την εντύπωση, πως αυτοί οι άνθρωποι, που κάτω απ την λάμπα, τρώνε τις πατάτες με τα χέρια, που τα χώνουν μέσα στο πιάτο, δούλεψαν μ΄αυτά και την γη."- γράφει στον αδερφό του- και μου φαίνεται πολύ κοντινό σε μένα, που τα παιδικα και εφηβικά μου χρόνια τα έζησα στους κάμπους, στα χωράφια, ανάμεσα απο ζωντανά κι ανθρώπους με χοντρά χέρια, που έτσι ακριβώς τα βούταγαν στο πιάτο με τις ελιές, προτού πιάσουν το αλέτρι. "Το καρμίνιο είναι το χρώμα του κόκκινου κρασιού κι είναι ζεστό και σπιθοβόλο σαν το κρασί. Επίσης και το πράσινο σμαραγδί. Δεν κάνουμε οικονομία με το να μη χρησιμοποιούμε αυτά τα χρώματα. Το κάδμιο επίσης. Νομίζω πως νιώθεις αρκετά την σημασία ναμαι αληθινός, για να μπορέσω να σου μιλώ ελεύθερα.  Για τον λόγο που όταν ζωγραφίζω χωριάτισσες, θέλω ναναι χωριάτισσες, για το ίδιο λόγο κι όταν είναι πόρνες, θέλω ναχουν έκφραση πόρνης". Λόγια και σκέψεις ρεαλιστικές, αιτήματα προς τον αδερφό του, να του στέλνει υλικά. Πόσες φορές μου λείπει το άσπρο, μου λείπει το μπλέ κι η ώχρα, τα πινέλα έχουν φθαρεί και οι καμβάδες είναι ακριβοί ακόμα και μια γόμα κάποτε δεν βρίσκεται πουθενά, ένα κουράγιο να πεις γιατί ζωγραφίζεις, μια φωνή που να μην λέει, μην ζωγραφίζεις, εδώ η ζωή είναι αλλού, δεν σου δίνουν φαί αυτα τα πράγματα που φτιάχνεις, χαραμίζεις τη ζωή σου. Είναι η τέχνη πραγματικά απο τους πιο δύσκολους δρόμους. Μερικοί άνθρωποι σαν εμένα δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν κι ας με βασανίζει η φτώχεια, η ανημπόρια, η τρέλλα του μυαλού, η αποσιώπηση της συμφοράς, το κρύψιμο μιας "χαμένης αξιοπρέπειας" η επαιτεία του χρήματος, για ένα κομμάτι ψωμί. Έχω κάνει αρκετές αντιγραφες απο έργα του για παραγγελίες και θυμάμαι την πρώτη φορά που ζωγράφισα τα ηλιοτρόπια του, ένιωσα πραγματικά μια περίεργη αίσθηση για την ποικιλότητα των ζωντανών χρωμάτων του, ακόμα μια αίσθηση φοβερής απλότητας, ένα γέμισμα δημιουργικό και τότε ακριβώς σκέφτηκα πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί από όλους.







ΑΠΟΒΟΛΗ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ



Η Ελλάδα είναι μια λαικίστικη χώρα. Δεν πιστεύει στις αξίες.

[ Μπονζούρ και μπόν φιλέ μαντάμ ]

Δεν έχετε φάει μπουνιά απο καγκουρώ.



Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο, περισσότερο από είκοσι χρόνια.



Το Λονδίνο είναι ταυτόχρονα η πιο φιλική πόλη και η ..λιγότερο φιλική! Η Αθήνα μετέχει μόνο στην βρωμιά. Απο έρευνα στο ιντερνετ.

[ Καλά, τόσα χρόνια δεν παινευόμαστε πως είμαστε Ευρωπαίοι;]



Ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν πάω σινεμά,δεν πάω όπερα, δεν πάω θέατρο, δεν τρώω, δεν κοιμάμαι, δεν δουλεύω, δεν γαμάω.



Πρώτος στο μασάζ προσώπου, ο Γιουκονούκου Τανάκα.

Κάποιος είπε πως έχει ν αγοράσει βιβλίο τριάντα χρόνια.



Απο τους ζωγράφους, μόνο ο Τσόκλης και ο Φασιανός επέζησαν του μνημονιαίου κατακλυσμού.



Να ξαναδιαβάσετε την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, της Άλκης Ζέη. Αν προλάβετε γιατί τα 200.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν. Φοβερό βιβλίο. Μπορείτε να στολίσετε με αυτο την βιβλιοθήκη σας.

Την νύχτα/όταν έπεσε να κοιμηθεί/ξέχασε να κουρντίσει/το ξυπνητήρι/Δεν ξύπνησε ποτέ. ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ



Μόνο ο Πρέκας και ο Παπαθεμελής, μόνο αυτοί θα μπορούσαν να μας σώσουν. Μόνο. [Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα οι σπηλιές στα Μάταλα.]

Α! και ο Θεοδωράκης.



Μην ξεχάσω τον Ιστορικό Τατσόπουλο. Τον Πέτρο.



Έχετε φάει ποτέ μπουνιά απο καγκουρώ;



Κάποιος δεν αγόραζε βιβλίο ποτέ.










Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

ΝΕΥΡΙΆΖΩ ΚΑΙ ΆΡΑ ΕΊΝΑΙ ΣΠΟΥΔΑΊΟ

 


Έχω πάει σε χιλιάδες απεργίες. Κι εγώ σε χιλιάδες εταίρες ανοχής.
Υπάρχουν δυο ειδών άντρες. Οι Κομμουνιστές και οι ερωτευμένοι. Χρόνια λίγα και στους δυο.
Αστική τάξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε υπάρχει. Τίτλους ευγενείας, σερ, λόρδοι κλπ, μόνο σε κάποιους φιλέλληνες αποδίδονταν μέχρι κάποια χρόνια πριν. Ύστερα ξεχάστηκαν και οι κόντε και οι κόμηδες. Μετά τον πόλεμο λοιπόν, κάποιοι απέκτησαν με λοβιτούρες, με όποια μέσα, οικονομική δύναμη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες, μεγάλα οικογενειακά τζάκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι που κυβερνούν τον τόπο. Επειδή απέκτησαν πλούτο, συνέχιζαν την πολιτική των κοτζαμπάσηδων. Αγράμματοι, αμόρφωτοι, ηγέτες χωρίς καμιά επιστημονική κατάρτιση. Είναι οι άνθρωποι της μίζας, του ρουσφετιού, της δουλοπρέπειας. Είναι οι λεγόμενοι μικροαστοί, αυτοί που μισούν κάθε πρόοδο, που εμποδίζουν τον πολιτισμό, που δεν έχουν ιδέα από κουλτούρα.
Έχω χρέος να πω στην κοινωνία... λέει ο καθηγητής, πολιτικών επιστημών; κος Κοντογιώργης. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση πολλών ανθρώπων. Τι χρέος και παπαριές μας λένε; Γεννιέται και έρχεται κανείς σ αυτό τον κόσμο με τέτοιο ή κάποιο χρέος; Με κάτι τέτοια στραβώνω πολύ.
Η αξιοπρέπεια είναι κοινωνική υπόθεση.
Εκεί όπου ανακάτευα
τις τρίχες του μουνιού σου
πετάχτηκε ένας ποντικός
κι έφαγε το το τυρί σου
[μη ξεχάσετε ω άνδρες Αθηναίοι να δείτε την εσωτερική φωτογραφία]
Πάντως η αλήθεια, λέει πως δεν πρέπει να κάνουμε δηλώσεις εν θερμώ, για τις οποίες θα μετανιώσουμε άμεσα και θα τις ανατρέψουμε άρδην. Συμβουλές δεν υπάρχουν παρά μόνο για τα παιδιά αλλά ας πούμε και κάτι συμβουλευτικό. [Χεχε! νομίζω πως τελικά, όλοι δίνουμε κάποιες συμβουλές.]
Η παραγωγή έργου θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία. [Εκτός εξαιρέσεων, Καβάφης, Τζέιμς Τζόις..] Δηλαδή, αν γράψεις χίλια ποιήματα, αδερφέ, δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχες για να κουραστείς τόσο...Επίσης, αν μπορείς να ζωγραφίσεις χίλιους δεκατρείς πίνακες! Τι διάολο, όλο μαλακίες θα κάνεις!
Και κάτι απλό: Το θέμα είναι να μη παραγνωριζόμαστε. Ούτε εδώ, ούτε αλλού.Από μακριά!
Κάποιος στο δρόμο κυνηγούσε το καπέλο του. Μόλις το πλησίαζε σαν ένα μαγικό αόρατο σχοινί το τραβούσε μακριά του. Ή μακριά μου, γιατί μπορεί να ήμουν εγώ. Ναι, εγώ ήμουν που κυνηγούσα το καπέλο μου και τώρα κρύωνε η κεφαλή μου. Μυστήριο πράγμα, δεν το έφτανα ποτέ κι κόσμος γύρω μου γελούσε- οι γυναίκες φέρνοντας την παλάμη κοντά στα χείλη να κρύψουν το μισοχαμόγελο τους. Κάτι Μογγολικές φάτσες με κοντά πόδια, λοξά, σχισμένα μάτια που είχαν επιζήσει από τον όλεθρο των παγετώνων πριν από εκατό χιλιάδες χρόνια, -γιατί άραγε επέζησαν;- και είχαν έρθει τώρα στην πατρίδα μου, στη γη δηλαδή που γεννήθηκε ο πατήρ μου. Κι αυτοί γελούσαν πιο πολύ. Χι, χι, χι, χι. Τέσσερα γέλια.
Aς το διάλο. Πάω και μπερδεύομαι με την ουρά σας.Τι δουλειά έχει ο αετός στο παζάρι; Με τρώει ο κώλος μου να τ ακούσω. Δεν πρόκειται να τα βρούμε εμείς οι δυο, όση υπομονή και να κάνω αλλά να τους σκοτώσεις όλους και να φτιάξεις καινούργιους, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Φτάσαμε στην άκρη του πάτου. Όσες διαλέκτους κι αν δημιουργήσουμε η κατάληξη είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουμε.
Έχω πει χιλιάδες φορές να μη νευριάζω για τίποτε και όταν το καταφέρνω για μακρινά διαστήματα, είμαι ευτυχής. Όταν νευριάζω, εκνευρίζομαι χειρότερα με τον εαυτό μου που παραβαίνω τις αρχές μου. Άρα, ποτέ δε θα γίνω σοφός επειδή οι σοφοί είναι ήπιοι, γαλήνιοι. Όσοι είναι σοφοί να σηκώσουν το χέρι, ήρεμοι.
Γαμιστά.

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

ΠΑΝΤΟΎ ΑΛΚΟΌΛΕΣ

 


 

Ωμή αλήθεια: το αλκοόλ βλάφτει σοβαρά την υγεία.
Μια από τις μεγαλύτερες εξαρτήσεις του ανθρώπου. Χειρότερο από ναρκωτικά. Αργός αλλά σταθερός θάνατος.
Ενας από τους κυριότερους λόγους αποτυχίας στη ζωή.
Μύθος τα περι έμπνευσης στη ζωγραφική, στο γράψιμο. Εαν δεν είσαι νορμάλ, θα δημιουργήσεις
λάθη. Και ούτε τα μισά από όσα θα μπορούσες.
Το αλκοόλ φυραίνει το μυαλό.
Μπορώ να πω πως δεν έπινα από μικρός. Το κρασί η μπύρα, το ούζο μου προκαλούσαν αηδία μέχρι ακόμα και που πήγα φαντάρος. Όχι δεν έπινα. Το σιχαινόμουν το ποτό, έπινε ο πατέρας μου, γινόταν έρμαιο του ούζου, δεν ήταν αλκοολικός ήταν μέθυσος, μέχρι τα 60 του. Ύστερα έκοψε ποτό και τσιγάρο κι έζησε ακόμα είκοσι χρόνια σαν "λογικός" άνθρωπος. Ντρεπόμουν για τα δυο μεγάλα μου αδέρφια που ήταν κι αυτοί μέθυσοι. Ο πρώτος κατάντησε αλκοολικός και πέθανε εξ αιτίας του πιοτού. Ντρέπομαι γιατί και οι περισσότεροι φίλοι μου είναι αλκοολικοί αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Ε, τρία τέσσερα πέντε ουίσκυ και μισό κιλό κρασί την ημέρα δεν πειράζουν, λένε αφελέστατα.
Μέχρι τα τριάντα μου κάπου εκεί, ζήτημα αν είχα πιει δέκα φορές και είχα μεθύσει δυο-τρεις. [ Αυτό με έχει σώσει, οι φίλοι μου που πίναν από τα εφηβικά τους χρόνια έχουν πεθάνει. Κίρρωση του ήπατος. Το σύνηθες. Απαίσσιος θάνατος] Από τα τριανταδυο, άρχισα να κουτσοπίνω. Δεν ξέρω πως, ε, αφού δε με πείραζε έλεγα, δε μεθούσα, δεν έκανα φασαρίες, δεν τσακωνόμουν, απλά με έπιανε σαν μια επιθυμία να ξεφεύγω λίγο με το ποτό και είναι αλήθεια πως αφού δεν έπινα κάθε μέρα ήταν κάπως υποφερτά τα πράγματα. Εργαζόμουν πάρα πολύ, δεκαπέντε ώρες την ημέρα, ήμουν νέος, δυνατός, αθλητικός. Τα χέρια μου, το μυαλό μου καθάριο αλλά σιγά σιγα γινόμουν κρυφοπότης. Έπαιρνα στο σπίτι διάφορα ποτά, έφτασα να πίνω ένα μπουκάλι κονιάκ μόνος μου. Κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τον επηρεασμό του ποτού αλλά μια οι παρέες μια το ένα, μια το άλλο, έπινα κάθε μέρα. Τα βράδια κοιμόμουν μεθυσμένος κι όταν το πρωί πάθαινα κενά μνήμης τρόμαξα. Σταμάτησα να πίνω ένα χρόνο. Ύστερα πάλι τα ίδια, πίναμε το βράδυ με τους φίλους ότι βρίσκαμε μπροστά μας, βότκες, τεκίλες σφηνάκια, και σιγά-σιγά απ΄το πρωί πάλι τα ίδια. Δικαιολογία: για να ξεμεθύσεις από το βραδυνό, το πρωί πρέπει να πιεις μια γουλιά από το ίδιο! Το κοβα μόνο όταν ήμουν άρρωστος και η πάλη με τι αλκοολικές ουσίες είχε αρχίσει να θεριεύει μέσα μου. Μην πίνεις Κώστα, έλεγα μην πίνεις. Όποιος πίνει καταστρέφει τη ζωή, θυμόμουν τα λόγια του Τ. Ουίλιαμς από τη Λυσσασμένη γάτα. Αλλά μετά πο μια βδομάδα πάλι τα ίδια. Το ποτό δε με μεθούσε κι αυτό μπορεί να ηταν χειρότερο. Γιατί άμα μεθούσα ή γινόμουν όπως οι άλλοι θα το καταλάβαινα και δεν θα ανεχόμουν τον εαυτό μου. Ελα όμως που δε φαινόμουν ποτέ μεθυσμένος μέχρι τότε;[ μεγαλώνοντας αλλάζουν τα πράγματα, λιγοστεύουν οι αντιστάσεις του εαυτού] όσο και να πινα, απλά μια ευθυμία, ένα κέφι που κι αυτό το κρυβα επιμελώς αλλά με έριχνε χαμηλά, μου διαστρέυλωνε την αισιοδοξία, τα βλεπα όλα μαύρα, ήμουν ντάουν και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως έπρεπε να το κόψω. Έγραφα, ζωγράφιζα, έπινα, χώρισα πιωμένος μια υπέροχη κυρία, παντρεύτηκα μια άλλη που δεν έπρεπε, χώρισα και μ αυτήν όταν πια είχα καταστρέψει μια ντουζίνα λεφτά, μια καριέρα που διαφαινόταν περίλαμπρη, μια ζωή υπεύθυνη όπως μου άξιζε και αντ αυτού πήρα αγκαλιά τις μπουκάλες όλου του κόσμου. Έπινα-έπινα-έπινα, μέρα νύχτα μια εικοσαετία περίπου μέχρι τα πενήντα μου. Τις σπάνιες φορές που το κοβα καταλάβαινα πόσο κακό μου είχε κάνει. Έβλεπα άλλα πράγματα, ένιωθα άλλα που δεν μπορούσα να τ αγγίξω πιωμένος. Ο αλοολικός μόλις ξυπνήσει σκέφτεται που θα βρει να πιεί, δεν έχει όρεξη για δουλειά, βιάζεται να πάει στον καφενέ, στο δρόμο, να βρει να πιεί, γίνεται σαν τον ναρκωμανή. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ αν δεν είχα πιεί, το πρόσωπο μου είχε αρχίσει να κοκκινίζει, τα ωραία μου χαρακτηριστικά αλλοιώνονταν, τσακονώμουν πιο εύκολα, εντάξει δεν ήμουν πολύ εριστικός αλλά πράγματα που θα μπορούσα να τ αποφεύγω εξ αιτίας του ποτού, δεν τα κατάφερνα. Έπειτα ένιωθα μια δυστυχία, μια ντροπή ας μην φαινόμουν μεθυσμένος-φτάνει που το ήξερα εγώ- πως δε θα μπορούσα ν αντιμετωπίσω τις καταστάσεις, ειδικά όταν είχα να κάνω με ξενέρωτους, όπως λέμε -κάκιστα- τους ανθρώπους που δεν αγγίζουν το αλκοόλ. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε όταν διάβασα πως ο Ζαμπέτας δεν έβαζε σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του όπως μεγάλη εντύπωση μου έκαναν οι πιωμένοι καλλιτέχνες και για όσους μάθαινα πως ήταν αλκοολικοί. Βαν Γκογκ,, Εντγκαρ Αλλαν Ποε, φρικτός θάνατος, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Ερνεστ Χεμινγουέη, το αλκοόλ σε σπρώχνει στην αυτοκτονία κατα έναν περίεργο τρόπο. Μοντιλιάνι, Τζάκσον Πόλλοκ, Γουίτνευ Χιούστον και τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι.
Ο αλκοολισμός είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που παραμένει άγνωστο στον περισσότερο κόσμο.
Ο αλκοολισμός είναι η τρίτη αιτία θανάτων μετά τα τροχαία και τις ασθένειες.[ Κι εκτός αυτου πρέπει να είναι φοβερά επώδυνος θάνατος.]
Αν έχεις ανάγκη να πιεις ένα ποτό την ημέρα είσαι δυνητικός αλκοολικός
Όλα αυτά τα ήξερα, τα γνώριζα. Αλκοολικοί καλλιτέχνες προβάλλονται παντού και θεωρούνται ινδάλματα.[ Ε, δεν είναι παρά ψυχικά ράκη.] Οι φίλοι μου όλοι πίνουν. Γιατί να μην πίνω κι εγώ; Ο γνωστός δημοσιογράφος δεν γράφει αν δεν κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκυ, η διάσημη Χίλτον κυκλοφοράει με τα μπουκάλια στις μέσα τσέπες, όπου να πας τα βράδυα γίνεται της τρελής από τις σαμπάνιες. Στα καφενεία, στα τσιπουράδικα, στις μπυραρίες το αλκοόλ τρέχει ποτάμι. Τα ξέρω όλα αυτά. Όπως γνωρίζω και τι γίνεται γύρω μου. Παντού αλκοόλ, η εύκολη λύση των νέων για να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και τον κόσμο, για να μην ασχοληθούν με τα προβλήματα. Περνάνε στους δρόμους με ένα μπουκάλι μπύρα ή ρετσίνα, αγόρια, κορίτσια ανεξέλεγκτα [ δε θυμάμαι την παλιά εποχή γυναίκες να πίνουν στο δρόμο αλλά και οι μπεκρήδες ήταν λίγοι τους ξέραμε με το μικρό όνομα τους. Τώρα ξεχύλησε γο κακό.] πίνουν, γίνονται κυνικοί, δυστυχισμένοι, χαμένοι στη σύγχιση.
Τώρα δεν πίνω και δεν καπνίζω. Είναι κάμποσος καιρός που βλέπω τα πράγματα καθαρά. Αυτά που δεν έβλεπα τότε. Οχι, δεν πέταξα μπουκάλια και πακέτα. Ούτε χρησιμοποίησα κανένα φάρμακο για να τα κόψω. Χρησιμοποίησα μονάχα τη δύναμη του εγκεφάλου. Του μυαλού. Αυτού που έχει ο άνθρωπος και δεν το χρησιμοποιεί σωστά.


 

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΟΕΟΕΟΕΟΕΟΕ!

 


...αλευροπίτουρες, τελειώσαν τα ψέμματα.Σήμερα δεν θα σας κατεβάσω από το τρένο. Απλά θα σας ρίξω στον Κορινθιακό. Θα πούμε μερικές αλήθειες και πολλά ψέμματα. Γιατί, η αλήθεια είναι σκληρή και πονάει. Τι σημαίνει αλήθεια;Η απόλυτη συμφωνία με την πραγματικότητα. Ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.Η λέξη αλήθεια, προέρχεται από το Α-ΛΗΘΕΣ-ΕΙΑ. Στην ουσία σημαίνει αυτό που δεν κάνει λάθος.Όχι αυτό που δεν θυμάται [α-λήθη] αυτό που δεν κάνει λάθος.ΚΙ ας πούμε τώρα μερικές αλήθειες, βατσιτζέλω-βατσιτζώ. Η πρώτη είναι αυτή που ξέρουμε.Η δεύτερη ,αυτή που λέμε και η τρίτη, αυτή που δεν θα μάθουμε ποτέ. Γιατί όμως η αλήθεια πονάει; γιατί οι άνθρωποι φοβούνται την αλήθεια;Οι πούστηδες οι Εγγλέζοι, λένε truth και είναι απ΄αυτούς που δεν πιστεύουν σε καμιά αλήθεια.Πλιάτσικας σπίκιγκ, τώρα μαλάκα.Υπάρχει άραγε η αντικειμενική αλήθεια; για σκέψου το...Βέβαια, εγώ πιστεύω πως υπάρχει, το δέντρο είναι δέντρο και τα λοιπά αλλά εσύ, ξανασκέψου το. Τι είναι το truth και από που βγήκε;
Είναι πολύ ψεύτικος ο κόσμος μας.Πολύ lie,πολύ false. Αίφνης, μερικοί πιστεύουν πως δεν πήγαμε στη Σελήνη.Πως είναι το μεγαλύτερο ψέμα. Είναι τόσο ηλίθιο ψέμα αυτό; Ή μια μεγάλη αλήθεια; Το ψέμα δεν ξέρω από που βγαίνει αλλά είναι πιο γλυκό. Πιο παραμυθένιο. Αρχαία λέγεται ψεύσμα με περισπωμένη αλλά τώρα που να την βρεις. Λόγος όχι αληθινός λένε τα λεξικά.
Πήγαμε ή δεν πήγαμε στο φεγγάρι; Ο κόσμος χρειάζεται πολύ παραμύθι, η αλήθεια είναι πληκτική.
Ο Μπέρκλει, είπε πως τα πάντα είναι διπλή παράσταση στο μυαλό μας. Ξανασκεφτείτε το. Ο Μάρξ του απάντησε στο ΑΝΤΙΝΤΙΡΙΓΚ πως τότε δεν υπήρξε καθόλου αυτός. Δηλαδή ο Μπέρκλει. Και ο Μάξ Νορντάου[ωραίο όνομα] στα κατα συνθήκην ψεύδη, λέει πως δεν πρέπει να πούμε ποτέ στη γυναίκα μας ότι την απατήσαμε. Και στο πείραμα της Κοπεγχάγης, δεν ξέρουμε τελικά τι απέγινε η γάτα, αν δεν ανοίξουμε το κουτί. Πέθανε ή δεν πέθανε;
Λοιπόν, απαύτουρες με κούρασαν τα ψέμματα σας. Ας πούμε και μια αλήθεια βατσιτζέλω-βατσιτζώ,Οεοεοεοε.

Σάββατο 13 Μαΐου 2023

ΣΑΝ ΝΕΟΈΛΛΗΝΑΣ

 


-Έλα δω ρε! του λέω
-Τι θές; μου βγάζει γλώσσα. [ ο καθένας ότι έχει βγάζει.]
-Ρε συ, εδώ που παρκάρεις απαγορεύεται…
-Γιατί; ποιος είσαι συ που θα μου το πεις! [συνεχίζει να παρκάρει πάνω στον πεζόδρομο, ο τσόγλανος.]
-Βρέ μαλάκα, τα παίρνω στο κρανίο, δε βλέπεις τις πινακίδες;
-Ε, ποιες πινακίδες; Και τι με νοιάζει εμένα για τις πινακίδες… εγώ ψάχνω μια ώρα να βρώ πάρκινγκ..
-Κι επειδή δε βρίσκεις πρέπει να κόψεις το δρόμο; [φανταστείτε πόσο μαλάκας είναι ανάλογα τη δικαιολογία του: επειδή δε βρίσκει αυτός πάρκινγκ πρέπει να βάλει την αυτοκινητάρα του πάνω στο σβέρκο μας!]
-Ποιο δρόμο; Ποιος περνάει εδώ… κοιτάζει γύρω σα μαλάκας
-Περνάνε τα νοσοκομειακά, τα αυτοκίνητα του δήμου, κάποιος που κένει μετακόμιση… κάποιος ανάπηρος..
-Και τι με νοιάζει εμένα; Εσύ είσαι ανάπηρος; Με εξετάζει περίεργα. Μήπως το θέλεις για πάρτι σου; με κοιτάζει καχύποπτα
Τι να του πεις; Μου ρχεται να του χώσω μια μπουνιά του νεοέλληνα
-Α, για πάρτι σου το θέλεις, εγώ εδώ θα παρκάρω!
-Θα σου το πάρει ο γερανός, η τροχαία, του λέω.
-Ποιος θα τη φωνάξει; Εσύ; Είσαι σπιούνος και βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο.
Μου ορμάει και γινόμαστε μαλλιά κουβάρια. Βαράει αυτός, βαράω εγώ, βαράει όλος ο κόσμος, γίνεται της πουτάνας, δεν ξέρω από πού να ξεφύγω, τι τον ήθελα εγώ τον νόμο; Γιατί να υπερασπιστώ τα δικαιώματα του πολίτη; Δεν καθόμουνα στ αβγα μου;

 

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΔΙΑΛΌΓΟΥ ΚΆΛΤΣΑ

 


Επειδή είναι επίκαιρο και καθημερινό θέμα, έκανα μερικές σκέψεις γύρω από τον διάλογο και την συζήτηση. Ο Διάλογος είναι κατ εξοχήν η συνομιλία, μάλλον ή ήττον ήρεμη, χωρίς οξείς διαξιφισμούς όπου οι συνομιλούντες προσπαθούν με επιχειρήματα να πείσουν για την ορθότητα των λεγομένων τους, τον ή τους συνομιλητές. Στον διάλογο ο καλός συνομιλητής ακούει πρώτα τα λεγόμενα και ύστερα απαντάει αφού ταυτόχρονα πρέπει να σκέφτεται την ερώτηση ή τοποθέτηση του άλλου, δεν διακόπτει, δεν εμπλέκει τη φωνή του με αυτή των άλλων. Η καθαρότητα της φωνής, η ηρεμία των τόνων κάνουν έναν διαλεγόμενο συμπαθή ή αντίθετα αντιπαθή όταν προσπαθεί συνέχεια να διακόπτει τον ειρμό της κουβέντας. Δέον να ειπωθεί εδώ πως ο χρόνος ομιλίας εναπόκειται στη συναίνεση των δυο μερών, λαμβανομένου υπ όψι του καθενός πως δεν κάνει μονόλογο.
Η συζήτηση διαφέρει ως προς τον διάλογο παρ ότι πολλοί δεν το ξεχωρίζουν. Στη συζήτηση γίνεται εξέταση διαφόρων απόψεων για ένα θέμα, διερευνάται από κοινού η λύση ενός ζητήματος και συνηθέστερα καταλήγει σε λογομαχία δυο ή περισσοτέρων ατόμων. Και στη συζήτηση και στον διάλογο θεωρώ πρώτιστη αξία το ακούειν. Το πλείστον των ανθρώπων αδημονούν να πάρουν το λόγο χωρίς να έχουν προσέξει τι είπε ο συνομιλητής κι έτσι δημιουργούνται παρεξηγήσεις εκ του μηδενός έτσι που να μη βγαίνει άκρη. Πολλοί δε, πιστεύουν πως αν ανεβάζουν τον τόνο της φωνής μπορούν να επιβληθούν στον περίγυρο. [ τότε ο Στέντορας θα ήτο ο καλύτερος συνομιλητής.]
Παρακολουθώντας δε, αυτό τον καιρό, ιδιαίτερα στην τηλεόραση τους σύγχρονους πολιτικούς μας, τα συμπεράσματα μου είναι οικτρά. Οι ομιλητές είναι κάκιστοι χειριστές του λόγου, επαναλαμβάνουν διαρκώς τις ίδιες λέξεις και απόψεις, στερεότυπα, διακόπτουν, δεν ακούν ή βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου και κατ επέκτασιν δεν είναι γνώστες του θέματος που διαλέγονται. Αποτέλεσμα όλων των κακών αυτών, είναι η πρόσφατη ταυρομαχία-γρονθομαχία μεταξύ ανδρών τε και γυναικών ενώπιον όλου του κόσμου, μεταξύ Λιάνας Κανέλλη και Κασιδιάρη. Όταν δεν βάζεις γλώσσα μέσα [Κανέλλη] κι όταν δεν μπορείς να συγκρατήσεις τα νεύρα σου σε ένα δημόσιο διάλογο-συζήτηση, η ευτελής κατάληξη είναι η προσδοκώμενη: ύβρεις, απειλές, εκατέρωθεν και χειροδικία. Εν ολίγοις, έχω την πενιχράν εντύπωσιν πως απέχομεν μακράν των ημών προγόνων που είχαν εντάξει τον διάλογο στις τέχνες κι έτσι διέπρεψαν. Διατελώ υπεύθυνος για την καταγραφή των παραπάνω.





 

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Ο ΔΟΥΚΑΣ

 


 

Από τότε δεν την ακούμπησα. Θέλω να πω δεν την ξαναχαστούκισα ούτε γι αστείο. Μου είχε μείνει φοβερή ανάμνηση ο τρόπος που αντέδρασε αλλά δεν ήταν και ίδιον του εαυτού μου να επιδίδομε σε τέτοια κατορθώματα. «Τις γυναίκες δεν τις χτυπάνε, όσο σκάρτες και να είναι» μου είπε ο Δούκας, κάποια μέρα που τον φώναξα να έρθει στις πρόβες για να γνωρίσει και την Λουτσία.
-Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, του είπα με κάποια έπαρση
-Έχεις και γυναίκα; Έκανε περιπαιχτικά ο παλιοπίθηκας.
Άμα ήθελε να σε δουλέψει το έκανε στο άψε-σβήσε. Ιδιαίτερα αν έβλεπε κανένα άτομο λίγο μπόσικο, αγαθούλη ας πούμε, τρελαινόταν για καλαμπούρι. Όχι με τους εντελώς βλαμμένους αλλά μ αυτούς που τους είχε λασκάρει λίγο η βίδα, που ζύγιαζαν από την ελαφριά. «Να αυτός» έλεγε και σου δειχνε κανέναν αλαφροΐσκιωτο. Και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στις λέσχες, στα μπιλιάρδα, στα μπάρ, γνώριζε πολλούς τέτοιους . Τους φώναζε στο δρόμο, έσπαζε πλάκα μαζί τους, πέρναγε την ώρα του και αν δεν τον ήξερες, νόμιζες πως τα έλεγε σοβαρά όλα αυτά. Μερικές φορές, αστειευόμενος πήγαινε να το κάνει και σε μένα αλλά τότε έπαιρνα κ εγώ την ανάλογη θέση. Έτσι και τώρα που μου είπε περιπαιχτικά αν είχα γυναίκα, του απάντησα πως όχι, κατσίκα έχω.
-Κατσίκα ε; έκανε τρίβοντας τις φούχτες του. Καλή είναι και η κατσίκα από το καθόλου. Μπράβο!
Με τα θέατρα, τα διαβάσματα και τέτοια δεν είχε σχέση ο Δούκας. Αμφιβάλλω αν θα είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο. Στο θέατρο, ίσως να είχε πάει σε κάποιες επιθεωρήσεις, γι αυτό όταν του μιλούσες για βιβλία τον έπιανε ναυτία.
-Τι θέατρο είναι αυτό ρε Αλμύρα; Και τι θα κάνεις εσύ εκεί; Με ρώτησε.
-Πίθηκα να έρθεις και να δεις, να σου γνωρίσω και την ..κατσίκα μου, του απάντησα.
-Ωραία, εντάξει θα έρθω αλά δε μου είπες που γίνεται.
Μόλις του είπα το μέρος, στραβομουτσούνιασε. «Δεν έρχομαι, δεν έχω δουλειά εγώ μ αυτούς εκεί» μου είπε, αλλά παρ όλα αυτά ήρθε. Ήρθε όταν πια οι πρόβες είχαν προχωρήσει πολύ και ήμασταν λίγο πριν την πρεμιέρα και τις κάναμε κανονικά στην υπαίθρια σκηνή.
-Στην πρεμιέρα πρέπει να έρθεις, του υπενθύμισα.
-Θα έρθω και τότε απάντησε.
Του σύστησα τη Λουτσία, του έφυγαν λίγο τα μάτια και βρήκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει στο αφτί, ένα, αυτή είναι η κατσίκα;
Γελάσαμε πάλι κι ύστερα εκείνο το βράδυ, μας παρακολούθησαν σε γενική πρόβα, όλο τον θίασο, τους δυο μαύρους υπηρέτες, τη Μάργκαρετ, τον Μπρικ, τη Μάε, τον Γκούπερ, τον παππού, τη γιαγιά και πέντε-έξι ρολάκους ακόμα, αρκετός κόσμος. Ήταν εκεί, εκτός του Ντάφλου και της Έλεν Νασοπούλου, ένα φιλικό ζευγάρι, η Βαριεντίνα, ο επιστάτης του μουσείου, ο Δούκας και η Βασιλική. Ναι, μην εκπλήσσεστε ήταν και η Βασιλική. Είχαν πάρει κανονικά διαζύγιο αλλά συνέχιζαν να συναντιούνται μου είπε. Δεν έμεναν πια μαζί αλλά να τόσα χρόνια μαζί, έχουμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνεις δε γίνεται διαφορετικά, ολοκλήρωσε. Εγώ αυτό το δε γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλάβαινα.
-Θα ξαναπαντρευτείτε; Τον ρώτησα.
-Όχι ρε, γέλασε, θα είμαστε έτσι.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, έλεγε πως οι δυο τους αγαπιόνταν πολύ και θα ήταν μια ζωή μαζί. «Κλασσική περίπτωση μαζοχισμού» του είπα εγώ και μπήκα στα παρασκήνια..
Ένιωθα περίεργα, πρώτη φορά θα παίζαμε έστω και σε λίγο κοινό. Φαντάσου στην πρεμιέρα, μονολόγησα με τόσο κόσμο στην πλατεία να σε παρακολουθούν όλοι. Δεν ένιωθα τόσο σίγουρος, σε αντίθεση με τη Λουτσία και Τασούλη που πέταγαν, εμένα έφευγε η γη κάτω απ τα πόδια μου κι όλο προσπαθούσα να θυμηθώ τα δύσκολα κομμάτια, ιδιαίτερα κάποιες μεγάλες ατάκες του Μπρικ. Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου το χειρότερο στην περίπτωση, ήταν η τελειομανία μου Γι αυτό έδειχνα ανικανοποίητος. «Απίθανο, ωραίο!» έλεγαν οι άλλοι, «καταπληκτικό» συνέχιζαν κι αντί να με ανεβάσουν με χαμήλωναν πιο πολύ. «Χμ, καλούτσικο είναι» έλεγα αόριστα, ήταν που μου έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι αυτό που θα έκανα για πρώτη φορά και φοβόμουν μη τα θαλάσσωνα. Κάποια στιγμή, πήγα να το βάλω στα πόδια, ήμουν έτοιμος να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια αλλά με συγκράτησαν η Λουτσία με τον Τασούλη. «Τα πας περίφημα!» μου είπαν με ένα στόμα.
-Έχεις ένα ωραίο τρακ, μη φοβάσαι, ολοκλήρωσε η Λουτσία και μου έδωσε ένα φιλί.
Πιο πολύ με συγκράτησε η παραδοχή της, γιατί ξέχασα να σας πω, πως σε έναν από τους τελευταίους καυγάδες μας μου είπε πως ήμουν ο χειρότερος ηθοποιός που είχε γνωρίσει.
-Το παίζεις ωραίος, εντάξει, το ξέρουμε αυτό αλλά ηθοποιός είναι κι άλλα πράγματα, πιο σπουδαία. Υποκριτική, ταλέντο, ήθος, μάθηση και γνώση. Αυτά είναι ηθοποιός, όχι φρου-φρου κι αρώματα, μου είπε.
Κι έτσι με πλήγωνε.
Τότε της είπα κι εγώ, τρέμοντας από τα νεύρα μου, πως αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα παρατάω. Αφού δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά κι έχω το γνώθι σ εαυτόν και τη δύναμη να τα παρατήσω. Τα παρατάω, είναι καλύτερα έτσι, να βρείτε κάποιον άλλον για το ρόλο του Μπρικ.
Με κράτησε όμως γιατί κατά βάθος δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε για μένα, δηλαδή τα εναντίον μου. Πιο πολύ ήθελε να με κεντρίσει, να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα, να σκεφτώ πως αυτό που έκανα ήταν πιο σοβαρό απ όσο το έπαιρνα.
-Τι εννοείς σοβαρό; Τη ρώτησα. Εγώ δε σκέφτομαι να κάνω καριέρα ηθοποιού, έχω άλλα στο μυαλό μου. Αυτή η προσπάθεια γίνεται, πρώτα για να βοηθήσουμε το μουσείο του Ντάφλου κι ύστερα εσένα και τον Τασούλη που είσαστε κατ εξοχήν επαγγελματίες του είδους.
Κατά βάθος όμως, πίσω απ το κρανίο μου, υπήρχε η κρυφή γοητεία- ίσως η αλαζονεία. Που ξέρεις; όλα γίνονται, γιατί να μη γίνω κι εγώ ηθοποιός; με λεζάντες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις στα περιοδικά, μόστρες στην τηλεόραση;
Αυτό κι αν ήταν αλαζονεία!
Έτυχε όμως τα πράγματα να πάρουνε τη σωστή τους θέση και η περιπέτεια της θεατρικής μου καριέρας τελείωσε άδοξα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου πρεμιέρα από τότε δεν ξανασκέφτηκα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν ίσως κάτι παραπάνω για τον εαυτό μου ή κάτι ξένο προς τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να λέω κάθε βράδυ τα ίδια λόγια, να κάνω τις ίδιες κινήσεις. Μπούχτισα και το θεώρησα βασανιστικό. Από τότε εκτίμησα ακόμα περισσότερο την εργασία του ηθοποιού που οι περισσότεροι βλέπουμε μόνο την εξωτερική της θωριά. Αυτή της δημοσιότητας και της φανφάρας.
Απόσπασμα από τους ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΥΣ ανέκδοτο μυθηστόρημα μου.

 

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Η ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΤΗΣ ΣΆΡΚΑΣ 2

 


Η ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΤΗΣ ΣΆΡΚΑΣ. Μελετώ το εσπερίδιο. Τη σάρκα μας. Η πορτοκαλέα είναι αειθαλές, εμείς δεν είμαστε. Δεν ξέρω γιατί καταπιάστηκα με το πορτοκάλι. Το πορτοκαλάκι είναι βασικό μας φρούτο, η ομοιότητα, η παρομοίωση με την υγρή γυναίκα. Όλοι περιμένουν στη γωνία να τουφεκίσουν. Μπαμ!
ΠΡΟΣΧΈΔΙΟ Η προετοιμασία μιας θεματικής έκθεσης με αντικείμενο το πορτοκάλι. Κάπως παραμελημένο, μου φάνηκε σε σχέση με άλλα φρούτα. Αχλάδια, μήλα, ροδάκινα και σταφύλια που παραείναι ζωγραφισμένα από τον Σεζάν μέχρι τον Τέτση.
Ζωγραφίζοντας δυο
φιλάκια
πορτοκαλιού-αρχή μιας καινούργιας αναζήτησης, έχω πάντα την αίσθηση πως ποτέ ένα πράγμα δεν είναι μόνο του, δε στέκει από μόνο του.
Ένα χέρι που δίνει, ένα άλλο χέρι που κρατάει, μάτια που κοιτάνε μέσα από τα σύννεφα, πίσω από τον ουρανό, ένας κόσμος χαρούμενος; βλέμματα ίσια, αγαπημένα- κάτω τα φρούτα, πηγή ζωής, αφθονίας, ένας κόσμος που καίγεται για να ζήσει και κάποιοι δεν τον αφήνουν, ένας Ανοιξιάτικος έρωτας, άνθρωποι που έτσι έμαθαν και τους άρεσε.
Αυτή η περιπέτεια με το πορτοκάλι συνεχίζεται και η γυναίκα που κοιτάζει το πρόσωπο της στο νερό, στη θάλασσα είναι μόνη. Όλες οι γυναίκες είναι μόνες. [Μοντέλο η Αριάνα.]
Τίποτε πιο λατρευτό από το ψέμα, πως θα μ αγαπάς για πάντα, όμως ο πίνακας είναι αληθινός, όπως κι εγώ που ζωγραφίζω εσένα, το κομμένο πορτοκάλι σε τομή εγκάρσια και τα λουλούδια και τα φύλλα, οι πορτοκαλανθοί που μάζεψα απ το πρωί και που θα βρουν κι αυτοί μια θέση στη ζωγραφιά μου, όλα είναι αληθινά εκτός από μένα και εσένα, γιατί έτσι το παραμύθι μας θα είναι πιο αληθινό, πως υπήρξαμε στη φαντασία του ζωγράφου, του ποιητή, σαν ιδανικοί εραστές της ουτοπίας.

 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΤΟ ΤΊΠΟΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

 


Είχε ξημερώσει μια άσχημη μέρα. Και πολλές φορές στη ζωή μου, έχω σκεφτεί, πως αυτές οι άσχημες μέρες, που η ύπαρξη τρέχει στο κενό, είναι δύσκολες γιατί δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Δεν ξέρεις γιατί έχεις μια ανησυχία, τι είναι αυτό; γιατί υπάρχεις και τι κάνεις σ΄αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αν εξυπηρετείς κανένα σκοπό και τι νόημα έχει να ζεις.

Είχα φτάσει στα σαράντα πέντε μου χρόνια και τα οικονομικά μου είχαν περιέλθει σε τρισάθλια κατάσταση. Βέβαια το πριν ήταν πολύ καλό αλλά κάποιες στραβοτιμονιές με ξαναφέραν σ αυτή ττη δεινή οικονομική θέση. Τα έχει αυτά η πουτάνα η ζωή, τα σκαμπανεβάσματα. Και τα σκεφτόμουν αυτά, καθισμένος σε μια πέτρα στον λόφο του Στρέφη, έξι η ώρα το πρωί. Σκοτάδι κύκλωνε τον κόσμο μου, Χειμώνας καιρός ήταν, τι να έκανα; Με ένα δεκάρικο στην τσέπη, το βιβλιάριο άδειο στην Εθνική, η ζωή γινόταν απεριόριστα δύσκολη. Αβέβαιο μέλλον κι όταν το μέλλον είναι αβέβαιο, πλησιάζεις στο θάνατο.

 Έτσι σκεφτόμουν και παράτησα την πέτρα στο λόφο του Στρέφη. Μη τα θες όλα δικά σου... Ποια δικά μου, εγώ δεν είχα τίποτε και κατέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στην Καλλιδρομίου, ενώ άχνιζε μια φλούδα γαλάζιου από τον Λυκαβηττό. Μπήκα στο εργαστήρι μου και κοίταξα με μελαγχολία μερικούς πίνακες μου. Έκανα ένα γύρω, έβαλα τσίπουρο- τσίπουρο πρωί-πρωί; Ανακάτεψα τα μαλλιά μου, τι στο διάολο θα γίνει; Για να ξεφύγω από αυτή τη μαυρίλα, έβαλα τα ρούχα της δουλειάς, ένα τζιν ξεσχισμένο γεμάτο χρώματα, ένα πουκάμισο επίσης γεμάτο νέφτια και λαδιές. Πήρα τα μολύβια μου, κάθισα μπροστά στο καβαλέτο, τοποθέτησα τον τελευταίο μου καμβά, να φτιάξω μια σύνθεση.. Τι θα έφτιαχνα; Όταν είσαι μπροστά σε έναν άδειο καμβά σε πιάνει πυρετός. Δεν ξέρεις από που ν αρχίσεις. Παρ όλα αυτά, ξεκίνησα να χαράζω γραμμές αδιόρατες και σιγά-σιγά κάποιο σχέδιο δημιουργήθηκε. Μια γυναίκα εμφανίστηκε να περπατάει στο βάθος ενός δάσους. Στα χέρια της έβαλα χρήματα, χαρτονομίσματα. Μες στην άμοιρη φτώχια μου τι θα έβαζα; Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Έτσι κι εγώ.

Είχα μπει για τα καλά στη δημιουργία, όταν στην πόρτα διαγράφηκε η σκιά ενός τύπου. Η ώρα είχε περάσει, θα είχε πάει δέκα και ο χειμωνιάτικος ήλιος σκόρπιζε ελπίδες. Ο τύπος στάθηκε στην πόρτα με χαμόγελο. Να μπω; με ρώτησε. Και δε μπαίνεις;  απόρεσα, παρατώντας τα πινέλα.

Σαν πελάτης μου φάνηκε, με φαλακρίτσα, εξηντάρης επιχειρηματίας. Σε ψάχνω μέρες, συνέχισε, πέρασα και χτές, δεν ήσουν εδώ και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι μου.
-Έχουμε καφέ; με ρώτησε γελαστός, λες και όλα τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, ενω εγώ έσφιγγα τα οχτώ ευρώ στη δεξιά
  τσέπη του σχισμένου τζιν.
-Να παραγγείλω στο καφενείο, είπα σκεφτόμενος μήπως τους κερνούσε.
Στο καφενείο χρώσταγα καιρό πολλούς καφέδες, πολλά ούζα και δεν με πίστωνε άλλο. Τα πράγματα είχαν αγριέψει κι αν δεν έβλεπε τα λεφτά στα χέρια μου, δεν κουνούσε τα δικά του. Τι να κανα; Αστραπιαία, συλλογίστηκα, δε βαριέσαι είπα μέσα μου, θα πάω να πάρω δυο καφέδες, τι διάολο! ολόκληρος επιχειρηματίας είχε εισβάλλει στο εργαστήριο μου. Έτσι μου συστήθηκε. Νίκος Καλαποθόκης, μεγαλοεπιχειρηματίας.
Έφερα τους καφέδες απο απέναντι, πάνε τα πέντε ευρώ κι αναλογίστηκα αστραπιαία-όλα αστραπιαία τα έκανα εγω- πως αν δεν εύρισκα άλλα λεφτά, πάλι νηστικός θα έμενα σήμερα. Ωστόσο ο Καλαποθόκης χαμογελούσε και μιλούσε συνεχώς. Το κινητό του βούιζε και απαντούσε ασταμάτητα, διακόπτοντας τη συζήτησή μας. Μιλούσε με την γραμματέα του, έδινε εντολές για το χρηματιστήριο, μου πρόσφερε ένα πανάκριβο πούρο.
-Συγνώμη ζωγράφε για τις διακοπές, είναι οι δουλειές στη μέση.
  Μισό λεπτό γιατί έχω και τη μερσεντές στο συνεργείο, ήρθα με ταξί. Έλα Φάνη, πότε θα μου την έχεις έτοιμη; το απογευματάκι; εντάξει.. εντάξει, κανόνισε να την κάνεις κούκλα. Ωραία, τελειώσαμε, γύρισε σε μένα κι έκλεισε το κινητό.
Άναψα το πούρο και πίναμε τον καφέ μας σαν δυο καλοί φίλοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
-Άκου, λοιπόν τι σε θέλω. Έχω κάνει μια καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα στη Σαντορίνη. Τριάντα πολυτελείς σουίτες..
-Έλα ρε! τον έκοψα.
-Ναι, άμα σου λέω. Εγω τους τα πήρα. Πρόλαβα. Τρία εκατομμύρια ευρώ. Δε με θυμάσαι;
-Απο που; απόρεσα.
-Έλα ρε! Εδω πιο κάτω είχα το σπίτι αλλά το πούλησα, δεν άξιζε. Τώρα όμως τους έχω στο χέρι. Λοιπόν θέλω να μου διακοσμήσεις το χώρο εκεί.
  Θα πάμε να τον δεις αλλά μπορούμε να κλείσουμε μια συμφωνία τώρα. Εχω σκεφτεί να φτιάξουμε τουλάχιστον τρεις πίνακες σε κάθε σουίτα, ξέχωρα τι θα κάνουμε στην είσοδο, στο μπαρ, στη σάλα. Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου μέχρι τον Απρίλιο που θα ανοίξουμε να μου έχεις τους πίνακες έτοιμους. Πόσο θα κοστίσουν;
Έκανα τους υπολογισμούς μου, σκεφτόμενος να μην του πω και πολύ ακριβά.
-Γύρω στο πεντακοσάρικο ο καθένας, είπα κι άνοιξα τα χέρια μου. Είναι τα έξοδα, τα υλικά οι κορνίζες..
-Μη σε νοιάζει, λεφτά έχω. Ωραία, δηλαδή γύρω στους εκατό πίνακες, επι πέντε πενήντα χιλιάδες ευρώ ε; εντάξει, πες εξήντα..μισό λεπτό να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, ξέρεις την έχω δεξί μου χέρι, να της μιλήσω να κρατήσει λεφτά να σου δώσω προκαταβολή..είκοσι χιλιάδες φτάνουν για ξεκίνημα; Έλα Ντίνα, ναι, τι λεφτά έχεις εκεί..ναι..κράτα μου είκοσι χιλιάδες, είμαι εδω στον ζωγράφο που σου λεγα, ναι τον φίλο μου...λοιπόν εντάξει; θα έρθω απο κει να τα πάρω..Τον παρακολουθούσα κλεφτά και ήταν τέλεια φυσιολογικός. Ένας άνθρωπος δραστήριος που κανόνιζε τις δουλειές του. Μιλήσαμε κι άλλο για το μέγεθος των πινάκων, για το περιεχόμενο και μου δειχνε κάποιους
  έτοιμους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους. Να, έτσι να είναι ,έλεγε με θαυμασμό. Τι να πω συμπλήρωνε, εσύ ξέρεις καλά τη δουλειά σου. Πως πάνε οι δουλειές; αγοράζει ο κόσμος έργα;
-Μπά, του απάντησα. Λίγα πράγματα, που να ξερε την δραματική μου κατάσταση.
-Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, ε; όπως είπαμε. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σου φέρω το απόγευμα τις είκοσι χιλιάδες για προκαταβολή. Και σηκώθηκε.
Στην πόρτα μου δωσε το χέρι. Ενω με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του και ξαναμπήκε προς τα μέσα. Το πορτοφόλι μου μουρμούρισε, που είναι το...κι εγω τον κοίταζα παραξενεμένος. Τι, έγινε; το χασες; πάντως εδω δεν έβγαλες πορτοφόλι, είπα μήπως νόμιζε πως του τόκλεψα κιόλας, αυτό έλειπε να νιώθω ενοχές. Όχι, τό είχα, αλλά το ταξί το πλήρωσα με ψιλά που είχα στην τσέπη. Για ψάξου καλύτερα, μήπως το ξέχασες στο ταξί; Είχες πολλά λεφτά μέσα; Πέντε-έξι κατοστάρικα, δε με νοιάζει για τα λεφτά..είχα τις πιστωτικές κάρτες μέσα..Κάτσε να πάρω την Χριστίνα τηλέφωνο μηπως το ξέχασα σπίτι. Ελα Χριστίνα για κοίτα, ψάξε μήπως ξέχασα το πορτοφόλι μου εκεί; δεν το βλέπεις πουθενά...καλά..ψάξε κι αν το βρεις πάρε με..δεν έχω καθόλου λεφτα πάνω μου και πρέπει να πάω στον Πειραιά, που είμαι; στην Αθήνα δε σου είπα στο ζωγράφο..καλά, καλά κλείσε...άσε να πάρω στο συνεργείο τον Φάνη μήπως μου έπεσε στη μερσεντές..Ναι, έλα Φάνη, έλα ο Καλαποθόκης είμαι, ναι για κοίτα στο αυτοκίνητο, εκεί δεξιά στην κονσόλα, ανάμεσα στο κάθισμα..ναι, έλα, περιμένω και με κοίταζε καθησυχαστικά σα να μου λεγε δεν τράχει τίποτα κι εγω σκεφτόμουν, ρε τι έπαθε ο άνθρωπος. Ναι, έλα Φάνη, εκεί είναι..α, μπράβο ρε Φάνη, κράτησε το δεν προλαβαίνω τώρα πρέπει να πάω στον Πειραιά..έχω αργήσει έλα γεια. Εντάξει γύρισε σε μένα, που ηρέμησα. Ευτυχώς του είπα. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, έχεις αυτοκίνητο; μου είπε ξαφνικά. Όχι, εγνεψα. Να με πέταγες μέχρι τον Πειραιά και μετά να πηγαίναμε απο τα γραφείο να πάρεις και τα λεφτά..
Ρε, γκαντεμιά, σκέφτηκα πάλι να μην μπορώ να τον εξυπηρετήσω τον άνθρωπο.
-Καλά δεν πειράζει, να σου πω θα πάω με ταξί, έχεις ψιλά,δώσε μου είκοσι-τριάντα ευρώ..
-Είκοσι-τριάντα ευρώ...κι έψαχνα τις τσέπες μου. Τι να ψαχνα αφου ήξερα πως δεν είχα.
-Δεν έχω
 ρε γαμώτο αλλά για περίμενε να πάω δίπλα ..περίμενε, είπα και πήγα στον περιπτερά.
Του ζήτησα τριάντα ευρώ και γύρισα χαρούμενος που θα εξυπηρετούσα τον άνθρωπο που θα μου έδινε τέτοια δουλειά. Έλα, του είπα και τ ακούμπησε στο γραφείο. Εντάξει, μου απάντησε και δεν τα πήρε αμέσως. Μου πρόσφερε ένα πουράκι ακόμη, άναψε και δικό του. Τράβηξε μερικές ρουφηξιές, σηκώθηκε, μου δωσε πάλι το χέρι, πήρε τα λεφτά.
-Οπως είπαμε, πέντε με πεντέμιση να με περιμένεις, εντάξει; Έλα γειά.
-Γεια, είπα κι εγω και βγήκα στην πόρτα να το παρακολουθήσω που που έστριψε στην Καλλιδρομίου και χάθηκε απο τα μάτια μου.
Ξαναγύρισα στο εργαστήρι κι έτριβα τα χέρια μου. Μπράβο, σκέφτηκα, έκανες μια πολύ καλή συμφωνία κι έβαλα ένα τσίπουρο να γιορτάσω το γεγονός. Κάθισα στο γραφειάκι μου και πίνοντας το τσίπουρο έκανα τους υπολογισμούς μου, για τά έξοδα και πόσα θα μου έμεναν απο αυτή τη δουλειά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υπολόγισα πως σε δυο μήνες θα έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ. Μια χαρά ήταν θα ξελάσπωνα απο τα χρέη και το κυριότερο θα πήγαινα και την κακομοίρα τη μάνα μου στους γιατρούς. Μάλιστα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο, να της τα πω, να χαρεί κι αυτή αλλά το ξανασκέφτηκα, άσε είπα μην το χρουσουζεύεις το πράγμα, άσε να φέρει το χρήμα ο Καλαποθόκης το απόγευμα και μετά την παίρνεις. Έτσι, πήρα τις αποφάσεις μου, μελέτησα κανα μισάωρο στα χαρτιά μου, έκανα σημειώσεις για για τα υλικά, υπολόγισα τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Μέχρι τον Απρίλιο που θα άνοιγε τις σουίτες ο Καλαποθόκης, εντάξει, προλάβαινα. Αφού βεβαιώθηκα γι αυτά, σκέφτηκα να συνεχίσω τη σύνθεση με τη γυναίκα του δάσους και τα χαρτονομίσματα που κρατούσε σαν μαγικό τζίνι. Κάθησα στο καβαλέτο αλλά δεν μου βγαινε. Το μυαλό ήταν συνέχεια στον Καλαποθόκη και τα χρήματα που θα μού φερνε. Είχα κλείσει πολλές δουλειες στο παρελθόν, μου είχανε τύχει τέτοιες και μεγαλύτερες παραγγελίες και ούτε καν περνούσε απο το μυαλό μου πως μπορούσε να χαλάσει η δουλειά. Η ώρα είχε πάει δυο, μέχρι τις πέντε ήταν πολύς χρόνος, κι αφού δεν ήθελα ή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω, πετάχτηκα στον Μπάρμπα -Γιάννη το γνωστο ταβερνείο στην Μπενάκη, να πάρω ένα μεζέ και να πιω κανα μισόκιλο. Με γνώριζαν εκεί, ήμουν πελάτης από παλιά. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, είπα στο γκαρσόν που κι αυτός φυσικά με ήξερε, να με χρεώσει τον λογαριασμό, επειδή είχα πάρει μια σπουδαία δουλειά και περίμενα προκαταβολή το απόγευμα. Μπράβο, ρε ζωγράφε! μου είπε. Κάτσε, κάτσε, ότι θέλει ο ζωγράφος. Κάθισα, μου φερε το κρασί και τους μεζέδες, κέρασα και κάτι γνωστούς απέναντι, πάει ένα τριαντάρι ευρώ. Σιγά τα λεφτά!
  Ήπια και το κρασί μου, ευχαρίστησα το Μπάρμπα-Γιάννη κι έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, ανέβηκα προς τη Μαυρομιχάλη, βρήκα το Βαγγέλη, έναν παλιόφιλο, τα είπαμε λίγο να περάσει η ώρα. Με κέρασε ένα ακόμα κρασί και του είπα μέσες-άκρες τι είχε συμβεί.
-Χα, χαχα! γέλασε ο Βαγγέλης, άνθρωπος της πιάτσας, χρόνια στα Εξάρχεια. Είσαι μεγάλο κορόδο ζωγράφε, σου φαγε το τριαντάρι ο τύπος.
-Τι λες ρε! δεν το πιστεύω, τόση σκηνοθεσία για ένα τριαντάρι; ο άνθρωπος είναι σοβαρός.
-Θα το δεις, μην τον περιμένεις και κάνεις όνειρα..Καλαποθόκης είπες; δεν ξέρω τέτοιο επίθετο εδώ..κρίμα ρε ζωγράφε και σε περίμενα πιο ξύπνιο!
Μούτρωσα, μου χάλαγε τη σειρά ο Βαγγέλης και δεν τον πίστεψα. Άστον να λέει, συλλογίστηκα, κάνει πως τα ξέρει όλα και τον παράτησα. Έφτασα στο εργαστήρι ή ώρα πλησίαζε πέντε. Πήγε πεντέμισυ, κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετα από το άλλο κι όσο περνούσε η ώρα ο θυμός μου φούντωνε. Πήγε έξι, εξήμισυ. Εφτά. Τίποτε. Πουθενά ο Καλαποθόκης. Μου είχε γράψει έναν αριθμό κινητού πάνω σε μια κόλλα στο γραφείο. Τον κάλεσα σίγουρος πως δεν θα απαντούσε. Πράγματι. Η κρύα φωή της κασέτας με πληροφορούσε πως ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Είχε μουσγκώσει για τα καλά. Πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα στο λόφο του Στρέφη. Κάθισα στην πέτρα μου στο πιο ψηλό σημείο κι αγνάντευα τα φώτα της μεγάλης πόλης. Η οργή μου σιγά-σιγά καταγάλιαζε. Έφερα πίσω όλες τις στιγμές της συνάντησης μου με τον μυστηριώδη Καλαποθόκη και γέλασα. Πικρογέλασα. Ρε, τον πούστη, είπα. Μεγάλος ηθοποιός. Θα πρέπει να το είχε δουλέψει πολύ το παραμύθι. Μου κόστιζε που με κορόιδεψε αλλά σκέφτηκα πως ήταν ένα καλά στημένο παιχνίδι. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του. Όμως τώρα έπρεπε ν αντιμετωπίσω τον περιπτερά που του χρώσταγα το τριαντάρι και τον Μπάρμπα-Γιάννη για άλλα τόσα κι εγω δεν είχα μία. Τσακιστή. Κι η κακομοίρα η μάνα μου θα περίμενε κι άλλο μέχρι να βρισκα λεφτά να την πάω στους γιατρούς.

ΤΕΛΟς

 

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΈΣ ΕΊΝΑΙ ΦΤΩΧΟΊ

 


 

 

Οι Φιλιάτες ήταν μια παλιά κωμόπολη, με ξενοδοχεία, δυο-τρία, με Δήμαρχο, με νοσοκομείο, με φαρμακείο, αρκετά μαγαζιά με ρούχα, περίπτερο, βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, είχε και πολλούς γύφτους γι αυτό και το αποκαλούσαν Γυφτοφίλιατο, -στην άλλη άκρη με τα τσαντήρια τους και τα άλογα που ήταν βασικό ζωεμπόριο εκείνες τις εποχές.
Ο Τάσο –Καλέσης δε μιλούσε πολύ, έλεγε μόνο όσα έπρεπε, δούλευε σα σκλάβος μέσα σ εκείνη την τρύπα στο έμπα, της πόλης, λίγο μετά το βεντζινάδικο, όταν με παρουσίασε σ αυτόν ο πατέρας μου δεν κατάλαβα ή δεν άκουσα τι είπαν, το μόνο που κατάλαβα ήταν πως ο Καλέσης ήταν καλός άνθρωπος και θα ήμουν κατά κάποιο τρόπο προστατευόμενος του, άρα έπρεπε να τον εμπιστεύομαι, αυτός θα είχε επαφή με τους καθηγητές, θα έπαιρνε τους ελέγχους μου και θα συνεργαζόταν με τη μητέρα μου μια και ο Φώτης Πλιάτσικας θα ταξίδευε ακόμα μια φορά πίσω στη Γερμανία.
Μετά από τη γνωριμία με τον Τάσο Καλέση, ο πατέρας μου με πήγε στο ραφείο του Γεωργίου που δε θυμάμαι το μικρό του όνομα, ενός συνομήλικου του και συμφώνησαν να μας νοικιάσει ένα μικρό δωμάτιο όπου θα έμενα και πήγαν στο καπηλειό να πιούνε το κρασί τους. Ο πατέρας μου μέθυσε, τον πήγα σέρνοντας μέχρι το πρακτορείο για να πάρει το λεωφορείο και γυρνώντας για την καινούρια μου κατοικία, προς την ανηφόρα, το σπίτι με τα νοικιαζόμενα δωμάτια ήταν στην κορυφή του λόφου, όταν μπήκα στο πολύ μικρό δωμάτιο, με ένα ντιβάνι, χωρίς ντουλάπα, χωρίς τίποτε άλλο, με μια εξωτερική τουαλέτα κοινόχρηστη από τους νοικάρηδες, που θα άρχιζα σιγά-σιγά να τους γνωρίζω, μαθητές οι περισσότεροι, με πρώτους τον Αριστείδη Μπαβάρα, τον Σωτήρη Καραδήμο που οι σχέσεις μου μεταξύ μας είχαν ψυχρανθεί κι έτσι ξεκινούσα την νέα μου ζωή, μόνος, κατάμονος.
Με τα πολιτικά δεν ασχολούμουν, για την ακρίβεια δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά, εκτός από την πραγματική έννοια της πολιτικής, όχι με την πολιτικολογία κι έτσι άκουγα εκείνο τον καιρό του 1966-67, για τον Καραμανλή, την Ένωση κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου που τον έλεγαν γέρο της Δημοκρατίας άνευ λόγου, τον Κανελλόπουλο που δεν μπορούσε να φτιάξει κυβέρνηση, το βασιλιά Κωνσταντίνο, που ούτε κρύο ούτε ζέστη μου έκανε η παρουσία του, την ΕΔΑ, που εκπροσωπούσε τους κομμουνιστές, κάπως είχα αρχίσει ν αριστερίζω, έτσι από ένστικτο και από μια πλαστή αλήθεια πως οι φτωχοί όφειλαν να είναι κομμουνιστές.
Ο Τάσο- Καλέσης, ο φτωχός σαμαράς ήταν τέτοιος. Κομμουνιστής. Ο Γεωργίου δεξιός και οι δυο, όμως μετριοπαθείς, χαμηλών τόνων άνθρωποι.

Ω, είμαι ένας κομμουνιστής γιατί δεν έχει να φάει!
Οι κομμουνιστές είναι φτωχοί. Οι δεξιοί είναι πλούσιοι.
Είναι καλοί άνθρωποι. Ο ι κομμουνιστές είναι συμμορίτες
που έσφαξαν τον κόσμο με κονσερβοκούτι.
Οι δεξιοί νίκησαν τους κομμουνιστές.
Την πρώτη φορά που βρέθηκα μόνος σε εκείνο το δωμάτιο, δεν το πολυσκέφτηκα, έπρεπε να γίνω ένας πρακτικός άνθρωπος, έπρεπε να προστατεύω τον εαυτό μου, μόνος μου από τότε που γεννήθηκα, αυτό γινόταν μια συμβουλή μέσα μου κι έξω μου, χωρίς κλάματα και μυξομουρμούρες κι άρχισα να μελετώ τα καινούρια μου βιβλία που ήταν πιο ογκωδέστερα από εκείνα που διάβαζα στο Άγριο. Τώρα πια είχα ηλεκτρικό, τσαφ! Άναβα τον διακόπτη και το δωμάτιο πλημμύριζε φως. Τι ωραία ήταν! Να έχεις κατευθείαν φως χωρίς ν ανάβεις τη λάμπα με το φυτίλι, χωρίς να μυρίζεις πετρέλαιο, που μου έφερνε αναγούλα και το άφηνα αναμμένο όλες τις νύχτες, είναι αλήθεια πως αρκετές φορές φοβόμουν το σκοτάδι αλλά ανέβαινε επάνω η κυρία Γεωργίου και μου φώναζε.
-Σβήσε το φως! Τρεις η ώρα μεσάνυχτα.
Το σβηνα, δεν απαντούσα, τι να λεγα; Και το άναβα ξανά ύστερα από πέντε λεπτά, φως-φανάρι που έλεγε συνέχεια ο Βίκτωρ Ουγκό, στους Αθλίους που είχα αρχίσει να διαβάζω εκείνες τις μέρες, τι μέρες, το τελείωσα σε ένα εικοσιτετράωρο κι ύστερα το ξαναμελετούσα, γιατί μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Αγιάννης, η Τιτίκα και ο Μάριος, ενώ δεν μπορούσα να καταλάβω τις κακίες του Ιαβέρη.
Οι πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές, ένας για κάθε μάθημα, όχι όπως είχα μάθει στο Άγριο, οι καινούριοι συμμαθητές, καμιά σαρανταριά σε κάθε τμήμα, ο καθένας με το επώνυμο του, όχι με το μικρό, ο Πλιάτσικας, ο Τσούνης, ο Στολάκης, ο Μιγκας, η Παπαθανασίου, η Γεωργίου, τα καινούρια κορίτσια, όμορφα, καθαροντυμένα με τις μπλε ποδιές τους κάτω απ το γόνατο, όμορφα και διαφορετικά από τη Λεφτερία και την Σταυρούλα του χωριού.
Είχα γραφτεί στο κέντρο Νεότητος, εκεί πήγαιναν όλα τα χωριατόπαιδα που δεν ήταν από τους Φιλιάτες, εκτός από τα πλουσιότερα που έμεναν στο οικοτροφείο του Ζούλα, κάτι σαν ιδιωτικό μέρος, και περνούσαν καλύτερα από εμάς και τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Εκεί στο κέντρο Νεότητος τρώγαμε τα μεσημέρια, πηγαίναμε στα σπίτια για λίγη ξεκούραση και από τις τέσσερις μέχρι τις οκτώ το βράδυ, ξανά στα θρανία να μελετούμε τα μαθήματα της επόμενης μέρας υπό την επίβλεψη των καθηγητών. Διευθύντρια στο κέντρο ήταν η κυρία Δέσποινα, ποτέ δεν έμαθα το επίθετο της, μια μελαχρινή σαραντάρα, που της είχε στραβώσει το στόμα, ή είχε γεννηθεί έτσι, ανύπαντρη, γεροντοκόρη αλλά πολύ γλυκιά κυρία που μου έδειχνε μια υπερβολική στοργή, ίσως γιατί καταλάβαινε την αγάπη μου για τα βιβλία, πράγμα που κι αυτή ένιωθε, μέσα σ εκείνη τη μεγάλη βιβλιοθήκη στον πάνω όροφο του κέντρου, όπου πήγαινα συχνά-πυκνά να δανειστώ βιβλία.
Οι καθηγητές ήταν όλοι σοβαροί, ντυμένοι με τις γραβάτες τους, ο Γυμνασιάρχης άψογος καιροφυλακτούσε, ερχόταν στις τάξεις για να παρακολουθήσει επ όλιγον την παράδοση των καθηγητών κι εμείς κάναμε ησυχία, όταν έμπαινε βλοσυρός. Λεγόταν Αθανάσιος Ντάγκας, κοντός, ανύπαντρος, μαθηματικός, παρέδιδε άψογα το μάθημα του, ακριβοδίκαιος κι αυτός όπως και ο πρώτος μου φιλόλογος, ο Στέργιος Τατσιόπουλος, που άμεσα τα παιδιά τον είχαν βγάλει ο μεθύστακας επειδή τα απογεύματα έπινε τα ουζάκια του στα καφενεία, χωρίς να πολυνοιάζεται αν τον έβλεπαν οι συνάδελφοι του και ο πολύς κόσμος που έβγαινε βόλτα κάθε απόγευμα στην πλατεία. Αυτός ο Τατσιόπουλος, εξαίρετος, πολυμαθής μας έκανε Αρχαία,Ιστορία και έκθεση, τα λεγόμενα Νέα, με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, μου έβαζε τους μεγαλύτερους βαθμούς. Τους πρώτους βαθμούς που πήγε και πήρε ο κηδεμόνας μου Τάσο-Καλέσης και όταν μου τους έδειξε, χαμογελούσε, πράγμα σπάνιο γι αυτόν. Ιστορία είκοσι, γυμναστική, θρησκευτικά, επίσης, δεκαεννέα Αρχαία, όπως και έκθεση, δεκαεφτά Φυσική και Χημεία αλλά εννέα! Στα μαθηματικά, παρ όλα αυτά με μέσο όρο δεκαεπτά και κάτι, ήμουν ο πρώτος μαθητής στο τμήμα μου και στα δυο τμήματα της Πρώτης Γυμνασίου αλλά αυτό το εννέα πολύ με είχε στεναχωρήσει. Στραβομουτσούνιασα, γιατί να μου το κάνει αυτό Ντάγκας, αφού ήμουν ο πρώτος μαθητής, ω, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής χωρίς να είμαι σπασίκλας, όπως ήταν συνήθως οι πρώτοι μαθητές, όπως και ο δεύτερος στη δική μου τάξη, ο Στολάκης που μούτρωσε επειδή τον είχα ξεπεράσει, αυτόν τον γιο ενός εύπορου Φιλιατιώτη που ο πατέρας του έκανε παρέα με τον Δήμαρχο και γενικά την αστική τάξη της κωμόπολης αλλά εμένα δε με ένοιαζε.
Α, ναι ήμουν ο πρώτος μαθητής και η μητέρα μου έκλαψε όταν της έδειξα τον έλεγχο, την Πέμπτη στη Λαϊκή, κάθε Πέμπτη γινόταν Λαϊκή αγορά στον κεντρικό δρόμο, όπου πουλούσαν απ όλα τα γύρω χωριά την πραμάτεια τους συνήθως οι γυναικούλες τα λαχανικά τους αλλά και διάφοροι άλλοι έμποροι με πολλά μπιχλιμπίδια, καραμέλες και παιχνίδια, και, θυμάμαι που με ενοχλούσε, με πείραζε που η μητέρα μου ήταν αναγκασμένη να στέκεται εκεί για να μαζέψει κανένα δίφραγκο για να μου δώσει χαρτζιλίκι, ένα δίφραγκο για όλη τη βδομάδα, ενώ τα άλλα παιδιά έπαιρναν τουλάχιστον ένα τάλιρο την ημέρα για ν αγοράσουν γλυκά από το ζαχαροπλαστείο, τυρόπιτες από τον επιστάτη στον προθάλαμο του Γυμνασίου και κοκκορέτσι ή σουβλάκι τα απογεύματα. Εγώ δεν ήμουν ούτε λιχούδης, ούτε τίποτε λαίμαργος, λιτοδίαιτος από τότε, λες και δε με ένοιαζε το φαγητό, έτρωγα μόνο για να συντηρώ το σώμα μου, τίποτε άλλο.
-Να, πάρε, μου δωσε ένα τάλιρο εκείνη την Πέμπτη που της έδειξα τον έλεγχο. Περήφανη, σκούπισε τα δάκρυα της, με φίλησε και την πήγα μέχρι το πρακτορείο το μεσημέρι να πάρει το λεωφορείο για το χωριό.
-Να προσέχεις παιδάκι μου! με συμβούλευε. Να κοιτάς τα γράμματα σου και τίποτε άλλου. Ακούς;
Τι να άκουγα; Μόνος σε έναν κόσμο θανάσιμο, έκανα του κεφαλιού μου. Έπαιζα μπάλα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο, έπαιζα και πραγματική μπάλα στο γήπεδο, έτρεχα ακόμα με κοντά παντελονάκια, σε λίγο θα φορούσα μακριά και ένιωσα άβολα όταν την επόμενη μέρα που πήραμε τους ελέγχους μπήκε στην τάξη ο Ντάγκας και ρώτησε με ένα μειλίχιο ύφος ποιος ήταν ο πρώτος μαθητής. Ο Πλιάτσικας, είπαν κάμποσα παιδιά και ο Ντάγκας με σήκωσε επάνω.
-Συγχαρητήρια! Μου είπε. Μπράβο! Πόσο σου έχω Μαθηματικά;
-Εννέα, κύριε καθηγητά, απάντησα αμήχανα.
-Εννέα; Άνοιξε τα μάτια του. Α, θα το διορθώσουμε, θα το διορθώσουμε στο επόμενο δίμηνο.
Και από τότε μου έβαζε δεκαπέντε, χωρίς να το αξίζω αφού είχα αρχίσει να παραμελώ το μάθημα των μαθηματικών.

απόσπασμα από το μυθιστόρημα μου Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌΥΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο.. ΜΠΆΜΠΗΣ

 


 

ΠΟΙΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ Η ΤΈΧΝΗ; Στην πραγματικότητα μόνο τους δημιουργούς κι αυτούς που ασχολούνται γύρω απ αυτήν για να οικονομήσουν. Από τους άλλους, τον πολύ κόσμο, ουσιαστικά ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα. Και η ζωγραφική ιδιαίτερα αυτή και η λογοτεχνία βρίσκονται σε τρομακτικά χαμηλό επίπεδο όσον αφορά τη στατιστική κι ας μιλήσω για τα Εξάρχεια όπου ζω τα τελευταία είκοσι χρόνια. Διατηρώ το εργαστήρι ανοιχτό, ο κόσμος που περνά έχει άμεση αντίληψη τι γίνεται, βλέπει τα έργα και τον ζωγράφο να εργάζεται ζωντανά, για να μην πω live και χάσω τον ειρμό της σκέψης μου, κι έτσι η επαφή μπορεί να είναι απόλυτα άμεση. Απ ότι έχω υπολογίσει περίπου 2% δείχνουν ενδιαφέρον! κι αυτοί ποικίλλουν όσον αφορά την κοινωνική τους τάξη. Και τα επαγγέλματα τους. Για ποια τέχνη να ενδιαφέρεται ο Μπάμπης ο ταξιτζής; ο Μανώλης ο χασάπης, ο ψιλικατζής, ο δικηγόρος, αυτοί οι δικηγόροι και οι γιατροί είναι οι πιο α-κουλτουρωτοι άνθρωποι! ο Γιάννης ο σεκιουριτάς, και η μανικιουρίστα, ο καφετζής που μου είπε πως έχει ν ανοίξει βιβλίο πενήντα! χρόνια, οπότε καταλαβαίνετε για ποιο ανώτερο βιοτικό μιλάμε, για ποιο μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων σε μια, υποτίθεται από τις πιο κουλτουριάρικες συνοικίες της Αθήνας. Οι άνθρωποι, βέβαια, δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν, και πως να τους ενδιαφέρει κάτι για το οποίο έχουν πλήρη άγνοια; στις λογοτεχνικές βραδιές, συνήθως παρίστανται κάποιοι φίλοι του παρουσιαζόμενου και στις εκθέσεις ζωγραφικές το ίδιο και το ίδιο κοινό, που χρόνια τώρα συναντάς σ αυτούς τους χώρους και ιδιαίτερα στις ομαδικές όπου οι παρουσιαζόμενοι ζωγράφοι και ζωγράφες, αλληλολιβανίζονται μεταξύ τους! μιλάω τώρα για το πλήθος των εκδηλώσεων και όχι για κάποιες λίγες που έχουν την τύχη και το χρήμα να διαφημίζονται μέσω του τύπου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου κι ακόμα ένα ατού το όνομα του γκλαμουρίστα καλλιτέχνη, του ευνοούμενου από το κοινό. Χειρότεροι ακόμη είναι οι πολιτικοί που έχω συναντήσει εδώ γύρω. Αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι, άμουσοι, υπερφίαλοι, ξερόλες. Έτσι, λοιπόν, απομένουν μόνο οι φοιτητές, η νεολαία γενικότερα, που όμως και αυτοί μη νομίζετε πως έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Στα ίδια επίπεδα κινούνται άιντε ν ανέβουν δυο-τρεις ποσοστιαίες μονάδες, τα δε νεότερα παιδιά του Γυμνασίου-Λυκείου, άστα να πάνε! δε γνωρίζουν τίποτε για τις τέχνες και μιλάω για τις κάπως πιο προβεβλημένες, ζωγραφική και Λογοτεχνία και ίσως, μόνο η μουσική έχεις ένα μεγάλο κοινό-μιλώντας βέβαια για την λαϊκή μουσική. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς να συζητήσεις τίποτε περί τέχνης, περί ιδιαίτερης ιστορίας και πολιτικής, όχι πολιτικολογίας σ αυτή ο Έλληνας είναι εξπέρ, όπως και για τον σινεμά, καθόλου το θέατρο και αν τους πεις κάτι για Λυρική σκηνή μόνο έμετο δεν κάνουν!

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

ΜΑΣ ΔΙΑΛΕΞΕ

 

 


Αιχμαλώτισα τη φευγαλέα εντύπωση
του φωτός
φτωχοσυντηρητής περιστέρων
τι κι αν περνούν οι ώρες πάνω απ τα σύννεφα;
Αιχμαλώτισα το όνειρο, την ωραία εικόνα ενός κόσμου
στηριγμένου στην άγνοια
επειδή έτσι μας άρεσε
Εσύ με αγαπούσες και χτες και σήμερα;
Όμως αυτή η φευγαλέα ακτίνα
λαμαρίνες τρένων, τσακισμένες φωνές, δικές σου και δικές μου
ψυχοσυντηρητής περιστεριών, ω! ποτέ δεν μπόρεσα
να ξεχάσω τον Άμλετ.
Διάβαιναν τα μάτια σου μέσα στα μάτια μου
μας διάλεξε η τύχη, καλύτερα έτσι, ναι! καλύτερα!
ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί με αγαπούσες και χτες και σήμερα.
Αιχμαλώτισα τον ήχο της φωνής σου
ώρες πάνω απ τα σύννεφα, ω! ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω
 
[Μέρος από το ποίημα μου με τίτλο ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ.]
Εγράφη σήμερα!

 

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

ΔΙΧΩΣ ΈΛΕΟΣ

 

 


Αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τα μάτια ήταν σίγουρο.Το άλλο σίγουρο ήταν τα μάτια της που με κοίταζαν μια ζωή με ένα «θέλω».Το κατάλαβα γρήγορα πως η Αλέκα θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στο θάνατο αν δεν περνούσε το δικό της. Πως ήταν αυτή; Μια γυναίκα πραγματικά εντυπωσιακή, από την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ μόνοι μας, τα μάτια της παιχνίδιζαν στιγμιαία με θέληση να γίνεται το δικό της. Εγωισμός του θανατά, μειωμένη αίσθηση του κινδύνου, σαν η ζωή να ήταν παιχνίδι, τίποτε άλλο. Ακόμα και τώρα που προσπαθώ να σημειώσω ακριβώς το περίγραμμα του προσώπου της ανατριχιάζω. Ήταν τρελή; Δεν μπόρεσα ποτέ να βάλω όρια στην τρέλα και στη λογική. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται συνέχεια σ αυτή την κόψη του ξυραφιού, ακριβώς επάνω. Συνήθως πέφτουν απ την πλευρά της τρέλας. Αυτό δεν ήταν μακριά από την Αλέκα. Θα μου πεις τώρα, γιατί εγώ έκανα την πάπια και συνέχεια έβγαζα τον εαυτό μου απέξω. Μπορεί να έχεις δίκιο, κατα βάθος είχα εξομολογηθεί στον εαυτό μου πως την ήθελα αλλά ήταν αδερφή της γυναίκας μου, παντρεμένη με τον βλάχο, καλό παιδί ο Σπύρος, ζούσε στον κόσμο του και την λάτρευε. Λάτρευε την Αλέκα που τον είχε παντρευτεί από συμφέρο, του είχε κάνει δυο παιδιά, του καθόταν στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζοντας το ταβάνι χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση, μέχρι να τελειώσει, μετρώντας ως το δέκα. Ύστερα πεταγόταν επάνω κι έπαιρνε τους δρόμους.
-Που θα πας ρε Αλέκα; τη ρωτούσε αυτός μερικές φορές κλαίγοντας
-Πως κάνεις έτσι; μια βόλτα για καφέ.
Έφευγε και επέστρεφε όποτε ήθελε. Ήθελε να ζήσει. Αυτό μου είπε εκείνη την πρώτη φορά που ήπιαμε καφέ. Δε με νοιάζει τίποτε, σκοτείνιασε το πρόσωπο της. Ε, πως, προσπάθησα να την προσγειώσω. Έχεις άντρα, παιδιά, υποχρεώσεις... κι έσκασε στα γέλια. Με έκανες κι ανατρίχιασα, να κοίτα την τρίχα μου; κάγκελο έγινε! Και σήκωσε το μανίκι να φανούν οι ξανθές τρίχες στα χέρια της. Σου αρέσουν; συνέχισε προσπαθώντας να βρει τα μάτια μου. Κοίταξα πρώτα τις τρίχες που άστραφταν στο Καλοκαιρινό φως, γύρισα το πρόσωπο μου στο γαλάζιο. Μου άρεσε αλλά δεν ήθελα να το ομολογήσω και νευρίαζα που μου άρεσε. Είδες κάτι μυστήρια πράγματα που μας συμβαίνουν; Αυτές οι ηθικές υστεροβουλίες, τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπινων κανόνων, οι κάθετες τομές που δίχαζαν τον νου, στο τι πρέπει να κάνουμε, ποιους πρέπει ν αγαπάμε και ποιους όχι, ποιους να ερωτευόμαστε και ποιους όχι με είχαν βάλει πολλές φορές σε κόντρα με το μέσα μου. Ύστερα έστρεψα πάνω της. Χαμογέλασα με νόημα να ξεφύγω, με τρόπο πως δεν ήταν ανάγκη να γίνει κάτι μεταξύ μας. Θα πάμε για τένις; Ρώτησα για να την φέρω σε μια άλλη της τρέλα, αυτή του τένις. Παίζαμε τένις με μανία, οι κόντρες μας τα Σαββατοκύριακα ήταν ατέλειωτες, όπως ατέλειωτο συνεχιζόταν το παιχνίδι της αναμονής για το πότε θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι. Εγώ το φοβόμουν, φοβόμουν την κατάσταση που μπορούσε να γίνει έκρυθμη, να ξεφύγει, να εκτροχιαστεί αλλά δεν της έλεγα τίποτε κάθε φορά που μάθαινα από τα υπονοούμενα της γυναίκας μου πως η Αλέκα είχε πάει με κάποιον άλλον ή πως απατούσε τον Σπύρο και απορούσα με τον εαυτό μου που δε με ένοιαζε, που δε νευρίαζα, ενώ στη γενικότερη συμπεριφορά μου καυτηρίαζα αυτές τις καταστάσεις και ήμουν καθαρά εναντίον των γυναικών που απατούσαν τους συντρόφους τους. Η γυναίκα μου το είχε καμάρι για την υποδειγματική συζυγική μου ταυτότητα. Εγώ όμως τις έκανα τις δουλειές μου. Κρυβόμουν δε γινόταν αλλιώς μα δεν άφηνα τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες. Δεν μπορεί; Δεν μπορεί εσύ να πηγαίνεις μόνο με την Κατερίνα; Μου λεγε η Αλέκα. Κατερίνα λένε τη γυναίκα μου. Με κοιτούσε πάνω από το φιλέ του τένις όταν συναντιόμασταν μαζέψουμε τα μπαλάκια, η Αλέκα. Και τότε προσπαθούσε να με αγγίξει με το σώμα της, με τα μεγάλα κατάξανθα μαλλιά της, με τους ιδρωμένους ώμους και πολλές φορές το κατάφερνε. Με έμπλεκε σιγά-σιγά στο δίχτυ της μαζί μ αυτό του φιλέ και στο νου μου ήρθε ένα τρομερό βράδυ. Θα ήταν τρεις-τέσσερις τη νύχτα όταν ξύπνησα από το χτύπημα του τηλεφώνου. Πρόλαβε και το σήκωσε η Κατερίνα. Ήταν ο Σπύρος που φώναζε, έκλαιγε, έλεγε ελάτε, ελάτε να την πάρετε, είναι τρελή. Η Κατερίνα έκλεισε τη συσκευή, σήκω, μου είπε, πάμε. Δεν είχα καμιά όρεξη για τέτοια πράγματα. Κατά βάθος συμπονούσα αυτόν τον Σπύρο με όσα τραβούσε από την Αλέκα αλλά ο ρόλος του παρηγορητή δε μου πήγαινε καθόλου. Αρκετές φορές, όταν πίναμε καμιά μπύρα προσπαθούσε να μου μιλάει για το πρόβλημα του. Δεν το απέφευγα, του λεγα πως συμφωνούσα μαζί του, πως κάτι έπρεπε να γίνει, μα πάντα βγάζαμε το συμπέρασμα και πιο πολύ εκείνος, που κουνούσε το κεφάλι του με πικρία και έλεγε πως δεν πρόκειται να βάλει μυαλό η Αλέκα, γιατί αυτή ήταν το παντοτινό πρόβλημα. Βγήκαμε έξω στο κρύο, τουρτουρίσαμε και βλαστήμησα την ώρα που πήρα την απόφαση να πάω. Μην κάνεις έτσι, αδέρφια μας είναι, άκουσα τη γυναίκα μου στο σκοτάδι κι αναλογίστηκα, τι σόι αδέρφια είμασταν κι αν με ένοιαζε εμένα τι κάνει ο Σπύρος με την Αλέκα. Στην ουσία δεν έπρεπε να με νοιάζει αλλά δεν ξέρω πως, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, νιώθεις κάπως για αυτούς τους ανθρώπους που σέρνονται γύρω σου . Σα να είναι αλλιώτικοι από τους ξένους, ίσως γιατί και εσύ περιμένεις κάτι από αυτούς. Είσαι αφελής, έλεγε η Αλέκα. Αδέρφια, νύφες και κουραφέξαλα. Δεν υπάρχουν αυτά, όλα είναι ίδια.
Βέβαια, το όλα είναι ίδια, είναι μια κουβέντα, γι αυτό εγώ δεν τα ισοπέδωνα όλα, δεν ήταν όλα ίδια, πώς να το κάνουμε, μου φαινόταν αδιανόητο.
Φτάσαμε και βρήκαμε ένα σπίτι σε πολεμική εξέγερση. Η Αλέκα και ο Σπύρος βρίσκονταν σε δυο μέτρα απόσταση, ματωμένοι και οι δυο. Ο Σπύρος είχε γρατσουνιές στο μάγουλο, η Αλέκα σχισμένο το κάτω χείλος. Έτρεχε αίμα καυτό, φούσκωνε παραπάνω από όσο ήταν κανονικό. Τα μάτια της άγρια, έσχιζαν το μισοσκόταδο, πέταγαν φωτιές και αν ήταν δυνατόν ήθελε να τον σκοτώσει. Ο Σπύρος τα μπέρδευε, έλεγε ακατάληπτα λόγια. Πιάστε τη ρε παιδιά, είναι για δέσιμο, εγω δε φταίω, τι να κάμω, θα τη στείλω στη μάνα της, αλλά έχω δυο παιδιά- το κοριτσάκι και το αγοράκι τα είχαν κλειδώσει στο δωμάτιο τους να μη βλέπουν τις σκηνές τουλάχιστον. Προσπαθήσαμε να μπούμε στη μέση αλλά η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Η Αλέκα βούτηξε μια γυάλινη πιατέλα και προσπαθούσε να του ορμήσει, ήταν εντελώς έξω από τα μυαλά της. Πούστη θα σε σκοτώσω! φώναζε, τόλμησες να με χτυπήσεις εμένα! Τι σου κανα ρε πούστη;
Κάποια στιγμή ηρέμησαν. Κάθισαν ο ένας στο τραπέζι και η άλλη έκλαιγε κουλουριασμένη στον καναπέ που είχε γεμίσει αίματα. Τι έγινε ρε παιδιά, τι θα γίνει, θα σκοτωθείτε; Καλύτερα να χωρίσετε, δεν είναι πράγματα αυτά, είπα εγω. Ο Σπύρος επέμενε πως η Αλέκα είχε πηδηχτεί εκείνο το απόγευμα, ότι την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος, η Αλέκα δεν απαντούσε σ αυτό και δεν ήθελε να χωρίσει όταν και ο Σπύρος κάπως μουδιασμένα αναφερόταν στο χωρισμό. Άκρη δεν έβγαινε. Η Κατερίνα προσπάθησε να τους συμβιβάσει, πήρε την Αλέκα στο άλλο δωμάτιο να τα πούνε, έμεινα με το Σπύρο στην τραπεζαρία να τραβάει τα μαλλιά του. Τι να κάνω ρε φίλε; Πες μου τι θα έκανες εσύ, με ρωτούσε συνέχεια.
-Θες την αλήθεια; Τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια
Έγνεψε ναι.
-Εγώ θα την είχα χωρίσει ή καλύτερα δε θα την είχα παντρευτεί ποτέ. Πρέπει να χωρίσεις, αυτή είναι η γνώμη μου. Η τώρα ή αργότερα αυτό θα γίνει, γι αυτό λέω να το πάρεις απόφαση.
-Δεν μπορώ μωρέ, είναι τα παιδιά..την αγαπάω κιόλας…τι να πω… μισόκλαιγε. Μού ρχεται να τη σκοτώσω!
-Τι λες ρε; Είναι πράγματα αυτά; Εμείς πάμε να φύγουμε.
Σηκώθηκα, φώναξα τη γυναίκα μου, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ να βρω άκρη μ αυτούς εδώ είπα κλείνοντας την πόρτα πισω μου κι ο Σπύρος μας κατευόδωνε, λέγοντας εντάξει ρε παιδιά δεν είναι τίποτε, θα περάσει! Εγώ έπιανα το κεφάλι μου με συμφορά κι ανάμεσα σ όλα τα άλλα,μη σε ξαναδώ να πίνεις καφέ ή ποτό με την Αλέκα, μου σφύριξε η γυναίκα μου κι εγω ανταριάστηκα αλλά δεν άνοιξα αυτή την κουβέντα, έβλεπα πως τα πράγματα πήγαιναν κατευθείαν σε αδιέξοδα, επειδή εκείνη η κρυφή μου επιθυμία δεν είχε κοπάσει ποτέ, πράγμα που με νευρίαζε ακόμα περισσότερο αφού εγώ ποτέ στο παρελθόν δεν είχα επιθυμήσει τη γυναίκα ενός άλλου και μάλιστα μια τέτοια γυναίκα σαν την Αλέκα που ήταν σίγουρο πως πήγαινε με πολλούς. Δεν το είχε τίποτε δηλαδή αν της άρεσε κάποιος, μου το είχε πει αυτό ανοιχτά, πολλές φορές και στο μυαλό μου ήρθε πάλι αυτός ο κακομοίρης ο Σπύρος. Δεν πίστεψα πως κάποτε θα εκπλήρωνε την απειλή του αλλά που ξέρεις; Όλα να τα περιμένεις από κάτι τέτοιους ανθρώπους και το είπα στην Αλέκα μετά από αρκετό καιρό που τα πράγματα είχαν ησυχάσει κάπως μεταξύ τους. Κι όταν ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ δε μιλούσαν για την κατάσταση τους, λες και δεν έτρεχε τίποτε, λες και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αλλά εγώ ήξερα πως όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα. Όταν σε ένα ζευγάρι γίνουν τέτοιες καταστάσεις και ανταλλάξουν λόγια βαριά, βρισιές και ξύλο, ποτέ δε θα τα βρουν. Δυο πράγματα δεν ξεχνιούνται, μου λεγε κάποιος φίλος: Το γαμίσι και το ξύλο και το σκεφτόμουν μερικές φορές αν είχε δίκιο και έκλεινα προς τη μεριά πως, ναι, έτσι πρέπει να είναι αυτά τα δυο πράγματα δεν λησμονιούνται. Και εμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, μου είχε καρφωθεί να πάω μια φορά με την Αλέκα. Τώρα το γιατί, σιγά-σιγά το διωχνα απ το μυαλό, δεν ήθελα να το εξετάζω. Απλά είχα υπολογίσει να το κάνω όταν θα χώριζαν. Οπότε θα είχα λιγότερες τύψεις ή καθόλου. Ξανασκέφτηκα βέβαια πως ήταν αδερφή της γυναίκας μου αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία αφού η Αλέκα το παράγραφε. Άρα, μπορούσα να το παραγράψω κι εγώ. Το γιατί ήθελα να το κάνω, δεν ήταν μόνο πως η Αλέκα ήταν μια εντυπωσιακή, πανέμορφη γυναίκα, κι άλλες πολλές τέτοιες μπορούσα πανεύκολα να έχω, όμως διαβόλου κάλτσα σαν κι αυτήν δεν εύρισκες εύκολα και τέλος πάντων δεν μπορούσα να το εξηγήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που με τραβούσε σα μαγνήτης κοντά της. Σιωπηλά την ήθελα αλλά δεν θα έπεφτα και στο γκρεμό. Μόνο να ευχαριστιόμασταν μια δυο φορές αυτό το πάθος και να φύγει. Έτσι σκεφτόμουν.
Είχε έρθει η Άνοιξη, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση μοίραζε απλόχερα τους πόθους της και μαζί με αυτούς ανέβαιναν και οι άλλοι πόθοι: οι έρωτες και τα ανθρώπινα πάθη. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για τέννις όλοι μαζί. Κι ύστερα για κανένα ουζάκι στην παραλία. Όταν μέναμε μόνοι με τον Σπύρο άρχιζε να με τριβιλίζει, έτσι η Αλέκα αλλιώς η Αλέκα, ξέρω πως συνεχίζει να πηδιέται μ αυτόν ή με τον άλλον. Είσαι σίγουρος; Άνοιγα τα μάτια μου εγώ. Ε, καλά τώρα, επέμενε, αφού τους έχω πιάσει. Επ, αυτοφόρω ; συνέχιζα εγώ. Όχι, αλλά σχεδόν, τι να σου λέω τώρα. Και για δε χωρίζεις; Την αγαπάω, με αποτελείωνε.
Εκείνο τον Απρίλη, είχε πάει ταξίδι για δουλειές στο εξωτερικό, με πήρε τηλέφωνο να μου το υπενθυμίσει η Αλέκα. Θα πάμε για τένις; Με ρώτησε και κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα της. Δεν ξέρω πως αλλά το κατάλαβα πως θα κάναμε έρωτα. Πως θα τελείωνε κι αυτό το μαρτύριο. Πράγματι μόλις συναντηθήκαμε κάναμε σαν τρελοί, μόνο που δεν φιληθήκαμε μπροστά στον κόσμο. Κοντράραμε τα μάτια και τα σώματα μας πάνω στο φιλέ που μας χώριζε μέχρι να τελειώσουμε τα γκέιμς και τα σετ. Με νίκησε. Ήταν σπουδαία παίχτρια. Μούσκεμα στον ιδρώτα και οι δυο, παρατήσαμε πετσέτες, τσάντες, τζιμπράγκαλα, λες και είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να μιλήσουμε γι αυτό, πήγαμε στην έρημη παραλία. Πέσαμε στην άμμο σαν θηρία που ήθελε ο ένας να φάει τον άλλον, κάναμε τι κάναμε κι αμέσως μετάνιωσα. Σηκώθηκα και της είπα πως αυτό ήταν σαν να μην έγινε. Μη φοβάσαι! Γέλασε. Εσύ να το ξεχάσεις, για μένα είναι εύκολο. Και φύγαμε ο ένας εδώ κι άλλος εκεί. Όμως δεν το ξεχάσαμε, συνεχίζαμε να συναντιόμαστε ερωτικά κι κάθε φορά λέγαμε τα ίδια. Φυσικά κανένας δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, ο Σπύρος συνέχιζε να μου λέει τα παράπονα του, η γυναίκα μου να μην κάνω παρέα με την Αλέκα, εγώ της απαντούσα, ζηλεύεις την αδερφή σου; Και εκεί τέλειωνε το πράγμα. Όχι, ακριβώς, εκεί άρχιζε για μένα που καθόμουν ώρες και συλλογιζόμουν τι κάθαρμα ήμουν και πόσο υποκριτές μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι. Όταν ήρθε το Καλοκαίρι, σιωπηλά συμφωνήσαμε να αραιώσουμε, πράγμα που έγινε. Και να δεις που πραγματικά νόμιζα πως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Όλα γίνονταν φυσιολογικά, όπως ήταν πριν γίνουν. Είχαμε αποκρύψει στα κατάβαθα της ψυχής μας το γεγονός. Τέτοιοι άνθρωποι ήμασταν. Κι εμένα και της Αλέκας, το έδειχνε αυτό, μας άρεσε που το είχαμε κρύψει τόσο καλά. Βέβαια το πάθος μας είχε σκουριάσει. Ούτε εγώ την ήθελα πια, ούτε εκείνη εμένα. Είχαμε γίνει φίλοι. Δυο φίλοι καθάρματα. Η Αλέκα συνέχιζε το δρόμο της πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ένα βράδυ, την πέτυχα σε κάποιο μπαράκι, με έναν νεαρό που τον έδιωξε μόλις με είδε. Πήγα κοντά της ήταν μεθυσμένη στουπί. Τα μάτια της γυάλιζαν η βότκα έτρεμε στα χέρια της.
-Κάτσε, μου είπε. Κάτσε όμορφε να τα πούμε.
Της χαμογέλασα, με λύπησε αλλά κι εγώ ήμουν πιωμένος. Όχι τόσο όσο εκείνη, είναι αλήθεια πως τις γυναίκες τις πιάνει πιο εύκολα το ποτό.
-Τι νομίζεις πως είναι ο κόσμος ρε μάγκα; Ποτέ δε με έλεγε γαμπρέ ή με το όνομα μου. Αυτός έλεγε και με έδειχνε όταν ήθελε ν αναφερθεί σε μένα στην παρέα. Τίποτε δεν είναι. Γαμηθήκαμε! Και τι έγινε; Τέλειωσε ο κόσμος; Χαχαχα, αστείος είσαι; Άκου φίλε, προσπαθούσε να σοβαρευτεί. Εγώ είμαι ότι θέλω. Εγώ δεν κρέμομαι απ τα αρχίδια κανενός Σπύρου, αλλά δε θα χαραμίσω τη ζωή μου, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Για κοίταξε με!
Σηκώθηκε επάνω, κι άνοιξε το στήθος της. Έσκισε το λινό φόρεμα που φορούσε. Ο κόσμος γύρισε κατά εκεί, ένα αααα, ακούστηκε θαυμαστικά, την Αλέκα δεν την ένοιαξε, νόμιζε πως ήμασταν μόνο εμείς οι δυο εκεί.
-Κοίταξε με ρε μάγκα και πες μου! Δεν είμαι η ομορφότερη; Κάνω εγώ για τα μούτρα ενός άντρα; Όποιος κι αν είναι αυτός. Κοιτάξτε με όλοι ρε: φώναξε γύρω κι άφησε το φόρεμα να κυλίσει χάμω στο δάπεδο μένοντας εντελώς γυμνή. Δε φορούσε τίποτε άλλο, το ήξερα αυτό, το έκανε συχνά, έβγαινε χωρίς κυλόττα. Το ααααα τώρα έγινε συρμός έγινε πέλαγος, όλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω μας. Χιλιάδες μάτια την κοίταζαν ολόγυμνη, να παραπατάει σα να έπαιζε σε μια σκηνή θεάτρου. Τα μάτια των θεατών γούρλωσαν, άντρες γυναίκες, θαμώνες του μπάρ όρμησαν να την φάνε. Άρχισαν να την βρίζουν οι γυναίκες ήθελαν να έρθει η Αστυνομία, την έσπρωχναν, την χαστούκιζαν κι εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, χαμένος μέσα σ αυτήν την άβυσσο της πραγματικότητας, χαμένος μέσα σ αυτή την ωμή βία του ανθρώπινου είδους, μάτωσα τα χείλια μου προσπάθησα να της πιάσω το χέρι δεν το κατάφερα. Το ανθρώπινο σμήνος την παρέσυρε στο σκοτάδι, σβαρνίστηκε το λευκό της σώμα στα σκαλιά, κατακρημνίστηκε γύρω από το αίμα της αξιοπρέπειας ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Τελος


















 

ΜΥΣΤΉΡΙΟ

     Τι να πεις; Μερικά πράγματα είναι αμετάκλητα . Αυτό μας δείχνει μια απολυτότητα για τους νόμους της ύπαρξης και πως τα πάντα δεν είναι ...