Τα πράγματα είναι σκούρα. Μπορεί να
γίνουν και σκουρότερα,
προς το μαύρο, μπλάκ το κοινώς λεγόμενο, διότι, περπατώ
στα
Εξάρχεια, πρωί-πρωί ρε μαλάκα και γύρω μου συν περπατάνε
όλοι μ ένα σκύλο, ένα σκυλάκι καλέ κυρία, που αμολάει την
κουράδα του, γέμισε ο κόσμος κουράδες, που το πας κυρία μου
το ζωντανό; έχεις
αυλή να το κοιμήσεις; καλυβάκι για να του
στρώσεις να κοιμηθεί; Ε; Απαγορεύεται να κλείνεις ζώα στο
διαμέρισμα,
απαγορεύεται το κατάλαβες; είναι σα να κατουράς
στο κρεββάτι σου, κατουράς στο κρεββάτι τι σου; Όχι.
Ε, λοιπόν έτσι πρέπει να σέβεσαι και το ζωντανό. Άστο να
πάει
στο δάσος. Άστο να πάει, γιατί, ύστερα παίρνεις το μολύβι και
γράφεις,
μπαίνεις στο blog και προσπαθείς να εκμεταλλευτείς
αυτή τη γαμημένη ελευθερία που σου παρέχει το
δίκτυο. Ποιος
είσαι ρε φούστη που μας γράφεις; Έχεις δίπλωμα; όλοι σ΄αυτή
τη
ζωή για να πάρουν ένα δίπλωμα ξεκινάνε, του χαφιέ, του
μπάτσου, του
μαλακοπίτουρα,αλλά φαίνεται πως για να
θεσπίσουν οι πολιτείες ότι ο συγγραφέας δεν χρειάζεται δίπλωμα,
πτυχίο,ο καθένας βουτάει στη μελάνη, αφήνει μια κουτσουκέλα,
εδώ μέσα, βάζει
έναν άσχετο τίτλο, γεμίζει με αντεγκλήσεις,
λαικς και τα λοιπά. Μπουρμπουλήθρες,
λέω εγώ. Όπως τον κύριο
που κλάνει μεσ τη θάλασσα και νευριάζει την κυρά του,
κλάνεις
μπροστά στο παιδί;σα δε ντρέπεσαι, σα δεν κοκκινίζεις αλλά
που τη
βρήκες εσύ τη ντροπή, και του γεμίζει την καράφλα με
τρίχες ώσπου τον
αποτελειώνει λέγοντας πως το παιδί,αχ ναι,
το παιδί, τριάντα χρονών μαλάκας και
δεν γαμάει ακόμα,
οι Έλληνες λένε οι στατιστικές κάτω των τριάντα δεν γαμάνε,
εμ, βέβαια πως να γαμήσουν τους έφαγε η πρέζα και συνεχίζει η
κυρά μετά την
παρένθεση, κλάνει αυτό μπροστά σου; ε; σε ρωτάω
κλάνει; Και ο
ατάραχος φαλάκρας, επιλέγει την σωστή απάντηση: Δικαιούται να κλάνει; Γι΄αυτό σου λέω, είστε όλοι της πλάκας,
για
κλωτσιές, μαζί με τον Αλέφαντο, τον Κούγια και τον Λεβέντη, αποτελείται την
υποκουλτούρα, την μάζα, του περήφανου
Ελληνικού έθνους και για να ξαναεπιστρέψω εδώ μέσα, να σου
πω πως, τουλάχιστον ένα
κείμενο να γράφεις την ημέρα, το εικοσιτετράωρο, μη μας γεμίζεις με
τρίχες, απαγορεύεται, το
κατάλαβες, ουκ εν τω πολλώ το ευ, εν τω ευ το
πειθαρχείν τοις
νόμοις, νόμος ο πάντων βασιλεύ, σου το μάθανε αλλά που να το
εμπεδώσεις μαλάκα μου, εσύ σκέφτεσαι του γάμους των γαλαζο-
αίματων της γηραιάς
Αλβιόνας και κορδώνεσαι που έχεις ακόμα
βασιλιάδες, λες και είσαι και συ ένας απ αυτούς και κάθεσαι μας
γράφεις και ξεσπαθώνεις στα πλήκτρα καημένε blogger, το είπε
και ο
Σταύρος χ, να φτιάξουμε επιτροπές ελέγχου, να γίνεται
σύγκριση, να υπάρχουν
αυτοί που γράφουν κι αυτοί που διαβάζουν,
γιατί, χωρίς διαβάζοντες που θα πάμε,
αλλά έχεις και το μεγάλο
αβαντάζ της διαγραφής, του delete κυρία μου και απειλείς πως θα
με διαγράψεις, επειδή είμαι λέει
αθυρόστομος, επειδή έτσι σου γουστάρει και σε ρωτάω κύριε αν φωνάζει η γυναίκα
σου όταν
πηδιέται και μου λες, χμ, ναι, ναι την ακούω απ το καφενείο και
προσπαθείς να με πείσεις να με ξαναπειλήσεις με το δικαίωμα της διαγραφής κι εγώ σου λέω στα τέτοια μου, εγώ δεν διαγράφω
κανέναν, γιατί κατάλαβα πως εδώ μέσα είμαστε όλοι απρόσωποι,
ένα
μέγα πλήθος που τη μια στιγμή σε αγαπάει και την άλλη
είναι έτοιμο να σε ρίξει
στο γκρεμό, σαν εκείνον που πάει
μπροστά και οι άλλοι από πίσω τον
ακολουθούν, οπότε κάποια
στιγμή ο μπροστινός φωνάζει, γκρεμόόόόόςςς! κι όλοι μαζί
χορεύουμε τον χορό του Ζαλόγγου.
ΟΤΙ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ.
Το παράπονο
μιας μέρας πως
ζήσαμε ξένο όνειρο
Πάντα η
αδημονία του πεύκου
που κάτω του ξαπλώσαμε κάποτε μας μένει απορία
ότι τη νύχτα τα κορμιά τυλίχτηκαν
αμίλητα
αφού δεν μπορούσαν να εξηγήσουν
καμιά ελευθερία τους
Ίσως το παράπονο που λέγαμε
ότι δεν μπορέσαμε μόνοι να λυθούμε
ή να δέσουμε κόμπο την ανημπόρια του Καρυωτάκη
ότι ο κόσμος δεν αποδέχονταν τις απόψεις μας για το καλό.
Είναι πικρή η απόγνωση δε φαίνεται όλες τις νύχτες
όλες τις νύχτες δε γνωρίζει την έλευση ενός θεού
πως όλα ήταν ωραία κάτω από τα πεύκα.
Κάτω από τα
πεύκα έλιωσε το κεραμίδι
τη μνήμη του χαλκού
σάμπως το χρώμα του καμινιού γιατί
των αρχαίων η εικόνα δεν άφηνε περιθώριο
να ξεχαστούμε
ν αφήσουμε να πάρει φωτιά η πευκοβελόνα
Τόσο απλά.
Το παράπονο
μιας στιγμής έφτανε στο γαλάζιο
φέγγισμα
ότι δεν αγαπήσαμε μόνο τον εαυτό μας
δεν ερωτευθήκαμε για να κάνουμε παιδιά
ήρθαμε εδώ ακέραιοι
γεμάτοι απρέπεια.
[Χείμαρρος,
χείμαρρος η ζωή
στην άκρη η ζωή
στην άκρη, στην άκρη, στην άκρη!
Λευκή γυναίκα χορευτή
που αγάπησε το άσπρο, το άσπρο.]
Κανείς
άλλος σαν εμάς!
Κανείς, κανείς, κανείς!
Ένα μικρό
παράπονο μέρας της
ειλικρίνειας του καλύτερου
Όλοι μιλούσαν για λεφτεριά ούτε ένας θεός
για τη σκλαβιά που φύτρωσε στις μασχάλες μας
Βέβαια αρνηθήκαμε πολλές φορές να πνιγούμε
στον Γουαδαλκιβίρ όλοι μαζί.
Προτιμήσαμε τον δικό μας θάνατο πιο ατιμωτικό
θελήσαμε να γδάρουμε την εικόνα
να σβήσουμε το χείμαρρο.
Διψάσαμε το
Καλοκαίρι και τις Άνοιξες
οι λέξεις ίδρωναν, δεν έπεφταν στο κενό
αξία είχε να επιζήσουμε πάση θυσία
τρώγοντας ότι τρώγοντας
μόνον εμείς μπορούσαμε ν αντισταθούμε στους θεούς
κανείς άλλος.
Ούτε ένα δέντρο, ούτε μια σκιά ζωγράφου
γιατί οι λέξεις ξαναίδρωναν και τα ζώα κοιμούνταν ήσυχα.
[Στο κενό,
στο κενό η ζωή
χείμαρρος, ξερό ποτάμι
του χρόνου δε θάχει νερό
-χαχα, δε θάχει νερό-
όλοι μιλάνε για το νερό
όλοι ξέρουν για το νερό
Κανείς δεν ξέρει για το αίμα!]
Ένα μικρό
πουλί έφευγε μόνο του στη θάλασσα
Ταξίδευε ξέχωρα απ το κοπάδι
Ήταν κόκκινο πουλί, άσπρο πουλί, πουλί θλιμμένο
στο γαλάζιο να κινείται σαν φτερό στον άνεμο
όπως του λαχε στη λίγη ζωή του
όπως ήσυχο κυνηγούσε τη βροχή
σαν από μόνο του να ήξερε πως
ο χρόνος στον αέρα είναι περισσότερος από τη γη
-όταν πατάς στη γης πεθαίνεις.
[Στον αέρα,
στον αέρα το φως
λιγνή κοπέλα που πετά. Άσπρο πουλί
άσπρο το φως
ένα με το φως
ένα με το φως
ένα με την πέτρα!]
Ήπιαμε τότε
το αίμα μας
κι ήταν ένα αίμα ασήμαντο
χωριάτη ή ναυτικού αξημέρωτου
που δεν έφταιγε σε τίποτε, για τον στραγγαλισμό των λέξεων
Ένοχοι, κόκκινοι, νεκροί
αφιλόδοξοι στον κάμπο του Αλιάκμονα
χωρίς ίχνος πόνου για όσα κάμαμε και θα ξανακάμωμε
για όσα με κακία αποδώσαμε στον ανύπαρκτο
θυσιάζοντας ακόμα και τα παιδιά μας
το αίμα τους που ήταν μπλε
τα μάτια τους που ήταν μάτια πεύκου
κι ελάτου και μπιγκόνιας
ακόμα και στο ύφος μιας μέρας
που όντως δε φοβόμαστε τίποτε.
Κάτι κακό
συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
και κλείσαν όλα τα τρελοκομεία
Κάτι
συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
Ώρα λοιπόν να χορέψουμε στο ταψί
όσους μας αγαπάνε.
Κάτι με
πληγώνει αυτή τη πολιτεία που ξεπέφτει η οικονομία
δεν είμαι εγώ, δεν είσαι εσύ, είμαστε όλοι μαζί στο καψιμί
είμαι εγώ μονάχος μου που κατρακυλώ στο άστα να πάνε
Κάτι μου
συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
κλείσανε όλα τα βρεφοκομεία κι αλήθεια δεν έχω που να πάω
σβήσανε και όλα όλα τα σ αγαπάω
όλα όλα τα κα- τα καφενεία.
Κάτι κακό
συμβαίνει σ αυτή την ερημία
και κλείσαν όλα τα μπουρδελοποιεία.
Μέρα
λοιπόν που ναχεις το νου σου
να μην ξεχάσεις το χαρτί να μην ξεχασεις την παρόλα
να πάμε βόλτα στην ακρογυιαλιά με ματογυιάλια
ίσως περάσει ο ταβατζής σου Ελλάδα
Κάτι μου συμβαίνει σ αυτή την πολιτεία
Να ρίχνεις πριονίδι στη μπανιέρα για να μην βλέπεις το αιδοίο σου όταν κάνεις μπάνιο. Και συ να μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη να βλέπεις τ αχαμνά σου γυμνός. Χριστιανικές παραινέσεις.
Τι είναι λοιπόν, φυσικό και αξιοπρεπές στον έρωτα και τι αφύσικο και ανώμαλο;
Ένας φίλος που γύρισε απο σαφάρι στην Αφρική, μεγάλος, σοβαρός άνθρωπος, όταν τον ρώτησα τι του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση, μου απάντησε: Η ελευθερία στο σεξ. Εκεί οι άνθρωποι συνουσιάζονται όπως τα ζώα. Κι έτσι γίνονται πιο απλοί, σου μιλάω για τα βάθη, εκεί που δεν έχει εισχωρήσει ο "πολιτισμός μας".
Η καταπίεση της σεξουαλικότητας, αυξάνει ασύνειδα το μίσος, την πολεμική και την επιθετική μανία. Σε κοινωνίες με λιγότερη καταπίεση, οι ψυχικές αρρώστιες, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός, γίνεται κακός και ο γάμος σαν σεξουαλική κοινότητα γίνεται για χάρη της ηδονής του άντρα. Η γυναίκα ήταν [είναι;] σκέτο σεξουαλικό αντικείμενο. Ο χριστιανισμός απ όλες τις μεγάλες θρησκείες ήταν και είναι ο χειρότερος εχθρός της ελευθερίας του έρωτα. Αντίθετα ο Κομφουκιανισμός εκθειάζει περίτεχνα την συνουσία με αγάπη σε όλες τις στάσεις με λεπτομέρειες.
Οι άνθρωποι κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια του Χριστιανισμού, ζούσαν όλοι μαζί, σε μια μεγάλη αίθουσα. Κοιμόνταν γυμνοί, κυκλοφορούσαν γυμνοί και κανένας δεν ενοχλούνταν, αν κάποιοι συνουσιάζονταν. Τα παιδιά μεγάλωναν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Οι πόρνες δεν ήταν "κοινωνικά περιφρονημένες" και οι Δήμαρχοι, οι Επίσκοποι, άνοιγαν πορνεία. Στα λουτρά συναντιόταν άντρες, γυναίκες, παιδιά, ολόγυμνοι. Η σεξουαλική αποχή θεωρούνταν επιβλαβής για την υγεία. Πως έγινε και όλα αυτά άλλαξαν; Κάτω από την πίεση της Χριστιανικής θρησκείας, εμφανίστηκαν όλες οι μαζικές μανίες, οι δεισιδαιμονίες, οι θρησκευτικές υστερίες, και οι μανίες καταστροφής. Κάποιοι "βάρβαροι λαοί" απαγόρευαν το σεξ πριν τις επιδρομές. [κάτι ανάλογο πράττουν κάποιοι σημερινοί προπονητές ποδοσφαίρου]. Ο άνθρωπος κάτω από την καταπίεση, οποιασδήποτε μορφής αγριεύει. Όλες αυτές οι σκέψεις και οι μνήμες μου ήρθαν στο μυαλό από την φράση του ηλικιωμένου φίλου μου. Και την πήγα παρακάτω: ακόμα και σήμερα ο άνθρωπος είναι απελπιστικά καταπιεσμένος-ιδιαίτερα ο Δυτικός άνθρωπος- είναι σεξουαλικά πεινασμένος. Ακόμα και σήμερα οι περισσότερες γυναίκες είναι σκλάβες. Ακόμα και σήμερα τα περισσότερα αντρόγυνα κάνουν έρωτα στο σκοτάδι, κρυφά κάτω από τα ρούχα για να μην βλέπουν τα όργανα του καθενός. Νιώθουν ντροπή, γιατί έτσι τους δίδαξε ο Χριστιανισμός.
ΑΥΤΉ Η ΧΏΡΑ ΜΈΝΕΙ... Ωραία μέρα, σκέφτηκα. Πραγματικά Ανοιξιάτικη και ανηφόρισα την Σκουφά, να πάω στο Κολωνάκι να πιω τον καφέ μου. Τι ...